A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Κυριακή 29 Μαΐου 2022

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ (τοῦ Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

IMG 5740

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

   Χριστὸς Ἀνέστη! 

   Στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα βλέπουμε νὰ περνᾶ ὁ Χριστός μας κοντὰ ἀπὸ ἕναν ἐκ γενετῆς τυφλό καὶ οἱ Μαθητὲς νὰ κάνουν μία παράξενη ἐρώτηση: ποιός ἁμάρτησε, αὐτὸς ἤ οἱ γονεῖς αὐτοῦ γιὰ νὰ γεννηθεῖ τυφλός; Οἱ Μαθητὲς θεώρησαν τὴν ἐκ γενετῆς τύφλωση ὡς τιμωρία ἀπὸ τὸν Θεὸ λόγω κάποιας ἁμαρτίας. Τὸ νὰ ἁμάρτησαν, λοιπόν, οἱ γονεῖς εἶναι ἐν μέρει κατανοητό. Ἡ θεωρία, ὅμως τοῦ νὰ ἁμάρτησε τὸ παιδί πρὶν ἀκόμη γεννηθεῖ ὀφείλεται σὲ πλάνες μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων ποὺ ἀφορούσαν τὴν μετενσάρκωση ἤ τὴν δυνατότητα τοῦ παιδιοῦ νὰ ἁμαρτήσει ὄντας μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας.

   Εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν περισσότερων ἀνθρώπων, ὅταν ἔρχονται ἀντιμέτωποι μὲ κάποια ἀσθένεια, ἤ κάποιο γενικότερο πρόβλημα, νὰ λένε αὐτὸ τὸ «γιατί;». Τὸ «Γιατί σὲ μένα, Θεέ μου» ἀκούγεται, πράγματι, συχνά. Γιὰ νὰ τερματίσει αὐτὲς τὶς ἀπορίες καὶ τὰ παράπονα ὁ Χριστός λέει ὅτι κανένας δὲν ἁμάρτησε. Ἡ ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου ὑφίσταται γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ πάνω του. Ἔτσι πρέπει νὰ βλέπει ὁ καθένας μας τὰ προβλήματά του. Ὡς ἕναν Σταυρὸ ποὺ μὲ λίγη ὑπομονὴ θὰ φέρει τὴν Ἀνάσταση, ὡς μία αἰτία γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Θεός μέσω τῆς καρτερίας μας.  Ὄχι ὡς τιμωρία ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι μὲν δίκαιος, ἀλλὰ ὄχι τιμωρός.

   Συνεχίζει ὁ Χριστός, λέγοντας: πρέπει νὰ ἐργάζομαι ὅσο εἶναι μέρα, διότι θὰ ἔρθει κάποτε ἡ νύχτα καὶ κανένας δὲν θὰ μπορεῖ νὰ ἐργάζεται. Ὅταν εἶμαι στὸν κόσμο, εἶμαι Φῶς τοῦ κόσμου. Παίρνοντας τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Ὑμνωδός, στὸ δοξαστικὸ τῶν Ἀποστίχων τοῦ Ἐσπερινοῦ ἀποκαλεῖ τὸν Χριστὸ «τῆς Δικαιοσύνης Ἥλιο νοητό». Αὐτός, λοιπόν, ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης λέει ὅτι πρέπει νὰ ἐργάζεται δίχως ἀναβολές, δίχως παύσεις, διότι ὁ καιρὸς περνάει καὶ ἔρχεται ἡ νύχτα καὶ ὅσο εἶναι στὸν κόσμο πρέπει νὰ ἀπλώνει συνεχῶς καὶ μόνο τὸ Φῶς. Τὰ λόγια αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ λάβουμε πολὺ σοβαρὰ ὑπ’ ὄψιν ὅσοι ἀφήνουμε γιὰ αὔριο τὴν ἕνωση μας μὲ τὸν Θεό καὶ ὅσοι τὴ μιὰ πράττουμε φωτεινὰ καὶ τὴν ἄλλη σκοτεινὰ ἔργα. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε τὸ σήμερα γιὰ νὰ ἐργαστοῦμε τὰ ἔργα τοῦ Φωτός. Τὸ αὔριο μπορεῖ καὶ νὰ μὴ μᾶς τὸ δώσει.

   ρχεται στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ ποθητὴ στιγμὴ τῆς θεραπείας. Ὁ Χριστὸς προβαίνει σὲ μία συμβολικὴ κίνηση. Ἀναμειγνύει σάλιο μὲ χῶμα καὶ χρίει τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ. Γιατὶ τὸ κάνει; Γιατὶ ἐνῶ τὶς ἄλλες φορὲς θεράπευσε παράλυτους, κωφούς, δαιμονισμένους καὶ ἀνέστησε νεκροὺς μόνο μὲ ἕνα Του λόγο, τώρα ἀλείφει μὲ λάσπη τὰ μάτια τοῦ ἀσθενῆ; Ἀρχικά, γιὰ νὰ ὑποδείξει ὅτι εἶναι ὁ Πλάστης, Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς δημιούργησε ἀπὸ χῶμα καὶ νερό. Ἔπειτα, γιὰ νὰ θυμίσει στὸν καθένα μας ὅτι εἴμαστε ἀπὸ χῶμα καὶ στὸ χῶμα θὰ ξαναβρεθοῦμε. Ἄν χαράξουμε καλὰ στὴν καρδιά μας ὅτι σὲ λίγο καιρὸ -γρήγορα ἤ γρηγορότερα- θὰ βρεθοῦμε στὸ χῶμα, θὰ μπορέσουμε μὲ περισσότερη εὐκολία νὰ στρέψουμε τὰ μάτια μας πρὸς τὸ Φῶς. 

   πειτα ἀπὸ τὴν συμβολικὴ αὐτὴ κίνηση, ὁ Χριστὸς προστάζει τὸν τυφλὸ νὰ νίψει τὸ πρόσωπό του στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Κάνοντας αὐτὸ μὲ ἀδιάκριτη ὑπακοή, ὁ τυφλὸς θεραπεύθηκε καὶ ἄρχισε νὰ βλέπει. Ἄν τόσο πολὺ ὠφελήθηκαν οἱ ὀφθαλμοί του ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, φαντασθεῖτε τὴν ὠφέλεια ποὺ λαμβάνουμε ψυχῇ καὶ σώματι ἑμεῖς ποὺ ὁλόκληροι βαπτιζόμαστε στὴν κολυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας. 

   Τὴν θεραπεία του ἄλλοτε τυφλοῦ ἀκολούθησε ἕνας καταιγισμὸς ἐρωτήσεων ἀπὸ τοὺς ὑποκριτὲς Φαρισαίους. Πῶς σοῦ ἄνοιξε τοὺς ὀφθαλμοῦς; Τί σοῦ ἔκανε; Τί λὲς γιὰ ἐκεῖνον  ποὺ σὲ θεράπευσε; Τοὺς ἐνόχλησε ὅτι ὁ Χριστὸς ἔφτιαξε πηλὸ ἡμέρα Σαββάτου… Τόσο κακοπροαίρετοι ἦταν. Ὁτιδήποτε ἔκανε ὁ Χριστὸς τὸ ἔβλεπαν μὲ καχυποψία: εἶναι ἀπὸ Θεοῦ; Μήπως θεραπεύει μὲ τὴν δύναμη τοῦ πονηροῦ; Ἐπιζητεῖ τὸν θρόνο τῆς ἐξουσίας; Τί, τέλος πάντων, θέλει; Μέχρι καὶ τοὺς γονεῖς τοῦ ἀνθρώπου κάλεσαν γιὰ νὰ ἐξακριβώσουν τὴν ἐκ γενετῆς τύφλωσή του. Ἀπὸ αὐτοὺς φάνηκε ὅτι πολλὲς φορές, γιὰ χάρη τοῦ συμφέροντος, κάποιοι εἶναι ἰκανοὶ μέχρι καὶ τὰ παιδιά τους νὰ ἀπαρνηθοῦν. «Τυφλὸς γεννήθηκε. Τώρα τὸ πῶς βλέπει, ἡλικία ἔχει αὐτὸν ἐρωτήσατε», ἀπάντησαν πλαγίως. 

   Ἐντυπωσιακὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν μάτια καὶ ἔβλεπαν, στὴν πραγματικότητα ἦταν τυφλοί. Ἐνῶ, ἐκεῖνος ποὺ γεννήθηκε τυφλός, ἔβλεπε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του τὸ Φῶς τὸ ἀληθινό. Στὶς προσπάθειες τῶν Φαρισαίων νὰ μειώσουν τὸν Ἰατρὸ ψυχῶν καὶ σωμάτων, ὁ πρώην τυφλός ἦταν εὐθύς. Μὲ παρρησία τοὺς μίλησε καὶ ὁμολόγησε ὅτι Ἐκεῖνος ποὺ τὸν θεράπευσε δὲν ἦταν ἀπλὸς ἄνθρωπος. Γιὰ αὐτό, τὸν ἔβγαλαν ἔξω. 

   Τὴν εὐγνωμοσύνη του, τὸ θάρρος καὶ τὴν εἰλικρίνεια τοῦ ἰαθέντος τυφλοῦ τὰ τίμησε ὁ Χριστός ἐμφανιζόμενος ξανὰ ἐνώπιόν του. «Πιστεύεις στὸν Ὑιὸ τοῦ Θεοῦ;». «Ποιός εἶναι, Κύριε, γιὰ νὰ πιστέψω σὲ αὐτόν;» καὶ ὁ Χριστὸς τὸν τιμᾶ μὲ τὴν ἀποκάλυψη: «Καὶ τὸν εἶδες, καὶ μιλάει μὲ ἐσένα, Αὐτὸς εἶναι». 

   Εὐχή μου κὶ ἑμεῖς νὰ καταφέρουμε μέσω τῆς καλῆς προαίρεσης, τῆς ὑπακοῆς, τῆς εἰλικρίνειας καὶ τῆς ἐν Χριστῷ παρρησίας ποὺ εἶχε ὁ βλέπων τυφλός, νὰ δοῦμε τὸ Φῶς τὸ Ἀληθινό.

Ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος!

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Παρασκευή 27 Μαΐου 2022

Περιοδικόν: «ΦΩΝΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» Τεῦχος 1027

 

Τὸ νεώτερο τεῦχος (1027) τῆς
"ΦΩΝΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ".

ΕΔΩ

Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΖΩΗΣ

  

Οἱ Χριστιανοὶ ἀποδίδουν σημασία στὴν χριστιανικὴ ἀνατροφή, ὅμως δὲν φθάνουν μέχρι τέλους. Διότι ἀφήνουν ἀπαρατήρητα τὰ πιὸ οὐσιώδη καὶ δυσκολώτερα σημεῖα τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς καὶ περιορίζονται μόνον στὰ ἐλαφρότερα, τὰ ἐπιφανειακὰ καὶ ἐξωτερικά. Ἡ ἀτελὴς αὐτὴ ἀνατροφὴ διαμορφώνει πρόσωπα ἱκανὰ μὲν νὰ ἐκτελοῦν κατὰ γράμμα τὴν ἐξωτερικὴ τάξη μιᾶς εὐσεβοῦς ζωῆς, τὰ ὁποῖα ὅμως δὲν ἀποδίδουν τὴν δέουσα προσοχὴ στὶς ἐσωτερικὲς κινήσεις τῆς καρδιᾶς καὶ στὴν ἀληθινὴ πρόοδο τῆς ἐσωτερικῆς τους πνευματικῆς ζωῆς.

Τὰ πρόσωπα αὐτὰ ἀπέχουν ἴσως ἀπὸ τὶς θανάσιμες ἁμαρτίες, δὲν ἐνδιαφέρονται ὅμως καθόλου γιὰ τὶς ἐφάμαρτες κινήσεις τῶν λογισμῶν τῆς καρδιᾶς τους. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἐπιτρέπουν στοὺς ἑαυτούς τους τὴν κατάκριση, τὴν κενοδοξία, τὴν ὑπερηφάνεια, καὶ τὸν θυμὸ γιὰ τὸ ἄδικο τῆς ὑποθέσεώς τους. Κάποτε πάλι προσελκύονται ἀπὸ τὴν [σωματικὴ] ὀμορφιὰ καὶ ἀπὸ τὶς διασκεδάσεις, ἤ προξενοῦν λύπη σὲ κάποιον ἐξ αἰτίας κάποιας δυσαρέσκειάς τους, ραθυμοῦν στὴν προσευχή τους καὶ κατὰ τὴν διάρκειά της πολλὲς φορὲς ἡ προσοχή τους καταληστεύεται ἀπὸ τοὺς μάταιους καὶ αἰσχροὺς λογισμούς τους κτλ., καὶ μένουν ἀμέριμνοι, σὰν νὰ μὴν συμβαίνει τίποτε, ἤ ἀδιαφοροῦν γιὰ ὅλα αὐτά, ὡς ἀσήμαντα. 

Πηγαίνουν στὴν Ἐκκλησία ἤ καὶ προσεύχονται στὸ σπίτι τους, κατὰ τὴν καθιερωμένη συνήθεια, τακτοποιοῦν ὅλες τὶς ὑποθέσεις κανονικά, καὶ εἶναι φυσικὰ εὐχαριστημένοι καὶ ἀμέριμνοι.

Τί ὅμως λαμβάνει χώρα ἐν τῷ μεταξὺ στὴν καρδιά τους; Καθόλου δὲν ἐνδιαφέρονται μήπως ἡ κακία παραμονεύει στὴν καρδιά τους καὶ (μήπως) τὰ πάθη ἐξαφανίζουν ὅλη τὴν ἀξία τῆς τυπικῆς εὐσεβοῦς ζωῆς τους.

Ἄς ἐξετάσουμε τὸ ἑξῆς περιστατικό· κάποιος ἐκτελεῖ μὲ ἐλλείψεις τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας του καὶ κάποτε συναισθάνεται αὐτό, (ὅπως) καὶ τὸ ἀβέβαιον τῆς πορείας τοῦ ὅλου ἔργου του. Ὁπότε, εἶναι δυνατὸν σὲ αὐτὴ τὴν διαπίστωση τῶν ἐλλείψεών του νὰ στραφεῖ ἀπὸ τὴν ἀτελῆ αὐτὴ ἐξωτερικὴ καὶ τυπικὴ εὐσέβεια στὴν πραγματικὴ ἐσωτερική. Στὴν ἀλλαγὴ αὐτὴ εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν ὁδηγήσει μιὰ ἀνάγνωση σχετικῶν βιβλίων ἤ μιὰ συζήτηση μὲ κάποιο πρόσωπο ποὺ ἔχει πεῖρα σχετικὰ μὲ τὴν οὐσία τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς, ἤ καὶ ἁπλῶς ἡ προσωπικὴ ἔλλειψη ἱκανοποιήσεως ἀπὸ τὴν ἐσωτερική του κατάσταση. Δηλαδή, συναισθάνεται ὅτι δὲν ἔχει αὐτό, τὸ ὁποῖο τοῦ ἔχει δοθεῖ ὡς παρακαταθήκη γιὰ νὰ γίνει ἀληθινὸς Χριστιανός: «εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Ρωμ. ιδ’ 17). Τότε εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴν στραφεῖ στὸν ἑαυτό του καὶ νὰ μὴν ἀποκαταστήσει μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ ὅλα τὰ ἐντός του.

Ὅσοι δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ ἔλθουν στοὺς ἑαυτούς τους καὶ ἐπαναπαύονται στὴν ὑποτυπώδη καὶ ἐπιφανειακὴ αὐτὴ ἐξωτερικὴ πνευματικὴ ζωή, θὰ μένουν ξένοι τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων καὶ ἀπληροφόρητοι γιὰ τὴν σωτηρία τους.

Ἀπὸ τὶς «Ἐπιστολὲς περὶ Πνευματικῆς Ζωῆς» τοῦ Ἁγίου Ἐπισκόπου Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου («Ἡ Νοερὰ Ἄθλησις ἤτοι περὶ Προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ», μετάφραση ἀπὸ τὰ ρωσικά, «Γέννησις Χριστοῦ», Κατουνάκια Ἁγίου Ὄρους 1978, σελ. 106-107, σὲ ἡμέτερη νεο-ελληνικὴ ἁπλοποίηση).

Τρίτη 24 Μαΐου 2022

ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ: ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ Περὶ διακρίσεως

 

ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΕΚΤΟΣ

Περὶ διακρίσεως

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ
(Σύντομος ἀνακεφαλαίωσις τῶν προηγουμένων)

Η ΒΕΒΑΙΑ πίστις εἶναι μητέρα τῆς ἀποταγῆς. Καὶ τὸ ἀντίθετο εἶναι ἐξ ἴσου φανερό. Ἡ ἀκλόνητη ἐλπίδα εἶναι ἡ θύρα τῆς ἀπροσπαθείας. Καὶ τὸ ἀντίθετο εἶναι ἐξ ἴσου φανερό. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν εἶναι αἰτία τῆς ξενιτείας. Καὶ τὸ ἀντίθετο εἶναι ἐξ ἴσου φανερό.

2. Τὴν ὑποταγὴ τὴν ἐγέννησε ἡ καταδίκη τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἡ ὄρεξις τῆς πνευματικῆς ὑγείας. Μητέρα τῆς ἐγκρατείας εἶναι ἡ σκέψις τοῦ θανάτου καὶ ἡ διαρκὴς μνήμη τῆς χολῆς καὶ τοῦ ὄξους τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Προϋπόθεσις καὶ συνεργὸς τῆς σωφροσύνης καὶ καθαρότητος εἶναι ἡ ἡσυχία. Θραῦσις τῆς σαρκικῆς πυρώσεως εἶναι ἡ νηστεία. Καὶ ἀντίπαλος τῶν αἰσχρῶν λογισμῶν εἶναι ἡ συντριβὴ τοῦ νοῦ.

3. Ἡ πίστις καὶ ἡ ξενιτεία εἶναι ὁ θάνατος τῆς φιλαργυρίας. Ἡ εὐσπλαγχνία καὶ ἡ ἀγάπη παρέδωσαν τὸ σῶμα σὲ θυσία. Ἡ ἐκτενὴς προσευχὴ εἶναι ὄλεθρος τῆς ἀκηδίας. Ἡ μνήμη τῆς Κρίσεως εἶναι πρόξενος τῆς πνευματικῆς προθυμίας. Θεραπεία τοῦ θυμοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη τῆς ἀτιμίας, ἡ ὑμνῳδία καὶ ἡ εὐσπλαγχνία.

4. Ἡ ἀκτημοσύνη καταπνίγει τὴν λύπη. Ἡ ἀπροσπάθεια πρὸς τὰ αἰσθητὰ πράγματα ὁδηγεῖ στὴν θεωρία τῶν νοερῶν. Ἡ σιωπὴ καὶ ἡ ἡσυχία καταπολεμοῦν τὴν κενοδοξία – ἐὰν ὅμως εὑρίσκεσαι ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους, χρησιμοποίησε τὴν ἀτιμία.

5. Τὴν ἐξωτερικὴ καὶ ὁρατὴ ὑπερηφάνεια τὴν ἐθεράπευσαν ἡ πτωχεία, ἡ θλίψις καὶ οἱ παρόμοιες καταστάσεις. Τὴν δὲ ἐσωτερικὴ καὶ ἀόρατη Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι προαιωνίως Ἀόρατος. Ὅλα τὰ αἰσθητὰ ἑρπετὰ τὰ φονεύει τὸ ἐλάφι καὶ ὅλα τὰ νοητὰ ἡ ταπείνωσις. Εἶναι δυνατόν μὲ παραδείγματα ἀπὸ τὴν φύσι νὰ διδασκώμεθα καλῶς ὅλα τὰ πνευματικά.

6. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀποβάλη ὁ ὄφις τὸ παλαιό του δέρμα, ἐὰν δὲν εἰσχωρήσῃ σὲ στενὴ τρύπα, ἔτσι καὶ ἐμεῖς δὲν θὰ ἀποβάλωμε τὶς παλαιὲς προλήψεις καὶ τὴν ψυχικὴ παλαιότητα καὶ τὸν χιτώνα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ἐὰν δὲν περάσωμε ἀπὸ τὴν στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸ τῆς νηστείας καὶ τῆς ἀτιμίας.

7. Ὅπως τὰ πολύσαρκα πτηνὰ δὲν μποροῦν νὰ πετάξουν στὸν οὐρανό, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ τρέφει καὶ περιποιεῖται τὴν σάρκα του.

8. Ὁ ξηραμένος βόρβορος δὲν ἱκανοποιεῖ πλέον τοὺς χοίρους. Καὶ ἡ σάρκα ποὺ ἐμαράνθηκε δὲν ἀναπαύει πλέον τοὺς δαίμονας.

9. Ὅπως πολλὲς φορὲς τὰ πολλὰ ξύλα πνίγουν καὶ σβήνουν τὴν φωτιὰ δημιουργώντας ὑπερβολικὸ καπνό, ἔτσι πολλὲς φορὲς καὶ ἡ ὑπέρμετρη λύπη καπνίζει καὶ γεμίζει σκότος τὴν ψυχὴ καὶ ξηραίνει τὸ ὕδωρ τῶν δακρύων.

10. Ὅπως ἀποτυγχάνει ὁ τυφλὸς τοξότης στὸν στόχο του, ἔτσι ἀποτυγχάνει καὶ καταστρέφεται καὶ ὁ ὑποτακτικὸς ποὺ ἀντιλέγει.

11. Καθὼς τὸ κοπτερὸ σίδερο μπορεῖ νὰ ὀξύνη ἕνα ἄλλο ἀκατέργαστο, ἔτσι καὶ ὁ πρόθυμος ἀδελφὸς ἔσωσε πολλὲς φορὲς τὸν ρᾴθυμο.

12. Ὅπως τὰ αὐγὰ τῶν ὀρνίθων ποὺ θερμαίνονται στὸν κόλπο τοῦ στήθους ζωογονοῦνται, ἔτσι καὶ οἱ λογισμοὶ ποὺ δὲν φανερώνονται μὲ τὴν ἐξομολόγησι, γίνονται ἔργα.

13. Ὅπως οἱ ἵπποι ποὺ τρέχουν ἁμιλλῶνται μεταξύ τους, ἔτσι καὶ μετὰ στὴν καλὴ συνοδία ὁ ἕνας ἀδελφὸς διεγείρει τὸν ἄλλο.

14. Ὅπως τὰ σύννεφα ἀποκρύπτουν τὸν ἥλιο, ἔτσι καὶ οἱ πονηρὲς σκέψεις σκοτίζουν καὶ καταστρέφουν τὸν νοῦ.

15. Ὅπως αὐτὸς ποὺ ἔλαβε τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφασι καὶ ὁδηγεῖται πρὸς τὴν ἐκτέλεσι δὲν ὁμιλεῖ γιὰ τὰ θέατρα, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ εἰλικρινὰ δὲν θὰ ἀναπαύση ποτὲ τὴν κοιλία του.

16. Ὅπως οἱ πτωχοὶ ποὺ βλέπουν τοὺς θησαυροὺς τοῦ βασιλέως αἰσθάνονται περισσότερο τὴν πτωχεία τους, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ μελετᾶ τὶς μεγάλες ἀρετὲς τῶν Πατέρων, ταπεινώνει ὁπωσδήποτε περισσότερο τὸ φρόνημά της.

17. Ὅπως τὸ σίδερο καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλη σπεύδει πρὸς τὸν μαγνήτη, διότι ἕλκεται ἀπὸ κάποια μυστικὴ φυσικὴ δύναμι, ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐχρόνισαν στὶς κακές τους συνήθειες τυραννοῦνται ἀπὸ αὐτές.

18. Ὅπως τὸ λάδι γαληνεύει τὴ θάλασσα καὶ παρὰ τὴν θέλησί της, ἔτσι καὶ ἡ νηστεία σβήνει ἐντελῶς τὶς σαρκικὲς πυρώσεις, καὶ παρὰ τὴν θέλησί τους.

19. Ὅπως τὸ ὕδωρ ὅταν πιεσθῇ ἀνυψώνεται ἔτσι πολλὲς φορὲς καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ ἐπιέσθη ἀπὸ διαφόρους κινδύνους, ἀνυψώθηκε πρὸς τὸν Θεὸν μὲ τὴν μετάνοια, καὶ ἐσώθηκε.

20. Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ κρατᾶ ἀρώματα προδίδεται καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλη ἀπὸ τὴν εὐωδία, ἔτσι καὶ ὅποιος ἔχει μέσα του τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὰ λόγια του καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη του.

21. Ὅπως ὁ ἥλιος μὲ τὸ φῶς του δείχνει τὸν χρυσὸ ποὺ λάμπει, ἔτσι καὶ ἡ ἀρετὴ φανερώνει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει.

22. Ὅπως οἱ ἄνεμοι ἀναταράζουν τὸν βυθὸ τῆς θαλάσσης, ἔτσι καὶ ὁ θυμὸς ταράζει περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὸν νοῦ.

23. Ὅπως, ὅσα δὲν εἶδε ὁ ἄνθρωπος μὲ τοὺς ὀφθαλμούς του, δὲν ἐπιθυμεῖ καὶ τόσο πολὺ νὰ τὰ γευθῇ, ἔστω καὶ ἂν τὰ ἄκουσε, ἔτσι καὶ ὅσοι ἔμειναν ἁγνοὶ στὸ σῶμα, ἔχουν ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἐλαφροτέρους πειρασμούς.

24. Ὅπως οἱ κλέπτες δὲν πλησιάζουν εὔκολα στὸν τόπο ποὺ βλέπουν βασιλικὴ φρουρὰ καὶ ὅπλα, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἕνωσε τὴν καρδιὰ μὲ τὴν προσευχὴ δὲν κλέπτεται εὔκολα ἀπὸ τοὺς νοητοὺς ληστάς.

25. Ὅπως ἡ φωτιὰ δὲν γεννᾶ χιόνι, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ ζητεῖ τὶς τιμὲς τοῦ κόσμου δὲν θὰ ἀπολαύση τὶς τιμὲς τῆς μελλούσης ζωῆς.

26. Ὅπως πολλὲς φορὲς μία σπίθα κατέκαυσε ἕνα μεγάλο δάσος, ἔτσι καὶ μία ἐνάρετη πράξις συνέβη νὰ ἐξαλείψῃ πλῆθος ἀπὸ μεγάλα πταίσματα.

27. Ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ φονεύσῃ κανεὶς ἕνα ἄγριο θηρίο χωρὶς ὅπλο, ἔτσι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκτήσῃ τὴν ἀοργησία χωρὶς ταπείνωσι.

28. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο, σύμφωνα μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους, νὰ ζήση κανεὶς χωρὶς τροφή, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐπιθυμεῖ τὴν σωτηρία του νὰ δείξη μέχρι τὸ θάνατό του ἔστω καὶ γιὰ μία στιγμὴ ἀμέλεια.

29. Ὅπως ἡ ἡλιακὴ ἀκτίνα ποὺ εἰσχωρεῖ ἀπὸ κάποιο μικρὸ ἄνοιγμα στὸ σπίτι, τὸ φωτίζει τόσο, ὥστε νὰ διακρίνεται καὶ ἡ πιὸ λεπτὴ σκόνη ποὺ αἰωρεῖται στὸν ἀέρα, ἔτσι καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἰσερχόμενος στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, τῆς φανερώνει ὅλα τὰ ἁμαρτήματά της.

30. Ὅπως τὰ λεγόμενα καβούρια συλλαμβάνονται εὔκολα, διότι βαδίζουν ἄλλοτε ἐμπρὸς καὶ ἄλλοτε πίσω, ἔτσι καὶ μία ψυχὴ ποὺ ἄλλοτε γελᾶ, ἄλλοτε πενθεῖ καὶ ἄλλοτε ζῆ μὲ τρυφή, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατορθώση τίποτε.

31. Ὅπως οἱ κοιμώμενοι κλέπτονται εὔκολα, ἔτσι καὶ ὅσοι ἀσκοῦνται στὴν ἀρετὴ κοντὰ στὸν κόσμο.

32. Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ παλαίει μὲ λέοντα, ἂν στρέψῃ ἀλλοῦ τὸ βλέμμα του, ἐξοντώνεται ἀμέσως, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ παλαίει μὲ τὴν σάρκα του, ἐὰν τῆς προσφέρη ἀνάπαυσι.

33. Ὅπως κινδυνεύουν νὰ πέσουν ὅσοι ἀνεβαίνουν σὲ σαθρὴ σκάλα, ἔτσι κάθε τιμὴ καὶ δόξα καὶ ἐξουσία καταρρίπτουν τὸν κάτοχό τους, ἐπειδὴ αὐτὲς ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη.

34. Ὅπως εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ σκέπτεται ὁ πεινασμένος τὸν ἄρτο, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴ σκέπτεται τὸν θάνατο καὶ τὴν Κρίσι ἐκεῖνος ποὺ ἀγωνίζεται γιὰ νὰ σωθῇ.

35. Ὅπως τὸ νερὸ σβήνει τὰ γράμματα, ἔτσι καὶ τὸ δάκρυ μπορεῖ νὰ σβήσει τὰ πταίσματα.

36. Ὅπως μερικοὶ ποὺ δὲν ἔχουν νερό, σβήνουν μὲ ἄλλο τρόπο τὰ γράμματα, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ ψυχὲς ποὺ στεροῦνται δακρύων, καὶ γι᾿ αὐτὸ τρίβουν καὶ ἀποξέουν τὶς ἁμαρτίες τους μὲ τὴν λύπη, τοὺς στεναγμοὺς καὶ τὴν σκυθρωπότητα.

37. Ὅπως ἀπὸ τὸ πλῆθος τῆς κοπριᾶς προέρχονται πλῆθος σκουλήκια, ἔτσι καὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν φαγητῶν προέρχονται πλῆθος ἁμαρτωλῶν πτώσεων καὶ πονηρῶν λογισμῶν καὶ ἀκαθάρτων ὀνείρων.

[38. Ὅπως ὁ τυφλὸς δὲν βλέπει νὰ βαδίζῃ, ἔτσι καὶ ὁ ὀκνηρὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἰδῆ τὸ καλὸ καὶ νὰ τὸ πράξῃ].

39. Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἔχει δεμένα τὰ πόδια δὲν μπορεῖ νὰ βαδίζῃ εὔκολα, ἔτσι καὶ αὐτοὶ ποὺ θησαυρίζουν χρήματα δὲν μποροῦν νὰ ἀνέβουν στὸν οὐρανό.

40. Ὅπως ἡ πρόσφατη πληγὴ θεραπεύεται εὔκολα, ἔτσι, ἀντιθέτως, τὰ χρόνια τραύματα τῆς ψυχῆς δύσκολα θεραπεύονται, ὅταν βεβαίως θεραπεύωνται.

41. Ὅπως εἶναι ἀδύνατον νὰ βαδίζῃ ὁ νεκρός, ἔτσι εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθῇ ὁ ἀπελπισμένος.

42. Αὐτὸς ποὺ ἔχει ὀρθὴ πίστι καὶ ὅμως διαπράττει ἁμαρτίες, ὁμοιάζει μὲ πρόσωπο ποὺ δὲν ἔχει ὀφθαλμούς.

43. Αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει πίστι, καὶ ὅμως πράττει ἴσως μερικὰ καλά, ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἀντλεῖ νερὸ καὶ τὸ χύνει σ᾿ ἕνα τρυπημένο πιθάρι.

44. Ὅπως τὸ πλοῖο ποὺ ἔχει καλὸν κυβερνήτη φθάνει μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ σῶο στὸ λιμάνι, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ ἔχει καλὸν ποιμένα ἀνεβαίνει εὔκολα στὸν οὐρανό, ἔστω καὶ ἐὰν ἔχῃ διαπράξει πλῆθος κακῶν.

45. Ὅπως αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ὁδηγὸ χάνει εὔκολα τὸν δρόμο, ἔστω καὶ ἐὰν εἶναι πολὺ ἔξυπνος, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ προχωρεῖ αὐτοκυβέρνητος τὴν μοναχικὴ ὁδό, εὔκολα χάνεται, ἔστω καὶ ἐὰν κατέχη ὅλη τὴν σοφία τοῦ κόσμου.

46. Ὅταν κάποιος ἀσθενῆ κατὰ τὸ σῶμα, ἔχῃ δὲ διαπράξει καὶ βαριὰ ἁμαρτήματα, αὐτὸς ἂς ἀκολουθῇ τὴν ὁδὸ τῆς ταπεινώσεως καὶ τῶν διαφόρων μορφῶν καὶ ἐκδηλώσεών της, διότι δὲν πρόκειται νὰ εὕρῃ ἀλλοῦ τὴν σωτηρία.

47. Ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸν αὐτὸς ποὺ ἐπέρασε μακροχρόνιο ἀσθένεια νὰ ἀνακτήσῃ τὴν ὑγεία του μέσα σε μία στιγμή, ἔτσι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νικήσουμε διὰ μιᾶς τὰ πάθη μας ἢ ἕνα πάθος μας. Νὰ παρατηρῆς σὲ τί μέτρα εὑρίσκεσαι σὲ κάθε πάθος καὶ σὲ κάθε ἀρετή, καὶ ἔτσι θὰ ἀντιληφθῆς καλύτερα τὴν πρόοδό σου.

48. Ὅπως ζημιώνονται ὅσοι ἀνταλάσσουν τὸν χρυσό μὲ τὴν λάσπη, ἔτσι καὶ ὅσοι διηγοῦνται καὶ ἀποκαλύπτουν τὰ πνευματικὰ γιὰ νὰ κερδήσουν κάτι ἀπὸ τὰ ὑλικά.

49. Τὴν ἄφεσι πολλοὶ τὴν ἀπέκτησαν σύντομα, ἀλλὰ τὴν ἀπάθεια κανείς, διότι αὐτὸ ἀπαιτεῖ πολὺν χρόνο καὶ πόθο καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

50. Ἂς ἀναζητήσωμε ποιὰ θηρία ἢ πτηνὰ μᾶς ἐπιβουλεύονται στὴν σπορά, ποιὰ στὴν βλάστησι καὶ ποιὰ στὸν θερισμό, ὥστε νὰ στήνωμε κάθε φορὰ τὶς ἀνάλογες παγίδες.

51. Ὅπως δὲν εἶναι σωστὸ νὰ αὐτοκτονήση κάποιος, ἐπειδὴ ἔχει πυρετό, ἔτσι δὲν πρέπει νὰ περιπίπτη κανεὶς στὴν ἀπόγνωσι ποτὲ μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς.

52. Ὅπως εἶναι ἄσχημο, ἐκεῖνος ποὺ ἔθαψε τὸν πατέρα του, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν κηδεία νὰ κατευθυνθῇ σὲ γάμο, ἔτσι εἶναι ἀνάρμοστο σὲ ὅσους θρηνοῦν τὶς πτώσεις τους, νὰ ἐπιζητοῦν στὴν παροῦσα ζωὴ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τιμὴ ἢ ἀνάπαυσι ἢ δόξα.

53. Ὅπως ἄλλες εἶναι οἱ κατοικίες τῶν ἐλευθέρων πολιτῶν καὶ ἄλλες τῶν καταδίκων, ἔτσι πρέπει νὰ ξεχωρίζη τελείως ἡ κατάστασις καὶ ἡ ζωὴ τῶν πενθούντων καὶ ἐνόχων ἀπὸ τῶν ἀνενόχων.

54. Ὅπως τὸν στρατιώτη ποὺ ἐπληγώθηκε βαρειὰ στὸ πρόσωπό του κατὰ τὸν πόλεμο, ὁ βασιλεὺς δὲν τὸν ἀποβάλλει ἀπὸ τὸ στράτευμα, ἀλλὰ μᾶλλον τὸν προβιβάζει σὲ ἀνωτέρα τάξι, ἔτσι καὶ τὸν μοναχὸ ποὺ κινδυνεύει καὶ ὑποφέρει πολλὰ ἀπὸ τοὺς δαίμονας, ὁ ἐπουράνιος Βασιλεὺς τὸν στεφανώνει.

55. Ἡ αἴσθησις ποὺ διαθέτει ἡ ψυχὴ εἶναι ἕνα ἰδίωμά της. Ἡ δὲ ἁμαρτία εἶναι ὁ κόλαφος αὐτῆς τῆς αἰσθήσεως.

 συναίσθησις εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐπιφέρει τὴν κατάπαυσι ἢ τὴν μείωσι τοῦ κακοῦ, καὶ εἶναι τέκνο τῆς συνειδήσεως.

 δὲ συνείδησις εἶναι ὁ λόγος καὶ ὁ ἔλεγχος τοῦ φύλακός μας Ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐδόθηκε στὸ βάπτισμα.

Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο βλέπομε ὅτι οἱ ἀβάπτιστοι δὲν αἰσθάνονται ἔντονες τύψεις γιὰ τὶς κακές τους πράξεις, ἀλλὰ πολὺ ἐλαφρές.

 ἐλάττωσις τοῦ κακοῦ γεννᾶ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὸ κακό. Ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὸ κακὸ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς μετανοίας. Ἡ ἀρχὴ τῆς μετανοίας εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας. Ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ καλὴ πρόθεσις. Ἡ καλὴ πρόθεσις γεννᾶ τοὺς κόπους. Ἀρχὴ τῶν κόπων εἶναι οἱ ἀρετές. Ἡ ἀρχὴ τῶν ἀρετῶν εἶναι τὸ ἄνθος (τῆς πνευματικῆς ζωῆς). Τὸ ἄνθος τῆς ἀρετῆς εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς (πνευματικῆς) ἐργασίας. Ἡ (πνευματική) ἐργασία εἶναι τέκνο τῆς ἀρετῆς· καὶ αὐτῆς τέκνο ἡ συνέχισις καὶ ἡ συχνότης τῆς ἐργασίας. Καρπὸς καὶ τέκνο τῆς συνεχοῦς καὶ ἐπιμελοῦς ἐργασίας εἶναι ἡ ἕξις, (ἡ μόνιμη δηλαδὴ συνήθεια). Καὶ τέκνο τῆς ἕξεως εἶναι ἡ ποίωσις, (νὰ γίνῃ δηλαδὴ ἡ ἀρετὴ ἕνα μὲ τὴν ψυχή, φυσικὴ κατάστασίς της).

 ποίωσις στὸ καλὸ γεννᾶ τὸν φόβο (τοῦ Θεοῦ). Ὁ φόβος γεννᾶ τὴν τήρησι τῶν ἐντολῶν – εἴτε τῶν ἐπουρανίων εἴτε τῶν ἐπιγείων. Ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν εἶναι ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης (πρὸς τὸν Θεόν). Ἀρχὴ τῆς ἀγάπης εἶναι τὸ πλῆθος τῆς ταπεινώσεως. Τὸ πλῆθος δὲ τῆς ταπεινώσεως εἶναι θυγατέρα τῆς ἀπαθείας. Καὶ ἡ ἀπόκτησις τῆς ἀπαθείας εἶναι ἡ πληρότης τῆς ἀγάπης, δηλαδὴ ἡ πλήρης κατοίκησις τοῦ Θεοῦ σὲ ὅσους ἔγιναν μὲ τὴν ἀπάθεια «καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. ε´ 8).

Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

Δείτε σχετικά: ΕΔΩ

Κυριακή 22 Μαΐου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ 2022 (Ομιλία π.Ευθυμίου Μπαρδάκα)

 


 

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ 2022 (τοῦ Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

ccjv

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

   Χριστὸς Ἀνέστη!

   Tὸ νερὸ ἀποτελεῖ βασικὸ ἀγαθὸ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Δίχως αὐτό, τὸ σῶμα μας εἶναι καταδικασμένο νὰ πεθάνει, τὰ λουλούδια τοῦ κήπου μας νὰ ξεραθοῦν καὶ ἡ καθαριότητα νὰ γίνει χαμένος ἀγώνας.

   Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὅπως μᾶς περιγράφει τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα, μία γυναίκα Σαμαρείτιδα κίνησε πρὸς τὸ πηγάδι τοῦ Πατριάρχη Ἰακώβ, προκειμένου νὰ ἀντλήσει τὸ ὠφέλιμο ἐπίγειο νερό. Κοντὰ στὴν πηγὴ καθόταν ὁ Χριστός, κουρασμένος ἀπὸ τὰ πολλὰ χιλιόμετρα ὁδοιπορίας ποὺ ἔκανε εὐαγγελιζόμενος τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν (σὲ ἀντίθεση μὲ πολλοὺς ἐξ’ ἡμῶν ποὺ δὲν θέλουμε οὔτε τὸ δάχτυλο νὰ κινήσουμε πρὸς δόξαν Του). Βλέποντας, λοιπόν, τὴν γυναίκα, τῆς ζήτησε νερό. Ἡ Σαμαρείτιδα ἀπάντησε: «πώς ἐσύ, ὄντας Ἰουδαῖος, μιλᾶς μὲ γυναίκα καὶ, μάλιστα, Σαμαρείτιδα; Δὲν συναναστρέφονται οἱ Ἰουδαῖοι μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες». Πράγματι, οἱ Ἰουδαῖοι μὲ τοὺς Σαμαρεῖτες εἶχαν ἐχθρικὲς σχέσεις, καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφτανε αὐτό, οἱ ἄνδρες ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲν συνήθιζαν νὰ συνομιλοῦν μὲ γυναῖκες σὲ δημόσιο χῶρο, καθὼς ἡ γυναίκα εἶχε πολὺ ὑποτιμημένη θέση στὴν κοινωνία. Ὁ Χριστός, ὅμως, προκειμένου νὰ σώσει τὴν ψυχή της, ταράζει τὸ κατεστημένο καὶ καταρρίπτει τὰ κοινωνικὰ στερεότυπα, δίνοντας τιμὴ στὴν γυναίκα, ἡ ὁποία ἦταν ὄχι μόνο Σαμαρείτιδα, ἀλλὰ καὶ μοιχαλίδα. 

   Στὸ σημεῖο αὐτό, ἡ συζήτηση ἀντιστρέφεται. Ὁ Χριστὸς διαβεβαίωσε τὴν γυναίκα ὅτι ἄν γνώριζε ποιόν εἶχε ἀπέναντί της, ἐκείνη θὰ Τοῦ ζητοῦσε νερὸ καὶ Ἐκεῖνος θὰ τῆς ἔδινε τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν». Θὰ τῆς ἔδινε ζωντανὸ νερὸ ποὺ σκιρτᾶ γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὅποιος πιεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτὸ δὲν θὰ διψάσει εἰς τὸν αἰώνα. 

    Σαμαρείτιδα μὲ λαχτάρα ζήτησε ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὸ νερὸ αὐτό, δίχως νὰ ἔχει καταλάβει ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ κάτι ποὺ ἀφορᾶ τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὴν ψυχή. Ἀνταποκρινόμενος θετικά, ὁ Κύριος ἄρχισε νὰ τῆς προσφέρει αὐτὸ ποὺ, ἀγνοώντας, Τοῦ ζήτησε. Μετὰ τὴν προσταγή Του νὰ φωνάξει τὸν ἄνδρα της καὶ τὴν ὁμολογία τῆς γυναίκας ὅτι δὲν εἶχε ἄνδρα, ὁ Ἰησοῦς ἀποκάλυψε τὶς ἁμαρτίες της προϊδεάζοντάς την ὄτι ὁ Συνομιλητής της δὲν ἦταν ἕνας ἀπλός, κοινὸς ἄνθρωπος. 

   Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὤθησε τὴν γυναίκα νὰ συνεχίσει τὴν συζήτηση καὶ νὰ ἀναφερθεῖ στὸν Ἐρχόμενο Μεσσία ποὺ τόσο προσδοκοῦσε ὄχι ὡς ἐξουσιαστή, ἀλλὰ ὡς Ἐκεῖνον ποὺ θὰ λύτρωνε τὸν λαὸ καὶ τὴν ἴδια ἀπὸ τὸ πνευματικὸ σκοτάδι. 

   φοῦ, λοιπόν, ὁ Χριστὸς ἔφτασε τὴν συζήτηση ἐκεὶ ὅπου ἤθελε, προβαίνει σὲ μία πρωτοφανὴ ἀποκάλυψη: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας» τῆς λέει,  «Ἐγὼ ποὺ σοῦ μιλάω!». Τὸ θαυμαστὸ εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἀποκαλύφθηκε τόσο ἄμεσα στοὺς Ἰουδαίους ποὺ ἦταν ἐξοικειωμένοι μὲ τὶς γραφές, ἀλλὰ σὲ μία γυναίκα ἀπὸ τὴν Σαμάρεια μὲ ἐλαφρὰ ἤθη. Κὶ ὅμως, ἡ γυναίκα αὐτὴ εἶχε κάτι ποὺ ἔλειπε ἀπὸ τοὺς «ἐκλεκτοὺς» Ἰουδαίους, Φαρισαίους καὶ Γραμματεῖς. Εἶχε ἀπλότητα καρδιᾶς καὶ ἀληθινὴ θέληση νὰ συμμορφωθεῖ μὲ τὸ Φῶς, ὅταν αὐτὸ θὰ ἐρχόταν στὸν κόσμο, καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν παλιά, ἄσωτη ζωή της, ὅπως ἐγκατέλειψε βιαστικὰ καὶ τὴν κανάτα μὲ τὸ νερό γιὰ τὸ ὁποῖο εἶχε πάει ὡς τὴν πηγή. Καὶ κάπως ἔτσι, ὅπως ὅλα μέσα στὸ Εὐαγγέλιο, ἀποδεικνύεται ἀληθινὴ ἡ φράση του Θεανθρώπου πρὸς τοὺς δῆθεν θεοσεβεῖς τυπολάτρες: «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». 

   Τὴν στιγμὴ αὐτὴ ἔφτασαν στὴν πηγὴ οἱ Μαθητές, φέρνοντας μαζί τους φαγητό. Εἶδαν τὸν Χριστὸ ποὺ μιλοῦσε μὲ τὴν γυναίκα, ἀπόρησαν, ἀλλὰ κανεὶς δὲν εἶπε τίποτα. Εἶχαν ἐμπιστοσύνη καὶ σεβασμὸ στὸν Διδάσκαλο τους καὶ δὲν ἔσπευσαν σὰν πολλοὺς τῶν ἡμερῶν μας νὰ κατακρίνουν ἐξ ἰδίων τὰ ἀλλότρια. Γιὰ αὐτὸ ἀξιώθηκαν νὰ γίνουν αὐτὸ ποὺ ἔγιναν. 

   Στὴν προτροπὴ τῶν Ἀποστόλων στὸν Χριστὸ νὰ φάει, Ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε: «Ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν». Τροφὴ γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ τῶν ἀνθρώπων σὲ Ἐκεῖνον, ἡ γνώση τῆς ἀληθείας καὶ ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Θυμόσαστε τὴν παραβολὴ τῆς Κρίσεως τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω; Τί θὰ πεῖ ὁ Δίκαιος Κριτὴς; Ἐπείνασα καὶ ἐδώκατε (ἤ οὐκ ἐδώκατε)  μοι φαγεῖν.  Ἑμεῖς δίνουμε τροφὴ στὸν Θεὸ μέσω τῆς δικῆς μας πνευματικῆς μεταμόρφωσης; Οἱ πνευματικοὶ προσφέρουμε ψυχὲς ἀνθρώπων στὸν Θεό; Ὁ κόσμος ποὺ βρίσκεται ἐκεὶ ἔξω περιμένει. Τὸ πνευματικὸ χωράφι τῆς κοινωνίας μας θέλει ἐργάτες γιὰ νὰ θερίσουν, καὶ ἔπειτα νὰ προσφέρουν ὡς νοητὴ τροφὴ στὸν Θεὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μέχρι τώρα δὲν ἔτυχαν τῆς εὐκαιρίας νὰ Τὸν γνωρίσουν. 

    Σαμαρείτις, ἡ μοιχαλίδα, ἡ μετέπειτα Ἁγία Ἰσαπόστολος Φωτεινή, προσέφερε ἀληθινὴ τροφὴ στὸν Θεό∙ πρῶτα τὸν ἑαυτό της καὶ ὕστερα τοὺς συνανθρώπους της, οἱ ὁποῖοι μὲ πολὺ αὐθορμητισμὸ ὁμολόγησαν τὸν Ἰησοῦ Σωτήρα τοῦ κόσμου. Κὶ ἐδώ, πάλι ἔχουμε κάτι τὸ θαυμαστό, τὸ περίεργο. Τὸν ὁμολόγησαν ὡς Μεσσία, ὄχι οἱ Ἰουδαίοι, ἀλλὰ οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ Σαμαρεῖτες, οἱ ξένοι! Διαχρονικὸ φαινόμενο, δυστυχῶς, στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ἀς εἶναι. Αὐτὰ δὲν θὰ ἀλλάξουν ποτέ. 

   Καθῆκον δικό μας εἶναι, ἀρχικά, νὰ ἀναζητήσουμε καὶ νὰ ζητήσουμε μὲ ἀπλότητα τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν καὶ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς τὸ δώσει. Ἡ Ἁγία Φωτεινὴ ζήτησε καὶ ἔλαβε αὐτὸ τὸ ὕδωρ καὶ ἐγκατέλειψε τὴν στάμνα μὲ τὸ νερὸ πίσω. Δὲν νοιαζόταν πλέον γιὰ τὰ βιωτικά, διότι ἡ ψυχή της ἦταν ξεδιψασμένη ἀπὸ τὴν γνωριμία μὲ τὸν Ἀληθινὸ Θεό καὶ Δεσπότη, Ἀναστάντα Χριστό.

Ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος!

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Πέμπτη 19 Μαΐου 2022

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ (τοῦ Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)



IMG 7838

Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου

Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου 

εἰς τὴν Γενοκτονίαν τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου 

18/5/2022

Παναγία Σουμελᾶ, Ἀσπρόπυργος

   Ἀγαπητοὶ ἀπόγονοι ἡρώων, σοφῶν, Ἁγίων καὶ Μαρτύρων, ἀπόγονοι ἑκατοντάδων χιλιάδων ἀνθρώπων ποὺ βασανίσθηκαν καὶ σφαγιάσθηκαν ὄχι γιὰ κάτι ποὺ ἔκαναν, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἑλληνορθόδοξη ταυτότητά τους,

   Χριστὸς Ἀνέστη!

   Τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ πλημμυρίζει διαχρονικὰ μὲ τὴν ὄντως Ζωή, τὴν Χαρὰ καὶ τὴν Ἐλπίδα τὶς ψυχὲς ὅσων πίστεψαν σὲ Ἐκεῖνον. Ἀπεναντίας, ὅσοι προσπάθησαν νὰ ἀφαιρέσουν αὐτά ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν συνειδητῶν Χριστιανῶν, ἀπλὰ ἀπέτυχαν. Ἔτσι ἀπέτυχαν καὶ οἱ Νεότουρκοι. Μὲ τὸ σύνθημά τους «Ἡ Τουρκία στοὺς Τούρκους» ἐπιδόθηκαν, στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰώνα, στὴν μαζικὴ ἐξόντωση τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν τῆς Ἀνατολῆς. Πίστεψαν ὅτι ἀφαίρεσαν τὴν Ζωή, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἄνοιξαν τὸν δρόμο στοὺς γενοκτονηθέντες προγόνους μας γιὰ τὴν ἀληθινή, αἰώνια καὶ εἰρηνικὴ Ζωή. Πίστεψαν ὄτι ἔσβησαν τὴν Χαρά, ἀλλὰ οἱ ἀδικοχαμένοι Ρωμηοί αἰσθάνονται σήμερα στὸν Οὐρανὸ τὴν Χαρὰ τοῦ Θεοῦ. Πίστεψαν ὅτι ἐξαφάνισαν τὴν Ἐλπίδα, ἀλλὰ ἡ Ἐλπίδα βρίσκεται σήμερα ἐδώ, ζωντανὴ στὰ πρόσωπα ὅλων μας. 

    19η Μαΐου ἔχει θεσπισθεῖ ὡς ἡμέρα μνήμης τῆς Γενοκτονίας τοῦ μαρτυρικοῦ Πόντου. Ὁ Πόντος εἶναι τὸ στολίδι τῆς «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς», τὸ ἑλληνικὸ βιβλίο μὲ τὴν τριῶν χιλιάδων ἐτῶν ἱστορία, ὁ τόπος ποὺ προσέφερε στὴν ἀνθρωπότητα πολλοὺς ἀπὸ τοὺς μεγάλους φωστῆρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἀστέρας ποὺ, ἀκόμη καὶ δέσμιος στὸ ζοφερὸ σκοτάδι τῶν αἰώνων τῆς ὀθωμανικῆς βαρβαρότητας, ἐξακολουθοῦσε νὰ διαχέει -κατὰ τὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ- τὶς ἀκτίνες του. Ἐπειδή, λοιπόν, ἦταν ἀσύμφορο ὄχι τόσο γιὰ τοὺς ἐχθρούς, ὅσο γιὰ τοὺς δυτικούς δήθεν «φίλους» μας νὰ ἐξαπλωθοῦν οἱ ἀκτίνες αὐτὲς καὶ νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸ Φῶς τῆς Μητέρας Ἑλλάδας, ὁ Πόντος ἔμελλε νὰ ὑποστεῖ τὸ φρικτότερο τῶν ἐγκλημάτων κατὰ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, τὴν Γενοκτονία. Ὁ ὄρος αὐτὸς δηλώνει τὴν μεθοδευμένη καὶ μαζικὴ ἐξόντωση ἑνὸς ὁλόκληρου ἔθνους ἤ φυλετικῆς ὀμάδας μὲ βίαια μέσα, ἤτοι, δολοφονίες, ἐκτοπισμούς, ἀποτροπὴ γεννήσεων, ἤ πρόκληση ψυχικῶν καὶ σωματικῶν τραυμάτων.

   Τὸ ποντιακὸ μαρτύριο εἶναι ἀναγνωρισμένο ἀπὸ πολλὰ καὶ μεγάλα κράτη τοῦ κόσμου ὡς Γενοκτονία. Ἀκόμη καὶ σοβαροὶ Τούρκοι ἱστορικοὶ μὲ ἀντικειμενικὴ κρίση καὶ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους, ἀναφερόμενοι στὶς δράσεις τῶν Νεοτούρκων κατὰ τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ τοῦ Πόντου, ὁμολογοῦν ξεκάθαρη Γενοκτονία.  Καλὸ θὰ ἦταν οἱ διαχρονικοὶ Ἐφιάλτες, οἱ τοποθετημένοι ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ λαὸ σὲ ὑψηλά ἀξιώματα, οἱ ὁποῖοι ἐν ὀνόματι ἑνὸς δῆθεν προοδευτισμοῦ ἔχουν βαλθεῖ νὰ ἰσοπεδώσουν -«μὲ τὸ ἀζημίωτο» βεβαίως- κάθε ἱερὸ καὶ ὅσιο τῆς Ὀρθόδοξης Πατρίδας μας, νὰ παραδειγματίζονταν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς. Δυστυχῶς, αὐτὸ δὲν συμβαίνει, μὲ ἀποτέλεσμα, ὡς ἄλλοι γενίτσαροι νὰ κάνουν λόγο γιὰ ἀπλὴ μετακίνηση πληθυσμῶν. Εἶναι οἱ ἴδιοι ποὺ ἀναφερόμενοι στὴν Καταστροφὴ τῆς Σμύρνης, μιλοῦν γιὰ συνωστισμὸ στὴν προκυμαία… οὐδὲν σχόλιο. Ἀνιστόρητοι, δυστυχῶς, δὲν εἶναι.

   Δικαιολογημένα θὰ ἀναρωτηθεῖ κανείς: «γιατὶ μιλοῦμε περὶ ἀναγνώρισης τῆς Γενοκτονίας, ἑνὸς ἐγκλήματος ποὺ μάλλον δύσκολα θὰ μποροῦσε νὰ μείνει κρυφό;». Ὁ λόγος εἶναι ὁ ἑξῆς∙ τῆς Γενοκτονίας τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου προηγήθηκε ἡ Γενοκτονία τῶν Ἀρμενίων, ἡ ὁποία συνέβη φανερά, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δεχθεῖ τὴν παγκόσμια κατακραυγή. Προκειμένου νὰ γλιτώσουν μία δεύτερη κατακραυγὴ οἱ γείτονες μας, σχεδίασαν τὴν Ποντιακὴ Γενοκτονία ἐν τῷ κρυπτῷ. Μὲ τὴν δικαιολογία ὅτι οἱ Ἕλληνες ἀποτελούσαν δῆθεν ἐθνικὸ κίνδυνο, καὶ προφασιζόμενοι ἄμυνα, ἐπιδόθηκαν σὲ ἀνελέητα μέσα ἐξόντωσης τους.

   να ἐξ αὐτῶν, πολὺ ἀγαπητὸ στοὺς Τούρκους, ἦταν τὰ Τάγματα Ἐργασίας, ἤ, πιὸ σωστά, τάγματα θανάτου. Ἄνδρες ἀπὸ 15 ἔως 48 ἐτῶν συλλαμβάνονταν καὶ ἀναγκάζονταν νὰ ἐργάζονται τουλάχιστον 12 ὥρες τὴν ἡμέρα σὲ δημόσια ἔργα. «Ὁ καθένας ἐκεὶ ἦταν ὑπηρέτης, δοῦλος». Οἱ περισσότεροι πέθαναν ἀπὸ τὴν κακοπάθεια, τὴν πείνα, τὴν δίψα, ἤ τὸν ξυλοδαρμό. Μόνο ἐλάχιστοι κατάφεραν νὰ ἐπιστρέψουν ζωντανοί. Μᾶς εἶναι άδύνατο νὰ ἀναλογισθοῦμε τὸ μέγεθος στὸ ὁποῖο ἐξαθλιώθηκε ἐκεὶ ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ. 

   Δεύτερο καὶ πολὺ βασικὸ μέσο ἐξόντωσης ἦταν ὁ λευκὸς θάνατος. Ἔπαιρναν τοὺς Ποντίους, ὅσους δὲν εἶχαν φύγει στὰ Τάγματα Ἐργασίας, καὶ τοὺς ἀνάγκαζαν σὲ μἰα πορεία ἀτελεύτητη, δίχως προορισμό. Οἱ βροχὲς καὶ τὰ χιόνια δὲν στέκονταν ἐμπόδιο. Γυναίκες γεννούσαν τὰ μωρά τους στὸν δρόμο, τὰ ἄφηναν παραδίπλα καὶ συνέχιζαν τὸ περπάτημα. Ἄλλες ἔπεσαν θύματα βιασμοῦ. Οἱ πρόγονοι ἐκείνων ποὺ σήμερα προβάλλονται ἀπὸ τὰ σίριαλ, τότε ἔκοβαν τὶς κοιλιὲς τῶν ἐγκύων καὶ πετούσαν τὰ βρέφη στὰ βράχια. Ἀληθῶς ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἡ πορεία αὐτὴ ὡς «Ἄουσβιτς ἐν ροῇ». Ἀληθῶς ἔχει εἰπωθεῖ ὅτι οἱ Πόντιοι δὲν ἔχουν κάποιο συγκεκριμένο μέρος νὰ ἐπισκεφθοῦν τοὺς νεκρούς τους, διότι ὅλη ἡ γὴ τῆς Ἀνατολῆς εἶναι ποτισμένη μὲ τὸ αἴμα καὶ θρεμμένη μὲ τὰ λείψανα τῶν προγόνων τους. 

   Μποροῦμε νὰ μιλάμε γιὰ ὥρες περὶ τῶν βασανιστηρίων ποὺ ὑπέστησαν οἱ Τραντέλλενες τοῦ Πόντου. Ἀσφαλῶς, ὡς Χριστιανοί, ἔχουμε καθῆκον νὰ συγχωράμε, ὄχι, ὅμως καὶ νὰ ξεχνᾶμε. Ὅλα τὰ παραπάνω γράφτηκαν ὄχι γιὰ τὴν ἀναμόχλευση τοῦ μίσους, ἀλλὰ γιὰ νὰ κρατηθεῖ ζωντανὴ ἡ ἱστορικὴ μνήμη. Εἶναι ἀναμφισβήτητο ὅτι λαὸς ὁ ὁποῖος ξεχνᾶ τὴν ἱστορία του, εἶναι καταδικασμένος νὰ πέσει στὰ ἴδια λάθη καὶ νὰ ἀφανιστεῖ. Καὶ ἀπ’ ὅ,τι βλέπω, μέσα σὲ ἕναν μόλις αἰώνα ἤδη οἱ πολλοὶ ἔχουν ξεχάσει. 

   γαπητοί, μπορεῖ ὁ μονοκέφαλος τραπεζούντιος ἀετὸς νὰ μὴν πετᾶ πιὰ πάνω ἀπὸ τὸν Πόντο, ἀλλὰ σίγουρα δὲν ἔχει πεθάνει. Μπορεῖ ἡ βαρβαρότητα νὰ εἶχε ὡς ἀποτελέσμα τὸ Μέγα Μοναστήρι τῆς Παναγίας Σουμελᾶ νὰ παύσει νὰ λειτουργεῖ, ἀλλὰ ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ Φῶς τοῦ πνευματικοῦ ἐκείνου Φάρου καθρεφτίζεται σήμερα ἀπὸ τὸν ἱερὸ αὐτὸ χῶρο τῆς Σουμελᾶ τοῦ Ἀσπροπύργου, προσφέροντας καταφύγιο καὶ στήριξη στὶς ψυχὲς τῶν Ποντίων -καὶ ὄχι μόνο- τῆς περιοχῆς μας. 

   Θὰ μποροῦσα νὰ κλείσω λέγοντας ὅτι ἡ ἐλπίδα μας τῶρα εἶναι ἡ νέα γενιά, καὶ ἀσφαλῶς εἶναι. Ἀλλὰ τὴν εὐθύνη γιὰ τὸ μέλλον τὴν κρατάμε στὰ χέρια μας ὅλοι, ἀπὸ τὸν μεγαλύτερο ἔως τὸν μικρότερο. 

   Σᾶς προτρέπω λοιπόν: Ἀγκαλιάστε τὶς παραδόσεις Πίστεως καὶ Πατρίδος! Ἐπιστρέψατε στὶς ρίζες! Μόνο μὲ Χριστὸ καὶ Ἑλλάδα στὴν καρδιά θὰ προσφέρουμε δικαίωση στὴν μνήμη τῶν μαρτύρων προγόνων μας! Πορευθεῖτε ἑνωμένοι στὸ ἑξῆς, ὅπως ἑνωμένοι ἀντιμετώπισαν χαρὲς καὶ λύπες οἱ παπποῦδες καὶ οἱ γιαγιάδες μας. Ἡ ἱστορία, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα, μὰ προπάντων ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἑλλάδα μᾶς ἀνήκουν καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κλέψει ἄν ἑμεῖς δὲν τὰ παραδώσουμε. Καὶ δὲν θὰ τὰ παραδώσουμε! 

    Ἀναστὰς Κύριος μας νὰ ἀναπαύσει τὶς ψυχὲς τῶν προγόνων μας καὶ νὰ ἀναστήσει τὴν ταλαιπωρημένη πατρίδα μας, ἀμήν!

Πηγή

Δευτέρα 16 Μαΐου 2022

ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ (Μέρος 4ο)

 Αγίου Μητροπολίτου Φιλαρέτου της Ρωσικής Διασποράς

4. Ο αποκαλυφθείς Νόμος

Η ανεπάρκεια ενός εσωτερικού νόμου. Η σημασία για εμάς
του Μωσαϊκού και του Ευαγγελικού Νόμου.

Το καθήκον της επίγειας ζωής του ανθρώπου είναι να προετοιμαστεί για την αιώνια σωτηρία και ευδαιμονία. Για να γίνει αυτό, ο άνθρωπος πρέπει να ζει ως άγιος και άμεμπτος, με άλλα λόγια, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.

Πώς μπορεί κάποιος να γνωρίζει αυτό το θέλημα του Θεού; Φυσικά -πρώτα απ’ όλα- στην συνείδησή του· γι’ αυτό και λέγεται φωνή του Θεού στην ανθρώπινη ψυχή. Και αν η πτώση στην αμαρτία δεν αμαύρωνε την ψυχή του ανθρώπου, τότε θα μπορούσε αδιάκοπα και σταθερά να κατευθύνει την πορεία της ζωής του σύμφωνα με τις οδηγίες της συνείδησής του, στις οποίες εκφράζεται ο εσωτερικός ηθικός νόμος. Αλλά όλοι γνωρίζουν πως ένας αμαρτωλός άνθρωπος όχι μόνον έχει βλάψει το μυαλό, την καρδιά και τη θέλησή του, αλλά και η συνείδησή του έχει θολώσει και η κρίση και η φωνή της έχουν χάσει την άνευ όρων διαύγεια και δύναμή τους. Δεν είναι περίεργο λοιπόν ότι κάποιοι άνθρωποι, όπως έχουμε ήδη πει, αποκαλούνται ασυνείδητοι.

Έτσι, η συνείδηση -η εσωτερική της φωνή- αποδείχθηκε ανεπαρκής για να ζήσει και να ενεργήσει ο άνθρωπος σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Υπήρχε ανάγκη για έναν εξωτερικό οδηγό, για έναν εξωτερικό θεϊκά αποκαλυφθέντα νόμο. Ένας τέτοιος νόμος δόθηκε από τον Θεό στους ανθρώπους σε δύο μορφές: πρώτα, μια προπαρασκευαστική -ο Μωσαϊκός Νόμος της Παλαιάς Διαθήκης- και έπειτα ο πλήρης και τέλειος Ευαγγελικός Νόμος της Καινής Διαθήκης.

Στον Μωσαϊκό Νόμο πρέπει να διακρίνουμε δύο πλευρές: 1) την θρησκευτική και ηθική και 2) την θρησκευτική και τελετουργική, στενά συνδεδεμένη με την ιστορία και τον τρόπο ζωής του εβραϊκού λαού. Φυσικά, η δεύτερη πλευρά για εμάς, τους Χριστιανούς, ανήκει στο παρελθόν -οι εθνικοί τελετουργικοί κανόνες και νόμοι έχουν εκλείψει. Αλλά οι θρησκευτικοί και ηθικοί νόμοι του Μωυσή έχουν διατηρήσει όλη τους την δύναμη στον Χριστιανισμό. Επομένως και οι Δέκα Εντολές του Μωσαϊκού Νόμου είναι υποχρεωτικές για τους Χριστιανούς και ο Χριστιανισμός δεν τις έχει ακυρώσει. Αντίθετα, ο Χριστιανισμός δίδαξε τους ανθρώπους να κατανοούν αυτές τις εντολές όχι τυπικά-κυριολεκτικά, με τη σειρά της τυφλής δουλικής υπακοής και της εξωτερικής εκπλήρωσής τους, αλλά αποκάλυψε το βαθύ νόημά τους και δίδαξε την τέλεια και πλήρη κατανόηση και εκπλήρωση. Αλλά φυσικά, για εμάς τους Χριστιανούς, ο Μωσαϊκός Νόμος έχει σημασία μόνον επειδή οι κύριες εντολές του (ο Δεκάλογος, οι εντολές για την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον) γίνονται αποδεκτές και αποκαλύπτονται από τον Χριστιανισμό. Δεν καθοδηγούμαστε στη ζωή μας από αυτόν τον προπαρασκευαστικό και προσωρινό Μωσαϊκό Νόμο, αλλά από τον τέλειο και αιώνιο Νόμο του Χριστού. Λέει ο Μέγας Βασίλειος: «Αν αυτός που ανάβει ένα λυχνάρι κάτω από τον ήλιο είναι γελοίος, τότε αυτός που παραμένει στη σκιά του Νόμου (της Παλαιάς Διαθήκης) ενώ υπάρχει το κήρυγμα του Ευαγγελίου είναι πολύ πιο γελοίος…»[1]. Η κύρια διαφορά μεταξύ του νόμου της Καινής Διαθήκης και του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης είναι ότι ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης εξέταζε την εξωτερική εμφάνιση των πράξεων του ανθρώπου, ενώ ο νόμος της Καινής Διαθήκης εξετάζει την καρδιά του ανθρώπου, τα εσωτερικά του κίνητρα. Στον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, ο άνθρωπος υπάκουε στον Θεό, όπως ο σκλάβος τον αφέντη του, ενώ στην Καινή Διαθήκη, ο άνθρωπος προσπαθεί να υπακούσει τον Θεό, όπως ο γιος υπακούει τον αγαπημένο του πατέρα…

Επί του παρόντος, πολλοί εξετάζουν τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης εσφαλμένα: δεν βλέπουν τίποτα καλό σε αυτόν, αλλά αναζητούν μόνο χαρακτηριστικά αγένειας και σκληρότητας. Αυτή είναι λάθος άποψη. Είναι απαραίτητο να θυμόμαστε τον χαμηλό βαθμό πνευματικής ανάπτυξης στον οποίο βρίσκονταν οι άνθρωποι τότε – πριν από χιλιάδες χρόνια. Και στις συνθήκες των τότε, πραγματικά αγενών και σκληρών ηθών, εκείνοι οι κανόνες και οι διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου, που τώρα μας φαίνονται σκληροί (για παράδειγμα, «οφθαλμός αντί οφθαλμού» κ.λπ.), στην πραγματικότητα δεν ήταν τόσο σκληροί. Φυσικά, δεν κατέστρεφαν την ανθρώπινη σκληρότητα και μνησικακία (μόνο το Ευαγγέλιο θα μπορούσε να το κάνει αυτό), αλλά την συγκρατούσαν και της έθεταν σταθερά και αυστηρά όρια… Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εκείνες οι εντολές για την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, τις οποίες ο Κύριος επεσήμανε ως τις πιο σημαντικές, ελήφθησαν από αυτόν ακριβώς τον Μωσαϊκό Νόμο (Μάρκ. ιβ΄ 29-31)[2]. Σχετικά με αυτόν τον νόμο, ο Άγιος Απόστολος Παύλος είπε: «ὥστε ὁ μὲν νόμος ἅγιος, καὶ ἡ ἐντολὴ ἁγία καὶ δικαία καὶ ἀγαθή»[3].

(συνεχίζεται)


[1] «Εἰ δὲ γελοῖος, ἡλίου λάμποντος, ὁ λύχνον ἑαυτῷ παραφαίνων, πολλῷ γελοιότερος ὁ, Εὐαγγελίου κηρυσσομένου, τῇ σκιᾷ τῇ νομικῇ παραμένων» (PG 30, 245).

[2] «Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη αὐτῷ ὅτι πρώτη πάντων ἐντολή· ἄκουε, Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστι· καὶ ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου. Αὕτη πρώτη ἐντολή. Καὶ δευτέρα ὁμοία, αὕτη· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Μείζων τούτων ἄλλη ἐντολὴ οὔκ ἐστι».

[3] Ρωμ. ζ΄ 12.


Πηγή