A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Κυριακή 28 Απριλίου 2013

ΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΠΟΘΟΣ ΕΝΘΕΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ



τοῦ π. Νικηφόρου Νάσσου

Picture
«Τό ἀληθινόν Πάσχα καί ἡ ἀληθινή ἑορτή τῆς
ψυχῆς εἶναι ὁ Χριστός, ὅστις θυσιάζεται
 εἰς τά μυστήρια». [1]

   
Μέ ἀφορμή τήν κατανυκτική περίοδο τοῦ Τριωδίου, κατά τήν ὁποία οἱ πιστοί ἐκτελοῦν τόν λεγόμενο «ψυχικό καθαρμό», ὥστε νά φθάσουν ἕτοιμοι στή Ζωηφόρο Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, καταθέτουμε λίγες σκέψεις ἀναφορικά μέ τό κέντρο ἀλλά καί τήν κατάληξη καί στοχοποίηση  ὅλης τῆς πνευματικῆς μας προετοιμασίας, πού εἶναι ἡ Θεία Μετάληψη τοῦ Παναγίου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. 

Τό ἀληθινό Πάσχα εἶναι ὁ Χριστός, ὅπως εἴδαμε στό χωρίο τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου, καί θά τό δοῦμε  καί στά ἑπόμενα. Ὅλοι ἐμεῖς περιμένουμε τό Πάσχα, ἀλλά πῶς ὅμως καί μέ τί κριτήρια; Μέ θεολογικά καί σωτηριολογικά, ἤ ἐντελῶς κοσμικά καί κοινωνικά;  Μήπως ἀναμένουμε τήν ἔλευση τῆς Λαμπρῆς, ὅπως λέγεται, ὡς ἑορτή καί μόνο κατά τήν ὁποία θά καταλύσουμε τήν «ἀπολλυμένην βρώσιν», δηλαδή «ἐπιτέλους θά φᾶμε μετά ἀπό πενῆντα μέρες», ὅπως συνηθίζουμε νά λέμε; Θά γίνει,βεβαίως, καί αὐτό, θά καταλύσουμε, ἀφοῦ ἡ νηστεία θά παρέλθει, ἀλλά δέν εἶναι μόνο αὐτό πού συνιστᾶ τό Πάσχα, τό ὁποῖο  πού περιμένουμε! Εἶναι δέ γεγονός, ὅτι μέ πολλές προσδοκίες, ἐπιθυμίες, σκεπτικά καί διαθέσεις περιμένουν οἱ ἄνθρωποι τό Πάσχα καί δέν εἶναι τοῦ παρόντος νά ἀναλύσουμε. 


Ὅμως, εἶναι ἐπίσης γεγονός ἀναμφίβολο, ὅτι πολλοί εἶναι ἐκείνοι οἱ ὁποῖοι, δυστυχῶς, ἑορτάζουν Πάσχα χωρίς Χριστό… Καί αὐτό λαμβάνει χώρα ὅταν ὁ ἄνθρωπος, σκεπτόμενος μόνο ὑλικά καί αἰσθησιακά, ἀγνοήσει τό πνευματικό καί θεῖο νόημα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ! Λησμονεῖ πραγματικά ὁ αἰσθησιακός ἄνθρωπος ὅτι ἡ  Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία περιμένουμε μετά τή λήξη τῆς Ἁγίας καί  Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἀποτελεῖτό αἰώνιο Πάσχα ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν, ἀφοῦ ὁ Παθών καί ἐκ τάφου Ἀναστάς Κύριός μας, εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχήν Ἀμνός τοῦ Θεοῦ,«τό Πάσχα ἡμῶν» ὅπως μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος. Αὐτό γιά τόν ἰδεώδη Χριστιανό συνιστᾶ μία βίωση προσωπική καί ὑπαρξιακή τοῦ Πάσχα (πού σημαίνει στά ἐβραϊκά δάβασις, πέρασμα), μιά ἐν προκειμένῳ δική του διάβαση ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας στήν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς καί τήν πορεία της πρός τήν πνευματική «γῆ τῆς ἐπαγγελίας», τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτό συντελεῖται μέσα στήν Ἁγία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας. Καί συντελεῖται μέ τήν ὅλη ἐκκλησιαστική  καί πνευματική ζωή, ἀλλά κορυφώνεται στό «Μυστήριον τῶν Μυστηρίων», τήν Θεία Εὐχαριστία, ὅπου μετέχουμε τοῦ «Πασχαλίου Ἀμνοῦ», τοῦ Θυσιαζομένου Κυρίου μας. Μέ αὐτό τό πνεῦμα ἀκριβῶς, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, θά μᾶς τονίσει καί πάλι, στό θεολογικότατο Ἑορτοδρόμιό του ὅτι: «Ἀληθινόν Πάσχα τῶν χριστιανῶν εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ἐν τοῖς μυστηρίοις μεταλαμβανόμενος»! [2]


Ὡστόσο, δεν θά πρέπει νά λησμονεῖται ἀπό κανέναν ὅτι ἡ κάθε Θεία Λειτουργία εἶναι ἕνα Πάσχα, ἕνα πνευματικό πανηγύρι, κυρίως δέ, γιά ὅσους χριστιανούς ἔχουν τή δυνατότητα μεθέξεως  στό ἀναστάσιμο «πόμα» τῆς Εὐχαριστίας, δηλαδή γιά ὅσους μεταλαμβάνουν (κατόπιν τῆς σχετικῆς προετοιμασίας, αὐτομεμψίας, μετανοίας κλπ.) τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Πραγματικά, ἀφοῦ ὑπάρχει ὁ Χριστός, ὁ «προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος» μέσῳ τῶν Φρικτῶν Του Μυστηρίων, μπορεῖ καί μία καθημερινή ἡμέρα νά γίνει Πάσχα γιά τόν πιστό. Ἀληθινά, «ὅλες οἱ ἡμέρες γίνονται Πάσχα καί ἀνάσταση μέ τή θεία λειτουργία, στήν ὁποία μετέχοντας καί κοινωνώντας οἱ πιστοί γίνονται ἀνάσιμο καί  ἀναστημένο κατά Κυριακόν σῶμα, κοινωνία ἀληθής ἑνότητας ἐν Χριστῷ πού βιώνει ἀδιάλειπτα τήν πασχάλια ἀνακαινιστική ἐμπειρία». [3] Κάθε φορά πού προσερχόμαστε στήν Ἀγία Τράπεζα μέ κεκαθαρμένη συνείδηση, Πάσχα ἐπιτελοῦμε, ὑπογραμμίζει ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Ὁσάκις ἄν προσίῃς μετά καθαροῦ συνειδότος, Πάσχα ἐπιτελεῖς». [4]  


Εἶναι δέ γεγονός, ὅτι ἀνάλογα μέ τήν ἑτοιμασία μας, λαμβάνουμε χάρη ἐκ τοῦ Μυστηρίου καί δύναμη ψυχῆς καί αὐτό εἶναι ἕνα σημεῖο πολύ σημαντικό τό ὁποῖο πρέπει νά προσέχουμε ἅπαντες οἱ κοινωνοῦντες καί προσεγγίζοντες τά Θεῖα Μυστήρια, κληρικοί καί λαϊκοί. Ὁ θεολογικότατος Καβάσιλας, στό  περισπούδαστο ἔργο του «Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς» θά τονίσει τήν ὡς ἄνω πραγματικότητα γράφοντας ὅτι «τοῦτο τό μυστήριον φῶς μέν ἐστί τοῖς ἤδη κεκαθαρμένοις, καθάρσιον δέ τοῖς ἔτι καθαιρομένοις, ἀλείπτης δέ (=προπονητής) κατά τοῦ πονηροῦ καί τῶν παθῶν ἀγωνιζομένοις». [5]


Ὁ ἐν Ὁσίοις καί Διδασκάλοις Μέγας, Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, θά μᾶς ὑπομνήσει ὅτι «τό ἱερόν καί πανάγιον Σῶμα τοῦ Κυρίου μας, ὅταν καλῶς καί ἀξίως μεταλαμβάνεται, εἰς τούς πολεμοῦντας (κατά τοῦ διαβόλου) γίνεται ὅπλον, εἰς τούς ἀναχωροῦντας ἀπό τόν Θεόν ἐπαναστροφή. Τούς ἀσθενεῖς ἐνδυναμώνει, τούς ὑγιεῖς εὐφραίνει, τάς ἀσθενείας ἰατρεύει, τήν ὑγείαν διαφυλάττει». Μᾶς ἐπισημαίνει δέ παρακάτω ὅτι «διά τῆς Μεταλήψεως εὐκολώτερον διορθούμεθα, πλέον μακρόθυμοι καί ὑπομονητικοί εἰς τούς πόνους καί θλίψεις γινόμεθα, πλέον θερμοί εἰς τήν ἀγάπην, πλέον πρόθυμοι εἰς τήν ὑπακοήν, πλέον  ὀξύτεροι  καί γρηγορότεροι εἰς τήν ἐνέργειαν (=ἐνεργοποίησιν) τῶν χαρισμάτων».[6] Καί στίς εὐχές τῆς γνωστῆς Ἀκολουθίας τῆς Θείας Μεταλήψεως συναντοῦμε αὐτά τά ἀποτελέσματα τῆς ἐπενεργείας τῆς ἀκτίστου Χάριτος, ἡ  ὁποία προχέεται ἀπό τά Πανάγια Μυστήρια καί ἐπισκιάζει τούς μετ᾿ ἑτοιμασίας προσερχομένους πιστούς. Σέ ἕνα τροπάριο τοῦ κανόνος λ.χ. λέγονται τά ἑξῆς: «Πηγή ἀγαθῶν ἡ μετάληψις, Χριστέ, τῶν ἀθανάτων σου νῦν Μυστηρίων γενηθήτω μοι, φῶς καί ζωή καί ἀπάθεια καί πρός ἀρετῆς θειοτέρας προκοπήν καί ἐπίδοσιν πρόξενος, μόνε ἀγαθέ ὅπως δοξάζω σε».[7]


Σέ ἕνα ἄλλο τροπάριο, φαίνεται πώς ἡ θέωση, ὡς ἐνοίκηση τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τῆς Τριαδικῆς Θεότητος στόν πιστό, εἶναι τό ὕψιστο ἀποτέλεσμα τῆς Θ. Μεταλήψεως[8]: «Ψυχήν σύν τῷ σώματι ἁγιασθείην, Δέσποτα, φωτισθείην, σωθείην, γενοίμην οἶκος σου, τῇ τῶν μυστηρίων μεθέξει τῶν ἱερῶν, ἔνοικόν σε ἔχων σύν Πατρί και Πνεύματι, εὐεργέτα πολυέλαιε». [9] Στήν δέ ποιητική εὐχή τοῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου διαβάζουμε: «καί καθαίρεις καί λαμπρύνεις καί φωτός ποιεῖς μετόχους, κοινωνούς θεότητός σου ἐργαζόμενος ἀφθόνως…». 


Ἑνῶ ὅμως αὐτά ἰσχύουν γιά τήν ἐμπροϋπόθετη συμμετοχή τοῦ ἀνθρώπου στό «Ποτήριον τῆς Ζωῆς», ἀντίθετα, ὅποιος προσέρχεται ἀνέτοιμος καί ἀμετανόητος, αὐτός μετέχει τῆς καυστικῆς/κολαστικῆς ἐνεργείας τῆς Θ. Κοινωνίας και γίνεται στην ψυχή του «εἰς κρῖμα καί εἰς κατάκριμα». Τό κυριακό σῶμα τυγχάνει «ἄνθραξ, τούς ἀναξίους φλέγων», ὅπως διαβάζουμε στούς λεγομένους «προτρεπτικούς στίχους» τῆς Ἀκολουθίας τῆς Θ. Μεταλήψεως. Εἶναι φῶς πού φωτίζει και ἁγιάζει τούς ἀξίους (τούς μετανοοῦντες), ἀλλά καί πῦρ πού καίει τούς ἀκαθάρτους. Γιά τό λόγο αὐτό, ἱκετεύουμε τόν Κύριο, μέσα ἀπό τά ἱερά κείμενα, ὥστε νά μή δεχθοῦμε ἑντός μας τά ἀρνητικά ἀποτελέσματα τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Μυστηρίου, λόγῳ τῆς ἀναξιότητος[10] καί ἀκαθαρσίας μας: «…καί μή εἰς κρῖμα μοι γένοιτο ἡ μετάληψις τῶν ἀχράντων καί ζωοποιῶν μυστηρίων σου, μηδέ ἀσθενής γενοίμην, ψυχῇ τε και σώματι, ἐκ τοῦ ἀναξίως αὐτῶν μεταλαμβάνειν».[11]


Ἑπομένως, εἶναι ἀπαραίτητος ὁ προευτρεπισμός τῆς ψυχῆς, ἡ κάθαρσή της ἀπό τά «ψεκτά πάθη», προκειμένου νά δεχθεῖ διά τῆς Θείας Μεταλήψεως τόν Καθαρότατο καί Πανάσπιλο Θεό! Βεβαίως, νά σημειωθεῖ ὅτι «μολονότι, τελικά, ἡ ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐκείνη πού μᾶς καθιστᾶ «ἀξίους» στήν προσέγγιση καί μετάληψη τῶν Ἁγίων Δώρων, ἡ πνευματική ζωή, ὡς διαρκής προετοιμασία τοῦ πιστοῦ γιά τή συμμετοχή στό φρικτό μυστήριο, διακρατεῖ τόν πιστό στό κυριακό σῶμα».[12] 


 Γι᾿ αὐτό καί ὁ Ἅγιος Νικόδημος μᾶς συμβουλεύει ὡς ἑξῆς: «Διά τοῦτο εἶναι ἀνάγκη νά προκαθαρίζωμεν τόν ἑαυτόν μας ἀπό πάντα λογισμόν μέ τήν ἐξομολόγησιν καί μάλιστα (νά τόν καθαρίζωμεν) ἀπό τήν μνησικακίαν, και τότε ἄς πλησιάζωμεν εἰς τά θεῖα μυστήρια. Ἐπειδή, καθώς ἡ ἀγάπη εἶναι πλήρωμα καί τελείωσις ὅλου τοῦ νόμου, οὕτω ἡ μνησικακία καί τό μῖσος εἶναι ἀναίρεσις και ἀθέτησις ὅλου τοῦ νόμου καί πᾶσης ἀρετῆς». [13]


Γιά νά πραγματοποιηθοῦν, ὅμως, ὅλα αὐτά, θά πρέπει ὁ Χριστιανός νά ποθήσει μέ ὅλη του τήν ὕπαρξη νά προσέρχεται μέ πόθο καί ἱερά ἐπιθυμία ἀκορέστως στη  μετοχή τῶν Ἁγιασμάτων τοῦ Χριστοῦ! Καί οἱ πνευματικοί πατέρες -ἐξομολόγοι, νά μήν κωλύουν τούς δυναμένους πιστούς νά μεταλαμβάνουν τῶν Ζωοποιῶν Μυστηρίων, ὅταν βεβαίως συντρέχουν οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις καί δέν ὑφίστανται κωλύματα ἐκ θανασίμων ἁμαρτιῶν. Ὀφείλουν δέ, νά συμβουλεύουν καί νά παρακινοῦν τά πνευματικά τους τέκνα νά ἁγωνίζονται τόν καλόν ἁγῶνα τῆς ἀρετῆς, ὥστε νά καθιστοῦν τήν ψυχή τους δοχεῖο κατάλληλο πρός ὑποδοχήν τῆς ἀκτίστου Ἐνεργείας, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τή Θεία Κοινωνία. Ὀφείλουν, ἀκόμη, νά τούς διδάσκουν κάτι βασικότατο καί θεμελιωδέστατο, ὅτι ἡ θεία Κοινωνία, κατά τούς Πατέρες καί ἱερούς Διδασκάλους ἀποτελεῖ «τό μέγιστο καί ἐπισφραγιστικό δώρημα τοῦ τριπλοῦ καί ἑνιαίου μυστηρίου τῆς χριστιανικῆς μυήσεως. Βαπτισματική ἀναγέννηση ἀναγέννηση καί χαρισματική σφράγιση ὁλοκληρώνονται  καί τελειοῦνται  μέ τήν πρόσκληση στην   πνευματική  Τράπεζα τοῦ Κυρίου καί τή μετοχή τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν θείων μυστηρίων». [14] 


Αὐτός, λοιπόν, ὁ θεοφιλής πόθος τοῦ πιστοῦ νά προσέρχεται ὅσο συχνά μπορεῖ στό «Ποτήριον τῆς Ζωῆς», τόν συνδέει μέ τήν Ἀληθινή, τήν ὄντως Ζωή, τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος μᾶς τρέφει ὅπως ἡ μητέρα μας, ἀφοῦ Αὐτός μᾶς ἀννεγέννησε, κατά την ὡραιότατη διατύπωση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ:«Ὥσπερ γυνή τό τεχθέν οἰκείῳ τρέφει  αἵματι καί γάλακτι, οὕτω καί ὁ Χριστός, οὕς ἐγέννησεν αὐτός, οἰκείῳ τρέφει  διηνεκῶς αἵματι».[15] Αὐτή ἡ ταπεινή καί νοσταλγική ἐκζήτηση καί προσμονή τῆς «Οὐράνιας τροφοδοσίας», προσπορίζει στό κτιστό τή μυστική κονωνία του μέ τό ἄκτιστο, μέ τόν ἀΐδιο Θεό. Αὐτή ἡ ἐπιπόθηση τῆς μετοχῆς στά Ἅγια Μυστήρια, ὅπως ὀρθά ἔχει γραφεῖ, «ζωοποιεῖ τήν ψυχή, λαμπρύνει τήν καρδιά, φωτίζει τό νοῦ, καθαίρει τίς ἁμαρτίες, συντρίβει τόν διάβολο, δικαιώνει καί  ἁγιάζει τόν σύνολο ἄνθρωπο, γιατί τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου εἶναι τά ἀληθινά ἁγιάσματα τοῦ ἀνθρώπου».[16]


Θά κλείσουμε μέ τά  ἱερά λόγια τοῦ ἱεροῦ Διδασκάλου, Ὁσίου Νικοδήμου, ὁ ὁποῖος περιγράφει τά ἀποτελέσματα  τῆς Θείας καί Ἱερᾶς Μεταλήψεως καί τό πῶς αὐτή ἐνεργεῖ στούς ἀγωνιστές ὡς νικητήριο κατά τῶν  ἀοράτων ἐθρῶν, ὡς  ψυχική εἰρήνη καί πνευματική κατάπαυση.


«Ἐάν λοιπόν θέλωμεν καί ἡμεῖς νά φύγωμεν τήν Αἴγυπτον, ἤτοι τήν σκυθρωπήν καί διώκτριαν ἁμαρτίαν, καί τόν Φαραώ,  τόν νοητόν τύρρανον, καθώς λέγει ὁ θεολόγος Γρηγόριος, καί νά κληρονομήσωμεν τήν γῆν τῆς καρδίας καί τῆς ἐπαγγελίας, πρέπει, καθώς ἐκεῖνοι εἶχον στρατηγόν τόν Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ νά ἔχωμεν καί ἡμεῖς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, διά τῆς συχνῆς μεταλήψεως , διά νά νικήσωμεν τούς Χαναναίους καί ἀλλοφύλους, τά ἄτακτα πάθη τῆς σαρκός, καί τούς Γαβαωνίτας, τούς ἀπατηλούς λογισμούς, διά νά καθίσωμεν εἰς τήν πόλιν Ἱερουσαλήμ ἡ ὁποία ἑρμηνεύεται ἱερά εἰρήνη πρός διαφοράν τῆς  κοσμικῆς εἰρήνης».[17]






[1] Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Περί τῆς συνεχοῦς Μεταλήψεως, ἐκδ. Σ. Σχοινᾶ, Βόλος 1971, σ. 68.
[2] Βλ. ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα,  καθηγητοῦ Α.Π.Θ. Ἡ Θεία Εὐχαριστία και τα προνόμια τῆς Κυριακῆς κατά τή διιδασκαλία τῶν Κολλυβάδων, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 346.
[3] ὅπου π. σελ. 588.
[4] ὅπου π. σελ. 589.
[5] Βλ. Νικολάου Καβάσιλα, Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος Δ΄.
[6] Βλ. Π. Μ. Σωτῆρχου,  Ὀδηγός Ὀρθοδοξίας, Κείμενα Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἐκδ. Ν. Παναγοπούλου, σελ. 104.
[7] Βλ. Κανόνα τῆς ἀκολουθίας τῆς Θ. Μεταλήψεως, Ὡδή ἐβδόμη.
[8] Βλ. πρωτοπρ. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡ Θεολογική Μαρτυρία τῆςἘκκλησιαστικῆς Λατρείας, ἐκδ. Ἁρμός,σελ. 298.
[9] ὅπου π. Ἀκολουθία Θ. Μ. Ἐννάτη ὠδή.
[10] Βεβαίως  ὅλοι εἴμαστε ἀνάξιοι  προκειμένου νά δεχθοῦμε ἑντός μας τό «πῦρ τῆς θεότητος», ἀλλά τουλάχιστον νά τό ἀναγνωρίζουμε καί νά ταπεινώνεται ἔτσι τό φρόνημά μας. Καί νά κάνουμε ὅσο μποροῦμε τή σχετική προετοιμασία πρίν προσέλθουμε στα Ἄχραντα Μυστήρια. Ἑπομένως, ἄλλο ἀνάξιος καί ἄλλο ἀπροετοίμαστος! Τό πρῶτο ὀφείλεται στήν κτιστή φύση μας. Τό δεύτερο ἔγκειται στήν προαίρεσή μας.
[11] Βλ. Α΄εὐχή τῆς Ἀκολουθίας τῆς Θ. Μ.
[12] π.  Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡ Θεολογική μαρτυρία…σελ. 286.
[13] ὅπου π. σελ. 99
[14] Ἡ Θ. Εὐχαριστία καί τά προνόμοια…σελ. 52, ὅπου γίνεται ἑρμηνεία τῆς θέσεως Ἀθανασίου τοῦ Παρίου.
[15] MPG. 73, 585D.
[16] ὅπου π. Ἡ Θεία Εὐχαριστία καί τά προνόμια τῆς Κυριακῆς… σελ. 343



[17] ὅπου π. σελ. 335.