A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Τρίτη 23 Απριλίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Δ΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ: Εὐαγγέλιο - Ἡ Δ΄Οἰκουμενική Σύνοδος καί οἱ αἰρετικοί Μονοφυσίτες



Εὐαγγέλιο Κυριακής: Ματθ. (Ε´14 – 19)


Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη· οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ’ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. Οὕτως λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι ἀλλὰ πληρῶσαι. Αμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται. Ος ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτως τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ’ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.


Ἀπόδοση 

Σεις με το φωτεινόν σας παράδειγμα και τα λόγια του Ευαγγελίου είσθε το πνευματικόν φως της ανθρωπότητος. Οπως δε μία πόλις που είναι κτισμένη επάνω στο όρος, δεν ημπορεί να κρυφθή, έτσι και ο ιδικός σας βίος θα υποπίπτη, είτε το θέλετε είτε όχι, εις την αντίληψιν των ανθρώπων. Και όταν ανάπτουν λύχνον οι άνθρωποι, δεν τον θέτουν κάτω από τον κάδον, αλλά επάνω στον λυχνοστάτην, ώστε να φωτίζη όλους εκείνους που ευρίσκονται μέσα στο σπίτι. Το φως λοιπόν (που επήρατε από εμέ και είναι τώρα ιδικόν σας) έτσι ας λάμψη εμπρός στους ανθρώπους, δια να ίδουν τα καλά σας έργα και δοξάσουν τον Πατέρα σας τον ουράνιον, που έχει τέτοια ενάρετα τέκνα. Μη νομίσετε ότι ήλθα να καταλύσω τον νόμον του Μωϋσέως η την διδασκαλίαν των προφητών. Δεν ήλθα να καταλύσω αυτά, αλλά να τα τηρήσω, να τα εκπληρώσω και να τα ολοκληρώσω εις ένα τέλειον νόμον. Διότι σας διαβεβαιώ με πάσαν επισημότητα, ότι έως ότου υπάρχη ο ουρανός και η γη, ούτε ένα γιώτα η ένα κόμμα, δεν θα παραπέση από τον νόμον, μέχρι την στιγμήν που όλα θα επαληθεύσουν και θα πραγματοποιηθούν εις την ζωήν και το έργον μου. Εκείνος λοιπόν, που θα παραβή μίαν από τας εντολάς αυτάς, που φαίνονται μικραί και ασήμαντοι, και διδάξη έτσι τους ανθρώπους, θα ονμασθή ελάχιστος εις την βασιλείαν των ουρανών. Εκείνος όμως που θα αγωνισθή να τηρήση όλας τας εντολάς και διδάξη την τήρησιν αυτών και στους ανθρώπους, αυτός θα ανακηρυχθή μέγας εις την βασιλείαν των ουρανών.

Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα





Η Εκκλησία διαχρονικά προκαλείτο από διάφορους αιρετικούς. Τα προβλήματα που αυτοί προκαλούσαν, ως προβατόσχημοι λύκοι, καθώς και τα ζητήματα που προέκυπταν τα αντιμετώπιζε Συνοδικά. Διά των Συνόδων η Εκκλησία εξήγησε ό,τι ήταν ήδη παραδεδομένο από το Θεό -αλλά αμφισβητήθηκε από την αίρεση- και μάλιστα, κατα τρόπο που να μην επιδέχεται πλέον παρερμηνεία, ώστε οι πιστοί να γνωρίζουν επακριβώς την πίστη τους και έτσι, έχοντας ορθά θεολογικά κριτήρια, να μην παρασύρονται από τους κακοπροαίρετους αιρεσιάρχες. Το έτος 451 μ.Χ., λοιπόν, επί Αυτοκρατορίας του Αγίου Μαρκιανού και της Αγίας Πουλχερίας, συγκλήθηκε Σύνοδος από 630 Πατέρες στην Χαλκηδόνα (πόλη που βρίσκεται στις ακτές του Βοσπόρου, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη), η οποία εκαλείτο να αντιμετωπίσει την αίρεση του μονοφυσιτισμού, της οποίας κύριοι εκπρόσωποι απέβησαν οι αιρετικοί Ευτυχής και Διόσκορος. Η Σύνοδος του 451 αναγνωρίστηκε από την Εκκλησία ως η Δ’ Οικουμενική.

Ο Ευτυχής


Ο Ευτυχής ήταν αρχιμανδρίτης και ηγείτο ενός μοναστηριού στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με τη θεωρία του, στο ένα πρόσωπο του Ιησού Χριστού δεν υπάρχουν δύο φύσεις, αλλά μόνο μία, η Θεία, διότι δεν δεχόταν πως ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού, ως άνθρωπος, είχε ομοούσια φύση με την μητέρα του, την Κυρία Θεοτόκο. Το καίριο και κύριο αυτό δογματικό ολίσθημα ο Ευτυχής επιχειρούσε να δικαιολογήσει λέγοντας ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού απορροφήθηκε από τη Θεία του φύση. Έτσι ο Ευτυχής ακύρωνε το έργο της Θείας Οικονομίας.

Ως εκ τούτου, λοιπόν, ο Ευτυχής καθαιρέθηκε, από Ενδημούσα Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία συγκλήθηκε με Πρόεδρο τον Αρχιεπίσκοπο τον Άγιο Φλαβιανό. Ο αιρεσιάρχης Ευτυχής, όμως, συνεργούντος του Χρυσαφίου, κατάφερε να πετύχει αποκατάστασή του με σύγκλιση μεγάλης συνόδου στήν Έφεσο, όπου αυτή τη φορά προήδρευε ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Διόσκορος. Η σύνοδος αυτή έγινε το 449 και ονομάστηκε Ληστρική, λόγω των θλιβερών και αντιεκκλησιαστικών γεγονότων που σημειώθηκαν κατά την διάρκειά της.

Ο Διόσκορος

Ο Διόσκορος, σύμφωνα με τις πηγές, συντάχθηκε με τον αιρετικό Ευτυχή και μάλιστα προέβηκε σε κάθε ενέργεια, προκειμένου να επικρατήσει η θεωρία του μονοφυσιτισμού. Η φράση που εκφώνησε «συντιθέμεθα τούτοις και ημείς πάντες», θα μείνει στην ιστορία. Ο Διόσκορος αποκατέστησε τον Ευτυχή και διακήρυξε τη θεολογική του συμφωνία με τον εν λόγω αιρεσιάρχη, εξάσκησε ψυχολογική βία και απείλησε με σωματική εξόντωση όσους θα τολμούσαν να διαφωνήσουν μαζί του, καθαίρεσε και φόνευσε τον Άγιο Φλαβιανό.

Η Σύνοδος του 451 μ. Χ.


Ο αυτοκράτορας Μαρκιανός συγκάλεσε το 451 την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Χαλκηδόνα με σκοπό την αντιμετώπιση της αίρεσης του μονοφυσιτισμού και των πρωταγωνιστών της λεγόμενης Ληστρικής συνόδου.
Στη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, λοιπόν, καθαιρέθηκε ο Ευτυχής και ο Διόσκορος και παράλληλα διατυπώθηκε ο περίφημος, πλέον, Όρος:
«Επόμενοι τοίνυν τοις Αγίοις Πατράσιν, ένα και τον αυτόν ομολογείν Υιόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν συμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, τέλειον τον αυτόν εν θεότητι και τέλειον τον αυτόν εν ανθρωπότητι, Θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν εκ ψυχής λογικής και σώματος, ομοούσιον τω Πατρί κατά την Θεότητα και ομοούσιον ημίν κατά την ανθρωπότητα, κατά πάντα όμοιον ημίν χωρίς αμαρτίας· προ αιώνων μεν εκ του Πατρός γεννηθέντα κατά την Θεότητα, επ’ εσχάτων δε των ημερών τον αυτόν δι’ ημάς και διά την ημετέραν σωτηρίαν εκ Μαρίας της Παρθένου της Θεοτόκου κατά την ανθρωπότητα, ένα και τον αυτόν Χριστόν, Υιόν, Κύριον, Μονογενή, εν δύ,ο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον, ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης διά την ένωσιν, σωζομένης δε μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως και εις εν πρόσωπον και μίαν υπόστασιν συντρεχούσης, ουκ εις δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, αλλ’ ένα και τον αυτόν Υιόν Μονογενή, Θεόν Λόγον, Κύριον Ιησούν Χριστόν, καθάπερ άνωθεν οι προφήται περί αυτού και αυτός ημάς Ιησούς Χριστός εξεπαίδευσε και το των Πατέρων ημίν παρέδωκε Σύμβολον».

Τέλος οι Άγιοι και θεοφόροι Πατέρες εξέδωσαν 30 Ιερούς κανόνες οι οποίοι περιέχονται στο Ιερό Πηδάλιο και έχουν να κάνουν με την ορθή διοίκηση της Εκκλησίας μας.
Φυσικά η Δ ΄ Οικουμενική Σύνοδος, δεν έφερε κάτι το καινούργιο που δεν υπήρχε μέχρι τότε στο χώρο της Εκκλησίας μας. Αυτό που ήδη υφίστατο και το βίωνε το σώμα των πιστών, οι Άγιοι Πατέρες το διευκρίνισαν το οριοθέτησαν, και έτσι βοηθήθηκαν και βοηθούμαστε οι πιστοί στο να γνωρίζουμε ποια ακριβώς είναι η Πίστη μας. Ποιοι οι όροι αυτής της πίστεως με τις τόσες υπαρξιακές προεκτάσεις στη ζωή μας.
Μετά δε την υπογραφή του Όρου, οι Θεοφόροι Πατέρες αναφώνησαν προς τον Αυτοκράτορα:
«Διά σου βεβαία η πίστις. Τους αιρετικούς συ εδίωξας. Νεστορίω καί Ευτυχεί ανάθεμα. Ανάθεμα και Διοσκόρω … Νεστορίω και Ευτυχεί και Διοσκόρω ανάθεμα … τους αιρετικούς υμείς εξεβάλετε· Νεστορίω και Ευτυχεί και Διοσκόρω ανάθεμα. Η Τριάς τους τρεις καθείλε· η Τριάς τους τρεις εξέβαλε».
Σημ: αρκετά χρόνια αργότερα, το 787, η Ζ´ Οικουμενική Σύνοδος αποκάλεσε τον Διόσκορο επίσης αιρετικό.

Παναγιώτης Θεοδώρου, Θεολόγος.
 



Περισσότερες λεπτομέρειες για την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο
Σύγκληση και σύνθεση της Συνόδου


Η Σύνοδος συγκλήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 451. Μετά από το καθολικό αίτημα των μελών της εκκλησίας οι νέοι αυτοκράτορεςΜαρκιανός και Πουλχερία αποφάσισαν να ικανοποιήσουν τα αίτημα της εκκλησίας ώστε να επιλυθεί το παρατεινόμενο και διογκούμενο πρόβλημα της χριστολογικής έριδας. Η σύνοδος τελικώς συγκροτήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμένα στο ναό της Αγίας Ευφημίας , στο προάστιο της πόλεως που αποκαλείτο Χαλκηδόνα. Το προσκλητήριο παραδόθηκε στους επισκόπους προς συγκρότηση της συνόδου για τη Νίκαια της Βιθυνίας στις 1 Σεπτεμβρίου του 451 αρχικώς, λόγω όμως «της απασχολήσεως του αυτοκράτορος εις πολεμικάς προπαρασκευάς, ως και διαφόρων μηχανορραφιών του Διοσκόρου, διετάχθη η μεταφορά της έδρας»,  με αποτέλεσμα η σύνοδος να καθυστερήσει ένα και πλέον μήνα.
Η σύνοδος της Χαλκηδόνος αποτέλεσε τη μεγαλύτερη σε συμμετοχήΟικουμενική Σύνοδο αφού συμμετείχαν σε αυτή περίπου 630 επίσκοποι,  αν και έχει εκφραστεί η άποψη ότι σε κάθε συνεδρία είναι πιθανό να μην παρευρίσκοντο περισσότεροι από 350.
 Προεδρεύοντες της συνόδου ήταν ο Ανατόλιος επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και οι παπικοί αντιπρόσωποι, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν για την τάξη της συνόδου οι αυτοκρατορικοί αντιπρόσωποι. Ο Πάπας Λεόντιος δεν παρευρέθη στη σύνοδο επικαλούμενος την ανάγκη παρουσίας του στην Ιταλία λόγω των επιδρομών του Αττίλα.  Κυριότερες προσωπικότητες της συνόδου ήταν ο Μάξιμος Αντιοχείας, ο Ιουβενάλιος Ιεροσολύμων, οι Πασχασίνος,Λουκίνσιος,  Βονιφάτιος  και Ιουλιανός, αντιπρόσωποι του Πάπα Ρώμης στη σύνοδο, ο Δορυλαίου Ευσέβιος και ο Θεοδώρητος Κύρου .

Οι διεργασίες και το έργο της Συνόδου

Η Σύνοδος κατά την πρώτη συνεδρία κήρυξε τη «Ληστρική» σύνοδο της Εφέσου ως παράνομη και καταδίκασε άμεσα το Διόσκορο για τα πεπραγμένα του κατά τη διάρκεια της Ληστρικής συνόδου. Επίσης καταδίκασε τον Ευτυχή και τις απόψεις του, ενώ αποκατέστησε τους αναθεματισμένους επισκόπους της «Ληστρικής» συνόδου. Ταυτόχρονα δικαίωσε και το Φλαβιανό Κωνσταντινουπόλεως, αφού έκανε δεκτό το δογματικό χριστολογικό όρο που είχε αποδώσει στον ΑυτοκράτοραΘεοδόσιο Β΄. Μετά την αποκατάσταση της τάξης η σύνοδος προέβη στο κανονικό και δογματικό της έργο. Βάση του δογματικού όρου υπήρξε αναμφισβητήτως ο «Όρος των Διαλλαγών» καθώς και «η χριστολογική διδασκαλία των Αλεξανδρινών θεολόγων και μάλιστα του Κυρίλλου Αλεξανδρείας της των Αντιοχέων και ιδιαίτατα του Θεοδώρητου, και της των δυτικών, ως απετυπώθη από τη επιστολή Λέοντος προς τον Φλαβιανόν». Σε αυτή τη φάση μάλιστα μετά τη μεγάλη νίκη της Αλεξανδρινής θεολογίας στη Γ΄ Οικουμενική σύνοδο θα λέγαμε πως παρατηρήθηκε μεγάλη νίκη των αντιοχειανών θεολόγων.

Η Σύνοδος της Χαλκηδόνας οριστικά απέρριψε πως ο Ιησούς  Χριστός είναι «ψιλός» άνθρωπος και πως ο Λόγος απλώς εγκατοίκησε στο σώμα του Ιησού και πως η ένωσή Του ήταν απλώς ηθική και εν απλή συνάφεια (Νεστοριανισμός). Ταυτόχρονα τώρα απέκλεισε σύγκραση, σύγχυση ή τροπή των δύο φύσεων καθώς και την περίπτωση της μη ομοουσιότητας του σώματος του Χριστού προς την ανθρώπινη φύση και το πάθος της θεϊκής υποστάσεως (μονοφυσιτισμός). Διακήρυξε δε πως ο Ιησούς Χριστός είναι τέλειος θεός και τέλειος άνθρωπος, ομοούσιος καθεκάστη φύση προς το Θεό και τον άνθρωπο, πως η ένωση τελέσθη αδιαιρέτως και αχωρίστως (νεστοριανισμός), ασυγχήτως και ατρέπτως (μονοφυσιτισμός) σε μία υπόσταση. «Η δογματική αυτή διατύπωση, βασισθείσα επί της Αγίας Γραφής και της προηγηθείσης δογματικής παραδόσεως και εξελίξεως εν τη εκκλησία, αποτελεί επιτυχή και ορθόδοξον σύνθεσιν ένθεν μεν της νεστοριανικής διαιρέσεως του ενός χριστού και των δύο φύσεων αυτού, ετερώθεν δε της μονοφυστικής ενώσεως του ενός Χριστού και των δύο εν Χριστώ φύσεων». Επιπρόσθετα εκηρώθησαν τα σύμβολα των Α΄, Β΄ και Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ενώ συντελέσθη και ιδιαίτερα σημαντικό κανονικό έργο, το οποίο αποδίδεται σε 30 κανόνες με ιδιαίτερη βάση σε διοικητικά ζητήματα.