Ο Σουλπίκιος Σεβήρος (λατινόφωνος χριστιανός συγγραφέας στις αρχές του Ε΄ αιώνος) στο βιβλίο του "Διάλογοι", το οποίο αποτελεί παράρτημα του βιβλίου του "Βίος του Αγίου Μαρτίνου της Τουρ", αναφέρεται σε ένα φοβερό περιστατικό σχετικό με τον Άγιο Μαρτίνο.
Πριν όμως γίνει λόγος για το περιστατικό αυτό ας αναφερθεί το ιστορικό πλαίσιο. Βρισκόμαστε στην πόλη Τρίερ κατά το έτος 385 μ. Χ. Στην πόλη βασιλεύει ο Ρωμαίος αυτοκράτορας της Δύσης Μάγνος Μάξιμος, τον οποίο ο, επίσης ορθόδοξος στην πίστη, Επίσκοπος Οσσονόμπα (σημερινή Φάρο της Πορτογαλίας) Ιθάκιος πείθει να καταδιώξει τους αιρετικούς Πρισκιλλιανούς.
Ο Άγιος Μαρτίνος αντέδρασε με σφοδρότητα στην ενέργεια αυτήν του Ιθακίου, διότι αφενός μεν απέρριπτε την προσφυγή μιας εκκλησιαστικής υπόθεσης ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου, αφετέρου θεωρούσε απαράδεκτο για Χριστιανό να υποκινεί ή να συμμετέχει σε διώξεις. Κατάφερε λοιπόν και έλαβε από τον αυτοκράτορα την υπόσχεση αν οι αιρετικοί βρεθούν ένοχοι τουλάχιστον να μην εκτελεστούν.
Όταν όμως ο Άγιος Μαρτίνος έφυγε από την πόλη, ο αυτοκράτορας διόρισε δικαστή τον έπαρχο Ευόδιο, ο οποίος με τις ενέργειες του ζηλωτή Ιθακίου, βρήκε ένοχο μαγείας τον Πρισκιλλιανό και κάποιους άλλους αιρετικούς συντρόφους του με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας να διατάξει την εκτέλεση τους και την δήμευση της περιουσίας τους. Ήταν η πρώτη εκτέλεση αιρετικών στην Ιστορία και μάλιστα με καύση.
Μόλις ο Άγιος Μαρτίνος, άκουσε τι είχε συμβεί, επέστρεψε στο Τρίερ και ανάγκασε τον αυτοκράτορα να ακυρώσει την εντολή προς τον στρατό που ετοιμαζόταν να μεταβεί στην Ιβηρική χερσόνησο για να εξολοθρεύσει τους αιρετικούς. Όπως αναφέρει ο βιογράφος του "ο Μαρτίνος ένιωθε έναν ευσεβή ζήλο όχι μόνο να σώσει από τον κίνδυνο τους αληθινούς Χριστιανούς σε αυτές τις περιοχές, οι οποίοι κινδύνευαν να διωχθούν σε εκείνη την εκστρατεία (διότι πως ο στρατός θα μπορούσε να κάνει την διάκριση μεταξύ ορθοδόξων και αιρετικών), αλλά και να προστατεύσει ακόμη και τους ίδιους τους αιρετικούς" (Διάλογοι ΙΙ, ΧΙ).
Την στάση του Ιθακίου και του αυτοκράτορα επέκριναν επίσης και ο Πάπας Ρώμης Δάμασος Α΄, ο Άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων και ο Άγιος Αυγουστίνος. Κάποιοι μάλιστα Γάλλοι Επίσκοποι, που βρίσκονταν στο Τρίερ υπό την ηγεσία του Επισκόπου της Γαλατίας Θεόγνητου, διέκοψαν την κοινωνία με τον Ιθάκιο.
Επειδή όμως και ο ίδιος ο Άγιος Μαρτίνος διέκοψε την κοινωνία όχι μόνο με τον Ιθάκιο, αλλά και με όσους κοινωνούσαν μαζί του, ο αυτοκράτορας προσπάθησε με κάθε τρόπο να τον κάνει να συγκοινωνήσει με τον Ιθάκιο λέγοντάς του "ότι ο Θεόγνητος είχε δημιουργήσει διχόνοια, μάλλον από προσωπικό μίσος, παρά από την υπόθεση που υποστήριζε, και ότι, μάλιστα, ήταν ο μόνος που στο μεταξύ είχε χωρίσει τον εαυτό του από την κοινωνία: ενώ από τους υπόλοιπους δεν είχε γίνει καμία καινοτομία, ενώ παρατήρησε περαιτέρω ότι μια Σύνοδος, που έγινε λίγες μέρες νωρίτερα, είχε αποφασίσει ότι ο Ιθάκιος δεν ήταν κατηγορούμενος για κανένα έγκλημα" (Διάλογοι ΙΙ, ΧΙΙ).
Επειδή όμως ο Άγιος Μαρτίνος αρνήθηκε και πάλι να κοινωνήσει με τον Ιθάκιο και τους συν αυτώ, τότε ο αυτοκράτορας Μάξιμος φλεγόμενος από οργή διέταξε να ξεκινήσει η εκστρατεία για την σφαγή των αιρετικών την οποία είχε αποτρέψει ο Άγιος. Το τί συνέβη ευθύς αμέσως αφήνουμε τον Σουλπίκιο Σεβήρο να το διηγηθεί:
"Όταν αυτό έγινε γνωστό στον Μαρτίνο, όρμησε στο παλάτι, αν και ήταν πλέον νύχτα. Ο ίδιος δεσμεύτηκε ότι, αν αυτοί οι άνθρωποι γλίτωναν, θα κοινωνούσε, αρκεί μόνο οι Τριβούνοι, που είχαν ήδη σταλεί στις Ισπανία για την καταστροφή των εκκλησιών, να ανακληθούν. Χωρίς καμία καθυστέρηση ο Μάξιμος ικανοποιεί όλα τα αιτήματά του. Την επόμενη μέρα κανονιζόταν η χειροτονία του Φήλικος σε επίσκοπο, ενός ανθρώπου αναμφίβολα μεγάλης αγιότητας και πραγματικά άξιου να γίνει ιερέας σε καλύτερες εποχές. Ο Μαρτίνος συμμετείχε στην κοινωνία εκείνης της ημέρας, κρίνοντας ότι καλύτερα να υποχωρήσει προς το παρόν, παρά να αγνοήσει την ασφάλεια εκείνων που πάνω από τα κεφάλια τους κρεμόταν το ξίφος. Εντούτοις, αν και οι παρόντες Επίσκοποι προσπάθησαν με επιμονή να τον κάνουν να επιβεβαιώσει το γεγονός της κοινωνίας του υπογράφοντας με το όνομά του, δεν μπόρεσαν να το καταφέρουν. Την επομένη, φεύγοντας βιαστικά από εκείνο το μέρος, και καθώς ήταν στο δρόμο της επιστροφής, ένιωσε μεγάλο πένθος και θρήνο επειδή είχε έστω και για μια ώρα αναμιχθεί στην κακή αυτή κοινωνία και, όχι μακριά από ένα χωριό που ονομαζόταν Αντέθαννα [σημ. Μ. μεταξύ Τρίερ και Άρλον στο σημερινό Λουξεμβούργο], όπου απλώνονται μεγάλα δάση, κάθισε ολομόναχος ενώ οι σύντροφοί του συνέχιζαν λίγο πιο μπροστά από αυτόν. Εκεί βυθίστηκε σε σκέψεις, κατηγορώντας και υπερασπιζόμενος εναλλάξ την αιτία της θλίψης και της συμπεριφοράς του. Ξαφνικά, ένας Άγγελος εμφανίστηκε και στάθηκε δίπλα του λέγοντάς του: «Ακριβώς, ω Μαρτίνε, νιώθεις θλίψη, αλλά δεν θα μπορούσες αλλιώς να ξεφύγεις από τη δυσκολία σου. Ανανέωσε την αρετή σου, ξαναπάρε το θάρρος σου, για να μην εκθέσεις όχι μόνο τώρα τη φήμη σου, αλλά και την ίδια τη σωτηρία σου σε κίνδυνο». Ως εκ τούτου, από τότε, φρόντιζε προσεκτικά να μην ξαναέλθει σε κοινωνία με τους περί τον Ιθάκιο. Αλλά όταν συνέβη να θεραπεύσει κάποιους δαιμονισμένους πιο αργά και με λιγότερη Χάρη απ' ό,τι συνήθως, μας εξομολογήθηκε αμέσως με δάκρυα ότι ένιωσε μια μείωση της δύναμής του εξαιτίας του κακού εκείνης της κοινωνίας στην οποία είχε λάβει μέρος για μια στιγμή λόγω ανάγκης, και όχι με εγκάρδιο πνεύμα. Έζησε δεκαέξι χρόνια μετά από αυτό, αλλά ποτέ ξανά δεν παρευρέθηκε σε Σύνοδο και έμεινε προσεκτικά μακριά από όλες τις συνελεύσεις των Επισκόπων" (Διάλογοι ΙΙ, ΧΙΙΙ).
Με την μετάνοιά του όμως, για την εξ ανάγκης αυτήν κακή εκκλησιαστική κοινωνία, η Χάρη επανήλθε όπως αποκαλύπτει ο ίδιος αυτόπτης συγγραφέας ευθύς αμέσως: "σαφώς όμως, όπως βιώσαμε, επιδιόρθωσε, με πολλαπλό ενδιαφέρον, την Χάρη του, που είχε μειωθεί για ένα διάστημα. Είδα έπειτα έναν δαιμονισμένο να τον φέρνουν στην πύλη της μονής και πριν ο άνθρωπος διαβεί το κατώφλι, θεραπεύτηκε" (Διάλογοι ΙΙ, ΧΙV).
Το παραπάνω περιστατικό αποτελεί μία ακόμη απόδειξη ότι αφενός μεν η διακοπή της κοινωνίας δεν αφορά μόνο περιπτώσεις αιρέσεως (όπως ισχυρίζονται όσοι ερμηνεύουν τον ΙΕ΄ Κανόνα της Πρωτοδευτέρας, κατά το γράμμα του Κανόνος και αποκομμένο από τους υπολοίπους και την πράξη των Αγίων Πατέρων), αλλά και αδικίας (πρβλ. ΛΑ΄ Αποστολικό Κανόνα), αφετέρου δε πως η κατάκριτη αυτή μετ' αδίκων κοινωνία (και πόσο μάλιστα όταν δεν υπάρχει ανωτέρα βία, όπως στην περίπτωση που είδαμε) αποτελεί αιτία παρεμπόδισης της ενέργειας της Θείας Χάριτος. Για αυτό ίσως και βιώνουμε στην εποχή μας τέτοια εγκατάλειψη...
Ο Θεός να μας ελεήσει και να μας δώσει συναίσθηση και μετάνοια!
Όσοι ομιλούν περί Εκκλησίας χωρίς να λαμβάνουν υπ' όψει τους Πατέρας δεν είναι ορθόδοξοι.
Όσοι διδάσκουν, βασιζόμενοι μόνον εις την Αγίαν Γραφήν και δεν ακολουθούν την ερμηνείαν αυτής υπό των Αγίων Πατέρων, προτεσταντίζουν.
Όσοι υπευθύνως ενεργούν, ανατρέποντες όσα άχρις ημών η πολιά αρχαιότης διέσωσε, πλήττουν εις τα καίρια την Εκκλησίαν.
Όσοι δεν έπονται εις την ποικίλην διδασκαλίαν των Αγίων Πατέρων, αντιπίπτουν εις το Πνεύμα το Άγιον.
Όσοι ανατρέπουν τας Παραδόσεις της αγιωτάτης Εκκλησίας μας, ομοιάζουν με τον ρωμαίον στρατιώτην, ο οποίος εράπισε εις την σιαγώνα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.
Αντιθέτως,
Όσοι ομιλούν περί Εκκλησίας και νοούν Πατέρας, αυτοί είναι όντως Ορθόδοξοι.
Όσοι διδάσκουν θεολογίαν και με την μεν δεξιάν κρατούν την Αγίαν Γραφήν, εις δε την ευώνυμον την ερμηνείαν των Πατέρων, αυτοί ευρίσκονται εντός της πνευματικότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Όσοι υπευθύνως ενεργούν βάσει των Πατερικών Παραδόσεων, αυτοί δοξάζουν αληθώς τον Θεόν.
Όσοι αποδέχονται την Παράδοσιν της Εκκλησίας ως ισόκυρον με τας Αγίας Γραφάς και αγωνίζονται δι' αυτήν, είναι μάρτυρες τη προαιρέσει.
[…] Η φοβερή αλήθεια περί του Αντιχρίστου ανήκει στις σημαντικότερες αλήθειες του Ευαγγελίου του Σωτήρος. Περί αυτής οφείλουμε να ομιλούμε όπως περί του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Αν το Ευαγγέλιο απέκρυπτε αυτή την αλήθεια, τότε πόσο πιο επικίνδυνη θα ήταν η δράση του Αντιχρίστου! Εμείς οι Χριστιανοί γνωρίζουμε από το Ευαγγέλιο του Σωτήρος τι σκέπτεται ο Θεός για εμάς του ανθρώπους και τι θέλει από εμάς.
Όμως ο Κύριος Ιησούς Χριστός στο Ευαγγέλιό Του μας απεκάλυψε και τι ο σατανάς σκέπτεται για εμάς και θέλει από εμάς, όπως και ο κύριος απόστολός του, ο Αντίχριστος.
Σε εμάς τους Χριστιανούς τίποτε το θείο δεν είναι άγνωστο, αλλά εξίσου δεν είναι άγνωστο και τίποτε το σατανικό, ώστε να γνωρίζουμε πώς να προφυλαχθούμε και να υπερασπίσουμε τους εαυτούς μας από τους σατανικούς πειρασμούς. Είμαστε άνθρωποι δημιουργημένοι με σκοπό να γίνουμε χαρισματικοί θεάνθρωποι. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός έγινε άνθρωπος και ως Θεάνθρωπος κατέδειξε πώς ό,τι το Θείο μπορεί να πραγματωθεί στην ανθρώπινη ζωή επί γής και να αποτρέψει, να καταστρέψει ό,τι το αντίθεο, το αμαρτωλό, το κακό, το σατανικό, το αντίχριστο.
Γνωρίζουμε πώς είμαστε κατά πάντα ισχυρότεροι του σατανά και των σκοτεινών αγγέλων του. Είμαστε ισχυρότεροι διά της Χάριτος του Χριστού, διά της αγίας Εκκλησίας Του, στην οποίαν αδιαλείπτως, όπως στο σώμα Του, ζει και ζωοποιεί ο Θεάνθρωπος Χριστός με όλες τις θείες χαρισματικές Του δυνάμεις, των οποίων εμείς μετέχουμε διά των ιερών Μυστηρίων και των αγίων Αρετών και κατανικούμε κάθε σατανικό κακό και αμαρτία και θάνατο και κόλαση.
Ο Θεός που είναι μαζί μας διά των ιερών Μυστηρίων και Αρετών είναι ασύγκριτα ισχυρότερος από τον διάβολο, ο οποίος βρίσκεται στις αμαρτίες, στα πάθη, στους θανάτους και στις κολάσεις. Γι’ αυτό και οι Χριστιανοί δεν φοβούνται ούτε σατανά, ούτε Αντίχριστο. Τους νικούμε κατά πάντα με τον Κύριο Ιησού Χριστό, που εν τη Εκκλησία Του ενεργεί παντοδύναμα μέσα μας δια των Μυστηρίων και των Αρετών…
(ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ, ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ – Β΄ ΕΚΔ. – ΚΕΦ. ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ: Ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ, ΣΕΛ. 961, 962)
Ἰδιόμελο τῶν αἴνων Κυριακῆς τῆς Τυροφάγου. Ἦχος Πλάγιος Α'. «Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέῳκται, οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε, ἀναζωσάμενοι τὸν καλὸν τῆς Νηστείας ἀγῶνα· οἱ γὰρ νομίμως ἀθλοῦντες, δικαίως στεφανοῦνται, καὶ ἀναλαβόντες τὴν πανοπλίαν τοῦ Σταυροῦ, τῷ ἐχθρῷ ἀντιμαχησώμεθα, ὡς τεῖχος ἄρρηκτον κατέχοντες τὴν Πίστιν, καὶ ὡς θώρακα τὴν προσευχήν, καὶ περικεφαλαίαν τὴν ἐλεημοσύνην, ἀντὶ μαχαίρας τὴν νηστείαν, ἥτις ἐκτέμνει ἀπὸ καρδίας πᾶσαν κακίαν. Ὁ ποιῶν ταῦτα, τὸν ἀληθινὸν κομίζεται στέφανον, παρὰ τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως».
Ἑρμηνεία
Ο αγώνας των αρετών άρχισε, ελάτε όσοι θέλετε να αγωνιστείτε στον καλό αγώνα της Νηστείας, γιατί αυτοί που δίκαια αγωνίζονται δίκαια θα λάβουν και τον στέφανο της νίκης, κι έχοντας φορέσει την πανοπλία του Σταυρού ας πολεμήσουμε τον εχθρό, έχοντας για άτρωτη ασπίδα την Πίστη, και ως θώρακα την προσευχή και ως περικεφαλαία την ελεημοσύνη, αντί για μαχαίρι έχουμε τη νηστεία, η οποία διώχνει από την καρδιά κάθε κακία. Όποιος τα κάνει αυτά θα φορά το αληθινό στεφάνι δίπλα στον Βασιλέα των πάντων Χριστό, την ημέρα της Κρίσεως.
Η δικαιοσύνη και τα είδη της. Η υπεροχή της χριστιανικής δικαιοσύνης. Η αυστηρότητα και επιείκεια ενός Χριστιανού. Η εμπιστοσύνη ενός Χριστιανού.
Μέχρι στιγμής μιλήσαμε για τα καθήκοντα ενός Χριστιανού απέναντι στον εαυτό του. Τώρα ας αναλογιστούμε τις ευθύνες του απέναντι στον πλησίον – στους άλλους ανθρώπους.
Το πρώτο βήμα στις σωστές σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους είναι η απαίτηση για δικαιοσύνη. Χωρίς αυτή την βασική απαίτηση, ακόμη και η καλοσύνη ενός ανθρώπου μπορεί να αποδειχθεί άχρηστη αν δεν υφίσταται αλήθεια σε αυτήν, αλλά υπάρχει μεροληψία και προκατάληψη. Αλλά και στην ίδια την διαμόρφωση δίκαιων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, σκιαγραφούνται διάφορα είδη δικαιοσύνης.
1. H δικαιοσύνη της νομιμοφροσύνης. Αυτό είναι το χαμηλότερο είδος δίκαιων σχέσεων, το πιο συνηθισμένο στην αστική και δημόσια ζωή. Ένας νομιμόφρων άνθρωπος προσπαθεί στην ζωή του να τηρεί την ακριβή εκπλήρωση των κρατικών και αστικών νόμων που είναι δεσμευτικοί γι’ αυτόν και τους άλλους. Επιπλέον, συνήθως εκπληρώνει όλες τις προσωπικές του συμβάσεις και υποχρεώσεις με ακρίβεια και εγκαίρως. Πέραν όμως από αυτούς τους νομικούς κανόνες και όρια, με την έννοια των παραχωρήσεων και της συγκατάβασης, δεν κάνει ούτε ένα βήμα και μπορεί να αποδειχθεί στυγνός, αδιάκριτος και άκαρδος. Ένα τέτοιο άτομο δεν διαπράττει «παρανομία», δεν παραβιάζει νόμους – αλλά θα πάρει αυτό που του ανήκει και δεν θα υποχωρήσει σε κανέναν, ακόμα κι αν ο πλησίον του υποφέρει εξαιτίας αυτού. Φυσικά, στην εποχή μας, ακόμη και τέτοιοι νομιμόφρονες άνθρωποι εξακολουθούν να είναι σχετικά αξιοπρεπείς, επειδή εκτελούν τα καθήκοντά τους με ειλικρίνεια. Ωστόσο, είναι σαφές σε όλους ότι για έναν Χριστιανό αυτό το είδος σχέσης είναι πολύ ανεπαρκές, γιατί δεν είναι χριστιανικό, αλλά καθαρά παγανιστικό.
2. Η δικαιοσύνη της ορθότητας. Αυτό το είδος δικαιοσύνης είναι ηθικά πολύ υψηλότερο από το προηγούμενο. Ορθό άνθρωπο αποκαλούμε εκείνον που στις σχέσεις του με τους άλλους προσπαθεί να ενεργεί όπως πρέπει, και όχι μόνο σύμφωνα με εξωτερικούς νόμους και έθιμα, αλλά γενικά, σύμφωνα με την συνείδησή του. Επομένως, είναι ήρεμος, ήμερος, ευγενικός και εξυπηρετικός σε όλους. Ανταποκρίνεται πρόθυμα σε ένα αίτημα για μια υπηρεσία και προσπαθεί να κάνει ό,τι υπόσχεται, συχνά απελευθερώνοντας έτσι άλλους ανθρώπους από δυσκολίες. Σε αντίθεση με τους ψυχρά νομιμόφρονες ανθρώπους, το να ζεις και να δουλεύεις με τόσο σωστούς, χρήσιμους ανθρώπους είναι εύκολο και ευχάριστο. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, όλα αυτά απέχουν πολύ από τον Χριστιανισμό, αφού μια τέτοια ευγένεια και ανταπόκριση δεν είναι πάντα σταθερή και πιστή στον εαυτό της, και, το πιο σημαντικό, σύντομα ξεθωριάζει και μαραίνεται (όπως λένε «σβήνει»). Και τότε το άτομο, που εξωτερικά φαίνεται και παραμένει σωστός και ευγενικός στις σχέσεις του με τους ανθρώπους, συνήθως προσπαθεί να τους ξεφορτωθεί σύντομα και ευγενικά, να απαλλαγεί από τα αιτήματα και τις ανάγκες τους.
3. Ο πλήρης τύπος δικαιοσύνης είναι η χριστιανική δικαιοσύνη – η δικαιοσύνη της χριστιανικής καρδιάς. Η βασική, σοφή και ταυτόχρονα σαφής και κατανοητή αρχή της εκφράζεται στο Ευαγγέλιο με τα λόγια: «Πάντα οὖν ὅσα ἂν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιῆτε αὐτοῖς»[1]. Και η Αποστολική Σύνοδος το επανέλαβε αυτό με αρνητική μορφή: «Μην κάνετε στους άλλους αυτό που δεν θέλετε να σας κάνουν» (Πράξεις 15:29)[2]. Έτσι, μη βάζετε στην ζωή κανένα ψέμα, κανένα ψεύδος, καμία δυσαρέσκεια, κανένα κακό. Όλοι οι άνθρωποι είναι πλησίον, μη τους κάνετε αυτό που δεν επιθυμείτε για τον εαυτό σας. Επιπλέον, όχι μόνο μην κάνετε το κακό, αλλά και να κάνετε το καλό, σύμφωνα με την συνείδησή σας, από καρδιάς, εμπνευσμένο από τον ευαγγελικό νόμο της αγάπης, του ελέους και της συγχώρεσης. Αν θέλετε να σας φέρονται εγκάρδια, ανοίξτε την καρδιά σας στον πλησίον σας. Και μην είστε εγωιστές, μη λαμβάνετε υπόψη μόνο τα δικαιώματά σας – όπως κάνουν οι νομιμόφρονες και οι ορθοί άνθρωποι – αλλά βάλτε το καλό και το ωφέλιμο του πλησίον σας πάνω απ’ όλα τα δικαιώματά σας, σύμφωνα με τον νόμο της χριστιανικής αγάπης.
Συμβαίνει συχνά και είθισται στην ζωή να είμαστε πολύ επιεικείς με τον εαυτό μας, και απαιτητικοί και αυστηροί απέναντι στους άλλους. Η χριστιανική δικαιοσύνη διδάσκει διαφορετικά. Ο Κύριος είπε: «Τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς; Ἢ πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου, ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἀπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου…»[3]. Επομένως, οι ασκητές του Χριστιανισμού, που ήταν τόσο θλιμμένοι για τις αμαρτίες τους και υπήρξαν αλύπητα αυστηροί και απαιτητικοί με τον εαυτό τους, ήταν τόσο συγχωρητικοί και συγκαταβατικοί απέναντι στους άλλους, καλύπτοντας με στοργή και αγάπη τις αδυναμίες του πλησίον τους. Και γενικά, ο χριστιανικός κανόνας της ζωής μάς διδάσκει ότι στις θλιβερές περιστάσεις του βίου, όπως για παράδειγμα, σε διαμάχες, προβλήματα κ.λπ., να αναζητούμε την αιτία τους όχι στους άλλους, αλλά στον εαυτό μας: στην αγάπη μας για την αμαρτία, την αδιαλλαξία, την υπερηφάνεια και τον εγωισμό. Έτσι, η χριστιανική δικαιοσύνη απαιτεί από εμάς να είμαστε επιεικείς απέναντι στους άλλους. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό. Μας καλεί να δούμε σε κάθε άνθρωπο ακριβώς έναν αδελφό: έναν αδελφό εν Χριστώ, ένα αγαπημένο δημιούργημα και την εικόνα του Παντοδύναμου Θεού. Και ανεξάρτητα από το μέγεθος της πτώσης του άνθρωπου αυτού, ανεξάρτητα από το πόσο έχει αμαυρώσει την εικόνα του Θεού μέσα του με τις αμαρτίες και τις κακίες, πρέπει ακόμα να αναζητούμε την σπίθα του Θεού στην ψυχή του – όπως κατάφερε να κάνει ο Ντοστογιέφσκι στις «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων»[4] (από την εμπειρία του στα καταναγκαστικά έργα). «Οι αμαρτίες είναι αμαρτίες, αλλά η βάση στον άνθρωπο είναι η εικόνα του Θεού… Να μισείς την αμαρτία, αλλά να αγαπάς τον αμαρτωλό», είπε κάποτε ο [Άγιος] π. Ιωάννης της Κρονστάνδης…
Μαζί με τον σεβασμό στην προσωπικότητα του πλησίον, πρέπει να υπάρχει και εμπιστοσύνη σε αυτόν. Αυτό είναι ιδιαιτέρως απαραίτητο όταν ένας άνθρωπος αφού έχει διαπράξει ένα έγκλημα, έπειτα ομολογεί την ενοχή του με την ευαγγελική λέξη «μετανοώ» και υπόσχεται διόρθωση. Πόσο συχνά η καλή πρόθεση ενός τέτοιου μετανοημένου ανθρώπου αντιμετωπίζεται με δυσπιστία και ψυχρότητα· και τότε η καλή επιθυμία για διόρθωση εξαφανίζεται και αντικαθίσταται από πικρία και μια καταστροφική απόφαση: «Ω, καλά, τότε περιμένετε, θα σας δείξω ποιος είμαι, θα πάρω εκδίκηση…». Ποιος ευθύνεται για το θάνατο αυτής της ψυχής;… Αντίθετα, ένας ειλικρινής, στοργικός Χριστιανός προσπαθεί με χαρά να ανταποκριθεί στην καλή παρόρμηση του πλησίον του, τονίζοντας την πλήρη εμπιστοσύνη και τον σεβασμό του προς αυτόν και συχνά υποστηρίζοντας και επιβεβαιώνοντας τον καλό δρόμο σε όσους εξακολουθούν να διστάζουν και δεν έχουν ενισχυθεί. Φυσικά, μερικές φορές συμβαίνει ένας άνθρωπος που έχει υποσχεθεί να βελτιωθεί, να καταχράται την εμπιστοσύνη του πλησίον του είτε από αδυναμία θέλησης, είτε από συνειδητή επιθυμία να εξαπατήσει. Αλλά μπορεί αυτό να καταστείλει το αίσθημα εμπιστοσύνης και καλοσύνης προς τον πλησίον σε έναν Χριστιανό πιστό; Άλλωστε, είναι τέκνο και οπαδός του νόμου της χριστιανικής αγάπης· εκείνης της αγάπης για την οποία ο Απόστολος [Παύλος] είπε ότι «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει»[5].
(συνεχίζεται)
[1] Ματθ. ζ΄ 12. [2] Το απόσπασμα αυτό δεν συναντάται στο ελληνικό κείμενο των Πράξεων. Στο ρωσικό κείμενο το απόσπασμα αυτό βρίσκεται ανάμεσα από το «ἀπέχεσθαι εἰδωλοθύτων καὶ αἵματος καὶ πνικτοῦ καὶ πορνείας» και το «ἐξ ὧν διατηροῦντες ἑαυτοὺς εὖ πράξετε. ἔῤῥωσθε». Όπως παρατηρεί ο σοφός ερμηνευτής και νεοφανής Πατέρας Αρχιεπίσκοπος Συρακουσών Αβέρκιος [της Ρωσικής Διασποράς, +1976] στην ερμηνεία του χωρίου το απόσπασμα αυτό (στο πρωτότυπο «не делать другим того, чего себе не хотят») «βρίσκεται μόνο σε λίγα αρχαία χειρόγραφα και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος δεν το αναφέρει στην ερμηνεία του» (архиепископ Аверкин [Таушев], Четвероевангелие. Апостол: Руководство к изучению Священного Писания Нового Завета, Москва, 2005, σελ. 452). [3] Ματθ. ζ΄ 5. [4] Παραθέτουμε τον τίτλο με τον οποίο κυκλοφορεί στην ελληνική γλώσσα και αυτό το σπουδαίο έργο του μεγάλου ορθόδοξου Ρώσου συγγραφέα. [5] Α Κορ. ιγ΄ 7.
*«Τι κατάπτωση! Πῶς, ὦ Ἰγνάτιε [ο Πατριάρχης Κων/πόλεως που χρησιμοποιούσε φράσεις αναγνωριστικές του πρωτείου του Πάπα], τόσο πολύ ξέχασες την ἱστορία τῆς ἐκκλησίας σου; Πῶς αρνήθηκες τήν ἀλήθειαν; Πῶς πρόδωσες τήν ὀρθοδοξίαν σου; Πῶς ἠσέβησας πρός τάς οἰκουμενικάς συνόδους; Πῶς ἐτόλμησας νά προσβάλης τούς 1000 πατέρας τῆς ἀνατολικῆς ἐκκλησίας, οι οποίοι πριν από ένα έτος [Σύνοδος του 880 στην Κων/πολη] καταδίκασαν τον Πάπα Νικόλαο για αίρεση; (Μελέτη Α..., 262).
*«Τι προς ταύτα να είπη τις; Να κλαύση ή να μυκτηρίση (=κοροϊδέψει) τας τοιαύτας των παπών της Δύσεως αξιώσεις; Φρονώ ότι δέον να κλαύση, διότι πολλά το Ελληνικόν Έθνος έχυσε δάκρυα δια τους τοιούτους πάπας, οίτινες εγένοντο οι κακοί δαίμονες της Ανατολικής Εκκλησίας και του Ελληνικού Έθνους» (Μελέτη Α..., 293).
~ Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, στό δίτομο ἔργο του