A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Ο ΝΕΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Ο ΝΕΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2025

Ἄγνωστη Ἱστορικὴ Ἐπιστολὴ Ἁγίου Ἱεράρχου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου

 

Εἰσαγωγικὸ

Μέχρι τώρα γνωρίζαμε ἀπὸ τὴν ἱστορία τὴν σημαντικὴ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Κυκλάδων Γερμανὸ τῆς 9ης Νοεμβρίου 1937, μέσῳ τῆς ὁποίας τὸν ἔψεγε ποὺ ἀκολούθησε τὸν Ἐπίσκοπο Βρεσθένης Ματθαῖο στὸν χωρισμὸ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη Δημητριάδος Γερμανό. Οἱ ἀποκηρύξεις τῶν ἀποσχιστῶν Ἐπισκόπων συνέβησαν τὸν Σεπτέμβριο τοῦ ἔτους ἐκείνου καὶ ἀποτέλεσαν μεγάλο πλῆγμα στὸν ἱερὸ Ἀγῶνα τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας κατὰ τῆς Ἡμερολογιακῆς Καινοτομίας τοῦ 1924.
Ὡς γνωστόν, ἡ ἀκραία ὁμάδα περὶ τὸν Βρεσθένης Ματθαῖο -ποὺ ἀκολούθησε τότε καὶ ὁ Κυκλάδων Γερμανὸς- βρῆκε ὡς πρόφαση γιὰ τὴν διάσπασή της ἐκκλησιολογικῆς φύσεως διευκρινίσεις, στὶς ὁποῖες εἶχαν προβεῖ οἱ Ὁμολογητὲς Ἱεράρχες Δημητριάδος Γερμανὸς καὶ πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος σχετικὰ μὲ τὰ ἰσχύοντα -σύμφωνα μὲ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες- γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση καὶ θέση ὅσων δέχθηκαν τὴν Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία.
Περὶ τῶν λεπτομερειῶν τῆς τραγικῆς ἐκείνης διασπάσεως ἔχουμε ἀναφερθεῖ σὲ ἱστορικὸ ἔργο μας, στὸ ὁποῖο παραπέμπουμε τὸν ἐνδιαφερόμενο (βλ. Ἐπίσκοπος Μαγνησίας Χρυσόστομος Νασλίμης, 1910-1973, Ἀκατάβλητος Ἀγωνιστὴς Πίστεως καὶ Ὑπομονῆς, τόμος Α΄, Ἀθήνα 2019, σελ. 162-181).
Ἡ γνωστὴ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου πρώην Φλωρίνης πρὸς τὸν παρασυρθέντα στὴν σύμπηξη Παρασυναγωγῆς Ἐπίσκοπο Κυκλάδων Γερμανὸ δημοσιεύθηκε ἤδη ἀπὸ τοῦ 1973 ἀπὸ τὸν λόγιο Ἁγιορείτη τότε Μοναχὸ π. Θεοδώρητο σὲ εἰδικὴ μελέτη του, ἐνῶ ἔγινε εὐρύτερα γνωστὴ διὰ τῆς συμπεριλήψεώς της στὸ ἔργο: Μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης – Ἀγωνιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἔθνους, Ἀθῆναι 1981, σελ. 76-84, ὑπὸ τῶν Ἐπιμελητῶν Ἠλία Ἀγγελόπουλου καὶ Διονυσίου Μπατιστάτου.
Σὲ αὐτήν, ὁ συντάκτης ἀναφέρει ὅτι ἀπαντᾶ σὲ ἔντυπη ἀνταπάντηση ἀπὸ 20-10-1937 τοῦ ἀποδέκτου, καὶ μάλιστα τοῦ θυμίζει ὅτι πρὶν νὰ κυκλοφορήσει αὐτὴν ἐντύπως πρὸς τὸ πλήρωμα τῶν πιστῶν θὰ ἔπρεπε κατὰ λογικὴ ἀπαίτηση καὶ στοιχειώδη ἀξιοπρέπεια νὰ τὴν εἶχε ἀπευθύνει πρωτίστως σὲ αὐτὸν (τὸν πρώην Φλωρίνης) ὡς φυσικὸ ἀποδέκτη της. Ἀλλὰ σὲ ποιά Ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου πρώην Φλωρίνης ἀπαντοῦσε ὁ Κυκλάδων διὰ τοῦ λανθασμένου τούτου τρόπου;
Ἀπὸ τὴν ἔρευνά μας σὲ ἱστορικὰ ἀρχεῖα τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν Ἀγῶνος, ἐξ ἀγάπης πρὸς Αὐτὸν κινούμενοι, ἀνακαλύψαμε ἀκριβῶς τὴν ἀρχικὴ Ἐπιστολὴ τοῦ πρώην Φλωρίνης πρὸς τὸν Κυκλάδων μὲ ἡμερομηνία 14-10-1937, σὲ δακτυλογραφημένο κείμενο 15 σελίδων, στὸ ὁποῖο μόνον ἡ τελευταία σελίδα παρουσιάζει κάποια μικρὴ φθορά, χωρὶς ὅμως πρόβλημα στὴν κατανόηση τοῦ περιεχομένου.
Χάριν λοιπὸν τῆς ἱστορίας, τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθείας προβαίνουμε στὴν γιὰ πρώτη φορὰ δημοσιοποίησή της, διότι ἕνα κείμενο τόσης ἱστορικῆς σημασίας δὲν πρέπει νὰ παραμένει ἄγνωστο καὶ ἀκοινολόγητο καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸν ἀδικαιολόγητο φόβο μὴ τυχὸν κάποιος ἐκ τῶν ἡμετέρων ἤ τῶν ὑπεναντίων «σκανδαλισθεῖ». Ἄν «φοβόμαστε» τὰ κείμενα τοῦ κατὰ Θεὸν Ἡγέτου ἡμῶν, τότε δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ ἀποκαλούμαστε ἀληθινὰ τέκνα του οὔτε νὰ ἐμφανιζόμαστε ὡς ὑποτιθέμενοι διάδοχοι τοῦ Γίγαντος αὐτοῦ τῆς Πίστεως.
Δηλώνουμε ὅτι δὲν ἀναξέουμε πληγὲς οὔτε ἐπαναφέρουμε στὸ προσκήνιο θέματα εὐαίσθητα καὶ ἀντιλεγόμενα. Ἁπλὰ καταθέτουμε τὴν φωτισμένη σκέψη, μαρτυρία καὶ ὁμολογία τοῦ Ἁγίου Προκαθημένου μας σὲ ἐποχὴ θλιβερή, στὴν προσπάθειά του νὰ διδάξει, νουθετήσει καὶ ἐπαναφέρει στὴν ὀρθὴ ὁδὸ ἐκτρεπομένους ἀδελφούς. Τὸ πνεῦμα του, οἱ γνώσεις του, τὸ ἦθος του, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπιβεβλημένη αὐστηρότητά του, συγκερασμένη μὲ εὐγένεια, ἀποτελοῦν πηγὴ ἐμπνεύσεως γιὰ κάθε καλοπροαίρετο Ἀγωνιστὴ τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει πληγεῖ ἀπὸ τὸ ἀπαίσιο μικρόβιο τῆς μικροπρέπειας, τῆς ἐριστικότητας, τῆς διχοστασίας, τοῦ φανατισμοῦ καὶ τῆς ἀκαταστασίας.
Εἶναι σαφὲς ὅτι παρὰ τὴν φαινομενικὴ ὑποχώρησή του μεταγενέστερα, προκειμένου νὰ οἰκονομήσει ἀκόμη καὶ αὐτὸν τὸν Κυκλάδων Γερμανό (1950 κ.ἑ.), ἡ διαυγὴς μαρτυρία τοῦ Ἁγίου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου εἶναι θεμελιώδης. Ἡ δὲ τακτική του γιὰ ἐπίδειξη συγκαταβάσεως σὲ προβληματικούς, προκειμένου νὰ ὑπηρετηθεῖ ἡ καλῶς νοουμένη ἑνότητα τῶν γνησίων Ὀρθοδόξων, εἶναι φυσικὰ ἀξιέπαινη, διότι ἐνεφορεῖτο ἀπὸ ἁγνὲς διαθέσεις. Τοῦτο ὅμως δὲν σημαίνει ἀπεμπόληση τῶν βασικῶν θέσεων, οἱ ὁποῖες συγκροτοῦν τὸ ὑγιὲς θεμέλιο τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος μας.
Κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη βεβαίως δὲν εἶχε ἀκόμη τεθεῖ τὸ σοβαρὸ θέμα Πίστεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς ὅλης μέχρι σήμερα θεαματικῆς ἐξελίξεώς του. Ἐν τούτοις, τὸ σκεπτικὸ περὶ τῆς σημασίας τῆς Πανορθοδόξου Συνοδικῆς ἀποφάνσεως ὡς ἐσχάτου κριτηρίου στὰ ἐπίδικα ἐκκλησιαστικὰ θέματα δὲν δύναται νὰ ἀγνοηθεῖ καὶ νὰ παρακαμφθεῖ, ἄν πρέπει νὰ τηρηθοῦν τὰ Ὀρθόδοξα Κανονικὰ πλαίσια, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Ὁμολογητὴ Ἱεράρχη, καὶ νὰ ἀποφευχθοῦν οἱ παρακινδυνευμένες προσωπικὲς καὶ ἀτομικὲς ἀπόψεις. Ἀλλὰ τοῦτο δὲν ἀποκλείει τὴν ἔκφραση ἀρχιερατικῆς διαγνώμης ἐπὶ θεμάτων Πίστεως, εἴτε μεμονωμένα εἴτε Συνοδικά, σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο, κατὰ τὴν θεμιτὴ ἐκκλησιαστικὴ διαδικασία ἀντιμετωπίσεως κρίσεων, οἱ ὁποῖες συνταράσσουν τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Στὴν παροῦσα Ἐπιστολὴ τῆς 14-10-1937 ἀντιμετωπίζονται ἀρχικὰ διοικητικὰ θέματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τὰ ὁποῖα ἐπέφεραν ρήξη στὶς σχέσεις τῶν Ἀρχιερέων μὲ μικρὴ ὁμάδα λαϊκῶν τῆς «Ἑλληνικῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος», οἱ ὁποῖοι δὲν ἤθελαν τὴν κανονικὴ ὑποταγή τους σὲ αὐτούς, ἀλλὰ τὴν συνέχιση τῆς «διοικήσεως» τῶν θεμάτων τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος ὅπως εἶχαν μάθει ἀπὸ πρὶν ποὺ ἦσαν ἄνευ Ἐπισκοπικῆς καλύψεως. Γιὰ τὴν κατανόηση ὅσων ἀναφέρονται στὴν Ἐπιστολὴ ἐπὶ τοῦ ζητήματος αὐτοῦ, ἐν μέρει τουλάχιστον, παραπέμπουμε καὶ πάλι στὸ ὡς ἄνω ἱστορικὸ ἔργο μας (βλ. Ἐπίσκοπος Μαγνησίας Χρυσόστομος Νασλίμης, τ. Α΄, σελ. 109-111).
Ἐπίσης, θίγονται εὐρύτερα θέματα προβληματικῆς συμπεριφορᾶς καὶ τακτικῆς τοῦ Ἐπισκόπου Κυκλάδων Γερμανοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν σεβόταν καὶ δὲν ὑπολόγιζε τὴν κανονικὴ Συνοδικὴ τάξη καὶ σειρά. Ἦταν ἄρα ἀναμενόμενο ἡ στάση του νὰ ἐκτραπεῖ ἐντελῶς καὶ νὰ φθάσει στὸ ἀπροχώρητο. Ὅταν κάποιος ἔχει μάθει νὰ αὐθαιρετεῖ χωρὶς νὰ ὑπολογίζει τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέσμια, εἶναι ζήτημα χρόνου νὰ ἐξευρεθεῖ κάποια αἰτία καὶ ἀφορμὴ γιὰ νὰ τὴν χρησιμοποιήσει καταλλήλως, ὥστε νὰ ἐκπληρώσει μύχιους πόθους ἀνεξαρτητοποιήσεως καὶ οὐσιαστικὰ βυθίσεώς του σὲ ἀντι-εκκλησιαστικὴ πορεία στὸ ἀδιέξοδο τῆς πλάνης του.
Εἶναι δυστυχῶς παρατηρημένο καὶ ἐπαναλαμβανόμενο τὸ τραγικὸ φαινόμενο στὴν ἱστορία τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος μας, παλαιὰ καὶ σύγχρονη, ὅτι τὰ μοιραῖα ἐκεῖνα πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἀνέλαβαν μετὰ πάσης ἀδιακρισίας νὰ ξεκαθαρίσουν δῆθεν τὰ θέματα Πίστεως, ἀπεδείχθησαν τόσο κακεντρεχῆ ἔναντι τῶν ὑποτιθεμένων «ἐχθρῶν» τους τοῦ χώρου μας καὶ τόσο σκανδαλωδῶς ἀκατάστατα, ὥστε ἡ βλάβη καὶ ταραχὴ ποὺ προξένησαν νὰ εἶναι ἀπείρως μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν δῆθεν ὠφέλεια ποὺ σκόπευαν νὰ προκαλέσουν. Ὁ Θεὸς νὰ ἐλεήσει ζῶντας καὶ κεκοιμημένους γιὰ τὴν τραγικὴ κατάπτωσή τους ἕνεκα τῆς «ἀκριβείας τῆς πίστεως»!…
Ἐν συνεχείᾳ, ὡς πρὸς τὴν Ἐπιστολὴ τῆς 14-10-1937, ὁ Ἅγιος πρώην Φλωρίνης προβαίνει σὲ θαυμαστὴ διευκρίνιση τοῦ νοήματος τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος καὶ τῶν ὀρθῶν Κανονικῶν πλαισίων του, πρὸς ἀποσόβηση κάθε μορφῆς ζημιογόνας ἀκρότητος καὶ ἐκτροπῆς. Τονίζουμε ὅτι ὁ ἐκ δεξιῶν πειρασμὸς τῆς δῆθεν ἀπολύτου ἀκριβείας στὸν χῶρο μας μόνον ζημία προξενοῦσε ἀνέκαθεν λόγῳ ἀγνοίας, πείσματος καὶ ζήλου «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν», ματαιώνοντας κάθε προσδοκία ἀγαθῆς ἐπιδράσεως γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν ἐπίλυση τῆς δημιουργηθείσης διαστάσεως.
Τέλος, ὑπάρχουν ἀπολογητικῆς φύσεως διαβεβαιώσεις, ἐφ’ ὅσον οἱ πάσης φύσεως προβληματικοὶ τοῦ χώρου μας ἦταν συνήθως ἰδιαίτερα ἐπιρρεπεῖς σὲ καλπάζουσα φαντασιο(σ)κοπία, θεωροῦντες τὰ ἀπίθανα συμπεράσματα τῆς παραλόγου φαντασίας τους ὡς ἀκραδάντως ἰσχυρὰ δεδομένα, προκειμένου νὰ παρασύρουν σὲ ὄλεθρο πλάνης ἀστήρικτες ψυχές.
Εὐχαριστοῦμε τὸν Ἅγιο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀναδεικνύουμε τὴν εὐλογημένη διδασκαλία του καὶ νὰ ἀποκαθιστοῦμε τὴν τρωθεῖσα τιμὴ καὶ ἀξία τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος μας. Εὐχόμαστε οἱ Κανονικὲς ἀρχές του, τὸ ἀξεπέραστο ἦθος του, ἡ θαυμαστὴ ὑπομονή του, ὅπως καὶ οἱ ἅγιες εὐχές του, νὰ ἀποτελοῦν Φάρο φωτεινὸ στὴν κατὰ Θεὸν πορεία μας, καίτοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι ἐγκλωβισμένοι στὶς προκαταλήψεις καὶ τὶς φοβίες τους, ὅπως καὶ τὰ «ζιζάνια» τοῦ πονηροῦ, δὲν θὰ παύσουν νὰ ἀντιστρατεύονται κάθε ἀγαθὴ προσπάθεια καὶ μαρτυρία ὑπὲρ οἰκοδομῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ψυχῶν.
Ἡ ἐντὸς ἀγκυλῶν [] ἐπεξηγήσεις τοῦ κειμένου εἶναι ἡμέτερες.

+Λ.&Π.Κλ.
9/22-7-2025

Τὸ κείμενο τῆς Ἐπιστολῆς:

Πρὸς τὸν Θεοφιλέστατον Ἐπίσκοπον Ἅγιον Κυκλάδων
Γερμανὸν Βαρικόπουλον
Ἐνταῦθα

            Τὸ διὰ Δικαστικοῦ Κλητῆρος καὶ ὑπὸ χρονολογίαν 6ης Σεπτεμβρίου [1937] σταλὲν ὑπὸ τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας ἔγγραφον, δι’ οὗ δηλοῖ Αὕτη, ὅτι ἀποκηρύττει ἡμᾶς καὶ τάσσεται παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἀναγνωσθὲν ἐπὶ Συνόδου, ἐνεποίησε θλιβερὰν ἐντύπωσιν, διότι ἔδωκεν ἡμῖν πλῆρες τὸ μέτρον τῆς διανοητικῆς καὶ ψυχικῆς ἀκαταστασίας Αὐτῆς.
            Διὰ τοῦ ἐγγράφου τούτου, ὡς ἠδυνήθημεν ἐκ τῆς ὅλης ἀσυναρτησίας του νὰ συμπεράνωμεν, ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, συγκλώθουσα τὰ ἀσύγκλωστα [συνυφαίνοντας αὐτὰ ποὺ δὲν συνυφαίνονται] καὶ συνδυάζουσα τὰ ἀσυνδύαστα, πειρᾶται μάτην νὰ δικαιολογήσῃ τὴν ἀπονενοημένην [ἀνέλπιδα] ἀπόσχισίν Της ἀφ’ ἡμῶν, παρ’ ὧν κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, ὡς λέγει Αὕτη, ἔλαβε καὶ τὸν Ἐπισκοπικὸν βαθμὸν ὅλως ἀνελπίστως κατὰ τὸ γῆρας Της, ὅν μάτην ἐπεδίωξε κατὰ τὴν ἀκμὴν τῆς ἡλικίας Της. Παρατρέχοντες τὰς ἀναξίας λόγου ὑπηρεσίας Της ἀναφορικῶς πρὸς τὴν ἄρνησιν Αὐτῆς νὰ δεχθῇ δῆθεν τὴν ἀρχηγίαν τοῦ ἀγῶνος καὶ τὰς προσπαθείας Της, ὅπως συνδιαλλάξῃ πρὶν ἤ μεταβῇ εἰς ἐξορίαν, τὰ δύο ἀντιμαχόμενα Συμβούλια τῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος, προβαίνομεν εἰς τὴν ἀνάλυσιν καὶ ἀνασκευὴν τῶν ὑπ’ Αὐτῆς ἀναφερομένων εἰς τὴν δευτέραν σελίδα γεγονότων, τῶν συμβάντων μετὰ τὴν ἐπάνοδον ἡμῶν ἐκ τῆς ἐξορίας [Ὀκτώβριος 1935] καὶ ἀφορώντων τὴν ἀντικατάστασιν τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος Μπενηψάλτου καὶ Γαμβρούλια.
            Εἰς τὴν ἀφήγησιν τῶν γεγονότων τούτων ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία ἀγωνίζεται νὰ διεκδικήσῃ τὸ πρωτάθλημα τοῦ ψεύδους, τῆς ἀσυνειδησίας καὶ τῆς κακοπιστίας, φαινομένη κατωτέρα καὶ τοῦ κοινοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ψεῦδος ἀσύστολον τὸ λεγόμενον ὑπ’ Αὐτῆς, ὅτι εἰς τὴν πρώτην Συνεδρίαν τῶν παλαιοημερολογιτῶν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Τριῶν Παρθένων [Βοτανικός Ἀθηνῶν], εἰς ἥν ἀντεπροσώπευσα τὸν ἀδιαθετοῦντα τότε Σεβασμιώτατον Πρόεδρον Ἅγιον Δημητριάδος [Γερμανόν], ἐζήτησα ἐγὼ τὴν διάλυσιν τῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος διότι ἐτόνισα ῥητῶς, ὅτι ἡ Κοινότης, χωρὶς νὰ παύσῃ ὑφισταμένη, ἄγεται ἤδη εἰς Ἐκκλησίαν, ἀφ’ ἧς ἐποχῆς ἐτέθησαν ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ Ἀγῶνος οἱ Ἀρχιερεῖς [Μάϊος 1935], καθ’ ὅσον, ὅπου Ἐπίσκοπος ἐκεῖ καὶ Ἐκκλησία.
            Ἐπίσης, εἶναι ψεῦδος τὸ λεγόμενον ὑπ’ Αὐτῆς, ὅτι ἔκτοτε συνεπείᾳ τῶν διαμαρτυριῶν τοῦ Κέντρου καὶ τῶν Παραρτημάτων ἐπῆλθεν ἡ τελεία διάσπασις τῆς Κοινότητος, διότι τὴν πρότασίν μου ταύτην ἐπεκρότησε σύμπασα ἡ Συνέλευσις, ἐκτὸς τοῦ τότε Προέδρου τοῦ Δ. Συμβουλίου κ. Παράσχου καί τινων ψυχοπαθῶν ἐγκαθέτων Μάνεση καὶ Γούναρη, ἐχόντων συμφέρον νὰ διαχειρίζηται τὸ Δ. Συμβούλιον τῆς Κοινότητος τὰς προσόδους τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἀπόδειξις εἶναι, ὅτι ἡ ἐκλογικὴ Συνέλευσις ἀπεδοκίμασε τὸ Δ. Συμβούλιον τοῦ Παράσχου καὶ Γούναρη, καὶ ἀντικατέστησε τοῦτο διὰ τοῦ Συμβουλίου Μπενῆ-Ψάλτου καὶ Γαμβρούλια σχεδὸν διὰ παμψηφίας. Τὰ δὲ Παραρτήματα, οὐ μόνον δὲν διεμαρτυρήθησαν, ὡς λέγει Αὕτη κακοπίστως, ἀλλὰ καὶ ἔσπευσαν νὰ δηλώσουν, ὅτι τάσσονται ἀνεπιφυλάκτως παρὰ τὸ πλευρὸν τῶν Ἀρχιερέων.
            Μόνην παραφωνίαν εἰς τὴν ὁμοφωνίαν ταύτην ἀπετέλεσεν ἡ παρασυναγωγὴ Γούναρη καὶ Μάνεση, παραιτηθέντες τοῦ Παράσχου, μετά τινων ὀπαδῶν, ἀριθμουμένων εἰς τὰ δάκτυλα τῆς μιᾶς χειρός, οἵτινες ἐχαρακτηρίσθησαν καὶ ὑπ’ Αὐτῆς τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας ὡς παράφρονες. Ὅσα δὲ λέγει ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία περὶ τοῦ διορισμοῦ ἐξ ὀφφικίου παρ’ ἡμῶν τοῦ νέου Διοικ. Συμβουλίου, καὶ περὶ ἀναμίξεως τοῦ Ἀρσενίου Κοττέα [Ἁγιορείτου Μοναχοῦ], ὡς ἐργάτου Σατανικοῦ, διευθύνοντος δῆθεν τὸν ἀγῶνα ἐκ τῶν παρασκηνίων τῇ ἀνοχῇ ἡμῶν τῶν δύο, δίδωσιν ἡμῖν τὸ μέτρον τῆς ἀσυνειδησίας καὶ τῆς κακοπιστίας Αὐτῆς. Διότι καὶ περὶ τοῦ διορισμοῦ του ἐξ ὀφφικίου τοῦ νέου Δ. Συμβουλίου καὶ τοῦ καταλόγου τῶν ἐκλεξίμων ἐξ ἀμφοτέρων τῶν παρατάξεων ἔλαβε γνῶσιν ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, καὶ οὐχὶ ἅπαξ Αὕτη ἤκουσεν ἐκ τοῦ στόματος ἡμῶν καὶ εἰς τὰς κατ’ ἰδίαν συνεντεύξεις καὶ τὰς Συνοδικὰς Συνεδρίας, ὅτι τὸν Ἀρσένιον Κοττέαν ἅπαξ εἴδομεν, καὶ ὅτι οὗτος οὐδεμίαν καθ’ ἡμᾶς σχέσιν ἔχει, πολλῷ δὲ μᾶλλον ἐπιρροὴν εἰς τὸν ἀγῶνα, οὗ τὰς γενικὰς γραμμὰς καὶ κατευθύνσεις δίδομεν ἀνέκαθεν ἡμεῖς οἱ Ἀρχιερεῖς.
            Τί δὲ νὰ εἴπωμεν περὶ ὅσων ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία λέγει, ὅτι ἔδειξεν ὑπομονὴν καὶ ἀνοχὴν ὑπεράνθρωπον, ὅτι ἐπιέσθη ὑφ’ ἡμῶν μέχρις ἐξευτελισμοῦ καὶ εἰς βαθμόν, ὥστε νὰ ἀναγκασθῇ νὰ ἀπόσχῃ τῆς συνεργασίας μεθ’ ἡμῶν πρὸς ἀποφυγὴν τῶν εὐθυνῶν δι’ ὅσα τὰ Σατανικὰ ὄργανα Καραγιαννίδης, Ραυτόπουλος καὶ ἄλλοι ἐτέκταινον δῆθεν κατὰ τοῦ ἀγῶνος, ὑποκινούμενοι ἐκ τοῦ ἀφανοῦς ὑπὸ τοῦ διαβολικῶς καὶ ὑπούλως ἐργαζομένου Ἀρσενίου Κοττέα, διότι ὅ,τι καὶ ἄν εἴπωμεν, δὲν θὰ δυνηθῶμεν νὰ παραστήσωμεν τὸν βαθμὸν τῆς κακοβουλίας, μεθ’ ἧς διαστρέφει Αὕτη τὴν ἀλήθειαν.
            Καὶ ἐρωτῶμεν ποῖος ἔδειξεν ὑπεράνθρωπον ὑπομονήν, ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ἥτις λαβοῦσα παρ’ ἡμῶν κατὰ τὴν χειροτονίαν Της εἰς Ἀρχιερέα τὸν τίτλον τοῦ Ἐπισκόπου, ἐτιτλοφορεῖτο μὲ τὸν τίτλον τοῦ Μητροπολίτου καὶ παρὰ τὰς ἐπανειλημμένας παρατηρήσεις τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου, ἤ ἡμεῖς, οἵτινες χάριν τοῦ ἀγῶνος καὶ τῆς εἰρήνης ἠνέχθημεν Αὐτὴν νὰ ἰδιοποιῆται τὸν τίτλον τοῦ Μητροπολίτου ἐπὶ καταφρονήσει τῶν συστάσεων τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου καὶ τῆς διατάξεως τῶν Κανόνων, καθ’ ἥν οἱ Ἐκκλησιαστικοὶ τίτλοι ἀπονέμονται μόνον ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας;
            Τίς ἔδειξεν χριστιανικὴν ἀνοχήν, ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία ἥτις ἄνευ ἀδείας τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου ἤρχετο εἰς συμφωνίας μετὰ τῶν Ἐπιτρόπων τῶν Ἐκκλησιῶν νὰ τελῇ λειτουργίας καὶ ἱεροτελεστίας καὶ δὴ κατὰ τὰς μεγάλας ἑορτὰς τοῦ Πάσχα, μὴ σεβομένη προγράμματα τῆς Συνόδου, ἤ ἡμεῖς, οἵτινες χάριν τοῦ ἀγῶνος καὶ τῆς ἑνώσεως τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν παρατάξεως ἐθυσιάσαμεν τὸ προσωπικὸν ἡμῶν γόητρον καὶ ἠνέχθημεν Αὐτὴν αὐθαιρετοῦσαν, καὶ ἐν Μοίρᾳ Καρὸς τιθεμένην [νὰ εὐτελίζει] τὰς ἀποφάσεις καὶ διατάξεις τῆς Συνόδου;
            Καὶ τέλος τίς ἔδειξεν ὑπομονὴν ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ἥτις οὐκ οἴδαμεν τίσιν ἐλατηρίοις ὁρμωμένη προέβαινεν εἰς χειροτονίας διακόνων καὶ Ἱερέων ἄνευ ἐνορίας καὶ ἀποφάσεως τῆς Συνόδου ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, διότι ἐκ τῶν 35 χειροτονιῶν, ὡς ἐκ τοῦ καταλόγου Αὐτῆς ἐμφαίνεται, μόνον διὰ τὰς 7-10 εἶχε τὴν ἐντολὴν τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου, ἤ ἡμεῖς, οἵτινες χάριν τοῦ ἀγῶνος καὶ τῆς ἑνώσεως, οὐ μόνον δὲν κατεστήσαμεν Αὐτὴν ὑπόδικον διὰ τὰς ἀπολελυμένας [χωρὶς σύνδεση-δέσμευση μὲ συγκεκριμένη ἐνορία ἤ μονή] χειροτονίας, ἀλλὰ καὶ προσκληθέντες ὑπὸ τῆς Εἰσαγγελίας καὶ ἀπειληθέντες διὰ δευτέρας ἐξορίας διὰ τὰς παρανόμους ταῦτας χειροτονίας Της ἀνελάβομεν ἡμεῖς προσωπικῶς τὴν εὐθύνην, εἰπόντες εἰς τὸν Εἰσαγγελέα, ὅτι ἡμεῖς ἐν τῇ ἐκπληρώσει τῶν θρησκευτικῶν ἡμῶν καθηκόντων πειθαρχοῦμεν τῷ Θεῷ καὶ οὐχὶ τοῖς ἀνθρώποις;
            Περίσσειαν οὐ μόνον ἀκριτομυθίας [ἀπερισκεψίας], ἀλλὰ καὶ κακοηθείας ἀποτελοῦν καὶ τὰ ὅσα λέγει ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ὅτι ἡμεῖς διαπραγματευόμεθα νὰ συγχωνεύσωμεν τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Παλαιοημερολογιτῶν μετὰ τῆς κακοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν [Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου] ἐπὶ τῷ ὅρῳ τῆς ἀποκαταστάσεως μόνον ἡμῶν τῶν δύο [Δημητριάδος καὶ πρώην Φλωρίνης], καὶ ὅτι τὰς διαπραγματεύσεις ταύτας ἀπεκρύψαμεν ἀπὸ τὴν Ὑμετέραν Θεοφιλίαν, ἐνῶ, οὐ μόνον κατεστήσαμεν ταύτας ἀμέσως γνωστὰς εἰς τὴν Ὑμετέραν Θεοφιλίαν, ἀλλὰ καὶ παρελάβομεν Αὐτὴν μεθ’ ἡμῶν εἰς τὴν δευτέραν συνάντησιν μετὰ τοῦ Ἁγίου Κασσανδρείας [Εἰρηναίου], καθ’ ἥν ὡς μόνον ὅρον ἑνώσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐθέσαμεν εἰς τὸν ἀντιπρόσωπον τοῦ Μακαριωτάτου τὴν ἐπαναφορὰν τοῦ πατρίου ἑορτολογίου εἰς τὴν ὅλην Ἐκκλησίαν, ἄνευ τῆς ὁποίας εἰς οὐδεμίαν συζήτησιν ἐδέχθημεν νὰ ἔλθωμεν.
            Ἐλέους ὄντως καὶ οἰκτιρμοῦ ἄξια εἶναι καὶ ὅσα λέγει ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία ἀναφορικῶς πρὸς τὴν δικαιοδοσίαν Αὐτῆς ἀπέναντι τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου ἡμῶν, ὅστις, καθ’ ὅ εἶχε δικαίωμα ἀπηγόρευσεν Αὐτήν, ἀποβαλοῦσα ἤδη πάντα χαλινόν [ἐπειδὴ εἶχε ἀποθρασυνθεῖ], νὰ ἱεροπράττῃ καὶ νὰ χειροτονῇ εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Προεδρικῆς δικαιοδοσίας ἄνευ τῆς Κανονικῆς ἀδείας τοῦ Κυριάρχου, τοῦθ’ ὅπερ ἀποτελεῖ παρ’ ἐνορίαν πρᾶξιν, τιμωρουμένην ὑπὸ τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων. Διότι ἀρνουμένη Αὕτη τὸ δικαίωμα τοῦτο τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου, καὶ ἀπευθύνουσα εἰς αὐτὸν τὰ ἑξῆς· Ποῖαν θέσιν ἔχετε, ποῦ στηρίζεσθε, ποῖαν ἕδραν ἔχετε καὶ λειτουργοῦσα καὶ χειροτονοῦσα εἰς ξένην περιοχὴν ἄνευ τῆς ἀδείας τοῦ Κυριάρχου, φορᾶται [γίνεται ἀντιληπτὸς νὰ παρανομεῖ], οὐχὶ ἀγνοοῦσα τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς Κανόνας, διότι τοιαύτη ἄγνοια δὲν συγχωρεῖται τῷ Ἐπισκόπῳ, ἀλλ’ ἐκμεταλλευομένη τὸ Ἐπισκοπικὸν ἀξίωμα, εἰς ὅ μετὰ τόσων χρηστῶν ἐλπίδων ἀνυψώσαμεν Αὐτὴν πρὸς ἐξυπηρέτησιν τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν ἀγῶνος.
            Ὁποία ὄντως διάψευσις ἐλπίδων ἐν τῇ ἀνυψώσει τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας εἰς τὸν τῆς Ἀρχιερωσύνης βαθμόν, τοῦθ’ ὅπερ ἀποτελεῖ τὸ μόνον σημεῖον τῆς ἀποτυχίας καὶ τῆς κατακρίσεως ἡμῶν. Τὸν βαθμὸν δὲ τῆς ἀκρισίας [ἀδυναμίας ὀρθῆς κρίσεως] καὶ τῆς λογικῆς παρακρούσεώς Της δεικνύει Αὕτη, ὅταν διατείνηται εἰς τὴν 4ην σελίδα τοῦ ἐγγράφου Της, ὅτι ἡμεῖς δὲν εἴμεθα Ἀρχιερεῖς ἀλλ’ ἁπλοὶ Μοναχοί, διότι, ὡς λέγει Αὕτη, ἐκηρύξαμεν ἡμεῖς ἐπ’ Ἐκκλησίαις νόμιμον τὴν παράνομον Ἐκκλησίαν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ ἔγκυρα τὰ Μυστήρια Αὐτῆς.
            Ἀπαντῶντες δὲ ὡς πρὸς τὸ σημεῖον τοῦτο εἰς τὴν Ὑμετέραν Θεοφιλίαν λέγομεν τὰ ἑξῆς. Ἡμεῖς ἐπ’ Ἐκκλησίαις κηρύττοντες εἴπομεν, ὅτι ἀπεκόψαμεν τὴν πνευματικὴν ἐπικοινωνίαν μετὰ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ τῶν ὁμοφρόνων Αὐτῷ Ἀρχιερέων, διότι οὗτοι αὐθαιρέτως καὶ ἄνευ τῆς συναινέσεως ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν προέβησαν εἰς τὴν ἡμερολογιακὴν καινοτομίαν, καὶ διότι ἡμεῖς δὲν ἐπιθυμοῦμεν νὰ γίνωμεν κοινωνοὶ τῆς εὐθύνης διὰ τὴν καινοτομίαν ταύτην, καὶ δι’ ἥν ἀκριβῶς ἐξεκαλέσαμεν αὐτοὺς [ἀσκήσαμε ἔφεση στὴν ἀπόφασή τους] ἐνώπιον Πανορθοδόξου Συνόδου, μόνης ἁρμοδίου νὰ δικάσῃ καὶ ἐγκύρως καὶ τελεσιδίκως νὰ καταδικάσῃ Αὐτούς, ἐμμένοντας ἀμεταπείστως εἰς τὴν καινοτομίαν ταύτην.
            Ἡ ἀντικανονικὴ καὶ αὐθαίρετος καινοτομία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ τῶν ὁμοφρόνων Ἀρχιερέων, εἴπομεν, ὅτι δὲν δύναται νὰ ἐπηρεάσῃ τὴν Ὀρθόδοξον ἔννοιαν καὶ ἰδιότητα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, εἰς ἥν δὲν ἀνήκουν μόνον οἱ καινοτόμοι Ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς μετὰ τῶν ὀπαδῶν μας, οἵτινες κυρίως συνεχίζομεν τὴν Ὀρθόδοξον Ἱστορίαν τῆς Αὐτοκεφάλου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, τηροῦντες ἀλωβήτους [ἀκέραιες/ἀβλαβεῖς] τὰς σεπτὰς Ἐκκλησιαστικὰς παραδόσεις καὶ τοὺς ὀρθοδόξους θεσμούς. Οὗτος ἀκριβῶς εἶναι καὶ ὁ λόγος, δι’ ὅν δὲν ἀνεγνωρίσαμεν τὴν καθαίρεσιν ἡμῶν γενομένην ὑπὸ Ἀρχιερέων ἀντικανονικῶν, οὕς ἡμεῖς ἀπεκηρύξαμεν, καὶ οὐχὶ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἧς τὴν Ὀρθόδοξον ἔννοιαν ἀποτελοῦμεν ἡμεῖς οἵτινες φυλάττομεν ἀλωβήτους τὰς Ἐκκλησιαστικὰς παραδόσεις καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους θεσμούς.
            Ἡμεῖς καὶ ἄλλοτε διὰ τῶν ἐντύπων καὶ τῶν δημοσιευμάτων ἡμῶν διεκηρύξαμεν, ὅτι διὰ τὴν ἀντικανονικὴν περὶ ἡμερολογίου ἀπόφασιν τῆς Διοικητικῆς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας τὴν εὐθύνην ὑπέχει, οὐχὶ ἡ ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῆς Ἑλλάδος, ἀλλ’ οἱ λαβόντες τὴν ἀντικανονικὴν ἀπόφασιν Ἀρχιερεῖς προσωπικῶς, ἐφ’ ᾧ καὶ ἡμεῖς ἀπεκόψαμεν τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετ’ αὐτῶν, ἐκκαλέσαντες αὐτοὺς ἐνώπιον πανορθοδόξου Συνόδου, μόνης ἁρμοδίου νὰ δικάσῃ καὶ νὰ καταδικάσῃ αὐτοὺς διὰ τὴν καινοτομίαν ταύτην.
            Ἀλλοίμονον ἄν διὰ μίαν ἀντικανονικὴν ἀπόφασιν τῆς Διοικούσης Συνόδου καθίστατο ὑπεύθυνος ἡ ὅλη Ἐκκλησία, ἧς τὴν ἔννοιαν ἀποτελεῖ τὸ Σύνολον τῆς Ἱεραρχίας, τοῦ Κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, καὶ τρὶς ἀλλοίμονον, ἄν εἶχον τὸ δικαίωμα τὰ ἄτομα, τὰ μὴ μετέχοντα τῆς ἀντικανονικῆς ἀποφάσεως, νὰ κηρύττωσιν δι’ αὐτὴν Σχισματικὴν τὴν ὅλην Ἐκκλησίαν.
            Διότι ἐν τῇ περιπτώσει ταύτῃ κάθε ἄτομον θὰ ἀπετέλει καὶ ἰδίαν Ἐκκλησίαν θεωροῦν Σχισματικὴν πᾶσαν ἄλλην Ἐκκλησίαν ἧς μίαν μονομερῆ καὶ προσωπικὴν ἀπόφασιν θὰ ἔκρινεν ὁ ἴδιος ὡς ἀντικανονικὴν καὶ ἀξίαν νὰ σχίσῃ τὴν Ἐκκλησίαν. Ἡ ἰδέα αὕτη ὄζει [ἔχει ἄσχημη ὀσμή] προτεσταντισμοῦ, ὅστις διὰ κριτήριον τῆς ὀρθότητος τῶν δογμάτων καὶ τῶν Μυστηρίων ἔχει, οὐχὶ τὴν κρίσιν καὶ τὴν ἀπόφασιν τῆς συνόδου τῆς ἱεραρχίας, ἀλλὰ τὴν προσωπικὴν ἀντίληψιν καὶ κρίσιν τοῦ ἀτόμου, καθοδηγουμένου ὑπὸ τῆς χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
            Δι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγον ὑπάρχουν πλεῖσται ὅσαι αἱρέσεις καὶ Σχίσματα μεταξὺ τῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν, παραδεχομένων, ὅτι ἡ θέλησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὰ ζητήματα τῆς θρησκείας ἐκφαίνεται [φανερώνεται] διὰ παντὸς χριστιανοῦ, ἐνῶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία περιώρισε τὸ δικαίωμα τοῦτο εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἀνωτάτου ποντίφηκος, τοῦ Πάπα, ἀποφαινομένου ἐκ Καθέδρας [μὲ ἀπόλυτη αὐθεντία] εἰς τὰ ζητήματα τῆς πίστεως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν, ὀρθῶς πρεσβεύουσαν, ὅτι ἡ θέλησις τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκδηλοῦται διὰ τῆς ὁμοφώνου ἀποφάσεως τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐκπροσωπούσης τὴν καθόλου [τὴν ὅλη] Ὀρθοδοξίαν.
            Τούτου ἕνεκα οἱ Θεῖοι Ἀπόστολοι καὶ Θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τὸ δικαίωμα τοῦ κηρύττειν Μίαν Ἐκκλησίαν Αἱρετικὴν ἤ Σχισματικὴν καὶ ἀπογυμνοῦν Αὐτὴν καὶ τὰ Μυστήρια Αὐτῆς τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔδωκαν, οὔτε εἰς τὰ ἄτομα τῶν Ἀρχιερέων, ἀλλ’ οὔτε εἰς μίαν ἐπὶ μέρους Ἐκκλησίαν, ἀλλ’ εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, αἱ ὁμόφωνοι ἀποφάσεις τῆς ὁποίας λαμβάνονται κατ’ ἔμπνευσιν τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
            Τούτων οὕτως ἐχόντων μία ἐπὶ μέρους Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διὰ μίαν τυχὸν ἀντικανονικὴν ἀπόφασιν τῆς Διοικητικῆς Αὐτῆς Συνόδου δὲν δύναται νὰ κηρυχθῇ, ὄχι πλέον ὑπὸ τῶν διαφωνούντων τυχὸν Ἀρχιερέων, τῶν ἀποτελούντων μίαν μειονότητα τῆς Ἱεραρχίας Της, ἀλλ’ οὔτε ὑπὸ μιᾶς ἄλλης ἐπὶ μέρους Ἐκκλησίας, ἔστω καὶ Πατριαρχικῆς, τοῦ δικαιώματος τούτου ἐπιφυλαχθέντος ὑπὸ τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων μόνον εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον. Οὗτος ἀκριβῶς εἶναι καὶ ὁ λόγος, δι’ ὅν αἱ ἐπὶ μέρους Ὀρθόδοξοι καὶ Πατριαρχικαὶ Ἐκκλησίαι, αἱ ἱστάμεναι ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τοῦ Πατρίου ἑορτολογίου, δὲν διέκοψαν τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετὰ τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν καινοτομησασῶν εἰς τὸ ἑορτολόγιον, ἐπιφυλασσόμεναι νὰ ἐξενέγκωσι [διατυπώσουν] τὴν γνώμην αὐτῶν εἰς τὴν μέλλουσαν νὰ συνέλθῃ Πανορθόδοξον Σύνοδον, εἰς ἥν θὰ συζητηθῇ καὶ θὰ καθορισθῇ ἐγκύρως καὶ τελεσιδίκως τὸ ἑορτολογικὸν ζήτημα ὅπερ τυγχάνει ἐπίδικον [βρίσκεται ἀκόμη στὴν κρίση τοῦ δικαστηρίου] καὶ κατὰ τὴν γνώμην τοῦ ἀειμνήστου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυρίου Φωτίου [+1935].
            Καὶ ὅταν αἱ ἐπὶ μέρους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καὶ δὴ πατριαρχικαί, ὅπως εἶναι τῆς Ἀντιοχείας, τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῆς Σερβίας, αἱ ἐχόμεναι στερρῶς τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου οὐ μόνον δὲν προέβησαν μονομερῶς νὰ κηρύξωσι τὰς Νεοημερολογητικὰς Ἐκκλησίας Σχισματικάς, ἀλλὰ καὶ διετήρησαν τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετ’ αὐτῶν μέχρι τῆς συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου, ποῖοι εἴμεθα ἡμεῖς οἱ τρεῖς κατ’ ἀρχὰς Ἀρχιερεῖς οἵτινες θὰ εἴχομεν τὴν τόλμην νὰ προδικάσωμεν τὰς Νεοημερολογητικὰς Ἐκκλησίας, καὶ νὰ κηρύξωμεν αὐτὰς Σχισματικὰς καὶ τὰ Μυστήρια αὐτῶν ἄκυρα καὶ ἐστερημένα τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ;
Μὲ τὸ νὰ ἔχωμεν ἀντίθετον γνώμην εἰς τὸ ζήτημα τοῦ ἑορτολογίου πρὸς τὴν ἀπόφασιν τῆς πλειοψηφίας τῶν Ἀρχιερέων, δὲν ἕπεται ἐκ τούτου, ὅτι καὶ δικαιούμεθα νὰ κηρύξωμεν καὶ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος Σχισματικήν. Ἄν δὲ ἐν τοῖς προηγουμένοις ἐντύποις καὶ δημοσιεύμασιν ἡμῶν ἐκηρύξαμεν τὸν Μακαριώτατον ἔκπτωτον τῆς Θείας Χάριτος, ὡς ἐπισύραντα τὰς ἀρὰς καὶ τὰ ἀναθέματα τῶν θείων καὶ θεοφόρων Πατέρων διὰ τὴν ἑορτολογικὴν Καινοτομίαν, καὶ ὡς ἀκατάλληλον ὄργανον πρὸς μετάδοσιν ταύτης εἰς τοὺς πιστούς, τοῦθ’ ὅπερ ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία ἐπικαλεῖται πρὸς ἔνδειξιν τῆς γνωσιμαχίας [ὑποχωρήσεως] δῆθεν ἡμῶν, τοῦτο, χωρὶς νὰ τὸ ἀρνούμεθα καὶ νῦν, ἀποτελεῖ τὴν προσωπικὴν ἡμῶν ἀντίληψιν καὶ γνώμην, ἥτις δὲν δύναται βεβαίως νὰ ἐκληφθῇ ὡς γνώμων τῆς ἀληθείας, καὶ ὡς ἀλάνθαστον κριτήριον τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως ἡ γνώμη καὶ ἡ ἀπόφασις Πανορθοδόξου Συνόδου, ἀποφαινομένης ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Ἡμεῖς ὡς Ἀρχιερεῖς εἴχομεν τὸ προσωπικὸν δικαίωμα νὰ ἀποκηρύξωμεν τὸν Πρῶτον, καὶ νὰ διακόψωμεν τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετ’ Αὐτοῦ, καὶ πρὸ Συνοδικῆς διαγνώμης κατὰ τὸν 15ον Κανόνα τῆς ΑΒας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ νὰ καταγγείλωμεν αὐτὸν εἰς Πανορθόδοξον Σύνοδον, μόνην δικαιουμένην νὰ δικάσῃ αὐτὸν καὶ τοὺς ἀκολουθοῦντας αὐτῷ Ἀρχιερεῖς, τοῦθ’ ὅπερ καὶ ἐπράξαμεν, συμμορφωθέντες πρὸς τὴν ἐπιταγὴν τοῦ εἰρημένου Κανόνος.
            Ὥστε καὶ ὁ ἀνωτέρω Κανών, ὅν ἐπικαλεῖται ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ἵνα δικαιολογήσῃ τὴν κήρυξιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ τῶν ὁμοφρόνων αὐτῷ Ἀρχιερέων καὶ τῶν καλῇ τῇ πίστει ἀκολουθούντων αὐτοῖς πέντε ἑκατομμυρίων Ἑλλήνων ὀρθοδόξων ἀδελφῶν καὶ συγγενῶν ὡς Σχισματικῶν, τὸ δικαίωμα τοῦτο παρέχει, οὐχὶ εἰς τὰ ἄτομα, ἅτινα ἐπιτρέπει πρὸ Συνοδικῆς διαγνώμης τὴν διακοπήν, μόνον, τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μετὰ τοῦ Πρώτου ὡς ψευδο-επισκόπου, ἀλλ’ εἰς Πανορθόδοξον Σύνοδον, ἧς αἱ ἀποφάσεις λαμβάνονται κατ’ ἔμπνευσιν τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
            Τούτου ἕνεκα, πρὸς κήρυξιν τοῦ Βουλγαρικοῦ Σχίσματος συνεκλήθη τῷ 1872 ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλη Τοπικὴ Σύνοδος, ἐν ᾗ ἀντεπροσωπεύθησαν καὶ τὰ λοιπὰ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας καὶ τῶν Ἱεροσολύμων, διότι καὶ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον μόνον του, ἄν καὶ πρωτόθρονον, δὲν ἐδικαιοῦτο ἐγκύρως καὶ κανονικῶς νὰ κηρύξῃ τὴν Βουλγαρικὴν Ἐκκλησίαν Σχισματικήν.
            Ἀρχιερεῖς, ὡς ἡμεῖς, ἐγκρατεῖς τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων, καὶ μὲ 35ετῆ ὑπηρεσίαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ μὲ περγαμηνὰς εὐαρεσκείας ἐκ μέρους Αὐτῆς, δικαίως θὰ ἐχαρακτηριζόμεθα ὑπ’ Αὐτῆς καὶ τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν, τῶν ἱσταμένων ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου, ὡς Μητροπολῖται τυχοδιῶκται, ἄν προὐβαίνομεν κατὰ τὴν γνώμην τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας εἰς κήρυξιν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, ὡς Σχισματικῆς, ὡς ἔπραξεν Αὕτη καπηλευομένη [ἐκμεταλλευομένη ἰδιοτελῶς] τοὺς Θείους καὶ Ἱεροὺς Κανόνας καὶ κατορχουμένη [χλευάζουσα ἤ περιφρονοῦσα] παντὸς ἱεροῦ καὶ ὁσίου διὰ λόγους ἐντυπωσιακοὺς καὶ σκοποὺς ἐκμεταλλευτικοὺς καὶ τυχοδιωκτικούς.
            Διὰ τοιαῦτα πραξικοπήματα, ἅτινα προδίδουσιν ἔλλειψιν, οὐ μόνον στοιχειώδους γνώσεως τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων, ἀλλὰ καὶ σοβαροῦ Ἀρχιερατικοῦ χαρακτῆρος, ἡμεῖς ὁμολογοῦμεν παρρησίᾳ καὶ ἀδεῶς [ἄφοβα] τὴν ἀνεπιτηδειότητα καὶ ἀνικανότητα ἡμῶν, ἀναγνωρίζοντες συνάμα ἐν τούτῳ τὴν εἰδικότητα καὶ τὴν ἱκανότητα τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας, καὶ τῶν ὁμοτρόπων συνεργατῶν Αὐτῆς, μὴ ἐχούσης νὰ διακυβεύσῃ εἰς τὸ κάτω κάτω τῆς Γραφῆς κεκτημένους τίτλους Ἀρχιερατικῆς δράσεως καὶ τιμῆς.
            Ἄλλως τε δι’ Αὐτὴν καὶ τὸν συνεργάτην Αὐτῆς [Βρεσθένης Ματθαῖο] ὑπάρχει διὰ τὴν τυχοδιωκτικὴν ταύτην πολιτικήν, πρὸς τῇ ἐλλείψει τοῦ σοβαροῦ Ἀρχιερατικοῦ χαρακτῆρος, καὶ τὸ ἐλαφρυντικὸν τῆς ῥιχῆς θεολογικῆς παιδεύσεως καὶ τῆς ἐπιπολαίου καὶ ἀβαθοῦς σκέψεως καὶ κρίσεως, αἱ ἐνδείξεις καὶ αἱ ἐκδηλώσεις τῶν ὁποίων ἐγένοντο ἡμῖν καταφανεῖς καθ’ ὅλας τὰς συνεντεύξεις καὶ συσκέψεις μετ’ Αὐτῆς.
            Ἦτο δὲ δίκαιον, καὶ τὸ ἐξομολογούμεθα ἀνυποκρίτως, πρῶτοι ἡμεῖς νὰ ὑποστῶμεν τὰς συνεπείας τῆς διανοητικῆς καὶ ψυχικῆς αὐτῆς καχεξίας, διότι προέβημεν ἀβασανίστως, δόντες πίστιν εἰς τὰς συστάσεις τοῦ ἀνεψιοῦ Της κ. Ἰωάννου Βαλινδρᾶ, νὰ νυμφαγωγήσωμεν Αὐτὴν εἰς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Ἀρχιερατικὴν παστάδα, κακῶς συμπεράναντες τὴν ψυχικὴν αὐτῆς εὐεστῶ [γαλήνη, σταθερότητα] ἐκ τῆς ἀνθηρότητος τοῦ σωματικοῦ γήρατος αὐτῆς.
            Γνωστὸν ὅτι ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία κατὰ τὴν τελευταίαν συνεδρίαν ἡμῶν ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ἐγερθέντος ζητήματος τῆς ἀναμυρώσεως τῶν Νεοημερολογιτῶν ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Βρεσθένης, ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία μετὰ προηγουμένην ἀνάπτυξιν τοῦ ζητήματος ὑπ’ ἐμοῦ καὶ τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου συνεφώνησε μεθ’ ἡμῶν ὅτι δὲν εἶναι Κανονικόν, οὐδὲ ὅσιον καὶ ἱερὸν νὰ ἐπαναλαμβάνηται τὸ Μυστήριον τοῦ Χρίσματος διὰ τοὺς Νεοημερολογίτας, μὴ ὄντας κεκηρυγμένους Σχισματικοὺς ὑπὸ Πανορθοδόξου Συνόδου, καὶ ὑπέγραψε καὶ τὸ σχετικὸν Πρακτικόν.
            Κατόπιν τούτων, τί παθοῦσα ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία καὶ ὑπὸ τίνος ἐμπνευσθεῖσα ἐτόλμησε ἄνευ οὐδεμιᾶς ἐξηγήσεως καὶ συνεννοήσεως μεθ’ ἡμῶν νὰ ἀποκηρύξῃ ἡμᾶς ἐκπεσόντας δῆθεν τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς αἱρετικοὺς καὶ κακοδόξους καὶ νὰ ταχθῇ ὡς γράφει, παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος, τῆς προεδρευομένης ὑπὸ τοῦ Μάνεση καὶ Γούναρη, ἀνθρώπων λαϊκῶν καὶ μηδεμίαν δυναμένων νὰ ἔχωσι γνώμην ἐπὶ ζητημάτων Ἐκκλησιαστικῶν καὶ Μυστηρίων; Εἰς τοσοῦτον λοιπὸν σημεῖον καταπτώσεως ἀφίκετο ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ὥστε νὰ θέσῃ τὸ κῦρος τοῦ Μάνεση καὶ Γούναρη ὑπεράνω τοῦ κύρους ἡμῶν, οἵτινες ἐκ παίδων ἐγαλουχήθημεν μὲ τὰ νάματα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ καθ’ ὅλον τὸ μακροχρόνιον διάστημα τῆς 35οῦς Ἀρχιερατικῆς ἡμῶν ὑπηρεσίας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἡμῶν οὐδὲν ἄλλο ἐπράττομεν, παρὰ νὰ διδάσκωμεν τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ νὰ ὀρθοτομῶμεν τὸν λόγον τῆς θείας Ἀληθείας; Διὸ καὶ ἐκφράζομεν τὴν βαθεῖαν θλῖψιν ἡμῶν διὰ τὴν τόσην κατάπτωσιν τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας, καὶ τὴν βαθυτάτην μεταμέλειαν ἡμῶν, διότι ἀναξίως -ἀλλ’ ἀνεπιγνώστως εὐτυχῶς- ἀνυψώσαμεν Αὐτὴν εἰς τὸν Ἐπισκοπικὸν βαθμόν.
            Εἰς τὸ κατακόρυφον δὲ τῆς ἀκρισίας καὶ τῆς ἀκριτομυθίας ἀφικνεῖται ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ὅταν πρὸς δικαιολογίαν τῆς ἀποκηρύξεως ἡμῶν, ὡς ἐκπεσόντων δῆθεν τῆς Ὀρθοδοξίας, προβάλλῃ καὶ τὰς λοιπὰς μεταρρυθμίσεις, ἅς σκέπτεται νὰ ἐπενέγκῃ [ἐπιβάλει] κατὰ τὴν γνώμην Αὐτῆς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, ὡσεὶ ἡμεῖς νὰ ὑπέχωμεν τὴν εὐθύνην καὶ τὴν ἐνοχὴν διὰ τὰς μεταρρυθμιστικὰς σκέψεις Αὐτοῦ, ὅν διὰ τὴν ἡμερολογιακὴν μόνον καινοτομίαν ἀπεκηρύξαμεν καὶ τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετ’ αὐτοῦ διεκόψαμεν. Ἀλλ’ ἀφοῦ καὶ ὁ πολιτικὸς νόμος δὲν κρίνει καὶ δὲν καταδικάζει τὸν ἴδιον τὸν ἄνθρωπον διὰ μίαν ἄδικον καὶ παράνομον τυχὸν σκέψιν του, ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία ἐκ περισσῆς ἀκρισίας ἤ ὀρθότερον εἰπεῖν κακεντρεχίας ἔσπευσε νὰ κατακρίνῃ οὐ μόνον ἡμᾶς ἀποδοκιμάζοντας παταγωδῶς τὰς μεταρρυθμιστικὰς σκέψεις τοῦ Μακαριωτάτου, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἐκκλησίαν, ἀποκαλοῦσα Αὐτὴν ὡς ἄλλος Πάπας Σχισματικήν.
            Ἀλλὰ τί πταίει, Θεοφιλέστατε, ἡ ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἥτις Σὲ ἐγέννησε καὶ μὲ τὰ ζωογόνα νάματα τῆς Ὀρθοδοξίας σὲ ἐγαλούχησε, διὰ τὰς μεταρρυθμιστικὰς σκέψεις καὶ ἰδέας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ὅν καὶ μόνον διὰ τὴν ἡμερολογιακὴν καινοτομίαν, πολλῷ δὲ μᾶλλον, ἐὰν τολμήσῃ οὗτος νὰ προτείνῃ καὶ ἅς ἀριθμεῖ Αὕτη ἐν τῷ ἐγγράφῳ Της μεταρρυθμίσεις ἡ Ἐκκλησία μετ’ ἀγανακτήσεως θὰ ἀποπέμψῃ τοῦ θρόνου Αὐτόν, ὡς ἀνάξιον φύλακα καὶ φρουρὸν ἐπικίνδυνον διὰ τὴν ἀσφάλειαν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν παραδόσεων καὶ ὀρθοδόξων θεσμῶν;
            Εἰς τὸ τέλος τοῦ μνημειώδους ἀποκηρυκτικοῦ ἐγγράφου Της ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία ἀποβάλλει τὸ πρόσωπον τοῦ δράματος καὶ τῆς τραγωδίας καὶ ὑποδύεται τὸ προσωπεῖον τῆς κωμωδίας, καὶ καθίσταται οὕτως γελοῖα, ὅταν πρὸς δικαιολογίαν τῆς ἀποκηρύξεως ἡμῶν ἐπικαλεῖται ἐκείνους ἀκριβῶς τοὺς Κανόνας καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους θεσμοὺς οὕς ἵνα τηρήσωμεν ἀλωβήτους ἡμεῖς ἀπεκηρύξαμεν τὸν καινοτόμον Ἀρχιεπίσκοπον, ἵνα μὴ κοινωνοὶ γινόμεθα τῆς καινοτομίας αὐτοῦ.
          Εἰς τὴν ἔντυπον ἐγκύκλιόν Της ἀναφέρει ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία καὶ μίαν τερατώδη συκοφαντίαν ἐναντίον μου, καθ’ ἥν ἐκάλεσα δῆθεν Αὐτὴν τὸν παρελθόντα Δεκέμβριον [τοῦ 1936] εἰς τὸ Γραφεῖον μου, καὶ ἐδήλωσα, ὅτι ἐγὼ καὶ ὁ Ἅγιος Δημητριάδος πραγματευόμεθα οὐχὶ τὴν ἕνωσιν ὡς λέγει Αὕτη, ἀλλὰ τὴν συγχώνευσιν τῆς Ἐκκλησίας τῶν Παλαιοημερολογιτῶν μετὰ τῆς κακοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, λαμβάνοντες ὡς ἀντάλλαγμα τὴν ἀποκατάστασιν μόνον ἡμῶν, ἀδιαφοροῦντες περὶ τοῦ ἀγῶνος καὶ τῶν λοιπῶν συναγωνιστῶν, καὶ ὅτι ὁ Ἅγιος Δημητριάδος, πρὸς ὅν δῆθεν διεμαρτυρήθη Αὕτη, προσεποιήθη ἄγνοιαν τῶν σκευωρηθέντων δῆθεν ὑφ’ ἡμῶν μετά τινων Συνοδικῶν [τοῦ Νέου Ἡμερολογίου] πρὸς προδοσίαν τοῦ ἀγῶνος ἡμῶν.
            Ἀλλὰ πῶς ἦτο δυνατὸν νὰ γίνῃ τοῦτο, Θεοφιλέστατε, ἀφοῦ κατὰ τὴν συνέντευξιν ἡμῶν μετὰ τοῦ Συνοδικοῦ Ἁγίου Κασσανδρείας, ὡς ἐντεταλμένου τοῦ Μακαριωτάτου, ἦτο παροῦσα καὶ ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ἐνώπιον καὶ εἰς ἐπήκοον τῆς ὁποίας εἴπομεν εἰς τὸν ἀντιπρόσωπον τοῦ Μακαριωτάτου, ὅτι ἄνευ ἐπαναφορᾶς τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου οὐδὲ λόγος δύναται νὰ γίνῃ περὶ ἑνώσεως ἡμῶν μετὰ τῶν Νεοημερολογιτῶν;
             Ἔπειτα τόσον ἐσκοτίσθη τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας τὸ λογικόν, ὥστε ἐξ ἑωσφορικοῦ φθόνου καὶ σατανικῆς κακεντρεχείας νὰ διατυπώσῃ Αὕτη μετὰ τόσης ἀδεξιότητος καὶ παραλογισμοῦ μίαν τοιαύτην καταγγελίαν κατ’ ἐμοῦ, ἥτις φέρει καταφανῆ τὰ ἴχνη τῆς συκοφαντίας καὶ ἔκδηλα τὰ ἀποτυπώματα τῆς κακοηθείας; Ἄν τοὐλάχιστον ἐλέγετε, ὅτι Σᾶς ἐκάλεσα εἰς τὸ Γραφεῖον μου ἵνα Σᾶς προτείνω νὰ μετάσχητε καὶ Σεῖς τῆς προδοσίας, λαμβάνοντες ὡς ἀνταπόδομα τὴν ἀναγνώρισιν ὑπὸ τοῦ Μακαριωτάτου τοῦ Ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ Σας, ἴσως νὰ ἐγίνετο τοῦτο πιστευτὸν εἰς ἕνα ἀφελῆ καὶ εὔπιστον Χριστιανόν. Ἀλλ’ ὡς διετυπώθη ἡ καταγγελία αὕτη μὲ τόσην ἀδεξιότητα καὶ ἀφέλειαν προσποιητήν, φαίνεται, ὅτι εἶναι καθαρὰ συκοφαντία καὶ εἰς αὐτὸν τὸν ἔχοντα τὸν κοινὸν νοῦν καὶ τὴν στοιχειώδη λογικήν. Καὶ τοῦτο διότι οὐδεὶς ποτὲ προδότης καταγγέλλει τὴν προδοσίαν του, καὶ μάλιστα εἰς ἕνα ἀντίζηλον, ὡς κολακεύεται ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία νὰ ἐμφανίζῃ ἑαυτὴν εἰς τὴν κωμικοτραγικὴν τῆς συκοφαντίας σκηνήν.
            Ἐφ’ ᾧ καὶ πρὸ τῆς μυσαρᾶς [ἀηδιαστικῆς] ταύτης συκοφαντίας ἀποστρέφω τὸ πρόσωπόν μου μετὰ βδελυγμίας, καὶ θεωρῶν καὶ τὴν διάψευσιν ταύτης μειωτικὴν τῆς Ἀρχιερατικῆς μου τιμῆς ἀπαξιῶ νὰ ἀπαντήσω εἰς αὐτήν, ἀξίαν μόνον οἴκτου καὶ περιφρονήσεως. Τώρα ἐξηγῶ πῶς καὶ ὁ Ἅγιος Δημητριάδος ἄλλοτε ἔφθασεν εἰς τοσοῦτον δικαίας ἀγανακτήσεως κατὰ τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας, ὥστε αὐστηρῶς νὰ ἐπιτιμήσῃ κατὰ πρόσωπον Αὐτὴν διὰ μίαν ἐπίσης συκοφαντίαν, ἥν ἐξύφανεν Αὕτη ἐναντίον ἑνὸς ἄλλου ἀδελφοῦ καὶ ἐντίμου τοῦ ἀγῶνος ἡμῶν ἀγωνιστοῦ.
            Εἰς βεβαίωσιν δὲ τῶν ἀνωτέρω ἀποστέλλομεν εἰς τὴν Ὑμετέραν Θεοφιλίαν ἕν ἀντίτυπον ἐκ τοῦ βιβλίου, ὅπερ ἔναγχος [μόλις πρόσφατα] ἐξεδώκαμεν κατὰ τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, οὐχὶ ἵνα διαψεύσωμεν τὴν κακοπιστίαν τῆς στυγερᾶς [ἀποτρόπαιας] καθ’ ἡμῶν καταγγελίας, ἀλλ’ ἵνα διδάξωμεν Αὐτὴν πῶς ἐργάζονται οἱ εὐσυνείδητοι ἐργάται τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ πῶς ἀγωνίζονται οὗτοι εἰς τὰς τετιμημένας ἐπάλξεις τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν ἀγῶνος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν Ὑμετέραν Θεοφιλίαν, ἥτις προσπαθεῖ διὰ τῶν χαμαιζήλων [ἀναξιοπρεπῶν] καὶ καταπτύστων συκοφαντιῶν νὰ ὑπονομεύσῃ τὴν θέσιν καὶ τὴν ὑπόληψιν τῶν τιμίων καὶ εὐόρκων ἀγωνιστῶν, καὶ νὰ διεκδικήσῃ τὴν θέσιν καὶ τὴν δόξαν τοῦ Ἀρχηγοῦ εἰς τὸν ἀγῶνα τὸν καλόν, χωρὶς νὰ συναισθάνηται, ὅτι Αὕτη ἀπεδείχθη ἐλλιπὴς καὶ εἰς αὐτὴν τὴν θέσιν τοῦ Οὐραγοῦ.
            Βεβαιωθήτω τέλος ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ὅτι ἐκ σεβασμοῦ πρὸς τὸ γῆρας καὶ τὸ ἀξίωμα Αὐτῆς θὰ παρηρχόμεθα διὰ σιγῆς καὶ περιφρονήσεως τὴν ἀποκήρυξίν Της, ἄν Αὕτη δὲν εἶχε τὸ θράσος καὶ τὴν ἀναίδειαν νὰ περιλάβῃ τὰς στυγερὰς ταύτας συκοφαντίας εἰς τὴν ἔντυπον ἐγκύκλιον Αὐτῆς πρὸς τοὺς γνησίους Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς μὲ τὸν καταχθόνιον σκοπὸν νὰ δηλητηριάσῃ τὰς ψυχὰς αὐτῶν καθ’ ἡμῶν, καὶ νὰ διασπάσῃ τὴν ἑνιαίαν παράταξιν τοῦ ἀγῶνος ἡμῶν κατὰ τὴν κρισιμωτέραν καμπὴν τῆς μάχης τῶν τιμίων ἀγωνιστῶν κατὰ τῶν νεοεορτολογιτῶν.
            Ἀλλ’ ἐκ προνοίας, ὅπως προφυλάξωμεν τοὺς γνησίους Ὀρθοδόξους ἐκ τῆς λώβης [κακοποιήσεως] τῶν στυγερῶν καὶ καταπτύστων συκοφαντιῶν τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας, ὑπεχρεώθημεν νὰ ἀπαντήσωμεν εἰς Αὐτὴν καὶ νὰ καυτηριάσωμεν τὰ ψεύδη, τὴν κακοπιστίαν καὶ τὴν ἀσυνειδησίαν Της καὶ μάλιστα μὲ φράσεις δριμείας, καὶ μὲ αὐστηρούς, πλὴν δικαίους χαρακτηρισμοὺς τοῦ προσώπου Της, δι’ οὕς τὴν εὐθύνην ὑπέχει Αὕτη, ἥτις ἤρξατο χειρῶν ἀδίκων, καὶ ἀπέπτυσε πάντα χαλινὸν αἰδοῦς καὶ ἀνθρωπίνης συναισθήσεως πρὸς δημοκοπίαν [δημαγωγία] εἰς βάρος ἑνὸς ἱεροῦ ἀγῶνος.
            Περαίνοντες τὴν διαφωτιστικὴν ἀλλὰ καὶ ἐπιτιμητικὴν ταύτην ἀπάντησιν μετὰ βαθυτάτης θλίψεως καὶ ψυχικῆς ὀδύνης δηλοῦμεν εἰς τὴν Ὑμετέραν Θεοφιλίαν κωφεύσασαν καὶ εἰς τὴν τελευταίαν κλῆσιν ἡμῶν καὶ ἀμεταπείστως ἐμμένουσαν εἰς τὴν ἀνταρσίαν Της καθ’ ἡμῶν, ὅτι θεωροῦμεν τοῦ λοιποῦ ἀναξίαν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡμῶν κοινωνίας καὶ εὐλογίας καὶ ἀλλοτρίαν [ξένη] εἰς τὴν Ὀρθόδοξον παράταξιν ἡμῶν, καὶ εὐχόμεθα ὁλοψύχως εἰς τὸν Πανάγαθον Θεόν, ὅπως ἡμῖν μὲν γένηται ἵλεως καὶ μὴ στήσῃ ἡμῖν πικρῶς μεταμελλομένοις, τὴν ἁμαρτίαν διὰ τὴν ἀνύψωσιν Αὐτῆς εἰς τὸν τῆς Ἀρχιερωσύνης βαθμόν, Αὐτῆς δὲ ὅπως δῷ πνεῦμα συνέσεως, πνεῦμα συναισθήσεως καὶ πνεῦμα μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως, μόνης ἱκανῆς νὰ ἀποκαταστήσῃ Αὐτὴν ἐνώπιον Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Αὐτοῦ, ἀνθ’ ἧς ἐπεδείξατο Αὕτη ἀχαριστίας καὶ κακοβουλίας εἰς ἡμᾶς τε καὶ εἰς τὸν ἱερὸν ἀγῶνα τῆς ὀρθοδοξίας.

+Ὁ Π. Φλωρίνης Χρυσόστομος

Ἀθῆναι 14 Ὀκτωβρίου 1937

τ.σ.

(χειρογράφως)
Διὰ τὴν ἀκρίβειαν τῆς ἀντιγραφῆς
ὁ Πρωτοσύγκελλος
+ἀρχιμ. Ἀλέξανδρος Γρηγορόπουλος



Πέμπτη 1 Μαΐου 2025

ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΑΓΙΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΡΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΣΧΑ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ


Ἐνθυμοῦμαι ὅτι κάποιο Πάσχα εἶχον κατά νοῦν νά μεταβῶ εἰς ̔́Αγιον Ορος νά ἑορτάσω ἐκεῖ. Μίαν ἡμέρα λοιπόν τῆς Βαϊοφόρου μέ ἐκάλεσεν εἰς τό γραφεῖον του ὁ ἅγιος καί νεανικός κατά τό ψυχικόν σθένος Γέρων, καί μεταξύ μας διημείφθη ὁ ἑξῆς, περίπου, διάλογος.

- Εμαθα ότι πρόκειται να μεταβῆτε εἰς ̔́Αγιον Ορος!
- Μάλιστα.
- Θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά σᾶς πῶ τήν γνώμην μου καί μετά νὰ ἀποφασίσετε ὅ,τι νομίζετε ὀρθόν.
– Εὐχαρίστως νά τήν ἀκούσω, Πανιερώτατε.
– Το Πάσχα εἶναι ἑορτή οἰκογενειακῆς χαρᾶς. Ἡ σύζυγός σας δέν σᾶς ὑπανδρεύθη, διά νά ἐξασφαλίσῃ μόνον τήν συντήρησίν της καί τά ἐκ τῆς ἐργασίας σας ἀγαθά• ἔχει τήν ἠθικήν καί δικαίαν ἀξίωσιν νά συναπολαμβάνη μαζί σας τάς ἁγίας ἡμέρας τῶν χριστιανικῶν ἑορτῶν. Αὐτό δέ κυρίως συνιστᾶ τόν σύνδεσμον τοῦ γάμου.
Μή στηρίζεσθε εἰς τήν συγκατάθεσίν της διά νά ἀδικήσετε μίαν εὐγενική γυναίκα καί μή συσσωρεύετε νεφίδρια εἰς τόν οὐρανόν τοῦ οἰκογενειακοῦ σας βίου. Ας μή ζητοῦμεν λοιπόν αὐτά πού μᾶς εὐχαριστοῦν, ἀλλά αὐτά πού ἐπιβάλλονται.
– Πανιερώτατε, εἶμαι πρόθυμος νά ἐκτελέσω τήν ἐντολήν Σας.
– Σᾶς παρακαλῶ, δέν δίδω ἐντολάς• τήν γνώμην μου ἐκθέτω καί σεῖς ἐλευθέρως ἀποφασίσατε.

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ ΑΛΗΘΟΥΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ

 

Ὀφειλόμενος Ἔπαινος Ἀληθοῦς Ὁμολογητοῦ

[Προσφωνήσεις]

         Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ διαπρύσιος τῆς Ἀληθείας Κήρυκας καὶ Διδάσκαλος, βεβαιώνει ὅτι: «οἱ διὰ τὴν ἀλήθειαν καὶ διὰ τὴν εἰς Χριστὸν Ὁμολογίαν πάσχοντές τι δεινὸν καὶ ὑβριζόμενοι, οὗτοι μάλιστά εἰσιν οἱ τιμώμενοι» (PG, τ. 59, στλ. 321: Εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην, Ὁμιλία ΝΘ’, παρ. α’).

         Καὶ ἡμεῖς, συναχθήκαμε ἅπαντες ἐδῶ, στὸν ἅγιο τοῦτο τόπο, προερχόμενοι ἀπὸ ἐγγὺς καὶ ἀπὸ μακράν, ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικό, τὴν Ἐκκλησία μας καὶ τὶς Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουμε ὀφειλόμενο χρέος τιμῆς τοῦ μεγαλυτέρου καθ’ ἡμᾶς, γιὰ τὸν χῶρο μας, Ὁμολογητοῦ Ἱεράρχου, ὁ ὁποῖος καὶ ἔπαθε δεινῶς καὶ ὑβρίσθη, ὥστε νὰ ὁμοιάσει στὸν φερώνυμο Ἅγιό του. Καὶ ἀναφερόμεθα βεβαίως στὸν διακηρυσσόμενο ὑπὸ τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος Μητροπολίτη Χρυσόστομο τὸν Καβουρίδη, τὸν ἀπὸ Ἴμβρου καὶ Τενέδου, ἀπὸ Πελαγωνείας καὶ ἀπὸ Φλωρίνης μαρτυρικὸ Ἡγέτη καὶ ἀλησμόνητο Πρωθιεράρχη ἡμῶν, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη πρὸ ἑξηκονταετίας ὅλης!

         Αὐτὸν ποὺ ἐκλέϊσε τὸν ἱερὸ Ἀγῶνα ὑπὲρ τῶν Παραδόσεων τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἀλλὰ καὶ τῆς Πατρίδος· Αὐτὸν ποὺ ὅλη τὴν ζωή του τὴν πέρασε ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ· Αὐτὸν ποὺ ἀγωνίσθηκε ἔμπρακτα μὲ ζῆλο, ἀλλὰ καὶ μὲ σύνεση, μὲ φόβο Θεοῦ, μὲ ἡρωϊσμὸ καὶ αὐταπάρνηση, μὲ θυσίες, διώξεις καὶ ἐξορίες, μὲ στερήσεις καὶ θλίψεις· Αὐτὸν ποὺ ἔθεσε ὅλα ὡς δεύτερα, ἐνώπιον τῆς Ὁμολογίας τῆς Ἀληθείας τῆς Πίστεως, χάριν τοῦ μικροῦ Ποιμνίου, χάριν τῶν διωκομένων καὶ περιφρονημένων ὑπὸ πάντων Γνησίων Ὀρθοδόξων, τῶν γνωστῶν ὡς Παλαιοημερολογιτῶν· Αὐτὸν ποὺ προτίμησε «συγκακουχεῖσθαι μᾶλλον τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἤ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας, ἤτοι ἐπιγείων, ἀπόλαυσιν» (Ἑβρ. ια’ 25).

         Αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἔφερε ὡς διάδημα πολυτίμων λίθων ὄχι ἐγκόσμια ἀγαθά, πλοῦτο, πολυτέλεια, δόξα κοσμική, κέρδη καὶ ὀφέλη, ἀλλὰ ποὺ στολιζόταν κατὰ τὸν «ἔσω ἄνθρωπο» μὲ σεμνοπρέπεια καὶ ἀκεραιότητα, μὲ ἐντιμότητα καὶ εἰλικρίνεια, μὲ ἐμβρίθεια καὶ συγκρότηση θαυμαστή, μὲ ἐξαίρετο ἐκκλησιαστικὸ ἦθος, μὲ φιλοπατρία καὶ φιλανθρωπία, μὲ μία σπάνια καὶ ζηλευτὴ εὐγένεια καὶ ἀξιοπρέπεια, ἀλλὰ καὶ μὲ μία ἀπαστράπτουσα ἀνδρεία, καὶ μὲ ἕναν παλλόμενο ἡρωϊσμὸ ψυχῆς!

         Προσήλθαμε ὡς τέκνα εὐγνωμοσύνης καὶ ὑπακοῆς, γιὰ νὰ ἐκφράσουμε υἱϊκὴ ἀγάπη καὶ θαυμασμὸ στὸν Πνευματικό μας Γεννήτορα, Πάτρωνα καὶ Ὁδηγό, νὰ ἀσπασθοῦμε τὰ εὐώδη Λείψανά του, τὸ ἅγιο Εἰκόνισμά του, τὰ πολύτιμα Ἱερά του, νὰ τιμήσουμε τὴν ἄχραντη ψυχή του, ποὺ ἀγάλλεται ἐν Οὐρανοῖς μετὰ τῶν Ὁμολογητῶν Πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας μας, μὲ πλῆθος στρατιᾶς Οὐρανίων Ἀγγέλων στὸ ὑπερουράνιο Θυσιαστήριο! Ὄχι γιὰ νὰ τὸν «ἁγιοποιήσουμε», διότι ὁ Θεὸς τὸν ἁγίασε καὶ δόξασε, ἀλλὰ γιὰ νὰ διακηρύξουμε καὶ ἐπισήμως, εὐτόλμως καὶ εὐθαρσῶς τὴν βεβαίωση τοῦ θείου Δοξασμοῦ του καὶ τὴν συγκατάλεξή του στὸ Ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας.

         Καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ λάβουμε χάριν καὶ ἔλεος, νὰ δεχθοῦμε τὴν θεοπειθῆ εὐλογία του, νὰ τοῦ δώσουμε κι ἐμεῖς οἱ ταπεινοὶ χαρά, νὰ τοῦ ἀποδείξουμε ὅτι ἄν καὶ περιπέσαμε ἴσως σὲ λάθη καὶ σφάλματα, ὅμως προσπαθήσαμε καὶ προσπαθοῦμε νὰ τηρήσουμε τὴν Παρακαταθήκη του ἀλώβητη. Σὲ μία μάλιστα συγκυρία θαυμαστή: Παραμονὲς τῆς Κυριακῆς τῆς Σαμαρείτιδος, ὅπως ἀκριβῶς τότε, τὸ 1935, ὅταν ὁ Στυλοβάτης αὐτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας διακήρυττε μὲ τοὺς συναγωνιστές του ἐπίσημα, ὅτι ἀποκηρύττει τοὺς Καινοτόμους καταπατητὲς τῶν θείων προσταγμάτων καὶ ἀναλαμβάνει τὴν διαποίμανση τῶν Προβάτων τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ ἀγάπη γιὰ Χριστό, Ἐκκλησία καὶ Ἑλλάδα.

         Μὲ θερμουργὸ Πίστη, μὲ φλογερὴ Ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀκράδαντη Ἐλπίδα, ἀναφώνησε ὡς ἄλλος Ἀρχάγγελος, ὡς ἄλλη Σάλπιγγα τοῦ θείου Πνεύματος, ὡς ἄλλος Φύλακας καὶ Ποιμένας ἐφάμιλλος τῶν ἀοιδίμων Πατριαρχῶν Ἱερεμίου τοῦ Τρανοῦ, Μελετίου τοῦ Πηγᾶ, ἤ καὶ Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως: «Μὴ μεταίρωμεν (μὴ μετατοπίζουμε) ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν, ἀλλ’ εἴκωμεν (ἄς μένουμε σταθεροὶ) πανταχοῦ τοῖς τοῦ Πνεύματος νόμοις!» (Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, PG, τ. 59, στλ. 63: Εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην, Ὁμιλία Ζ’, παρ. α’). Μὴ διασαλεύσουμε τὴν ἀπ’ αἰῶνος ἑορτολογικὴ τάξη τῆς Ἐκκλησίας, τὴν συνυφασμένη μὲ τὸν Πασχάλιο Κανόνα τῆς Ὀρθοδοξίας μας, μὴ φανοῦμε «ἄδικοι» στὰ μικρὰ καὶ «ἐλάχιστα», διότι δὲν θὰ κρατήσουμε, οὔτε θὰ μᾶς ἐμπιστευθοῦν τὰ «πολλὰ» καὶ μεγάλα! (Πρβλ. Λουκ. ιστ’ 10). Μὴ καινοτομήσουμε στὸ Ἡμερολόγιο, γιὰ νὰ μὴ προξενήσουμε Σχίσμα, ὅπως ἔπραξαν οἱ Νεοημερολογῖτες, οὔτε νὰ περιπέσουμε στὴν ἄβυσσο τῆς Αἱρέσεως, στὸν Οἰκουμενισμό, ὁ ὁποῖος καταβροχθίζει στὸ στόμα τοῦ ἅδου του ὅσους ἀπεμπόλησαν τὴν Πατρώα κληρονομία καὶ εἶναι τώρα ἕτοιμοι νὰ διακηρύξουν τοῦτο ἐπίσημα καὶ «συνοδικά»!…

         Ἄς ἀφουγκρασθοῦμε τὴν ἡρωϊκὴ ἀπάντηση τοῦ Ὁμολογητοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου μας Χρυσοστόμου τοῦ Νέου, στὸν πειρασμὸ ποὺ τοῦ ἔθεσε λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ ἐπίγειο τέλος του ὁ διώκτης ἀρχιεπίσκοπος τῆς Καινοτομίας Σπυρίδων Βλάχος, προτείνοντάς του νὰ ὑποχωρήσει γιὰ νὰ τοῦ δοθοῦν οἱ καθυστερημένες ἀπολαβές του:

         «Εἰς τὰς γηραλέας φλέβας μου, εἶπε, ρέει τὸ αἷμα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ δὲν δύναμαι νὰ προδώσω εἰς τὸ γῆρας μου τὸν θησαυρὸν αὐτῆς!» (Μάρκου Χανιώτου Μοναχοῦ, Τὸ Ἡμερολογιακὸν Σχίσμα, Ἀθῆναι 1975, σελ. 306-307).

         Στὴν δὲ κακεντρεχῆ παρατήρηση τοῦ ἀμετανοήτου διώκτου Σπυρίδωνος, ὅτι οἱ Παλαιοημερολογῖτες διελύθησαν ἤ διαλύονται, ὁ σθεναρὸς Ἀγωνιστὴς ἀντέταξε θαρραλέα ὅτι αὐτὸ εἶναι ψευδέστατο, καὶ προσέθεσε τὸ ἀθάνατο ἐκεῖνο:

         «Ἀλλὰ καὶ ἄν, καθ’ ὑπόθεσιν, ὅλοι οἱ Παλαιοημερολογῖται διαρρεύσουν πρὸς τὸ νέον ἡμερολόγιον, ὡς ἰσχυρίζεσθε, καὶ μείνῃ εἷς καὶ μόνον, αὐτὸς θὰ εἶμαι ἐγώ!» (Μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης, Ἀγωνιστὴς τῆς Ὀρθοδοξία καὶ τοῦ Ἔθνους, Ἀθῆναι 1981, σελ. 31).


         Ἀλλ’ ὦ κλεινὲ Ἱεράρχα, ὦ ἱερὰ τῆς Ὀρθοδοξίας Κεφαλή, ὦ καύχημα ἡμῶν καὶ ἐντρύφημα, ἴδε ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου καὶ εὐφράνθητι! Ἴδε καὶ σκίρτα καὶ χόρευε, ἐν ἀναστασίμῳ θριάμβῳ· ἴδε τὰ συναχθέντα «ἐκ δυσμῶν καὶ βοῤῥᾶ καὶ θαλάσσης καὶ ἑῴας τὰ τέκνα σου» Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς, Μοναχικὰ τάγματα, λαὸν Θεοῦ περιούσιον, πάντας πρὸ τῶν Λειψάνων σου, πρὸ τῶν ποδῶν σου, νὰ βεβαιώνουμε καὶ νὰ ὑποσχόμαστε ἐγκαρδίως:

         Καὶ στὶς δικές μας φλέβες ρέει τὸ αἷμα τῆς Ὀρθοδοξίας! Δὲν θὰ ἐγκαταλείψουμε, χάριτι Θεοῦ, τὸν ἀγῶνα τὸν καλόν, δὲν θὰ προδώσουμε τὸν θησαυρόν! Δὲν θὰ κάμψουμε γόνυ στοὺς ψευδοθεούς, τὶς πλάνες καὶ τοὺς πειρασμοὺς τῆς πολύμορφης Ἀποστασίας! Θὰ μείνουμε, μὲ τὶς εὐχές σου, πιστοὶ ἕως θανάτου στὴν πατρική σου κληρονομία!

         Πάτερ Ἱεράρχα Χρυσόστομε, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν!

         Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, μὴ στερήσεις ἡμᾶς τοῦ πλούτου τῶν θείων δωρεῶν σου!

         Ὁμολογητὰ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ Πρόμαχε, εἴθε νὰ ἀνταμώσουμε ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, συνευφραινόμενοι αἰωνίως στὴν Ἐκκλησία τῶν Πρωτοτόκων, στὴν Δόξα καὶ τὸ Φῶς τῆς Τρισηλίου Θεότητος. Ἀμήν!

(Λόγος ἀναγνωσθεὶς ὑπὸ τοῦ Σεβ. Φιλίππων κ. Ἀμβροσίου στὸν Ἑσπερινὸ Ἁγιοκατατάξεως τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου Χρυσοστόμου τοῦ Νέου Ὁμολογητοῦ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Πάρνηθος Ἀττικῆς τὴν 14/27.5.2016)

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2024

Δύο μαρτυρίες της μακαριστής Αργυρής Αλεξανδράτου για τους αγίους πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομο και Ευγένιο Λημώνη

 

Η αείμνηστη Αργυρή Αλεξανδράτου γεννήθηκε το 1928 στον Πειραιά από πολύ ενάρετους γονείς τον Σπυρίδωνα Αλεξανδράτο και την Σταματίνα Σουρή (συγγενής με τον γνωστό ποιητή). Αδελφές της η Στυλιανή και η Παναγιώτα. Η καταγωγή της ήταν από τα Δρακοπουλάτα Κεφαλληνίας όπου εκεί πέρασε τα πρώτα πολύ δύσκολα παιδικά της χρόνια. Πριν την κατοχή εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά και πνευματικό τους είχαν τον πατέρα Ευγένιο Λημώνη (γνωστότερος ως "Λεμονής", κατά παραφθορά του επιθέτου του). Υπηρέτησε με ζήλο τον αγώνα των Παλαιοημερολογιτών τόσο κατά τη διάρκεια του διωγμού αλλά και αργότερα με εράνους για να στηρίξει το ίδρυμα της Ενώσεως Ορθοδόξων Κυριών "Παναγία Οδηγήτρια" στη Γλυφάδα. Στα χρόνια του διωγμού πρωτοστάτησε στα γεγονότα στον Πειραιά (απεργία πείνας κλπ.) μαζί με άλλους αγωνιστές όπου και ξυλοκοπήθηκαν από την αστυνομία. Πήγαιναν φαγητό στα κρυφά στους φυλακισμένους ιερείς, που η ...αγάπη των Καινοτόμων είχε ξυρίσει και αποσχηματίσει. Υπηρέτησε ως νεωκόρος στον Ιερό Ναό του Αγίου Φιλίππου Πειραιώς από μικρό παιδί μέχρι τα βαθιά της γεράματα. Εκεί διαβάστηκε και η εξόδιος ακολουθία που ήταν και επιθυμία της. Γνώρισε από κοντά τον άγιο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο. Εργάστηκε σκληρά και δεν παντρεύτηκε. Τέσσερις μέρες ηταν σε επιθανάτιο ρόγχο και μόλις της είπε ο ανιψιός της ότι θα πάει ο ιερέας να την μεταλάβει ξύπνησε και είπε να την χτενίσουν και να την ετοιμάσουν. Έφυγε στις 21/09/2022. Αιωνία αυτής η μνήμη!

Την αείμνηστη κ. Αργυρώ συνάντησα τον Σεπτέμβριο του 2018  στον Άγιο Φίλιππο, όπου και μου διηγήθηκε τα κάτωθι περιστατικά. Ευχαριστώ τον εν Χριστώ αδελφό Σπύρο Χατζηγιάννη, ανιψιό της αειμνήστου, για τα βιογραφικά στοιχεία και το φωτογραφικό υλικό.

Νικόλαος Μάννης

 ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΠΑ-ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΛΗΜΩΝΗ

Αν κάτι που σκανδάλιζε όλους όσους γνώριζαν τον παπα-Ευγένιο ήταν ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε τους ζητιάνους. Μόλις έβγαινε στον δρόμο, ερχόντουσαν εκείνοι καταπάνω του, για να του ζητήσουν ελεημοσύνη. Τότε ο παπα-Ευγένιος έβαζε τις φωνές και του έδιωχνε με χειρονομίες: "Μη με ακουμπάτε, φύγετε από μπροστά μου!", φώναζε και έκανε πως τους έσπρωχνε. Πολλές φορές αναρωτιόντουσαν οι πιστοί που δεν τον ήξεραν πως είναι δυνατόν ένας τέτοιος άγιος, όπως έλεγαν, άνθρωπος, να φέρεται με τέτοιο τρόπο στους δυστυχείς ζητιάνους. Την απάντηση την έλαβαν όταν κοιμήθηκε ο παπα-Ευγένιος. Στην κηδεία του όλοι αυτοί οι επαίτες ήρθαν κλαίγοντας και με λυγμούς λέγοντας: "ποιος θα μας βοηθάει τώρα;". Ο οσιώτατος παπα-Ευγένιος, την ώρα που έκανε ότι τους έσπρωχνε τους έβαζε κρυφά χρήματα μέσα στα χέρια ή στις τσέπες τους!



ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ πρ. ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ


Νέα κοπέλα αξιώθηκα, μαζί με τον πατέρα μου, να επισκεφθώ τον πνευματικό μας, τον Άγιο πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομο, στην εξορία του στη Μονή Υψηλού Μυτιλήνης. Εκεί μάθαμε το εξής θαυμαστό γεγονός. Μόλις έφεραν τον Άγιο στη Μονή, οι χωρικοί άρχισαν να βλέπουν ένα φως να βγαίνει από το μοναστήρι τις νύχτες. Μια μέρα ρώτησαν κάποιοι τον ηγούμενο της Μονής, μακαριστό Αρχιμανδρίτη π. Σεραφείμ Καϊμακαμέλλη:  "Πάτερ Σεραφείμ τί φως είναι αυτό που έχετε βάλει στο μοναστήρι;". Ο ηγούμενος απόρησε και τους είπε ότι δεν υπάρχει κάποιο φως. Όταν όμως τον ξαναρώτησαν και άλλοι, αποφάσισε να βγει τη νύχτα έξω για να δει από που βγαίνει αυτό το φως. Όντως διαπίστωσε ότι από κάπου αυτό εξερχόταν! Ψάχνοντας, έφθασε μέχρι το κελί στο οποίο κοιμόταν ο Άγιος από το οποίο όντως έβγαινε υπέρλαμπρο φως! Την επόμενη μέρα ο π. Σεραφείμ έπεσε στα πόδια του Αγίου ζητώντας συγχώρηση και από τότε έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να κάνει την εξορία του όσο πιο υποφερτή, συνδεόμενος έπειτα μαζί του με φιλία. 

(σ. σ. Δεν είναι δε τυχαίο ότι σε επιστολή του ο π. Σεραφείμ αποκαλούσε τον Άγιο ως "την μεγαλυτέρα εκκλησιαστική φυσιογνωμία της συγχρόνου Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος" και τον αποκαλούσε "στύλο και εδραίωμα της Ορθοδοξίας"!)

Παλαιά φωτογραφία της μακαριστής κ. Αργυρής σε κάποια Βάπτιση.

Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2023

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΕΞΟΡΙΣΤΟ

 

Ὁ Ἅγιος πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος στὸ κελλάκι του μὲ τὸ κομβοσχοίνι στὸ χέρι,
στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ὑψηλοῦ Λέσβου κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Ἐξορίας του (1951-1952)


Ἐπικοινωνία μὲ τὸν Μεγάλο Ἐξόριστο

ΠΑΡΑΘΕΤΟΥΜΕ ἕνα σύντομο ἀπόσμασμα ἀπὸ τὸ Κεφάλαιο ΙΕ΄ («Ἡ δύσκολη καὶ ἔνδοξη περίοδος ἕως τῆς Κοιμήσεως τοῦ Ἁγίου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου») ἀπὸ τὸν Τόμο Β΄ τοῦ ἔργου μας: «Ἐπίσκοπος Μαγνησίας Χρυσόστομος Νασλίμης (1910-1973) – Ἀκατάβλητος Ἀγωνιστὴς Πίστεως καὶ Ὑπομονῆς», Ἀθήνα 2020, σελ. 43-46, προκειμένου νὰ τιμήσουμε τὴν μνήμη τοῦ Ὁμολογητοῦ Πατρὸς καὶ κορυφαίου τῆς Ὀρθοδοξίας ἀναστήματος Ἁγίου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου (+7/20-9-1955), ἐπικαλούμενοι τὶς θεοπειθεῖς Αὐτοῦ πρεσβεῖες ὑπὲρ τῶν κατὰ πνεῦμα τέκνων του.

Ὁ βιογραφούμενός μας π. Χρυσόστομος Νασλίμης ὡς χαρακτηριζόμενος ἀπὸ ὑψηλὸ αἴσθημα εὐθύνης καὶ ἀπὸ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, ἔσπευδε νὰ ἐπικοινωνεῖ γραπτῶς μὲ τὸν Μέγα Ὁμολογητὴ τῆς Ὀρθοδοξίας Ἅγιο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο, διατελοῦντα τότε ἐξόριστο στὴν δυσπρόσιτη Ἱερὰ Μονὴ Ὑψηλοῦ Μυτιλήνης. Καὶ τοῦτο, διότι ἐκζητοῦσε πατρικὲς εὐχές, ἐνημέρωνε περὶ ὅσων συνέβαιναν καὶ ἔθετε ἐρωτήματα.

Δύο χαρακτηριστικὲς ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγίου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου ἔχουμε ὑπ᾽ ὄψιν μας ἀπὸ ἐκείνη τὴν περίοδο πρὸς τὸν τότε Ἀρχιμ. π. Χρυσόστομο Νασλίμη. Στὴν πρώτη, μὲ ἡμερομηνία 2/15-6-1951, ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὑψηλοῦ, γράφει ὁ Ὑψηλὸς Δεσμώτης τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς τὸν ἀκούραστο Ἀγωνιστὴ π. Χρυσόστομο:

«Ἀγαπητέ μοι Ἀρχιμανδρίτα κ. Χρυσόστομε·

Τὴν ὑπὸ ἡμερομηνίαν 20 Μαΐου ἀδελφικὴν ἐπιστολὴν τῆς ὑμετέρας περισπουδάστου πανοσιολογιότητος ἔλαβον χθὲς τὸ ἑσπέρας. Τὸ περιεχόμενον αὐτῆς ἀνέγνων μετὰ προσοχῆς καὶ μεγάλου ἀδελφικοῦ ἐνδιαφέροντος. Εἶδον μὲ λύπην καὶ συγκίνησιν καὶ τὰς ἰδικάς Σας δοκιμασίας καὶ περιπετείας ἅς, συνεπείᾳ τοῦ καθ᾽ ἡμῶν κινηθέντος ἀγρίου καὶ ἀμειλίκτου διωγμοῦ, μεθ᾽ ὑπομονῆς ὑπέστητε καὶ ὑμεῖς διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ. Ὁ διωγμὸς οὗτος εἶνε πρωτοφανὴς εἰς τὰ χρονικὰ τῆς ἱστορίας τῆς Αὐτοκεφάλου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπομονὴ καὶ ἐγκαρτέρησις τῶν Χριστιανῶν μας εἶνε καὶ αὕτη πρωτοφανὴς εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τοὺς μὲν διώκτας, ἐκκλησιαστικούς τε καὶ πολιτικούς, ἡ ἱστορία θὰ καυτηριάσῃ μὲ τὰ δριμύτερα καυστήρια, τοὺς δὲ διωκομένους καὶ ὑπομένοντας τὰ πάντα διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν, θὰ στέψῃ μὲ τὸν ἐπίζηλον φωτοστέφανον τοῦ Ὁμολογητοῦ ἐν ὥρᾳ Κρίσεως. Ἄς δοξάζωμεν τὸν Θεόν, τὸν εὐδοκήσαντα νὰ ἐπιφυλάξῃ εἰς ἡμᾶς τὸν τιμητικὸν κλῆρον νὰ ἀγρυπνῶμεν καὶ φυλακὰς νὰ φυλάσσωμεν περὶ τοὺς προμαχῶνας τῆς Ὀρθοδοξίας, καυτηριάζοντες καὶ στηλιτεύοντες τὰς καταχθονίους ἐπιβουλὰς τῶν πολεμίων καὶ λυμεώνων τοῦ ὑγιοῦς καὶ ἀκραιφνοῦς πνεύματος αὐτῆς…

»Ὅσον ἀφορᾷ τὴν ἐξοικονόμησιν τῆς δι᾽ ἁγνῶν καὶ εὐσεβῶν γυναικῶν Μεταλήψεως τῶν Τιμίων Δώρων εἰς μελλοθανάτους ἀσθενεῖς, οὕς δὲν δύνασθε προσωπικῶς νὰ ἐπισκεφθῆτε καὶ κοινωνήσητε, ταύτην ἐγκρίνομεν καὶ ἡμεῖς, προτιμῶντες ἐκ δύο κακῶν τὸ μὴ χεῖρον. Ἐπὶ τῇ ἐλπίδι, ὅτι ὁ Κύριος, διὰ τὴν δόξαν τοῦ Ὁποίου ἀγωνιζόμεθα, ἐν τῷ ἀπείρῳ ἐλέει τῆς μακροθυμίας καὶ τῆς ἀμέτρου συγκαταβάσεως πρὸς ἡμᾶς θὰ εὐδοκήσῃ νὰ κολοβώσῃ τὰς ἡμέρας τῶν θλίψεων καὶ δοκιμασιῶν, ἐπιβραβεύων μὲν τὸν ἱερὸν Ἀγῶνα τὸν θρίαμβον, ἡμῶν δὲ τὴν ἀπελευθέρωσιν, διατελῶ μετ᾽ ἀγάπης καὶ εὐχῶν» (Ἀρχεῖον Χρυσοστόμου Νασλίμη. Νὰ σημειώσουμε ὅτι σύμφωνα μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο ἡ ἐξορία ἁγίου Ποιμένος σὲ χρόνια διωγμοῦ θεωρεῖται «ἐρημία τῆς Ἐκκλησίας», πρόξενη μεγάλης λύπης στοὺς πολλούς, ἀλλὰ καὶ μακαρισμοῦ γιὰ τοὺς πάσχοντας μετὰ μακροθυμίας καὶ γενναιότητος [βλ. Ἐπιστολὴ ΡΠΒ΄: «Πρὸς τὸν Πρεσβύτερον Παυλῖνον»).

Εἶναι ἀξιοπαρατήρητο τὸ ὑψηλὸ καὶ ἀπτόητο φρόνημα τοῦ Ἁγίου Πατρός, ὁ ὁποῖος δὲν κάμπτεται πρὸ τῶν δεινῶν τῆς ἐξορίας, ἀλλὰ σπεύδει νὰ παρηγορήσει καὶ ἐγκαρδιώσει τοὺς ἐπίσης διωκομένους εὐσυνειδήτους καὶ γενναίους Κληρικούς του, ὅπως καὶ τὸ ἀνυποχώρητο Ποίμνιό του, καὶ ἐπίσης τὸ μέτρο τῆς ποιμαντικῆς οἰκονομίας καὶ διακρίσεώς του, τὸ ὁποῖο λόγῳ τοῦ διωγμοῦ ὑπερβαίνει τὸ στενὸ γράμμα τοῦ νόμου πρὸς ἐπιτέλεσιν τοῦ σωστικοῦ ἔργου ὑπὲρ ἀθανάτων ψυχῶν.

Στὴν δεύτερη ἐπιστολὴ μὲ ἡμερομηνία 24-7-1951, διαβάζουμε:

«Ἀγαπητέ μοι Χρυσόστομε, τὴν ἀπὸ 23 Ἰουνίου ἐπιστολὴν τῆς ὑμετέρας φίλης πανοσιολογιότητος ἐδεξάμην χθὲς καὶ μετὰ πολλῆς χαρᾶς ἀνέγνων. Σᾶς συγχαίρω διὰ τὴν ἀνύστακτον ὑμῶν ἐπαγρύπνησιν καὶ περιφρούρησιν τῶν ἱερῶν Παραδόσεων καὶ τῶν Πατρώων τῆς Ὀρθοδοξίας θεσμῶν, ὡς καὶ διὰ τὴν σθεναρὰν ἄμυναν ὑμῶν κατὰ τῶν ἀγρίων διωκτῶν, οἵτινες πρὸς κέντρα λακτίζουν, κηρύξαντες ἐν διωγμῷ τὴν Ὀρθοδοξίαν. Ἐπίσης, εἶσθε ἄξιος συγχαρητηρίων, διότι, παρ᾽ ὅλον τὸν περιορισμόν Σας καὶ τὸν ἄγριον διωγμόν, δὲν ἀμελεῖτε καὶ τὰ ἱερατικά Σας καθήκοντα πρὸς ἱκανοποίησιν τῶν θρησκευτικῶν ἀναγκῶν τοῦ ποιμνίου Σας. Εἰς τὴν ὑγείαν μου εἶμαι θαυμάσια, χάρις τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ, οὗ τὸ ἄπειρον ἔλεος καὶ ἡ εἰρήνη σὺν τῇ ἐμῇ εὐχῇ καὶ εὐλογίᾳ εἴη μεθ᾽ ὑμῶν καὶ τῶν Χριστιανῶν Σας. Διαβιβάζω τὰς εὐχάς μου εἰς ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Τῆς Ὑμετέρας φίλης καὶ περισπουδάστου πανοσιολογιότητος διάπυρος εὐχέτης, +ὁ π. Φλωρίνης Χρυσόστομος» (Ἀρχεῖον Χρυσοστόμου Νασλίμη).

Τὰ δύο αὐτὰ σύντομα ἱστορικὰ κείμενα-μαρτυρίες, ἐντυπωσιακὰ γιὰ τὸν παλμό, τὴν εὐγένεια, τὸ ἐνδιαφέρον, τὴν ἀποφασιστικότητα, τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὸ ἄρωμα ποὺ ἀποπνέουν, ἀποδεικνύουν τόσο τὴν μεγαλοσύνη τοῦ Γράφοντος, ὅσο καὶ τὴν ἀξιοσύνη τοῦ ἀποδέκτου, τοῦ ὁποίου τὶς πρὸς τὸν ἱερὸ Δεσμώτη ἐπιστολὲς δὲν ἔχουμε δυστυχῶς ὑπ᾽ ὄψιν μας.

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2022

Ἕνας διάλογος γιὰ τὸ Ἡμερολογιακὸ Ζήτημα

 Νικολάου Μάννη, ἐκπαιδευτικοῦ

Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν
ὑπὸ τὸν Ἅγιο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο.

Κατὰ τὴν πενταετία 1947-1952 διεξήχθη ἐντύπως ἀνεπίσημος διάλογος περὶ τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος, μεταξὺ τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης Δωροθέου Κοτταρᾶ (μετέπειτα Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, +1957)[1], ὡς ἐκπροσώπου τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας, καὶ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν Ἀρχιερέων Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης Ἁγίου Χρυσοστόμου Καβουρίδου (+1955)[2] καὶ Ἐπισκόπου Διαυλείας Πολυκάρπου Λιώση (+1996, μετέπειτα Μητροπολίτου Σισανίου & Σιατίστης)[3].

Ἡ ἀρχὴ ἔγινε μὲ τὴν δημοσίευση ἄρθρου τοῦ Λαρίσης Δωροθέου μὲ τίτλο «Ἡ νομοκανονικὴ θέσις τοῦ ἑλληνικοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ ζητήματος», σὲ ἔγκριτο ἐπιστημονικὸ περιοδικὸ τῆς ἐποχῆς[4]. Στὸ ἄρθρο αὐτὸ ὁ συγγραφέας προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξει ὅτι τὸ ἡμερολόγιο εἶναι ἀστρονομικὸ καὶ ὄχι δογματικὸ θέμα, ὅτι οἱ κατὰ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν κληρικῶν καθαιρέσεις εἶναι ἔγκυροι καὶ ἂν ἐπιμένουν νὰ λειτουργοῦν ὑπόκεινται σὲ ποινικὲς διώξεις γιὰ «ἀντιποίηση ἀρχῆς», πὼς οἱ Παλαιοημερολογῖτες δὲν εἶναι οὔτε αἱρετικοί, οὔτε σχισματικοὶ καὶ ὡς ἐκ τούτου ὑπάγονται στὴν δικαιοδοσία τῆς ἐπισήμου Ἐκκλησίας τὴν ὁποίαν ὀφείλουν νὰ ὑπακοῦν, ὅτι δὲν δικαιοῦνται νὰ ἀποτελέσουν ξεχωριστὴ θρησκευτικὴ κοινότητα γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχουν δύο Ἐκκλησίες στὴν ἴδια χώρα καί, τέλος, ὅτι τὸ 1924 δὲν υἱοθετήθηκε τὸ Γρηγοριανό, ἀλλὰ ἁπλῶς προστέθηκαν 13 ἡμέρες πρὸς ἐπαναφορὰ τῆς ἡμερομηνίας τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας.

Ἄμεση ἀπάντηση πρὸς τὸν Λαρίσης Δωρόθεο συνέταξε ὁ Ἡγέτης τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος, ἐπίσης ὑψηλῆς θεολογικῆς μορφώσεως[5], μὲ τὸ ἔργο του «Ἀναίρεσις τῆς ἡμερολογιακῆς πραγματείας τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Δωροθέου Κοτταρᾶ τῆς δημοσιευθείσης εἰς τὸ μηνιαῖον περιοδικὸν “Ἀρχεῖον τοῦ Κανονικοῦ καὶ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου”»[6].

Ἀνταπαντῶντας ὁ πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος ἐπισημαίνει ἀρχικὰ πὼς ὄντως τὸ ἡμερολόγιο θὰ ἦταν ἀστρονομικὸ καὶ ὄχι δογματικὸ θέμα μόνο ἂν ἐξεταζόταν ἀπὸ ἀστρονομικὴ καὶ ὄχι ἀπὸ ἐκκλησιαστικὴ σκοπιά. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως στὸ παρελθὸν ἀπέκρουσε πολλάκις τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐξέταζε τὸ ζήτημα ἀπὸ ἐκκλησιαστικὴ σκοπιὰ καὶ θεώρησε ὅτι θὰ ἐξυπηρετοῦσε σκοποὺς ἀλλότριους τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως τὴν διατάραξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος, τὸν προσηλυτισμὸ ἐκ μέρους τῶν παπικῶν, τὴν σύγχυση στὸ τυπικό καὶ τὴν ὁμοιομορφία τῶν ἑορτῶν καὶ τῶν νηστειῶν. Ἐν συνεχείᾳ ἀποδεικνύει πὼς ἡ καθαίρεση Παλαιοημερολογίτου κληρικοῦ δὲν ἔχει Κανονικὸ ἔρεισμα, ἀλλὰ καὶ ἂν ὑποτεθεῖ πὼς ἔχει κάποιο κῦρος, παρόλα αὐτὰ δὲν εἶναι τελεσίδικος, διότι μία τέτοια ἀπόφαση πρέπει νὰ διέλθει ὅλα τὰ ἔνδικα στάδια, ἐφεσιβαλλομένη σὲ Μεγάλη Τοπικὴ ἢ καὶ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, λόγῳ τῆς φύσεως τοῦ θέματος, ποὺ δὲν ἀφορᾶ σὲ προσωπικὴ ἢ ἠθικὴ παράβαση, ἀλλὰ σὲ ἐκκλησιαστικὴ διαφωνία. Παράλληλα, ἀποδεικνύει καὶ γιὰ ποιοὺς λόγους ἡ ἄρνηση τῶν Παλαιοημερολογιτῶν κληρικῶν νὰ δεχθοῦν τὴν «καθαίρεσή» τους δὲν συνιστᾶ «ἀντιποίηση ἀρχῆς», ἐνῶ παρατηρεῖ πὼς οἱ πραγματικὰ ἄξιοι καθαιρέσεως εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ «προβαίνουσιν ἐλαφρᾷ τῇ συνειδήσει εἰς μεταρρυθμίσεις ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν πανορθοδόξου κύρους καὶ σημασίας, ἄνευ πανορθοδόξου Συνόδου, εἰς οὐδὲν λογιζόμενοι τὴν διαίρεσιν τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ τὸν σκανδαλισμὸν τῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν»[7]. Συνεχίζοντας εὐχαριστεῖ τὸν Λαρίσης Δωρόθεο ποὺ διαβεβαιώνει πὼς οἱ Παλαιοημερολογῖτες δὲν εἶναι οὔτε αἱρετικοί, οὔτε σχισματικοί, ἀλλὰ ἐξηγεῖ πὼς οἱ τελευταῖοι δὲν εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ ὑπακοῦν στὶς ἀποφάσεις τῆς Διοικούσης Ἱεραρχίας γιὰ νὰ μὴ καταστοῦν μετ᾿ αὐτῆς συνυπεύθυνοι γιὰ τὴν αὐθαίρετη καὶ ἀντικανονικὴ Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία! Συμφωνεῖ ἐπίσης μαζί του στὸ ζήτημα τοῦ ἀνεξάλειπτου τῆς Ἱερωσύνης καὶ ὑπερασπίζεται τὸ κῦρος τῶν ὑπὸ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν τελουμένων Μυστηρίων. Δὲν λησμονεῖ νὰ θίξει καὶ τὸ θέμα τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, στηλιτεύοντας τοὺς μακρόχρονους διωγμοὺς τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἐνῶ καταρρίπτοντας τὸ ἐπιχείρημα περὶ δύο Ἐκκλησιῶν στὴν ἴδια χώρα προβαίνει σὲ κρυστάλλινη διακήρυξη ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας γράφοντας ὅτι «μέχρι τῆς ἐγκύρου καὶ Κανονικῆς διευθετήσεως τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος, ἐπιδίκου ὄντως ὡς ἔφθην εἰπὼν ἐνώπιον τῆς μελλούσης πανορθοδόξου Συνόδου, δὲν δημιουργεῖται Δευτέρα Ἐκκλησία, ἀλλὰ μία μειοψηφία τῆς Ἐκκλησίας διαφωνοῦσα πρὸς τὴν πλειοψηφίαν τῆς Ἱεραρχίας καὶ συνεχίζουσα τὴν ἱστορίαν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τὴν ἄκρατον ὀρθοδοξίαν λυμανθεῖσαν διὰ τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας»[8]. Ἀναφερόμενος τέλος στὸ ἐπιχείρημα ὅτι ἡ Ἱεραρχία δὲν προσέλαβε τὸ Γρηγοριανό, ἀλλὰ διόρθωσε τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο, ἐπισημαίνει πὼς ὑπάρχει παραδοχὴ ἀπὸ ἐπίσημα χείλη γιὰ τὸ ἀντίθετο (παραπέμπει σὲ δήλωση τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου Ζ΄). Κλείνοντας διαβεβαιώνει τὸν Λαρίσης Δωρόθεο γιὰ τὰ ἀδελφικὰ αἰσθήματα ἀγάπης καὶ ἐκτιμήσεως πρὸς τὸ πρόσωπό του παραδίδοντας μαθήματα ἤθους καὶ πρότυπο συμπεριφορᾶς γιὰ κάθε διαλεγόμενο.

Ἡ ἐξέλιξη τοῦ ἄτυπου αὐτοῦ διαλόγου συνεχίστηκε καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος (1948), μέσα ἀπὸ τὶς στῆλες τῶν ἀθηναϊκῶν ἐφημερίδων «Ἐμπρὸς» καὶ «Καθημερινή».

Ἡ ἐφημερίδα «Ἐμπρὸς»[9] σὲ ἄρθρο μὲ τίτλο «Ἡ Ἐκκλησία ἐπιδίδει τελεσίγραφον» φιλοξένησε γιὰ τὸ Ἡμερολογικὸ Ζήτημα Συνεντεύξεις Ἀρχιερέων, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν ὁ Λαρίσης Δωρόθεος καὶ ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος. Ὁ πρῶτος ἐπανέλαβε γιὰ ἄλλη μία φορὰ ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δὲν προσέλαβε τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο, ἀλλὰ διόρθωσε τὸ Ἰουλιανό, ὅτι τὸ ἡμερολόγιο δὲν εἶναι δογματικὸ ζήτημα, ὅτι οἱ Παλαιοημερολογῖτες δὲν εἶναι οὔτε αἱρετικοί, οὔτε σχισματικοί (καὶ γι’ αὐτὸ ὀφείλουν νὰ πειθαρχοῦν στὶς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας) καὶ ὅτι ὁ Παλαιοημερολογιτισμὸς εἶναι «αὐτὴ αὕτη ἡ Ὀρθόδοξος Θρησκεία» (!) καὶ ἑπομένως δὲν προστατεύεται συνταγματικὰ ὡς ξεχωριστὴ θρησκεία καὶ ἄρα ἡ Πολιτεία πρέπει νὰ καταστείλει τὴν ἀνταρσία τῶν ἐπαναστατούντων Παλαιοημερολογιτῶν!

Ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης ἀπὸ τὴν ἄλλη τόνισε πὼς ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ νέου ἡμερολογίου γιὰ μὲν τὴν Πολιτεία καὶ Κοινωνία ἀποτελεῖ ἀδιάφορο ζήτημα χρόνου, γιὰ δὲ τὴν Ἐκκλησία ὅμως ζήτημα συμφωνίας καὶ ἑνώσεως τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν στὴν Θεία Λατρεία. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἀποκρούσει τὸν παπικὸ προσηλυτισμό, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπέκρουε ἐπὶ αἰῶνες τὸ νέο ἡμερολόγιο. Ἐπιπροσθέτως, ἐπισημαίνει πὼς ἡ ἐξαιτίας τῆς ἡμερολογιακῆς Καινοτομίας διάσπαση τῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων προσκρούει στὸ 9ο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Πρὸς τοῦτο ἐπικαλεῖται καὶ γνώμη εἰδικῶν Καθηγητῶν (Νομικῶν καὶ Θεολόγων, μεταξύ τῶν ὁποίων καὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσόστομου Παπαδόπουλου, ὁ ὁποῖος λίγα χρόνια μετὰ εἰσήγαγε τὸ νέο ἡμερολόγιο γνωσιμαχήσας) ἀναφερόμενη στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Τέλος ἀποκρούει τὴν κατηγορία ὅτι ἡ ἀριθμοῦσα περὶ τὸ 1.000.000 τότε μερίδα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν εἶναι ἐπαναστάτες, ἀλλὰ μᾶλλον στυλοβάτες τῆς Ὀρθοδοξίας.  

Λίγες ἡμέρες μετὰ ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος συνέταξε κείμενο τὸ ὁποῖο ὑπογράφεται ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων (Παλαιοημερολογιτῶν), ἀποτελούμενη τότε ἀπὸ τὸν ἴδιο ὡς Πρόεδρο, τὸν Μεγαρίδος Χριστοφόρο Χατζῆ (+1973, μετέπειτα Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς & Κονίτσης) καὶ τὸν Διαυλείας Πολύκαρπο, ὑπὸ τὸν τίτλο «Κρίσεις ἐπὶ τῶν Συνεντεύξεων τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ τῶν ἐγκρίτων Μητροπολιτῶν Ἰωαννίνων καὶ Λαρίσσης ἀναφορικῶς πρὸς τὸν Παλαιοημερολογιτισμόν», τὸ ὁποῖο δημοσιεύθηκε στὴν ἐφημερίδα «Καθημερινή»[10]. Σὲ αὐτὸ ἀρχικὰ (καὶ μὲ ἀφορμὴ τὴν παραδοχὴ τῶν νεοημερολογιτῶν Ἱεραρχῶν ὅτι τὸ νέο ἡμερολόγιο εἰσήχθη ὑπὸ τὴν πίεση τῆς τότε Κυβερνήσεως) οἱ Παλαιοημερολογῖτες Ἀρχιερεῖς παρατηροῦν πὼς ἡ Ἱεραρχία δὲν ἀπαλλάσσεται τῶν εὐθυνῶν της ἐφόσον ὀφείλει νὰ εἶναι φρουρὸς καὶ θεματοφύλακας τῶν παραδόσεων καὶ νὰ μὴν ὑποκύπτει σὲ καμία κυβερνητικὴ πίεση, γιὰ νὰ μὴ προκαλεῖ μὲ αὐτὴ τὴν στάση σκανδαλισμὸ τοῦ ποιμνίου τῆς Ὀρθοδοξίας[11]. Ἐν συνεχείᾳ ἀπορρίπτουν τὴν σοβαρότητα τοῦ γνωστοῦ ἐπιχειρήματος πὼς ἐφόσον τὸ ἡμερολόγιο δὲν εἶναι Δόγμα ἐπιτρέπεται ἡ ἀλλαγή του καὶ μάλιστα μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ δημιουργεῖται ἀταξία στὴν Ἐκκλησία. Προχωρῶντας ἐπαινοῦν τοὺς Μητροπολῖτες γιὰ τὴν φιλαλήθεια τῆς ὁμολογίας τους ὅτι οἱ Παλαιοημερολογῖτες δὲν εἶναι οὔτε αἱρετικοί, οὔτε σχισματικοί, ἀλλὰ Ὀρθόδοξοι, οἱ ὁποῖοι διέκοψαν τὴν κοινωνία μὲ τοὺς Καινοτόμους «ἵνα μὴ μετέχωσι καὶ οὗτοι τῆς εὐθύνης ἐνώπιον τῆς ὅλης Ἐκκλησίας διὰ τὴν καινοτομίαν ταύτην»· ἑπομένως, δὲν εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ πρέπει νὰ χαρακτηρισθοῦν ὡς ἐπαναστάτες… Τὸ κείμενο ὁλοκληρώνεται μὲ παρατηρήσεις καὶ θερμὴ ἔκκληση γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος γιὰ ἐκκλησιαστικούς, ἀλλὰ καὶ ἐθνικοὺς λόγους. Δυστυχῶς, ἡ φωνὴ αὐτὴ δὲν εἰσακούστηκε γιὰ ἀκόμη μία φορά, ἐνῶ μία διετία μετὰ ξεκίνησαν φοβεροὶ διωγμοὶ κατὰ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν τότε Κυβέρνηση τῶν …Φιλελευθέρων.

Ὁ Λαρίσης Δωρόθεος ἐπανῆλθε στὸ ζήτημα ἔπειτα ἀπὸ τρία χρόνια μὲ τὸ ἄρθρο του «Παρατηρήσεις ἐπὶ τῆς γνωματεύσεως τῶν κ.κ. καθηγητῶν ἐπὶ τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ ζητήματος»[12]. Ἀφορμὴ δόθηκε ἀπὸ τὴν Γνωμάτευση ποὺ δημοσίευσαν οἱ Καθηγητὲς τῆς Νομικῆς Γεώργιος Ράμμος, Χρῆστος Σγουρίτσας καὶ Κωνσταντῖνος Τσάτσος, κατ᾿ ἀνάθεση τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία ὑπῆρχε ἡ παραδοχὴ ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος υἱοθέτησε τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο, ἐνῶ ἐκφραζόταν καὶ ἡ θέση ὅτι ἡ καθαίρεση ἐξαλείφει τὴν Ἱερωσύνη καὶ ἑπομένως οἱ Παλαιοημερολογῖτες Κληρικοὶ γιὰ νὰ γίνουν δεκτοὶ στὴν ἐπίσημη Ἐκκλησία πρέπει νὰ ἀναχειροτονηθοῦν. Ὁ Λαρίσης Δωρόθεος ἐπανέλαβε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὴν ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δὲν υἱοθέτησε τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο, ἐπειδὴ δὲν ἔθιξε τὸ Πάσχα, ἀλλὰ ἁπλῶς διόρθωσε τὸ Ἰουλιανὸ μὲ τὴν ἀπάλειψη δέκα τριῶν ἡμερῶν. Γιὰ τὸ θέμα δὲ τῆς ἀναχειροτονίας μετὰ ἀπὸ καθαίρεση κατακρίνει τὴν ἀθεολόγητη ἄποψη τῶν ὡς ἄνω νομικῶν καὶ ἀποδεικνύει, μὲ ἐπιχειρήματα ἐρειδόμενα στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, ἀλλὰ καὶ στὴν πράξη τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ἀνεξάλειπτο τῆς Ἱερωσύνης καὶ ὡς ἐκ τούτου τὸ παράνομο τῆς ἀναχειροτονίας[13].

Μὲ ἀφορμὴ τὸ νέο κείμενο τοῦ Λαρίσης Δωροθέου, οἱ Ἀρχιερεῖς Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος καὶ Διαυλείας Πολύκαρπος συνέταξαν εἰδικὲς ἀποκρίσεις. Ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος, εὑρισκόμενος τότε στὴν ἐξορία λόγῳ τοῦ ἀγώνα του ὑπὲρ τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου, συνέγραψε καὶ ἀπέστειλε ἀπαντητικὸ κείμενο μὲ τίτλο «Ἀπάντησις εἰς μίαν διατριβὴν περὶ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης κ. Δωροθέου», καὶ τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε ταυτοχρόνως σὲ Ἀθήνα καὶ Λάρισα[14]. Στὸ ἔργο αὐτὸ ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης, ἀπὸ τὴν μία ἀναιρεῖ, γιὰ ἀκόμη μία φορά, τὰ περὶ δῆθεν ἀσυμφωνίας μεταξὺ Γρηγοριανοῦ καὶ «διορθωμένου Ἰουλιανοῦ»[15], ἀφετέρου ἐγκωμιάζει τὸν Λαρίσης Δωρόθεο γιὰ τὰ ἐπιστημονικά του προσόντα καὶ δηλώνει ἀπολύτως σύμφωνος μὲ τὶς ἀπόψεις του γιὰ τὸ ἀνεξάλειπτο τῆς Ἱερωσύνης καὶ τὴν Κανονικότητα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν Κληρικῶν.

Σχετικὰ μὲ τὸ πρῶτο, ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης παρατηρεῖ πὼς ἡ λέξη «διόρθωση» δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικότητα, διότι καὶ τὰ δύο ἡμερολόγια εἶναι ἐσφαλμένα ἀπὸ ἀστρονομικὴ ἄποψη· ἑπομένως, μὲ τὴν προσθήκη 13 ἡμερῶν δὲν ὑπῆρξε «διόρθωση», ἀλλὰ ἀφομοίωση τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου, ἐφόσον πλέον οἱ ἡμερομηνίες του μὲ ἐκεῖνες τοῦ τάχα «διορθωμένου Ἰουλιανοῦ» ταυτίζονται ἀπόλυτα! Ἐπιπροσθέτως, ἡ χρήση δύο ἡμερολογίων (τοῦ Γρηγοριανοῦ γιὰ τὶς ἀκίνητες, καὶ τοῦ Ἰουλιανοῦ γιὰ τὶς κινητὲς ποὺ ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ Πασχάλιο) δημιουργεῖ σοβαρὰ προβλήματα στὸ Τυπικό. Αὐτὸ θὰ ἐξαναγκάσει τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἢ νὰ προσαρμόσει καὶ τὸ Πασχάλιο πρὸς τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο (προσκρούοντας ἔτσι στοὺς περὶ τοῦ καθορισμοῦ τοῦ Πάσχα Ἱεροὺς Κανόνες) ἢ νὰ ἐπανέλθει στὸ Ἰουλιανό. Ἐπισημαίνει μάλιστα ὅτι τὸ λεγόμενο «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τοῦ 1923 προβλέπει καὶ ἀλλαγὴ τοῦ Πασχαλίου, μὲ σαφὴ σκοπὸ τῆς Καινοτομίας ὄχι τὴν διόρθωση τάχα, ἀλλὰ τὴν προσέγγιση τῶν Ὀρθοδόξων μὲ τοὺς ἑτεροδόξους τῆς Δύσεως, ὅπως ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος ὁ πρωτεργάτης αὐτῆς (καὶ Πρόεδρος τοῦ δῆθεν «Πανορθοδόξου» Συνεδρίου τοῦ 1923) διαβόητος Μελέτιος Μεταξάκης. Ἄλλωστε, συνεχίζει ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος, ἐὰν ληφθοῦν ὑπόψιν καὶ οἱ γνῶμες πολλῶν ἐπιστημόνων ὅτι τὸ Ἰουλιανὸ ἔχει τελικὰ λιγότερα σφάλματα ἀπὸ τὸ Γρηγοριανό, τότε μᾶλλον ἡ λέξη «διόρθωση» θὰ πρέπει νὰ ἀντικατασταθεῖ μὲ τὴν λέξη «χειροτέρευση»[16]… Σχετικὰ μὲ τὸ δεύτερο μέρος, ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος ἐγκωμιάζει θερμότατα τὸν Λαρίσης Δωρόθεο γράφοντας μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «Πολλὰς ὀφείλομεν χάριτας εἰς τὸν Σεβασμιώτατον Συντάκτην, δόντα, δι᾿ ὅσων λίαν ὀρθῶς καὶ πειστικῶς ἐν τῷ δευτέρῳ μέρει τῆς διατριβῆς Του ἀνέπτυξε, πλῆρες δίκαιον εἰς τοὺς δῆθεν καθῃρημένους Παλαιοημερολογίτας κληρικούς διϊσχυριζομένους ὅτι αἱ χειροτονίαι αὐτῶν καὶ αἱ Μυστηριακαὶ πράξεις κέκτηνται ἀκέραιον τὸ κῦρος αὐτῶν· διότι πηγάζουσιν ὡς ὀρθῶς γράφει ὁ Σεβασμιώτατος, ἐκ τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης, ὅπερ φέρουσιν οὗτοι ἀκέραιον»[17]. Σημειωτέον δὲ ὅτι τὸ παραπάνω πόνημα ὅ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης τὸ συνέταξε στὶς 10 Δεκεμβρίου 1951 στὸν τόπο τῆς ἐξορίας του, τὴν Μονὴ Ὑψηλοῦ Μυτιλήνης, στὴν ὁποία τὸν ἔστειλε ἡ διωκτικὴ μανία τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας ἐπὶ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Σπυρίδωνος Βλάχου.

Τὴν ἴδια περίοδο καὶ ὁ Διαυλείας Πολύκαρπος συνέταξε ἀπάντηση μὲ τίτλο «Κρίσεις ἐπὶ τῆς πρώτης παρατηρήσεως τῆς γενομένης ὑπὸ τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Λαρίσης κ. Δωροθέου ἐπὶ τῆς γνωματεύσεως τῶν κ.κ. Γ. Ράμμου, Χ. Σγουρίτσα καὶ Κ. Τσάτσου ἐπὶ τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ ζητήματος»[18]. Σὲ αὐτὴν προβαίνει σὲ διεξοδικότερη ἀναίρεση τῶν ἀπόψεων τοῦ Λαρίσης Δωροθέου, ἂν καὶ διασαφίζει πὼς «δὲν ἐπιδιώκομεν νὰ θέσωμεν ἐν ἀμφιβόλῳ τὸ ἐπιστημονικὸν κῦρος τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἁγίου Λαρίσης, ὅν, διά τε τὸν ἐξαίρετον αὑτοῦ ἐπιστημονικὸν καταρτισμὸν καὶ τὴν ψυχικὴν αὑτοῦ ἁπλότητα καὶ καλοκαγαθίαν, εἰλικρινέστατα ἐκτιμῶμεν»[19]. Ξεκινῶντας τὴν ἐργασία του ὁ Διαυλείας Πολύκαρπος τονίζει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὶς Πανορθοδόξους Συνόδους τοῦ ΙΣΤ΄ αἰ. καταδίκασε ὄχι μόνο τὸ ἐκ τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου συνταχθὲν Πασχάλιο, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ καθ᾿ αὐτὸ τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο· πόσο μᾶλλον ὅταν αὐτὸ χρησιμοποιήθηκε καὶ ὡς μέσο προσηλυτισμοῦ ἀπὸ τὴν Παπικὴ Ἐκκλησία. Σχετικὰ μὲ τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ «διορθωμένο Ἰουλιανὸ» ἀφενὸς μὲν παρατηρεῖ πὼς τὰ δύο ἡμερολόγια ταυτίζονται, ἀφετέρου δὲ παραθέτει ἀποσπάσματα ἀπὸ ἐπίσημα ἔγγραφα ποὺ γράφουν ξεκάθαρα γιὰ συνταυτισμὸ πολιτικοῦ (δηλαδὴ τοῦ Γρηγοριανοῦ) καὶ ἐκκλησιαστικοῦ ἡμερολογίου. Καὶ ἔτσι καταλήγει στὸ συμπέρασμα πὼς «τὸ ὑφ᾿ ὑμῶν ὑποστηριζόμενον, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δὲν εἰσήγαγεν ἐν τῇ Ἱερᾷ Λατρείᾳ αὐτῆς τὸ Γρηγοριανὸν ἡμερολόγιον, ἀλλὰ διόρθωσε τὸ ἐν χρήσει Ἰουλιανόν, ποιήσασα προσθήκην δεκατριῶν ἡμερῶν, τυγχάνει ὅμοιον μὲ τὴν αἰτιολογίαν ἐκείνων, οἵτινες διϊσχυρίζονται, ὅτι τὸ ὄνομα Γιάννης ἤ Γιαννάκις, εἶναι διάφορον τοῦ Ἰωάννου»[20]. Συνεχίζοντας παραθέτει σωρεία ἐκκλησιαστικῶν ἀποφάσεων ἀπὸ τὸ 1583 μέχρι καὶ τὸ 1923 μὲ τὶς ὁποῖες ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπέκρουσε τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση γιὰ πολλοὺς λόγους. Ὁλοκληρώνοντας ἐπισημαίνει πὼς μπορεῖ μὲν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νὰ μὴ μετέβαλε τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, ὅμως ἀθέτησε τὸν Πασχάλιο Κανόνα δημιουργῶντας «ἀνωμαλίας εἰς τὸ ἑορτολόγιον αὐτῆς καὶ ἰδίᾳ εἰς ἑορτὰς καὶ νηστείας ἐχούσας σχέσιν μὲ τὸ Πασχάλιον, ἐφ᾿ ὅσον ἔχει ἄλλην βάσιν τὸ ἑορτολόγιον καὶ ἄλλη τὸ Πασχάλιον»[21].

Καὶ οἱ δύο Παλαιοημερολογῖτες Ἱεράρχες κλείνουν τὰ κείμενά τους μὲ εὐχὲς καὶ προτροπὴ γιὰ μετάνοια. Λίγο καιρὸ μετὰ ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἐξορία καὶ κοιμήθηκε ἀγωνιζόμενος μόνος ἐπὶ τῶν «ἀδαμαντίνων ἐπάλξεων» τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Διαυλείας Πολύκαρπος προσεχώρησε (γιὰ λόγους ποὺ δὲν εἶναι τοῦ παρόντος καὶ χωρὶς νὰ ἐγκαταλείψει τὶς πεποιθήσεις του) στὴν ἐπίσημη Ἐκκλησία – χωρὶς μάλιστα νὰ ἀναχειροτονηθεῖ -, ἐνῷ ὁ Λαρίσης Δωρόθεος ἔγινε ὁ ἑπόμενος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, διαδεχόμενος τὸν διώκτη Σπυρίδωνα Βλάχο καὶ ἐγκαινιάζοντας μία νέα περίοδο, πιὸ μετριοπαθῆ πρὸς τὸν Παλαιοημερολογιτισμό, ἡ ὁποία ὅμως ἔμελε νὰ εἶναι βραχύβια λόγῳ τοῦ αἰφνιδίου θανάτου του, μόλις ἕνα χρόνο μετὰ τὴν ἀνάληψη τῶν καθηκόντων του.


[1] Γιὰ τὸ πρόσωπό του βλ. Κωνσταντίνου Μουρτζανοῦ (νῦν Ἀρχιμανδρίτου Ἰγνατίου), Δωρόθεος Κοτταρᾶς. Ὁ ἀπό Λαρίσης, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν: http://ikee.lib.auth.gr/record/134329/files/GRI-2014-12354.pdf .

[2] Γιὰ τὸ πρόσωπό του βλ. Ἠλία Ἀγγελόπουλου-Διονυσίου Μπατιστάτου, Μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης-Ἀγωνιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἔθνους, Ἀθῆναι, 1981. Σταύρου Καραμήτσου, Ὁ Σύγχρονος Ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι, 1990. Νικολάου Μάννη, Ὁ τελευταίος Ἕλληνας Μητροπολίτης τῆς Βόρειας Μακεδονίας: https://poimin.gr/o-telefteos-ellinas-mitropolitis-tis-vorias-makedonias

[3] Γιὰ τὸ πρόσωπό του βλ. Διονυσίου Ν. Μ. (Ἀνατολικιώτου), Ὁ Ἀρχιερέας τῆς ἀγάπης, Πειραιάς, 2002.

[4] Ἀρχεῖον Ἐκκλησιαστικοῦ καὶ Κανονικοῦ Δικαίου, Ἔτος Β΄ [1947].

[5] Ὁ μὲν Δωρόθεος ὑπῆρξε ἀπόφοιτος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, ὁ δὲ Χρυσόστομος ἀπόφοιτος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης.

[6] Ἀθῆναι, Δεκέμβριος 1947.

[7] Αὐτόθι, σ. 15.

[8] Αὐτ., σ. 25-26.

[9] 19-6-1948.

[10] 27-6-1948.

[11] Πόσο ἐπίκαιρη παρατήρηση!

[12] Ἀρχεῖον Ἐκκλησιαστικοῦ καὶ Κανονικοῦ Δικαίου, Ἔτος ΣΤ΄ [1951].

[13] Ὁ Λαρίσης Δωρόθεος μὲ τὴν κατάθεση τῶν ἀπόψεών του αὐτῶν δικαίωσε τὴν Σύνοδο τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ποὺ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1948 ἐξέδωσε τὸ κείμενο «Μήνυσις κατὰ τοῦ Μητροπολίτου Χίου Παντελεήμονος Φωστίνη ἐπὶ ἀναχειροτονίᾳ Ἱερέων».

[14] Ὁ τίτλος τῆς ἐν Λαρίσῃ ἐκδόσεως εἶναι ἐλαφρῶς τροποποιημένος ὡς ἑξῆς: «Ἀπάντησις εἰς τὴν διατριβὴν τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσσης κ.κ. Δωροθέου Κοτταρᾶ περὶ τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ ζητήματος».

[15] Ἄλλωστε τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο αὐτὸ ἀκριβῶς ἰσχυρίστηκε ὁ εἰσηγητής του ὅτι εἶναι: τὸ Ἰουλιανὸ «διορθωμένο»!

[16] Γιὰ περισσότερες ἀποδείξεις ποὺ δικαιώνουν τὴν θέση τοῦ Ἁγίου πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου βλ. Νικολάου Μάννη, Διορθωμένο Ἰουλιανὸ ἢ Λανθασμένο Γρηγοριανό;

http://krufo-sxoleio.blogspot.com/2012/12/blog-post_9496.html

[17] Ἔκδ. Ἀθηνῶν, σ. 13, ἔκδ. Λαρίσης, σ. 12.

[18] Βόλος, 1952.

[19] Αὐτόθι, σ. 4. Καὶ ὁ Διαυλείας Πολύκαρπος, ὅπως καὶ ὁ Ἅγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος, παραδίδει μαθήματα ἤθους καὶ εὐγένειας, πολύτιμα γιὰ τοὺς διαδόχους τους, ἀλλὰ καὶ ἐλεγκτικὰ γιὰ τοὺς διῶκτες.

[20] Αὐτ., σ. 8.

[21] Αὐτ., σ. 18.