A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Εἰς τὸ τέλος τοῦ ἔτους

  

Μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Μαγνησίας Χρυσοστόμου (Νασλίμη, +1973)

            Πλησιάζομεν ἤδη εἰς τὸ τέλος τοῦ [πολιτικοῦ] ἔτους. Πόσον ταχέως φαίνονται εἰς ἡμᾶς, ὅτι φεύγουν τὰ ἔτη, ὅταν εἰς τὸ τέλος αὐτῶν εὑρισκόμεθα! Ἀπησχολημένοι μὲ τὰς πολυποικίλους μερίμνας τῆς καθημερινῆς ζωῆς, δὲν ἀντιλαμβανόμεθα τὴν γοργότητα, μεθ’ ἧς αἱ ἡμέραι παρέρχονται καὶ τὰ ἔτη διαδέχονται ἄλληλα, ἐνῷ ἡ ζωὴ ἡμῶν ταχύτερον ἤ ὅσον ὑπολογίζομεν καὶ φανταζόμεθα πρὸς τὸ τέρμα της βαίνει.

            Κάθε ἔτος παρερχόμενον φέρει ἡμᾶς ἔτι πλησιέστερον πρὸς τὸν θάνατον. Ἡ ἀπορρόφησις τῶν σκέψεων ἡμῶν ἐκ τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν εἶναι ἡ αἰτία νὰ λησμονῶμεν, ὅτι ἡ ζωὴ ἡμῶν παρέρχεται πολλάκις ἐν ματαιότητι καὶ ὅτι ἡ κυρίως μέριμνα ἡμῶν θὰ ἔπρεπε νὰ ἀφορᾷ εἰς τὴν ἀπόκτησιν τῆς οὐρανίου Βασιλείας. Οὕτω φθάνομεν εἰς τὸ τέρμα, πολλάκις αἰφνιδίως, ὅλως ἀνέτοιμοι διὰ τὸ ταξείδιον τῆς αἰωνίου ζωῆς.

            Πόσοι κατὰ τὸ παρελθὸν ἔτος ἔζων καὶ ἤδη εὑρίσκονται εἰς τὸν τάφον! Καὶ πόσοι κατὰ τὸ ἐρχόμενον νέον ἔτος δὲν θὰ εὑρίσκωνται εἰς τὴν ζωήν, χωρὶς τοῦτο νὰ γνωρίζωσι! Διὰ πόσους τὸ νέον ἔτος θὰ εἶναι τὸ τελευταῖον τῆς ζωῆς των, χωρὶς νὰ τὸ ἠξεύρωσι! Ἄς μή, λοιπόν, παρασυρώμεθα ἀπὸ τὴν ἀπάτην τῶν ἐγκοσμίων τερπνῶν. Καὶ ἄς μὴ ἀφήνωμεν τὸν πολύτιμον καιρὸν τῆς παρούσης ζωῆς νὰ παρέρχεται ματαίως.

            Ἀλλ’ ἄς φροντίσωμεν ἕκαστος νὰ ἐγκολπωθῶμεν τὴν ἀρετὴν καὶ ἄς κοσμήσωμεν τὴν λαμπάδα τῆς ἀγαθοεργίας, ἵνα ὅταν λήξῃ ὁ χρόνος τῆς ἐπιγείου ὑπάρξεως ἡμῶν, ἀξιωθῶμεν ἐν Οὐρανοῖς τῶν θείων καὶ σωτηρίων ἐπαγγελιῶν, ἐν Χριστῷ τῶ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν!

[Ἐπισκόπου Χρυσοστόμου, 365 Ψυχωφελῆ Σαλπίσματα, ἔκδ. Ἱερᾶς Γυναικείας Μονῆς «Ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ» Ἐλευθερουπόλεως, Θεσσαλονίκη 1978, σελ. 140-141 (Ἀπὸ τὸν Ἡμεροδείκτην τοῦ ἔτους 1967, μηνύματα ἡμερῶν Δεκεμβρίου 28-31)].

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΖΑΚΥΝΘΙΝΟΣ, ο Άγιος της συγχώρεσης (17 Δεκεμβρίου)



Άγιος Διονύσιος ο Νέος, ο Ζακυνθινός Αρχιεπίσκοπος Αιγίνης (1547 - 1622)

Ο Αγιος Διονύσιος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στα 1547 από γονείς που ξεχώριζαν στο νησί για την κοινωνική τους θέση και την καλή τους οικονομική κατάσταση. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Γραδενίγος Σιγούρος. Ο πατέρας του λεγόταν Μούκιος και η μητέρα του Παυλίνα, ενώ είχε άλλα δύο αδέλφια, τον Κωνσταντίνο και τη Σιγούρα. Σύμφωνα με τοπικές παραδόσεις της Ζακύνθου, που δεν επιβεβαιώνονται ιστορικά, ο άγιος είχε για ανάδοχο τον Αγιο Γεράσιμο, τον προστάτη της Κεφαλονιάς.

Η οικογένειά του φρόντισε να αποκτήσει μόρφωση, επιμένοντας περισσότερο στην κλασική παιδεία, χωρίς βεβαίως να αγνοούν και τα «Εκκλησιαστικά γράμματα».

Οι επιλογές των γονιών του φαίνεται πως απέδωσαν γρήγορα καρπούς, αφού απέκτησε σημαντική μόρφωση. Μιλούσε εκτός της ελληνικής γλώσσας, την ιταλική και τη λατινική, χειριζόταν μοναδικά την αρχαία ελληνική. Ενώ, όπως προκύπτει από κείμενά του που έχουν σωθεί, ήταν και πολύ ικανός θεολόγος.


Από τις Στροφάδες στην Αίγινα

Σε ηλικία 20 χρόνων και αφού είχαν πεθάνει οι γονείς του αποφάσισε να γίνει μοναχός. Για τον λόγο αυτό αφήνει όλη την περιουσία του στον αδελφό του, με ιδιαίτερη αναφορά  για την αποκατάσταση της αδελφής του. Εκάρη μοναχός στη μονή Στροφάδων, νησί νότια της Ζακύνθου, παίρνοντας το όνομα Δανιήλ. Εκεί αφιερώθηκε στην προσευχή, στη μελέτη των γραφών, στον αυστηρό ασκητικό βίο και δύο χρόνια αργότερα έγινε ηγούμενος της μονής.

Εναν χρόνο μετά χειροτονήθηκε ιερέας από τον επίσκοπο Κεφαλληνίας και Ζακύνθου, Θεόφιλο. Το 1577 αποφάσισε να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους. Περνώντας από την Αθήνα, θέλησε να πάρει την ευλογία του επισκόπου Νικάνορα, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από τη μόρφωσή του και θέλησε να τον προάγει στο επισκοπικό αξίωμα της επισκοπής Αιγίνης, που βρισκόταν σε χηρεία. Εγραψε στον Πατριάρχη Ιερεμία υπέρ της υποψηφιότητας του Δανιήλ. Ο Ιερεμίας συναίνεσε τελικά και χειροτονήθηκε επίσκοπος Αιγίνης λαμβάνοντας το όνομα Διονύσιος. Το έργο που επιτέλεσε στο νησί της Αίγινας ήταν σημαντικό, αφού πρωτίστως ενδιαφέρθηκε για την ανακούφιση των φτωχών και των αδυνάτων. Στην παλιά πόλη της Αίγινας σώζεται και σήμερα έξω από την Εκκλησία ο πέτρινος θρόνος, όπου ο Αγιος Διονύσιος ανέβαινε και κήρυττε στους χριστιανούς. Ο άγιος του Θεού ποίμανε το πνευματικό του στην Αίγινα ποίμνιο, καθώς λέγει η Θεία Γραφή, «μετ’ επιστήμης», σαν αληθινός δηλαδή και καλός ποιμένας της Εκκλησίας.

Το νησί της Αίγινας είναι ευλογημένος τόπος, όπου τον πάτησαν και τον άγιασαν δύο Οσιοι Πατέρες της Εκκλησίας· τότε μεν ο Αγιος Διονύσιος και στις ημέρες μας ο Αγιος Νεκτάριος, ο επίσκοπος Πενταπόλεως. Και οι δύο αξιωμένοι με τη χάρη των θαυμάτων, γι’ αυτό και οι δύο κατέχουν τον τίτλο του θαυματουργού.

Το 1579 υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Ο αυστηρά ασκητικός βίος σε συνδυασμό με  αυξημένες δραστηριότητες που είχε αναλάβει κλόνισαν την υγεία του, με αποτέλεσμα να στείλει επιστολή τόσο στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία όσο και στον επίσκοπο Αθηνών Νικάνορα με την παραίτησή του και την ταυτόχρονη δήλωση της θέλησής του να επιστρέψει στη Ζάκυνθο. Ο Ιερεμίας όμως δεν ήθελε να μείνουν αναξιοποίητες οι ικανότητες του Διονυσίου και έτσι τον έχρισε χωρεπίσκοπο Ζακύνθου. Η έντονη δραστηριότητα όμως στη Ζάκυνθο προκάλεσε την επιβουλή του επισκοπικού περιβάλλοντος, ίσως δε και του ίδιου του επισκόπου, με αποτέλεσμα να καταγγελθεί για υπέρβαση εξουσίας στον ηγεμόνα του νησιού Νικόλαο Δαπόντε. Ο Δαπόντες ζήτησε την παραίτηση του Διονυσίου, κάτι που ο ίδιος δέχτηκε, ώστε να μην προκληθούν σχίσματα και εντάσεις.


Η συγχώρεση του φονιά του αδελφού του

Οι οικογένειες Σιγούρου και Μονδίνου, όπως προκύπτει από διασωθέντα έγγραφα που βρίσκονται στα αρχεία της Βενετίας, βρίσκονταν σε μια διαρκή αντιπαλότητα. Μάλιστα πολλές φορές έλυναν τις διαφορές τους με συμπλοκές.

Κάποια μέρα μπήκε στο κελί του Αγίου ένας κυνηγημένος άνθρωπος, τρέμοντας και ζητώντας προστασία. Είχε σκοτώσει τον αδελφό του Αγίου Διονυσίου, Κωνσταντίνο. Οταν το άκουσε, ο Αγιος -σύμφωνα με τις προφορικές παραδόσεις του νησιού, σηκώθηκε, άνοιξε την πίσω πόρτα του κελιού του και οδήγησε τον φονιά να φύγει, να κρυφτεί και να σωθεί. Οταν δε οι συγγενείς του σκοτωμένου, αλλά και του αγίου, και τα όργανα της εξουσίας ήλθαν στο κελί και ρωτούσαν για τον φονιά, ο Αγιος Διονύσιος προσποιήθηκε κι απάντησε πως δεν τον είχε δει και πως δεν ήξερε τίποτε. Γι’ αυτό ένας Ζακυνθινός ποιητής, θέλοντας να εγκωμιάσει την αρετή του Αγίου Διονυσίου και θαυμάζοντας το παράδειγμά του, σ’ ένα του ποίημα έγραψε αυτό τον παράδοξο στίχο: «αγιάζει ο δούλος του Θεού την ώρα που αμαρτάνει»!

 

Στη Μονή της Αναφωνήτριας

Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Αγιος Διονύσιος είχε αποσυρθεί στο μοναστήρι της Θεοτόκου της Αναφωνήτριας. Η Μονή της Παναγίας της Αναφωνήτριας ήταν γνωστή γιατί η παράδοση θέλει την εικόνα της Θεοτόκου να έχει έρθει με θαυματουργό τρόπο στο μοναστήρι από την Κωνσταντινούπολη αμέσως μετά την Αλωση. Η Μονή ιδρύθηκε από τον άρχοντα της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου Λεονάρδο Γ' Τόκκο και τη γυναίκα του Λάππα τον 15ο αιώνα και προικίστηκε με σημαντική περιουσία. Τη Μονή της Αναφωνήτριας υπήρχε η συνήθεια οι Ενετοί διοικητές να την παραχωρούν μαζί με την περιουσία της σε κάποια από τις αριστοκρατικές οικογένειες του νησιού. Ετσι το 1568 παραχωρήθηκε στον Αγιο Διονύσιο που καταγόταν από την επιφανή οικογένεια των Σιγούρων. Εκεί στη Ζάκυνθο τον επισκέπτονταν χιλιάδες πιστοί για να τον συμβουλευτούν αλλά και να τους εξομολογήσει.

Ο Αγιος Διονύσιος κοιμήθηκε το 1624, σε ηλικία 77 ετών. Κατά την επιθυμία του, τον έθαψαν στο μοναστήρι στις Στροφάδες. Οταν ύστερα από χρόνια θέλησαν να κάμουν ανακομιδή των αγίων λειψάνων του, το ιερό σκήνωμα βρέθηκε ολόκληρο και ακέραιο, ντυμένο τα αρχιερατικά άμφια, όπως το είχαν θάψει. Στα 1703 η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου αναγνώρισε την αγιότητά του ύστερα από αναφορές και αιτήσεις του κλήρου και του λαού της Ζακύνθου, που βεβαίωναν για τα πολλά θαύματα και για την πίστη και συνείδηση της τοπικής Εκκλησίας στην αγιοσύνη του.


Τα θαύματα

Η μετάνοια των δύσπιστων αλιέων:  Ο Αγιος Διονύσιος κάποτε πήγαινε με άλλους κληρικούς ως προσκεκλημένος στη Μονή Αγίου Γεωργίου στο νησάκι Βόιδι. Οι ψαράδες όμως, οι οποίοι τους μετέφεραν με το πλοίο τους, ήταν προληπτικοί κατά των ρασοφόρων και απέδωσαν στην παρουσία των κληρικών την αποτυχία τους στο ψάρεμα. Ο άγιος, θέλοντας να τους συνετίσει, τους υπέδειξε πού να ρίξουν τα δίχτυα τους και παρότι το μέρος εκείνο δεν είχε ποτέ ψάρια, οι ψαράδες έπιασαν τόσα πολλά, ώστε δεν μπορούσαν να σηκώσουν τα δίχτυα τους. Τότε προσκύνησαν τον άγιο και του ζήτησαν συγχώρεση.

 

Η διάβαση του χειμάρρου: Οταν ο άγιος μόναζε στη Μονή της Αναφωνήτριας, χρειάστηκε να κατέβει στην πόλη συνοδευόμενος από τον διάκονο Δανιήλ. Στον δρόμο έπεσε ραγδαία βροχή, αλλά κατά τρόπο θαυμαστό δεν βράχηκε ούτε ο άγιος ούτε ο συνοδός του. Λίγο αργότερα συνάντησαν έναν χείμαρρο που ήταν αδύνατο να περάσουν. Τότε ο άγιος ευλόγησε τον χείμαρρο, ο οποίος σταμάτησε, αφήνοντας τον άγιο και τον συνοδό του να περάσουν.

 

Η λύση του αφορισμού:   Στον Ναό του Αγίου Νικολάου των Ξένων βρέθηκε αδιάλυτο το σώμα αφορισμένης γυναίκας, νεκρής από πολύ καιρό. Ο άγιος παρακλήθηκε από τους συγγενείς της γυναικός να λύσει το επιτίμιο. Τότε διέταξε να βάλουν το πτώμα σε ένα στασίδι. Κατόπιν προσευχήθηκε γονατιστός και με δάκρυα για τη λύση του αφορισμού. Μόλις τελείωσε τη συγχωρητική ευχή ο άγιος, το πτώμα έκλινε το κεφάλι σαν να προσκυνούσε τον άγιο και κατόπιν διαλύθηκε σε οστά και χώμα.


Το όραμα του Ηγουμένου Δανιήλ: Οταν μετά την κοίμηση του Αγίου Διονυσίου και την ανακομιδή των Λειψάνων του το Σκήνωμά του βρέθηκε άθικτο, τοποθετήθηκε από τους Μοναχούς της Μονής Στροφάδων σε ειδική λάρνακα μέσα στο Καθολικό της Μονής, μέχρι την επίσημη ανακήρυξή του ως Αγίου το 1703. Πριν από αυτήν, ο ιερομόναχος Δανιήλ, που ήταν και ηγούμενος της Μονής Στροφάδων, αμφέβαλλε για την αγιότητα του Ιεράρχου. Μια νύχτα όμως νόμισε πως είδε τον Εκκλησιάρχη να του ζητάει την ευχή για να σημάνει τον Ορθρο. Ο Ηγούμενος τότε κατευθύνθηκε προς τον ναό και μπαίνοντας τον είδε φωταγωγημένο και τον άγιο να στέκεται όρθιος έξω από τη λάρνακα και να ιερουργεί, υπηρετούμενος από ιερείς και διακόνους. Τότε ένας από τους ιερείς λέει στον ηγούμενο Δανιήλ «πληροφορήθηκες τώρα, ή αμφιβάλλεις;». Τρομαγμένος ο ηγούμενος, έφυγε από τον ναό και όταν γύρισε για να επιβεβαιώσει το προηγούμενο όραμά του είδε τον άγιο να αποσύρεται στη λάρνακά του, τα φώτα του ναού να σβήνουν και τους ιερωμένους να χάνονται.

Πηγή

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.

Τῆς Ζακύνθου τὸv γόνον καὶ Αἰγίvης τὸν πρόεδρον, τὸv φρουρὸν μονῆς τὼv Στροφάδωv, Διοvύσιοv ἅπαντες, τιμήσωμεv συμφώνως οἱ πιστοί, βοῶντες πρὸς αὐτὸν εἰλικριvῶς· Tαῖς λιταῖς τοὺς τὴv σὴν μνήμην ἐπιτελοῦντας σῶσον καὶ βοῶντάς σοι· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ· δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι· δόξα τῷ δωρησαμένῳ σε ἡμῖv, πρέσβυν ἀκοίμητον.

Ερμηνεία

Ἂς τιμήσωμεν ὅλοι ὁμοῦ οἱ πιστοὶ τὸν Διονύσιον τὸν ἐκ Ζακύνθου καταγόμενον, τὸν ἐπίσκοπον τῆς Αἰγίνης, τὸν φύλακα τῆς ἱερᾶς Μονῆς τῶν Στροφαδων. Ἂς ψάλλωμεν πρὸς αὐτὸν εἰλικρινῶς· Σῷσον ἡμάς ἅγιε Διονύσιε, τους ἑορτάζοντας τὴν μνήμην σου δι’ ὕμνων και λιτανειῷν. Ἂς δοξάσωμεν καὶ τὸν δοξάσαντά σε εἰς ἡμας ἀκοίμητον πρεσβευτὴν καὶ μεσίτην πρὸς τὸν Θεόν. (Τα απολυτίκια, εκδότης Ιωάννης Ν. Σιδέρης, 1908)



Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἑορτάζει σήμερον, τῶν Ζακυνθίων ἡ πόλις, ἑορτὴν χαρμόσυνον, σὺν τῇ μονῇ τῶν Στροφάδων, Αἴγιναν, τὴν ἐν Κυκλάσι προσκαλουμένη, ᾄσμασιν, ἀξιοχρέως συνευφημῆσαι, καὶ φαιδρῶς πανηγυρίσαι, τὸ κοινὸν κλέος, νῦν Διονύσιον.

Μεγαλυνάριον

Ήκεν εκ Στροφάδων ως θησαυρός, τη πόλει Ζακύνθου, το Σον Λείψανον το σεπτόν, και καταπλουτίζει, θαυμάτων ενεργείας, των ευσεβών τα στίφη, ω Διονύσιε.

Ὁ Οἶκος

Σιγησάτωσαν, ἤδη σιγησάτωσαν οἱ μέχρι δεῦρο σφαλερῶς λέγοντες, μὴ εἶναι τῇ θεοσώστῳ Ζακύνθῳ τὸν οἰκεῖον προστάτην, καὶ πρὸς Θεὸν πρέσβυν θερμότατον, καθὰ καὶ ἐν πολλαῖς τῶν ἐπισήμων πόλεων καὶ χωρῶν ὀρθοδόξων. Ἔνεστι γὰρ καὶ μάλα καλῶς ὁ σεπτὸς ἐν Ἱεράρχαις Διονύσιος, ὁ θαυμαστὸς Αἰγίνης πρόεδρος, ταύτης δὲ γόνος εὐκλεὴς καὶ θρέμμα ἀξιέπαινον. Οὐκέτι λοιπὸν ζηλοῖ Ζάκυνθος ἡ εὐδαίμων Κεφαλληνίαν καὶ Κέρκυραν, τὰς φίλας γείτονας, διὰ τὸ αὐτὰς μέγα σεμνύνεσθαι ἐπὶ τοῖς θείοις καὶ ἱεροῖς λειψάνοις Γερασίμου τε καὶ Σπυρίδωνος, ἀλλοδαποῖς τυγχάνουσιν, ἀλλ' ἐκείνας μὲν προσφιλῶς συγκαλεῖται πρὸς φαιδρὰν πανήγυριν τοῦ ἰδίου αὐτόχθονος, ὥσπερ δὴ καὶ προσφόρως τὴν ἐν Κυκλάσι προσφωνεῖ Αἴγιναν, σὺν τῇ πανσέπτῳ τῶν Στροφάδων Μονῇ, τῇ τὸ θεῖον καὶ ἱερὸν αὐτοῦ σκῆνος εὐτυχῶς θησαυρισάσῃ, τοῦ ἀξίως εὐφημῆσαι καὶ φαιδρῶς πανηγυρίσαι, τὸ κοινὸν κλέος, νῦν Διονύσιον.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.

Ἀγάπης τῷ δεσμῷ, συντεθεὶς θεοφόρε, διέλυσας τρανῶς, τὴν κακίαν τῆς ἔχθρας· φονέα γὰρ συγγόνου σου, πεφευγότα τῇ σκέπῃ σου, μὴ εἰδότα σε, τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ εἶναι, δίκης ἔσωσας, ἐπικειμένου θανάτου, καὶ σῶον ἀπέστειλας.

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2022

ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ Ή ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΙΓΟΥΣ (Ομιλία του Μητροπολίτου Λαρίσης & Πλαταμώνος Κλήμεντος)

 

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΡΥΣΤΟ ΕΥΒΟΙΑΣ

 

Τὸ Θαῦμα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὴν Κάρυστο Εὐβοίας

ΗΤΑΝΕ ἡ πρώτη χρονιὰ ποὺ γύρισε τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο. Μὲ τὸ καινούργιο εἴχαμε Χριστούγεννα καὶ μὲ τὸ Παλαιὸ εἴχαμε τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. Τότε κτυπούσανε οἱ καμπάνες 3 ἡ ὥρα τὴ νύκτα. Ἐμένα μοῦ ἄρεσε ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ μικρὴ καὶ λέω τῆς μαμᾶς μου, θὰ πάω στὴν Ἐκκλησία. Δὲν φοβᾶσαι, μοῦ λέει, τέτοια ὥρα; Ὄχι, τῆς λέω, ἀλλὰ δὲν ἤτανε πάρα πολλοί, λίγοι.

AgSpyridwn

γὼ καθόμουνα ἐμπρὸς στὴν Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος καὶ ἤμουν ἀφοσιωμένη καὶ τὴν κοιτοῦσα. Τῆς εἶχαν οἱ Λουμιδαῖοι ἕνα στεφάνι γύρω-γύρω στὴν Εἰκόνα. Ἐκεῖ ποὺ εἶναι σήμερα ἡ ἁγιογραφία τῆς Παναγίας, ἐκεῖ ἤτανε ἡ Εἰκόνα τόσο μεγάλη καὶ τόσο βαρειά.


ρχισε ὁ παπα-Βαγγέλης ὁ Μπάκωσης στὴν Ὡραία Πύλη γιὰ πρώτη χρονιὰ νὰ λέη τὸ Εὐαγγέλιο τῶν Χριστουγέννων, «Χριστὸς γεννᾶται σήμερον...». Ὅπως κοιτοῦσα τὴν Εἰκόνα, τὶ νὰ δῶ! Ἡ Εἰκόνα ὁλόκληρη καὶ τὸ στεφάνι μαζὶ ἔφυγε ἀπὸ τὴ θέσι της καὶ πῆγε μέχρι πάνω στὸ θόλο βορινά! Ἐγὼ ἔμεινα ξερή! Μετὰ ἀπὸ αὐτό, κάνει ἕνα κρότο τρομερὸ κρουουου!... Καὶ πῆγε καὶ στερέωσε στὴ θέσι της...

AgNikolaosKarystou


Τρέξανε ὁ κόσμος ἀπ’ ἔξω νὰ δοῦνε τὶ συνέβη, ἡ Ἐκκλησία ἔπεσε; Σταματάει ὁ π. Βαγγέλης μισὴ ὥρα τὸ Εὐαγγέλιο, εἴχανε καὶ μανουάλι ἐμπρὸς στὴν Εἰκόνα, τὶ μετάνοιες, τὶ κεριὰ ὁ κόσμος, καὶ ἡ Εἰκόνα εἶχε στερεώσει στὴ θέσι της (αὐτόπτης μάρτυς).


λλὰ ὅμως, τὴν ἄλλη μέρα ἦρθε διαταγὴ ἀπὸ μέσα [ἀπὸ τὴν Μητρόπολι;] νὰ μὴν ποῦμε πουθενὰ τίποτα!


γὼ πῆγα πρωὶ-πρωὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν εἴχανε κατεβάσει τὴν Εἰκόνα καὶ εἴπανε πὼς ἔφταιγε τὸ καρφί.


 Θεὸς νὰ μὲ συγχωρέση τὴν ἁμαρτωλή, ποὺ δὲν ἔμεινα μὲ τὸ Παλιὸ ποὺ εἶδα τέτοιο Θαῦμα, ἀλλὰ ἡ πίστη μου εἶναι μεγάλη, καὶ ἀπὸ τότε πιστεύω ἀκράδαντα στὴν ἄλλη ζωή...


Τὸ ἔλεγα τοῦ πάτερ Σίλα μήπως δὲν κάνει ἐγὼ ἡ ἁμαρτωλὴ νὰ λέω τέτοιο Θαῦμα, γιατὶ πρέπει νὰ εἴμεθα ταπεινοί, καὶ μοῦ λέει: «νὰ τὸ λές, Μαρία μου, εἰς δόξαν Χριστοῦ».


Σᾶς ἐπιβεβαιώνω διὰ ὅλα τὰ ἀνωτέρω ποὺ ἔγραψα ἡ αὐτόπτης μάρτυς,

Μαρία Ἐλ. Μερτζανάκη
Κάρυστος, Δεκ. 1993

Χειρόγραφη ἐπιστολὴ-μαρτυρία, ἡ ὁποία βρίσκεται στὸ Ἀρχεῖο μας.

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 11ο)

 Ἁγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς

11. Η ανάπτυξη της καρδιάς

Αισθητικό συναίσθημα. Η σχέση του Χριστιανισμού με την αισθητική.
Η σύνδεση ομορφιάς και ηθικής.

Ας στραφούμε τώρα στο ζήτημα της ανάπτυξης της καρδιάς στον άνθρωπο.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, από την καρδιά κατανοούμε την ικανότητά μας να νιώθουμε ευχάριστα και δυσάρεστα. Αυτές οι αισθήσεις είναι διαφόρων ειδών, από τις κατώτερες, οργανικές (για παράδειγμα, γλυκύτητα, πικρότητα, τραχύτητα κ.λπ.), μέχρι τα υψηλότερα (για παράδειγμα, αισθητικά αισθήματα, ηθικά, θρησκευτικά κ.λπ.), και αυτά τα ανώτερα αισθήματα ονομάζονται επίσης συναισθήματα. Η εκπαίδευση της ανθρώπινης καρδιάς συνίσταται ακριβώς στην ανάπτυξη αυτών των συναισθημάτων σε αυτήν. Ας σταθούμε σε ένα από αυτά τα συναισθήματα -το αισθητικό συναίσθημα.

Αισθητικό συναίσθημα ονομάζεται η αίσθηση του ωραίου -η ικανότητα ενός ανθρώπου να βλέπει και να κατανοεί, να ενθουσιάζεται και να θαυμάζει κάθε ομορφιά, οτιδήποτε ωραίο, όπου και σε όποια μορφή παρουσιάζεται. Ένας τέτοιος θαυμασμός για την ομορφιά μπορεί είτε να φτάσει σε μια θυελλώδη, φλογερή έκσταση (για παράδειγμα, η ποιητική ωδή «Εσέ, Θεέ, δοξάζουμε»[1] στην εκκλησιαστική υμνωδία), είτε να μετατραπεί σε ένα ήσυχο, ήρεμο, βαθύ συναίσθημα (για παράδειγμα, μια ελεγεία ή το ποιητικό ειδύλλιο «Φως ιλαρόν» στην Ακολουθία). Έτσι, το αισθητικό συναίσθημα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιδέα του ωραίου, με την ιδέα της ομορφιάς, αλλά το ερώτημα που τίθεται είναι: τι είναι ομορφιά;

Αυτή η ερώτηση μπορεί να απαντηθεί με διάφορους τρόπους. Η καλύτερη απάντηση πρέπει να αναγνωριστεί ότι είναι η εξής: η ομορφιά είναι μια πλήρης αντιστοιχία μεταξύ του περιεχομένου και της μορφής μιας δεδομένης ιδέας. Όσο πιο υπέροχο είναι το περιεχόμενο αυτής της ιδέας και όσο πιο καθαρή, πιο εμφανής και πιο τέλεια είναι η μορφή με την οποία μεταδίδεται αυτή η ιδέα, τόσο περισσότερη ομορφιά θα υπάρχει εδώ, τόσο πιο όμορφο θα είναι αυτό το φαινόμενο. Και, φυσικά, ο Χριστιανισμός βλέπει την ύψιστη ομορφιά στον Θεό, στον οποίο βρίσκεται η πληρότητα κάθε ομορφιάς και τελειότητας.

Το αισθητικό συναίσθημα είναι εγγενές σε κάθε άτομο έως ένα βαθμό, αλλά απέχει πολύ από το να αναπτύσσεται πάντα σωστά και πλήρως. Η σωστή ανάπτυξη και κατεύθυνσή του επιτυγχάνεται μέσω της ανακάλυψης της ικανότητας ενός ανθρώπου να αξιολογεί σωστά αυτό ή εκείνο το φαινόμενο ή ένα έργο τέχνης. Ένας αισθητικά μορφωμένος άνθρωπος θα μπορεί να βρει χαρακτηριστικά τελειότητας και ομορφιάς σε μια καλή εικόνα, μια μουσική σύνθεση ή ένα λογοτεχνικό έργο. Ο ίδιος θα καταλάβει και θα εκτιμήσει και θα μπορέσει να εξηγήσει σε άλλον, τι ακριβώς είναι όμορφο σε αυτό το έργο τέχνης, ποιο είναι το περιεχόμενό του και με ποια μορφή μεταδίδεται εδώ.

Ο Χριστιανισμός ξέρει να εκτιμά και να αγαπά την ομορφιά. Και βλέπουμε την ομορφιά στον Χριστιανισμό παντού: και στην οικοδόμηση των ναών και στην Λατρεία και στην εκκλησιαστική μουσική και στην εικονογραφία. Ταυτόχρονα, είναι αξιοσημείωτο ότι η ομορφιά στη φύση αγαπήθηκε και εκτιμήθηκε από τους πιο αυστηρούς ασκητές μας, που εγκατέλειψαν εντελώς τον κόσμο. Έτσι ήταν στην αρχαιότητα (Μέγας Βασίλειος και άλλοι άγιοι Πατέρες), έτσι ήταν και στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Όλα τα καλύτερα ρωσικά Μοναστήρια ιδρύθηκαν σε περιοχές που διακρίνονται για την ομορφιά τους, η οποία προσέλκυσε τους ιερούς ιδρυτές και ασκητές αυτών των Μοναστηριών σε εκείνα τα μέρη και ευχαρίστησε όλους τους προσκυνητές και τους επισκέπτες χωρίς εξαίρεση[2].

Έτσι εκδηλώνεται το λαμπρό πνεύμα του Χριστιανισμού στη σχέση του με κάθε τι πραγματικά όμορφο. Στο ίδιο το Ευαγγέλιο, βλέπουμε πώς ο Σωτήρας Χριστός αντιμετωπίζει με αγάπη και προσοχή το κρίνο του αγρού, τα πουλιά του ουρανού, τη συκιά και το αμπέλι. Και ακόμη και στην προχριστιανική αρχαιότητα, ο άγιος προφητάναξ Δαβίδ, αναλογιζόμενος την ομορφιά και το μεγαλείο της δημιουργίας του Θεού, αναφώνησε: «Εσύ δημιούργησες όλη τη σοφία, δόξα σε Σένα, Κύριε, που δημιούργησες τα πάντα»[3].  Και σε άλλους Ψαλμούς, αναφερόμενος στη φύση, σαν σε κάτι το ζωντανό και συνειδητό, είπε: «Πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον[4]… αἰνεῖτε αὐτὸν ἥλιος καὶ σελήνη, αἰνεῖτε αὐτὸν πάντα τὰ ἄστρα καὶ τὸ φῶς[5]».

Αλλά, φυσικά, ο Χριστιανισμός μπορεί να αναγνωρίσει ως αληθινά όμορφο μόνο αυτό που όχι μόνο ικανοποιεί τις αισθήσεις μας με την ομορφιά και τη χάρη της μορφής του, αλλά είναι επίσης ηθικά πολύτιμο και καλής ποιότητας. Η αληθινή ομορφιά πάντα εξυψώνει, εξευγενίζει, φωτίζει την ανθρώπινη ψυχή και θέτει μπροστά της τα ιδανικά της αλήθειας και της καλοσύνης. Και ο Χριστιανός ποτέ δεν θα αναγνωρίζει την ομορφιά μίας εικόνας ή ενός έργου τέχνης, το οποίο -ακόμη και άριστα εκτελεσμένο κι αν είναι- δεν καθαρίζει και δεν φωτίζει την ψυχή του ανθρώπου, αλλά την χυδαιοποιεί και την μολύνει

(Συνεχίζεται)


[1] Πρόκειται για τον γνωστό αρχαίο ύμνο «Те Deum laudamus» που αποδίδεται στον Άγιο Αμβρόσιο Μεδιολάνων. Μπορείτε να τον ακούσετε εδώ σε παραδοσιακή ρωσική ερμηνεία από το περίφημο μοναστήρι του Βαλαάμ: https://www.youtube.com/watch?v=c2aCG3QqTY4

[2] Ας θυμηθεί κανείς και τα δικά μας Μοναστήρια στο Άγιον Όρος, στα Μετέωρα και σε άλλες περιοχές που διακρίνονται για την φυσική ομορφιά τους.

[3] Εδώ ο Άγιος Φιλάρετος αντιγράφει τους δύο τελευταίους στίχους από τον -βασισμένο στους Ψαλμούς του Δαβίδ- θρησκευτικό ύμνο «Благослови, душе моя» (Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον) του μεγάλου Ρώσου μουσικού Σεργίου Ραχμάνινοφ (+1943).

[4] Ψαλ. ρν΄ 6.

[5] Ψαλ. ρμη΄ 3.

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

77th897 2

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

               Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ εἶναι παραβολὴ καὶ ὁμοιάζει μὲ αὐτὴν ποὺ ἀναγνώσθηκε τὴν ΙΔ΄ Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή. 

               Κάποιος ἄνθρωπος ἐτοίμασε μεγάλο δεῖπνο καὶ κάλεσε πολλούς. Ὅταν ὅλα ἦταν ἔτοιμα, εἶπε στὸν δοῦλο του νὰ ἐνημερώσει τοὺς καλεσμένους γιὰ νὰ προσέλθουν νὰ εὐφρανθοῦν. Αὐτοί, τότε, ἐπικαλέσθηκαν διάφορες δικαιολογίες γιὰ νὰ ἀπουσιάσουν. Ἄλλος ἔπρεπε νὰ πάει στὸ νέο του χωράφι, ἄλλος νὰ δοκιμάσει τὰ πέντε ζεύγη βοδιῶν ποὺ μόλις ἀγόρασε καὶ ὁ τρίτος παντρεύτηκε, γιὰ αὐτὸ καὶ ἀδυνατοῦσε νὰ προσέλθει. Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ δοῦλος ἀνέφερε αὐτὰ στὸν κύριό του, ἐκεῖνος ὀργίσθηκε καὶ τοῦ εἶπε νὰ βγεῖ γρήγορα στὰ κεντρικὰ σημεῖα τῆς πόλης καὶ νὰ μαζέψει στὸ δεῖπνο τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀρρώστους ποὺ θὰ συναντοῦσε. Ἔγινε πράγματι αὐτό, ἀλλὰ ὑπῆρχε ἀκόμη χῶρος στὸ  τραπέζι. Τότε, ὁ οἰκοδεσπότης προστάζει τὸν ὑπηρέτη νὰ βγεῖ στοὺς δρόμους καὶ νὰ ἀναγκάσει τοὺς ἀνθρώπους νὰ προσέλθουν, γιὰ να γεμίσει τὸ σπίτι.  Κλείνει δὲ ἡ περικοπὴ μὲ τὸν οἰκοδεσπότη νὰ διαβεβαιώνει ὅτι πολλοὶ εἶναι καλεσμένοι, λίγοι, ὅμως, οἱ ἐκλεκτοί. 

                ἄνθρωπος ποὺ πραγματοποιεῖ τὸ μεγάλο δεῖπνο εἶναι ὁ Θεὸς Πατέρας. Τὸ δὲ δεῖπνο συμβολίζει τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ κατ’ ἐπέκταση τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Θεία Λειτουργία. Ὁ δοῦλος ποὺ ἐκτελεῖ τὶς διαταγὲς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ Αὐτὸν τὸν Μονογενῆ Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸν Χριστό μας. Τόση ἀγάπη θρέφει γιὰ ἑμᾶς ὁ Θεός, ὥστε νὰ καταδεχθεῖ νὰ γίνει «ὁ δοῦλος» γιὰ τὴν σωτηρία μας. Μακάρι νὰ ἔχουμε τὴν πνευματικὴ ὠριμότητα γιὰ νὰ κατανοοῦμε αὐτὴ τὴν ἀλήθεια. Τότε καὶ ἑμεῖς θὰ γίνουμε δοῦλοι γιὰ τὸ καλὸ τῶν συνανθρώπων μας μιμούμενοι τὸ παράδειγμα Ἐκείνου, χωρίς, ὅμως, νὰ εἴμαστε δοῦλοι. Μὰ οὔτε ὁ ἴδιος μᾶς θεωρεῖ δούλους. Σέβεται τὴν ἐλευθερία μας, τὴν ὁποία ὁ Ἴδιος μᾶς χορήγησε, μᾶς θεωρεῖ παιδιά Του καὶ φίλους Του καὶ θέλει νὰ μοιραστεῖ μαζί μας τὴν χαρά Του. Ὄχι, ὅμως, μόνο αὐτήν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωή Του θέλει νὰ μοιρασθεῖ μὲ ἑμᾶς. Ὑπάρχει μεγαλύτερη τιμὴ ἀπὸ αὐτὴν; 

               ν θεωροῦμε τόσο μεγάλη τιμὴ τὸ δεῖπνο στὸ ὁποῖο μᾶς προσκαλεῖ κάποιος ἐπίσημος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κανονίζουμε ἔτσι τὸ πρόγραμμά μας ὥστε ὁπωσδήποτε νὰ παραστοῦμε, πολὺ μεγαλύτερη τιμὴ πρέπει νὰ θεωροῦμε τὸ δεῖπνο ποὺ παραθέτει ὁ Θεὸς πρὸς ἑμᾶς καὶ πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ θυσιάζουμε κάποια πράγματα γιὰ νὰ παραστοῦμε σὲ αὐτό. Τὸ πρῶτο δεῖπνο εἶναι ἐπίγειο καὶ φθαρτό. Χορταίνει τὸ σῶμα μας μόνο γιὰ λίγη ὥρα. Τὸ δεύτερο δεῖπνο εἶναι ἐπουράνιο καὶ ἄφθαρτο. Χορταίνει τὴν ψυχή μας αἰώνια. Τὸ γήινο δεῖπνο τὸ ἐτοιμάζουν οἱ ὑπηρέτες. Τὸ μεγάλο θεϊκὸ δεῖπνο τὸ ἐτοιμάζει ὁ ἴδιος ὁ οἰκοδεσπότης, ὁ Θεός. Ὑπηρέτης δεύτερος δὲν ὑπάρχει. Εἶναι μόνο Αὐτός. Τὸ συγκλονιστικότερο, ὁ Ἴδιος εἶναι καὶ ἡ τροφὴ καὶ ἡ πόση. Τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ γίνονται μὲ τὶς λειτουργικὲς εὐχὲς καὶ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Σῶμα καὶ Αἵμα Χριστοῦ.  Δὲν εἶναι λίγες οἱ μαρτυρίες ἀνθρώπων εὐλαβῶν οἱ ὁποῖοι εἶδαν ὡς Βρέφος τὸν Δεσπότη Χριστὸ στὸ Ἅγιο Δισκάριο. Γιατί, ὅμως, ὁ Κύριος παραθέτει σὲ ἑμᾶς αὐτὸ τὸ ἱερὸ τραπέζι; Μήπως ἔχει νὰ ἐξασφαλίσει κάποιο προσωπικὸ ὄφελος; Μὴ γένοιτο. Δὲν μᾶς ἔχει ὁ Χριστὸς ἀνάγκη. Ἑμεῖς  Τὸν ἔχουμε. Μᾶς καλεῖ σὲ αὐτὸν τὸν μυστικὸ δεῖπνο γιὰ νὰ μᾶς κάνει σύσσωμους καὶ σύναιμους μὲ Αὐτόν, ἀλλὰ καὶ μεταξύ μας. Θέλει ὁ Κύριος τὴν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν συνάνθρωπό του, διότι αὐτὴ ἡ ἑνότητα ἐξαλείφει κάθε κίνδυνο, στερεώνει τὴν εἰρήνη καὶ προμηνύει τὴν πρόοδο καὶ τὴν εὐημερία. 

        Δὲν εἶναι ἀξιοζήλευτος ἐκεῖνος ποὺ μετέχει στὸ θεϊκὸ δεῖπνο; Ἀσφαλῶς. Πῶς μποροῦμε νὰ συμμετάσχουμε κὶ ἑμεῖς; Μήπως πρέπει νὰ ἐτοιμάσουμε κάτι ἀπὸ τὸ σπίτι γιὰ νὰ συνεισφέρουμε στὸ τραπέζι; Μήπως πρέπει νὰ πληρώσουμε τὴν εἴσοδο; Ὄχι. Ἡ εἴσοδος εἶναι ἐλεύθερη καὶ τὸ τραπέζι εἶναι ἔτοιμο κατὰ πάντα. Δὲν ἀπαιτεῖται κανένας κόπος ἀπὸ μέρους μας. Τὸ μόνο ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε εἶναι νὰ ἀποδεχθοῦμε τὴν πρόσκληση. Κι ὅμως, κάτι τόσο ἁπλὸ δὲν γίνεται ἀπὸ τοὺς περισσοτέρους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται τὴν τόσο τιμητικὴ πρόσκληση, ὅπως βλέπουμε στὴν παραβολή.

                πρῶτος προσκεκλημένος φέρει ὡς δικαιολογία γιὰ νὰ λείψει τὸ ὅτι ἀγόρασε ἕνα χωράφι καὶ πρέπει νὰ τὸ ἐπισκεφθεῖ. Ἡ περίπτωση αὐτὴ ἀφορᾶ τὸν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν ἐργασία πάνω ἀπὸ ὅλα. Ἐνῶ ἡ ἐργασία εἶναι ἕνα μέσο τὸ ὁποῖο ἀποσκοπεῖ στὴν αὐτοσυντήρησή μας, ἐκεῖνος τὴν θεωρεῖ ὡς αὐτοσκοπό, μὲ ἀποτέλεσμα ὄχι νὰ ἐργάζεται γιὰ νὰ ζεῖ, ἀλλὰ νὰ ζεῖ γιὰ νὰ ἐργάζεται, προκειμένου νὰ ἐξασφαλίζει ὅλο καὶ περισσότερα ὑλικὰ ἀγαθά. Αὐτὰ τὰ ὑλικὰ εἶναι ἡ λατρεία του καὶ τὸ μόνο ποὺ τοῦ δίνει μία ψεύτικη παρηγοριά. Ἐνῶ δῆθεν ἐργάζεται γιὰ νὰ θρέψει τὰ παιδιά του, τελικὰ οὔτε κὰν σχετίζεται μὲ αὐτά. Στὰ γεράματά του μπορεῖ νὰ καταλάβει ὅτι ἀπέτυχε καὶ ὅτι στερήθηκε τὴν χαρὰ τῆς ζωῆς, ὡς δοῦλος τῆς ἐργασίας. Τότε, ὅμως, εἶναι ἀργά. 

            δεύτερος προσκεκλημένος, ἐπικαλεῖται τὴν πρόσφατη ἀγορὰ πέντε ζευγαριῶν βοδιῶν. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐρμηνεύουν τὰ πέντε ζεύγη βοδιῶν ὡς τὶς πέντε αἰσθήσεις. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς προσπαθεῖ νὰ γεμίσει τὰ κενὰ τῆς ψυχῆς του μὲ τὶς ἡδονικὲς καὶ ἀκάθαρτες εἰκόνες, μυρωδιές, γεύσεις, ἀκούσματα καὶ ψιλαφήσεις. Ὡστόσο, ἡ ψυχὴ δὲν γεμίζει, ἀλλὰ ἀποκτᾶ μεγαλύτερα κενά, καθίσταται ἕνας «κάλαθος τῶν ἀχρήστων». Ὁ δοῦλος τῆς σάρκας καθιστᾶ κέντρο τῆς ζωῆς του τὶς σωματικὲς ἠδονές. Εἶναι, ὅμως κέντρο αὐτὲς οἱ ἠδονές; Ἄν ἦταν ὄντως κέντρο, θὰ διαρκοῦσαν γιὰ πάντα. Αὐτές, ὅμως, μαραζώνουν μὲ τὴν φθορὰ τοῦ χρόνου. Ὁ ἄνθρωπος κάποια στιγμὴ χάνει τὴν δυνατότητα νὰ μετέχει τῶν ἠδονῶν αὐτῶν. Ἐπομένως, μπορεῖ νὰ καταλάβει ὅτι ὅλη του ἡ ζωὴ ἦταν βυθισμένη στὴν πλάνη. Τότε, ὅμως, εἶναι ἀργά. 

              τρίτος ἀναφέρει στὸν δοῦλο: γυναίκα νυμφεύθηκα, γιὰ αὐτὸ καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἔλθω. Ἀναφέρει ὡς δικαιολογία γιὰ νὰ ἀπουσιάσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κάτι τὸ ὁποῖο ὁ Ἴδιος ὁ Οἰκοδεσπότης Θεὸς ἔχει εὐλογήσει, τὸν γάμο. Ὁ Θεὸς δὲν ἐτοίμασε τὸ δεῖπνο μόνο γιὰ τοὺς ἀγάμους, ἀλλὰ γιὰ ὅλους. Εἶναι, λοιπόν, εὐπρόσδεκτη ὅλη ἡ οἰκογένεια. Δυστυχῶς, κάποιοι γονεῖς ἐνδιαφέρονται μόνο νὰ στέλνουν τὰ παιδιά τους στὸ μπαλέτο, στὸ πιάνο, στὰ γυμναστήρια γιὰ νὰ γυμνάσουν τὸ σῶμα τους, ἀλλὰ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν ἐκγύμναση τῆς ψυχῆς ποὺ προσφέρει τὸ πνευματικὸ γυμναστήριο, ἡ Ἐκκλησία. Μεριμνοῦν γιὰ ὅλα, ἀλλὰ στὸ τέλος τὰ παιδιὰ στεροῦνται τὸ βασικότερο ἀγαθό, τὴν τροφή. Ὄχι τὴν ὑλική, ἀλλὰ αὐτὴν ποὺ χρειάζεται ἡ ψυχὴ γιὰ νὰ μένει ζωντανή, τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἵμα τοῦ Λυτρωτοῦ. Οἱ γονεῖς αὐτοί, δυστυχῶς, δὲν ξέρουν γιατὶ παντρεύονται, δὲν ξέρουν γιατὶ φέρνουν παιδιὰ στὸν κόσμο. Καὶ τὸ χειρότερο, δὲν ἐνδιαφέρονται νὰ μάθουν. Κὶ ἐκεῖ ποὺ νομίζουν ὅτι τὰ πάνε καλά, συνειδητοποιοῦν, ἄν τὸ συνειδητοποιήσουν, ὅτι ἀπέτυχαν. Τότε ὅμως, γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ εἶναι ἀργά. 

          Λυπηρό… Ὁ Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο, θυσιάσθηκε γιὰ ἑμᾶς, σταυρώθηκε γιὰ ἑμᾶς, καὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἑμᾶς ὄχι νὰ θυσιασθοῦμε, οὔτε νὰ ἔλθουμε στὸ λαμπρὸ δεῖπνο δὲν δεχόμαστε. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγνωμοσύνη. Ὁ Θεός, ὅμως, ὅπως προεῖπα, δὲν ἔχει ἀνάγκη. Στέλνει τὸν Υἱό Του γιὰ νὰ φέρει στὸ δεῖπνο ὅσους θὰ βρεῖ στοὺς δρόμους καὶ στὶς πλατεῖες, τοὺς ἀρρώστους, τοὺς φτωχούς, τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅλους. Ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς καὶ κοινωνικῆς προέλευσης. Μάλιστα, Τὸν προτρέπει νὰ τοὺς ἀναγκάσει νὰ ἔλθουν. Πρὸς τί αὐτὸς ὁ ἀναγκασμός; Ὄχι, δὲν καταπατᾶ ὁ Θεὸς τὴν ἐλευθερία μας, ἀλλὰ ἐπιμένει. Ἐπιμένει γιὰ τὸ καλό μας, ἀκόμη καὶ ἄν γίνεται κουραστικός. Ἐπιμένει, γιὰ νὰ εὐφρανθοῦμε ἀπολαμβάνοντας τὸ δεῖπνο Του. Δὲν θέλει κανένα πρόβατο νὰ μείνει ἔξω ἀπὸ τὴ μάντρα, ἀλλὰ θυσιάζεται γιὰ καθένα ξεχωριστά. 

               Εἴδαμε τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ μας. Εἴδαμε πόσο μᾶς ἀγαπάει καὶ τὶ τιμὴ μᾶς ἐπιφυλάσσει. Μένει μόνο νὰ ἀποδεχθοῦμε τὴν πρόσκλησή Του. Ἄς φανοῦμε ἔξυπνοι. Ὁ ἀγρὸς καὶ τὰ βόδια μποροῦν νὰ περιμένουν. Τὸ δεῖπνο τοῦ Θεοῦ εἶναι μοναδικό. Ἄς προσέξουμε, ὅμως, πρὶν εἰσέλθουμε στὸ σπίτι νὰ βγάλουμε τὰ ἀκάθαρτα ροῦχα καὶ νὰ ἐνδυθοῦμε τὸν καθαρὸ χιτώνα. Μὴν προφασισθοῦμε ἀδυναμία νὰ ἀγοράσουμε τὸν χιτώνα. Μᾶς τὸν προσφέρει ὁ Θεὸς δωρεὰν μέσω τῆς ἐξομολόγησης. 

         Παράλειψη θὰ ἦταν ἄν δὲν ἀναφερόμασταν τὴν ἡμέρα αὐτὴ στὸ τιμώμενο πρόσωπο, τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα, Ἐπίσκοπο Τριμυθοῦντος. Ὁ μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἔζησε σὲ μία δύσκολη ἐποχὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ὅπου ὁ αἱρετικὸς Ἄρειος διέδιδε τὶς πλάνες του καὶ ἔπαιρνε ψυχὲς ἀνθρώπων στὸ σκοτάδι. Ὁ Σπυρίδων φέρθηκε ὡς ἄλλος Ταξιάρχης Μιχαὴλ καὶ εἶπε τὸ «στῶμεν καλῶς» προστατεύοντας τὸ ποίμνιό του καὶ διαφυλάσσοντας τὴν Ὀρθοδοξία. Ἄν καὶ ἀγράμματος, ἔδωσε σὲ ὅλους ἕνα πολὺ μεγάλο μάθημα: ἡ ἐπιτυχημένη ποιμαντικὴ δὲν σχετίζεται μὲ τὸ ἐπίπεδο μόρφωσης, ἀλλὰ μὲ τὴν βαθειὰ πίστη καὶ εὐσέβεια. Τὴν ὥρα ποὺ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀδυνατοῦσαν νὰ ἐπιβληθοῦν στὸν παράφρονα Ἄρειο, τὸν λόγο ἔλαβε ὁ ἁπλοϊκὸς Σπυρίδων. Τότε, οἱ περισσότεροι δυσανασχέτησαν γνωρίζοντας τὸ χαμηλὸ μορφωτικό του ἐπίπεδο. Ὡστόσο, ὁ Σπυρίδων, τὸ τόλμησε: ἔλαβε ἕνα κεραμίδι καὶ εἶπε: «τὰ πράγματα εἶναι πολὺ ἀπλά. Ἡ Ἁγία Τριάδα ἀποτελεῖται ἀπὸ Τρία Πρόσωπα, τὰ Ὁποῖα, ὅμως ἀποτελοῦν ἕναν Θεό. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ αὐτὸ τὸ κεραμίδι. Εἶναι ἕνα, ἀλλὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὴν ἔνωση τριῶν στοιχείων: τὴν φωτιά (καὶ πετάχτηκε φωτιά), τὸ νερό (καὶ ἔτρεξε νερό) καὶ τὸ χῶμα (καὶ ἔμεινε τὸ χῶμα στὰ χέρια του)». Βλέποντας τὸ θαῦμα αὐτό, ἀποστομώθηκαν οἱ ἀσεβεῖς καὶ δοξάσθηκε τὸ Ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στὴ ζωή του ὁ Ἅγιος Σπυρίδων ἔκανε πολλὰ θαύματα, γιὰ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε «θαυματουργός». Καὶ μετὰ θάνατον, ὅμως, κάνει θαύματα. Μάλιστα, ἔλαβε τὴν χάρη τῆς ἀφθαρσίας τοῦ σκηνώματός του. 17 αἰῶνες τὸ ἱερό του Λείψανο φυλάσσεται ἀκέραιο καὶ θησαυρίζεται στὴν Κέρκυρα, τῆς ὁποίας εἶναι Πολιοῦχος. 

Ἡ πρεσβεία του νὰ μᾶς συνοδεύει!

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ 2022 (Ομιλία π. Ευθυμίου Μπαρδάκα)

 

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ 2022 (τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)


DSC 77790717

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

             Κύριός μας εἶναι ἡ πηγὴ τῶν ἀγαθῶν, εἶναι ὁ «πράος καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ». Ἡ πραότητα, ὡστόσο, δὲν Τὸν ἐμπόδισε νὰ χρησιμοποιήσει τὴν μάχαιρα τῆς δικαιοσύνης γιὰ νὰ ἐλέγξει τὰ κακῶς κείμενα. Στὶς ἐλάχιστες φορὲς ποὺ ὁ Κύριος ὕψωσε τὴ φωνή Του, πού ἀπευθύνθηκε; Στὸν τελώνη; Στὴν πόρνη; Μήπως στὴν μοιχαλίδα; Ὄχι. Αὐτοὺς πνευματικὰ τοὺς ἀγκάλιασε καὶ τοὺς ἔσωσε μὲ τὴν ἀγάπη Του, ἐπειδὴ δέχθηκαν αὐτὴ τὴν ἀγάπη στὴ ζωή τους. Αὐτοὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ποτὲ δὲν ἄκουσαν ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο τὰ φοβερὰ «οὐαί», τὰ «ἀλίμονο». Ἀντιθέτως, αὐτὰ τὰ ἄκουσαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Δίκαιου Κριτῆ οἱ δῆθεν ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, οἱ ὑποκριτὲς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι. Κάτι ἀνάλογο συνέβη καὶ στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. 

             Κύριος ἦταν, κάποιο Σάββατο, στὴν συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων καὶ δίδασκε τὸν λαό, κατὰ τὴν συνήθειά Του. Τὸ Σάββατο ἦταν καὶ εἶναι γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ἡμέρα ἱερή, ἡμέρα ἀργίας, κάτι σὰν τὴν δική μας Κυριακή. Εἶχαν, λοιπόν, τὴν ἡμέρα αὐτὴ τὴν τακτική τους σύναξη, προκειμένου νὰ ἀκούσουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ προσευχηθοῦν. Κάποια στιγμή, ὁ Ἰησοῦς παρατήρησε ὅτι βρισκόταν ἐκεῖ μία γυναίκα συγκύπτουσα. Ἡ γυναίκα αὐτή, δεκαοκτὼ  ὁλόκληρα ἔτη ταλαιπωροῦνταν ἀπὸ κύρτωση τοῦ σώματος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ἀτενίσει τὸν οὐρανὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους της, παρὰ μόνο τὴ γῆ. Ἀξίζει νὰ παραδειγματισθοῦμε ἀπὸ τὴν εὐσεβῆ αὐτὴ γυναίκα. Παρὰ τὸ σοβαρὸ πρόβλημα ὑγείας ποὺ ἀντιμετώπιζε, μὲ καρτερία καὶ πίστη δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὴν τακτικὴ σύναξη, σὲ ἀντίθεση μὲ πολλοὺς ἐκ τῶν χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι προφασίζονται προφάσεις γιὰ νὰ λείψουν ἀπὸ τὸν ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ψυχὴ ἐκκλησιασμὸ τῆς Κυριακῆς. Αὐτοὶ ἀψηφοῦν καὶ χάνουν τὴν εὐλογία, ἡ δὲ γυναίκα, ἡ ὁποία κηνυγοῦσε τὴν εὐλογία, κέρδισε ὡς ἀνταπόδοση καὶ τὴν σωματικὴ θεραπεία ἀπὸ τὸν Ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων, Χριστό. 

            Πάντες χάρηκαν γιὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας. Ἤ μάλλον, σχεδὸν πάντες. Ὁ ἀρχισυνάγωγος, βλέποντας τὸν Ἰησοῦ νὰ λαμβάνει τόση δόξα ἀπὸ τὸν κόσμο, Τὸν φθόνησε, διότι ἤθελε ἐκεῖνος νὰ εἶναι στὰ μάτια τοῦ κόσμου ὁ «σωτῆρας», ὁ «ἅγιος», ὁ «γέροντας». Γιὰ νὰ κάνει, λοιπόν, αἰσθητὴ τὴν παρουσία του προσπαθῶντας νὰ μειώσει τὸν Ἰησοῦ καὶ δῆθεν γιὰ νὰ ὑπερασπισθεῖ τὸν νόμο τοῦ Μωϋσέως, ὑποκρίθηκε τὸν μεγάλο εὐσεβὴ καὶ εἶπε μὲ ἀγανάκτηση στὸν κόσμο τὸ ἑξῆς: «Ἕξι εἶναι οἱ ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος.  Σὲ αὐτὲς νὰ ἔρχεστε νὰ θεραπεύεσθε καὶ ὄχι τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου». Ὁ Κύριος, μὴν ἀφήνοντάς του περιθώριο, ἀπάντησε λέγοντας: «Ὑποκριτή, καθένας ἀπὸ ἑσᾶς τὸ Σάββατο δὲν λύνει τὸ μοσχάρι ἤ τὸ γαϊδούρι του ἀπὸ τὴν φάτνη γιὰ νὰ τὸ ποτίσει; Καὶ αὐτὴ ποὺ εἶναι θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ, τὴν ὁποία βασάνισε ὁ σατανὰς δεκαοκτὼ ὁλόκληρα ἔτη δὲν ἔπρεπε νὰ λυθεῖ ἀπὸ τὸν δεσμό αὐτὸ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου;». Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια καταντροπιάζονταν πάντες οἱ ἐχθροί Του, ἐνῶ ὁ ἁπλὸς κόσμος χαιρόταν μὲ ὅσα γίνονταν ἀπὸ Αὐτόν.

            Μέσα ἀπὸ τὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα ἐπιστρέφουμε πάλι στὸ θέμα τῆς τυπολατρείας, τὸ ἀποτελεῖ διαχρονικὸ φαινόμενο καὶ ταλαιπωρεῖ ἀρκετὰ τὸ ἅγιο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ τυπολατρεία καθιστᾶ σκοπὸ τῆς ζωῆς τὸν τύπο. Ὁ ἀρχισυνάγωγος πίστευε πὼς θὰ σωζόταν ἄν τηροῦσε ἐπακριβῶς τὸ γράμμα τοῦ νόμου. Στὴν προσπάθειά αὐτή, ὅμως, ξεχνοῦσε τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης καὶ ἦταν ἔτοιμος νὰ ἐπιτεθεῖ καὶ νὰ κατασπαράξει σὰν θηρίο ἐκεῖνον τὸν ὁποῖο θεωροῦσε ὡς ἀπειλὴ γιὰ τὴν δική του εὐσεβοφάνεια, ὅταν ὁ τελευταῖος θὰ ἔκανε κάτι ἐκτὸς τοῦ νόμου. Ἡ τήρηση τοῦ νόμου ἦταν γιὰ ἐκεῖνον ὄχι ἀποτέλεσμα τῆς ἀγάπης του γιὰ τὸν Θεό, ἀλλά μάλλον μία καταπιεστικὴ συνήθεια. Ἦταν, ἐπίσης, ἕνας τρόπος νὰ φανεῖ σημαντικὸς στὰ μάτια τῶν ἁπλῶν εὐλαβῶν ἀνθρώπων. Σὰν τὸν ἀρχισυνάγωγο συμπεριφέρονται καὶ κοσμικοί, δυστυχῶς ὅμως, καὶ κληρικοί. Ἄν τὸ γνωρίζουν καὶ προσπαθοῦν μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ μετανοήσουν, βαδίζουν σὲ καλὸ δρόμο. Ἄν τὸ ἀγνοοῦν, τότε ταλαιπωροῦνται ἀδίκως καὶ ταλαιπωροῦν τὴν Ἐκκλησία. 

            μεῖς ὡς Χριστιανοί, ὅ,τι κάνουμε, πρέπει νὰ τὸ κάνουμε ἐπειδὴ τὸ ἀγαπᾶμε, ἐπειδὴ ἀγαπᾶμε τὸν Θεό. Ἄν ἀγαπᾶμε, δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ κρίνουμε κάποιον ὁ ὁποῖος εἶναι πιὸ χαλαρὸς στὰ πνευματικά, οὔτε πάλι νὰ φθονήσουμε κάποιον ὁ ὁποῖος εἶναι πιὸ προχωρημένος. 

            Εἰδικὰ τώρα ποὺ πλησιάζει ἡ μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ κατανοήσουμε τὴν διαφορὰ τοῦ τύπου ἀπὸ τὴν οὐσία. Ὁ περισσότερος κόσμος βυθίζεται στοὺς τύπους, προσπαθεῖ νὰ αἰσθανθεῖ τὸ νόημα τῶν Χριστουγέννων μέσα ἀπὸ τὰ λαμπάκια, τὰ στολίδια, τὰ ρεβεγιὸν ἤ τὰ δῶρα. Ὅταν, ὅμως, περάσουν οἱ γιορτές, καταλαβαίνει ἕνα τεράστιο κενό. Ἄλλο τόσο κενὸ αἰσθάνονται καὶ οἱ χριστιανοὶ ποὺ ναὶ μὲν ἀπέχουν ἀπὸ ὅλα αὐτά, ἀσκοῦν, ὅμως, τὰ καθήκοντά τους τυπολατρικὰ καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης. Ἀντιθέτως, ὅσοι προσεγγίζουν τὰ Χριστούγεννα μὲ νηστεία, καθαρὴ ἐξομολόγηση, συνειδητὴ προσευχὴ καὶ μετάληψη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, μὲ κρυφὴ ἐλεημοσύνη καὶ εἰλικρινῆ ἀγάπη, μιμούμενοι τὴν ἀγάπη, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς ἔγινε Ἄνθρωπος, κάνουν τὴν ψυχή τους φάτνη γιὰ νὰ κατοικήσει ὁ Σωτῆρας. Καὶ ὅταν περάσουν οἱ γιορτές, καταλαβαίνουν τὴν φωτιστικὴ παρουσία τοῦ Γεννηθέντος Χριστοῦ στὴ καθημερινότητά τους. 

            Τὸ νόημα τοῦ σημερινοῦ ἀναγνώσματος, ἀδελφοί, εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναπαύεται στὴν ἀγάπη, ὄχι στὸν τύπο. Ἀγαπάω; Σώθηκα. Δὲν ἀγαπάω; Ὅσα κομποσκοίνια καὶ νὰ κάνω, ὅσες μετάνοιες, ὅσες ξηροφαγίες, ἄν δεν μὲ βοηθήσουν νὰ ἀγαπήσω, ματαίως τὰ πράττω. Ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν τὸ ἄρμα. Ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ τοὺς ἴππους, τὰ ἄλογα. Χωρὶς τοὺς ἴππους, τὸ ἄρμα εἶναι ἁπλῶς ἕνα ὄμορφο θέαμα χωρὶς χρήση. Χωρὶς τὸ ἄρμα, οἱ ἴπποι παραμένουν χρήσιμοι καὶ μποροῦν νὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὸν Θεό. 

            Μαθαίνουμε, ἐπίσης, ὅτι δὲν ὑπάρχει φραγμὸς καὶ ὅριο στὴν ἄσκηση τῆς ἀγάπης. Κανένα Σάββατο καὶ καμία τυπικὴ διάταξη δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἀπαγορεύσει νὰ κάνουμε τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης. Ἄν κάποιος πιστεύει τὸ ἀντίθετο, ἄς εἶναι ἔτοιμος γιὰ τὰ «οὐαὶ» καὶ τὴν ντροπὴ ποὺ ἀποκόμισαν οἱ ὑποκριτές. Σὲ αὐτοὺς ὁ Κύριος εἶπε πάλι: «ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν». Σὲ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν. 

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

†  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

«ΜΕΛΙΣΣΑ Η' ΣΦΗΚΑ;» (ἄρθρο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

IMG 5740


             Μεγάλη ὅντως  ἡ σοφία τῆς μέλισσας. Ὅ,τι ἀκάθαρτο αἰσθανθεῖ, τὸ προσπερνᾶ καὶ κάθεται μόνο στὰ εὐωδιαστὰ ἄνθη, συλλέγοντας καὶ ἀπὸ αὐτὰ ὅ,τι τῆς εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ νὰ δημιουργήσει τὸ ἁγνὸ μέλι καὶ νὰ χτίσει τὸ σπίτι της ἀπὸ καθαρὸ κερί. Ἀπεναντίας, ἡ ὅμοιά της, σφῆκα, ἀναπαύεται καὶ στὰ καθαρὰ καὶ στὰ ἀκάθαρτα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ζεῖ σὲ σπίτι λασπῶδες. Στὴ ζωή μας ἔχουμε τὸ ἐλεύθερο νὰ ἐπιλέξουμε: ἀκολουθοῦμε τὸ παράδειγμα τῆς μέλισσας, ὅπως προτρέπει ὁ Μέγας Βασίλειος, ἤ τῆς σφῆκας; 

            Εἶναι γεγονὸς ὅτι στὸν κόσμο ὑπάρχει ἔντονη ἀναστάτωση ἀπὸ τὶς καθημερινὲς ἐξελίξεις. Τὰ μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης ἐργάζονται ἐπιμελῶς γιὰ νὰ παρουσιάσουν τὴν εἰκόνα τοῦ κόσμου μὲ τὸν χειρότερο δυνατὸ τρόπο. Στὸ ἔργο τους, δυστυχῶς, σπεύδουν νὰ συνδράμουν πολλοὶ χριστιανοί, ἐκούσια ἤ ἀκούσια. Πρόκειται γιὰ χριστιανοὺς ποὺ βλέπουν πίσω ἀπὸ τὶς ἐξελίξεις νὰ ἔρχεται τὸ τέλος τοῦ κόσμου, μὲ ἀποτέλεσμα μέσα ἀπὸ τὶς συζητήσεις τους νὰ ἐπιχειροῦν νὰ ξεσκεπάσουν τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες τοῦ κακοῦ. Ἀλήθεια, αὐτὸς εἶναι ὁ ἀγῶνας μας, ὁ ἀγῶνας τῶν Χριστιανῶν; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πράγματι, διδάσκει ὅτι ἑμεῖς παλεύουμε μὲ τὶς ἀρχὲς, τὶς ἐξουσίες καὶ τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους. Πώς ὅμως; 

            ς πάρουμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή. Κάποια μέλη τῆς Ἐκκλησίας κηρύττουν ὅτι πλησιάζει τὸ τέλος τοῦ κόσμου, ὅτι βρισκόμαστε σὲ ἀποκαλυπτικὲς μέρες. Σημάδι ποὺ μᾶς βοηθᾶ νὰ διαπιστώσουμε ὑγειῆ ἤ ἀσθενὴ κατάσταση, εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετωπίζει κάποιος τὴν ἔλευση τῶν ἐσχάτων. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὅταν πρὶν δύο χιλιάδες χρόνια ἔλεγε «πάντων τὸ τέλος ἔχει φτάσει», τὸ ἔλεγε γιὰ νὰ ὠθήσει τοὺς Χριστιανοὺς σὲ σωφροσύνη καὶ νήψη μέσῳ τῆς προσευχῆς. Ἄλλωστε, πράγματι, τὸ τέλος ὅλων μας εἶναι πολὺ κοντά, εἶναι τώρα. Κάθε στιγμὴ ποὺ περνάει εἶναι ἕνα τέλος. Ὡς Χριστιανοί, πρέπει νὰ εἴμαστε συμφιλιωμένοι μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «τέλους» καὶ πρέπει πάντοτε νὰ εἴμαστε ἔτοιμοι γιὰ αὐτό, διότι ἀνὰ πᾶσα ὥρα καὶ στιγμὴ ὁ θάνατος παραμονεύει. Καλῶς νὰ ἔλθει τὸ τέλος, διότι εἴμαστε Χριστιανοί! Πιστεύουμε στὴν Ἀνάσταση! Τὸ σωματικὸ τέλος εἶναι γιὰ ἑμᾶς ἡ ἀρχὴ τῆς αἰώνιας καὶ χαρμόσυνης ζωῆς. Γιὰ αὐτὸ οἱ Ἅγιοι Πατέρες στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως πρόσθεσαν «Προσδοκῶ Ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε, ὅμως, αὐτῆς τῆς αἰωνίου ζωῆς, πρέπει νὰ ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοὺς λόγους τῶν Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μόνο Φῶς, Ζωή, Χαρά, Ἀνάσταση καὶ Ἀγάπη σκορποῦν. 

            Οἱ σημερινοὶ κήρυκες τοῦ «τέλους», μέσα ἀπὸ τὸ κήρυγμά τους, εἴτε ἀπὸ ἄμβωνος, εἴτε μέσω ἔντυπων καὶ ἠλεκτρονικῶν κειμένων, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, δυστυχῶς, δὲν σκορποῦν Φῶς, ἀλλὰ φόβο καὶ τρόμο, συνώνυμα τοῦ σκότους. Γιατί τὸ κάνουν; Ἴσως διότι ἀποδεδειγμένα, εἶναι ἕνας ἰδανικὸς τρόπος νὰ δημιουργήσει κάποιος ὀπαδούς, νὰ χειραγωγεῖ ἀνθρώπους, νὰ βιοπορίζεται ἀπὸ αὐτούς, ἀλλὰ καὶ νὰ καλύπτει τὰ κενά του μὲ τὴν ψευδαίσθηση ὅτι εἶναι ὁ σωτήρας. Ἡ δική του τρομολαγνεία προκαλεῖ τὴν γεροντολαγνεία τῶν ἀνθρώπων, μὲ ἀποτέλεσμα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀληθινοὶ ὀπαδοί, ἐν ὀνόματι τοῦ «γέροντα» νὰ φέρονται ἀντίθετα πρὸς τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ «γέροντας» ἔχει μυήσει τοὺς ὀπαδούς του στὴν ἀδιάκριτη ὑπακοή, ἀλλὰ ὁ ἴδιος δὲν κάνει ὑπακοὴ οὔτε στὸν Ἐπίσκοπο, οὔτε στὴν Σύνοδο, νομίζοντας ὅτι εἶναι ὑπεράνω, καθώς, σύμφωνα μὲ τὸν ἴδιο, οἱ Ἀρχιερεῖς ἔχουν χάσει τὴν ὀρθόδοξη ὁμολογία. 

            μολογία… μία περεξηγημένη ἔννοια. Τὴν χρησιμοποιοῦν συχνὰ οἱ ὡς ἄνω «γεροντάδες», ὠθῶντας πρὸς αὐτὴν ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι μέχρι χθὲς βρίσκονταν στὸν κόσμο, γιὰ νὰ μὴν πῶ στὸν ὑπόκοσμο. Ἔτσι, ἀντὶ νὰ μερινοῦμε νύχτα καὶ μέρα πὼς θὰ ἔλθουμε σὲ εἰλικρινῆ μετάνοια, πὼς θὰ πετύχουμε τὴν Κάθαρση, τὸν Φωτισμὸ καὶ τὴν Θέωση τῆς ψυχῆς μας, κοιτᾶμε νὰ βροῦμε ἀφορμὲς γιὰ νὰ παραστήσουμε τοὺς «ὁμολογητές», δίχως νὰ γνωρίζουμε τὶ σημαίνει ὁμολογία, δίχως κὰν νὰ λέμε «καλημέρα» ὄχι στὸν ἐχθρό μας, ἀλλὰ στὸν ἀδερφό μας, δίχως νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς στὸν πνευματικὰ προϊστάμενό μας. Καὶ ἄν ρωτήσει κανεῖς: «γιατί νὰ εἶμαι εἰλικρινὴς σὲ κάποιον ποὺ ἔχει χάσει τὴν ὁμολογία του;», ἡ ἀπάντηση εἶναι: «καὶ ἄν ἀκόμη τὴν ἔχει χάσει τὴν ὁμολογία, ὡς Χριστιανοὶ δὲν ἔχουμε καθῆκον νὰ τοῦ μιλήσουμε μὲ παρρησία, ἀγάπη καὶ εἰλικρινὲς ἐνδιαφέρον;». Δυστυχῶς κάτι τέτοιο σὲ πολλὲς περιπτώσεις δὲν γίνεται. Ἡ δῆθεν αὐτὴ ὁμολογιακὴ ἔξαρση τῶν τρομολάγνων ὄζει ἀσθενείας καὶ δὲν προσφέρει τὴν ποθητὴ θεραπεία στὴν ψυχή. Ἴσα ἴσα, τῆς ἀφαιρεῖ τὸ βάρος τῆς συνειδήσεως νομίζοντας ὅτι βαδίζει ὀρθῶς. Ὑποτιμοῦμε τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ἄν πιστεύουμε ὅτι μὲ ὅλα τὰ πάθη ποὺ κουβαλᾶμε καὶ μὲ ὅλη αὐτὴ τὴν ἄρρωστη κατάσταση ποὺ ἔχουμε δημιουργήσει θὰ σώσουμε τὴν Ὀρθοδοξία… Ὁ ἀληθινὸς Ὁμολογητής, ἀφενὸς δὲν κάνει ἐκπτώσεις στὴν πίστη του, ἀφετέρου τὸ βίωμά του εἶναι ἀνάλογο μὲ τὴν πίστη ποὺ πρεσβεύει, εἶναι Φῶς, παράδειγμα καὶ ἐκπέμπει ἀγάπη. 

            Φτάσαμε στὸ σημεῖο, γιὰ κάθε τὶ ποὺ γίνεται, νὰ λένε μέλη τῆς Ἐκκλησίας: «Πρέπει νὰ ἀντισταθοῦμε. Δὲν μιλᾶνε οἱ Ἀρχιερεῖς». Τὸ «Ζῆστε Χριστιανικά» ποὺ βροντοφωνάζουμε ἑμεῖς ὡς Ἀρχιερεῖς, δὲν εἶναι ἑλκυστικό, οὔτε ἀρεστό. «Πρέπει νὰ ἀντισταθοῦμε». Πράγματι. Πρέπει νὰ ἀντισταθοῦμε πρωτίστως στὸν κακό μας ἑαυτό, στὰ πάθη μας, στὴν ζήλεια, στὴν εἰρωνεία, στὴν κακολογία, στὴν κατάκριση, στὴν αἰσχροκέρδεια, στὸ μίσος, στὶς σωματικὲς ἠδονές. Καὶ ὄχι κουβαλῶντας ὅλα αὐτὰ νὰ λέμε ὅτι ἀντιστεκόμαστε στὶς ἀρχὲς καὶ στὶς ἐξουσίες τοῦ σκότους. Ἄν οἱ Ἅγιοι Ὁμολογητὲς κατάφεραν νὰ διατηρήσουν ἀνόθευτη τὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ ἄν οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες κατάφεραν νὰ ὑπομείνουν τὰ σκληρότατα μαρτύρια, αὐτὸ συνέβη διότι ἦταν πάνω ἀπὸ ὅλα ἁγνοὶ στὴν καρδιά. Ἀγάπησαν τὸν Θεὸ καρδιακά, καί, ὡς ἐκ τούτου, καὶ τοὺς συνανθρώπους τους, ἀκόμη καὶ τοὺς φονεῖς τους. 

            ναστάτωση πάντοτε ὑπῆρχε. Πάντοτε οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις ἀσκοῦσαν τὸν ρόλο τους, πάντοτε ὑπῆρχαν πόλεμοι, δυστυχία καὶ συνωμοσίες, ὅπως ὑπάρχουν καὶ σήμερα. Μέσα σὲ ὅλες τὶς ταλαιπωρίες ποὺ βίωσε ἡ ἀνθρωπότητα, τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἄλλαξε τὸ κεντρικὸ μήνυμά του, τὴν Ἀνάσταση μέσῳ τῆς Σταύρωσης. Νὰ μὴν νομίζουμε ὅτι θὰ ἀναστηθοῦμε ἄν δὲν περάσουμε ἀπὸ τὴν Σταύρωσή μας. Ὅλες τὶς δοκιμασίες ποὺ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ βιώσουμε, πρέπει νὰ τὶς θεωροῦμε ὡς σκαλοπάτια πρὸς τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Σίγουρα, θὰ ἀντισταθοῦμε ὅταν δοῦμε τὸ μεγαλύτερο δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς ἑμᾶς, τὴν ἐλευθερία, νὰ καταργεῖται, ἤ ὅταν δοῦμε τὴν πίστη μας, τὸ «τζιβαέρι» μας νὰ δέχεται πόλεμο. Σίγουρα, πρέπει νὰ ἐνημερωνόμαστε. Ὄχι ὅμως νὰ κάνουμε τὸ σκοτάδι ἐπίκεντρο τῶν ἀσχολιῶν μας. Τί σχέση ἔχουμε ἑμεῖς μὲ τὸ σκοτάδι; Βαπτισθήκαμε στὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἐνδυθήκαμε «χιτῶνα φωτεινό». Ἄς καταφέρουμε νὰ ζοῦμε στὴν προσωπική μας ζωὴ ὅπως θέλει ὁ Θεός, ἄς κάνουμε τὴν ψυχή μας φάτνη γιὰ νὰ κατοικήσει ὁ  Νοητὸς Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, καὶ τότε οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις θὰ φοβοῦνται ἑμᾶς. Γιατί νὰ ζοῦμε μὲ τὸ σκοτάδι ὅταν μποροῦμε νὰ ζοῦμε μόνο μὲ τὸ Φῶς τοῦ ἄστρου ποὺ ὁδήγησε στὸ Θεῖο Βρέφος τοὺς μάγους ἐκ Περσίδος, μόνο μὲ τὴν μυστηριακὴ ζωή, μὲ τὴν ἐξομολόγηση καὶ τὴν Θεία Κοινωνία, μόνο μὲ τὴν προσευχή, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν μελέτη τῆς Ἀγίας Γραφῆς καὶ τῶν πολυάριθμων ἱερῶν συγγραμμάτων ποὺ μᾶς κληροδότησαν οἱ Μεγάλοι Ἅγιοι Πατέρες; 

            Γιατί νὰ ζοῦμε σὰν σφῆκες ὅταν ὁ Θεὸς μᾶς ἔχει δώσει τὴ δυνατότητα νὰ ζοῦμε σὰν μέλισσες, τρυγῶντας τὸ νέκταρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ὅπου Φῶς, ὅπου Χαρά, ὅπου Ἐλπίδα καὶ Ζωή, ὅπου οἱ καρποὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκεῖ ἀναπαύεται ὁ ἀληθινὸς Χριστιανός, πρὸς δόξαν τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ὄχι τοῦ μισόκαλου τῆς ψυχῆς. Ἀμήν.

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος