A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π.ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΝΑΣΣΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π.ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΝΑΣΣΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Η ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΗΣ Β΄ ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ

 Ὁμιλία εἰς τὸν Γ΄ Κατανυκτικὸ Ἑσπερινὸ 

 

εἰς τὸν Καθεδρικὸ Ναὸ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ

 

Πάτρα, 3/16-03-2025

 

 

ὑπό Ἀρχιμανδρίτου π. Νικηφόρου Νάσσου

 

Θεοφιλέστατε, σεβαστοί πατέρες, ἀγαπητοί ἀδελφοί,

 


μετά τήν λαμπροφορία τῆς παρελθούσης Κυριακῆς, πού ὀνομάζεται τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπου ἡ Ἐκκλησία ἑόρτασε γηθοσύνως τά νικητήρια καί διετρανώθη ἀπό τό ὀρθόδοξο πλήρωμα γιά ἀκόμη μιά φορά ἡ βεβαιότητα ὅτι «αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τήν οἰκουμένην ἐστήριξεν», ἐρχόμαστε στήν Β΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, τήν σημερινή ἁγία ἡμέρα καί Ἑορτή. Αὐτή, στή συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀφοῦ ἑορτάζει ἕνας μεγάλος πρόμαχος αὐτῆς, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (1296-1359), ὁ ἐπιφανέστερος βυζαντινός Θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας τόν ΙΔ΄ αἰῶνα, ὁποῖος ἐπαναδιατύπωσε ἄριστα, θεωρητικά καί πρακτικά, τήν κοινή ἐμπειρία τῆς Ἀληθείας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.

 

aggrigoriow


πό τῆς θέσεως αὐτῆς ἐκφράζω τίς εὐχαριστίες μου πρός τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπό μας κ.κ. Καλλίνικο γιά τήν συγκατάθεση του στήν πρόταση τοῦ Θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου Ταλαντίου κ. Καλλινίκου νά ἔρθω ἐδῶ στήν πόλη σας τήν Πάτρα καί νά πραγματοποιἠσω αὐτή τήν Ὁμιλία, μετά τό πέρας τοῦ Κατανυκτικοῦ Ἑσπερινοῦ.


γαπητοί μου, τό νά ὁμιλήσει κανείς ἀρκούντως γιά τό ὄντως πελώριο πνευματικό καί θεολογικό ἀνάστημα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ πού ὀνομάζεται Γρηγόριος Παλαμᾶς εἶναι μέγας ἆθλος, ἀλλά καί μέγα τόλμημα. Εἶναι πλούσια ἡ βιβλιογραφία περί τοῦ τιμίου προσώπου αὐτοῦ πού ἀποκαλεῖται «κῆρυξ τῆς Χάριτος», «κῆρυξ τοῦ ἀκτίστου φωτός». Αὐτός ὁ τρισευλογημένος κήρυττε τό φῶς, ἀλλά καί ὡς θεόπτης καί ἐμπειρικός Θεολόγος ἔβλεπε τό φῶς. Ἐνδεικτικά περί τοῦ ὑψηλοτάτου θεολογικοῦ ἀναστήματτος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου καί τή θέση του στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, θά σημειώσουμε ἐπιγραμματικά τό ἑξῆς.


Κατά τήν πρώτη χριστιανική χιλιετία διέλαμψαν στό πνευματικό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας πολύ μεγάλες μορφές τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπό τούς πρώτους κιόλας αἰῶνες (ὅπως λ.χ. τον 3ο αἰῶνα ὁ Μ. Ἀθανάσιος, κατόπιν ἀπό τόν 4ο καί ἐντεῦθεν οἱ Καππαδόκες, ὁ ἱερός Χρυσόστομος κ.ἄ, καί στή συνέχεια τῶν αἰώνων ἄλλοι Πατέρες, ὅπως λ.χ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας (5ο αἰ.), Μάξιμος Ὁμολογητής (7ος αἰ), Ἰωάννης Δαμασκηνός (8ος), Μ. Φώτιος (9ος). Ἐνῶ, ὅμως, κατά τήν πρώτη χιλιετία πολλοί Ἅγιοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι συναμιλλῶνται, θά λέγαμε, γιά τά πρωτεῖα, στή δεύτερη χιλιετία προβάλλει καί ξεχωρίζει ἕνας μεταξύ τῶν πολλῶν. Αὐτός εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ Ἁγιορείτης καί θεωρητικός Διδάσκαλος τῆς ἡσυχίας καί μεγάλος δογματικός Πατήρ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἰσοστάσιος ὅλων τῶν προηγουμένων τῆς πρώτης χιλιετίας, Πατέρων και Διδασκάλων.


Δέν θά ἀναφερθοῦμε στά βιογραφικά στοιχεῖα τοῦ μεγάλου Ἁγίου καί κορυφαίου Θεολόγου. Θά προσπαθήσουμε νά παρουσιάσουμε μέσα ἀπό τήν ζωή καί τή διδαχή του κάποια στοιχεῖα θεολογικά καί πνευματικά, ὥστε νά διδαχθοῦμε καί νά ἀντλήσουμε χρήσιμα συμεράσματα γιά τήν ἐν Χριστῷ ζωή μας στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας.


Μέσα ἀπό τόν ἀνεξάντλητο πλοῦτο τῆς θεολογίας καί τῶν κειμένων τοῦ ἁγίου, τρία ζητήματα θά ἀναπτυχθοῦν ἐδῶ μέ κάθε δυνατή συντομία, πρός κοινή ψυχική ὠφέλεια.

 

Πρῶτο ζήτημα, ἡ περί τῆς «θεοποιοῦ μεθέξεως» διδασκαλία, δηλαδή περί τῆς δυνατότητος τοῦ κτιστοῦ νά μετέχει στό ἄκτιστο, ὅπως ἐπίσης καί περί τοῦ ἀκτίστου φωτός. Θά τά ἐκθέσουμε μέ ὅσο ἁπλή διατύπωση γίνεται, ὥστε νά εἶναι ἀπό ὅλους κατανοητά.


 Τριαδικός Θεός μας εἶναι ἄκτιστος, ἄναρχος, ἀδημιούργητος, προαιώνιος. Ἔχει οὐσία, ἀλλά ἔχει και ἐνέργεια. Ὅπως ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, ἔτσι καί ἡ ἐνέργειά Του εἶναι ἄκτιστη. Ἀντίθετα, ἐμεῖς ἔχουμε κτιστή οὐσία καί κτιστή ἐνέργεια. Ὁ Θεός μας, σύμφωνα μέ τήν Πατερική Θεολογία, εἶναι ἀκατάληπτος, ἀλλά καί καταληπτός, ἄγνωστος καί γνωστός, ἀμέθεκτος καί μεθεκτός. Εἶναι ἄγνωστος ὁ Θεός καί ἀκατάληπτος ὡς πρός τήν οὐσία Του, ἀφοῦ κανείς δέν εἶδε, οὔτε πρόκειται νά δεῖ ποτέ τήν θεία φύση. Εἶναι ὅμως γνωστός καί καταληπτός καί μεθεκτός ὡς πρός τήν ἐνέργειά του.

 

πό αὐτή τήν θεία, ἄκτιστη ἐνέργεια γνωρίζουμε τόν Θεό, ὅσο μποροῦμε νά τόν γνωρίσουμε.
«Ἡμεῖς δέ ἐκ μέν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τόν Θεόν ἡμῶν, τῇ δέ οὐσίᾳ αὐτοῦ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μέν γάρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δέ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος»1.


 θεία, οὐσιώδης ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ αὐτή διά τῆς ὁποίας ὁ Θεός δημιουργεῖ, συντηρεῖ, προνοεῖ γιά τόν κόσμο, καί δι᾿ αὐτῆς ἀποκαλύπτεται καί κοινωνεῖ μέ αὐτόν. Αὐτή ἡ ἄκτιστη καί ἄναρχη ἐνέργεια, μετέχεται ἀπό τά κτίσματα, ἀγγέλους καί ἀνθρώπους. Θεολογικότερα ἄν ἐκφρασθοῦμε, θά ποῦμε ὅτι μετέχουμε τῶν ἰδιοτήτων τῆς θείας Ἐνεργείας. (Ὅπως ὁ σίδηρος, κατά τό παράδειγμα τῶν ἁγίων Πατέρων. Ὁ πυρακτωμένος σίδηρος μετέχει τῶν ἰδιοτήτων τῆς φωτιᾶς). Αὐτή ἡ Ἐνέργεια καί Χάρη σώζει καί θεώνει τόν ἄνθρωπο, καί γι᾿ αὐτό λέγεται «θεοποιός ἐνέργεια», ὅπως ὑπάρχει καί ἡ ζωοποιός, ἡ οὐσιοποιός καί ἡ σοφοποιός ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ («οὐσιώσεις, ζωώσεις, σοφοποιήσεις»)2 . Κατά τοῦτο, μία εἶναι ἡ θεία ἐνέργεια, ἀλλά λαμβάνει διάφορα ὀνόματα ἀνάλογα μέ τά ἀποτελέσματά της.


Αὐτό, λοιπόν, τό γεγονός τῆς μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στήν θεία ἐνέργεια ἦρθε νά ἀμφισβητήσει ὁ ἐκ Καλαβρίας Βαρλαάμ μοναχός, ὁ ὁποῖος εἶχε μεγάλη θεολογική ἀντιπαράθεση μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Πρόκειται ούσιαστικά γιά σύγκρουση δύο κόσμων, δύο θεολογιῶν, δύο παραδόσεων, τῆς ὀρθοδόξου ἐμπειρικῆς καί τῆς δυτικῆς σχολαστικῆς. Ὁ Βαρλαάμ ἔχοντας τίς φιλοσοφικές ἐπιδράσεις τῆς δυτικῆς θεολογίας κήρυττε ἕναν ἀμέθεκτο Θεό. Κήρυττε (ἄς χρησιοποιήσουμε τό παράδειγμα), ἕναν ἥλιο, πού κρατάει τό φῶς γιά τόν ἑαυτό του καί δέν τό παρέχει στόν κόσμο. Ὅμως, ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, ὁ Θεός μας ὅπως τόν πιστεύουμε καί τόν λατρεύουμε οἱ Ὀρθόδοξοι, εἶναι ἕνας Ἥλιος πού «ἐξαποστέλλει» τό φῶς του καί φωτίζει καί θερμαίνει καί ζωοποιεῖ. Ποιό εἶναι τό φῶς τοῦ Ἡλίου αὐτοῦ; Ἠ θεία, ἄκτιση Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, αὐτό πού ὀνομάζουμε φῶς, χάρη, πρόνοια κ.λπ.


χοντας ὑπόψη του ὁ θεοφόρος Παλαμᾶς αὐτήν τήν πραγματικότητα, ὅτι δηλαδή ὁ Θεός εἶναι μεθεκτός ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀπευθύνεται στον ὀρθολογιστή Βαρλαάμ καί τοῦ λέγει:
«Ἄν σύ ἀνέλοις τό μεταξύ τοῦ ἀμεθέκτου καί τῶν μετεχόντων, ὤ τῆς ζημίας! Διέστησας ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ»3 ! Γκρεμίζεις, τοῦ λέγει, τή «γέφυρα» προσβάσεως στόν Θεό. Μᾶς χωρίζεις ἀπό τόν Θεό, καταστρέφοντας τό «συνδοῦν», τόν σύνδεσμο μαζί Του.


τσι, ὁ ἅγιος Γρηγόριος μέ τούς λόγους καί τήν ὅλη θεολογική του δραστηριότητα, ἀγωνίστηκε γιά τή διασφάλιση τῆς σωτηρίας ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅπως θά ἀναφέρουμε καί στόν Ἐπίλογο. Διότι πῶς μπορεῖ νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἄν δέν μετέχει στή Χάρη τοῦ Θεοῦ; Μέ δικές του δυνάμεις; Ἀποκλείεται! Ἡ θεία Χάρις καί Ἐνέργεια εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία θεώνει τούς Ἁγίους, καί ὄχι κάποια κτιστή ἐνέργεια, ἀφοῦ ἡ θέωση εἶναι «ἑτέρου γένους»4 . Οἱ «καθαροί τῇ καρδίᾳ», σύμφωνα μέ τά Εὐαγγελικά λόγια, βλέπουν τόν Θεό, μετέχουν τῆς ἀκτίστου Χάριτος και Ἐνεργείας Του. Νά σημειώσουμε βεβαίως, ὅτι ἡ ὁλοκλήρωση τῆς δυνατῆς στον ἄνθρωπο θέας τοῦ Θεοῦ θα γίνει στόν μέλλοντα αἰῶνα, ἀφοῦ τώρα ὑπάρχει μερική μόνο θέα, «ἐν ἐσόπτρῳ καί ἐν αἰνίγματι». Πάντως ὑπάρχει θέα καί μετοχή στόν Θεό ἀπό ἐδῶ «ἀπ᾿ ἐντεῦθεν ἤδη», ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος.


Σχετικά, τώρα, μέ τή φύση τοῦ φωτός, τό ὁποῖο βλέπουν οἱ κεκαθαρμένοι, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τόνισε ὅτι αὐτό εἶναι ἄκτιστο. Αὐτό το φῶς το ὁποῖο ἐξήστραψε ἀπό τόν Κύριο ἐπάνω στό ὄρος Θαβώρ κατά τήν φρικτή Μεταμόρφωσή Του, δέν ἀποτελοῦσε ἀόριστη, ἤ ἀπρόσωπη δύναμη, ἀλλά συγκεκριμένη προσωπική ἐνέργεια τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου τότε, προκειμένου νά δοῦν τό Θαβώριο φῶς μετασκευάσθησαν ἐπί τό πνευματικότερο, ὅπως γράφει ὁ θεόπτης καί φωτοφόρος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.


Δέν ἦταν, λέγει, αἰσθητό τό φῶς, οὔτε οἱ μαθητές τό εἶδαν μέ αἰσθητούς ὀφθαλμούς, ἀλλά μέ ὀφθλμούς μετασκευασμένους ἀπό τή Χάρη τοῦ Ἀγίου Πνεύματος. «Ἐνηλλάγησαν οὖν καί οὕτω τήν ἐναλλαγήν εἶδον»5 . Αὐτό τό φῶς, ὡς θεία, ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ βλἐπουν καί οἱ ἡσυχαστές, κατά τίς μυστικές τους ἐμπειρίες. Αὐτό τό φῶς πρόκειται νά δοῦν οἱ ἅγιοι στόν μέλλοντα αἰῶνα «ἐκτυπώτερον». Πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι ἡ συζήτηση γιά τό φῶς, ἄν εἶναι ἄκτιστο ἤ κτιστό δέν εἶναι καθόλου μία διανοητική, θεωρητική ἐνασχόληση, ἀλλά «συνδέεται μέ τό αἴτημα τῆς θεώσεως καί τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, τῆς πραγματικῆς κοινωνίας και μετοχῆς τοῦ Θεοῦ, ἄρα ἔχει σωτηριολογικές ἐπιπτώσεις6.


Αὐτό τό φῶς θεωροῦσε κτιστόν, φάσμα καί σύμβολο, «γινόμενον καί ἀπογινόμενον» ὁ ὀρθολογιστής Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ὅμως, διά τοῦ καθαρωτάτου δοχείου της, τοῦ κήρυκος, ἀλλά καί τοῦ μετόχου τοῦ φωτός, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, διετράνωσε τήν ἀλήθεα τῶν πραγμάτων καί ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου ἔτυχε συνοδικῆς κατοχυρώσεως ἀπό τίς λεγόμενες Ἡσυχαστικές Συνόδους τοῦ 14ου αἰῶνος.

 

Τό δεύτερο ζήτημα στό ὁποῖο θά ἀναφερθοῦμε εἶναι ὁλίγα περί τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ σχετικά μέ τήν προσευχή, εἰδικότερα μέ τή λεγομένη «νοερά προσευχή». Ὁ ἐκ Δύσεως πολέμιος τοῦ ὀρθοδόξου Ἡσυχασμοῦ, Βαρλαάμ περιέπεζε τούς Ἁγιορείτες μοναχούς, οἱ ὁποίοι χρησιμοποιοῦσαν μία ψυχοσωματική μέθοδο, προκειμένου νά συγκεντρώσουν τό νοῦ μέσα στήν καρδιά κατά τήν ἄσκηση τῆς εὐχῆς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με». Ὁ ἅγιος Γρηγόριος συνέγραψε πλῆθος κειμένων περί τῆς προσευχῆς, ἀλλά και τοῦ ἀκτίστου χαρακτῆρος τοῦ φωτός, που ἀξιώνονταν νά δοῦν οἱ μοναχοί πού ἀσκοῦσαν τή νοερά προσευχή. Ὁ σχολαστικός Βαρλαάμ, ὡς ἑπόμενος καί ἐκφραστής τῆς δυτικῆς θεολογίας, ταύτιζε οὐσία καί ἐνέργεια στον Θεό, ἀποκλείοντας τή θέα τοῦ φωτός, πού λαμβάνει χώρα στόν κεκαθαρμένο καί ἀδιαλείπτως προσευχόμενο πιστό.


Στόν λεγόμενο «Ἁγιορείτικο τόμο», ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἕνα κείμενο τό ὁποῖο προσυπέγραψαν ἡγούμενοι καί μοναχοί τοῦ ἁγίου Ὄρους καί ὁ ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ Ἰάκωβος,, παρουσιάζεται ὅλος ὁ πλοῦτος τῆς ὀρθοδόξου Θεολογίας καί πνευματικότητος. Ὁ συγγράψας πρῶτα «ἔπαθε τά θεῖα», κατά τήν πατερική ρήση καί ἔπειτα τά ἔμαθε καί κατόπιν παρέθεσε στήν Ἐκκλησία τήν γνήσια ἔμπειρία του. Πρόκειτα για ἕναν πολυχεύμωνα ποταμό, ὁ ὁποῖος ἀρδεύει πλουσίως διαχρονικά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.


Θά μείνουμε ὅμως σέ δύο σημαντικά περί τήν προσευχή γεγονότα, ὅπως τα βλέπουμε στο βίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Τό πρῶτο εἶναι ὅτι ἐνῶ ὡς θεωρητικός διδάσκαλος καί γνήσιος ἐργάτης τῆς νοερᾶς προσευχῆς, την δίδασκε, ὁ ἴδιος τήν ἐφήρμοζε μέ μία παραλλαγή τῶν λόγων τῆς προσευχῆς. Ἔτσι, ἀντί γιά «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με», ἔλεγε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, φὠτισόν μου τό σκότος». Τί ἀποδεκνύει τοῦτο; Τί ἄλλο, παρά τήν βαθυτάτη καί ἐκπληκτική ταπείνωση αὐτοῦ τοῦ μεγάλου Ἁγίου καί Διδασκάλου; Ἐρωτῶ, ἀγαπητοί μου τήν ἀγάπη ὅλων σας: Ἄν αὐτός ὁ μέγας, ὁ πάμφωτος, ὁ καθηγητής τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί κήρυκας τοῦ φωτός, ἀλλά καί μέτοχος αὐτοῦ, θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ἐσκοτισμένο καί ἐκζητοῦσε βαθυστενάτως τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ, φωνάζοντας μέρα και νύχτα «φώτισόν μου τό σκότος», «φώτισόν μου τό σκότος», τότε τί πρέπει νά ποῦμε ἐμεῖς;


Τό δεύτερο ἔχει νά κάνει με ἕνα περιστατικό σχετικά πάλι μέ τήν προσευχή. Ὁ Ἅγιος δίδασκε ὅτι ἡ νοερά προσευχή δέν εἶναι ἀποκλειστικό δικαίωμα καί κατόρθωμα τῶν μοναχῶν και τῶν ἀσκητῶν μόνο. Μποροῦν καί οἱ ἐν τῷ κόσμῳ Χριστιανοί πρέπει νά καταγίνονται μέ τή νοερά προσευχή, τή λεγομένη «μονολόγιστη εὐχή», νά ἀγωνίζονται ὅσο μποροῦν καί νά τήν ἀσκοῦν μέ ταπείνωση καί ἀγάπη Θεοῦ. Ὑπῆρχε ὅμως ἕνας εὐλαβέστατος μοναχός, ὀνόματι Ἰώβ, συνασκητής ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος δέν συμφωνοῦσε μέ αὐτή τή θέση τοῦ Γρηγορίου καί ἐπέμενε μάλιστα καί μετά ἀπό τόν διάλογο πού εἶχε μέ αὐτόν, ὅτι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς.


Καί ὅμως! Ὁ Θεός οὐρανόθεν ἐπιβεβαίωσε τό ὀρθόν τῆς διδασκαλίας τοῦ γνησίου θεράποντός του, Γρηγορίου, ἀφοῦ ὁ μοναχός Ἰώβ, ἐπιστρέφοντας στό ἀσκητικό κελλίο του δέχθηκε ἐπίσκεψη ἁγίου Ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος τοῦ συνέστησε νά ἀκολουθεῖ σε ὅλα τήν ἀπλανή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, τοῦ ὄντος ἀπλανοῦς φωστῆρος τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτά διηγεῖται ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, Πατριάρχης Κωσταντινουπόλεως, μαθητής καί Βιογράφος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ7 .

 

Τό τρίτο καί τελευταῖο ζήτημα εἶναι οἱ διάλογοι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μέ τό Ἰσλάμ, κατά τή διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας του ἀπό τούς Τούρκους. Ὅταν ὁ ἱερός Γρηγόριος ἐχειροτονήθη ἐπίσκοπος το 1347, ἐπί τρία ἔτη μέχρι τό 1350 δέν μπόρεσε νά ἐνθρονισθεῖ στήν Θεσσαλονίκη, λόγῳ πολιτικῶν διαταραχῶν. Τό τριετές αὐτό διάστημα τό διεξῆλθε στό Ἅγιον Ὄρος καί στή Λῆμνο. Ὅμως, καί μετά τήν ἐνθρόνισή του, οἱ διενέξεις τῶν δύο αὐτοκρατορικῶν οἰκογενειῶν, τῶν Παλαιολόγων και τῶν Κατακουζηνῶν συνεχίσθηκαν. Ὁ Ἅγιος, σέ κάποια μεσολαβητική, εἰρηνευτική του ἀποστολή στήν Κωνσταντινούπολη τό Μαΐο τοῦ 1354, τό πλοῖο πού τόν μετέφερε ἀπό τή Νῆσο Τένεδο, λόγῳ θαλασσοταραχῆς ἀναγκάστηκε νά προσεγγίσει τίς ἀκτἐς τῆς τῆς Καλλίπολης, ὅπου εἶχαν διαπεραιωθεῖ οἱ Τούρκοι, ἐκμεταλευόμενοι τόν πανικό λόγῳ ἑνός σεισμοῦ, πού εἶχε ἐπισυμβεῖ ἐκεῖνες τίς ἡμέρες. Ἐκεῖ λοιπόν ὅταν βρέθηκε ὁ Ἅγιος Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Θεσσαλονίκης συνελήφθη αὐτός και ἡ συνοδεία του ἀπό τούς Τούρκους. Εἶναι γεγονός, μαρτυρούμενο μέσα ἀπό τίς διηγήσεις τοῦ ἰδίου ἱεροῦ Πατρός, ὅτι ἦταν πολύ μεγάλη τότε ἡ περιπέτεια του καί τά δεινά πού ὑπέστη, μεταφερόμενος ἀπό τόπο σέ τόπο, ἀπό τη Λάμψακο στήν πόλη πού ὀνομάζεται Πηγές, και ἀπό ἐκεῖ στην Προύσα καί κατόπιν στή Νικομήδεια. Θά μακρύνει πολύ ὁ λόγος ἄν προσπαθήσουμε νά παρουσιάσουμε τή δεινή δοκιμασία τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου. Μπορεῖ κάποιος νά πληροφορηθεῖ σχετικά μέσα ἀπό τίς λίαν ἀξιόλογες ἐπιστολές του «Εἰς τήν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν»8 .


 ἅγιος Γρηγόριος θεωροῦσε ὅτι ἦταν ἔργο τῆς θείας Προνοίας νά βρεθεῖ ἐκεῖ καί νά διατρανώσει τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου στούς «πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτους» ὅπως τούς ὀνόμασε, ὥστε αὐτοί μέν νά καταστοῦν ἀναπολόγητοι, ἀλλά καί οἱ ἐκεῖ εὐρισκόμενοι Χριστιανοί νά ἐνισχυθοῦν στήν πίστη. Εἶναι δέ ἐκπληκτικό καί δηλωτικό τῆς μεγάλης ταπεινώσεως πού διέθετε ὁ ἅγιος Γρηγόριος αὐτό πού λέγει, ὅτι ἕνας ἀκόμη λόγος ἕνεκα τοῦ ὁποίου παραδόθηκε σ᾿ αὐτούς ἦταν οἰκονομία Θεοῦ γιά μικρή ἔκτιση (δηλαδή ὡς ἕνα κανόνα, ὅπως λέγουμε) ἕνεκα τῶν πολλῶν του, ὅπως γράφει, ἁμαρτιῶν. Τό κείμενο ἐν προκειμένῳ εἶναι θαυμάσιο:
«Δοκεῖ γάρ μοι διά τῆς οἰκονομίας ταύτης φανεροῦσθαι τά τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐπί πάντων Θεοῦ, καί αὐτοῖς τοῖς πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτοις, ὡς ἀναπολόγητοι ὦσιν ἐπί τοῦ μέλλοντος αὐτοῦ φρικωδεστάτου βήματος, ἐγγύς ὄντως ἤδη, δι᾿ ἥν οἰκονομίαν, ὡς ἀπό τῶν ἐκβάντων ἔστι συνορᾶν, καί ἡμεῖς παρεδόθημεν ταῖς τούτων χερσίν, ἅμα πρός μικράν ἔκτισιν τῶν πολλῶν εἰς Θεόν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων»9 . Αὐτή εἶναι ἡ ταπείνωση τῶν Ἁγίων. Αὐτήν συναντοῦμε οἱ λειτουργοί στήν ἀναφορά τῆς Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου. Σέ παρακαλοῦμε Δέσποτα Πανάγιε, γράφει ὁ ἅγιος Ἱεράρχης, νά καταπέμψεις τό Πανάγιό σου Πνεῦμα, «οὐ διά τάς δικαιοσύνας ἡμῶν», ὄχι γιά τίς ἀρετές μας· «οὐ γάρ ἐποιήσαμεν τι ἀγαθόν ἐπί τῆς γῆς», δέν πράξαμε κανένα καλό στη γῆ αὐτή! Τό λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, πού ἔπραξε ἄπειρα ἀγαθά κατά τήν παρουσία του στή γῆ. Αὐτή εἶναι ἀγαπητοί μου ἡ ταπείνωση τῶν Ἁγίων, ἡ ἑλκύουσα τή Χάρη τοῦ Θεοῦ.

 

Στή συνέχεια θά ἀναφερθοῦμε ἐν συνόπτῳ στούς διαλόγους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ μέ τούς Μουσουλμάνους, κατά τό χρονικό διάστημα τῆς αἰχμαλωσίας σ᾿ αὐτούς. Τό ὁμολογιακό φρόνημα τοῦ μεγάλου Ἁγίου Πατρός διετρανώθη ἀπό τήν ἁγιοπατερική παρρησία του καί τήν τόλμη μέ τήν ὁποία διεξήγαγε τούς διαλόγους αὐτούς. Ἐννοεῖται πώς ὁ ἅγιος Γρηγόριος δέν διενοήθη ποτέ, οὔτε ἐπεδίωξε νά διαλεχθεῖ μέ τούς Μουσουλμάνους, ὅπως πράττουν κάποιοι σήμερα στό πλαίσιο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, λέγοντας μάλιστα στούς ἐτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους ὅτι εἶναι «καλά καί αὐτοί ἐκεῖ που βρίσκονται», δηλαδή στήν πλάνη καί την άπώλεια!


Οἱ συνθῆκες ἀνάγκασαν τόν ἅγιο Γρηγόριο νά συνομιλήσει μέ τούς Μουσουλμάνους, ἀφοῦ βρέθηκε ἐκεῖ ἄκων, κατά τήν αἰχμαλωσία του. Καί ὅμως! Δέν ἔδειξε τόν παραμικρό δισταγμό καί φόβο στό νά ὑπερασπισθεῖ τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, παρά τόν προφανέστατο κίνδυνο νά χάσει τή ζωή του ἄν ἐκφραζόταν, ὅπως και ἔκανε, προσβλητικά γιά τόν ψευδοπροφήτη τους καί τήν ψευδοθρησκεία τους! Κανένας συμβιβασμός, καμμία διπλωματία, καμμία ὑποχώρηση στά τῆς πίστεως, καμμία σχετικοποίηση τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας!


Καί ὅπως πολύ εὔστοχα ἔχει γραφεῖ, «προοδοποιεῖ ἐδῶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τό ἔργο τῶν μεγάλων Ἁγίων τῆς Τουρκοκρατίας, τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καί τῶν Κολλυβάδων, διαγράφει τήν ὁδό τῆς ὁμολογίας καί τῆς παρρησίας στούς ἀναγκαστικούς διαλόγους μέ τούς κατακτητάς, στούς ἀληθινούς διαθρησκειακούς διαλόγους, οἱ ὁποῖοι ἐγέννησαν στή συνέχεια τό πλῆθος τῶν Νεομαρτύρων»10 .


Κατά τόν πρῶτο, λοιπόν, διάλογο, πού διεξήχθη στήν Προύσα, τόν ρώτησε ὁ Ἰσμαήλ, ὁ υἱός τοῦ μεγάλου ἀμηρᾶ, ἐάν ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί δεχόμαστε καί ἀγαποῦμε τόν προφήτη τους τόν Μωάμεθ. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου ταχύτατη καί ξεκάθαρη: «Οὔτε τόν δεχόμαστε, οὔτε τόν ἀγαποῦμε»!


ταν ὁ ἀμηράς ζήτησε τόν λόγο μιᾶς τέτοιας κατηγορηματικῆς ἀπορρίψεως, τότε ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶπε ἀκριβῶς: «Ὅποιος δέν πιστεύει στούς λόγους τοῦ διδασκάλου, δέν μπορεῖ νά ἀγαπᾶ τόν διδάσκαλο ὡς διδάσκαλο». Ἡ πεπαρρησιασμένη ἀπόκριση τοῦ Ἁγίου δέν ἄφησε περιθώρια ἀνταπαντἠσεως ἐκ μέρους τῶν ἀθέων Ἀγαρηνῶν. Ὁλίγα ἀκόμη εἶπαν καί ὁ διάλογος ἔληξε.


 δεύτερος διάλογος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου μέ τούς Μουσουλμάνους διεξήχθη στήν Νικομήδεια, ὅπου τόν ὁδήγησαν. Ὁ ἀμηράς Ὀρχάν κάλεσε τούς δικούς του λογίους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν οἱ λεγόμενοι Χιόνες, ἐξισλαμισθέντες Χριστιανοί. Αὐτοί οἱ Χιόνες, γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶχαν δάσκαλο τόν ἴδιο τόν διάβολο καί ἀπό αὐτόν ἔμαθαν νά βλασφημοῦν καί νά ἀσεβοῦν στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ11 . Κάποιος ἰατρός, ὀνόματι Ταρωνείτης διέσωσε πρακτικά ἀπό τόν διάλογο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου με τούς «ἀθέους Χιόνας», ὅπως τούς ἀποκαλεῖ.


 ἅγιος Ἱεράρχης, στό πλαίσιο τοῦ διαλόγου αὐτοῦ παρουσίασε μέ ἐνάργεια τά ζητήματα τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, δόγματα, ἀλήθειες κ.λπ., ὑπογραμμίζοντας τίς διαφορές μας μέ τό Ἰσλάμ, ἤτοι, τήν διδασκαλία περί τῆς Ἀγίας Τριάδος (Τριαδολογικό δόγμα), καί τήν περί τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Χριστολογία καί Πνευματολογία), ἀπαντῶντας σέ ἐρωτήσεις τῶν Μουσουλμάνων. Κάποιος ἐκ τῶν παρισταμένων ἀξιωματούχων ἔκανε λόγο γιά ἔλλειψη ἀμοιβαιότητος καί ἀλληλοκατανοήσεως ἐκ μέρους τῶν Χριστιανῶν, διότι, ὅπως εἶπε, ἐνῶ οἱ Μουσουλμᾶνοι δέχονται τόν Χριστό καί τόν τιμοῦν, ὅπως καί τήν Μητέρα του, δέν συμβαίνει τό ἴδιο καί μέ τούς Χριστιανούς, οἱ ὁποίοι ἀπαξιώνουν τόν Μωάμεθ.


 Γρηγόριος Παλαμᾶς καί πάλι ἀπαντᾶ θεοφώτιστα, ὁμολογιακά, ξεκάθαρα. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός μᾶς δίδαξε ὅτι θά ἔλθει νά κρίνει τόν κόσμο κατά τήν Δευτέρα ἔνδοξο παρουσία Του. Καί μᾶς εἶπε νά μήν δεχθοῦμε κανέναν ἄλλον πρίν τήν δική Του παρουσία. Ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται, ὅτι ὁ Μωάμεθ ὑπῆρξε αὐτόκλητος καί ἀπόστολος τοῦ ἑαυτοῦ του καί ὄχι τοῦ Θεοῦ καί ἑπομένως, λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὅπως διδάσκει ὁ Παῦλος στούς Γαλάτες, «κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίσηται ὑμῖν παρ᾿ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω»12 . Πῶς, λοιπόν, θά δεχθοῦμε οἱ Χριστιανοί τόν ἀλλότριο Μωάμεθ;


Καί σέ ἄλλα ἐρωτήματα τῶν Μουσουλμάνων, ὅπως λ.χ. γιατί δέν περιτέμνονται οἱ Χριστιανοί, γιατί τιμοῦν τίς εἰκόνες ἐνῶ ἡ Ἁγία Γραφή τό ἀπαγορεύει κ.λπ. ὁ Γρηγόριος ἀπάντησε πεφωτισμένα καί μέ ἀδιάσειστη ἐπιχειρηματολογία. Καί στό τέλος τοῦ διαλόγου φάνηκε ἡ κακία τῶν ἠτημένων Μουσουλμάνων, διότι ἐνῶ οἱ παριστάμενοι ἄρχοντες χαιρέτισαν μέ σεβασμό τόν ἅγιο Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Θεσσαλονίκης, ἕνας ἀπό τούς Μουσουλμάνους Χιόνες ὅρμησε κατά τοῦ Ἁγίου καί τόν ὕβρισε καί τόν ράπισε. Ἄραγε, οἱ σημερινοί διαλεγόμενοι μέ τό Ἰσλάμ στούς οἰκουμενιστικούς διαθρησκειακούς διαλόγους, πότε ὑβρίσθηκαν καί κακοποιληθηκαν ἀπό τούς ἀθέους Μουσουλμάνους; Ἀλλά πῶς νά κακοποιηθοῦν, ἀφοῦ κορυφαῖοι Οἰκουμενιστές πατριάρχες μοίραζαν πρό ἐτῶν τό Κοράνιο σέ ἀνθρώπους; Αὐτό εὐαρεστεῖ τούς ὁπαδούς τοῦ Ἰσλάμ.


Τέλος, ὁ τρίτος καί τελευταῖος διάλογος τοῦ αἰχμαλώτου ἁγίου Ἱεράρχου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ διεξήχθη στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, τήν πόλη τῶν δύο Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Α΄ και Ζ΄ . Στή Νίκαια μετέφεραν τόν Γρηγόριο ἀπό τή Νικομήδεια. Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε σέ μία ἱερά μονή, τοῦ ἁγίου Ὑακίνθου μόνος, διότι τα πρόσωπα τῆς συνοδείας τους εἶχαν ἀπελευθερωθεῖ. Ὁ Ἅγιος, μία μέρα ἐνῶ περιπατοῦσε ἔξω ἀπό τήν πόλη, εἶδε ἀπό μακρυά μία Ἰσλαμική κηδεία ἑνός Μουσουλμάνου.


Μετά τό πέρας οἱ Μουσουλμᾶνοι μέ κάποιον δικό τους κληρικό (τασιμάνη) πλησίασαν τον ἅγιο Γρηγόριο καί κάθησαν κοντά του καί μέ ἀφορμή τήν κηδεία ἄρχισαν νά συζητοῦν τά περί τῆς σχετικῆς τελετουργίας καί περί τήν μέλλουσα κρίση. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος τούς εἶπε ὅτι θα ἔπρεπε οἱ ἐξόδιες εὐχές τους νά ἀπευθύνονται πρός τόν Χριστό, ἀφοῦ λένε ὅτι τόν πιστεύουν, διότι αὐτός θά εἶναι ὁ Κριτής τῆς Οἰκουμένης. Ὁ τασιμάνης δυσανασχέτισε. Ἐντωμεταξύ ἡ συγκεκριμένη συζἠτηση ἔτυχε νά ἔχει πολλούς θεατές, καθότι ἀρκετοί Τούρκοι καί Χριστινοί συγκεντρώθηκαν γύρω ἀπό τούς διαλεγομένους καί παρακολουθοῦσαν τόν διάλογο. Ὁ τασιμάνης, ἀφοῦ διαβεβαίωσε ὅτι οἱ Μουσουλμᾶνοι πιστεύον στόν Χριστό καί ἀκόμη πιστεύουν καί στό Εὐαγγέλιο ὡς θεϊκή ἀποκάλυψη, ρώτησε τόν ἅγιο Γρηγόριο: «Ὑμεῖς δέ πῶς οὐ δέχεσθε τόν ἡμέτερον προφήτην, οὐδέ πιστεύετε τῷ τούτου βιβλίῳ, ἐξ οὐρανοῦ καί αὐτό καταβάντι»13 ;


 αἰχμάλωτος σωματικῶς, ἀλλά ἀδούλωτος ψυχικῶς Ἱεράρχης καί Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας καί πάλι μέ τόλμη ἀποκρίνεται, λέγοντας ὅτι εἶναι συνήθεια παλαιοτάτη νά μήν δεχόμαστε τίποτα ὡς ἀληθές, χωρίς τήν ὕπαρξη σχετικῶν μαρτυριῶν. Καί μάλιστα οἱ μαρτυρίες εἶναι δύο εἰδῶν. Τό πρῶτο εἶδος εἶναι τά ἴδια τά ἔργα καί τά πράγματα καί τό δεύτερο οἱ μαρτυρίες ἀπό ἀξιόπιστα πρόσωπα. Στή συνέχεια ὁ ἱερός Γρηγόριος θά ἀναφερθεῖ στόν προφήτη Μωϋσή καί στίς μαρτυρίες πού ὑπάρχουν γι᾿ αὐτόν στή Βίβλο. Ἐπίσης περί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὑπάρχουν οἱ μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Στήν περίπτωση ὅμως τοῦ Μωάμεθ δέν ἰσχύει κάτι τέτοιο, διότι αὐτός οὔτε μαρτυρεῖται ἀπό τούς προφήτες, ἀλλά καί οὔτε πραγματοποίησε κάποιο θαῦμα, κάποιο ἔκτακτο σημεῖο. Ἀξίζει νά δοῦμε τήν κατατρόπωση τοῦ Μωάμεθ ἐκ μέρους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, μέσα ἀπό τήν ἐπιστολή του πρός τό ποίμνιό του: «Τόν δέ Μεχούμετ, οὔτε παρά τῶν προφητῶν εὑρίσκομεν μαρτυρούμενον, οὔτε τι ξένον εἰργασμένον καί ἀξιόλογον πρός πίστιν ἐνάγον. Διά τοῦτο οὐ πιστεύομεν αὐτῷ οὐδέ τῷ παρ᾿ αὐτοῦ βιβλίῳ»14 .


Μετά ἀπό ἕνα φαιδρό ἐπιχείρημα τῶν Μουσουλμάνων, ὅτι δῆθεν οἱ Χριστιανοί έξαφάνισαν ἀπό τό Εὐαγγέλιο τίς μαρτυρίες περί τοῦ Μωάμεθ, στό ὁποῖο ἀπάντησε ὁ Ἅγιος λίαν πειστικά, ἔγινε λόγος περί θεϊκῆς δῆθεν εὐνοίας πρός τούς ἀθέους Ἀγαρηνούς, ἡ ὁποία μαρτυρεῖται ἀπό τό γεγονός ὅτι ἐξαπλώθηκαν παντοῦ καί ὅτι ὁ Θεός δῆθεν χαρίζει στόν Μωάμεθ νίκες ἐναντίον τῶν ἄλλων ἐθνῶν. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀμέσως ἀπαντᾶ γιά τό πῶς κατόρθωσε νά ἐξαπλωθεῖ ὁ Ἰσλαμισμός σέ Ἀνατολή καί Δύση, νικῶντας ἄλλους λαούς. Αὐτό, λέγει, ἔγινε κατορθωτό, «πολέμῳ καί μαχαίρᾳ καί λεηλασίαις καί ἀνδραποδισμοῖς καί ἀνδροκταίαις, ὧν οὐδέν ἐκ Θεοῦ τοῦ ἀγαθοῦ προηγουμένως ἐστί, τοῦ ἐξ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνου δέ μᾶλλον προηγούμενον θέλημα».


Κατόπιν λέγει ὅτι καί ὁ Μ. Ἀλέξανδρος ξεκίνησε ἀπό τή Δύση καί κατέκτησε τήν Ἀνατολή καί ἄλλοι κατόρθωσαν νίκες καί ἐπεκτάσεις σέ ὅλο τόν κόσμο. Σέ κανέναν ὅμως δέν ἐμπιστεύθηκαν οἱ ἄνθρωποι τίς ψυχές του, ὅπως οἱ Μουσουλμᾶνοι στόν Μωάμεθ. Περαιτέρω ὁ ἱερός Πατήρ διατυπώνει μία σπουδαῖα θέση, πού εἶναι βεβαίως διαπίστωση ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος. Ὁ Μωάμεθ, παρόλο πού χρησιμοποίησε τή βία, ἀλλά καί κολάκευε τίς ἡδονές, δέν κατόρθωσε νά ἐπικρατήσει στήν οἰκουμένη. Ἀντίθετα, ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, παρόλο πού συνιστᾶ ἀπομάκρυνση ἀπό τίς ἡδονές καί τά πάθη τοῦ κόσμου τῆς ἁμαρτίας ἐξαπλώθηκε σέ ὅλη τήν οἰκουμένη καί χωρίς καθόλου βία. Οἱ βάρβαροι ἐθυμώθησαν ἀπό τούς λόγους αὐτούς, γεγονός πού ἀντιλήφθηκαν οἱ ἐκ τῶν ἀκροατῶν Χριστιανοί, οἱ ὁποίοι προέτρεψαν τόν ἅγιο Ἀρχιερέα τοῦ Ὑψίστου νά μετριάσει λίγο τόν λόγο. Ἐκεῖνος χαμογελῶντας εἶπε πώς εἶναι φυσικό νά διαφωνοῦμε, διότι διαφορετικά θά εἴχαμε τήν ἴδια πίστη15 .


Τέλος, κάποιος ἐκ τῶν διαλλακτικῶν Τούρκων, θέλησε κάπως νά ἀποφορτίσει τήν ἀτμόσφαιρα καί γι᾿ αὐτό εἶπε ὅτι θά ἔλθει κάποτε καιρός πού θά συμφωνήσουμε τελικά μεταξύ μας, Μουσουλμᾶνοι καί Χριστιανοί. «Ἔσται ποτέ ὅτε συμφωνήσομεν ἀλλήλοις». Ὁ Ἅγιος ἐξέφρασε τή συμφωνία του, παρέχοντας κάποια ἐκτόνωση, θά λέγαμε, στήν μανία καί ὀργή τῶν Τούρκων, χωρίς φυσικά νά συμφωνεῖ μέ αὐτή τή διαπίστωση. Στό σημεῖο αὐτό θά ὑπογραμμίσουμε τήν παρανόηση τοῦ προειρημένου λόγου καί σκεπτικοῦ τοῦ Ἁγίου ἀπό τούς μετέχοντες στούς σύγχρονους ἀχρωμάτιστους καί θά ἔλεγα «γλυκανάλατους» διαθρησκειακούς διαλόγους. Ἐγράφη λοιπόν στό οἰκουμενιστικό περιοδικό «Ἐπίσκεψις», ὅτι τάχα συμφώνησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὅτι «θά ἔλθῃ ποτέ ὁ χρόνος καθ᾿ ὅν θά ἐπέλθῃ ἡ μεταξύ αὐτῶν (Ὀρθοδόξων καί Ἰσλάμ) ἀλληλοκατανόησις», πρᾶγμα πού εὐχήθηκε νά γίνει σύντομα16 .


 ἀπόδειξη τῆς πλάνης αὐτῆς ἔρχεται ἀπό τα ἴδιατα λόγια τοῦ Ἁγίου. Ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ναί μέν εἶπε ὅτι κάποτε θά συμφωνήσουμε Χριστιανοί καί Μουσουλμᾶνοι, ἀλλά ὄχι στή ζωή αὐτή. Ἡ συμφωνία θά λάβει χώρα ὄχι στό ἱστορικό, ἀλλά τό ὑπεριστορικό ἐπίπεδο17 , δηλαδή στή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ! Καί εὐχήθηκε νά ἔλθει ὁ καιρός αὐτῆς:
«Συνεθέμην γάρ μνησθείς τῆς τοῦ ἀποστόλου φωνῆς, ὅτι ἐπί <τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ πᾶν γόνυ κάμψει και πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός>, τοῦτο δ᾿ ἔσται πάντως ἐν τῇ δευτέρᾳ προυσίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»18 . Τότε ὅλοι ἀναγκαστικῶς θά δοῦν καί θά ὁμολογήσουν τόν Σωτῆρα Χριστό.
Αὐτοί ἦσαν πραγματικοί διαθρησκειακοί διάλογοι!

 

Θεοφιλέστατε, σεβαστοί πατέρες καί ἀδελφοί, αἰτοῦμαι τή συγνώμη σας ἄν καταπόνησα τήν ἀγάπη σας. Ὁδεύουμε ἤδη πρός τόν Ἐπίλογο τῆς παρούσης ὁμιλίας. Ὁ βίος καί ἡ διδασκαλία τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι ἕνας κῆπος πανευωδέστατος, ἐν΄πιον τῆς θέας τοῦ ὁποίου καθίσταται δύσκολη ἡ ἐπιλογή τῶν τόσων καί ποικίλων πολυχρώμων ἀνθέων. Ἐντούτοις, ἀπόψε, μέ τή δική του δυνατή πρός τόν Θεό πρεσβεία ἐπιλέξαμε τρία εὐωδιαστά ἄνθη, ὥστε νά αἰσθανθοῦμε τήν ἐκ τούτων ἀναδυομένη ἄρρητο εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού τόσο δαψιλῶς καί ἀφθονοπαρόχως ἐδόξασε τόν μέγα Ἅγιο, πού σήμερα ἑορτάζουμε.

 

Μετά τήν σύντομη ὅσο ἦταν ἐφικτό ἀνάλυση τῶν τριῶν ζητημάτων πού παρετέθησαν μέσα ἀπό τήν ἁγιασμένη βιοτή, τούς δογματικούς ἀγῶνες καί τήν πεφωτισμένη διδασκαλία τοῦ φωτομόρφου Πατρός, ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἡ ὁποία διδασκαλία, σημειωτέον, ἀποτελεῖ συμπίλημα, συμπερίληψη καί ἀνάπτυξη τῆς προγενέστερης αὐτοῦ Παραδόσεως, θά καταθέσουμε ἐν κατακλεῖδι τήν ἑξῆς διαπίστωση.


Μπορεῖ τά πρό ὁλίγου ἀναπτυσσόμενα τρία ζητήματα νά φαίνονται διαφορετικά μεταξύ τους, ἀλλά ὅμως ὑπάρχει ἕνας συνεκτικός ἄξονας, ὁ ὁποῖος τά διαπερνᾶ ὅλα καί τά συνδέει μεταξύ τους. Μέ ἄλλα λόγια ὑπάρχει κοινό δογματικό ὑπόβαθρο στά προηγουμένως ἀναφερόμενα ζητήματα περί τόν ἅγιο Γρηγόριο, τό ὁποῖο τά ἑνοποιεῖ. Εἶναι ἡ ὅλη προσπάθεια τοῦ Ἁγίου «ἐν ἔργοις καί λόγοις καί συγγραφαῖς» νά διατηρηθεῖ ἀνόθευτη ἡ πίστη καί ἡ ἀκρίβεια τῶν ὀρθῶν δογμάτων, ὅπως καί ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας. Ἐκεῖ ἀπέβλεπε ὅλος ὁ ἀγῶνας του, ὅπως καί τῶν ἄλλων Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ αἵρεση ὡς λήψη τοῦ μέρους ἀντί τοῦ ὅλου, καταστρέφει τό ὅλον. Ἡ ἑτεροδοξία και ἑτεροθρησκεία, ὡς ψευδής πίστη, χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό καί τόν συντάσσει μέ τόν πατέρα τοῦ ψεύδους, τόν Σατανᾶ.


Κατά τοῦτο, οἱ Πατέρες δέν ἠγωνίζοντο μέ ἔργα καί λόγια καί κείμενα σέ κάποιο θεωρητικό ἐπίπεδο, ἀλλά ἔδινα τίς μάχες γιά τήν ἐξασφάλιση τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος, πού κινδύνευε ἕνεκα τῶν αἱρέσεων.
Ἔτσι, στήν προκειμένη περίπτωση τῆς ἀναφορᾶς μας στά τρία ζητήματα περί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, παρατηροῦμε καί διαπιστώνουμε τά ἑξῆς:


ΠΡΩΤΟΝ, στό περί μετοχῆς τῆς ἀκτίστου χάριτος καί τοῦ ἀκτίστου φωτός ζήτημα διακρίνουμε τήν προσπάθεια καί τούς ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου νά στέφονται στή διασφάλιση τῆς δυνατότητα νά μετέχει ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, «νά δείξουν ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι μόνον ἀμέθεκτος καί ὑπερβατικός, μία ἀπρόσιτη καί ἀνανέργητη οὐσία, ἀλλά εἶναι συγχρόνως ἐνδοκοσμικός και μεθεκτός, γιατί εἶναι ἀδύνατον νά ὑπάρχει φύση καί οὐσία χωρίς ἐνέργειες, γιατί ὁ Θεός εἶναι οὐσία ἐνεργητική, ἔχει ἐνέργειες, πού εἶναι καί αὐτές θεῖες καί ἄκτιστες»19 .


ΔΕΥΤΕΡΟΝ, στήν περί τῆς νοερᾶς προσευχῆς διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἡ ὅλη προσπάθεια καί οἱ ἀγῶνες ἐπικεντρώνονται πάλι στή δυνατότητα σωτηρίας, ἀφοῦ χωρίς τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά μετέχει τῆς Χάριτος. Ὁ ἄνθρωπος, ὡς κτιστό ὄν, καλεῖ τόν ἄκτιστο Θεό, ἀφοῦ ἀμβλύνει τόν ὑπαρξιακό του χῶρο, νά ἔλθει νά κατοικήσει ἐντός του. Τό ἄκτιστο ἀνταποκρίνεται καί ὁδηγεῖ «ἐν Πνεύματι» τό κτιστό στήν ἕνωση μαζί του. Ἡ προσευχή ἀπεργάζεται μυστικῶς αὐτή τήν «ὑπέρ νοῦν καί αἴσθησιν» ἕνωση μέ τόν Θεό.


ΤΡΙΤΟΝ,
 στούς ἀναφερομένους διαλόγους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου μέ τό Ἰσλάμ παρουσιάζεται ἐμφατικά ἡ ἀλήθεια τῆς Μίας πίστεως ὡς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο μέσῳ τοῦ ἐνανθρωπήσεως Υἱοῦ καί Λόγου αὐτοῦ. Αὐτή τήν πίστη ὡς τή μοναδική ὁδό πρός τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία ὑπερασπίσθηκε ὁ Ἅγιος, καίτοι αἰχμάλωτος, μέ γενναῖο φρόνημα. Αὐτή ἡ πίστη ὁδηγεῖ στήν στήν κατά Χάριν ἕνωση κτιστοῦ καί ἀκτίστου στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, σέ ἀντίθεση μέ τό Ἰσλάμ, πού ὁδηγεῖ στήν πλάνη καί τήν ἀπώλεια.


Ἄς εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, αὐτός ὁ γίγας τοῦ πνεύματος καί τῆς ἀρετῆς, ὁδηγός μας πρός τό φῶς, πρός τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, πρός τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Ὁ ἴδιος, κηρύττοντας στό ποίμνιό του στή Θεσσαλονίκη περί τοῦ θείου φωτός, παρρεκλινησε στό τέλος τούς ἀκροατές λέγοντας: «ὁδεύσωμεν τοίνυν πρός τήν λάμψιν τοῦ φωτός ἐκείνου». Ἄς προχωρήσουμε πρός τήν ἔλλαμψη τοῦ θείου φωτός. Ἄς ἀναζητήσουμε τό φῶς, προκειμένου νά καταυγάσει τήν ὕπαρξή μας, Ἀμήν.


Σᾶς εὐχαριστῶ.

 

 

1. Βλ. Μ. Βασιλείου Ἐπιστολή 234, 1, PG 32, 869 ΑΒ. Ὁ δέ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ὀνομάζει «δυνάμεις». Ἄλλοι Ἅγιοι τίς ὀνομάζουν «προόδους» κλπ., στοιχούμενοι βεβαίως στήν ἴδια ὀρθόδοξο Διδασκαλία. Αὐτήν τήν Πατερική Παράδοση περί τοῦ θέματος αὐτοῦ, τήν ὁποία ἐξέφρασαν «κεφαλαιωδῶς» οἱ παλαί Πατέρες, αὐτήν ἀνέπτυξε διεξοδικῶς τόν 14ο αἰῶνα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἔχοντας ἐνώπιόν του τίς προκλήσεις τῆς δυτικῆς θεολογίας στό πρόσωπο τοῦ Βαρλαάμ Καλαβροῦ.
2.
Περί ἑνώσεως καί διακρίσεως 13, Γρηγορίου Παλαμᾶ Συγγράμματα, Π. Χρήστου,τόμ. Β΄, σελ. 78
3.
Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3, 2, 24.
4.
Ἡ ἐν λόγῳ διατύπωση ἀνήκει στόν ὁμότιμο καθηγητή τῆς Δογματικῆς Θεολογίας τοῦ ΑΠΘ Δ. Τσελεγγίδη.
5.
Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΛΔ΄, Εἰς τήν σεπτήν Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ΕΠΕ 10, 374.
6.
Πρωτοπρ. Θ. Ζήση, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Πτυχές τοῦ ἔργου καί τῆς διδασκαλίας του, ἐκδ. «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2019, σελ. 114.
7.
Φιλοθέου Κοκκίνου, Λόγος εἰς τόν ἐν ἁγίοις πατέρα ἡμῶν Γρηγόριον, ἀρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης, 29., βλ. Δ. Τσάμη, Φιλοθέου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Κοκκίνου, ἁγιολογικά ἔργα α΄, Θεσσαλονικεῖς ἅγιοι, ἔκδ. Κέντρου Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 457 ἑ.
8.
Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἐπιστολή πρός τήν ἑαυτοῦ ἐκκλησίαν, ΕΠΕ 7, 160 καί ἑξ.
9.
Πρός τήν ἑαυτοῦ ἐκκλησίαν 3, ΕΠΕ 7, 160-162.

10. Πρωτοπρ. Θ. Ζήση, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Πτυχές τοῦ ἔργου καί τῆς διδασκαλίας του, ἐκδ. «Τό Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2019, σσ. 194-195.
11. Ὁ Ἅγιος, ὅπως καταθέτει στήν προειρημένη ἐπιστολή πρός τό ποίμνιό του, θεωροῦσε τούς Χιόνες ὡς «ἀνθρώπους μηδέν ἄλλο μελετήσαντας καί παρά τοῦ Σατανᾶ διδαχθέντας ἤ βλασφημίαν καί ἀναισχυντίαν εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν τόν τοῦ Θεοῦ Υἱόν». Βλ. Ἐπιστολή πρός τήν ἑαυτοῦ ἐκκλησίαν, ΕΠΕ 7, 176.
12. Διάλεξις πρός τούς ἀθέους Χιόνας 13, ΕΠΕ 7, 220-222.
13. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Πρός τήν ἑαυτοῦ ἐκκλησίαν 23, ΕΠΕ 7, 182-184.
14. Ὅ.π. 23-24, ΕΠΕ 7, 184.
15. Ὅ.π. 28, σσ. 188-190.
16. Βλ. «Ἐπίσκεψις» 510 (31.10.1994), σελ. 7. Ὀρθοδοξία καί Ἰσλάμ, Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος, 2000, σσ. 20-21.
17. Πρωτοπρ. Θ. Ζήση, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, σελ. 206.
18. Πρός τήν ἑαυτοῦ ἐκκλησίαν 29, ΕΠΕ 7, 190.
19. Πρωτοπρ. Θ. Ζήση, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, σσ. 14-115.

Κυριακή 9 Μαρτίου 2025

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

 Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Νικηφόρου Νάσσου


«Τό στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται», ὅπως ψάλλουμε στούς Ὕμνους τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς. Ἄνοιξε τό στάδιο, πού εἶναι αὐτή ἡ χρονική περίοδος τῶν 50 περίπου ἡμερῶν τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς. Εἶναι ἡ λεγόμενη ἀποδεκάτωση, τό ἕνα δέκατο τοῦ χρόνου, 36 μέρες ἀπό τίς 365 τοῦ ἔτους, μαζί μέ τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ὀρθά εἰπώθηκε ὅτι ἄν ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι ἡ ἀνακάλυψη τῆς πίστεως ἀπο τόν ανθρωπο, εἶναι ἐπίσης και ἀνόρθωση τῆς ζωῆς του, τοῦ θεϊκοῦ νοήματός της, τοῦ κρυμμένου βαθους της.

 

sarakosti


Σέ κάθε περίπτωση, ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι ἡ εὐκαιρία ἀποκτήσεως καί διατηρήσεως τῆς ἐν αὐτῇ πλουσίας πνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας μας. Εὐκαιρία νά πράξουμε μέ τή θεία συνέργεια ὅ,τι καλό καί πνευματικό γιά τήν ψυχή μας δέν πράξαμε ὅλες τίς ὑπόλοιπες μέρες τοῦ χρόνου. Εὐκαιρία γιά περισσότερη αὐτοσυγκέντρωση καί αὐτογνωσία, βαθύτερη περισυλλογή, περισσότερη νηστεία (τροφῶν ἀλλά καί παθῶν), ἰσχυρότερη προσευχή κ.λπ. Εὐκαιρία νά αὐξήσουμε λίγο τούς ἐσωτερικούς μας πόθους, νά ἀποσπαστοῦμε νοερά καί καρδιακά ἀπό τήν ἐφημερότητα τῶν ἐπιγείων πραγμάτων, νά ἀνατείνουμε τό νοῦ στά ἄνω, τά πνευματικά καί οὐράνια. Ὄντως, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς, στό Δοξαστικό τοῦ Ὄρθρου, «ἔφθασε καιρός ἡ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή, ἡ ατά τῶν δαιμόνων νίκη, ἡ πάνοπλος ἐγκράτεια, ἡ τῶν Ἀγγέλων εὐπρέπεια, ἡ προς Θεόν παρρησία».


Ποιός εἶναι ὁ λόγος καί ὁ στόχος ὅλων τῶν ἀνωτέρω; Εἶναι ἡ ἐσωτερική μας ἄνωση καί ἡ κατάλληλη προπαρασκευή, ὥστε νά ἑορτάσουμε ὅσο γίνεται πνευματικά καί ὑπαρξιακά τά μεγάλα καί κοσμοσωτήρια γεγονότα τῆς Μεγάλης Ἐβδομάδας, πού θά ἔρθει σέ σύντομο σχετικά χρόνο. Τά γεγονότα εἶναι τό Πάθος, ὁ Σταυρός, ἡ Ταφή καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅλα αὐτά ὁ Χριστός τά πραγματοποίησε γιά μᾶς, γιά τή δική μας σωτηρία καί ὄχι γιά τόν ἑαυτό Του. «Ὅ γέγονεν ὁ Κύριος, δι᾿ ἡμᾶς γέγονε», γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Αὐτά ἀκριβῶς τά μέγιστα σωτηριώδη γεγονότα πραγματοποίησαν τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία μας, τήν διόρθωση τῶν ἐπαχθῶν συνεπειῶν τῆς προγονικῆς πτώσεως καί τήν ἐπάνοδό μας στήν ἀπωλεσθεῖσα κοινωνία μετά τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς, ἕνεκα τῆς ἀξίας ὑποδοχῆς τούτων ἡ Ἐκκλησία καθιέρωσε αὐτήν τήν προετοιμασία καί τόν ψυχοπνευματικό καθαρμό ὅλων στό διάστημα τῶν πεντήκοντα περίπου αὐτῶν ἡμερῶν.


Πῶς οἱ πιστοί, τά μέλη τοῦ Κυριακοῦ Σώματος θά ἀνταποκριθοῦμε σ᾿ αὐτήν τήν κλήση τῆς Ἐκκλησίας μας; Ἡ ἀνταπόκρισή μας εἶναι ἡ συνειδητή εἴσοδός μας σέ αὐτό τό στάδιο τῶν πνευματικῶν ἀγωνισμάτων. Βλέπουμε ὅτι τά Ἁγιογραφικά καί ὑμνολογικά κείμενα πού λέγονται στήν Ἐκκλησία, λαμβάνουν ἀφορμή ἀπό παραστάσεις, εἰκόνες καί γεγονότα τῆς ζωῆς μας. Ἔτσι, ἔχουμε τά κατά τόπους στάδια, γυμναστήρια κ.ἄ., ὅπου διεξάγονται οἱ ἀγῶνες, ποδοσφαιρικοί, ἀθλητικοί, ἀγωνίσματα πάσης φύσεως. Ἐκεῖ προσέρχονται ἄνθρωποι, κυρίως νέας ἡλικίας, προκειμένου νά ἀγωνισθοῦν, ὥστε νά πετυχουν ἕνα στόχο, νά κατακτήσουν ἕνα μετάλλιο, ἤ ἕνα ἄλλο ὁποιοδήποτε ἔπαθλο, ἤ μιά διάκριση, πού θά τούς ἀναδείξει στά μάτια τῶν ἀνθρώπων.


Οἱ ἀγωνιζόμενοι ξεκινοῦν μέ τήν πεποίθηση ὅτι θά πετύχουν, θά φθάσουν στό τέλος τοῦ δρόμου μέ τή βέβαιη νίκη, μέ τήν στερεά ἐλπίδα ὅτι δέν θά διαψευσθοῦν οἱ προσδοκίες τους. Ἀρχίζουν μέ θάρρος, τόλμη ἀκατάβλητη, ἀλλά καί μεγάλον ἀγῶνα, τηρώντας βεβαίως τούς ἐκτεθέντες ὅρους καί προϋποθέσεις τοῦ συγκεκριμένου ἀθλήματος. Οἱ προπονήσεις ἐξαντλητικές, οἱ δίαιτες πολλές φορές ὑπερβολικές, ἡ κούραση ἀπεριόριστη. Καί ὅμως, δέν τά παρατοῦν, δέν λυγίζουν, δέν ὑπαναχωροῦν! Καί ὅλα αὐτά γιά μιά πρόσκαιρη νίκη, γιά μιά ἐφήμερη δόξα, γιά μιά προσωρινή χαρά.


Στήν ἐκκλησιαστική πραγματικότητα πού ζοῦμε ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ὑπάρχει καί ἐκεῖ στάδιο ἀγῶνος. Ὅπως ὑπάρχουν τά κοσμικά στάδια γιά τά σωματικά ἀγωνίσματα καί ἀθλήματα, ἔτσι ὑπάρχουν καί τά πνευματικά στάδια, στά ὁποῖα εἰσερχόμαστε προκειμένου νά ἐπιδοθοῦμε στά πνευματικά ἀγωνίσματα καί ἀθλήματα. Βασικά, μεγάλο πνευματικό στάδιο εἶναι ὅλη ἡ ζωή τοῦ βαπτισμένου στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος Χριστιανοῦ, πού θέλει νά εἶναι Χριστιανός συνειδητός, στήν πράξη καί ὄχι μόνο στό ὄνομα. Ἀναγκαία προϋπόθεση τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ πνευματικοῦ στίβου εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἀπό ἐκεῖ ξεκινοῦν ὅλα. Εἶναι ὁ πρῶτος πυλῶνας τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.


 ἄλλος πυλῶνας εἶναι ἡ συμμετοχή τοῦ πιστοῦ στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Κυρίως στή θεία Εὐχαριστία, δηλ. τή θεία Λειτουργία. Καί τό μεγάλο δῶρο εἶναι ἡ θεία Κοινωνία, ἀφοῦ μέ αὐτήν «τῆς Ἰησοῦ θεότητος μεταλαμβάνομεν», ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὀ Δαμασκηνός. Αὐτή ἡ «ἱερά βρῶσις» μᾶς ἑνώνει μέ τόν Θεό καί φέρνει μέσα μας τή Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τή Βασιλεία Του, ἡ ὁποία δέν εἶναι μιά ὑλική, κτιστή πραγματικότητα, ἀλλά μιά αἰώνια κατάσταση, πού ἄρχεται μέν ἀπό τήν παροῦσα ζωή καί ἐκτείνεται στή μέλλουσα καί δέν ἔχει ποτέ τέλος! Ὄντως, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μία ἀνάκτιος θάλασσα, ἕνας ἀτέρμων Ὠκεανός!


Συνεπῶς, ἄν ὁ ἄνθρωπος, μέσα στήν ἐφημερότητα τῆς παρούσης ζωῆς, ἀγωνίζεται τόσο ἐντατικά σέ κάποιο ἄθλημα, προκειμένου νά λάβει ἕνα φθαρτό στεφάνι, μιά τιμητική διάκριση, ἕνα προσωρινό ἔπαθλο, τότε πόσο περισσότερο πρέπει νά ἀγωνισθεῖ γιά νά λάβει τό πνευματικό ἔπαθλο, τό αἰώνιο βραβεῖο πού τοῦ ἐξασφαλίζει τήν ἀπό ἐδῶ γεύση τῆς μακαριότητας, πού εἶναι πρόγευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ; Οἱ ἐπίγειοι ἀθλητές λαμβάνουν ἐπίγεια βραβεῖα, «ἵνα φθαρτόν στέφανον λάβωσιν», ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολο Παῦλος. Οἱ ἀθλητές τῶν πνευματικῶν ἀγωνισμάτων λαμβάνουν οὐράνια βραβεῖα, ἔπαθλα καί δῶρα, πού ἔχουν σχέση μέ τόν ἄκτιστο καί ἀΐδιο Τριαδικό Θεό, μέ τή Βασιλεία Αὐτοῦ. Ποιό εἶναι τό ἀνώτερο;


Στά Ἁγιογραφικά καί πατερικά κείμενα τονίζεται ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει ἀπό τή ζωή αὐτή, προκαταβάλλεται μέ τό Βάπτισμα καί ἔπειτα συντηρεῖται μέ τήν ὅλη πνευματική ζωή μέσα στό ἐκκλησιαστικό πλαίσιο. Ἡ πνευματική ζωή «φυτρώνει» στόν νῦν αἰῶνα, γράφει ὁ ἱερός Καβάσιλας, «φύεται ἐν τῶδε τῷ αἰῶνι καί ἐντεῦθεν ἔχει τάς ἀπαρχάς». Ἀρχίζει στό ἐδῶ καί τώρα τῆς ἱστορίας. Ἔπειτα, στήν μεταϊστορία ὅπως λέγεται, στήν αἰώνια κατάσταση μετά τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐκτείνεται στό διηνεκές, στό ἄπειρο. Δέν ἔχει τέλος ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως διαβάζουμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἀφοῦ δέν ἔχει τέλος ὁ Βασιλέας, ὁ Θεός. Κατανοοῦμε, λοιπόν, ποιό εἶναι τό ἀντικείμενο, τό περιεχόμενο, ἀλλά καί τό τέλος αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα στόν ὁποῖο μᾶς καλεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.


Μέ αὐτή τήν προοπτική τῆς μετοχῆς μας στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού ἀρχίζει ἀπό ἐδῶ, ὅπως ἐλέχθη, ἀγωνιζόμαστε. Μέσα στό στάδιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καλλιεργοῦμε τίς ἀρετές, ὡς μετοχή στήν Ἀρετή τοῦ Θεοῦ, στις ἄκτιστες ἰδιοότητές Του). Ἐνισχύουμε τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, τήν ταπείνωση, τήν ἀνεξικακία, τήν φιλανθρωπία.


λα τά ἀνωτέρω, δηλαδή ὅλος ὁ ἀγῶνας γιά τήν κατάκτηση τῶν ἀρετῶν ἐντείνεται τώρα τήν περίοδο αὐτή τῆς Μ. Σαρακοστῆς. Ἔτσι, συνδέονται τά ἀνωτέρω μετά περί τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καί περί τοῦ τρόπου μετοχῆς σ᾿ αὐτήν. Βασιλεία τοῦ Θεοῦ σημαίνει κοινωνία μέ τόν Θεό, τόν Βασιλέα, σημαίνει σύνδεση καί ζωή μέσα στό ἐνεργειακό πλέγμα τῆς σχέσεως κτιστοῦ καί ἀκτίστου, ἄκτιστο, ἀνθρώπου καί Θεοῦ. Αὐτή ἡ σχέση διατηρεῖται ζωντανή καί ἡ ἁγιοπνευματική Χάρη τοῦ Βαπτίσματος ἐνεργός, ὅταν ὁ ἄνθρωπος τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί κατόπιν ἑτοιμάζεται ψυχοπνευματικά καί προσέρχεται στήν «ψυχοτρόφο τράπεζα» τῆς Ἐκκλησίας μας, στό «Ποτήριον τῆς Ζωῆς», ὅπου κοινωνεῖ τοῦ παναγίου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον». Ἐκεῖ καταλήγει ὅλος ὁ ἀγῶνας καί ἀπό ἐκεῖ ἀφορμᾶται , παρακινεῖται καί ἐμπνέεται. Ἡ περίοδος, λοιπόν, τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς εἶναι ἡ πλέον κατάλληλη γιά τήν ἐφαρμογή ὅλων αὐτῶν.


Μέσα στό πλαίσιο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, μέ τή νηστεία ἀπό κάποιες τροφές, ἀλλά καί ἀπό κάποιες συνήθειες, ἁμαρτίες, κακούς λογισμούς, πάθη κ.ἄ. ὁ ἄνθρωπος συμμαζεύεται πνευματικά, γεγονός πού δέν εἶναι τόσο εὔκολο ἐκτός τῆς Τεσσαρακοστῆς. Παράλληλα αὐξάνεται ἡ μετάνοια, ἐντείνεται ἡ προσευχή, ἐνισχύεται ἡ πίστη, ἀναζωπυρώνεται ὁ πόθος.


Εἶναι σημαντικό νά ὑπογραμμιθεῖ, ὅτι ὅσο μεγαλύτερη καί ἐργωδέστερη (κοπιωδέστερη) εἶναι ἡ προσπάθεια πού θά καταβάλλουμε μέσα στή Μ. Σαρακοστή, τόσο μεγαλύτερος θά εἶναι καί ὁ πνευματικός ἀμητός (=συγκομιδή) πού θά ἀποκομίσουμε. Θά γίνει τοῦτο ἀντιληπτό. μόλις τελειώσει ἡ Μ. Τεσσαρκοστή. Οἱ πιστοί, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τή συνενόηση καί εὐλογία πού θά ἔχουν ἀπό τόν πνευματικό τους πατέρα, θά ἀγωνισθοῦν μέ ἀγάπη καί σθένος, μέ φιλότιμο καί λαχτάρα, γιά νά φθάσουμε στό στόχο μας πού εἶναι νά γευθοῦν τό πνευματικό γλυκύτατο μέλι τῆς Μεγάλης Ἐβδομάδας καί τό «καινόν πόμα» τῆς Ἀναστάσεως.


Μετά τόν ἀγῶνα τῆς Μ. Τεσαρακοστῆς ὁ ἀγωνιζόμενος θά βιώσει τό ἀληθινό Πάσχα, αὐτό πού ὀνομάζεται «Πάσχα μυστικόν», ὅπως ψάλλουμε στά τροπάρια τῆς Ἀναστάσεως. Πάσχα δέν σημαίνει μόνο ἡ «ἀπολυμένη βρώση». Ναί, καί τοῦτο θά λάβει χώρα καί θά εὐφρανθοῦμε μέ ὅλα τά ἀγαθά τῆς πασχαλινῆς τραπέζης, μετά ἀπό νηστεία 50 ἡμερῶν. Ἀλλά δέν εἶναι μόνο αὐτό τό νόημα τῆς μεγάλης Δεσποτικῆς Ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας. Εἶναι κατεξοχήν τό πνευματικό νόημα. Πάσχα σημαίνει διάβαση, πέρασμα. Γιά τούς Ἑβραίους ὁ ἑορτασμός τοῦ Πάσχα ἦταν ἡ φυγή ἀπό τή σκλαβιά τῆς Αἰγύπτου καί ἡ διάβασή τους μέσα ἀπό τήν Ἐρυθρά θάλασσα, μέ κατάληξη στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους Πάσχα εἶναι ἡ πνευματική διάβασή μας, τό πέρασμα ἀπό τήν Αἴγυπτο τῆς δουλείας τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας στήν «καινή ζωή», δηλαδή τή ζωή πού ἔφερε στόν κόσμο ὁ ἀναστημένος Χριστός. Αὐτό εἶναι τό ἀληθινό Πάσχα.

 ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης θά γράψει ὅτι «τό ἀληθινόν Πάσχα καί ἡ ἀληθινή ἑορτή τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ Χριστός, ὅστις θυσιάζεται εἰς τά μυστήρια». Ἄν λοιπόν ἑτοιμασθοῦμε πνευματικά, τότε θά προσέλθουμε στήν ἀγρυπνία τῆς Ἀναστάσεως (ἀλλά καί μέσα στήν Τεσσαρακοστή, ὅσοι μποροῦν, σέ συνενόηση μέ τόν πνευματικό τους) νά μεταλάβουμε τόν Χριστό ὁ Ὁποῖος εἶναι τό ἀληθινό Πάσχα. Καί τότε θα ἔχουμε στήν ψυχή καί τή ζωή μας τήν πληρότητα πού χαρίζει ὁ Χριστός.Και αὐτή ἡ πληρότητα θα εἶναι μόνιμη κατάσταση και ὄχι πρόσκαιρη. Ὅποιος βάλει τόν Θεο στή ζωή του, δέν τόν χάνει ποτέ! Ἀλλά ὁ Θεός δέν ἔρχεται εὔκολα. Πρέπει νά τόν ψάξεις νοσταλγικά, νά τόν ἀναζητήσεις ἐπίπονα καί καρδιακά, νά τόν ποθήσεις βαθύτατα καί ὑπαρξιακά. Καί ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή παρέχει αὐτή τήν εὐκαιρία τῆς ἐσωτερικῆς νοσταλγικῆς ἀναζήτησης τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀγῶνας ὑψηλῶν προδιαγραφῶν, ἀλλά καί ὁ πνευματικός μισθός, ὑψηλός!


νεκα τούτου, ὁ ἀγωνιζόμενος πιστός δέν χάνει αὐτή τήν εὐκαιρία τοῦ ἀγῶνα γιά τήν κατάκτηση ἑνός ὑψηλοῦ στόχου, ὅπως εἶναι ὁ πνευματικός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα, ἡ μέθεξη τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι, βεβαίως, δύσκολος ὁ ἀγῶνας, γιατί ἐκτός τῆς δυσκολίας μας πού ἔχουμε ὡς πεπτωκότες καί τρεπτοί, φέροντες ἐντός ἡμῶν τόν «παλαιόν ἄνθρωπον», ὑπάρχει καί τό ἀκάθαρτο πνεῦμα ὁ διάβολος, τόν ὁποῖον καλούμαστε οἱ πιστοί νά πολεμήσουμε, ὁμοῦ μέ τήν ἁμαρτία καί τά πάθη τῆς ψυχῆς.


Εἶναι εὐνόητο ὅτι ὁ ἐχθρός τῆς ψυχῆς μας διάβολος, βλέποντάς μας νά ὁπλιζόμαστε σ᾿ αὐτόν τόν πόλεμο μέ τά «ὅπλα τοῦ φωτός», ὅπως λέγουν τά τροπάρια, καθοπλίζεται καί αὐτός ἐναντίον μας. Πλήν ὅμως, στή μάχη αὐτή ὑπάρχει ὁ βοηθός μας καί Ἀρχηγός τοῦ ἀγῶνα, ὁ Κύριος καί Θεός μας, ὁ Ὁποῖος εἶναι δίπλα μας, βλέπει καί συμμαχεῖ, ἐνδυναμώνει καί ἐνισχύει. Ὅμως πρέπει νά τόν ἐπικαλούμαστε. Ἕνεκα τούτου, πάντοτε, ἀλλά εἰδικά τώρα τήν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς, προβάλλει ἡ ἀναγκαιότητα τῆς προσευχῆς, εἰδικά τῆς «μονολογίστου εὐχῆς», ὅπως λέγεται και εἶναι τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»! Εἶναι τεράστια δύναμη ἡ προσευχή αὐτή καί τεράστιο ὅπλο ἐναντίον τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ τῆς ψυχῆς. Εἶναι συγκλονιστική μιά διατύπωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου περί τῆς προσευχῆς: «Μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον, ἤ ἀναπνευστέον»! Περισσότερο ἀπό ὅσο ἀναπνέουμε νά προσευχόμαστε.


Παράλληλα ὀφείλει ὁ πνευματικός ἀθλητής, στό πλαίσιο αὐτοῦ τοῦ ἐμπόνου ἀγῶνος, νά προσέχει τούς λογισμούς. Ἔτσι καθίσταται ἐντός τοῦ κόσμου ἕνας ἠσυχαστής, ἀφοῦ, σύμφωνα με τον ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ἡ ἠσυχία εἶναι «ἐπιστήμη τῶν λογισμῶν». Κατά τοῦτο ὀφείλουμε νά ἐπιτηροῦμε τον «ἔσω ἄνθρωπον, ναά προσέχουμε τί εἰσέρχεται στόν χῶρο τῆς καρδιᾶς μας. Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, στάδιο τελικά εἶναι ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἐκεῖ μέσα διεξάγεται ἡ μεγάλη μάχη ἐναντίον τῆς πολυμόρφου καί πολυσχιδοῦς ἁμαρτίας. Ὁπότε, ἡ προσοχή μας στρέφεται στόν καρδιακό χῶρο, ὥστε νά ἀποβληθεῖ κάθε τι τό ξένο καί ἀκάθαρτο, πού εἰσέρχεται ἐκεῖ διά τῶν αἰσθήσεων, ἀφοῦ σύμφωνα μέ τή Γραφή, «ἀνέβη θάνατος διά τῶν θυρίδων (αἰσθήσεων)».


Συνεπῶς, προσευχή καί προσοχή εἶναι οἱ δύο πτέρυγες, διά τῶν ὁποίων συντελεῖται ἡ πτήση τῶν πνευματικῶν ἐρωδιῶν στόν ἀδιάστατο «χῶρο» τοῦ Αἰωνίου Θεοῦ.


Αὐτονόητη, ὡστόσο, εἶναι και ἡ ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτιῶν, στό πλαίσιο τῆς μετανοίας. Τό πετραχῆλι εἶναι Ἰορδάνης ποταμός, πού ξεπλαίνει τά πάντα καί μᾶς παραδίδει μέσα ἀπό τόν γλυκασμό τῆς ἀφέσεως λευκούς στήν ἀγκάλη τοῦ ἀοράτου Πανευσπλάγχου Πατρός μας, ὁ Ὁποῖος μᾶς δέχεται στοργικότατα, διαγράφοντας τό παρελθόν καί παρέχοντάς μας τή χαρά τοῦ παρόντος καί τή γλυκυτάτη προσμονή τοῦ μέλλοντος.


Εὐκταῖον γιά κάθε θεοφιλῆ ψυχή θά εἶναι ἡ κατά Θεόν νίκη σ᾿ αὐτόν τόν πολύμορφο, ἀλλά ὡραῖο πνευματικό ἀγῶνα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί ἡ κατάκτηση τῶν πνευματικῶν ἐπάθλων. Μεγάλη θά εἶναι ἡ χαρά Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος ἀνοίγει τό στάδιο καί καλεῖ, καί στό τέλος ὡς ἀγωνοθέτης βραβεύει καί στεφανώνει τούς πνευματικούς ὀλυμπιονίκες, ἐνσταλάζοντας μέσα στήν καρδιά τους αὐτό πού τίποτα στόν κόσμο δέν μπορεῖ νά τό ἀντικαταστήσει: Τήν ἀγάπη καί τή Χάρη Του, μέσῳ τῆς μυστικῆς ἐντός τοῦ ἀνθρώπου παρουσίας Του!


ς Ὀρθόδοξοι ἀγωνιζόμενοι στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, ἀξίζει νά τό ζήσουμε, ἀξίζει νά ποθήσουμε τή μετοχή μας στήν πνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας. Προϋποθέτει κόπο, ἀλλά ὡς γνωστόν, «τά καλά κόποις κτῶνται». Καί ἐδῶ δέν πρόκειται ἁπλῶς γιά κάτι καλό, ἀλλά γιά τό «ὑπέρκαλο» καί «αὐτόκαλον» (φράση τοῦ Μ. Βασιλείου), τό ὑπέρτατο Ἀγαθό, τόν Ζῶντα Θεό, πού ἡ μετοχή μας σ᾿ Αὐτόν θά δώσει νόημα στή ζωή μας!


ΚΑΛΗ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΝ ΠΟΛΕΙ ΒΗΘΛΕΕΜ ΒΡΕΦΟΥΡΓΕΙΤΑΙ Ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου ὡς διόρθωση τῶν συνεπειῶν τῆς προγονικῆς πτώσεως

 


ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου

 

 Χάρη καί ἡ ἀνοχή τοῦ Παναγάθου Κυρίου, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὄχι ἁπλῶς τό «ἀγαθόν», ἀλλά τό «αὐτάγαθον» καί «αὐτόκαλον» , σύμφωνα μέ τή διατύπωση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, μᾶς ἀξιώνει καί φέτος νά ἑορτάσουμε τά «Ἅγια Χριστούγεννα», ὅπως λέγουμε, δηλαδή τήν Σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Χριστούγεννα γιά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας σημαίνει ὅτι «ὁ παλαιός τῶν ἡμερῶν παιδίον γέγονεν» !

 

Πράγματι, «ὁ ἄναρχος ἄρχεται, ὁ ἄκτιστος κτίζεται, ὁ Λόγος σαρκοῦται» . Ὡστόσο, ἡ ἐνανθρώπηση, σύμφωνα μέ τούς Πατέρες εἶναι μία «ἀμετάβατη παρουσία», ἤ «παρουσία χωρίς ἀπουσία» , ὅπως ἄλλωστε διαβάζουμε καί στούς Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου: «Ὅλος ἦν ἐν τοῖς κάτω καί τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν, ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος· συγκατάβασις γάρ θεϊκή, οὐ μετάβασις δέ τοπική γέγονε». Ἡ ἐνανθρώπηση εἶναι παρουσία στήν κτιστή πραγματικότητα τοῦ Ἑνός Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀποκαλυπτική καί σωστική. Κατά τοῦτο, ἔχουμε, τήν λυτρωτική «εἰσβολή» τοῦ Ἀκτίστου μέσα στόν κτιστό κόσμο, προκειμένου τό κτιστό νά ἑνωθεῖ μέ τό ἄκτιστο καί νά θεωθεῖ. Μυστήριο ἀπρόσιτο! Κένωσις ὑψοποιός, ἐνανθρώπηση θεοποιός, κάθοδος τοῦ Θεοῦ καί ὕψωση, ἁγιασμός καί θέωση τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῶ!

 

Μέ τὴν ἐνανθρώπηση λαμβάνει χώρα ἡ ἀνάληψη, ἤ πρόσληψη τῆς δικῆς μας φύσεως ἀπό τόν Θεό Λόγο, ὥστε νά θεραπευθεῖ αὐτὴ ἡ πτωτική μας φύση ἀπό τήν ἁμαρτία, τή φθορά καί τόν θάνατο, διότι, κατά τή γνωστή Πατερική ρήση, «τό ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον, ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῷ τοῦτο καὶ σώζεται» . Ὁ Θεός «ἐγχωρεῖται», «ἐγχρονεῖται» καί ἐνανθρωπίζεται, καί ἔτσι μᾶς σώζει διὰ τῆς θεότητός Του, ἡ ὁποία ὅμως δέν ἀποκαλύπτεται ἄκρατη στόν κόσμο, ἀφοῦ ὁ Δημιουργός τοῦ κόσμου καί τῆς Ἱστορίας ἐμφανίζεται στόν κόσμο ὡς Θεάνθρωπος καί ὄχι ὡς ἀμιγής Θεός !

 

Κατά τή Σάρκωση τοῦ Κυρίου ἀναμιγνύονται πραγματικά μεταξύ τους τά ἄμικτα καί ἑνώνονται τά ἀσύνθετα, ὅπως τό ἐκφράζει πολύ παραστατικά ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων σέ ἕνα ποίημά του: «Ἐντεῦθεν τά ἄμικτα μίγνυται, ἐντεῦθεν ἀκράτως κιρνᾶται τά ἄκρατα, ἐντεῦθεν συντίθεται τά ἀσύνθετα, ἐντεῦθεν τὰ ἀσύνδετα σφίγγεται, ἐντεῦθεν τά θεῖα ἀνθρώπινα γίνεται, ἵνα τά ἀνθρώπινα θειότερα γένηται…» . Χωρίς αὐτήν τήν «ἀνάκραση», τήν ἀνάμιξη, δέν ἦταν δυνατόν τό κτιστό καί πεπερασμένο νά συλλάβει τό ἄπειρο, νά χωρέσει τό ἀπερινόητο, νά προσλάβει τό ὑπερβατικό. Καί, γι᾿ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, «ὁ ἄκτιστος κτίζεται καί ὁ ἀχώρητος χωρεῖται καὶ ὁ πλουτίζων πτωχεύει» . Ἔτσι, ὁ ἄσαρκος καί μετά ταῦτα ἔνσαρκος Λόγος, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἀποκαλύπτοντας τήν Ἁγία Τριάδα μέ τή φανέρωσή Του, πραγματώνει στήν Ἱστορία τό μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας, δηλαδή τῆς σωτηρίας τοῦ «βροτείου φυράματος».


νεκα τῶν ἀνωτέρω, ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί εἶναι πεπληρωμένοι χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως, ἀφοῦ ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Ἀνέλαβε τήν πεσοῦσα φύση μας γιά νά τήν ἀνυψώσει καί νά τήν θεώσει παρέχοντας τήν σωτηρία. Γι᾿ αὐτό ὀνομάζεται «Σωτῆρας», ὅπως διαβάζουμε στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο τήν ἀναγγελία τῆς γεννήσεως: «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ» .


Δέν χαίρονται μόνο οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά καί οἱ Ἄγγελοι, ὅπως θά σημειώσει σκιρτώντας ὁ ἀπαράμιλλος ρήτορας τῆς Ἐκκλησίας, ἱερός Χρυσόστομος. Τά Ἅγια ἀγγελικά τάγματα χαίρονται καί ἀγάλλονται, βλέποντας «τόν ἄνω, κάτω δι᾿ οἰκονομίαν καί τόν κάτω, ἄνω διά φιλανθρωπίαν» .


ς γνωστόν, μετά τήν πτώση καί ἔξοδο τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν ἐπίγειο Παράδεισο τῆς τρυφῆς, τά πάντα ἀλλάζουν. Ἡ πορεία τοῦ πεπτωκότος ζοφερή καί ταραχώδης. Ἡ προηγηθεῖσα παράχρηση τοῦ αὐτεξουσίου καί ἡ ἕνεκα ταύτης διάσπαση τῆς κοινωνίας τοῦ πλάσματος μετά τοῦ Πλάστου, τραγική. Τό «κατ᾿ εἰκόνα» ἀμαυρώνεται, ἀφοῦ ὁ νοῦς σκοτίζεται. Ἡ προοπτική τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» χάνεται. Δέν πρόκειται, συνεπῶς, γιά μία ἁπλή παράβαση, ὅπου στήν περίπτωση αὐτή ἡ μετάνοια θά ἀρκοῦσε πρός ἐπανόρθωση. Πρόκειται γιά μιά ὀντολογική φθορά, γιά ἕναν θάνατο ὡς ἀλλοτρίωση Θεοῦ, ὅπως σημειώνουν οἱ θεοφόροι Πατέρες μας.


σο ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ ἀπομακρυνόταν ἀπό τον Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ Ζωή - σημειώνει ὁ Μέγας Βασίλειος -, τόσο καί πλησίαζε τον (πνευματικό) θάνατο καί νεκρωνόταν: «Ὅσον γάρ ἀφίστατο τῆς ζωῆς, τοσοῦτον προσήγγιζε τῷ θανάτῳ. Ζωή γάρ ὁ Θεός. Στέρησις δέ τῆς ζωής θάνατος. Ὥστε ἑαυτῷ τόν θάνατον ὁ Ἀδάμ διά τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ Θεοῦ κατεσκεύασε» . Συνεπῶς, ὁ νεκρός ἤθελε ζωοποίηση, ἀνάσταση, τήν ὁποία μόνο ὁ Θεός μποροῦσε νά τοῦ τήν παράσχει. Πράγματι, σύμφωνα μέ τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ἡ ἐνανθρώπηση κατέλυσε τόν θάνατο καί ζωοποίησε τόν νεκρό ἀπο τήν ἁμαρτία ἄνθρωπο: «Ἐπειδή γάρ ἐξ ἀνθρώπων εἰς ἀνθρώπους ὁ θάνατος ἐκράτησε, διά τοῦτο πάλιν διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ἡ τοῦ θανάτου κατάλυσις γέγονε, καί ἡ τῆς ζωῆς ἀνάστασις».


Μαρτυρεῖται, λοιπόν, ἐκ τῶν ἀνωτέρω, τό ἀπαραίτητο τῆς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἐάν ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ἦταν ἠθική, τότε ἀρκοῦσε ἡ μετάνοια, ὅπως ἐλέχθη. Ἀφοῦ ὅμως ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἶναι ὀντολογική , τότε εὔκολα κατανοεῖται τό γεγονός ὅτι ἡ ἐπιστροφή τοῦ πεπτωκότος στήν μετά τοῦ Θεοῦ κοινωνία δέν μποροῦσε νά πραγματοποιηθεῖ μέ τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις. Γιά τόν λόγο αὐτό, «ἀπαιτεῖται πλέον ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Πατρός» , πρός ἐπίτευξη τοῦ ἀνωτέρω σκοποῦ.


Κατά τά ἀνωτέρω, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ σαρκώνεται γιά τήν διόρθωση τῶν συνεπειῶν τῆς προγονικῆς πτώσεως καί τήν ἀνάκτιση τοῦ κατ᾿ εἰκόνα, τό ὁποῖο καί ἐσκοτίσθη, λόγῳ ἁμαρτίας. Ἕνεκα τούτου, σύμφωνα μέ τήν Πατερική Θεολογία, ὁ Λόγος προγινώσκεται ὡς Χριστός, ἐξ᾿ αἰτίας τῆς προγνώσεως τῆς πτώσεως. Ἡ ἀμαύρωση τοῦ κατ᾿ εἰκόνα μέσα στόν ἐπίγειο παράδεισο τῆς Ἐδέμ προγινώσκεται ἀπό τόν ἔχοντα τήν παγγνωσία, Ἅγιο Τριαδικό Θεό. Ἔτσι, λόγῳ αὐτῆς τῆς προγνώσεως, ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος. Ὁ προγνωσθείς Χριστός συνδέεται ἄμεσα μέ τήν πρόγνωση τῆς πτώσεως τοῦ Ἀδάμ .


Συναφῶς καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας θά γράψει ὅτι ὁ Λόγος ὡς Χριστός «προθεμελιώνεται» πρό καταβολῆς κόσμου, κατά τήν πρόγνωση τοῦ παντογνώστου Θεοῦ. «Προθεμελιοῦται...ὁ Χριστός καί ἐν αὐτῷ πάντες ἡμεῖς ἐποικοδομούμεθα. Καί τοῦτο πρό καταβολῆς κόσμου κατά πρόγνωσιν τοῦ πάντα εἰδότος Θεοῦ» . Ὡσαύτως καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος θά ὑποστηρίξει ὅτι ὁ Δημιουργός τοῦ κόσμου γνώριζε ἀπό καταβολῆς κόσμου ὅτι ὁ Ἀδάμ ἐπρόκειτο νά παραβεῖ τήν ἐντολή του καί προόρισε «τήν ἐν παλιγγενεσίας αὐτοῦ ζωήν καί ἀνάπλασιν διά τῆς ἐνσάρκου γεννήσεως τοῦ μονογενοῦς αὐτοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» .


Νά σημειώσουμε ὅτι στή διαχρονική Πατερική συμφωνία δέν ἐντοπίζεται καί δέν μαρτυρεῖται ἡ ἰδέα μιᾶς ἀπροϋποθέτου σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀλλά τονίζεται ἡ θέση περί τοῦ γεγονότος τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου, μέ σκοπό τήν διόρθωση τῶν συνεπειῶν τῆ πτώσεως. Ἀντιπροσωπευτικά, θά λέγαμε, ὁ ἱερός Χρυσόστομος θεωρεῖ πώς δέν ὑπῆρχε «ἄλλη τις αἰτία τῆς οἰκονομίας», παρά μόνο ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου .


λαχιστότατες, ὡστόσο, περιστασιακές, ποιμαντικοῦ χαρακτῆρος, ρήσεις κάποιων Πατέρων, πού παραπέμπουν σέ μία ἑρμηνεία περί ἀπροϋποθέτου σαρκώσεως δέν ἐμπεριέχουν ἰσχυρή κατοχύρωση περί αὐτῆς τῆς θεωρήσεως.


κόμη καί ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής – θεωρούμενος ἀπό κάποιους ὡς ὁ κατεξοχήν ὑπέρμαχος τοῦ ἀπροϋποθέτου τῆς ἐνανθρωπήσεως - ἐντάσει τήν σάρκωση στήν προοπτική τῆς σωτηρίας ἕνεκα τῆς πτώσεως. Μάλιστα σημειώνει ὅτι ἡ σάρκωση ἔγινε κατά τήν πρόγνωση τῆς πτώσεως, ἀκριβέστερα, ἐκπληρώνοντας τήν πρόγνωση: «πλήρωσιν δοῦσα τῇ προγνώσει Θεοῦ». Τό ἔργο πού «προεπινοήθη» καί πραγματοποιήθηκε μέ τήν ἔλευση στόν κόσμο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ ἐκπλήρωση τῆς προγνώσεως τοῦ Θεοῦ . Κατά τοῦτο, ὁ ἅγιος Μάξιμος, λοιπόν, κάνει λόγο γιά σάρκωση ἐμπροϋπόθετο.


να καί μόνο κείμενο τοῦ ἁγίου Μαξίμου ἐκφράζει τήν θέση περί τοῦ ἀπροϋποθέτου τῆς σαρκώσεως, ἐνῶ στή σύνολη διδασκαλία του κυριαρχεῖ ἡ ἀντίθετη θέση . Καί ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ καθηγητής Ἀνδ. Θεοδώρου, ὁ ὁποῖος ἐρεύνησε ἐνδελεχῶς τά κείμενα τοῦ Ἁγίου, συνάγεται τό συμπέρασμα ὅτι «ἄν δέν ἡμάρτανεν ὁ Ἀδάμ, δέν θά ἐσαρκοῦτο ὁ Λόγος» . Εἶναι, ὅμως, τοῦτο ἕνα μεγάλο ζήτημα, γιά τό ὁποῖο δέν θά πλατιάσουμε στό παρόν κείμενο. Θά ὑπογραμμισθεῖ μόνο, ὅτι τό «κατ᾿ εἰκόνα» ὑπενθυμίζει, θά λέγαμε, στόν ἄνθρωπο τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό, ὥστε νά παραμένει στήν κατάσταση αὐτή, ὁλοκληρώνοντας τόν σκοπό τῆς δημιουργίας του.


Σύμφωνα μέ τόν καθηγητή τῆς Δογματικῆς Θεολογίας, Ν. Ξιώνη, σέ περίπτωση πού ὁ ἄνθρωπος δέν εὑρίσκετο σέ πλήρη κοινωνία μέ τόν Θεό, πρᾶγμα πού ἀπαιτεῖ ἡ ἀπροϋπόθετη ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου, τότε δέν θά ὑπῆρχε ἀνάγκη παιδαγωγίας του στήν κοινωνία μέ αὐτόν καί ὁ <παιδαγωγικός> χαρακτῆρας τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» θά ἦταν περιττός, ἀφοῦ ἡ θέωση θά ἐπιτυγχάνετο μέ τήν ἐνανθρώπηση πού θά λάμβανε χώρα σέ κάθε περίπτωση (κατά τή θεωρία τοῦ ἀπροϋποθέτου τῆς σαρκώσεως). «Συνεπῶς, ἡ κοινωνία καί ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου θά πρέπει ἐξ᾿ ἀρχῆς νά ἦταν δεδομένη» .


κ τῶν ἀνωτέρω προκύπτει πώς ἄν δεχθοῦμε ἀπροϋπόθετη σάρκωση τοῦ Λόγου, τότε εἶναι σάν νά θεωροῦμε πώς ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό πλευρᾶς τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐλλιπής, ἀφοῦ μέ ὅ,τι εἶχε λάβει ὁ ἄνθρωπος (τό «κατ᾿ εἰκόνα») δέν θά μποροῦσε νά φθάσει στόν τελικό σκοπό, πού ἦταν ἡ θέωση. Δέν εἶναι, ὅμως, δυνατόν ἡ δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ νά παράγει ἀτελή ὄντα! Ὁ Θεός τά πάντα «λίαν καλῶς ἐποίησε». Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, δέν μπόρεσε νά διατηρήσει τά δεδωρημένα ἀγαθά. Ἔτσι, ἔχουμε τη ζόφωση τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα», διά τῆς πτώσεως. Αὐτή, λοιπόν, ἡ ἀμαύρωση τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα», προεγνωσμένη ἀπό τόν Θεό, καί ἡ ἀγάπη Του γιά τή σωτηρία τοῦ πεπτωκότος, ἀποτελεῖ τό κίνητρο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἑνώνει τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο και ἀποκαθιστᾶ τήν πορεία καί προοπτική τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν».


πογραμμίζεται, λοιπόν, στήν Πατερική Θεολογία τό γεγονός τῆς διορθώσεως τῶν ἐπαχθῶν συνεπειῶν τῆς προγονικῆς πτώσεως διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἐκ τῶ κορυφαίων Θεολόγων Πατέρων, Μ. Ἀθανάσιος θά ὑπογραμμίσει στόν κλασικό Περί ἐνανθρωπήσεως λόγο του, ὅτι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου δύο τινα ἐνήργησε στή φύση μας, ἤτοι, ἀπομάκρυνε τόν θάνατο καί ταυτόχρονα μᾶς ἀνακαίνισε:
«Ἀμφότερα γάρ ἐφιλανθρωπεύετο ὁ Σωτήρ διά τῆς ἐνανθρρωπήσεως, ὅτι καί τόν θάνατον ἐξ ἡμῶν ἠφάνιζε, καί ἀνεκαίνισεν ἡμᾶς».


 ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεόλογος θά ὑπογραμμίσει ὅτι, ἐπειδή ἐμεῖς οἰ ἄνθρωποι δέν φυλάξαμε τήν εἰκόνα πού λάβαμε, ἤτοι τό «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ, ἔγινε ὁ Θεός ἄνθρωπος, ὥστε καί τήν εἰκόνα νά σώσει, καί τήν φύση νά ἀναστήσει: «Μετέλαβον τῆς εἰκόνος καί οὐκ ἐφύλαξα· μεταλαμβάνει τῆς ἐμῆς σαρκός, ἵνα καί τήν εἰκόνα σώσῃ καί τήν σάρκα ἀθανατίσῃ» .

 

 Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά σώσει τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο. Ἀπό τότε καί μέχρι σήμερα, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ παραμένει τό «σεσιγημένον μυστήριον», πού ὅμως γίνεται ἁπτή ἱστορική πραγματικότητα μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τό μυστηριακό Σῶμα τοῦ Σαρκωμένου Θεοῦ. Εἶναι αὐτή ἡ νέα δημιουργία, στήν ὁποία ἀναπλάθει τόν κόσμο ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Στό Θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση κοινωνεῖ στίς θεῖες ἰδιότητες καί μεταλαμβάνει τήν ἀθανασία. Ὁ μοναδικός τρόπος νά εἰσχωρήσουμε στό μυστικό τοῦ Θεοῦ, νά ζήσουμε τήν εἴσοδο τοῦ μεγάλου Θεοῦ στήν προσωπική μας ζωή, εἶναι ὁ πνευματικός, ὁ ἐκκλησιαστικός ἑορτασμός του. «Τοίνυν ἑορτάζωμεν μή πανηγυρικῶς, ἀλλά θεϊκῶς· μή κοσμικῶς, ἀλλ᾿ ὑπερκοσμίως… μή τά τῆς πλάσεως, ἀλλά τά τῆς ἀναπλάσεως», μᾶς προτρέπει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Σέ κάθε περίπτωση, τό ἄφατο Μυστήριο τῆς κενώσεως τοῦ Λόγου νοεῖται θεοπρεπῶς, ὅπως γράφει ὁ Μ. Βασίλειος («νόει μοι θεοπρεπῶς τήν ἐνανθρώπησιν τοῦ Κυρίου»), καί βιώνεται ὑπαρξιακῶς, διά τῆς μετοχῆς τῆς θείας Ζωῆς τοῦ Θεανθρώπου, στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας.

 

Μελετώντας τό ἱστορικό γεγονός καί βιώνοντας τή νέα δημιουργία, μέ μετάνοια καί ἐμπροϋπόθετη προσέλευση στή θεία Εὐχαριστία, γινόμαστε μέτοχοι στό μεγάλο μυστήριο τῆς ἑνώσεως θείας καί ἀνθρώπινης φύσεως, διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.