A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

ΟΣΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΩΝ



Εις το Ησυχαστήριον αυτό, συνέχισε τους Ασκητικούς αλλά και Ποιμαντικούς αγώνας του. Άλλοτε απεσύρετο εις ιδιαίτερο κρυπτόν τόπον (εντός του Ησυχαστηρίου), πού ενθύμιζε τους λαξευτούς διαδρόμους-κρύπτες και τα κελλιά, υπό τους βράχους, της Πατρίδος του, άλλοτε εγίνετο «ή κολυμβήθρα του Σιλωάμ», οπού πλήθος επισκεπτών εύρισκαν κοντά του, παρηγοριά, λύτρωση, αναγέννηση.
Οι συμβουλές του και ή προσευχή του, ήσαν το «μάλαγμα» για τις από πάσης αιτίας πληγωμένες καρδιές.
Και μόνον πού τον ατένιζε κανείς, ένοιωθε να τον διαπερνά σε όλο το είναι του, ή Χάρις και ή Ευλογία του Αγίου, πολύπαθους Γέροντος, της Αγιότητας του και έφευγε, «άλλος άνθρωπος!»
Είχεν όλα τα Χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, το δε προορατικό του Χάρισμα, ήτο εις αφάνταστο βαθμό εντυπωσιακό και ακριβέστατο,
ώστε ό επισκέπτης, καθώς τον ήκουε, ησθάνετο δέος και φόβον!
Έκοιμήθη μετά δύο, περίπου, μηνών επώδυνου ασθενείας του, εις τάς Αθήνας, την 2αν (π.έ.) Οκτωβρίου 1966.
Είθε οι πρεσβείες του Αγίου Γέροντος Ιερωνύμου να μας σκέπουν,
προστατεύουν, ενισχύουν και βοηθούν για την σωτηρία μας,
διαφυλάττουν δε την Ορθοδοξία μας και το Έθνος μας, από πάσης επιβουλής και κακίας.


Καλογραία, εμείς λεπτά δεν έχουμε δια να δώσουμε ελεημοσύνην, δι' αυτό και αυτά τα ολίγα λόγια που λέγομεν, ελεημοσύνη είναι. Ο Γέροντας Ιερώνυμος είχε μοναχική συνείδηση. Πίστευε,πως η προσευχή, η ένωση του νου με τον Θεό,ήταν το κύριο έργο του. Κι η προσευχή γι' αυτόν,ακόμα κι οι καθημερινές ακολουθίες δεν ήταν μια τυπική διαδικασία, αλλά ολοκληρωτικό δόσιμο. Επέμενε πως οι καθημερινές εκκλησιαστικές ακολουθίες είναι απαραίτητες στον άνθρωπο. Ο ίδιος δεν τις παρέλιπε ποτέ κι αν σπανιότατα βρισκόταν μακριά από το κελλί του. 


Υποστήριζε όμως, πως εξίσσου απαραίτητο είναι κατά την ώρα της προσευχής ν' αφήνει κανείς τον εαυτόν του ελεύθερο για να εξομολογείται μπροστά στον Θεό. Συνήθιζε να μας λέει... Όταν πεθάνει η μάννα σου ή κάποιος συγγενής σου θα πάρεις βιβλίον δια να τον κλάψεις; Όχι βέβαια, Τα λόγια θα έλθουν μόνα τους εις τον νουν σου από την λύπη. Έτσι και στην προσευχή. Πρέπει να αφήνουμε τον εαυτόν μας να εξομολογείται εις τον Θεόν, ό,τι μας απασχολεί. Αυτή η αμεσότητα και η παρρησία ήταν το κύριο χαραχτηριστικό της προσευχής του. 


Είχε την αίσθηση της απανταχού παρουσίας του Θεού πολύ έντονη και γι' αυτό πάντα όταν προσευχόταν, δάκρυζε, σημείο κι αυτό της Χάριτος του Θεού. Ο Γέρων Ιερώνυμος ζούσε την ουσία της Ορθοδοξίας,την παράδοση σ' όλη της την έκταση. Χωρίς ν' απορρίπτει κανένα από τα επιτεύγματα του τεχνικού πολιτισμού, είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία, ένα πάθος θα λέγαμε προς ο,τιδήποτε παλιό, το αρχαίο. Από τα υλικά πράγματα μέχρι τα πνευματικά. Του άρεσε η αρχαία τάξη των ακολουθιών, τα παλιά βιβλία, τα παλιά αντικείμενα, επειδή πίστευε πως είχαν την σφραγίδα του δημιουργού τους, είχαν κατασκευαστεί με μεράκι κι όχι βιομηχανοποιημένα και κακόγουστα. 


Με τέτοιες πεποιθήσεις και αντιλήψεις,έχοντας ζήσει πάντα στην ζωή του εντός,αλλά και εκτός του κόσμου τούτου, μέσα στον αυστηρό χώρο της Παράδοσης της Καππαδοκίας, ένιωθε κάποιες ανησυχίες από τότε που η Εκκλησία άλλαξε το εκκλησιαστικό ημερολόγιο κι εφάρμοσε το νέο. Κι οι ανησυχίες του αυτές αυξάνονταν όσο περνούσαν τα χρόνια κι έβλεπε πολλές ορθόδοξες συνήθειες να μεταβάλλονται. Δεν του άρεσε η περικοπή των εκκλησιαστικών ακολουθιών, η εκκοσμίκευση του κλήρου, η απομάκρυνση από τον ορθόδοξο τρόπο ζωής. 


Αν και πρόσεχε πάντα την ουσία και όχι τον ξερό τύπο,πίστευε, πως κι αυτές ακόμα οι τυπικές διατάξεις που αλλοιώνονται προδίδουν κάποια αδιαφορία και χαλάρωση στην πίστη. Πως είναι το ξεκίνημα ενός κατήφορου του οποίου το τέρμα είναι άγνωστο. Έτσι πολλές φορές σκεφτόταν ν' ακολουθήσει το Παλαιό Ημερολόγιο, επειδή έβλεπε, πως οι παλαιοημερολογίτες ακολουθούσαν πιστά την παράδοση και δεν ανέχονταν νεωτερισμούς και υπερβάσεις σε θέματα που αφορούν την πίστη. 


Για αρκετό καιρό αμφιταλαντεόταν και προσευχόταν συνέχεια και έντονα στον Θεό, για να του αποκαλύψει το θέλημά Του. Περίμενε κάποιο σημείο, κάποια ένδειξη του Θεού, που θα του φανέρωνε τι έπρεπε να κάνει. Τον Αύγουστο του 1942, και συγκεκριμένα στις 23 του μηνός, παραμονή της εορτής του Αγίου Διονυσίου Αιγίνης, που πανηγύριζε ο ναός του νοσοκομείου, ο τότε Μητροπολίτης Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης, Προκόπιος, τον κάλεσε και του είπε, να ετοιμαστεί, ώστε την επομένη, κατά την πανήγυρη, να συλλειτουργήσουν. Οι άνθρωποι του Θεού βλέπουν πίσω από κάθε ενέργεια ή περιστατικό το δάχτυλο της Θείας Πρόνοιας. 


Και ο π. Ιερώνυμος, που είχε σταματήσει, να λειτουργεί πριν 18 χρόνια, την πρόσκληση αυτή του Μητροπολίτη την θεώρησε σαν απάντηση του Θεού στις προσευχές του. Προσευχήθηκε και πάλι όλη την νύχτα και τελικά αποφάσισε να μην πάει για να συλλειτουργήσει με τον Μητροπολίτη, αλλά ν' ακολουθήσει εφεξής το παλαιό ημερολόγιο. Αναχώρησε την επομένη από το νοσοκομείο πρωί-πρωί για το ησυχαστήριο του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όπου ήδη έμενε η γερόντισσα Ευπραξία. Από εκεί έστειλε στον Μητροπολίτη την παρακάτω γνωστοποίηση - παραίτησή του από τον ναό του νοσοκομείου. 


''Σεβασμιώτατε, Παρακαλώ υμάς ίνα δεχθείτε την εκ του νοσοκομείου παραίτησίν μου, διότι από του 1924 και εντεύθεν, ήτο ο πόθος μου καθώς και ο ζήλος μου προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και την πίστιν. Παιδιόθεν την εσεβάσθην, αφιερώσας όλην μου την ζωήν, υπακούσας εις τας παραδόσεις των Θεοφόρων Πατέρων. Ομολογώ και κυρήτω το πάτριον ημερολόγιον δια το σωστόν, ως και Σεις ο ίδιος ομολογείτε. Δια τούτο παρακαλώ υμάς, ευχηθείτε δε και εσείς, ίνα μέχρι τέλους εμμένω γνήσιον τέκνον της Ορθοδόξου Εκκλησίας.'' Έτσι απλά και αθόρυβα, χωρίς τυμπανοκρουσίες, αφορισμούς και φανατικές εκδηλώσεις, ακολούθησε στην υπόλοιπη ζωή του το παλαιό ημερολόγιο. 


Το γεγονός αυτό δεν τον επηρέασε καθόλου στην συμπεριφορά του προς τα πνευματικά του παιδιά. Τους δεχόταν όλους αδιακρίτως, είτε ακολουθούσαν το παλαιό, είτε ακολουθούσαν το νέο ημερολόγιο. Πρωταρχικός και κύριος σκοπός του ήταν να εμφυσήσει στους επισκέπτες του την πίστη και την αγάπη στον Χριστό. Βασικό μελημά του ήταν πως να προοδεύσουν στην πνευματική τους ζωή και πώς θα ενωθούν με τον Θεό. Αρκούνταν να ομολογεί το παλαιό ημερολόγιο, επειδή ''αυτό είναι το σωστό'' και ότι από τότε που η Εκκλησία εφάρμοσε το νέο ημερολόγιο ''τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. 


''Κάποτε μια επισκέπτρια τον ρώτησε. -Γέροντα με το παλαιό πηγαίνετε; -Ναι. -Με ποιους είστε; -Με όλους. -Μα αυτοί είναι μαλωμένοι. -Εγώ δεν είμαι με τα μαλώματα. Ήταν πολύ διακριτικός και λεπτός στους τρόπους του. Ακόμα κι όταν προέβαινε σε έλεγχο, το έκανε με τόση αγάπη, που όχι μόνο δεν δημιουργούσε αντιδράσεις, αλλά αντίθετα προκαλούσε την ομολογία και την μετάνοια, που ήταν κι ο αντικειμενικός του σκοπός.[...] Ο π. Ιερώνυμος είχε δεχθεί πολλές φορές στην ζωή του την επίσκεψη της Θείας Πρόνοιας μέσα από πειρασμούς και θλίψεις. 


Και τι δεν είχε υποφέρει αυτό το ''ταλαίπωρον και δύστυχον πτηνόν'' της Ανατολής, όπως πολλές φορές αποκαλούσε ο ίδιος τον εαυτόν του... διωγμούς, συκοφαντίες, κινδύνους, απελάσεις κ.α. Κι όλα τα υπόμενε με μεγάλη και υποδειγματική καρτερία, με απόλυτη εμπιστοσύνη στην Θεία Πρόνοια και αδιάλλειπτη δοξολογία στον Θεό. Και στις πιο μεγάλες του δοκιμασίες όχι μόνο δεν λύγιζε, αλλά αντίθετα τότε δινόταν περισσότερο στην προσευχή,με ευχαριστία και δοξολογία. Η απόλυτη προσήλωσή του στην προσευχή και η συνεχής και αδιάλλειπτη ενάσκησή της έφεραν πλούσιο το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, που συχνά ήταν ορατός και στο μικρό του ποίμνιο. Πολλές φορές θεάθηκε το πρόσωπό του να λάμπει μ' ένα υπερκόσμιο θαβώρειο φως, ενώ,όχι σπάνια κι ολόκλρο το κελλί του ανάδιδε ένα θείο άρωμα. 


Ήταν οι στιγμές εκείνες που έκαναν τα πνευματικά του παιδιά να αισθάνονται ρίγη συγκίνησης,που κορυφώνονταν συνέχεια με τις θείες διδαχές του. Ήταν πολύ ολογαρκής. Φρούτα δεν αγόρασε ποτέ. Αν του έφεραν τα πνευματικά του παιδιά, τότε μόνο τα δοκίμαζε. Το ίδιο αδιάφορος ήταν για όλα τα υλικά πράγματα. Απόφευγε να φοράει καινούρια ράσα ή παπούτσια κι όταν αναγκαζόταν να το κάνει, φρόντιζε να σκονίζονται γρήγορα.Κάποτε μας έλεγε,πως πάνε πάρα πολλά χρόνια που δεν φόρεσε καινούρια παπούτσια. 


Και τα παλιά πού τα βρίσκετε, Γέροντα; -Μου τα δίνει ο ιερεύς από την επάνω Μονήν [εννοούσε του Αγίου Νεκταρίου]. Κάποιο χειμώνα μερικά από τα πνευματικά του παιδιά, του πήγαμε μια σόμπα για να μην κρυολογήσει. Αφού μας ρώτησε πώς λειτουργεί και την ανάψαμε, σε πέντε λεπτά μας λέει... -Αρκετά, σβήστε την τώρα, γιατι πονάει το κεφάλι μου από την ζέστη... Εννοείται, πως εμείς στο παγωμένο κελλί του τουρτουρίζαμε ακόμα από το κρύο...


''Μη θυμώνετε. Θα σας ειρωνευθούν, θα υποφέρετε.

 Εσείς μη φοβάσθε. Σας προσφέρουν δηλ. πιπέρι, να δίδετε ζάχαρη.
Εγώ πιπέρι δεν έχω να σκέπτεσθε, ζάχαρη έχω, ζάχαρη δίδω.''

Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

Ο ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ ΖΗΤΙΑΝΕΥΕΙ ΣΧΕΔΟΝ ΤΥΦΛΟΣ ΚΑΙ ΠΑΜΠΤΩΧΟΣ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ ΤΟ 1843

 

Ο Νικηταράς (Νικήτας Σταματελόπουλος) ζητιανεύει σχεδόν τυφλός και πάμπτωχος στον Πειραιά το 1843

Ένας από τους πιο γνωστούς, γενναίους και τίμιους αγωνιστές της


Ελληνικής Επανάστασης ήταν ο Νικηταράς. Βρισκόταν πάντα στην πρώτη γραμμή, δίπλα στο πλευρό του θείου του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Στη μάχη στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822) η ορμή του κατά των Τούρκων ήταν τόσο μεγάλη, όπου έσπασε 3 σπαθιά κατά τη διάρκεια της μάχης, ενώ το τέταρτο κόλλησε στο χέρι του από αγκύλωση. Μετά από αυτή τη μάχη έμεινε γνωστός ως «Τουρκοφάγος», ενώ αρνήθηκε να μοιραστεί τα λάφυρα από τη νίκη στα Δερβενάκια, λέγοντας «Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη». 

Ωστόσο μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας συνεχίστηκε ο αγώνας του. Επί Όθωνα περιέπεσε σε δυσμένεια, επειδή υποστήριζε το αντιπολιτευόμενο Ρωσικό Κόμμα. Προφυλακίστηκε το 1839 ως αρχηγός συνωμοτικής ομάδας, αλλά στη δίκη του (11 Σεπτεμβρίου 1840), αθωώθηκε ελλείψει στοιχείων. Εντούτοις, η κράτησή του παρατάθηκε με αποτέλεσμα να υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη η υγεία του και σχεδόν να τυφλωθεί λόγω διαβήτη. Η κόρη του όταν τον αντίκρισε σ’ αυτήν την κατάσταση έχασε τα λογικά της. Αποφυλακίστηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1841 και αποτραβήχτηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά.

Το 1843 του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστρατήγου και του δόθηκε μία πενιχρή σύνταξη. Παράλληλα του χορηγήθηκε άδεια να ζητιανεύει στον χώρο όπου σήμερα βρίσκεται ο Ιερός Ναός της Ευαγγελίστριας στον Πειραιά κάθε Παρασκευή απόγευμα και μάλιστα σε θέση όχι αρκετά προσοδοφόρα. Όταν κάποιος γνωστός του τον ρώτησε τι κάνει εκεί, ο Νικηταράς απάντησε ότι κάθεται και απολαμβάνει την ελεύθερη πατρίδα του. 

Τελικά πέθανε πάμπτωχος στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, ωστόσο η ιστορία τον αναγνωρίζει ως έναν από τους πιο αγνούς και γενναίους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης.

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ Δ’ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ 2023 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 77790717


γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

            Ἡ περίοδος ποὺ διανύουμε, αὐτὴ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἀποτελεῖ περίοδο ἰδιαίτερου πνευματικοῦ ἀγώνα καθαρισμοῦ τῆς ψυχῆς. Λόγος αὐτῆς τῆς ἀνάγκης γιὰ κάθαρση, νὰ ἀξιωθοῦμε, φυσικά, νὰ ζήσουμε μὲ συντριβὴ καρδιᾶς τὰ Ἄχραντα Πάθη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί, ἔπειτα, μὲ δυνατὴ χαρὰ νὰ ἑορτάσουμε τὴν Ἀνάστασή του. Στὸν ἱερὸ αὐτὸ ἀγῶνα σύμμαχός μας εἶναι τὸ ζεῦγος δύο μεγάλων ἀρετῶν, τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας. 

            Γνωρίζοντας οἱ Ἅγιοι Πατέρες τὴ μεγάλη συμβολὴ αὐτοῦ τοῦ ζεύγους στὴν πρόοδο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, θέσπισαν σήμερα, Δ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, νὰ διαβάζεται τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου νέου, μέσῳ τοῦ ὁποίου ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τονίζει τὴν ἀξία τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας.

            Κάποιο παλικάρι, λοιπόν, βασανιζόταν ἀπὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα καὶ ὁ πατέρας του τὸ ὁδήγησε στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους γιὰ νὰ τὸ ἐλευθερώσουν. Ἐκεῖνοι, ὅμως, δὲν κατάφεραν νὰ ἐκβάλουν τὸ πονηρὸ πνεῦμα, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ πατέρας νὰ λυπηθεῖ. Ἡ λύπη του δὲν κράτησε πολύ, διότι ἐκείνη τὴν ὥρα ἐπέστρεψε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸ ὄρος Θαβώρ, ὅπου φανέρωσε τὴ δόξα τῆς θεϊκῆς τοῦ μορφῆς στοὺς Ἀποστόλους Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη. Ἐλπίζοντας ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἐλευθέρωνε τὸ παιδί του, ἔτρεξε κοντά του ζητῶντας τὸ θαῦμα. Τελικά, ὁ Κύριος ἔδωσε διαταγὴ στὸ πονηρὸ πνεῦμα νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν νεαρό, δίχως ποτὲ νὰ ξαναμπεῖ σὲ αὐτόν. Ἀργότερα, οἱ Μαθητὲς κατ’ ἰδίαν ρώτησαν τὸν Ἰησοῦ γιατὶ δὲν κατάφεραν νὰ βγάλουν τὸ δαιμόνιο, γιὰ νὰ λάβουν τὴν ἀπάντηση: «τοῦτο τὸ γένος δὲν ἐκβάλλεται παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία».

            Οἱ Ἅγιοι Πατέρες , μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ σήμερα τιμώμενος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὁ καὶ συγγραφέας τῆς Κλίμακος, ἔγραψαν πολλὰ γιὰ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία, τὶς δύο πολὺ σημαντικὲς πρακτικὲς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ἀνέλυσαν τὴ φύση τους, τὶς ἐγκωμίασαν, μᾶς δίδαξαν τὶ προσφέρουν στὴν ψυχὴ καὶ πῶς πρέπει νὰ τὶς ἐκτελοῦμε. Ἐνδεχομένως κάποιοι σήμερα νὰ μὴν καταλαβαίνουν τὸ νόημά τους καὶ νὰ τὶς βλέπουν ὡς μία ὠραία φιλοσοφία. Δὲν εἶναι, ὅμως, ἔτσι τὰ πράγματα. Ἄν οἱ Ἅγιοι μίλησαν μὲ ἐπιστημονικὸ τρόπο καὶ μὲ τόση σιγουριὰ γιὰ τὶς δύο αὐτὲς ἀρετές, αὐτὸ συνέβη διότι εἶχαν τὴν ἐμπειρία. Ἔκαναν πράξη τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχή, βίωσαν τὰ ὀφέλη τους, φωτίσθηκαν καὶ κατέθεσαν τὴν ἐμπειρία τους ὡς θεωρία. Ἑπομένως, τὰ ὅσα θὰ ἀκούσετε στὴ συνέχεια, δὲν εἶναι κούφια λόγια τοῦ ἀέρα, ἀλλὰ ἀποτύπωση τῆς ἐμπειρίας τῶν Ἁγίων.

             προσευχὴ εἶναι ἐπικοινωνία. Ἡ ἐπικοινωνία εἶναι μία φυσικὴ ἀνάγκη τῆς κάθε ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ἀκόμη καὶ ἄν τοποθετήσουμε ἀνθρώπους  ποὺ μιλοῦν διαφορετικὲς γλώσσες σὲ ἕναν ἀπομονωμένο χῶρο, αὐτοὶ θὰ βροῦν τὸν τρόπο νὰ ἐπικοινωνήσουν μεταξύ τους γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὸν ἐσωτερικό τους κόσμο καὶ νὰ συμβιώσουν ἀποτελεσματικά. Ἄν τόσο χρήσιμη καὶ ἀναγκαία εἶναι ἡ ἐπικοινωνία μας μὲ τοὺς συνανθρώπους μας, μπορεῖτε εὔκολα νὰ καταλάβετε πόσο περισσότερο ἀναγκαία καὶ ὠφέλιμη εἶναι προσευχή, ἡ ἐπικοινωνία μας δηλαδή, μὲ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔδωσε καὶ μᾶς δίνει ζωή. Τόσο ἀναγκαία εἶναι ἡ προσευχή, ὥστε οἱ Πατέρες τὴν ὀνόμασαν «ἀναπνοὴ τῆς ψυχῆς». Ὅπως τὸ σῶμα χωρὶς ἀναπνοή, πεθαίνει, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή μας, χωρὶς τὴν προσευχὴ δὲν ἔχει ζωή. Κάποιος, μάλιστα, εἶχε πεῖ: «Ἔζησες ὅσα χρόνια προσευχήθηκες. Τὰ ὑπόλοιπα ἦταν χαμένα χρόνια».

            Οἱ προσευχὲς χωρίζονται σὲ δύο εἴδη: τὶς ἑφτὰ διατεταγμένες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀκολουθίες καὶ τὴν προσωπική μας. Εἶναι πολὺ μεγάλη εὐλογία μέσα στὰ σπίτια τῶν ὀρθοδόξων νὰ ἀκούγονται ἱερὲς ἀκολουθίες, ὅπως, παραδείγματος χάριν, ὁ Ἑξάψαλμος, ὁ Ἑσπερινὸς καὶ τὸ Απόδειπνο μὲ τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Θεοτόκου. Ἔρχεται μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀργὰ ἤ γρήγορα, πλούσια ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὴν οἰκογένεια, ἐκφρασμένη ὡς χαρά, ὡς ἀγάπη καὶ εἰρήνη. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅσον ἀφορᾶ τὴν προσωπικὴ προσευχή, αὐτὴ δὲν ἔχει χρονικὸ ὅριο. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς παραγγέλει νὰ προσευχόμαστε ἀδιαλείπτως, χωρὶς κανένα διάλειμμα. Εἴμαστε στὸ σπίτι, στὸν δρόμο, στὴν ἐργασία, στὸ σχολεῖο ἤ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ; Πρέπει νὰ καταφέρουμε νὰ λέμε συνεχῶς μέσα μας κάποια λόγια προσευχῆς. Δὲν χρειάζεται ἡ πολυλογία. Ὁ ληστὴς μὲ ἕνα μόνο λόγο προσευχῆς κέρδισε τὸν Παράδεισο. Ἡ προσευχὴ ποὺ βοηθάει πολὺ νὰ συγκεντρωθοῦμε σὲ αὐτὴν ἐπειδὴ εἶναι συνοπτική, εἶναι τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με». Οἱ Πατέρες ἐπιμένουν νὰ ἀφιερώνουμε χρόνο στὴν ἄσκηση αὐτῆς τῆς προσευχῆς, ἀκόμη καὶ παράλληλα μὲ τὶς ἐπίγειες ἐνασχολήσεις. Μᾶς διδάσκουν ὅτι ἀρχικὰ πρέπει νὰ πιέσουμε τὸν ἑαυτό μας λέγοντας τὴν εὐχὴ ἐκφώνως. Ὕστερα, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν ἐπιμονή μας, ἡ εὐχὴ θὰ συμβαίνει ἀβίαστα στὸ νοῦ. Τότε, ὁ ἄνθρωπος θὰ ἀκτινοβολεῖ τὴν χαρὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποτελῶντας μία φωτεινὴ καὶ ἀληθινὰ χριστιανικὴ ὕπαρξη.

            λόγος γιὰ τὴ νηστεία τώρα. Μπορεῖ ὁ ἀθλητὴς νὰ στεφανωθεῖ, ἄν πρῶτα δὲν θέσει κάποιους περιορισμοὺς σὲ κάποιες συνήθειές του; Ὄχι! Μὲ τὴν ἴδια ἀκριβῶς λογικὴ δὲν μπορεῖ καὶ ὁ χριστιανὸς νὰ νικήσει στὸν ἀγῶνα κατὰ τῶν παθῶν, ἄν δὲν νηστέψει. Καὶ ὅταν λέμε νηστεία, δὲν ἐννοοῦμε μόνο τὸ νὰ τρῶμε νηστίσιμα, ἤ νὰ φουσκώνουμε τρώγοντας νηστίσιμα. Νηστεία σημαίνει νὰ ἐγκρατεύομαι σὲ κάθε σωματικὴ αἴσθηση καὶ κυρίως νὰ κόβω τὸ θέλημά μου. Νηστεία σημαίνει νὰ ἀφήνω στὴν ἄκρη τὸ «ἐγώ», γιὰ νὰ σκηνώσει μέσα μου ὁ Χριστός.

            Αὐτὸς ὁ σωματικὸς περιορισμὸς ὁδηγεῖ στὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ὑγεία τοῦ πνεύματος, διότι ἔτσι τὸ πνεῦμα ἐπιβάλλεται στὴν σάρκα, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐλευθερία τοῦ σώματος, διότι πολὺ περισσότεροι πέθαναν ἀπὸ πολυφαγία, παρὰ ἀπὸ ὀλιγοφαγία. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ νηστεύει καὶ δὲν φορτώνει τὸ σῶμα μὲ περιττά, εἶναι πάντα ἀνάλαφρος καὶ ἔτοιμος νὰ διακονήσει, ἔτοιμος νὰ προσευχηθεῖ, νὰ μελετήσει, νὰ δημιουργήσει. Ἀντιθέτως, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἐγκρατεύεται, μὲ μεγαλύτερη δυσκολία στρέφεται σὲ θεάρεστα ἔργα, καὶ πολὺ περισσότερο κινδυνεύει νὰ πέσει.

            χοντας ἀναφερθεῖ ἐν συντομία στὶς δύο μεγάλες ἀρετές, θὰ ἦταν παράλειψη ἄν δὲν μνημόνευα τὸν Ὅσιο Ἰωάννη. Τὸν τιμᾶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας διότι συνέγραψε ἕνα βιβλίο ὅπου ἀναπτύσσει τὰ σκαλοπάτια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, γιὰ αὐτὸ καὶ τὴν ὀνόμασε «Κλίμακα», δηλαδὴ σκάλα. Ὑπῆρξε πραγματικὰ ἕνας ἐπιστήμονας τοῦ χριστιανισμοῦ, διότι αὐτὰ ποὺ ἔγραψε, τὰ ἔγραψε ἀφοῦ πρῶτα τὰ βίωσε. Τὰ βίωσε καὶ τὰ μοιράστηκε μὲ ὅλους ἑμᾶς. Γιὰ αὐτό, καλὸ θὰ εἶναι, νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ τὴ σοφία του, δύο ψήγματα ἐκ τῆς ὁποίας εἶναι τὰ ἑξῆς:

            ρχὴ τῆς προσευχῆς εἶναι τὸ νὰ διώκωνται οἱ ἐχθρικὲς προσβολὲς στὴν ἀρχή τους, μὲ ἕναν ἀποφασιστικὸ λόγο. Μέσον, τὸ νὰ παραμένη ὁ νοῦς στὰ λόγια καὶ στὰ νοήματα τῆς προσευχῆς. Καὶ τέλος, τὸ νὰ ἁρπαγῆ ὁ νοῦς πρὸς τὸν Κύριον.

            Καλὸ τρίδομο καὶ τρίστυλο θεμέλιο εἶναι ἡ ἀκακία, ἡ νηστεία καὶ ἡ σωφροσύνη. Ὅλοι οἱ ἐν Χριστῷ νήπιοι ἀπὸ αὐτὰ ἃς ἀρχίζουν, παίρνοντας ὡς παράδειγμα τὰ νήπια.

            Μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ μεγάλου δασκάλου τῆς πνευματικῆς προόδου, Ὁσίου Ἰωάννου, εἴθε νὰ ζήσουμε ὅπως ζητᾶ ὁ Χριστός μας!

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

Η ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΩΝ ΑΡΕΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΣΑΡΚΩΜΕΝΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ (Ἄρθρο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Γρηγόριου)



Ἡ Κλίμακα τῶν ἀρετῶν καὶ τὸ ἐνσαρκωμένο παράδειγμα.


Ἡ Ἐκκλησία ἔχει καθιερώσει νὰ ἑορτάζει τὴν τέταρτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ἕνα πρόσωπο ἀσκητικὸ. Ἔχει συγγράψει τὸ βιβλίο Κλίμαξ (ποὺ σημαίνει σκάλα), τὸ ὁποῖο περιγράφει τριάντα λόγους περὶ ἀρετῆς, ὅπου καθένας λόγος περιλαμβάνει μία ἀρετὴ. Ξεκινώντας ἀπὸ τὶς πιὸ πρακτικὲς ἀρετὲς, ἀνεβαίνει καὶ καταλήγει στὶς θεωρητικὰ ὑψηλὲς ἀρετές. Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος ποὺ ὀνομάστηκε Ἅγιος Ἰωάννης μὲ τὸ προσωνύμιο «τῆς Κλίμακος».

Ἡ Ἐκκλησία αὐτὸ τὸ βιβλίο τὸ θεώρησε σημαντικὸ γιὰ αὐτὸ καὶ τὸ προβάλει, ὄχι τόσο τὸ βιβλίο, ἀλλὰ τὸν συγγραφέα τοῦ βιβλίου. Αὐτὸ ὄχι τυχαία. Τὸ ἔκανε διότι τὸ παράδειγμα εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὴν πληροφορία ἑνός βιβλίου. Τὸ βιβλίο εἶναι καλὸ νὰ τὸ γνωρίζουμε, ἀλλὰ πιο σημαντικὸ εἶναι νὰ δοῦμε τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο ποὺ ἐνσάρκωσε τὴν πληροφορία τοῦ βιβλίου τῆς Κλίμακος στὴν προσωπικὴ του ζωὴ, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία τὴν τέταρτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος. Μὲ ἄλλα λόγια ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς ἀρετὲς καὶ τὸ ἐνσαρκωμένο παράδειγμα θὰ εἰσοδεύσει στὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν Ἀνάστασή Του.

Συνηθίζουμε νὰ λέμε μία εἰκόνα χίλιες λέξεις. Θὰ μπορούσαμε νὰ προσθέσουμε ὅτι ἕνα ζωντανὸ παράδειγμα εἶναι χίλια βιβλία. Αὐτὸ ποὺ ἔχουμε μέγαλη ἀνάγκη σήμερα εἶναι τὰ ζωντανὰ παραδείγματα ποὺ ἐνσαρκώνουν στὴν ζωὴ τους τὸν Εὐαγγελικὸ λόγο, τὴν Ἀποστολικὴ ζωή καὶ τὴν ἀσκητικὴ μας παράδοση. Οἱ πληροφορίες εἶναι καλὲς καὶ ἀπαραίτητες. Τὰ ἀκαδημαϊκὰ πτυχία παρέχουν μία σημαντικὴ γνώση, ἀλλὰ καὶ ἰκανὴ πιστοποίηση ποὺ διαφοροποιεῖ τὸν γνώστη τῆς γνώσης, ἀπὸ τὸν γνώστη τῆς ἡμιμάθειας ἢ τῆς ἀμάθειας. Γιὰ τὸν σκοπὸ ὅμως τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου τὰ πτυχία καὶ οἱ ἀκαδημαϊκὲς σπουδὲς δὲν παίζουν ἰδιαίτερο ρόλο. Σημασία ἔχει ἡ καθαρὴ καρδιὰ μὲ ἀρετὲς καὶ τὸ ἐνσαρκωμένο παράδειγμα μὲ τὸν εὐαγγελικὸ λόγο.

Τὸ βιβλίο ἡ Κλίμακα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος εἶναι μία καλὴ ἀρχὴ ὡς πληροφορία γιὰ τὴν προσωπική ἐνσάρκωση τῆς εὐαγγελικῆς ζωῆς. Εἶναι σημαντικὸ νὰ διαβάζουμε τὸ βιβλίο αὐτό διότι προτρέπει τὸν πιστὸ νὰ συναντήσει τὸν Χριστὸ μὲ ἀρετὲς οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι ἠθικὰ ἐπιτεύγματα, ἀλλὰ προϋπόθεση συνάντησης. Ἕνα παράδειγμα εἶναι ἐὰν κάποιος θέλει νὰ δεῖ τὸν ἤλιο θὰ χρειαστεῖ εἰδικὰ γυαλιά.Ἔτσι καὶ γιὰ νὰ δεῖ κάποιος τὸ Ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ θὰ πρέπει νὰ προετοιμάσει τὶς δικὲς του ἀντοχὲς, τὸ δικὸ του ἐσωτερικὸ περιβάλλον, τὰ δικὰ του φίλτρα, τὰ δικὰ του πνευματικὰ μάτια μὲ τέτοιο τρόπο ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἰκανὸς στὴν θέαση, στὴν μέθεξη τῆς Ἀκτίστου Χάριτος ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐπομένως, οἱ ἀρετὲς εἶναι προϋπόθεση θέασης τοῦ Ἀκτίστου φωτὸς καὶ ὄχι ἠθικὸ ἐπίτευγμα ἢ ἠθικὴ ἐντολή.

Σὲ αὐτὴν τὴν ἀρχὴ δὲν χρειάζεται μόνο ἡ θεωρία ἑνὸς βιβλίου, ἀλλὰ ἀπαιτεῖται καὶ τὸ παράδειγμα. Ἄν δὲν δοῦμε τὸ παράδειγμα μέσα στὴν καθημερινότητὰ μας ἔτσι ὥστε νὰ τὸ μιμηθοῦμε, τότε πῶς θὰ τὸ ἐφαρμόσουμε; Πότε ἀλλάζουμε ἐν Χριστῷ; Διαβάζοντας μόνο πληροφορίες ἀποκτῶντας πτυχία καὶ μεταπτυχιακὰ ἤ βλέποντας κυρίως τὸ ζωντανὸ παράδειγμα; Τὸ παράδειγμα εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀλλάζει τὸν ἑαυτό μας μὲ τὴν ἐν Χριστῷ γνώση, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν θεωρία-πληροφορία ὅπως τὸ βιβλίο τῆς Κλίμακας. Στὴν ἐποχὴ μας ὅμως δὲν ἔχουμε παραδείγματα καὶ αὐτὸ μὲ τὴν σειρὰ του παράγει ἄλλα προβλήματα με ἀλληλεπιδράσεις ποὺ γεννοῦν ἄλλα προβλήματα μὲ τὴν σειρά τους.

Τὸ σημαντικότερο ὅμως πρόβλημα ποὺ θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος στρέφει τὴν προσοχὴ του στὸ νὰ βλέπει τὶ κάνει ὁ ἄλλος, περιγράφει πόσο χαμηλὰ βρίσκεται ὁ ἄλλος σὲ σχέση μὲ τὸν ἑαυτὸ του καὶ ἀντί νὰ κοιτάζει ψηλὰ βλέπει χαμηλά. Συγκρίνει τὸν ἑαυτὸ του μὲ τὸν ἄλλο καὶ ὄχι μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου, μὲ τὸ κατώτερο καὶ ὄχι μὲ τὸ ἀνώτερο. Ἡ προσωπικὴ του ἀξιολόγηση οὐσιαστικὰ ἔχει λανθασμένα διαγνωστικὰ ἐργαλεία μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐπηρεάζει καὶ τὴν πνευματικὴ του ζωὴ, ἀλλὰ καὶ τὴν κοινωνικὴ του συμπεριφορά.

Ἡ σύγκριση τοῦ ἐαυτοῦ μὲ τὸν ἄλλο καὶ ὄχι μὲ τὸ Εὐαγγέλιο ὡς λανθασμένη στρατηγικὴ, ὁδηγεῖ στὴν τάση νὰ διακαιολογεῖ ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτὸ του. Ἐπίσης, ἀμνηστεύει καὶ συγχωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του γιὰ μικρὲς καὶ ἐπαναλαμβανόμενες ἁμαρτίες καὶ τὴν ἁμαρτία τοῦ ἄλλου τὴν ἀξιολογεῖ βαρύτερη ἀπὸ τοῦ ἑαυτοῦ του. Τελικὰ, καταλήγει μὲ αὐτὸν τὸν ἐσωτερικὸ διάλογο μὲ τὸν ἑαυτὸ του νὰ τρομάζει τὸν ἄλλο μὲ τὴν προσωπικὴ του ἀμετανοησία στὰ μικρὰ καὶ στὰ ἁπλά ἁμαρτήματα.

Ἄν δὲν ἔχουμε παράδειγμα γύρω μας καλὸ εἶναι νὰ ποῦμε δυστυχῶς αὐτὴ εἶναι ἡ κατάσταση, ἀλλὰ ἐμεῖς μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε νὰ γίνουμε ἕνα σύγχρονο παράδειγμα. Ἡ δύναμη γιὰ τὸ καλύτερο καὶ τὸ ἀνώτερο εἶναι μέσα μας. Τὴν ἔχει δώσει ὁ Θεὸς ὡς δωρεά στὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἐσωτερικὴ δύναμη ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι τέτοια ποὺ ξεπερνάει κάθε ἐμπόδιο γιὰ νὰ συναντήσει ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεό. Αὐτὴ ἡ δύναμη στὸν ἄνθρωπο εἶναι θεόσδοτη, εἶναι ἔμφυτη καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν σταματήσει τίποτα.῾Ο μόνος ἀντίπαλος σὲ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ εἶναι ὁ κακὸς ἑαυτὸς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ πάντα ἔχει καλὲς δικαιολογίες γιὰ τὸν ἑαυτὸ του, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ εἶναι μία ἀναβολὴ καὶ ἀκύρωση τῆς εὐκαιρίας γιὰ νὰ γίνει ὁ ἴδιος παράδειγμα.

Δικαιολογίες ὅτι προερχόμαστε ἢ ἀνατραφήκαμε ἀπὸ δυσκολεμένους γονεῖς ἢ ἀπὸ δύσκολο οἰκογενειακὸ περιβάλλον ἢ κοινωνία γεμάτη μὲ πάθη καὶ ἁμαρτίες εἶναι πειστικὲς πρὸς τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ποτὲ δὲν μποροῦν νὰ πείσουν τὸν ἑαυτὸ μας. Γιὰ μερικοὺς οἱ δικαιολογίες εἶναι μία προσωπικὴ παραίτηση ἀπὸ τὸ νὰ ἀλλάξουν ἔτσι ὥστε νὰ μὴν γίνουν ποτὲ τὸ φῶς στὸν συνάνθρωπὸ τους καὶ στὴν οἰκογένειὰ τους ποὺ τὸ ἔχουν ἀνάγκη. Ἄν ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ ἀλλάξει, τότε ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται. Ἄν ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ, τότε ὁ Θεὸς θαυματουργεῖ ἀκόμα καὶ ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει φθάσει σὲ ἐπίπεδα ἁγιότητας. 

Εὔχομαι ἐγκαρδίως ὁ καλὸς ἀγῶνας ἐναντίον τῶν παθῶν μας νὰ εἶναι ἀποφασιστικὸς ὅπως τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος. Ἐὰν ὁ ἀγῶνας αὐτὸς ξεκινήσει ὑπεύθυνα καὶ σοβαρὰ, τὸτε θὰ εἴμαστε σίγουροι ὅτι αὐτὸς ὁ ἀγῶνας ἀπὸ μόνος του θὰ εἶναι πρόξενος καλοῦ παραδείγματος τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ μας γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶναι γύρω μας οἱ ὁποῖοι μᾶς ἀγαπᾶνε καὶ ἔχουμε ἀνάγκη ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Θὰ εἶναι ἕνας ἀγῶνας γιὰ μία καλὴ ἀρχὴ, ἀπὸ τὸ καλὸ στὸ καλύτερο καὶ ἀπὸ τὸ καλύτερο στὸ ἀνώτερο. Θὰ εἶναι ἕνας ἀγῶνας ποὺ θὰ φέρει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά μας καὶ αὐτὴ ἡ Χάρη θα φέρει ἡσυχία, βεβαιότητα καὶ σταθερότητα μὲ μόνιμο προσανατολισμό. Αὐτὸς ὁ ἀγῶνας θὰ μιμηθεῖ καὶ θὰ μετακινηθεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ μας στὸν διπλανὸ μας, ἀπὸ τὸν διπλανὸ μας στὴν οἰκογένειὰ μας καὶ ἀπὸ τὴν οἰκογένειὰ μας στὴν κοινωνία ποὺ ζοῦμε.

Μποροῦμε ἐν Χριστῷ νὰ ἀλλάξουμε τὰ πάντα ἀκόμα καὶ τὴν κοινωνία μας, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ μας. Στὸ ποσοστὸ ποὺ ἀλλάζουμε ἐμεῖς στὸ ἴδιο ποσοστὸ ἀλλάζει καὶ ἡ κοινωνία μας.

Ἡ ἐπιλογὴ μας εἶναι εἴτε νὰ ἀλλάξουμε μὲ τὸ δικὸ μας σταυροναστάσιμο παράδειγμα γιὰ τὴν δικὴ μας ζωή ἢ νὰ περιμένουμε τὶς ζωὲς τῶν ἄλλων νὰ ἀλλάξουν γιὰ νὰ ἀλλάξουμε ἐμεῖς.

Καλὸ Πάσχα καὶ καλὸ πνευματικὸ ἀγῶνα μὲ ἀναστάσιμες προσδοκίες.

† ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος

"ΕΝΕΝΗΝΤΑ ΕΝΝΕΑ ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΧΩΣ ΔΙΚΑΙΩΣΗ" (Άρθρο του Σεβ. Μητρ. Αττικής και Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)



Στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ μυθολογία, ὁ Προμηθέας, ἐξαιτίας τῆς κλοπῆς τῆς φωτιᾶς ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο καὶ τῆς μετάδοσης αὐτῆς στοὺς ἀνθρώπους, τιμωρήθηκε σκληρά. Δέθηκε σὲ ἕναν βράχο καὶ κάθε μέρα ἕνας ἀετὸς ἐρχόταν καὶ ἔτρωγε τὸ συκώτι του, τὸ ὁποῖο τὸ βράδυ ἀποκαθίστατο. Πρὸς τί αὐτὴ ἡ εἰσαγωγή; Κάτι ἀνάλογο μὲ αὐτὸ ποὺ ταλαιπωροῦσε τὸν Προμηθέα, ταλαιπωρεῖ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Τὴν πληγώνουν καὶ τὴν τραυματίζουν ἀνελέητα, σὰν πεινασμένοι ἀετοί, οἱ ἴδιοι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί.

            Σήμερα συμπληρώνονται ἐνενήντα ἐννέα χρόνια ἀπὸ τὴν ἀποφράδα ἐκείνη  ἡμέρα ποὺ ἡ Ἐκκλησία ὑπέστη ἕνα μεγάλο πλῆγμα. Μετὰ τοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους, μετὰ τὸν Ἐθνικὸ Διαχασμό, μετὰ τὸν  Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετὰ ἀπὸ τὶς σφαγὲς Ἑλλήνων χριστιανῶν στὴ Μικρασία καὶ τὸν Πόντο καὶ τὴν ἀπέλαση ὅσων δὲν σφαγιάσθηκαν στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς μεγάλες ταλαιπωρίες ποὺ ὑπέστη ἡ πατρίδα μας, κάποιοι εἶχαν τὴν «πολυτέλεια» νὰ προχωρήσουν καὶ στὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἡμερολογίου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χωρισθεῖ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅλη ἡ πατρίδα μας, σὲ παλαιοημερολογίτες καὶ νεοημερολογίτες. Πολλοὶ ἁγνοὶ καὶ ἄδολοι, πραγματικὰ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ μὲ τὸ ἄκουσμα τῆς αὐθαίρετης καὶ ἀντικανονικῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου, βγῆκαν στοὺς δρόμους καὶ φώναζαν: «μᾶς φράγκεψαν!». Ἔβλεπαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ τὴν ἀλλαγὴ ὡς μία πράξη ποὺ θὰ ἔφερνε τὴ Δύση τοῦ Βατικανοῦ στὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν Ἑλλάδα.  Αὐτοί, λοιπόν, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίστηκαν καὶ προσπάθησαν νὰ παραμείνουν ἐδραῖοι καὶ πιστοὶ στὴν ἐπὶ εἴκοσι ὁλόκληρους αἰῶνες παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, σὲ μία στιγμὴ χαρακτηρίστηκαν «σχισματικοί».

            Μὲ τὴν πάροδο τῶν χρόνων, τὰ ἴδια τὰ γεγονότα ἔδειχναν ὅτι αὐτοὶ οἱ δῆθεν «σχισματικοὶ» δὲν εἶχαν πέσει ἔξω. Λίγες δεκαετίες ἀργότερα, ξεκίνησαν, ὡς μὴ ὤφειλαν, τὰ πρῶτα οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα τῶν ὀρθοδόξων. Διαχρονικὲς ἐπιταγὲς Οἰκουμενικῶν Συνόδων αὐθαίρετα τέθηκαν στὴν ἄκρη.

            Φωτισμένες προσωπικότητες μὲ ἁγιοπνευματικὴ ζωὴ ἀφιέρωσαν τὴ ζωή τους στὴν διατήρηση τῆς παράδοσης. Αὐτὴ τὴν ἀφιέρωση τὴν ὀνόμασαν «Ἱερὸ Ἀγώνα». Κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ ἦταν ἔτοιμοι νὰ θυσιάσουν τὰ πάντα γιὰ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα λόγῳ τῆς καρδιακῆς τους εὐσέβειας. Κάποιοι, μάλιστα, ἀγωνίσθηκαν γιὰ νὰ ἐπουλωθεῖ τὸ τραῦμα. Οἱ προσπάθειές τους ἀπέβησαν ἄκαρπες. Ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία ἀπάντησε μὲ σκληροὺς διωγμούς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργήσει ἕνα ἔντονο κλίμα φανατισμοῦ. Δυστυχῶς, οἱ ἀρχιποιμένες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ἤ βαλτοὶ ἦταν, πράγμα ποὺ εὔκολα μπορεῖ κανεὶς νὰ διαπιστώσει κρίνοντας ἀπὸ τὴν πορεία τοῦ Μελετίου Μεταξάκη,  ἤ -στὴν καλύτερη περίπτωση- ἔπασχαν ἀπὸ ἔλλειψη ποιμαντικῆς διάκρισης. 

          παναλαμβάνω: τὸν Ἱερὸ Ἀγώνα τὸν κόσμησαν ἅγιες φυσιογνωμίες, τέτοιες ποὺ μᾶς γεμίζουν μὲ τὸ καθῆκον νὰ μιμηθοῦμε τὴν ἁγία βιοτή τους. Δυστυχῶς, ὅμως, μαζὶ μὲ τὰ καλὰ στάχυα, βρέθηκαν καὶ πολλὰ ζιζάνια.

            Τὰ περασμένα ἐνενήντα ἐννέα  χρόνια μάθαμε καλὰ ὅλα τὰ περὶ τῆς λέπρας τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Λόγῳ τοῦ φανατισμοῦ ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ ταγοὶ τῆς κρατούσης Ἐκκλησίας φρόντισαν νὰ σπείρουν, μεγαλώσαμε σὲ ἕνα περιβάλλον ἀπόλυτο, ἰδιαίτερα δὲ μὲ κάποιο αἴσθημα ὑπεροψίας. Μάθαμε καλὰ νὰ βλέπουμε τὰ λάθη τῶν ἄλλων καὶ νὰ τὰ στιγματίζουμε. Δυστυχῶς, ὅμως, ἀκόμη δὲν ἔχουμε μάθει νὰ βλέπουμε τὰ δικά μας λάθη.

             Ἐνενήντα ἐννέα χρόνια ἀπὸ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου καὶ ἡ διαπίστωση θλιβερή: δὲν δικαιώθηκε ὁ Ἱερὸς Ἀγώνας! Καὶ ὄχι μόνο δὲν δικαιώθηκε, ἀλλὰ καταφέραμε νὰ γίνουμε «θέατρον καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις» κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Αἴτιο γιὰ ὅλη αὐτὴ τὴν κατάσταση; Ἡ πολυδιάσπαση.

             Χριστὸς εἶπε: «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἐστέ, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις». Κάποιοι αὐτὴ τὴν ἀγάπη τὴ θυσίασαν καὶ τὴ θυσιάζουν στὸν βωμὸ μιᾶς δῆθεν ὁμολογίας, πρὸς ἐξυπηρέτηση, βέβαια, τοῦ ἐγωισμοῦ ἤ ἄλλων ἀλλότριων πρὸς τὴν ὀρθοδοξία σκοπῶν.

            ς πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς, κάποιοι ἐκμεταλλευόμενοι τὴν ἀπουσία νομικῆς κάλυψης τῆς Ἐκκλησίας μας, ἔβρισκαν ποικίλες αἰτίες γιὰ νὰ διασπαστοῦν καὶ νὰ κάνουν τὴ δική τους «σύνοδο», αὐτοτιτλοφορούμενοι ἐλεύθερα ὡς «Γ.Ο.Χ.», μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γεμίσει τὸ πανελλήνιο, καὶ ὄχι μόνο, ἀπὸ «ἐκκλησίες παλαιοημερολογιτῶν». Κυρίαρχη αἰτία, ὁ φθόνος πρὸς τοὺς ἀξίους. Εἶναι αὐτὸ ὀρθόδοξη μαρτυρία; Ὁ Θεὸς «εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσεν». Ἐξυπηρετεῖ αὐτὴ ἡ χαοτικὴ διάσπαση τὴν ὀρθοδοξία; Σὲ τί διαφέρει αὐτὴ ἡ κατάσταση ἀπὸ τὸν οἰκουμενισμό, τὸν ὁποῖο οἱ περισσότεροι λένε ὅτι πολεμοῦν; Νομίζουμε ὅτι μᾶς σώζει ἡ ἀπουσία κρατικῆς κάλυψης, ὅμως ὑπάρχει καὶ θάνατος «ἴνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται».

            Οἱ ἀρχιερεῖς οἱ ὁποῖοι στάθηκαν στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων, κράτησαν μὲ ἀληθινὴ ἀγάπη καὶ κατ’ ἐπίγνωσιν ζῆλο τὴν παράδοση, καὶ ἀγωνίσθηκαν στὴν πρώτη γραμμὴ νὰ δοξάσουν τὴν Ἐκκλησία, ἀγωνιζόμενοι θυσιαστικῶς γιὰ τὸ ποίμνιο, ὑπέφεραν ἀπὸ ἕνα ἔντονο κλίμα ἀντιδεσποτισμοῦ. Γιὰ αὐτὸ κάποιοι πνευματικοὶ ἄνθρωποι καὶ ὀραματιστὲς ἔφυγαν. Ἀπὸ τὸ 1924 ἕως τὸ 1935, περίοδο κατὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχε ἀρχιερέας στὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἱερεῖς, μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ βρῆκαν τὴν εὐκαιρία νὰ οἰκειοποιηθοῦν τὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ γίνουν βασιλικώτεροι τοῦ βασιλέως, μικροὶ πάπες, ὅμοιοι μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἀρέσκονται νὰ ὑβρίζουν.

               Οἱ μοναχοὶ διαμόρφωσαν τὸ κατεστημένο: «ὁ κάθε ἡγούμενος εἶναι δεσπότης στὸ μοναστήρι του». Διαμόρφωσαν τυπικὰ ποὺ οὐδόλως ὑπολογίζουν τὸν ἐπιχώριο ἀρχιερέα, σὰν νὰ πρόκειται γιὰ κάποιον περαστικὸ καὶ ὄχι γιὰ τὸν τύπο τοῦ Χριστοῦ.

            Οἱ ἱερεῖς λάμβαναν (καὶ λαμβάνουν) τὴν χειροτονία καὶ οἰκειοποιοῦνταν (οἰκειοποιοῦνται) τὸ ποίμνιο. Ἔκαναν τὶς φατρίες τους καὶ δὲν ἤθελαν τὸν ἐπίσκοπο γιὰ νὰ μὴν τοὺς «πάρει τοὺς ὀπαδούς». Τελοῦσαν Μυστήρια ὁπουδήποτε χωρὶς ἄδεια, σὰν ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι –Θεὸς φυλάξοι- ἕνα «ξέφραγο ἀμπέλι».

                Οἱ λαϊκοί, κατὰ κύριο λόγο οἱ ἰδιοκτῆτες ναῶν καὶ οἱ αὐτοδιοριζόμενοι ἐπίτροποι, ὀργανώθηκαν σὲ σωματεῖα, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν μέχρι σήμερα. Τὸ μεγάλο «πλεονέκτημα» ποὺ ἔχουν τὰ σωματεῖα, δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν αὐτοδιοίκηση. Ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ ἐπιχώριος ἀρχιερέας δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν λόγο στὸ σωματεῖο, διότι ἁπλούστατα τὸ κάθε σωματεῖο καὶ ὁ κάθε ἰδιοκτήτης ναοῦ μπορεῖ νὰ φύγει ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ καταφύγει σὲ ἄλλη, ἔστω καὶ σὲ ἀνίερους, ἀρκεῖ νὰ λειτουργεῖ ἀπρόσκοπτα καὶ ἀνενόχλητα ὁ «οἶκος ἐμπορίου». Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἐμπνεύσθηκαν καὶ τὶς φράσεις: «ὁ παπὰς εἶναι ἀπὸ τὸ ἱερὸ καὶ μέσα» καὶ «ὁ παπὰς εἶναι γιὰ τὰ πνευματικὰ καὶ ὁ λαϊκὸς γιὰ τὰ διοικητικά», ἀγνοῶντας ὅτι καὶ τὰ πνευματικὰ καὶ τὰ διοικητικὰ ταυτίζονται μὲ τὴν ποιμαντικὴ τῆς Ἐκκλησίας.

                 Κάποτε αὐτοὶ οἱ λαϊκοὶ ἔλεγαν: «Οἱ ἀρχιερεῖς δὲν κάνουν τίποτα γιὰ τὸν λαό, τίποτα γιὰ τὴ νεολαία. Χτίζουν μεγάλους ναοὺς στὰ μοναστήρια τους (σὲ αὐτὸ εὐθύνονται οἱ ἴδιοι οἱ ἐπίτροποι ποὺ ἐμπόδιζαν τοὺς ἀρχιερεῖς νὰ ἐργαστοῦν στὴ Μητρόπολή τους), δὲν κάνουν αἱμοδοσία, δὲν κάνουν ἐκδηλώσεις πολιτισμοῦ καὶ  κατασκηνώσεις, δὲν ἔχουν κατηχητικὰ σχολεῖα καὶ ὀργανωμένα μαθήματα, δὲν παραδίδουν μαθήματα βυζαντινῆς μουσικῆς. Τώρα ποὺ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ γίνονται ὅλα αὐτά, σιγὴ ἰχθύος ἐπικρατεῖ. Σιγὴ ἰχθύος καὶ ἐτοιμότητα λέοντος, ἐτοιμότητα γιὰ νὰ κατασπαράξουν τοὺς συνειδητὰ ἐργαζομένους ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας ἂν κάνουν κάποια λάθη. 

              λοι αὐτοὶ καταρρακώνουν ἐδὼ καὶ ἐνενήντα ἐννέα χρόνια τὸν Ἱερὸ Ἀγώνα. Συνηθίζουμε νὰ λέμε κάποιον ποὺ θάβει ἕνα ἔργο «νεκροθάφτη». Δυστυχῶς, ἡ προκειμένη περίπτωση ἀφορᾶ «ζωντοθάφτες». Τὸν στεῖρο δεκατρημεριτισμὸ καὶ τὴν ἀσυδοσία τὰ ἔχουν βαφτίσει «ὀρθοδοξία». Μιλοῦν γιὰ ὁμολογία χωρὶς ἔργα, χωρὶς ἀγάπη. Διαχειρίζονται τὰ τῆς Ἐκκλησίας (ἄν καὶ δὲν εἶναι ἄριστοι διαχειριστὲς οὔτε στὰ τοῦ οἴκου τους), κάνουν τὸ ὁτιδήποτε στὸν ναὸ χωρὶς ὁ ἐπίσκοπος νὰ ἔχει γνώση. Ἄν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν τὸ τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου: «ὁ λάθρα τοῦ ἐπισκόπου τὶ πράσσων τῷ διαβόλῳ λατρεύει», κατανοοῦμε πολλά.

          Εἶναι αὐτοὶ ποὺ μιλοῦν γιὰ τὸ Πηδάλιο γιὰ νὰ κρίνουν τὸ ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα, ἀγνοῶντας ὅτι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες θεσπίσθηκαν κατὰ κύριο λόγο ἀπὸ ἀρχιερεῖς. Τιμοῦν τοὺς ἁγίους ἱεράρχες, ὅπως τὸν Χρυσόστομο Ἰωάννη, ἀγνοῶντας ὅτι πρῶτος ἀπὸ ὅλους καθαίρεσε πλῆθος ἀσύδοτων κληρικῶν, καὶ ὅτι κάτι ἀνάλογο θὰ ἔκανε καὶ στὶς μέρες μας μὲ ὅλους τοὺς γεροντάδες - πνευματικοὺς ποὺ ἀποστασιοποιημένοι ἔχουν λόγο βλαπτικὸ στὶς ἐνορίες καὶ τὰ μοναστήρια μας.

            ν κατακλείδι, ἡ Ἐκκλησία ἔχει κουραστεῖ ἀπὸ τοὺς διαχρονικοὺς γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους. Ἄν συνεχίσει ἡ ὑποκρισία, τὸ μόνο βέβαιο εἶναι ὅτι δὲν ὑπάρχει μέλλον. Οἱ πνευματικὰ μαχόμενοι μάχονται κατὰ τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου. Δὲν μποροῦν νὰ περισπῶνται ἀπὸ τοὺς ἐσωτερικοὺς πολεμίους. Εἶναι ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη νὰ ἔλθουμε εἰς ἑαυτούς, βλέποντας μὲ νηφαλιότητα τὶς ἁρμοδιότητες τοῦ καθενός. «Μὴ πάντες ἀπόστολοι»; Ἡ Ἐκκλησία ἔχει θεσπίσει τὰ πάντα κατὰ τάξιν. Ἄν διασαλεύουμε αὐτὴ τὴν τάξη, οὔτε ὀρθόδοξοι εἴμαστε, οὔτε χριστιανοί. Γιὰ ὅποιον θέλει, ὑπάρχει μετάνοια. Γιὰ ὅποιον δὲν θέλει, ἄς ἐτοιμασθεῖ νὰ ἀκούσει ἀπὸ τὸν Κύριο τὸ «ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος».

            Γιὰ ὅποιον ἀναρωτηθεῖ γιατὶ γράφω, γράφω γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουμε ἐπιτέλους τὰ λάθη μας, ὥστε νὰ τὰ διορθώσουμε. Πολὺ θὰ ἤθελα νὰ ἀναφερθῶ στοὺς Ἁγίους τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος, ἀλλὰ τὸ νὰ καυχώμαστε γιὰ αὐτοὺς δίχως νὰ μιμούμαστε τὸ παράδειγμά τους, εἶναι σκέτη προσβολή. Ἀρκετὰ στρουθοκαμηλίσαμε πιστεύοντας ὅτι βαδίζουμε μετὰ βεβαιότητος πρὸς τὸν οὐρανὸ προστατεύοντας τὴν ἁγία Ὀρθοδοξία. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι Φῶς. Φῶς πρέπει νὰ εἴμαστε καὶ ἑμεῖς ποὺ τὴν ὑπηρετοῦμε. Τὸ λέω εὐθέως, διότι αὐτὸ εἶναι τὸ ὀρθόδοξο: προσεύχομαι νὰ δώσει ὁ Θεὸς πρῶτα οἱ ὀρθόδοξοι νὰ γίνουμε ἕνα ὅπως ὁρίζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, καὶ ἔπειτα ὅλοι, βλέποντας τὸ Φῶς, νὰ γίνουν ὀρθόδοξοι. 

Μὲ πικρία, ἀλλὰ μὲ ἐλπίδα,

 ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Πηγή

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΠΡΟΤΡΟΠΗ


Ἀντίστοιχος πρὸς ὅσα προηγουμένως
ἀνεπτύχθησαν λεπτομερῶς

ΑΝΕΒΑΙΝΕΤΕ, ἀνεβαίνετε, ἀδελφοί, ἐπιθυμώντας ὁλόψυχα τὶς ἀναβάσεις, ἀκούοντας αὐτὸν ποὺ λέγει: «Δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν» (Ἡσ. β´ 3), ὁ ὁποῖος «δίνει στὰ πόδια μας τὴν εὐκινησία τῆς ἐλάφου καὶ μᾶς ἀνεβάζει σὲ ὑψηλοὺς τόπους» (Ψαλμ. ιζ´ 34), «ὥστε νὰ νικήσωμε, δοξολογώντας Αὐτόν» (Ἀββακ. γ´ 19).

Νὰ τρέξετε, παρακαλῶ, μαζὶ μὲ ἐκεῖνον ποὺ λέγει: «Σπουδάσωμεν, ἕως οὗ καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. δ´ 13). Τοῦ Χριστοῦ, ποὺ στὴν ἡλικία τῶν τριάκοντα ἐτῶν ὡς ἄνθρωπος ἐβαπτίσθηκε καὶ κατεῖχε τὴν τριακοστὴ βαθμίδα τῆς πνευματικῆς κλίμακος.

(Ἂς προχωρήσωμε μέχρι τὴν τελευταία βαθμίδα τῆς ἀγάπης, γιὰ νὰ συναντήσωμε τὸν Θεόν), ἐφ᾿ ὅσον βέβαια ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός, στὸν ὁποῖο πρέπει ὁ ὕμνος, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δύναμις καὶ τὸ σθένος, στὸν ὁποῖον ὑπάρχει ἡ αἰτία κάθε καλοῦ καὶ ὑπῆρχε καὶ θὰ ὑπάρχη εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας.

μήν.

Δείτε σχετικά: ΕΔΩ

Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΡΑΤΙΑ, ΤΗΝ ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ (Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου)


ΛΟΓΟΣ ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ: Για την εγκράτεια, την υπομονή και τη σιωπή στον καιρό της νηστείας (Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος)

Για την εγκράτεια και την υπομονή στην εργασία των αρετών κατά τον καιρό της νηστείας. Και για τη σιωπή. Και πώς πρέπει να ζουν, σε όλη τη νηστεία, όσοι αγωνίζονται αληθινά.

Αδελφοί και πατέρες, εγώ βέβαια, επειδή από την αμαρτωλή και ράθυμη προαίρεση και διάθεσή μου ασθενώ πάντοτε και στην ψυχή και στο σώμα, θα ήθελα να σιωπώ και να εξετάζω μόνο αυτά που αφορούν στον εαυτό μου, ωσότου να νικηθούν αυτά που είναι του κατώτερου εαυτού μου1 και υποταχθούν στον ανώτερο λογισμό, και απολαύσω εντελώς την ειρήνη του πνεύματος, με το να ελευθερωθώ από την ενόχληση του χοϊκού και γήινου φρονήματος και εισέλθω στο λιμάνι της μακάριας ανάπαυσής μας. Αλλά, αφού εκλέχθηκα από σας να είμαι η κεφαλή του αγίου σας σώματος, είμαι αναγκασμένος να παροτρύνω την αγάπη σας, επειδή η σωτηρία της αδελφότητάς σας με ενθαρρύνει˙ διότι, ενώ εγώ ασθενώ ως προς την ψυχή, εσείς σώζεσθε με τις προσευχές του πατέρα μου και πατέρα σας2. Λοιπόν, ενώ δεν μπορώ να ανοίξω το στόμα μου, κατόρθωσα να γράψω έστω και με δυσκολία το λόγο και να υπενθυμίσω στην αδελφότητά σας, παρακαλώντας την αγάπη σας με πολλή επιμονή, ώστε, ως αληθινοί δούλοι του Χριστού και φιλάδελφοι, να προσεύχεσθε για τη δική μου αθλιότητα, για να σώζομαι και εγώ ο ίδιος μ’ εσάς, και να βαδίζω3 το δρόμο των εντολών του Θεού, και να συγκατοικώ με εσάς τους αγαπητούς μου αδελφούς.

Σας παρακαλώ και σας ικετεύω λοιπόν στο όνομα του Ιησού Χριστού να προσέχετε τους εαυτούς σας, και να σκέφτεται με σύνεση ο καθένας από σας και να μην υπερεκτιμά τον εαυτό του περισσότερο από όσο πρέπει, ούτε να βλέπει την αδιάφορη και απρόσεκτη ζωή μου, αλλά να βαδίζει στα βήματα του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, στον οποίο χρωστούμε ως σε δίκαιο και αλάθητο κριτή να απολογηθούμε. Χαρίστε μου αυτή την καύχηση, ότι δηλαδή μόνος εγώ, που έπεσα στο βάραθρο του άδη εξαιτίας της αμέλειάς μου, σας άρπαξα από την παγίδα, κραυγάζοντας δυνατά, και, ενώ χρωστώ να θρηνήσω πολύ για τη ραθυμία μου, αρκούμαι και μόνο να σας βλέπω να πετάτε ψηλά και να είστε επάνω από τις παγίδες του διαβόλου. Φυλάξτε λοιπόν, αγαπητοί, όλες τις εντολές του Θεού χωρίς παράλειψη, για να σωθείτε, όπως ακριβώς σώζεται το ζαρκάδι από τις παγίδες και το σπουργιτάκι από τη θηλειά4.

Πρώτη εντολή μάλιστα είναι το να αγαπούμε με όλη μας την ψυχή τον Θεό και ο ένας τον άλλο5, όπως ο ίδιος ο Θεός αγάπησε τον κόσμο6. Η αληθινή αγάπη αναγνωρίζεται άλλωστε απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά: από το να μην υπερηφανεύεται κάποιος, από το να μη συμπεριφέρεται με έπαρση, ούτε να ζηλεύει τον αδελφό, αλλά να δείχνει ζήλο για το καλό˙ από το να μην καυχιέται, να μη γογγύζει, να μην αστειεύεται, να μη γελά, να μη διεκδικεί γενικά το δίκαιό του για μικρά ή μεγάλα πράγματα˙ από το να μη χορταίνει όχι μόνο από φαγητά και τροφές, αλλά, αν είναι δυνατό, ούτε από νερό, και κυρίως σ’ αυτές τις μέρες των νηστειών, στις οποίες εκείνος, που με προθυμία και κόπο μετανοεί, λαμβάνει από τον ουρανό, σύμφωνα προς τη θεία γραφή, τη συγχώρηση των αμαρτημάτων όλου του χρόνου7. Γνωρίζετε δηλαδή ότι η θερμότητα της μετάνοιας και η ζέση των δακρύων, που αναβλύζουν από τα βάθη της καρδιάς, λειώνει και κατακαίει, όπως η φωτιά, το ρύπο της αμαρτίας, και καθαρίζει την ψυχή, που μολύνθηκε˙ και όχι μόνο αυτό, αλλά και χαρίζει στην ψυχή πλούσια και γενναιόδωρα την έκχυση του φωτός με την επίσκεψη του Πνεύματος, ώστε να γεμίζει με έλεος και με καλούς καρπούς απ’ αυτή τη ζωή. Ας εργασθούμε λοιπόν, παρακαλώ, πατέρες και αδελφοί, τη μετάνοια και σ’ αυτή την τρίτη εβδομάδα των νηστειών, και στις εβδομάδες που θα ακολουθήσουν μετά απ’ αυτή, προσθέτοντας καθημερινά ζήλο στο ζήλο και προθυμία στην προθυμία, ωσότου να φθάσουμε στην Κυριακή του Πάσχα λαμπροί και στις ψυχές και στα σώματα.

Διότι, να, όπως βλέπετε, περάσαμε με τη βοήθεια του Θεού και αυτό το στάδιο της δεύτερης εβδομάδας των νηστειών με ανδρεία και θερμή προθυμία. Διότι μαρτυρώ ότι δεν υστερήσατε σε κανένα από τα καλά της νηστείας, αλλά και τις ψαλμωδίες τις κάνατε ολονύκτιες με πολλή προσοχή, και την εγκράτεια φυλάξατε και φυλάγετε με δύναμη, με το να αρκείσθε στα λαχανικά και στα όσπρια που προσφέρονται. Εγώ μάλιστα γνωρίζω καλά ότι μερικοί από σας, που κάθονται ανάμεσά σας στην τράπεζα με συντριμμένο πνεύμα και ταπεινό φρόνημα, απέχετε και απ’ αυτά τα ευτελή φαγητά της τράπεζας, επειδή θεωρείτε τους εαυτούς σας ανάξιους να φάτε απ’ αυτά. Και ακόμη ότι, προσέχοντας στους εαυτούς σας και στα εργόχειρά σας, παραμείνατε με σιωπή, χωρίς παρρησία, έχοντας όλοι την ψυχή σας γεμάτη από δάκρυα κατάνυξης, από προσευχές, από δεήσεις, από πνευματικό κόπο, που προέρχεται από τις γονυκλισίες που κάνετε συνεχώς, και ότι έχετε υποστεί την καλή αλλοίωση, με το να αποκτήσετε ασκητικότατη και ωραία την όψη σας.

Τώρα λοιπόν, επειδή πρόκειται και στη συνέχεια να αποδυθούμε στον αγώνα για τη νηστεία, ας αγωνισθούμε, παρακαλώ, να φυλάξουμε και σ’ αυτή την ιερή εβδομάδα το νόμο της ωραιότατης νηστείας και να κάνουμε τον ίδιο αγώνα με τις προηγούμενες εβδομάδες, επειδή έχουμε ανάγκη από πολλή εγρήγορση, από πολλή προθυμία, για να μην περάσουμε και εμείς τις μέρες μας, όπως τις περνούν οι κοσμικοί. Διότι γνωρίζετε ότι, επειδή πέρασε η πρώτη εβδομάδα, οι κοσμικοί νομίζουν ότι πέρασαν όλη την αγία Τεσσαρακοστή˙ και αυτό δεν το νομίζουν μόνο, αλλά και το λένε απερίφραστα ο ένας στον άλλο και σε όλους. Για μας όμως, αδελφοί μου, υπάρχει ο φόβος, και μάλιστα ο μεγαλύτερος, μήπως το νομίσουμε αυτό και εμείς, όπως οι κοσμικοί, και το συζητήσουμε μεταξύ μας, και φανούμε αρνητές της μοναχικής υπόσχεσης. Διότι σ’ εμάς, που φεύγουμε τον κόσμο και σταυρωθήκαμε για τον κόσμο και αφιερωθήκαμε ολοκληρωτικά στον Θεό, δεν δόθηκε μόνο η περίοδος αυτή για το νόμο της εγκράτειας, αλλά και όλη η διάρκεια της παρούσας ζωής μας˙ γι’ αυτό και χρωστούμε να κάνουμε απαραίτητα να εγκρατευόμαστε.

Πώς λοιπόν δεν χρωστούμε να κάνουμε αυτό σε όλο το χρόνο εμείς, που υποσχεθήκαμε να πεινάσουμε και να διψάσουμε και να γυμνητεύσουμε και να πάθουμε όλα και να υποφέρουμε με χαρά, και κυρίως τώρα, στον καιρό των αγώνων της Τεσσαρακοστής; Αν όμως δεν θέλουμε να περνούμε έτσι όλες τις μέρες της ζωής μας, αλλά θέλουμε να γελούμε και να αργολογούμε και να αστειευόμαστε και να αντιμιλούμε, σε τι διαφέρουμε από τους άπιστους και τους ειδωλολάτρες; Αληθινά, δεν διαφέρουμε σε τίποτα. Διότι, αν το να φροντίζουμε και να μεριμνούμε για το ψωμί και το κρασί και τα ενδύματα, μας κάνει όμοιους με τους ειδωλολάτρες, με ποιους θα μας κάνουν ίσους όσα είπαμε, που είναι αισχρότερα και αμαρτωλότερα απ’ αυτά; Δεν θα εκπληρωθεί σ’ εμάς αυτό που ειπώθηκε από τον προφήτη: «Ο άνθρωπος ήρθε στη θέση των ανόητων ζώων και έγινε όμοιος μ’ αυτά»8;

Ας υπακούσουμε, αδελφοί, στον Θεό, που καθημερινά φωνάζει σ’ εμάς και λέει με τους αποστόλους του: «Ούτε, αν φάμε, αποκτούμε κάτι παραπάνω, ούτε, αν δεν φάμε, χάνουμε κάτι»9. Και ακόμη λέει: «Να μη μεριμνήσετε για τη ζωή σας, τι θα φάτε ή τι θα πιείτε ή τι θα ντυθείτε10˙ αλλά να ζητάτε πρώτα τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη του, και όλα αυτά θα ακολουθήσουν».11 Και για να μην μπορεί κάποιος να λέει, «Αν ο Θεός αργήσει να μου δώσει, και δεν έχω κάτι να φάω, τι θα κάνω;» είπε: «Βλέπετε τα πετεινά του ουρανού, πως δεν σπέρνουν, ούτε θερίζουν, ούτε μαζεύουν στις αποθήκες, και ο ουράνιος Πατέρας σας τα τρέφει»˙ και πρόσθεσε: «Δεν αξίζετε εσείς, ολιγόπιστοι, περισσότερο από πολλά σπουργίτια;»12. Αλλά, για να μη γογγύζουμε, ολιγοψυχώντας για φαγητά και ποτά, φωνάζει σ’ εμάς απερίφραστα: «Μακάριοι είναι εκείνοι, που πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη, διότι αυτοί θα χορτάσουν»13.

Αν λοιπόν πιστεύεις στον Χριστό και ομολογείς ότι αυτός είναι αψευδής, τότε, όταν θα πεινάσεις ή θα διψάσεις, και δεν θα έχεις τι να φας ή τι να πιεις, και θα ζητήσεις από τον αποθηκάριο ψωμί ή κρασί ή κάτι φαγώσιμο, και δεν θα σου δώσει, επειδή εμποδίζεται ίσως από δουλειές, σκέψου, φέροντας στο νου σου τα λόγια του Κυρίου, και πες στον εαυτό σου: «Πεινώ και διψώ, αλλά θα περιμένω με υπομονή τον Κύριο14, και ο Κύριος θα κάνει ανάλογα με την ασθένειά μου, και δεν θα με εγκαταλείψει». Και έτσι να περιμένεις, αδελφέ, με υπομονή, και θα έχεις πλούσια την αμοιβή από τον Θεό. Αλλά έτσι να κάνεις και σε όλους τους άλλους πειρασμούς, που σε συναντούν, και θα γίνεις θαυμαστός στην παρούσα ζωή, και θα καταταχθείς στη μέλλουσα μαζί με τους αγίους μάρτυρες. Πόσοι από τους εν Χριστώ αδελφούς μας, που είναι κατάκοιτοι σε μία γωνιά, επιθυμούν πολλές φορές και μόνο το κρύο νερό, και ευχαριστούν ίσως τον Θεό, και δεν λένε αγανακτώντας τίποτε βλάσφημο, εμείς όμως με τη χάρη του Θεού, με τις πλούσιες δωρεές του, χωρίς καμία στέρηση, έχουμε όλα τα απαραίτητα για το σώμα, αλλά και περισσότερα. Όταν λοιπόν κάποιος από μας δεν έχει διόλου τίποτε, αλλά γογγύσει για την ανέχεια, αυτός κατακρίνεται, διότι δεν έχει υπομονή˙ όταν όμως έχει, και μάλιστα πολλά, αλλά για τη στέρηση κάποιου ασήμαντου δημιουργεί φιλονεικίες και διαμάχες, και ακόμη ξεστομίζει βλάσφημα λόγια, για ποια συγχώρηση θα είναι άξιος ένας τέτοιος; Αλλά, λέγοντας αυτά, γνωρίζω ότι κατακρίνω τον εαυτό μου και ότι θα γίνουν ευθύς τα λόγια μου αιτία για την κατάκριση και τον έλεγχό μου. Ωστόσο ας γίνουν τα λόγια μου και αιτία, παρακαλώ, για τη δική σας υπενθύμιση.

Γι’ αυτό λοιπόν και φέροντας στη μνήμη σας την ωφέλεια από τη νηστεία των περασμένων ημερών, πώς δηλαδή περάσατε τις μέρες αυτές και με πόση προθυμία και θέρμη, ικετεύω να αγωνισθείτε να περάσετε έτσι και όλη την αγία Τεσσαρακοστή, εξετάζοντας την καλή σας διαγωγή˙ ποια δηλαδή ευλάβεια, ποια ταπείνωση, αλλά και ποια σιωπή και ποια προθυμία είχε ο καθένας από σας στον κανόνα της θείας σύναξης και στο εργόχειρό του. Ναι, παρακαλώ, μη λησμονήσετε, αδελφοί, τη νηστεία, που φονεύει τα πάθη, την καθαριστική δηλαδή εγκράτεια, και μην αδρανήσετε από οκνηρία να κάνετε τα ίδια˙ αλλά και αν συμβεί να γίνει κάποιες φορές εναλλαγή στα φαγητά, και αν βρείτε καλό φαγητό15 από κάπου, να είστε ασάλευτοι στην απόφασή σας και αμετάβλητοι στην τάξη σας, ή, καλύτερα, λοιπόν, αν φάτε περισσότερο από το συνηθισμένο, τότε να ενδιαφερθείτε και περισσότερο να κοπιάσετε στο έργο του Θεού, για να μη γίνει σ’ εσάς το καλό αυτό φαγητό αιτία για ραθυμία και για μεγάλη ζημία, αντί για ευχαριστία και ωφέλεια. Ναι, αδελφοί μου, να προσέχετε, και, όπως σας είπα την περασμένη εβδομάδα, να κρατήσετε χωρίς να φάτε ψάρια και αυτή την εβδομάδα που έρχεται, και να συμπεριφέρεστε με φόβο Θεού, χωρίς να εγκαταλείπετε τα διακονήματά σας και τα εργόχειρά σας, και χωρίς να πηγαίνετε εδώ και εκεί, και να ρεμβάζετε, και να αφήνετε εκτεθειμένους τους εαυτούς σας στον δαίμονα της ακηδίας. Αλλά, αν κάποιος από σας, περνώντας από κάπου, βρει κάποιον από τους αδελφούς να στέκεται ή να κάθεται, ας βάλει μετάνοια, περνώντας βιαστικά, και τότε ίσως έρθει και ο αργός αδελφός σε συναίσθηση, και εκείνος, αφού ντραπεί, θα επιστρέψει στο έργο του από μόνος του˙ και κάνοντας ο καθένας από σας έτσι, θα αποφύγετε την καταδίκη για την αργία και την αργολογία.

Δεν ακούτε τι λέει εκείνος ο μακάριος Ζωσιμάς, που εξιστόρησε τη ζωή της οσίας Μαρίας, για εκείνους τους αγίους άνδρες, που έζησαν στο μοναστήρι, στο οποίο κατέληξε τότε και εκείνος με την πρόνοια του Θεού˙ πως δηλαδή, βγαίνοντας αυτοί από το μοναστήρι, περνούσαν στην έρημο όλη την Τεσσαρακοστή, χωρίς ποτέ να συναντήσει ο ένας τον άλλο, αλλά και πως, αν συναντήθηκε κάπου κάποιος με έναν απ’ αυτούς, απέφευγε τη συνάντηση, αλλάζοντας δρόμο, και δεν ανεχόταν ούτε να πλησιάσει ο ένας τον άλλο; Έτσι και όταν επέστρεφαν στο μοναστήρι, κανείς τους, όπως λέει, δεν ρωτούσε ποτέ τον άλλο, τι είδε ή τι έκανε στην έρημο, αλλά σαν να ήταν κάποιοι ξένοι και περαστικοί και αλλόγλωσσοι ως προς την ομιλία, ζούσαν όλοι έτσι και έτσι συμπεριφέρονταν˙ και αυτό δεν το έκαναν οπωσδήποτε για άλλο τίποτε, όπως νομίζω, παρά μόνο επειδή πρόσεχαν με πολλή ακρίβεια να μη βγάλουν ανώφελο λόγο από το στόμα τους. Αν λοιπόν εκείνοι έκαναν τόσα χρόνια και τόσες μέρες, χωρίς καθόλου να μιλούν μεταξύ τους, τι θα υποστούμε εμείς, που δεν φυλαγόμαστε από τις συναντήσεις και τις αργολογίες, ούτε αυτές τις λίγες μέρες; Και γιατί λέω μέρες, εφόσον δεν μπορούμε να κρατήσουμε τους εαυτούς μας ούτε στο διάστημα μιας ώρας; Και τι θα κάνουμε, καλοί μου αδελφοί, αν ξαφνικά, ενώ είμαστε σ’ αυτή την κατάσταση, παρουσιασθεί ο Κριτής όλων και Θεός, που ζητά από μας απολογία και για ανώφελο λόγο τη μέρα της κρίσης16; Πώς μάλιστα θα εξουσιάσουμε και τα άλλα πάθη, εφόσον έχουμε ασυγκράτητη γλώσσα; Διότι, πες μου, ποιο από όλα τα άλλα πάθη είναι ελαφρότερο απ’ αυτό το πάθος; Η σάρκα, έχοντας τη φυσική επιθυμία και πύρωση, επαναστατεί προς το πνεύμα και πολεμά δυνατή την ψυχή˙ η κοιλιά θέλει να χορτάσει από φαγητά, διότι γι’ αυτό και δημιουργήθηκε. Αν λοιπόν δεν νικήσουμε τη συνήθεια της γλώσσας, που είναι πράγμα εύκολο και ελαφρό, πώς θα μπορέσουμε ποτέ να εξουσιάσουμε αυτά τα δύσκολα και μεγάλα, που έχουν πολλή δύναμη, καθώς συνδέονται με τη φύση και την ίδια, να πούμε, την επιθυμία και την ηδονή;

Ας κάνουμε λοιπόν εμείς, αδελφοί, αρχή από σήμερα, και ας τρέξουμε με όση δύναμη έχουμε, ώστε ελαφροί, σαν κάποιοι χρυσόφτεροι αετοί, να φθάσουμε το Πάσχα του Κυρίου, όπου πρόδρομός μας μπήκε ο Χριστός17 ο Θεός μας, με το να απορρίψουμε πίσω μας όλα τα πάθη, που μας τυραννούν. Και ας βάλουμε, αν νομίζετε, νόμο μεταξύ μας, εμείς οι ίδιοι με κοινή απόφαση, ώστε, αν βρεθούν δύο, που να αφήνουν τον εαυτό τους σε αργία, εκτός από Σάββατο και Κυριακή, και να στήνουν ανώφελες συζητήσεις, να μην επιτρέπεται σ’ αυτούς να φάνε τη μέρα εκείνη κατά την ώρα γεύματος τίποτε άλλο, παρά μόνο ξερό ψωμί με αλάτι και κρύο νερό, μένοντας όρθιοι και τρώγοντας στο κάτω μέρος της τράπεζας. Και τηρώντας αυτό, ως απαράβατο νόμο, θα φυλάξετε τους εαυτούς σας, από τη μία, ακατάκριτους για αργολογία και φλυαρία, θα υπηρετήσετε, από την άλλη, τον Θεό, για τον οποίο βάζετε θύρα στα χείλη σας και φρουρά στα στόματά σας18, και θα παρηγορήσετε εμένα τον ανάξιο πατέρα σας μ’ αυτό πάρα πολύ και θα γεμίσετε με χαρά την ταπεινή ψυχή μου και θα ωφελήσετε πολύ τις ψυχές σας, διδάσκοντας στον εαυτό σας καλό παράδειγμα και θαυμαστή συνήθεια για την αγάπη του Θεού. Στη συνέχεια θα δοξασθείτε και θα γίνετε δίκαια θαυμαστοί από όλους τους ανθρώπους, αλλά και ο Θεός θα δοξασθεί και θα γίνει θαυμαστός μ’ εσάς, διότι θα βρεθείτε στη γενεά αυτή να μιμείσθε τους βίους των αγίων, πράγμα που νομίζω ότι δεν θα βρεθεί εύκολα τώρα στους τόπους, που αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε και βλέπουμε, ακόμη και για κάποιους μοναχούς, για τους οποίους ακούμε να γίνεται λόγος, και για τα μοναστήρια τους.

Γι’ αυτό παρακαλώ την αγάπη σας, πατέρες μου άγιοι και δούλοι του Θεού, να μην παρακούσετε τα λόγια μου, εμένα του ανάξιου πατέρα σας, και να μη φανούν μπροστά σας τα διδάγματά μου σαν φλυαρία. Διότι, αν και είμαι ασθενής και γεμάτος από μύρια αμαρτήματα, όμως να κοιτάξετε και να προσέξτε καλά, ότι δεν σας συμβούλεψα τίποτε έξω από τις εντολές του Θεού και τις θείες Γραφές. Κάντε λοιπόν καλή αρχή και δώστε μου λίγη προθυμία, ώστε, παίρνοντας εγώ δύναμη με τις άγιες ευχές σας, να ανανεύσω και να τρίψω το πρόσωπό μου και να νίψω τα μάτια μου και να ξυπνήσω από τον πολύ ύπνο της ραθυμίας, αλλά και να ανταποδώσω στην αγάπη σας, αν και δεν το αξίζω, με τα καλά λόγια που θα πω, από τα λόγια δηλαδή που δίνει σ’ εμένα η χάρη του Θεού, μόλις ανοίξω το ακάθαρτο στόμα μου.

Ναι, αδελφοί μου, σας παρακαλώ, να μην παραβλέψετε την παράκλησή μου, αλλά, όπως ακριβώς αφήσατε εμένα τον ημιθανή και τελείως άλαλο να μιλήσω μπροστά στην τιμιότητά σας, έτσι να μου χαρίσετε και το θέλημά σας, ώστε εσείς, από τη μία, με την απάρνησή του, να ζήσετε τη ζωή των μαρτύρων και των αθλοφόρων του Χριστού, εγώ, από την άλλη, να συνεχίσω να θυσιάζω από σήμερα προθυμότερα για χάρη σας σε εκούσιο θάνατο όλη μου την ψυχή μαζί με το σώμα˙ αυτό άλλωστε εύχομαι να μου γίνει εφόδιο, όταν αναχωρήσω για την εκεί ζωή, στο όνομα του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, στον οποίο ανήκει η δόξα και η εξουσία, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους απέραντους αιώνες. Αμήν.

 

___________________

Υποσημειώσεις:

1. Στο αρχαίο κείμενο: «τα του χείρονος˙ εννοεί το παθητικό της ψυχής, δηλαδή το θυμικό μαζί με το επιθυμητικό, που πρέπει να υποταχθούν στο λογιστικό.
2. Εννοεί τον Συμεών τον Ευλαβή.
3. Στο αρχαίο κείμενο: οδεύων. Προτιμήσατε τη γραφή οδεύω (SC 104, σ. 170, κριτικό υπόμνημα).
4. Πρβ. Παροιμ. 6, 5. Ψαλμ. 123, 7.
5. Ματθ. 22, 37-39. Μάρκ. 12, 29- 31
6. Πρβ. Ιω. 3, 14
7. Οσίου Δωροθέου, διδασκαλία ΙΕ’, Περί των αγίων νηστειών, 1 PG 88 1788B.
8. Ψαλμ. 48, 13 και 21.
9. Α’ Κορ. 8, 8
10. Ματθ. 6, 25. Λουκ. 12, 22
11. Ματθ. 6, 33
12. Ματθ. 6, 26
13. Ματθ. 5, 6
14. Πρβ. Ψαλ. 39, 1
15. Στο αρχαίο κείμενο: παράκλησις. Στη μοναχική γλώσσα έτσι λέγεται ένα καλό γεύμα – σε εξαιρετικές περιπτώσεις-, ως ευχάριστη και ενισχυτική εναλλαγή στην ασκητική λιτότητα. Πρβ. Την έκφραση: Εις την τράπεζαν γίνεται παράκλησις τοις αδελφοίς εσθίομεν γαρ ιχθύας (Τριώδιον, Κυριακή των Βαΐων).
16. Ματθ. 12, 36
17. Πρβ. Εβρ. 6, 20
18. Πρβ. Ψαλμ. 140, 3

 

(Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση). Εκδόσεις: “Περιβόλι της Παναγίας”. Μάιος 2017. Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη)

Πηγή: alopsis.gr