Είναι απίστευτο πόσο μίσος έχει εισπράξει ο άγιος Κωνσταντίνος. Εδώ και αιώνες τον μισούν θανάσιμα και τον συκοφαντούν συντονισμένα και συστηματικά ειδωλολάτρες (παλιοί και νέοι), εβραίοι, μασόνοι, αιρετικοί, καπιταλιστές της ασύδοτης αγοράς, αθεϊστές, ακόμα και… ιμπεριαλιστές εχθροί της Ελλάδας. Είναι η πολιτική φυσιογνωμία που βρίσκεται, περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη, στο στόχαστρο σύσσωμης της Νέας Τάξης Πραγμάτων – Παγκοσμιοποίησης, διότι ενσαρκώνει το απόλυτο αντίθετο όλων των βδελυγμάτων της. Και έχει γίνει το αντικείμενο όλης αυτής της κατασυκοφάντησης όχι για άλλον λόγο, παρά για λογαριασμό του ονόματος του Χριστού.
Το Κολλυβαδικό Κίνημα είναι η συνέχεια του Ησυχαστικού Κινήματος και αποτελεί μια από τις πλέον γνήσιες εκφάνσεις της ορθοδόξου πνευματικότητας. Ταυτόχρονα αποτέλεσε και μια ισχυρή πνευματική αναγέννηση, σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία για την Εκκλησία μας, κατά την οποία απειλούνταν το εκκλησιαστικό πλήρωμα από τους εξισλαμισμούς και η σώζουσα αλήθεια της Ορθοδοξίας μας από την άλωση της κακόδοξης δυτικής παράδοσης. Ένας από τους πρωτεργάτες του κινήματος υπήρξε και ο άγιος Μακάριος Νοταράς, μια μεγάλη πνευματική και εκκλησιαστική μορφή του 18ου αιώνα.
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Κορινθίας στα 1731και το βαπτιστικό του όνομα ήταν Μιχαήλ. Οι γονείς του Γεώργιος ή Γεωργαντάς Νοταράς και μητέρα του Αναστασία, ανήκαν στους άρχοντες της περιοχής, έλκοντας την καταγωγή τους από την σπουδαία και επιφανή βυζαντινή οικογένεια των Νοταράδων, της οποίας πολλοί ασκούσαν το επάγγελμα του νοτάριου, δηλ. του ταχυγράφου. Ως αρχηγός της οικογένειας αναφέρεται ο Νικόλαος Νοταράς, ο οποίος υπηρέτησε στο περιβάλλον του βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου (1391-1425). Η οικογένεια των Νοταράδων ανέδειξε και πολλούς επιφανείς ιεράρχες, όπως ο Χρύσανθος Νοταράς.
Οι εύποροι γονείς του του έδωσαν τη μεγαλύτερη δυνατή μόρφωση. Αφού αποφοίτησε από τα σχολεία της περιοχής του, και σε ηλικία 15 ετών, μετέβη στην Κεφαλονιά, ανάμεσα στα έτη 1746-1750, για να μαθητεύσει στον εκεί ονομαστό δάσκαλο Ευστάθιο.
Από μικρός έδειξε κλήση για τη μοναχική ζωή. Γι’ αυτό κάποια στιγμή, ανάμεσα στα έτη 1758-1764, έφυγε κρυφά και πήγε στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Όμως ο πατέρας του τον ανακάλυψε και τον γύρισε στο σπίτι του. Ο Μιχαήλ μελετούσε και προσευχόταν αδιάκοπα.
Την εποχή εκείνη υπήρχε έλλειψη διδασκάλου στην Κόρινθο. Ο Μιχαήλ ανάλαβε διδακτικά καθήκοντα, χωρίς αμοιβή, γενόμενος πολύ αγαπητός στους μαθητές τους για την απλότητά του, την αγάπη του και το σεβασμό του προς αυτούς. Παράλληλα έγινε ευρύτερα γνωστή στους Κορινθίους η φήμη του, ως σώφρονα και πνευματικού ανθρώπου, ώστε όταν κοιμήθηκε ο Μητροπολίτης Παρθένιος (1764), οι κάτοικοι ζήτησαν από τον Πατριάρχη Σαμουήλ, να τον διαδεχθεί εκείνος, παρά το γεγονός ότι ήταν ακόμη λαϊκός. Εκάρη μοναχός, λαμβάνοντας το μοναχικό όνομα Μακάριος, κατόπιν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και στη συνέχεια Επίσκοπος και Μητροπολίτης του Αποστολικού Θρόνου της Κορίνθου.
Ως Επίσκοπος άσκησε αξιόλογη ποιμαντική, κοινωνική και εθνική δράση. Με το ξέσπασμα της επανάστασης των Ορλωφικών (1770) τάχτηκε υπέρ των επαναστατών και παρέσχε αξιόλογη βοήθεια. Ρωσικό έντυπο αναφέρει γι’ αυτόν: «ως άλλος απόστολος Παύλος, όχι με το ξίφος αρματωμένος, αλλά με την αρετήν κεκοσμημένος, διοικεί και κρατύνει την εκκλησίαν». Μετά όμως την αποτυχία και τις σφαγές που ακολούθησαν, κάτεστη στόχος των Οθωμανών και για τούτο αναγκάστηκε να καταφύγει στη Ζάκυνθο με την οικογένειά του. Εκεί συνάντησε τον ονομαστό δάσκαλο του Γένους και κληρικό Νικηφόρο Θεοτόκη, με τον οποίο συνεργάστηκε, καταστρώνοντας σχέδιο για την πνευματική βοήθεια του υπόδουλου Γένους.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μετά από απαίτηση της Υψηλής Πύλης, ζήτησε από όλους τους φυγάδες Επισκόπους των επαναστατημένων περιοχών να παραιτηθούν και να εκλεγούν άλλοι στη θέση τους. Όμως ο Μακάριος αρνήθηκε. Τελικά εξελέγη στη θέση του άλλος Επίσκοπος, και του ιδίου του αποδόθηκε ο τίτλος του πρώην Κορίνθου.
Στη Ζάκυνθο και με την παρότρυνση του Νικηφόρου Θεοτόκη, κατέστρωσε ένα φιλόδοξο σχέδιο, πνευματικής αφύπνισης του υπόδουλου Γένους και την ανάταση του εκκλησιαστικού φρονήματος. Γι’ αυτό το λόγο περιόδευσε, ανάμεσα στα έτη 1773-1774, στην Κεφαλονιά, ξανά στη Ζάκυνθο και κατόπιν στην Ύδρα, όπου συνάντησε και γνώρισε τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη και ησύχασε σε κάποια Μονή. Από εκεί μετέβη στη Χίο και στα 1777, έφτασε στον Άγιον Όρος, εκπληρώνοντας διακαή του επιθυμία να ζήσει στην αθωνική πολιτεία. Εγκαταστάθηκε στο Κελλίο «Άγιος Αντώνιος», όπου συγκατοίκησε με τον συμπατριώτη του Γέροντα Δαβίδ. Εκεί συναντήθηκε και πάλι με τον άγιο Νικόδημο Αγιορείτη.
Σύντομα διαπίστωσε ότι δεν ήταν ήρεμα τα πράγματα στο αγιώνυμο Όρος. Οι μοναχοί βρισκόταν σε σφοδρή διαμάχη, σχετικά με την ημέρα τελέσεων των μνημοσύνων και τα κόλλυβα. Η μια μερίδα ακολουθούσε την αρχέγονη παράδοση της Εκκλησίας, τελώντας τα μνημόσυνα το Σάββατο, οι δε επηρεασμένοι από την δυτική παράδοση, τα τελούσε την Κυριακή. Δεν ήταν μόνο τα μνημόσυνα το πρόβλημα, αλλά και μια σειρά ζητημάτων, τα οποία αλλοίωναν την παράδοση και παρέκλιναν σε δυτικά πρότυπα. Άλλωστε βρισκόμαστε σε μια εποχή έντονης δράσης των δυτικών μισιοναρίων (ιεραποστόλων) στον ελλαδικό χώρο, ασκώντας έντονη διαβρωτική δράση, με την αφειδώς στήριξη του Βατικανού και Προτεσταντικών Ομολογιών και την ανοχή της Υψηλής Πύλης.
Ο Μακάριος τάχτηκε με την μερίδα των παραδοσιακών μοναχών. Στη Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου αρνήθηκε να τελέσει μνημόσυνο ημέρα Κυριακή, δίνοντας την αφορμή να ξεκινήσει το Κολλυβαδικό Κίνημα. Ακολουθώντας ο Μακάριος την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας, θεωρούσε λάθος την τέλεση των Ιερών Μνημοσύνων κατά την χαρμόσυνη ημέρα της Κυριακής, τη στιγμή που η Εκκλησία είχε θεσπίσει το Σάββατο ως ημέρα των ψυχών και την τέλεση των Μνημοσύνων. Όμως η άρνηση αυτή είχε ως συνέπεια να εγερθούν εναντίον του οι υπέρμαχοι της τελέσεως των την Κυριακή. Τον κατήγγειλαν στον Οικουμενικό Πατριάρχη Σωφρόνιο Β΄ (1771-1780), ως «ταραξία και υπεύθυνο εισαγωγής νεωτερισμών στην Εκκλησία»!
Ο Μακάριος, ως μια χαρισματική μορφή και καλλιεργημένη προσωπικότητα, δεν ήθελε να δημιουργήσει διχαστικές τάσεις στους μοναχούς του Αγίου Όρους και γι’ αυτό, γεμάτος απογοήτευση και φοβούμενος ακόμα και για τη ζωή του, έφυγε, στα μέσα του 1776, για τη Χίο. Εκεί έλαβε και την πατριαρχική επιστολή, η οποία με δριμύ χαρακτήρα, καταδίκαζε τη διαγωγή του στο Άγιον Όρος, ως «φατριαστική». Παρά ταύτα όμως οι Χιώτες τον υποδέχτηκαν και εκδήλωσαν τη στήριξή τους στο πρόσωπό του. Επιφανείς και ισχυροί κάτοικοι του νησιού, με επικεφαλής τον άρχοντα της Κωνσταντινουπόλεως Σκαναβή, μεσολάβησαν στο Πατριαρχείο και σταμάτησαν οι διώξεις του.
Στη συνέχεια ανάλαβε και πάλι περιοδεία στην Πάτμο, την Ύδρα και την Κορινθία. Όταν επήρθε κάποια ηρεμία, επέστρεψε στο χωριό του, τα Τρίκαλα, για να ησυχάσει. Όμως ο θάνατος του αδελφού του από του Τούρκους τον ανάγκασε να φύγει ξανά.
Μετά από λίγο καιρό κοιμήθηκε ο πατέρας του και περιήλθαν στην κατοχή του χρεωστικοί τίτλοι της πατρικής του περιουσίας. Σε αυτούς καταλογίζονταν χρεοφειλέτες του πατέρα του. Τότε εκείνος χάρισε τα χρέη και έφυγε ξανά για το Άγιον Όρος. Αλλά δυστυχώς συνάντησε την αντιπαλότητα και εχθρότητα των αντικολλυβάδων και δεν μπόρεσε να βρει ησυχία. Γι’ αυτό αναγκάστηκε να αφήσει και πάλι το Περιβόλι της Παναγίας και να καταφύγει στην Πάτμο, όπου σύστησε το Ησυχαστήριο των Αγίων Πάντων. Τελικά, στα 1790, κατέληξε στην Χίο, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα, στο «κάθισμα», των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στις βόρειες – βορειοδυτικές παρυφές του Βροντάδου, στις υπώρειες του όρους Αίπου, ασχολούμενος με την άσκηση, την προσευχή, τη νηστεία, τη μελέτη και την συγγραφή. Είχε μάλιστα συνδεθεί, με αδελφική φιλία, με τον άγιο Αθανάσιο Πάριο και τον Ιερομόναχο Νικηφόρο. Εκεί έμεινε ησυχάζων δώδεκα χρόνια. Με επιστολές του απέτρεψε χιλιάδες εξισλαμισμούς και διέδωσε τις αρχές του Κολλυβαδικού Κινήματος.
Κοιμήθηκε ειρηνικά στις 17 Απριλίου του 1805. Το σκήνωμά του ενταφιάσθηκε στον περίβολο του ναού των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στη νότια πλευρά του. Τη βιογραφία του έγραψε ο φίλος του άγιος Αθανάσιος Πάριος. Η ανακομιδή των λειψάνων του έγινε το 1808.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 17 Απριλίου, την ημέρα της οσιακής του κοίμησης. Στην κοινότητα Μύλοι της Σάμου εορτάζεται πανηγυρικά η μνήμη του στις 16 Μαΐου.
Η προσωπικότητα του αγίου Μακαρίου Νοταρά είναι πολύ σημαντική, καθότι διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην ταραγμένη, για την Εκκλησία και το Έθνος μας, εκείνη εποχή, ως εκκλησιαστικός άνδρας και διδάσκαλος του Γένους. Υπήρξε πρωτοπόρος στο Κολλυβαδικό Κίνημα, μαζί με τους εξίσου σημαντικούς εκκλησιαστικούς άνδρες της εποχής, μοναχό Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, άγιο Νικόδημο Αγιορείτη, άγιο Αθανάσιο Πάριο και άλλους πολλούς, οι οποίοι αντιστάθηκαν σθεναρά στην αλλοίωση των ορθοδόξων παραδόσεων και του ελληνορθοδόξου ήθους από την επέλαση των κακοδόξων δυτικών χριστιανικών παραδόσεων. Το Κολλυβαδικό Κίνημα, παρά την κατασυκοφάντησή του, (και δυστυχώς ως τις μέρες μας), αποτέλεσε μια ισχυρή πνευματική αφύπνιση – επιστροφή στις ορθόδοξες πατερικές ρίζες, διασώζοντας την σώζουσα ορθόδοξη πίστη, το ορθόδοξο ήθος και τον ελληνορθόδοξο τρόπο ζωής και πολιτείας από τις φράγκικες καινοτομίες. Δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός πως, ό, τι γνήσιο ορθόδοξο κατέχουμε στις μέρες μας, το οφείλουμε στο Κολλυβαδικό Κίνημα και τους συνεχιστές του.
Στις 17 Φεβρουαρίου π.ε. -2 Μαρτίου ν.η. η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη ενός νέου αγίου, του αγίου Νικολάου Πλανά. Πρόκειται για μια σπάνια ιερατική μορφή, η οποία λάμπρυνε την αττική γη τον περασμένο αιώνα και αποτελεί το καύχημα και το πρότυπο των κατοπινών ευλαβών ορθοδόξων κληρικών.
Γεννήθηκε στη Νάξο το 1851. Γονείς του ήταν οι ευσεβείς και εύποροι Ιωάννης και Αυγουστίνα. Από μικρό παιδί έδειξε δείγματα αφοσίωσης προς την Εκκλησία, διακονούσε ως «παπαδάκι» στο Ιερό Βήμα. Παράλληλα ανέπτυξε σπάνιες αρετές, όπως λ. χ. μοίραζε το λιγοστό ψωμί του με τα άλλα πεινασμένα παιδιά της γειτονιάς! Λίγα γράμματα έμαθε από τον παππού του, ιερέα Γεώργιο Μελισσουργό, τα οποία αξιοποίησε κατόπιν μόνος του. 1864 πέθανε ο πατέρας του η μητέρα του μετανάστευσε, στην Αθήνα, με τον μικρό Νικόλαο και την αδελφή του, όπου και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα Ιλισού. Στα δεκαεπτά του χρόνια παντρεύτηκε, ύστερα από πιέσεις της μητέρας του, την Ελένη Προβελέγγιου από τα Κήθυρα, με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Ιωάννη. Όμως λίγο αργότερα αρρώστησε η σύζυγός του και πέθανε.
Το 1879 εισήλθε στις τάξεις του ιερού κλήρου, χειροτονήθηκε διάκονος στον ιερό ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Πλάκας και το 1884 πρεσβύτερος στο ναΰδριο του Αγίου Ελισαίου, στο Μοναστηράκι, πραγματοποιώντας το παιδικό του όνειρο. Στον μικρό, αλλά όμορφο και κατανυκτικό αυτό ναό έψαλλε, όπως είναι γνωστό ο μεγάλος μας λογοτέχνης Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με τον εξάδελφό του Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Εκεί λειτουργούσε ο παπα-Νικόλας καθημερινά για πολλά χρόνια, του οποίου η απλότητα και η κατάνυξη δημιούργησε πόλο έλξης πολλών Αθηναίων. Στη συνέχεια υπηρέτησε στον ιερό ναό της Μεταμορφώσεως και στη συνέχεια στο μετόχι της Μονής Σινά το εξωκκλήσι του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Κυνηγού, στο νέο Κόσμο, όπου μόνο στάνες και χωράφια υπήρχαν τότε. Εκεί ο αγαθός λειτουργός ανέπτυξε θαυμαστή ποιμαντική και φιλανθρωπική δράση. Πλήθος Αθηναίων συνέρρεαν εκεί να λειτουργηθούν και να πάρουν την ευλογία του. Τα έσοδα του ναού αυξάνονταν, τα οποία ο παπα-Νικόλας τα μοίραζε στους φτωχούς. Φτωχοί και βασανισμένοι άνθρωποι πήγαιναν κοντά του να λάβουν βοήθεια και να βρουν πνευματική και ηθική στήριξη.
Ο ίδιος ήταν άκακος σαν μικρό παιδί και δε περνούσε ποτέ το κακό από το μυαλό του. Γι’ αυτό έπεφτε συχνά θύμα επιτηδείων απατεώνων, οι οποίοι παρίσταναν τους φτωχούς και του αποσπούσαν χρήματα. Ουδέποτε κρατούσε χρήματα για τον εαυτό του σε μια εποχή που οι κληρικοί δεν είχαν μισθό και συντηρούνταν είτε από τους ενορίτες ή την προσωπική τους εργασία. Με το ένα χέρι τα έπαιρνε και με το άλλο τα μοίραζε σε φτωχούς, χήρες και ορφανά. Κάθε βράδυ ήταν απένταρος και συνήθως κοιμούνταν νηστικός!
Ο πολύς κόσμος τον αγαπούσε και τον σέβονταν, θεωρώντας τον άγιο άνθρωπο και αληθινό κληρικό. Όμως υπήρχαν και κάποιοι οι οποίοι τον μισούσαν, τον έβριζαν και τον έκλεβαν φανερά. Αυτός ανταπέδιδε καλοσύνη, χαμόγελα και ευλογίες! Ουδέποτε ξεστόμισε ύβρεις και ουδέποτε θύμωσε. Είχε έναν καλό λόγο για όλους! Είχε απέραντη ταπείνωση, ώστε τον άκουγαν συχνά να κατηγορεί τον εαυτό του, ως αμαρτωλό, υπερήφανο και αχάριστο!
Νήστευε όλες τις νηστείες του έτους και απείχε ακόμη και από το λάδι. Ήταν απλός και καταδεκτικός. Δεν απόπαιρνε κανέναν, ούτε τον μεγαλύτερο αμαρτωλό, αλλά με πνεύμα αγάπης και με παιδική αφέλεια νουθετούσε τους πάντες. Αν και σχεδόν αγράμματος, τον διέκρινε μια ακατανόητη σοφία, η οποία εξέπληττε τους μορφωμένους συνομιλητές του. Όταν εξομολογούσε έκλαιε σα μικρό παιδί με τους εξομολογουμένους του!
Η μεγάλη του χαρά και αγαλλίαση ήταν οι ακολουθίες της Εκκλησίας. Ιδιαίτερα ευχαριστιόταν με τις ολονύκτιες ακολουθίες, τις οποίες τελούσε συχνά. Συνέχιζε να τις τελεί ακόμη και όταν γέρασε. Στεκόταν όρθιος μπροστά την Αγία Τράπεζα δέκα με δεκαπέντε ώρες άυπνος, παρά τους αφόρητους πόνους που είχε στα πόδια του! Όταν λειτουργούσε ζούσε σε άλλη διάσταση, έσβηνε η αίσθηση του χρόνου γι’ αυτόν. Απόλυτα αφοσιωμένος στην προσευχή και την ακριβή τέλεση των ιερών ακολουθιών και ιδιαίτερα της Θείας Λειτουργίας, αποξενώνονταν εντελώς από τα γήινα και φθαρτά. Ούτε ζέστη, ούτε κρύο καταλάβαινε, ούτε τους πόνους του κορμιού του αισθάνονταν! Υπάρχουν πάμπολλες μαρτυρίες, πως την ώρα που λειτουργούσε φώναζαν μικρά παιδιά από το εκκλησίασμα ότι βλέπουν τον παππά να μην πατά στη γη και να αιωρείται στον αέρα! Άλλα παιδιά έβλεπαν αγγέλους να συλλειτουργούν να τον παπα-Νικόλα! Ο ίδιος μάλιστα είχε αξιωθεί να ακούσει σε κάποια ολονυχτία ψαλμωδίες των αγγέλων! Η αγιότητά του ήταν ολοφάνερη!
Η ακατάπαυτη ποιμαντική του διακονία και οι προσωπικές του εθελούσιες στερήσεις τον κατέβαλλαν. Στις 28 Φεβρουαρίου του 1932 λειτούργησε για τελευταία φορά και μετά κατέρρευσε. Έμεινε κλινήρης ως τις 2 Μαρτίου, όπου παρέδωσε την αγία του ψυχή στο Θεό, που τόσο αγάπησε και υπηρέτησε την Εκκλησία Του. Το 1992 ανακηρύχτηκε άγιος. Τα ιερά του λείψανα βρίσκονται στο ναό του Αγίου Ιωάννου στην οδό Βουλιαγμένης, όπου αγιάζουν τους πιστούς και επιτελούν πολλά θαύματα.
Ο άγιος Νικόλαος Πλανάς ενσαρκώνει τον αληθινό τύπο του ορθοδόξου κληρικού, ο οποίος είναι διαποτισμένος από την ησυχαστική και κολλυβαδική παράδοση της Εκκλησίας μας. Είναι το πρότυπο της άδολης ευσέβειας και της απόλυτης αφοσίωσης στο Θεό, ξεκομμένο από τον νοσηρό ορθολογισμό, ο οποίος συσσωρεύει στον άνθρωπο σπέρματα ψυχοφθόρου αμφιβολίας και απιστίας. Είθε να πρεσβεύει για όλους μας κάτω από το θρόνο της μεγαλοσύνης του Θεού!
Ανάργυροι ονομάζονται επειδή δεν αγαπούσαν τα αργύρια, δεν ήσαν φιλάργυροι, η καρδιά τους δεν ήταν προσκολλημένη στα υλικά αγαθά και προσέφεραν τις ιατρικές τους υπηρεσίες αφιλοκερδώς.
Όλοι αυτοί οι άγιοι ήταν ανάργυροι και ακτήμονες. Σε αυτούς πράγματι έχουν απόλυτη εφαρμογή τα λόγια του Χριστού: …ασθενούντας θεραπεύετε, λεπρούς καθαρίζετε, νεκρούς εγείρετε, δαιμόνια εκβάλλετε· δωρεάν ελάβετε δωρεάν δότε. Μη κτήσησθε χρυσόν μηδέ άργυρον μηδέ μηδέ χαλκόν εις τας ζώνας υμών, μη πήραν (σάκκο) εις οδόν μηδέ δύο χιτώνας μηδέ υποδήματα μηδέ ράβδον (Ματθ. 10,8-9). Υπάρχουν τρία ζεύγη Αγίων Αναργύρων. Και στα τρία αυτά ζευγάρια τα ονόματα αυτών είναι Κοσμάς και Δαμιανός.
1.Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός
Αυτοί οι Άγιοι καταγόντουσαν απ’ την Ασία. Οι γονείς τους ήταν ευσεβείς και ενάρετοι, και η μητέρα των Αγίων Αναργύρων, η Θεοδότη, αφού έμεινε χήρα συνέχισε την ενάρετη ζωή. Με το παράδειγμα της Θεοδότης, οι Άγιοι Ανάργυροι διδάχτηκαν όλες τις αρετές στον μέγιστο βαθμό. Οι Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός σπούδασαν την ιατρική και κατάφερναν, με την βοήθεια του Θεού, να θεραπεύουν κάθε ασθένεια και νόσο, είτε μακροχρόνια είτε βραχυχρόνια. Ασχολήθηκαν επίσης και με την κτηνιατρική. Οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός ονομάστηκαν Ανάργυροι επειδή δεν δέχτηκαν ποτέ πληρωμή για τις ιατρικές υπηρεσίες τους από κανέναν ασθενή. Πέρασαν έτσι τη ζωή τους και κοιμήθηκαν ειρηνικά. Τα λείψανά τους ενταφιάστηκαν στην πόλη Φερεμάν. Η μνήμη τους τιμάται την 1 Νοεμβρίου.
2.Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός οι Ρωμαίοι
Οι Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός οι Ρωμαίοι έζησαν την εποχή που βασίλευαν ο αυτοκράτορας Καρίνος και ο αυτοκράτορας Νουμεριανός, περί το 284 μ.Χ. και η καταγωγή τους ήταν από την Ρώμη. Οι Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός οι Ρωμαίοι ήταν ιατροί και κτηνίατροι. Σαν πληρωμή για τις ιατρικές τους υπηρεσίες δεν ζητούσαν από αυτούς που θεράπευαν χρήματα ή κάτι άλλο υλικό, μα τους ζητούσαν να πιστέψουν στον Χριστό. Κάποιοι τους διέβαλαν στον αυτοκράτορα Καρίνο ότι κάνουν θαύματα και ιατρικές θεραπείες χρησιμοποιώντας μαγική τέχνη. Μόλις το έμαθαν αυτό, οι Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός οι Ρωμαίοι παραδόθηκαν οι ίδιοι στον αυτοκράτορα και όχι μόνο δεν άλλαξαν την πίστη τους αλλά κατάφεραν να πείσουν τον αυτοκράτορα Καρίνο να αρνηθεί την ειδωλολατρία και να γίνει χριστιανός, θεραπεύοντάς τον θαυματουργικά. Συγκεκριμένα, ο αυτοκράτορας Καρίνος τους απειλούσε με βασανιστήρια για να αρνηθούν την χριστιανική τους πίστη και τότε γύρισε το πρόσωπο του αυτοκράτορα προς την πλάτη του. Οι Άγιοι Ανάργυροι τον θεραπεύσαν από την ασθένειά του και με αυτό το θαύμα του Θεού πίστεψαν όλοι οι παρευρισκόμενοι, τόσο ο αυτοκράτορας όσο και οι αυλικοί του. Και έτσι άφησε τους Αγίους Αναργύρους να επιστρέψουν με τιμές πίσω στους συγγενείς τους. Δυστυχώς, ο ιατρός που είχε διδάξει την ιατρική τέχνη στους Αγίους Αναργύρους, ζήλεψε την δόξα των Αγίων και τους σκότωσε με πέτρες, αφού με δόλιο τρόπο τους παρέσυρε σε ένα βουνό με σκοπό δήθεν να μαζέψουν βότανα που θα είχαν ιατρική χρήση. Η μνήμη τους τιμάται την 1 Ιουλίου.
3.Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός, Λεόντιος, Άνθιμος και Ευπρέπιος οι Μάρτυρες
Οι Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός είχαν καταγωγή από την Αραβία. Ήταν ιατροί και πήγαιναν από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό, θεραπεύοντας τους ασθενείς χωρίς να παίρνουν χρήματα, κι έτσι και ονομάστηκαν Ανάργυροι (δηλ. χωρίς αργύρια). Αλλά δεν τους αρκούσε μόνο να θεραπεύουν τους ασθενείς στο σώμα, παρά έκαναν και κήρυγμα για να βοηθήσουν και τους άπιστους, τους ασθενείς στη ψυχή. Την εποχή που βασίλευε ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός, περί το 292 μ.Χ., οι Άγιοι Ανάργυροι πήγαν στην πόλη Αιγαίς της Λυκίας μαζί με τους τρεις αδελφούς τους, τον Λεόντιο, τον Άνθιμο και τον Ευπρέπιο. Μπροστά στον ηγεμόνα Λυσία, οι Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός και οι Άγιοι Μάρτυρες Λεόντιος, Άνθιμος και Ευπρέπιος, ομολόγησαν την χριστιανική τους πίστη. Βασανίστηκαν και τους βύθισαν στον πάτο της θάλασσας. Με την χάρη του Θεού όμως δεν πνίγηκαν αλλά βρέθηκαν σώοι και αβλαβείς στην στεριά. Οι άπιστοι ειδωλολάτρες τους αιχμαλώτισαν πάλι και τους έριξαν σε αναμμένη κάμινο, μα πάλι ο Θεός τους φύλαξε με θαυματουργικό τρόπο και δεν έπαθαν τίποτα. Κατόπιν τους κρεμάσαν και τους πέντε σε σταυρούς και τελικά τους αποκεφάλισαν. Έτσι οι Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός, Λεόντιος, Άνθιμος και Ευπρέπιος οι Μάρτυρες έλαβαν τον στέφανο του μαρτυρίου. Η μνήμη των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, Λεοντίου, Ανθίμου και Ευπρεπίου των Μαρτύρων τιμάται στις 17 Οκτωβρίου
Υπάρχουν όμως και άλλοι άγιοι Ανάργυροι που η μνήμη τους τιμάται ξεχωριστά
ΚΥΡΟΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ: Καταγωγή του πρώτου η Αλεξάνδρεια, του δευτέρου η Έδεσσα Μεσοποταμίας. Συνμοναστές μαρτύρησαν με αποκεφαλισμό το 292 μ. Χ., η μνήμη τους τελείται στις 31 Ιανουαρίου. Την Εύρεση των Τιμίων Λειψάνων των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου την εορτάζουμε στις 28 Ιουνίου
ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ: Από την Νικομήδεια, αποκεφαλίστηκε το 305, τιμάται στις 28 Ιουλίου.
ΕΡΜΟΛΑΟΣ: Και αυτός από την Νικομήδεια, ιερέας και γιατρός, αποκεφαλισθείς το 306 μ. Χ.Ή μνήμη του είναι στις 26 Ιουλίου.
ΣΑΜΨΩΝ: Καταγωγή του η Ρώμη, χειροτονηθείς ιερέας στην Κωνσταντινούπολη και ΘΕΡΑΠΕΥΣΑΣ τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό εκείνος του έχτισε ξενώνα για φιλοξενία αναξιοπαθούντων, κοιμήθηκε ειρηνικά και τον τιμάμε στις 27 Ιουνίου.
ΔΙΟΜΗΔΗΣ: Από την Ταρσό της Κιλικίας έζησε και έδρασε στην Νίκαια της Βιθυνίας, στην οποία άφησε και την τελευταία του πνοή, τον 3ο αι. μ. Χ. Τιμάται δε στις 16 Αυγούστου.
ΜΩΚΙΟΣ: Από την Ρώμη και αυτός ιερέας και γιατρός, αποκεφαλισθείς επί Διοκλητιανού τον 3ο αι. μ. Χ. Τιμάται στις 11 Μαΐου.
ΑΝΙΚΗΤΟΣ: Μαρτύρησε στην Νικομήδεια το 288 μ. Χ. και η μνήμη του είναι στις 12 Αυγούστου.
ΘΑΛΛΕΛΑΙΟΣ: Από τον Λίβανο της Φοινίκης, τον συνέλαβαν και μετά από βασανιστήρια πολλά αποκεφαλίσθηκε το 284. Τον τιμάμε στις 20 Μαΐου.
ΤΡΥΦΩΝ: Βοσκός χηνών στην αρχή, στην Λάμψακο της Φρυγίας, βασανίσθηκε και αποκεφαλίσθηκε το 250 επί Δεκίου αυτοκράτορα. Η μνήμη του τελείται την 1η Φεβρουαρίου.
ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ: Από την Έμεσα της Συρίας. Μαρτύρησε το 284 και τον τιμάμε στις 6 Φεβρουαρίου.
Η Ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ (εορτάζει στις 2 Ιανουαρίου) έγινε το 1903 μ.Χ., 70 χρόνια μετά το θάνατο του.
Σχετικά με τα Λείψανα του Αγίου Σεραφείμ επικρατούν δύο απόψεις. Σύμφωνα με την πρώτη βρέθηκαν στο Μουσείο Αθεΐας της Αγίας Πετρουπόλεως (Ναός Παναγίας του Καζάν), μετά την κατάρρευση του Μαρξιστικού καθεστώτος (1989 μ.Χ.). Σύμφωνα με την δεύτερη, τα Λείψανα του Αγίου Σεραφείμ δεν κατασχέθηκαν ποτέ από τους Μπολσεβίκους, διότι είχαν κρυφτεί από πιστούς της Εκκλησίας των Κατακομβών. Ακόμη, μεταξύ των Κατακομβιτών πιστών κυκλοφορεί και προφητεία του Αγίου, σύμφωνα με την οποία τα Λείψανά του δεν θα βγουν από την Ρωσία, «ἄχρι τῆς Δευτέρας Παρουσίας».
Κατά τη διάρκεια των φοβερών χρόνων της Εικονομαχίας, όπου χτυπήθηκε βάναυσα το σώμα της Εκκλησίας, πλήθος Αγίων Ομολογητών και μαρτύρων αναδείχθηκαν. Αυτούς τους χρόνους, δηλαδή κατά τον θ΄(9ο) αιώνα έζησε και ένας ξεχωριστός, μεγάλος Άγιος, Ομολογητής της Πίστης μας, ο Άγιος Μεθόδιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος υπέφερε πολλά υπέρ των Αγίων Εικόνων.
Ο θείος Μεθόδιος καταγόταν από ευσεβείς γονείς. Σπούδασε με επιμέλεια και πρόκοψε άριστα στα γράμματα, αλλά ακόμη περισσότερο εντρύφησε στα ιερά γράμματα και τη μυστική θεολογία. Αδολεσχώντας στην προσευχή και βιώνοντας τα ουράνια, τίποτε άλλο δεν θέλησε, παρά να αφιερώσει τη ζωή του στον αγαπημένο του Χριστό, κάνοντας τέλεια υπακοή ως μοναχός, γι’αυτό προσήλθε πολύ νωρίς σε Μοναστήρι. Μετά την κοίμηση του Ηγουμένου του Μοναστηριού, η αδελφότητα επέλεξε τον Μεθόδιο ως νέο Ηγούμενο καθώς είχε κατορθώσει κάθε αρετή και άσκηση. Ακολούθως χειροτονήθηκε με θεία ψήφο Μητροπολίτης Κυζίκου.
Τον ίδιο καιρό στον αυτοκρατορικό θρόνο μετά τη θεήλατον σφαγή του Εικονομάχου Λέοντα του Αρμένιου, ανέρχεται έτερος Εικονομάχος ο Μιχαήλ ο Τραυλός ο οποίος φάνηκε να δείχνει μια μετριοπάθεια αρχικά, όταν διέταξε να επαναφέρουν τους εξόριστους υπερασπιστές των Αγίων Εικόνων. Σύντομα όμως αποκάλυψε την εικονομαχική του μανία και διέταξε να σύρουν μπροστά του τους στερεούς στύλους της Ορθοδοξίας, τον Κυζίκου Μεθόδιο και τον Σάρδεων Ευθύμιο. Τότε με πολλά βασανιστήρια προσπάθησε να τους κάμψει το ηθικό, να τους μεταστρέψει το νου. Ματαιοπονία!
Ουδόλως υποχωρούν, επ ουδενί να υπακούσουν την βλάσφημη διαταγή του βασιλιά. Με μοναδική παρρησία δημηγορούν και αποδεικνύουν θεολογικά και επιστημονικά, την αρχαία πατροπαράδοτη παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί της προσκύνησης των Αγίων Εικόνων! Αλλ’ ο θηριώνυμος βασιλιάς σφράγιζε τα ώτα του, μη θέλοντας να δεχτεί την αλήθεια. Στέρεοι στην πίστη και ρωμαλέοι στο πνεύμα ελέγχουν αυτόν «Εἴ τίς βασιλεῦ, δέν προσκυνεῖ τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καί τήν Πανάχραντον αὐτοῦ Μητέρα, και πάντας τούς ἁγίους ἐν εἰκόνι περιγραπτούς, ἔστω τοῦ αἰωνίου ἀναθέματος καί τοῦ ἀσβέστου πυρός τῆς γεένης ὑπόδικος».
Ω! ανδρεία καρδιά των αγίων που Σε ομολογούν Κύριε! Ω! πεφιλημενο στόμα που ελέγχει τους δυσσεβείς και βλάσφημους αιρετικούς.
Τότε μαινόμενος ο Μιχαήλ Τραυλός οργίζεται και μαστιγώνει ανηλεώς τους αγίους, και έπειτα τους εξορίζει. Τους επαναφέρει από την εξορία και τους υποβάλλει σε νέα φρικτά βασανιστήρια όπου ο άγιος Ευθύμιος τελικά παραδίδει τη ψυχή του στα χέρια του Αγαπημένου του Χριστού.
Μετά το θάνατο του Μιχαήλ στην εξουσία ανήλθε ο μιαρότερος από αυτόν, γιος του Θεόφιλος ο οποίος με νέα βασανιστήρια προσπάθησε να τον κάνει να αρνηθεί την αγία πίστη μας. Τον απέκοψε όμως ο άγιος Μεθόδιος λέγοντάς του ότι και αυτόν θα αναθεματίσει όπως αναθεμάτισε τον πατέρα του αν δεν σταματήσει τη βλασφημία του. Μάλιστα θέλοντας να τον εγείρει προς μετάνοια του παρουσίασε τις καταστροφές που έπαθαν όλα τα βασίλεια, όταν προσκύνησαν την αίρεση και πως ο ίδιος θα πρέπει να προσκυνεί τον Τριαδικό Θεό που του χάρισε το βασιλικό διάδημα και όχι να Τον πολεμάει με την δυσώδη Εικονομαχία.
Ο θεομισής βασιλιάς διατάζει να χτυπήσουν στο στόμα τον Άγιο και να του σπάσουν τα δόντια. Δεν χόρτασε όμως τη μανία του και τον εξόρισε στο νησί του Αντιγόνου και εκεί διέταξε να τον κλείσουν στο τάφο του Κοπρώνυμου με άλλους δύο ληστές όπου μετά το θάνατο του ενός υπέφεραν ο Άγιος και ο έτερος ληστής τη δυσωδία του νεκρού σώματος για άλλα επτά χρόνια.
Εν τω μεταξύ ο μιαρότατος Θεόφιλος βρέθηκε μπροστά σε έναν προβληματισμό μελετώντας τα βιβλία του και παρά τις γνώσεις του αδυνατούσε να το ερμηνεύσει, αλλά ούτε οι ομοφρονούντες του μπορούσαν. « Ἐτύφλωσεν αὐτούς ὁ Θεός καί φάσκοντες εἶναι σοφοί ἐμωράνθησαν οἱ κακόφρονες». Την λύση έδωσε ο έμπιστος του βασιλιά λέγοντας να συμβουλευτούν τον Μεθόδιο. ¨Όπως και έγινε και ο Αγιος ο σοφώτατος έδωσε τις απαντήσεις στους προβληματισμούς του βασιλιά. Γι’ αυτό τον κάλεσε από την εξορία και τον έβαλε να ζει πλησίον του για να τον συμβουλεύεται.
Όμως ο αγαθός Θεός κατεργαζόταν την πολυπόθητη ειρήνη μέσα στην Εκκλησία Του και μετά τον φρικτό θάνατο του δυσσεβούς Θεοφίλου τον διαδέχτηκαν στο θρόνο ο γιος του και η συνετή γυναίκα του, βασίλισσα Θεοδώρα η οποία και ανακήρυξε Πατριάρχη τον άγιο Μεθόδιο. Και μπορεί το σαρκίο του να είχε πολυτρόπως ταλαιπωρηθεί και υποφέρει αλλά η ψυχή του είχε εξαιρέτως λαμπρυνθεί και ήταν έτοιμος να διακονήσει ο πνευματοφόρος Μεθόδιος την Εκκλησία του Χριστού μας. Η δε βασίλισσα Θεοδώρα διέταξε να γίνει ακριβή εξέταση για την αίρεση της Εικονομαχίας και με αυτόν τον τρόπο νικήθηκαν οι αιρετικοί.
Ο Θεός μέσω του δούλου του Αββά Ησαΐα είπε τα ακόλουθα «Πηγαίνετε στην βασίλισσα Θεοδώρα και στον Πατριάρχη Μεθόδιο και πείτε τους: Παύσατε τους ανίερους και μιαρούς εικονομάχους, προσφέρετε στο Θεό λατρεία καθαρή και αναίμακτο. Προσκυνήστε με τους αγγέλους την Άχραντη και Αγία Εικόνα του Προσώπου μου και τον Τίμιο και ζωηφόρο Σταυρό μου». Η ευσεβής και μακαρία βασίλισσα μόλις τα άκουσε αυτά ανέσυρε μια εικόνα που είχε φυλαγμένη πάνω της και είπε «όποιος δεν προσκυνεί τις άγιες Εικόνες, ας έχει το ανάθεμα». Όλοι οι παρευρισκόμενοι ένιωσαν τότε πνευματική ευφροσύνη.
Στη συνέχεια η βασίλισσα Θεοδώρα παρακάλεσε τους Οσίους να προσευχηθούν για την ψυχή του άνδρα της Θεόφιλου να τον ελεήσει ο Θεός. Πράγματι ο Πατριάρχης Μεθόδιος βλέποντας την πίστη της, κάλεσε τους Αρχιερείς και όλους τους ιερείς και τον ευσεβή λαό και μέσα στην Αγιά Σοφιά έκαναν ολονύκτιες αγρυπνίες με δάκρυα. Και ο Πολυέλεος Κύριος δέχτηκε τις προσευχές των δικαίων και συγχώρεσε τον δυσσεβή βασιλιά Θεόφιλο. Αυτό το επισφράγισε και το εξής θαυμαστό γεγονός. Κατά τη διάρκεια των δεήσεων, ο άγιος Μεθόδιος κατέγραψε σε χαρτί τα ονόματα των αιρετικών βασιλιάδων και του Θεοφίλου και τα έβαλε κάτω από την Αγία Τράπεζα. Μετά από μερικές ημέρες δεήσεων και αφού είχε δει όραμα πήρε το χαρτί κάτω από την Αγία Τράπεζα και είδε ότι το όνομα του Θεοφίλου έλειπε. Χάρηκε τότε πολύ η βασίλισσα Θεοδώρα και είπε στον Πατριάρχη να συνάξει όλο το ποίμνιο και τους ιερείς και να φέρουν τα Τίμια και Ζωοποιά Ξύλα του Τιμίου Σταυρού και όλες τις άγιες Εικόνες, για να πάρει πάλι η Εκκλησία τον αρχαίο στολισμό της.
Μαζεύτηκαν όλα τα πλήθη με λαμπάδες και βαστώντας τις άγιες Εικόνες τις λιτάνευσαν ψέλνοντας ταυτόχρονα το Κύριε ελέησον και στη συνέχεια εισήλθαν στο Ναό και ενθρόνισαν τις Άγιες Εικόνες στον τόπο όπου βρίσκονταν και παλιότερα. Διάβασαν ακόμα από άμβωνος τα ονόματα όλων των κεκοιμημένων Ορθοδόξων ενώ έλεγαν το “αιωνία η μνήμη αυτού”. Τέλος αναθεμάτισαν τα ονόματα όλων των αιρετικών που δεν προσκυνούσαν τις Άγιες Εικόνες. Αυτής της ημέρας ανάμνηση, αποτελεί η εορτή της Κυριακής της Ορθοδοξίας, την οποία όρισαν οι Άγιοι να τελείται αυτήν την ημέρα κάθε χρόνο.
Κατά τη συνέχεια του βίου του Αγίου Μεθοδίου δεν έλειψαν οι πόνοι και οι αγώνες υπέρ της πίστεως και για τη διατήρηση της ενότητας της Εκκλησίας. Οι αιρετικοί ορμώμενοι από τον ίδιο τον διάβολο συνεχώς έπλητταν την Εκκλησία, αλλά όμως ο θεοειδής Μεθόδιος τους αντιμετώπιζε. Υπέστη ακόμα και συκοφαντίες αλλά με απόλυτη πίστη στο Χριστό διερχόταν τις θλίψεις.
Ήρθε η ώρα να μεταβεί στα Ουράνια σκηνώματα ο μέγας Μεθόδιος αφού στόλισε τον Πατριαρχικό θρόνο με τις λαμπρές αρετές του. Στις 14 του μηνός Ιουνίου κοιμήθηκε και πορεύτηκε προς τον Χριστό που ποθούσε να συναντήσει, τον μυστικό Νυμφίο των καθαρών και άσπιλων ψυχών.
Άγιε του Θεού, πάτερ φιλάνθρωπε του Φιλανθρώπου Θεού μιμητή, μυρίαθλε Ομολογητή, καθαιρέτη και αναιρέτη της άθεης εικονομαχίας φύλαξε μας από τις τρικυμίες των πειρασμών και δίδαξέ μας να περπατάμε θεαρέστως την στενή και τεθλιμμένη οδό του Κυρίου Αμήν!
• Ἐπιμέλεια-παρουσίασις:+ Ἐπίσκοπος Γαρδικίου Κλήμης (12/25.6.2012). Εὐχαριστίες ὀφείλονται σὲὅσους ἐβοήθησαν στὴν συλλογὴ στοιχείων γιὰ τὸ Θαῦμα καὶ μάλιστα στὸν κ. Νικόλαο Πολῦχρο, γιὰ τὴν πρώτη καταγραφή του.
Η Οσία Σοφία Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανατίου Σαουλίδου, γεννήθηκε το 1883 μ.Χ. στο χωριό Σαρή-ποπά (ή Σαρή-παπά) της επαρχίας Αρδάσης Τριπόλεως, Νόμου Τραπεζούντας του Πόντου. Το 1907 μ.Χ. παντρεύεται με τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδη στο χωριό Το(γ)ρούλ της επαρχίας Αρδάσης και μετά από τρία χρόνια, το 1910 μ.Χ., απέκτησε ένα παιδί. Έπειτα από δύο χρόνια, χάνει το παιδί της το οποίο βρίσκει τραγικό θάνατο, αφού φαγώθηκε από χοίρους, ενώ δυο χρόνια μετά, το 1914 μ.Χ. χάνει και τον άντρα της τον οποίο τον πήραν οι Τούρκοι στα τάγματα εργασίας, όπου και μάλλον απεβίωσε.
Η νεαρή χήρα κατέφυγε στα βουνά, όπου ζούσε ασκητικά, με μεγάλη νηστεία. Εκεί της εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος και την προειδοποίησε για επικείμενη επιδρομή των Τσετών. Η Σοφία ενημέρωσε τους συγχωριανούς της, που κρύφτηκαν και απέφυγαν τον κίνδυνο.
Στην ανταλλαγή των πληθυσμών το καράβι που μετέφερε τους συγχωριανούς της Σοφίας στην Ελλάδα κινδύνεψε να καταποντιστεί. Αυτή έβλεπε τα κύματα γεμάτα από Αγγέλους και την Παναγία. Ζήτησε απ᾿ αυτήν να πνιγεί η ίδια και να σωθούν οι συγχωριανοί της. Η Παναγία τους έσωσε όλους. Ο καπετάνιος δεν το πίστευε πώς σώθηκαν κι έλεγε: «Κάποιον άγιο έχουμε» και οι χωριανοί του απάντησαν: «Τη Σοφία».
Το 1927 μ.Χ. με παρότρυνση της Παναγίας πηγαίνει στο μοναστήρι της στην Κλεισούρα της Καστοριάς, στην Ιερά Μονή του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου έζησε ασκητικά για μισό περίπου αιώνα. Εκεί βρήκε έναν ενάρετο ιερομόναχο, τον π. Γρηγόριο, που είχε έλθει από το Άγιο Όρος, ο οποίος την κατάρτισε στη μοναχική ζωή. Έζησε ασκητικά ως λαϊκή, φορώντας τα μαύρα της χηρείας και της ασκήσεως, καθισμένη πάνω στο τζάκι και αλείφοντας το πρόσωπό της με στάχτη, για να μη φαίνεται η ομορφιά του...
Οι Άγιοι Απόστολοι Ακύλας και Πρίσκιλλα ήταν ζευγάρι Ιουδαίων και καταγόταν από τον Πόντο. Κατοικούσαν στην Κόρινθο και εξασκούσαν το επάγγελμα του σκηνοποιού. Ήσαν δε άνθρωποι ενάρετοι και ευσεβείς.
Όταν ο απόστολος Παύλος, επισκέφθηκε την Κόρινθο, για να διδάξει την ορθόδοξη πίστη, το ζεύγος του προσέφερε θερμή φιλοξενία καθώς είχε εντυπωσιαστεί με το κήρυγμά του. Τόσο τους άγγιξε ο φλογερός και σωτήριος λόγος του απόστολου, ώστε αφού κατηχήθηκαν και βαπτίσθηκαν από αυτόν, αποφάσισαν να τον ακολουθήσουν στις περιοδείες του ως βοηθοί του. O απόστολος εντυπωσιάσθηκε τόσο από τις αρετές και τη χριστιανική τους δράση ώστε τους μνημονεύει στις επιστολές του γράφοντας ότι για τις προσφερθείσες υπηρεσίες τους και το θάρρος είναι ευγνώμων όχι μόνον εκείνος, αλλά και όλες οι εκκλησίες των εθνών.
Αργότερα οι διώκτες του χριστιανισμού τούς συνέλαβαν και αποκεφάλισαν τούς Αγίους χαρίζοντάς τους μαζί με τον τίτλο των Αποστόλων και τον τίτλο των Μαρτύρων.