A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Τρίτη 9 Απριλίου 2013

H αγάπη της τυφλής μάνας

Η ζητιάνα


















   Αφιερωμένο σ΄ όλες τις μάνες και τα παιδιά του κόσμου.

Κάποτε σε μια φτωχική γειτονιά, ζούσε μια μονόφθαλμη μητέρα με το μικρό μονάκριβο παιδί της.  Ένα μικρό αγόρι μόλις τεσσάρων ετών.
 Όμως αυτό δεν την ήθελε και ντρεπόταν πολύ για την όψη της μητέρας του, επειδή όπως είπαμε, είχε ένα μάτι και την έβλεπε σαν τέρας!
Χωρίς να υπάρχει εναλλακτική λύση, αναγκαστικά μεγάλωνε μαζί της, αλλά ποτέ δεν την δέχτηκε και δεν της επέτρεπε να πάει ιδιαίτερα στο σχολείο να ρωτήσει γι΄ αυτόν, αλλά ούτε και την παρουσίαζε στους φίλους του, γιατί ντρεπόταν πολύ με την αναπηρία της μητέρας του.
Τα χρόνια όμως πέρναγαν, τελείωσε τις σπουδές του, και κανείς μέχρι τώρα δεν την είχε ΄δει, γιατί την είχε καλά κρυμμένη.
Ήλθε η ώρα που νεαρός αυτός γνώρισε την σύντροφο της ζωής του. Έκανε οικογένεια – παιδιά, αλλά ουδέποτε τους ανάφερε για την μητέρα του,  αλλά το μόνο που τους είχε πει,  είναι ότι  δεν έχει μητέρα… Και για όλα αυτά δεν είπε τίποτε στην μητέρα του.
Αυτός όμως πήγαινε πότε – πότε κρυφά και την έβλεπε στην φτωχική της παράγκα.
Κάποτε έκανε καιρό να την δει.
Όμως ο πόθος της και η υπέρμετρη αγάπη της, για το μονάκριβο παιδί της, την έκανε να σχίσει τα  βουνά και τα λαγκάδια για να τον βρει και να δει έστω και για λίγο το μονάκριβο θησαυρό  της.
Όταν εντόπισε τον χώρο που βρισκόταν το παιδί της, πλησίασε και έφτασε μέχρι τη πόρτα του σπιτιού του, εν συνεχεία με φόβο και τρόμο κτύπησε την πόρτα του. Τότε η υπηρέτρια άνοιξε την πόρτα και τα παιδιά που ήταν εκεί, αντίκρισαν μια ζητιάνα γυναίκα –  τέρας (με  ένα μάτι) και από το φόβο τους άρχισαν να φωνάζουν και να κλαίνε.
Δεν είχαν ξαναδεί ποτέ τους τέτοια «άγρια» όψη και φυσικά η στάση τους ήταν δικαιολογημένη.
Ο στοργικός όμως πατέρας έτρεξε έντρομος να δει τι ακριβώς συμβαίνει και όταν την είδε άρχισε να φωνάζει έξαλλος, να την βρίζει, να την σπρώχνει, και  την ελεεινή ζητιάνα όπως την κατονόμαζε την απομάκρυνε σαν ένα κουρέλι από την έπαυλή του.
Αφού την είχε απομακρύνει αρκετά από το παλάτι του, της είπε με άγρια φωνή:
Τι γυρεύεις εδώ;
Δεν σου είπα να μην έρθεις ποτέ στο σπίτι μου; Δεν θέλω να σε δουν τα παιδιά μου, η γυναίκα μου αλλά και ο κοινωνικός μου περίγυρος!
Τότε η πικραμένη μάνα, σιωπηλή και με ανάμεικτα συναισθήματα, χαράς που ξανάδε το παιδί της και λύπης για την όλη συμπεριφορά του, πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Για τον λόγο αυτό ο γιός της είχε θυμώσει τόσο πολύ και για αρκετό χρονικό διάστημα δεν πήγε να την δει, ώσπου κάποτε, κάποιο περίεργο μητρικό συναίσθημα τον οδήγησε έξω από την καλύβα της μητέρας του.
Πλησίασε και χτύπησε την ερειπωμένη πατρική του πόρτα, αλλά απόκριση δεν πήρε, κι εκεί που ετοιμαζόταν να φύγει, άκουσε μια φωνή απ΄ τον διπλανό φτωχόσπιτο  να του λέει:
-Γυρεύεις κάτι αγόρι μου;
-Ε, ναι, την μάνα μου θέλω.
-Λυπάμαι πολύ λεβέντη μου, αλλά η μάνα σου, πάει καιρό που έφυγε απ΄ τη ζωή αυτή, όμως μου έδωσε αυτό το γράμμα και με παρακάλεσε να στο δώσω μετά τον θάνατό της.
Τώρα σου ανήκει και μπορείς να το πάρεις.
Το πήρε στα τρεμάμενα χέρια του και αφού το άνοιξε,  άρχισε να το διαβάζει:
Πολυαγαπημένο και μονάκριβο παιδί μου, τώρα πια που δεν είμαι στη ζωή, ώστε να με βλέπεις και να ντρέπεσαι, ήλθε η ώρα να μάθεις την μεγάλη αλήθεια.
Όταν ήσουν 6 μηνών, σε ένα δυστύχημα με τον πατέρα σου, ό οποίος χάθηκε από τότε, έχασες το ένα σου μάτι, έτσι λοιπόν παιδί μου έβγαλα το δικό μου και στο δώρισα για να έχεις μια καλύτερη ζωή.
Δεν πειράζει παιδί μου που με απαρνήθηκες, κι ας μου στέρησες την χαρά της μάνας. Το να σε βλέπω όμως να μεγαλώνεις, να σπουδάζεις, να κάνεις την δική σου οικογένεια, σαν μάνα καμάρωνα κρυφά για το παιδί μου….
Όμως να ξέρεις για όλα αυτά, δεν σου κρατώ κακία, σ΄ αγαπώ όμως τόσο πολύ, όσο δεν μπορείς να φαντασθείς….  Αν χρειαζόταν, θα σου έδινα και το άλλο μου μάτι, για να είναι το παιδί μου πάντα καλά ….
Αυτός τότε έκλαψε πικρά για την απαράδεκτη συμπεριφορά του, όμως ήταν πολύ αργά, αφού δεν πρόλαβε ποτέ να πει στην μάνα του, το ποσό πολύ την αγαπούσε, αλλά και πόσο πολύ την πίκρανε σ΄ όλη της ζωή.
Για όλα αυτά που έμαθε τώρα, καιγόταν και ήθελε να πέσει στα πόδια της, ζητώντας της  ένα  μεγάλο συγνώμη από τα βάθη της καρδιάς του.
Μετάνιωσε πικρά για το μεγάλο κακό που της έκανε, στερώντας της το μητρικό δικαίωμα της αγάπης….
Για όλα αυτά, ας γίνει φωτεινό παράδειγμα και για μας, τώρα που είναι πλέον καιρός, έτσι ώστε να  προλάβουμε και να σκορπίσουμε την αγάπη μας στους πικραμένους μας γονείς.