"Καὶ βγῆκαν τώρα κάτι δικοί μας
κυβερνῆτες, Ἕλληνες, σπορὰ τῆς ἐβραιουργιᾶς, ποὺ εἶπαν νὰ μᾶς σβήσουν τὴν Ἁγία
Πίστη, τὴν Ὀρθοδοξία, διότι ἡ Φραγκιὰ δὲν μᾶς θέλει μὲ τέτοιο ντύμα Ὀρθόδοξον.
Καὶ ἐκάθησα καὶ ἔκλαιγα διὰ τὰ νέα παθήματα.
Καὶ ἐπῆγα πάλιν εἰς τοὺς
φίλους μου τοὺς Ἁγίους. Ἄναψα τὰ καντήλια καὶ ἐλιβάνισα λιβάνιν καλὸν
ἁγιορείτικον. Καὶ σκουπίζοντας τὰ δάκρυά μου τοὺς εἶπα:
"Δὲν
βλέπετε ποῦ θέλουν νὰ κάνουν τὴν Ἑλλάδα παλιοψάθα; Βοηθεῖστε, διότι μᾶς
παίρνουν, αὐτοὶ οἱ μισοέλληνες καὶ ἄθρησκοι, ὅ,τι πολύτιμον τζιβαϊρικὸν ἔχομεν.
Φραγκεμένους μᾶς θέλουν τὰ
τσογλάνια τοῦ τρισκατάρατού του Πάπα. Μὴν ἀφήσετε, Ἅγιοί μου αὐτὰ τὰ γκιντὶ
πουλημένα κριγιάτατης τυραγνίας νὰ μασκαρέψουν καὶ νὰ ἀφανίσουν τοὺς Ἕλληνες,
κάνοντας περισσότερο κακὸ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ καταδέχθηκεν ὁ Τοῦρκος ὡς τίμιος ἐχθρός
μας". Καὶ εἶπαν οἱ ἄθρησκοι ποὺ ἐβάλαμεν εἰς τὸν σβέρκο μας νὰ μὴ
μανθάνουν τὰ παιδιὰ μᾶς Χριστὸν καὶ Παναγίαν, διότι θὰ μᾶς παρεξηγήσουν οἱ
ἰσχυροί.
Καὶ βγῆκαν ἀκόμη νὰ υποτάξουν
τὴν Ἐκκλησίαν, διότι ἔχει πολλὴν δύναμη και την φοβοῦνται. Καὶ εἶπαν λόγια
ἄπρεπα διὰ τοὺς παπάδες. Ἐμεῖς, μὲ σκιάν μας τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἐπολεμήσαμεν
ὁλοῦθε, σὲ κάστρα, σὲ ντερβένια, σὲ μπογάζια καὶ σὲ ταμπούργια. Καὶ αὐτὸς ὁ
Σταυρὸς μᾶς ἔσωσε.
Μᾶς ἔδωσε τὴν νίκη καὶ ἔχασε
(ὁδήγησε σὲ ἥττα) τὸν ἄπιστον Τοῦρκον. Τόση μικρότητα στὸν Σταυρό, τὸν σωτήρα
μας! Καὶ βρίζουν οἱ πουλημένοι εἰς τοὺς ξένους καὶ τοὺς παπάδες μας, τοὺς
ζυγίζουν ἀναντρους καὶ ἀπόλεμους. Ἐμεῖς τοὺς παπάδες τοὺς εἴχαμε μαζὶ εἰς κάθε
μετερίζι, εἰς κάθε πόνον καὶ δυστυχίαν. Ὄχι μόνον διὰ νὰ βλογᾶνε τὰ ὄπλα τὰ
ἱερά, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ μὲ ντουφέκι καὶ γιαταγάνι, πολεμώντας σὰν λεοντάρια.
Ντροπὴ Ἕλληνες"!