A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΠΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΠΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2025

ΑΝΤΙ-ΠΑΠΙΚΗ ΣΤΑΣΙΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΩΣ


Ἀντι-παπικὴ στάσις πανορθοδόξως

Τὸ 1582, οἱ αἱρετικοὶ Παπικοί, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀποσχισθῆ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸ 1054 μ.Χ., πρόσθεσαν στὶς ἄλλες πλάνες καὶ αἱρετικὲς δοξασίες τους καὶ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου.
πάπας Γρηγόριος ΙΓ´ (1502-1585) ἐφήρμοσε γιὰ τὴν Δύσι τὸ νέο Ἡμερολόγιο, τὸ ὁποῖο ὅμως ἀνέτρεπε τὸν Πασχάλιον Κανόνα / Ὅρον τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἁγίας Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος καθώριζε πῶς θὰ ἑορτάζεται κατ᾿ ἔτος τὸ Ἅγιον Πάσχα.
Καὶ οἱ Παπικοὶ βεβαίως δὲν ἔμειναν μέχρις ἐκεῖ, ἀλλὰ προσπάθησαν νὰ ἐπιβάλουν τὴν Ἡμερολογιακὴ Μεταρρύθμισί τους καὶ στοὺς Ὀρθοδόξους, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἐπέφερε μεγάλη σύγχυσι στὴν Ἀνατολὴ καὶ προεκλήθη πράγματι «παγκόσμιον σκάνδαλον»19.

* * *

Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας δὲν ἀποδέχθηκε τὸ Γρηγοριανὸ Ἡμερολόγιο, ἀλλὰ καὶ τὸ πολέμησε σθεναρῶς, διότι ἡ τυχὸν παραδοχὴ τῆς νέας αὐτῆς παπικῆς πλάνης θὰ ἐσήμαινε ἄρνησι τῶν Πατερικῶν Παραδόσεων καὶ παράβασι τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἀλλὰ καὶ ἐπιβράβευσι τῆς παπικῆς ἀνταρσίας.
Τοιουτοτρόπως, κατ᾿ ἀρχήν, τρεῖς Πανορθόδοξοι Σύνοδοι στὴν Κωνσταντινούπολι κατεδίκασαν ἐπανειλημμένως τὸ νέο παπικὸ Ἡμερολόγιο (1583, 1587, 1593).
Θὰ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθῆ, ὅτι
«ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας Β´ ἀρχικά, τὸ 1582, ἀπήντησε ἀρνητικὰ στὶς παπικὲς προτάσεις ἀποδοχῆς τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου-Πασχαλίου καὶ τὸ Νοέμβριο τοῦ 1583 συνεκάλεσε Σύνοδο Μητροπολιτῶν στὴν Κωνσταντινούπολι, παρόντος καὶ τοῦ Ἀλεξανδρείας Σιλβέστρου, ἡ ὁποία ἀπέρριψε καὶ κατεδίκασε τὴν παπικὴ ἀλλαγή.
Καὶ τὸ ἴδιο ἔκαμε καὶ τοπικὴ Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1587 καὶ μάλιστα ἡ μεγάλη Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1593, ἐπειδὴ οἱ παπικὲς πιέσεις εἶχαν ἐνταθῆ. Στὴν μεγάλη αὐτὴ Σύνοδο ἔλαβαν μέρος ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας Β´, ὁ Ἀλεξανδρείας Μελέτιος Πηγᾶς, ὁ ὁποῖος ἐξεπροσώπησε καὶ τὸν Ἀντιοχείας Ἰωακείμ, ὁ Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος καὶ 41 Ἀρχιερεῖς»20.
πίσης εἶναι ἀξιοσημείωτον, ὅτι
«[Ἡ Σύνοδος τοῦ 1593] ἀπέκρουσε τὸ Γρηγοριανὸν Ἡμερολόγιον ὡς νεωτερισμὸν ἀντιβαίνοντα εἰς Κανόνας καὶ διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας. Κυρίως δὲ ἡ Σύνοδος, διὰ τοῦ 8ου αὐτῆς Κανόνος, ἐπανέλαβε τὴν περὶ τοῦ Πάσχα διάταξιν τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀποφασίσασα νὰ μείνῃ αὕτη ἀσάλευτος...»21.
Μεγάλη Σύνοδος αὐτὴ
«ἐκήρυξεν ἐμμονὴν εἰς τὰ ὑπὸ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων θεσπισθέντα, εἰς τυχὸν δὲ παραβαίνοντας τὰ ὑπ᾿ αὐτῶν περὶ τοῦ Πάσχα ὁρισθέντα ἐπέβαλεν ἀφορισμὸν καὶ καθαίρεσιν»22.

* * *

λλά, καὶ στοὺς ἑπομένους τρεῖς αἰῶνες συνῆλθαν Τοπικὲς καὶ Πανορθόδοξες Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες κατεδίκασαν τὸ Γρηγοριανὸ Ἡμερολόγιο καὶ τὰ αἱρετικὰ παπικὰ Δόγματα, ὅπως ἐπὶ Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν Κυρίλλου Λουκάρεως (1620-1638), Παρθενίου Α´ (1639-1644), Παϊσίου Β´ (1726-1752), Κυρίλλου Ε´ (1748-1759), Γρηγορίου Ϛ´ (1835- 1871), Ἀνθίμου Ϛ´ (1845-1873) καὶ μάλιστα ἐπὶ Ἀνθίμου Ζ´ (1895-1896).
ντιστοίχως, καὶ στὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἐπολέμησαν σθεναρὰ τὶς παπικὲς Καινοτομίες οἱ μεγάλοι Πατριάρχες Νεκτάριος (1660 -1669), Δοσίθεος Β´ (1669-1707) καὶ Χρύσανθος (1707-1731). Ἰδιαιτέρας σπουδαιότητος εἶναι ἡ στάσις τῶν δύο τελευταίων Συνόδων τοῦ ΙΘ´ αἰ.
α. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1848, γιὰ τὴν μνημειώδη περικοπή:
«...Παρ᾿ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ Λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ...» (§17)· ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐπίσης μνημειώδη φράσι: ● «ἀποστρεφόμενοι πάντα νεωτερισμὸν ὡς ὑπαγόρευμα τοῦ διαβόλου» (§ 20).
β. Ἡ Σύνοδος τοῦ 1895, γιὰ τὴν ἐπίσης μνημειώδη περικοπή:
«... Ἡ δὲ νῦν Ῥωμαϊκή ἐστιν Ἐκκλησία τῶν καινοτομιῶν, τῆς νοθεύσεως τῶν συγγραμμάτων τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων καὶ τῆς παρερμηνείας τῆς τε ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ὅρων τῶν ἁγίων Συνόδων. Διὸ καὶ εὐλόγως καὶ δικαίως ἀπεκηρύχθη καὶ ἀποκηρύσσεται, ἐφ᾿ ὅσον ἐμμένῃ ἐν τῇ πλάνῃ αὐτῆς. “Κρείσσων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος, λέγει καὶ ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ”» (§ 20) 23.

῾Υποσημειώσεις
19. Πατριάρχου Ἱερεμίου Β´ Κωνσταντινουπόλεως, Ἐπιστολὴ πρὸς Δόγην τῆς Ἑνετίας κ. Νικόλαον Νταπόντε.
● Βλ. Κ. Ν. Σάθα, Βιογραφικὸν Σχεδίασμα περὶ τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Β´, 1572-1594, σελ. 28, ἐν Ἀθήναις 1870.
■ Ὁ Πάπας Γρηγόριος ΙΓ´ (1572-1585) κατεδίωξε τοὺς Προτεστάντας, ὡς αἱρετικοὺς καὶ σύμφωνα μὲ ὡρισμένες μαρτυρίες, «τέλεσε εὐχαριστήρια λειτουργία μόλις πληροφορήθηκε τὴ σφαγὴ τῶν Οὑγενότων [Γάλλων Προτεσταντῶν] τὴ νύκτα τοῦ Ἁγίου Βαρθολομαίου τὸ 1572»· «τὸ γεγονὸς ἐχαιρετίσθη εἰς τὸ Βατικανὸν μετ᾿ ἀνακουφίσεως καὶ διετάχθησαν δημόσιαι προσευχαὶ εὐχαριστίας πρὸς τὸν Θεόν»· «ἡ σφαγὴ ξεκίνησε τὰ ξημερώματα τῆς 24ης Αὐγούστου [στὸ Παρίσι]... Δολοφονήθηκαν περισσότεροι ἀπὸ 3.000 Οὑγενότοι... Ἡ σφαγὴ μεταφέρθηκε» καὶ σὲ ἄλλες πόλεις. «Τὸ ἀποτρόπαιο αὐτὸ ἔγκλημα μεγάλωσε τὸ μῖσος ἀνάμεσα στὰ δύο δόγματα, προκάλεσε τὴν ἀγανάκτηση τῶν προτεσταντικῶν χωρῶν τῆς Εὐρώπης, ἀναζωπύρωσε τὸν ἐμφύλιο πόλεμο στὴ Γαλλία καὶ ἔγινε σύμβολο τῆς θρησκευτικῆς μισαλλοδοξίας, ἀποκτώντας παροιμιακὴ διάσταση»· «οἱ γνωστοὶ ὡς θρησκευτικοὶ πόλεμοι, μεταξὺ οὑγγενότων (καλβινιστῶν) καὶ τῶν καθολικῶν, ἔφεραν τὴ φοβερὴ νύχτα τοῦ ἁγίου Βαρθολομαίου (23-24 Αὐγούστου 1572), κατὰ τὴν ὁποία, σὲ μία ἀπίστευτη σὲ πάθος σφαγή, βρῆκαν φρικτὸ θάνατο 20.000 οὑγγενότοι. Μόνο στὸ Παρίσι, στὴ διάρκεια τοῦ ὕπνου τους, βρῆκαν τραγικὸ θάνατο 3.000 αἱρετικοί»· «στὴ γηραιὰ Εὐρώπη οἱ τραγικὲς καὶ ἀνήκουστες αὐτὲς φρικαλεότητες μείωναν τὸ γόητρο καὶ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας».

■ Βλ. «Θ.Η.Ε.», τ. Γ´, στλ. 622, Ἀθῆναι 1963· π. Νικηφόρου Βιδάλη, «Οἱ Ρωμαῖοι Ποντίφικες καὶ τὸ ἔργο τους» [Πάπας 226ος, Γρηγόριος ΙΓ´, γεν. 1502- +1585], σελ. 368, Ἀθήνα 1994.
20. Μοναχοῦ Νικοδήμου (Μπιλάλη) Ἁγιορείτου (†), ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 933. ● Βλ. καὶ Ἀ. Δ. Δελήμπαση, Πάσχα Κυρίου..., σελ. 571-576, «Συνοδικαὶ κατακρίσεις τῆς καινοτομίας», Ἀθῆναι 1985.
21. Ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, «Τὸ Γρηγοριανὸν Ἡμερολόγιον ἐν τῇ Ἀνατολῇ», περιοδ. «Ἐκκλησιαστικὸς Κήρυξ» Ἀθηνῶν, ἀριθμ. 148/21.4.1918, σελ. 189, § Β´.
  
22. Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία..., σελ. 699. ἔκδοσις Ϛ΄, ἐκδόσεις «Παπαδημητρίου», Ἀθῆναι 1998.
● Βλ. ἐπίσης: Ἀθανασίου Κομνηνοῦ Ὑψηλάντου, Τὰ μετὰ τὴν Ἅλωσιν, σελ. 111, 113, 114, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1870· Ἱεροῦ Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Τόμος Ἀγάπης κατὰ Λατίνων, σελ. 538-540, ἐν Ἰασίῳ 1698· Τοῦ αὐτοῦ, Περὶ τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις Πατριαρχευσάντων - Δωδεκάβιβλος, Βιβλίον ΙΑ´, Κεφάλαιον Η´, σελ. 1167, ἐν Βουκουρεστίῳ 1715 (σελ. 57, Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1983)· Μελετίου Ἀθηνῶν, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. Γ´, σελ. 402, 408, ἐν Βιέννῃ 1784· Ἀρχιμ. Γερμανοῦ Καραβαγγέλη, Ἐπιστημονικὴ διατριβὴ περὶ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, σελ. 121-122, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1894· Νικολάου Βουλγάρεως, Ἡ μεταρρύθμισις τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, ἄρθρον εἰς τρεῖς συνεχείας ἐν τῇ ἐφημερίδι τῆς Τεργέστης «Νέα Ἡμέρα», ἔτος ΚΒ´-1896, ἀριθ. 1120-1122· Διδυμοτείχου Φιλαρέτου Βαφείδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. Γ´, Μέρος Α´, σελ. 124-125, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1912· Κ. Ν. Σάθα, Βιογραφικὸν σχεδίασμα περὶ τοῦ Πατριάρχου Ἱερεμίου Β´, σελ. 91-92, ἐν Ἀθήναις 1870· Ἰ. Ν. Καρμίρη, Ἱερεμίας Β´ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, λῆμμα ἐν «Θ.Η.Ε.», τ. 6, στλ. 780, Ἀθῆναι 1965.

23. Βλ. Ἰωάννου Καρμίρη, ΔΣΜ, τ. Β´, σελ. 920[1000] καὶ 922[1002], γιὰ τὴν Σύνοδο τοῦ 1848· σελ. 942[1028], γιὰ τὴν Σύνοδο τοῦ 1895, ἔκδοσις β´ ἐπηυξημένη, Graz-Austria 1968.


Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟΣ Ή ΠΑΠΙΣΜΟΣ;


Ρωμαιοκαθολικισμὸς ἢ Παπισμός ; Ἐδῶ ἀπαιτεῖται μία διευκρίνισις.

Πράγματι, δὲν ἀποτελεῖ ἔκφρασι μισαλλοδοξίας ἢ φανατισμοῦ ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, μὲ κέντρο τὸ Βατικανὸ καὶ τὸν Πάπα, ὡς Παπισμοῦ καὶ ὄχι, ὅπως ἔχει ἐπικρατήσει στοὺς κύκλους τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὡς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ἢ Καθολικῆς Ἐκκλησίας.

Θὰ πρέπει νὰ μὴ λησμονοῦμε, ὅτι ὁ ὅρος Καθολικὴ ἢ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ὀρθός, καὶ ποτὲ δὲν ἀποδέχθηκε αὐτὸν ἡ αὐθεντικὴ Ὀρθόδοξος Παράδοσις, ἀναφερομένη στὸ τμῆμα τῶν δυτικῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι τὸ 1009 / 1014 ἢ 1054 ἀπεκόπησαν ὁριστικὰ ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας 11.

 ἑτερόδοξος Δυτικὸς Χριστιανισμός, ἐφ᾿ ὅσον ἔχει ἐκπέσει ἀπὸ τὴν Καθολικότητα, δηλαδὴ τὴν Ὁλοκληρίαν, τῆς Ἀποστολικῆς Πίστεως διὰ τῆς ἀποδοχῆς πληθύος αἱρετικῶν δοξασιῶν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρῆται καὶ νὰ καλῆται Καθολικός.

Δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγη ποτέ, ὅτι στὴν Πατερικὴ Παράδοσι Καθολικότης σημαίνει Πληρότης (πληρότης Ἀληθείας καὶ Ζωῆς)· καὶ ἐπειδὴ ἡ Καθολικότης εἶναι συνώνυμος καὶ ταυτόσημος μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, ἀνέκαθεν ἡ αὐθεντικὴ καὶ γνησία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὠνομάζετο Καθολικὴ12 σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὶς ἐπὶ μέρους αἱρετικὲς καὶ σχισματικὲς ψευδο-εκκλησίες13.

 σύγχρονός μας λοιπὸν μὴ Καθολικός, δηλαδὴ αἱρετικός, Χριστιανισμός, ὁ ὁποῖος ἔχει ὡς διοικητικὸ κέντρο του τὸ Βατικανό, χαρακτηρίζεται ὡς Παπισμός, διότι ὡς θεμέλιό του ἔχει τὸν Παπικὸ Θεσμὸ (Πρωτεῖον καὶ Ἀλάθητον), καὶ μάλιστα ὡς θεσμὸν θείου δικαίου καὶ ἑπομένως ὡς δόγμα ἐξ ἀποκαλύψεως ὑποχρεωτικὸ γιὰ τὴν πίστι καὶ τὴν σωτηρία.

 δογματοποίησις τοῦ παπικοῦ Πρωτείου καὶ Ἀλαθήτου ἀπὸ τὴν Α´ Βατικανὴ Σύνοδο (1870)14 καὶ ἡ ἰσχυροποίησίς του ἀπὸ τὴν Β´ Βατικανὴ (1962-1965)15 ἐπιβεβαιώνει ἀπόλυτα τὴν ἄποψι, ὅτι
● «ὁ παπικὸς θεσμὸς ἀποτελεῖ τὴν μεγαλυτέραν αἵρεσιν, τὴν διαστρέφουσαν τὸ περὶ Ἐκκλησίας δόγμα»16. «Καμμία αἵρεσις», ἔγραφε πολὺ χαρακτηριστικὰ ὁ μακαριστὸς π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, «δὲν ἐξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικῶς καὶ τόσον ὁλοκληρωτικῶς κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, ὡς ἔπραξε τοῦτο ὁ παπισμὸς διὰ τοῦ δόγματος τοῦ ἀλαθήτου πάπα-ἀνθρώπου. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία: τὸ δόγμα αὐτὸ εἶναι ἡ αἵρεσις τῶν αἱρέσεων»17.

 * * *

Τὴν χρῆσι τῆς ὁρολογίας αὐτῆς, ὡς ὀρθῆς καὶ ὀρθοδόξου, ἐπικροτοῦν καὶ δικαιολογοῦν ἄριστα ἀκόμη καὶ οἱ κοινωνοῦντες μὲ τοὺς Οἰκουμενιστάς.
● «Δὲν χρησιμοποιοῦμε τὸν ὅρο Ρωμαιοκαθολικισμός, ἐπειδὴ εἶναι ἱστορικὰ ἀθεμελίωτος καὶ θεολογικὰ ἀνακριβής: Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου αἰ. ἡ ἀδιαίρετη Μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὀνομάζεται, ὅπως τὴν ὁμολογοῦμε καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, Καθολική, ἐπειδὴ κατέχει τὸ καθ᾿ ὅλου τῆς πίστεως, δηλαδὴ τὴν πληρότητα τῆς ἀλήθειας.

πίσης, ἀφότου, τὸ 330, ἡ Νέα Ρώμη / Κωνσταντινούπολη ἔγινε πρωτεύουσα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὁ ὅρος Ρωμαῖος ἢ Ρωμηὸς δήλωνε κάθε ὀρθόδοξο πολίτη της, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν φυλετικὴ καταγωγή του.

τσι, Ρωμαιο-Καθολικοὶ κυριολεκτικὰ εἶναι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ὡς Ρωμαῖοι-Ρωμηοί, δηλαδὴ ἀπόγονοι τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, καὶ ὡς Καθολικοί, δηλαδὴ μέλη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνεχίζει νὰ κατέχει τὸ καθ᾿ ὅλου τῆς πίστεως.

πεναντίας, οἱ Παπικοί, μετὰ τὴν κατάληψη τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης ἀπὸ τοὺς Φράγκους (1009), δὲν εἶναι Ρωμαῖοι, ἀλλὰ Φραγκολατίνοι.

Καὶ μετὰ τὴν ἔκπτωσί τους ἀπὸ τὴν καθολικότητα (δηλαδὴ τὴν πληρότητα) τῆς πίστεως, λόγῳ τῆς ἀποδοχῆς σωρείας αἱρετικῶν δοξασιῶν, δὲν εἶναι Καθολικοί, ἀλλὰ αἱρετικοί. Μολαταῦτα, μετὰ τὸ ὁριστικὸ Σχίσμα (1054), σφετερίστηκαν αὐτοὺς τοὺς ὅρους.

Οἱ ὀρθόδοξοι λαοί, πάντως, μέχρι τὸν 19ο αἰ. γνώριζαν καλά, ὅτι ΡωμαῖοςΡωμηὸς καὶ Καθολικὸς σημαίνει Ὀρθόδοξος, γι᾿ αὐτὸ καὶ τοὺς αἱρετικοὺς τῆς Δύσεως τοὺς ὀνόμαζαν Λατίνους, Παπιστὲς κ.ἄ.

 σύγχυση ποὺ παρατηρεῖται σήμερα στὴν ὁρολογία, δημιουργήθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ., μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ»18.


῾Υποσημειώσεις
11. Βλ. ἐνδεικτικῶς: [Πρωτοπρεσβυτέρου] π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ (†), «Ρωμαίϊκη καὶ Ἀντιρωμαίϊκη Ὁρολογία», στὸ Σύγχυση - Πρόκληση -Ἀφύπνιση / Φανατισμὸς ἢ Αὐτογνωσία; , σελ. 73-76, Ἀθήνα 1991.
12. Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων λέγει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία λέγεται «Καθολικὴ» «καὶ διὰ τὸ διδάσκειν καθολικῶς καὶ ἀνελλιπῶς ἅπαντα τὰ εἰς γνῶσιν ἀνθρώπων ὀφείλοντα ἐλθεῖν δόγματα, περί τε ὁρατῶν καὶ ἀοράτων πραγμάτων, ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων», «καὶ διὰ τὸ καθολικῶς ἰατρεύειν μὲν καὶ θεραπεύειν ἅπαν τὸ τῶν ἁμαρτιῶν εἶδος, τῶν διὰ ψυχῆς καὶ σώματος ἐπετελουμένων, κεκτῆσθαι δὲ ἐν Αὐτῇ πᾶσαν ἰδέαν ὀνομαζομένης ἀρετῆς, ἐν ἔργοις τε καὶ λόγοις, καὶ πνευματικοῖς παντοίοις χαρίσμασιν». (PG τ.33, στλ. 1044ΑB, Κατήχησις ΙΗ´ Φωτιζομένων, § ΚΓ´).
13. Οἱ Κοινότητες, οἱ ὁποῖες ἔχουν ἐκπέσει ἀπὸ τὴν Καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νὰ διακρίνωνται ἀπὸ τὴν Μίαν καὶ Μοναδικὴν Ἐκκλησίαν, χαρακτηρίζονται ποικιλοτρόπως: «Τῶν δ᾿ αἱρέσεων αἱ μὲν ἀπὸ ὀνόματος [τοῦ αἱρεσιάρχου] προσαγορεύονται», «αἱ δὲ ἀπὸ τόπου», «αἱ δὲ ἀπὸ ἔθνους», «αἱ δὲ ἀπὸ δογμάτων ἰδιαζόντων», «αἱ δὲ ἀπὸ ὑποθέσεων», «αἱ δὲ ἀφ᾿ ὧν παρανόμως ἐπετήδευσάν τε καὶ ἐτόλμησαν». (Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, PG τ.9, στλ. 552BC- 553A / Στρωματέων Λόγος Ἕβδομος, Caput XVIII ).
14. Ἡ Α´ Βατικανὴ Σύνοδος ἐπὶ Πάπα Πίου Θ´ ὥρισε, μεταξὺ ἄλ- λων, καὶ τὰ ἑξῆς: ● «ἐάν τις εἴπῃ, ὅτι ὁ µακάριος Πέτρος δὲν εἶναι ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου κατεστηµένος πάντων τῶν ἀποστόλων ἀρχὴ καὶ πάσης τῆς στρατευοµένης Ἐκκλησίας ὁρατὴ κεφαλή· ἢ ὅτι οὗτος τιµῆς µόνον, οὐχὶ δὲ ἀληθοῦς καὶ πραγµατικῆς δικαιοδοσίας πρωτεῖον ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Χριστοῦ κατ᾿ εὐθεῖαν καὶ ἀμέσως ἔλαβεν, ἀνάθεμα ἔστω»· «ἐὰν τις εἴπῃ ὅτι δὲν εἶναι κατὰ διάταξιν αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἢ θείῳ δικαίῳ, ἵνα ὁ µακάριος Πέτρος ἐν τῷ πρωτείῳ ὑπὲρ τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν ἔχῃ συνεχεῖς διαδόχους ἢ ὅτι ὁ Ρωμαῖος Ποντίφηξ δὲν εἶναι τοῦ µακαρίου Πέτρου ἐν τῷ πρωτείῳ τούτῳ διάδοχος, ἀνάθεμα ἔστω». ● «Διδάσκοµεν καὶ ὡς θεόθεν ἀποκεκαλυμμένον δόγµα ὁρίζομεν», «τοῦ Ρωμαίου ποντίφηκος αἱ ἀποφάσεις ἐξ ἑαυτῶν, οὐχὶ δὲ ἐκ τῆς συγκαταθέσεως τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀτροποποίητοι. Ἐὰν δέ τις τολμᾶ νὰ ἀντείπῃ εἰς ταύτην τὴν ἡμετέραν ἀπόφασιν, ὅπερ ὁ Θεὸς ἀποστρέψεται, ἀνάθεμα ἔστω». (Παρὰ Π. Τρεµπέλα, Αἱ μετὰ τὸ ἔργον τῆς Βατικανείου Συνόδου ὑποχρεώσεις µας, σελ. 30-32, Ἀθῆναι 1967).
15. Οἱ διατάξεις τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται στὸ Πρωτεῖον καὶ Ἀλάθητον τοῦ Πάπα, εἶναι κυρίως αὐτὲς ποὺ περιέχονται στὴν «Δογματικὴν Διάταξιν περὶ Ἐκκλησίας» / «Lumen Gentium» («Τὸ Φῶς τῶν Ἐθνῶν»). Βλ. ἰδίως: Κεφ. Γ´, Ἡ Ἱεραρχικὴ Δομὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδιαίτερα ὁ Σύλλογος τῶν Ἐπισκόπων, §§ 18, 22, 25 - ἐνδεικτικῶς: ● «Τὸ δόγµα τοῦτο περὶ τοῦ πρωτείου τοῦ ρωμαίου ποντίφηκος καὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ διδασκαλικοῦ του ἀξιώματος προβάλλει ἐκ νέου ἡ ἁγία Σύνοδος εἰς πάντας τοὺς πιστοὺς ὡς ἀντικείµενον βεβαίας πίστεως»· «ὁ Ρωμαῖος ποντίφηξ ἔχει ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας λόγῳ τοῦ ἀξιώματός του ὡς Βικαρίου τοῦ Χριστοῦ καὶ Ποιµένος πάσης τῆς Ἐκκλησίας, ἐξουσίαν πλήρη, ὑπερτάτην καὶ καθολικήν, τὴν ὁποίαν δύναται πάντοτε νὰ ἀσκῇ ἐλευθέρως»· ● «αἱ ἀποφάσεις, τὰς ὁποίας ἐκφέρει [ὁ Ρωμαῖος ποντίφηξ], δικαίως ἐλέχθησαν ἀναλλοίωτοι ἐξ ἑαυτῶν καὶ οὐχὶ λόγῳ τῆς συγκαταθέσεως τῆς Ἐκκλησίας», «ἐφ᾽ ὅσον εἶναι ὡς πρὸς τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν ὁ ὑπέρτατος διδάσκαλος, ἐν τῷ ὁποίῳ διαµένει [«καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν ὁμιλῇ ἀπὸ καθέδρας»] εἰς µοναδικὸν βαθμὸν τὸ χάρισµα τοῦ ἀλαθήτου, ὅπερ εἶναι αὐτὸ τοῦτο τὸ ἀλάθητον τῆς Ἐκκλησίας». ( Βλ. «Δογματικὴ Διάταξη περὶ Ἐκκλησίας (Φῶς τῶν Ἐθνῶν) τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ», ἔκδοσις «Γραφεῖον Καλοῦ Τύπου», τ. 1, σελ. 36-62). ● Ἔχουμε προτιμήσει τὴν ἀπόδοσι στὴν ἁπλῆ καθαρεύουσα ἐξ ἄλλης πηγῆς.
16. Ἀρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος Σπ. Μπιλάλη (†), Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, τ. Α´, Κριτικὴ τοῦ Παπισμοῦ, σελ. 147, ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Τύπος», Ἀθῆναι 1969.
17. Ἀρχιμανδρίτου Ἰουστίνου Πόποβιτς (†), Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, σελ. 159, ἐκδόσεις «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1969.
18. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὁ Παπισμὸς χθὲς καὶ σήμερα, σελ. 1-2, Πρόλογος, ἔκδοση ζ´, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς, Δεκέμβριος 2021. (Βλ.https://imparaklitou.gr/index.php/el/psifiakakeimena/fylladia/o-papismos)

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025

ΤΑ 270 ΕΤΗ ΑΠΟ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ / ΡΑΝΤΙΣΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΛΑΤΙΝΩΝ (Μία σημαντικὴ ἐπέτειος 1755/6 - 2025/6)

 


Τὰ 270 ἔτη ἀπὸ τῆς συνοδικῆς καταδίκης τοῦ βαπτίσματος / ραντίσματος τῶν Λατίνων 1

Α´. Τὸ ἔτος 1755 ἐξεδόθη ὑπὸ τοῦ Πάπα Βενεδίκτου ΙΔ´ (1740 -1758) βοῦλλα, ἡ ὁποία ἀνεγνώριζε τὸ ἔγκυρο τῶν Ὀρθοδόξων Μυστηρίων καὶ Τελετῶν, μετὰ ἀπὸ σχετικὴ ὑπόδειξι τῶν Ἰησουϊτῶν καὶ Οὐνιτῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ ἰδιαίτερη ἔντασι ἐδραστηριοποιοῦντο προσηλυτιστικῶς στὴν καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολὴν καὶ διέδιδαν, ὅτι δῆθεν δὲν ὑπάρχει καμμία διαφορὰ μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Λατίνων, ἰδίως μάλιστα στὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ὥστε νὰ προσελκύουν τοὺς Εὐσεβεῖς στὸν Παπισμό.

ν τῷ μεταξύ, εἶχε προηγηθῆ βαθὺς διχασμὸς στὴν Κωνσταντινούπολι μεταξὺ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ὑπὲρ τῆς κατ᾿ οἰκονομίαν ἀποδοχῆς τοῦ βαπτίσματος / ραντίσματος τῶν Δυτικῶν καὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀπέρριπταν αὐτὸ ὡς «ψευδώνυμον», ἐφ᾿ ὅσον ἐτελεῖτο διὰ ραντισμοῦ καὶ ὄχι διὰ τριῶν πλήρων καταδύσεων.

ξ αἰτίας τῶν μακρῶν καὶ ζωηρῶν ἐρίδων, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε´ (α. 1748-1751, β. 1752-1757), συνεκάλεσε Σύνοδον τὸν Ἰούλιο τοῦ 1755, στὴν ὁποία ἔλαβαν μέρος καὶ οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, Ἀλεξανδρείας Ματθαῖος (1746-1765) καὶ Ἱεροσολύμων Παρθένιος (1737-1766).

ἱερὰ αὐτὴ Σύνοδος κατεδίκασε καὶ ἀπέβαλε τὸ βάπτισμα / ράντισμα τῶν Λατίνων καὶ γενικῶς ὅλων τῶν Δυτικῶν, ἡ δὲ Πρᾶξις αὐτὴ (ὁ σχετικὸς Ὅρος ἐδημοσιεύθη τὸ 1756), εἶναι, ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι, μέχρι σήμερα ἡ τελευταία σχετικὴ ἐπίσημος ἀπόφασις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Εἶναι ἀξιοσημείωτον, ὅτι οἱ καλύτεροι Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης (π.χ. Εὐστράτιος Ἀργέντης, Εὐγένιος Βούλγαρις), ὁ Λαὸς καὶ οἱ Μοναχοὶ ἐτάχθησαν ἀνεπιφυλάκτως ὑπὲρ τῆς στάσεως αὐτῆς τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Κυρίλλου Ε´, ὁ ὁποῖος εἶχε πάντα τὰ γνωρίσματα τοῦ γνησίου Ὀρθοδόξου Ἀρχιερέως, ἐνστερνιζόμενος τὴν Ἡσυχαστική- Κολλυβαδικὴ Παράδοσι.

ν προκειμένῳ, εἶναι πολὺ σημαντικὸς ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ Πατριάρχου Κυρίλλου Ε´ ὑπὸ τοῦ σπουδαίου λογίου τῆς ἐποχῆς του Σεργίου Μακραίου (1735;-1819):

«Ἦν ... τὴν γνώμην εὐθύς, τὸν τρόπον ἁπλοῦς, εἰ καί τισι ποικίλος ἐδόκει, πρὸς τὰς πολλὰς μηχανὰς τῶν ἀντιπάλων πολλαχῶς ἀντιτασσόμενος, φιλάρετος, φιλάγαθος, ἐπιεικής, φιλομαθής, τῇ ἀναγνώσει τῶν θείων βιβλίων προσκείμενος, βίον ἡρημένος τὸν τελεώτερον, διὸ καὶ ἀγρυπνίας μείζονας καὶ νηστείας συνεχεστέρας ἐποίει, καὶ ἀκολουθίας ἐκκλησιαστικὰς μακροτέρας ἐφίλει, καὶ πρὸς πάντα γενναῖος ἐδόκει, ὀξύς τε περὶ τὰ πρακτέα, καὶ σφοδρὸς πρὸς τὰ δόξαντα, ἄτρεπτος καὶ ἀδεὴς πρὸς τὰ ἀντιπίπτοντα. Ἐντεῦθεν καὶ ζηλωτὴς τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων διάπυρος ἐγνωρίζετο καὶ παρὰ παντὸς τοῦ λαοῦ διεθρυλεῖτο καὶ διαφερόντως ἠγαπᾶτο, τῇ ἀγλαΐᾳ τῶν ἰδίων ἀρετῶν συμπάντων τὰς ψυχὰς καταθέλγων καὶ ἐφελκόμενος, εἰ καὶ τὸν ἀληθῆ ζῆλον ἀνδρὸς ποικίλως συγκαλύψαι ἐτεχνῶντο οἱ διαβάλλοντες, πανοῦργον αὐτὸν ἀποκαλοῦντες, ὥσπερ οἱ αἱρετικοὶ αἱρετικὸν ἐδυσφήμουν τὸν ὀρθοδοξότατον...»2 .

 * * *

Β´. Στοὺς κόλπους τῆς λεγομένης Οἰκουμενικῆς Κινήσεως (1920 κ.ἑ.) ἔγιναν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ γίνωνται ἐκτενεῖς συζητήσεις ἰδίως γιὰ τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, μὲ τὸ Ὁποῖο πραγματοποιεῖται ἡ εἴσοδος στὴν Μία καὶ Μοναδικὴ Ἐκκλησία.

Οἱ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενισταὶ στὶς συζητήσεις αὐτὲς δὲν λαμβάνουν ὑπ᾿ ὄψιν τους τὴν Ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια, δὲν ἀκολουθοῦν τὴν Εὐαγγελική, Ἀποστολική, Συνοδικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοσι.

χουν διατυπώσει εὐκρινέστατα τὴν ἀντορθόδοξη ἄποψι καὶ ἐπιμένουν εἰς αὐτήν, ὅτι τὸ «πνεῦμα τῆς ἀδελφοσύνης» μεταξὺ αὐτῶν καὶ τῶν Παπικῶν «προέρχεται ἐκ τοῦ μοναδικοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς συμμετοχῆς εἰς τὴν μυστηριακὴν ζωήν», ἐφ᾿ ὅσον «ὡς ἐκ τοῦ Βαπτίσματός των εἶναι ἐνσωματωμένοι εἰς τὸν Χριστόν»3!

πίσης, στὸ Κείμενο τῆς Βελεμενδίου Ἑνώσεως (Λίβανος, Ἰούνιος 1993), ὑπεγράφη ἀπὸ τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὰς καὶ τοῦ Βατικανοῦ μεταξὺ ἄλλων καὶ ἡ ἑξῆς δήλωσις, μὲ τὴν ὁποία διεκηρύχθη σαφέστατα ἡ αὐτοσυνειδησία τους, ὅτι Παπισμὸς καὶ Ὀρθοδοξία εἶναι δῆθεν Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες, ἔχουν δῆθεν Κοινὰ Μυστήρια καὶ ἔχουν δῆθεν Κοινὲς Σωτηριολογικὲς Δυνατότητες:

«Ἐκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται, ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστὸς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν Του – ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, μετοχὴ εἰς τὰ αὐτὰ μυστήρια, κυρίως εἰς τὴν μίαν ἱερωσύνην τὴν τελοῦσαν τὴν μίαν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολικὴν διαδοχὴν τῶν ἐπισκόπων – δὲν δύνανται νὰ θεωρηθοῦν ὡς ἀποκλειστικὴ ἰδιοκτησία μιᾶς τῶν ἡμετέρων Ἐκκλησιῶν. Εἶναι σαφὲς ὅτι ἐντὸς τοῦ πλαισίου τούτου ἀποκλείεται πᾶς ἀναβαπτισμός»4 .

Εἶναι προφανέστατον, ὅτι ἡ Ἕνωσις τῶν ὀρθοδόξων καὶ παπικῶν Οἰκουμενιστῶν στὸ Βελεμένδιο τοῦ Λιβάνου ἀπετέλεσε τὸν θρίαμβο τῆς παπικῆς διπλωματίας καὶ ἀπέδειξε μὲ τὸν πλέον ἀναμφισβήτητο τρόπο, ὅτι τὸ ἀρχικῶς θεωρούμενο ὡς μικρὸ καὶ δευτερεῦον ζήτημα τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924 ὡδήγησε στὴν ἀθέτησι τῶν μεγάλων καὶ πρωτευόντων, δηλαδὴ στὸν πλήρη ἐξοικουμενισμὸ καὶ ἐκλατινισμὸ τῶν ὀρθοδόξων.

 * * *

Γ´. Εἶναι ὅμως καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμη λόγο πολὺ ἐπίκαιρος ἡ ἀναδρομὴ στὸν Ὅρον τοῦ 1755 περὶ τοῦ λεγομένου βαπτίσματος τῶν Δυτικῶν, ἐφ᾿ ὅσον τὸ τελούμενο σήμερα βάπτισμα ἀκόμη καὶ στὰ ὅρια τῆς Καινοτομίας, δηλαδὴ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ- Νεοημερολογιτισμοῦ, τείνει νὰ καταστῆ κατ᾿ ἀκρίβειαν ράντισμα.

Οἱ διαφορὲς ὅμως Βαπτιζομένου καὶ Ραντιζομένου εἶναι ἀγεφύρωτες, ὅπως πολὺ χαρακτηριστικὰ τὶς ἐπισημαίνει ὁ ἀείμνηστος Διδάσκαλος τοῦ Γένους Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ἐξ Οἰκονόμων (1780-1857):

α) πρῶτος «ἐνθάπτεται ὡς νεκρὸς ἐν τάφῳ», «καὶ πάλιν ἀνίσταται», εἰς «μίμησιν τοῦ Κυρίου». δεύτερος «ἐπιβρεχόμενος, ἵσταται ὄρθιος» καὶ «οὔτε καταβαίνει, οὔτε πάλιν ἀναβαίνει... ὡς ἐκ τάφου». β) α´ «διὰ τοῦ ἰδίου σώματος τὴν τριήμερον ταφὴν καὶ ἀνάστασιν ἐξεικονίζει». β´ «αὐτὸς μὲν οὐδαμῶς ἐξεικονίζει τὸ μυστήριον«, μὴ μετέχων εἰς τὸ γεγονὸς καθ᾿ αὑτό. Διὰ δὲ τοῦ ραντισμοῦ ὑφίσταται «ἀλλόκοτον καὶ παρὰ φύσιν... ἐνταφιασμόν».

 γ) α´ «ἔχει τὸν τάφον... εἰς ὃν... καταβαίνει». β´ «φέρει τὸν τάφον οἷον ἐπικείμενον ἐπὶ κεφαλῆς, κἀκεῖθεν κατερχόμενον μέχρι ποδῶν, οὗ τί ἂν γένοιτο ψευδέστερον;»5 .

 Διαπιστώνεται λοιπόν, ὅτι ἦσαν ὄντως θεοφόροι καὶ θεοκίνητοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅταν ὑπεστήριζαν διὰ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ὅτι

«ἡ ἐν ὀλίγῳ τῆς ἀληθείας παρατροπή, τῇ ἀσεβείᾳ τὴν πάροδον δέδωκεν»6 .
[ἡ μικρὰ ἀπόκλισις ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν, ἔχει δώσει εἴσοδο / δίοδο στὴν ἀσέβεια].

* * *

Ὅρος τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας περὶ τοῦ βαπτίσματος τῶν Δυτικῶν [ Ἰούλιος 1755 ]

Πολλῶν ὄντων τῶν μέσων, δι᾿ ὧν τῆς σωτηρίας ἡμῶν ἀξιούμεθα καὶ τούτων, ὡς εἰπεῖν, κλιμακηδὸν ἀλληλενδέτων καὶ ἀλληλουχουμένων ὄντων, ἅτε δὴ πάντων πρὸς τὸ αὐτὸ τέλος ἀφορώντων, πρῶτόν ἐστι τὸ τοῖς ἱεροῖς Ἀποστόλοις θεοπαράδοτον Βάπτισμα, οἷα δὴ τῶν λοιπῶν τούτου χωρὶς ἀπρακτούντων· «ἐὰν γάρ τις μὴ γεννηθῇ, φησίν, ἐξ ὕδατος καὶ πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»· ἔδει καὶ γὰρ ἀναγκαίως, τῆς πρώτης γεννήσεως ἐπὶ τὸν θνητὸν τουτονὶ βίον παραγαγούσης τὸν ἄνθρωπον, γέννησιν ἑτέραν ἐξευρεθῆναι καὶ τρόπον μυστικώτερον, μήτε ἀπὸ φθορᾶς ἀρχόμενον, μήτε εἰς φθορὰν καταλήγοντα, δι᾿ οὗ γένοιτ᾿ ἂν ἡμῖν δυνατὸν μιμήσασθαι τὸν ἀρχηγὸν τῆς σωτηρίας ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.

Τὸ γὰρ ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος ἐν τάξει μήτρας λαμβάνεται, καὶ τόκος τῷ τικτομένῳ γίνεται, ἧ φησιν ὁ Χρυσόστομος· τὸ δὲ ἐν τῷ ὕδατι ἐπιφοιτῶν Πνεῦμα ἐν τάξει Θεοῦ τὸ ἔμβρυον διαπλάττοντος· καὶ ὥσπερ Ἐκεῖνος μετὰ τὴν ἐν τάφῳ κατάθεσιν τριταῖος ἐπὶ τὴν ζωὴν ἀνεφοίτησεν, οὕτως οἱ πιστεύοντες, ἀντὶ τῆς γῆς, τὸ ὕδωρ ὑποδυόμενοι, ἐν τρισὶ καταδύσεσι τὴν τριήμερον ἑαυτοῖς χάριν τῆς Ἀναστάσεως ἐξεικονίζουσιν, ἁγιαζομένου τοῦ ὕδατος τῇ ἐπιφοιτήσει τοῦ παναγίου Πνεύματος, ὡς ἂν τῷ μὲν φαινομένῳ ὕδατι τὸ σῶμα φωτίζοιτο, τῷ δὲ ἀοράτῳ Πνεύματι τὸν ἁγιασμὸν ἡ ψυχὴ λήψαιτο· ὡς γὰρ τὸ ἐν τῷ λέβητι ὕδωρ τῆς τοῦ πυρὸς μεταλαμβάνει θερμότητος, οὕτω τὸ ἐν τῇ κολυμβήθρα ὕδωρ τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ Πνεύματος εἰς θείαν μεταστοιχειοῦται δύναμιν, καθαῖρον μὲν καὶ υἱοθεσίας ἀξιοῦν τοὺς οὕτω βαπτιζομένους, τοὺς δὲ ἄλλως πως τελουμένους, ἀντὶ καθάρσεως καὶ υἱοθεσίας ἀκαθάρτους καὶ σκότους υἱοὺς ἀποφαῖνον.

πειδὴ τοιγαροὺν πρὸ χρόνων ἤδη τριῶν ζήτημα ἀνεφύη, εἰ τὰ παρὰ τὴν Παράδοσιν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ θείων Πατέρων καὶ παρὰ τὴν συνήθειαν καὶ διαταγὴν τῆς Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἐπιτελούμενα βαπτίσματα τῶν αἱρετικῶν δεκτά ἐστι, προσερχομένων ἡμῖν, ἡμεῖς, ἅτε θείῳ ἐλέει τῇ ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἐντραφέντες, καὶ τοῖς Κανόσι τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων καὶ θείων Πατέρων ἑπόμενοι, καὶ μίαν μόνην γινώσκοντες τὴν ἡμετέραν ἁγίαν Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ταύτης τὰ Μυστήρια, ἑπομένως καὶ τὸ θεῖον Βάπτισμα, ἀποδεχόμενοι, τὰ δὲ ὑπὸ τῶν αἱρετικῶν, ὅσα μὴ ὡς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον τοῖς ἱεροῖς Ἀποστόλοις διετάξατο καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέχρι τῆς σήμερον ποιεῖ, ἐπιτελούμενα, ἐφευρέματα ἀνθρώπων διεφθαρμένων ὄντα, ὡς ἀλλόκοτα καὶ τῆς Ἀποστολικῆς ὅλης Παραδόσεως ἀλλότρια γινώσκοντες, ἀποστρεφόμεθα κοινῇ διαγνώσει.

Καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν ἡμῖν προσερχομένους ὡς ἀνιέρους καὶ ἀβαπτίστους δεχόμεθα, ἑπόμενοι τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ, τῷ τοῖς Μαθηταῖς αὑτοῦ ἐντειλαμένῳ βαπτίζειν «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»· τοῖς τε ἱεροῖς καὶ θείοις Ἀποστόλοις, διαταττομένοις ἐν τρισὶ καταδύσεσι καὶ ἀναδύσεσι τοὺς προσερχομένους βαπτίζειν καὶ ἐν ἑκάστῃ τῶν καταδύσεων ἓν ὄνομα ἐπιλέγειν τῆς ἁγίας Τριάδος· τῷ τε ἱερῷ καὶ ἰσαποστόλῳ Διονυσίῳ, λέγοντι «τρὶς ἐν κολυμβήθρᾳ ὕδωρ καὶ ἔλαιον ἡγιασμένα ἐχούσῃ τὸν προσερχόμενον παντὸς ἀμφίου γεγυμνωμένον βαπτίζειν, τὴν τρισσὴν τῆς θείας μακαριότητος ἐπιβοήσαντα ὑπόστασιν, καὶ εὐθὺς τῷ θεουργικωτάτῳ Μύρῳ τὸν βαπτισθέντα ἐπισφραγίζειν, καὶ μέτοχον ἀποφαίνειν λοιπὸν τῆς ἱεροτελεστικωτάτης Εὐχαριστίας· τῇ τε Δευτέρᾳ καὶ Πενθέκτῃ ἁγίαις Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις, διαταττομέναις τοὺς μὴ βαπτιζομένους εἰς τρεῖς ἀναδύσεις καὶ καταδύσεις καὶ ἐν ἑκάστῃ τῶν καταδύσεων μίαν ἐπίκλησιν τῶν θείων Ὑποστάσεων μὴ ἐπιβοῶντας, ἀλλ᾿ ἄλλως πως βαπτιζομένους, ὡς ἀβαπτίστους προσδέχεσθαι τῇ Ὀρθοδοξίᾳ προσιόντας.

Τούτοις τοίνυν τοῖς θείοις καὶ ἱεροῖς Διατάγμασιν ἑπόμενοι καὶ ἡμεῖς, τὰ μὲν τῶν αἱρετικῶν βαπτίσματα, ὡς ἀπάδοντα καὶ ἀλλότρια τῆς ἀποστολικῆς θείας διατάξεως καὶ ὕδατα ἀνόνητα, ὡς ὁ ἱερὸς Ἀμβρόσιος καὶ ὁ μέγας φησὶν Ἀθανάσιος, καὶ ἁγιασμὸν μηδένα παρέχοντα τοῖς ταῦτα δεχομένοις, καὶ πρὸς κάθαρσιν ἁμαρτημάτων οὐδὲν ὠφελοῦντα, ἀπόβλητα καὶ ἀποτρόπαια ἡγούμεθα.

Τοὺς δ ᾿ ἐξ αὐτῶν ἀβαπτίστως βαπτιζομένους ὡς ἀβαπτίστους ἀποδεχόμεθα, προσερχομένους τῇ Ὀρθοδόξῳ Πίστει, καὶ ἀκινδύνως αὐτοὺς βαπτίζομεν, κατὰ τοὺς Ἀποστολικοὺς καὶ Συνοδικοὺς Κανόνας, οἷς ἀραρότως ἐπιστηρίζεται ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ καὶ Ἀποστολικὴ καὶ Καθολικὴ Ἐκκλησία, ἡ κοινὴ Μήτηρ πάντων ἡμῶν.

Καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ κοινῇ ἡμῶν διαγνώσει καὶ ἀποφάνσει σφραγίζομεν τὸν Ὅρον ἡμῶν τοῦτον, ταῖς Ἀποστολικαῖς καὶ Συνοδικαῖς Διαταγαῖς συνάδοντα, διαβεβαιοῦντες αὐτὸν δι᾿ ἡμετέρων ὑπογραφῶν.

Ἐν ἔτει σωτηρίῳ ᾳψνε´ . [1755]
Κύριλλος ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης καὶ οἰκουμενικὸς πατριάρχης.
Ματθαῖος ἐλέῳ Θεοῦ πάπας καὶ πατριάρχης τῆς μεγάλης πόλεως Ἀλεξανδρείας καὶ κριτὴς τῆς Οἰκουμένης.
Παρθένιος ἐλέῳ Θεοῦ πατριάρχης τῆς ἁγίας πόλεως Ἱερουσαλὴμ καὶ πάσης Παλαιστίνης.

῾Υποσημειώσεις
1. Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς κ. Κυπριανοῦ, 4/ 17.6.2025.
Κύρια βοηθήματα: α. Πρωτοπρεσβυτέρου Γ. Μεταλληνοῦ, «Ὁμολογῶ ἓν Βάπτισμα...», Ἀθῆναι 1983. β. Ἰωάννου Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα..., τόμος Β´, ἐν Ἀθήναις 1953. γ. Ράλλη-Ποτλῆ, Σύνταγμα..., τ. Ε´, Ἀθήνησιν 1858. δ. Mansi, Sacrorum Conciliorum..., τ. 38, Parisiis 1907. ε. Εὐστρατίου Ἀργέντου, Ἄνθος τῆς Εὐσεβείας, ἔκδ. β´, Λειψία 1757. Ϛ. Εὐαγγέλου Α. Σκουβαρᾶ, Στηλιτευτικὰ Κείμενα τοῦ ΙΗ´ αἰῶνος (κατὰ τῶν Ἀναβαπτιστῶν), Ἀθῆναι 1967. ζ. Ἑλένης Γ. Γιαννακοπούλου, Τὸ Βάπτισμα τῶν μὴ ὀρθοδόξων, 1453-1756..., ἔκδ. β´, Ἀθήνα 2015. η. Χρήστου Κ. Παπαθανασίου, Τὸ «κατ᾿ ἀκρίβειαν» Βάπτισμα καὶ οἱ ἐξ αὐτοῦ παρεκκλίσεις, Ἀθήνα 2001.
Ὅρος ἐδημοσιεύθη τὸ πρῶτον τὸ 1756, στὸ ἔργο «Ραντισμοῦ Στηλίτευσις », σελ. ρογ´- ροϚ´.
2. Π. Γ. Μεταλληνοῦ, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 62, ὑποσημ. 287.
3. Ἀρχιμ. Κυπριανοῦ Ἁγιοκυπριανίτου, Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις, σελ. 18, Ἀθήνα 1997 («Κοινὸ Ἀνακοινωθὲν» πατριάρχου Βαρθολομαίου καὶ πάπα Ἰωάννου Παύλου Β´, Ρώμη 1995. Βλ. περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἀριθμ. 520/31.7.1995, σελ. 20).
4. Ἐφημερ. «Καθολική», ἀριθμ. 2.705/20.7.1993, σελ. 3: «Ἡ Οὐνία ὡς μέθοδος ἑνώσεως κατὰ τὸ παρελθόν, καὶ σημερινὴ ἀναζήτησις τῆς πλήρους κοινωνίας», § 13 (Τὸ ἐπίσημο κείμενο τῆς «Ζ´ Ὁλομελείας τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου», Βελεμένδιον Λιβάνου, 17-24.6.1993).
5. Π. Γ. Μεταλληνοῦ, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 42, ὑποσημ. 184.
6.
Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, PG τ. 44, στλ. 1249.

Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

Οἱ παπικοί καί οἱ λατινόφρονες εἶναι ἐχθροί τῆς Παναγίας καί τοῦ Χριστοῦ μας. Τό εἶπε ἡ ἴδια ἡ Παναγία.

  

Οἱ παπικοί καί οἱ λατινόφρονες εἶναι ἐχθροί τῆς Παναγίας καί τοῦ Χριστοῦ μας. Τό εἶπε ἡ ἴδια ἡ Παναγία.

Ἡ θαυματουργή εἰκόνα τοῦ ’’ΧΑΙΡΟΒΟ’’

Βρισκόμαστε στά 1274. Αὐτοκράτορας στήν Πόλη εἶναι ὁ Μιχαήλ Παλαιολόγος καί πατριάρχης ὁ ἀμείλικτος διώκτης τῶν Ὀρθοδόξων Ἁγιορειτῶν πατέρων, ὁ λατινόφρων Ἰωάννης Βέκκος. Μόλις ἔχει ὑπογραφεῖ στήν Λυών ἡ ψευδοένωση Ὀρθοδόξων και παπικῶν, και ἀπεσταλμένοι τοῦ πάπα μαζί με ’’δικούς μας’’ ἑνωτικούς καταφθάνουν στο Ἅγιον Ὄρος, γιά νά ἐπιβάλλουν την ἐφαρμογή τῆς προδοτικῆς συμφωνίας.

Σέ ἔνα κελλί, πού βρίσκεται σέ ἀπόσταση ἀπό την Ἱερά Μονή Ζωγράφου, ἀσκήτευε τότε ἕνας γέροντας πολύ μεγάλης ἀρετῆς.

Κάποια ἡμέρα και ἐνῷ βίωνε ὑψηλές πνευματικές καταστάσεις λέγοντας μέ λαχτάρα τό ’’Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε’’, ἄκουσε τήν Παναγία ἀπό την ἱερή Της εἰκόνα νά τοῦ λέει: ’’Χαῖρε και σύ, Γέρων τοῦ Θεοῦ. Μή φοβοῦ, ἀλλά ἀπελθών ταχέως εἰς την Μονήν, ἀνάγγειλον τοῖς ἀδελφοῖς και τῷ Καθηγουμένῳ, ὅτι οἱ ἐχθροί ἐμοῦ τε και τοῦ Υἱοῦ μου ἐπλησίασαν. Ὅστις οὖν ὑπάρχει ἀσθενής τῷ πνεύματι, ἐν ὑπομονῇ κρυβήτω, ἕως παρελθεῖν τον πειρασμόν. Οἱ δέ στεφάνων μαρτυρικῶν ἐφιέμενοι, παραμενέτωσαν ἐν τῇ Μονῇ. Ἄπελθε οὖν ταχέως’’.

 

Ὁ γέροντας ἀμέσως ξεκίνησε γιά τό μοναστήρι, την ἱερά Μονή Ζωγράφου, γιά νά ἐνημερώσει τούς πατέρες καί νά τούς μεταφέρει τίς ὁδηγίες τῆς Παναγίας

Οἱ πατέρες ἔπραξαν, ὅπως άκριβῶς ὥρισε ἡ Παναγία. Οἱ ἀσθενέστεροι κρύφθηκαν μέσα στό δάσος. Οἱ πιό δυνατοί, ὁ ἡγούμενος και ἄλλοι 25 μοναχοί, παίρνοντας μαζί τους τήν θαυματουργό εἰκόνα τῆς Παναγίας κλείστηκαν στόν πύργο τῆς Μονῆς, περιμένοντας τούς ἐχθρούς Της.

Πράγματι, σέ λίγο κατέφθασαν οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ ἑνωτικοῦ αὐτοκράτορα και τοῦ λατινόφρονα πατριάρχη Βέκκου, συνοδευόμενοι και ἀπό ὁμάδα ἀπεσταλμένων τοῦ πάπα

Οἱ 26 ὁμολογητές τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως πατέρες ἀρνήθηκαν ἐξ ἀρχῆς νά συλλειτουργήσουν μέ τούς παπικούς καί τούς λατινόφρονες ’’δικούς μας’’. Ἐπέκριναν ἐντονώτατα τίς ἑνωτικές ἀπόπειρες καί κατεδίκασαν εὐθέως τίς πλάνες τῶν παπικῶν.

Σέ λίγο, ἀπό τούς ἐχθρούς τῆς Παναγίας καί τοῦ Χριστοῦ ὁ πύργος τῆς Μονῆς παραδόθηκε στήν πυρά  Οἱ πατέρες ὅλοι ἔγιναν στάχτη. Ἀπό τόν πύργο τόν κατακαμμένο σώθηκε μονάχα ἡ θαυματουργός εἰκόνα τῆς Παναγίας, πού φυλάσσεται στήν ἱερά Μονή Ζωγράφου.

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ αὐτούς τούς Ὁμολογητές τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως κάθε χρόνο στίς 10 Ὀκτωβρίου, την ἡμέρα δηλαδή τοῦ μαρτυρίου τους.

---------------------------------

Ἐπιμέλεια κειμένου Φώτιος Μιχαήλ, ἰατρός

Πηγή

Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Η ΟΥΝΙΑ: Πρόσωπο και Προσωπείο († Πρωτοπρ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός)


 Οδυνηρό «αγκάθι» στον διάλογο Ορθοδοξίας-Ρωμαιοκαθολικισμού, που μάταια πασχίζουν να το υποτιμήσουν οι δικοί μας Οικουμενιστές, είναι η ΟΥΝΙΑ.

  1. Λέγοντας «Ουνία», εννοούμε ένα θρησκευτικοπολιτικό σχήμα, που επινοήθηκε από τον Παπισμό για τον εκδυτικισμό της (μη λατινικής) Ανατολής, την πνευματικοπολιτική υποταγή της στην εξουσία του Πάπα. Συνδέεται, δηλαδή με την επεκτατική πολιτική του Παπισμού, της συνεπέστερης έκφρασης του ευρωπαϊκού φεουδαρχισμού, ο οποίος με το Κράτος του Βατικανού συνεχίζεται ως τις ημέρες μας. Βέβαια πρέπει να γίνεται κάποια διάκριση σε διάφορες φάσεις, που παρουσιάζει ιστορικά η υπόθεση της «Ουνίας». Διότι του συγκεκριμένου ιστορικού σχήματος προηγείται η ιδέα και η μεθόδευση της υποταγής της Ανατολής-και μάλιστα των Ορθοδόξων-στον Πάπα, μια μόνιμη τάση της Λατινικής Εκκλησίας μετά την διαφοροποίηση και απόσχισή της από την Ορθόδοξη Ανατολή. Εκεί, που ο άμεσος εκλατινισμός αποδεικνύεται δυσεπίτευκτος, εφαρμόζει ο Παπισμός την μέθοδο της Ουνίας, η οποία αποδεικνύεται έτσι, πανούργα επινόηση, διότι η υποταγή επιτυγχάνεται με το πρόσχημα της συνέχειας και ελευθερίας.

Η επεκτατική αυτή κίνηση του Παπικού θρόνου ονομαζομένη ΟΥΝΙΑ ή ΟΥΝΙΤΙΣΜΟΣ στη γλώσσα μας, οφείλει το όνομά της στη λατινική λέξη UNIO (ένωση), αλλά μόλις το 1596 έλαβε στην Πολωνία επίσημα το όνομα UNIA (σλαβ. UNIJA). Το όνομα χρησιμοποιήθηκε τότε, για να χαρακτηρισθεί όχι μόνο η ενωτική κίνηση με τον Πάπα, αλλά και το συγκεκριμένο σώμα (κοινότητα) των Ορθοδόξων, οι οποίοι συνοδικά απεφάσισαν όχι την ολοτελή προσχώρησή τους στον Παπισμό, αλλά μόνο την αναγνώριση του Πάπα ως πνευματικής κορυφής των, διατηρώντας τα λατρευτικά και λοιπά έθιμά τους και δίνοντας, έτσι, εξωτερικά την εντύπωση της συνέχειας και παραμονής στο εθνικό πλαίσιό τους.

Η διακράτηση του «ανατολικού» ή «βυζαντινού» «ρυθμού» από τους Ουνίτες εξηγεί τα ονόματα βυζαντυνόρρυθμοι, βυζαντινού ρυθμού, ελληνόρρυθμοι, ελληνοκαθολικοί κ.ά., με τα οποία συνήθως χαρακτηρίζονται. Περισσότερο όμως ανταποκρίνεται στα πράγματα η ονομασία «Καθολικοί της Ανατολής», διότι οι Ουνίτες είναι ουσιαστικά παπικοί, δεχόμενοι σύνολη την παπική διδασκαλία, και μάλιστα τα δόγματα εκείνα, που διαφοροποιούν ριζικά τον Παπισμό από την Ορθοδοξία, και μόνο εξωτερικά και επιφανειακά, με την περιβολή των κληρικών τους και τα ανατολικά έθιμά τους («ρυθμός»), δίνουν την απατηλή εντύπωση, ότι παραμένουν ορθόδοξοι.

  1. Η ιδέα της Ουνίας, ως μεθόδου και τρόπου υποταγής, συναρτάται με την επεκτατική βούληση της φραγκευμένης Παλαιάς Ρώμης, συνισταμένη στην εξάπλωση και επιβολή του παπικού πρωτείου εξουσίας. Γι’ αυτό δεν είναι περίεργη η διαπίστωση, ότι η Ουνία, ως ιδέα, γεννήθηκε και αναπτύχθηκε παράλληλα με την Ιερά Εξέταση (Inquisitio). Ιερά Εξέταση και Ουνία αποδείχθηκαν αμφιθαλείς καρποί του παποφραγκικού πνεύματος. Και η μεν Ιερά Εξέταση ανέλαβε την επιβολή της παποφραγκικής εξουσίας στα όρια της φραγκοκρατουμένης Δύσεως, η δε Ουνία επωμίσθηκε την επέκταση της θρησκευτικοπολιτικής παπικής εξουσίας στην Ανατολή. Με την Ιερά Εξέταση επιδιωκόταν η εξουδετέρωση των ανυποτάκτων στη παποφραγκική εξουσία˙ με την Ουνία, ο εκλατινισμός των αρνουμένων την κυριαρχία της Π. Ρώμης Ανατολικών. Γι’ αυτό και στην Ανατολή η υποταγή στον Πάπα, είτε ως κανονικός εκλατινισμός, είτε με την μέθοδο της Ουνίας, εκφραζόταν με το ρήμα: φραγκεύω (εφράγκευσε) ή περιφραστικά: έγινε φράγκος. Η Ουνία θα συμβαδίζει ιστορικά με την Ι. Εξέταση. Η μία, λοιπόν φωτίζει το ρόλο της άλλης.

Η συνοδική, δηλαδή «εκκλησιαστική», καταξίωση της Ιεράς Εξετάσεως, η θεσμοποίησή της, έγινε διαδοχικά επί Ιννοκεντίου Γ΄ (1198-1216) στα έτη 1205, 1206, 1212 και κυρίως στη δ΄ σύνοδο του Λατερανού (1215), ολοκληρώθηκε δε το 1233 επί πάπα Γρηγορίου Θ΄. Από την εποχή δε του πάπα Ιννοκέντιου Δ΄ (1243-1254) θεσμοθετήθηκε (αναγνωρίσθηκε εκκλησιαστικά) και η χρήση των βασανιστηρίων (1252) ως ανακριτικού μέσου. Η δράση της Ι. Εξετάσεως επεκτάθηκε στην Ιταλία, Ν. Γαλλία, Ισπανία, όπου υπήρχε ακμαιότερο ρωμαϊκό στοιχείο και λιγότερο στην Αγγλία και Γερμανία. Καταδιώχθηκαν συστηματικά Ιουδαίοι, Μωαμεθανοί, «αιρετικοί» (δηλαδή χριστιανοί-ρωμαίοι) και αργότερα Προτεστάντες. Την «επιστροφή» και αυτών στον Παπισμό ανέλαβε η Ιερά Εξέταση.

Ο Ιννοκέντιος Γ΄, μία δυναμική, αλλά κοσμικού φρονήματος μορφή, είναι πνευματικός πατέρας της Ουνίας, όπως και της Ιεράς Εξετάσεως, αφού αυτός περιέβαλε με την «εκκλησιαστική» καταξίωση και τις δύο. Λίγα χρόνια πριν (1204) είχε αλωθεί και καταστραφεί η Κωνσταντινούπολη από τις ορδές των φράγκων σταυροφόρων, με την ευλογία και υποστήριξη του ίδιου Πάπα. Αυτό που δεν πέτυχε η δύναμη των όπλων και ο βίαιος εκλατινισμός ανέλαβε να το επιτύχει η μέθοδος της Ουνίας, ενεργώντας ως μηχανισμός απάτης και «δούρειος ίππος» μεταξύ των ανατολικών χριστιανών.

Το κείμενο του σχετικού κανόνος είναι το ακόλουθο: «Εάν σε κάποια περιοχή ζουν διάφορα έθνη με διαφορετικές γλώσσες και εκκλησιαστικούς ρυθμούς (Ritus), ο επίσκοπος να εκλέξει άξιους άνδρες, οι οποίοι θα τελούν για κάθε μία εθνότητα τη θεία λατρεία στη γλώσσα και το ρυθμό της».

Στο ίσιο πνεύμα κινήθηκε και η βούλα του Πάπα Ιννοκέντιου Δ΄ (1243-1254) στα 1254, η οποία και πάλι έκανε δεκτά τα έθιμα των ανατολικών, με σκοπό όμως την βαθμιαία κατάργησή τους και τον πλήρη εκλατινισμό τους.

  1. Οι πρώτοι αληθινοί Ουνίτες είναι οι ενωτικοί του Βυζαντίου, που υπέγραψαν και αποδέχθηκαν την ψευδοσύνοδο της Φλωρεντίας (1439), μένοντας με την αυταπάτη, ότι διατήρησαν τη συνέχειά τους και την ορθόδοξη παράδοσή τους. Εδώ δε, πρέπει να σημειωθεί, ότι η Ουνία δεν εξυπηρετεί μόνο τον Παπισμό, που μέσω αυτής επιτυγχάνει ευκολότερα τη διείσδυσή του, αλλά δίνει ένα άλλοθι και στους δικούς μας δυτικίζοντες-ενωτικούς για να αποφεύγουν τη μομφή του προδότη των πατρίων. Με το πρόσχημα της διατηρήσεως των εξωτερικών τύπων καλύπτουν την απεμπόληση της παραδόσεως και του εθνισμού τους.

Η Ουνία συνδέθηκε στην ιστορική εφαρμογή της με ένα δογματικό μινιμαλισμό. Αυτό, δηλαδή, που απαιτήθηκε από τη Ρώμη ήταν η αποδοχή των παπικών δογμάτων (πρωτείου και αλαθήτου) Αυτό σημαίνει αποδοχή του παπικού θεσμού, που αποτελεί την απόλυτη βάση του παπικού οικοδομήματος. Βέβαια, όπως ήδη έχει λεχθεί, οι Ουνίτες τελικά καταφάσκουν όλα τα δόγματα της Λατινικής Εκκλησίας, μένοντας μόνο τυπικά-εξωτερικά συνδεδεμένοι με την ορθόδοξη παράδοση. Σωτηρία όμως για τον Παπισμό είναι ουσιαστικά η αναγνώριση του Πάπα, δείγμα της αντιεκκλησιαστικότητάς του. Η σκοπιμότητα, μάλιστα, που κυριαρχεί στην περίπτωση των Ουνιτών, φαίνεται και από το γεγονός, ότι ενώ ο λατινικός κλήρος ακολουθεί την υποχρεωτική αγαμία, στους κληρικούς των Ουνιτών θα επιτραπεί να είναι νυμφευμένοι, για να διευκολύνεται προφανώς ο εξουνιτισμός. Συμπερασματικά, λοιπόν:

Η Ιερά Εξέταση συνδέεται με την αρχή της αλάθητης ηγεσίας (αλάθητο του Πάπα, Infallibilitas), που θεμελιώθηκε «δογματικά» από τον κορυφαίο σχολαστικό του μεσαίωνα Θωμά Ακινάτη (†1274). Το υπόβαθρο του παπικού αλαθήτου είναι η φραγκική ερμηνεία και χρήση της περί προορισμού διδασκαλίας του Αυγουστίνου, σε πλαίσια κοσμικά-πολιτικά. Η Ουνία απορρέει από την απαίτηση επιβολής του άλλου βασικού παπικού δόγματος, του πρωτείου εξουσίας, μέσα στον χριστιανικό κόσμο. Συγκεκριμενοποιείται και δραστηριοποιείται τον 16ο αιώνα, διότι τότε έλαβε χώρα γεγονός τεράστιας σημασίας: Γένεση του Προτεσταντισμού (1517). Ο Παπισμός αναζήτησε στήριγμα στην Ανατολή, για να εξισορροπηθεί η αμφισβήτησή του στη Δύση.

Η Ουνία και η Χριστιανική Ανατολή

  1. Η Ουνία δεν είναι, ούτε μπορεί να νοηθεί, ως ένα «ενδιάμεσο σώμα» μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού. Είναι ένα κομμάτι του Παπισμού, αποτελούμενο από γεωγραφικά και μόνο «ανατολικούς» χριστιανούς, πλήρως ενσωματωμένους στη Λατινική Εκκλησία. Πολύ ορθά χρησιμοποιείται και γι’ αυτούς, όπως για τους Προτεστάντες, ο χαρακτηρισμός «η κατ’ ανατολάς Δύσις». Το μόνο κοινό με την Ορθοδοξία είναι ο «ρυθμός» τους.

Η Ουνία παραμένει πάντοτε, κατά την πατριαρχική Εγκύκλιο του 1838, «μέθοδος απόκρυφος και όργανον καταχθόνιον, δι’ ου παρασύρουσι τους ευήθεις και ευαπατήτους προς τον Παπισμόν». Ουνία και Παπισμός ταυτίζονται. Οι Ουνίτες, μάλιστα, στηρίζουν τον παπικό θεσμό με φανατισμό μεγαλύτερο απ’ ό,τι οι Ρωμαιοκαθολικοί. Ανάμεσα στους τελευταίους υπάρχουν και κάποιοι, που κατορθώνουν να αποδεσμευθούν από τον «παπικό μυστικισμό», που έντεχνα καλλιεργείται, ιδιαίτερα στα κατώτερα λαϊκά στρώματα, και ασκούν μία, υποτυπώδη έστω, κριτική στον Πάπα (βλέπε π.χ. λατινική Αμερική). Οι Ουνίτες όμως από τον παπικό θεσμό εξαρτούν την ύπαρξή τους και γι’ αυτό αποβαίνουν οι σκληρότεροι υποστηρικτές του Πάπα. Γι’ αυτό, ενώ σε παλαιότερες εποχές η Ρώμη ευχάριστα δεχόταν, ή και βοηθούσε, την αφομοίωση των Ουνιτών, σήμερα αποτρέπει την αφομοίωσή τους και ευνοεί τη διατήρησή τους. Διότι χρησιμοποιεί την αφοσίωσή τους, για να αποκαθιστά το κλονιζόμενο κύρος του Πάπα στη Δύση. Οι Ουνίτες σήμερα αναγκάζονται να κρατούν τα θρησκευτικά έθιμα της χώρας τους, οι ΄Ελληνες της Ελλάδος, οι Σύριοι της Συρίας κ.ο.κ., με το πρόσχημα της «καθολικότητος της Εκκλησίας», δηλαδή του Παπισμού, που εμφανίζεται έτσι ως παγκόσμια «δύναμη».

Η αποκοπή των Ουνιτών ολοσχερώς από το σώμα των Ορθοδόξων ήταν κοινή συνείδηση για τους ορθοδόξους πιστούς σε παλαιότερες εποχές, όταν τα πνευματικά αντανακλαστικά ακόμη λειτουργούσαν κανονικότερα. Γι’ αυτό όχι μόνο τους Λατίνους, αλλά και τους Ουνίτες, δεν τους ονόμαζαν ο λαός και λόγιοι θεολόγοι, ως τον 19ο αιώνα, Ρωμαιοκαθολικούς, αλλά παπικούς ή παπιστές και Κατόλικους, ως μετάφραση του Ιταλικού Catolico. Ο ορθόδοξος λαός είχε συνείδηση του περιεχομένου του όρου «Ρωμαίος» και «καθολικός», που και τα δύο σημαίνουν «ορθόδοξος». Ως προς την ουσία τους δε, ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός (†1444) τους αποκαλούσε «Γραικολατίνους» και «μιξόθηρας ανθρώπους». Η επέκταση του Οικουμενισμού επέφερε σύγχυση και στη χρησιμοποιουμένη ορολογία, ώστε να είναι ανάγκη σήμερα να ξεκαθαρισθούν και πάλι τα πράγματα.

Η Ουνία εντάχθηκε την κατάλληλη ιστορική στιγμή στην υπηρεσία των πολιτικών σχεδίων του παπικού κράτους (ως το 1929) και μετά του Βατικανού (ως κολοβωμένου γεωγραφικά παπικού κράτους), αλλά και των εξαρτωμένων από τη Ρώμη ή συνεργαζομένων μαζί της ρωμαιοκαθολικών Ηγετών και Κυβερνήσεων. Γι’ αυτό η παρουσία και ο ρόλος της δεν είναι ποτέ αμιγώς θρησκευτικός, αλλά θρησκευτικοπολιτικός. Και όταν ακόμη δεν αναμειγνύονται φανερά σε πολιτικές ίντριγκες οι Ουνίτες, και μόνο η ύπαρξή τους διευκολύνει τα επεκτατικά πολιτικά σχέδια του Παπισμού και των συμμάχων του. ΄Ετσι, ο χαρακτηρισμός «πολιορκητική μηχανή», για την Ουνία δεν είναι καθόλου έξω από τα πράγματα.

  1. Από την πρώτη στιγμή της εφαρμογής της ιδέας της Ουνίας και της συγκροτήσεως ουνιτικών κοινοτήτων η κίνηση αυτή ανατέθηκε στην εποπτεία και καθοδήγηση του τάγματος των Ιησουϊτών των συνεπεστέρων θεραπόντων της παπικής εξουσίας ∙ αν επιτρέπεται ο όρος, των «καταδρομέων» του Παπισμού. Το Ιησουϊτικό Τάγμα ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1540 και σ’ αυτό περιήλθε η «Sacra Congregatio de propaganda fidei» (1622), στην οποία εντάχθηκε η Ουνία. Ως παράρτημα της παραπάνω «Congregatio» ιδρύθηκε η «Congregatio pro Ecclesia Orientale», που από το 1917 έγινε αυτοτελής οργανισμός, για την προώθηση της παπικής προπαγάνδας στο χώρο της Ανατολής. Σ’ αυτήν τελικά υποτάχθηκε η Ουνία έκτοτε και σ’ αυτή τη σχέση παραμένει ώς σήμερα. Η εξάρτηση της Ουνίας από το Ιησουϊτικό Τάγμα την κατέστησε «δίχτυ» του Ιησουϊτισμού για την προώθηση των συμφερόντων της Ρώμης. Καλλίνικο θύμα του Ιησουϊτισμού και της Ουνίας υπήρξε ο μαρτυρικός Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος Α΄ ο Λούκαρις (†1638), διότι αντιτάχθηκε στα σχέδια και των δύο. Και φυσικά δεν ήταν το μόνο θύμα τους στην ελληνική Ανατολή.

Ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ ίδρυσε το 1577 στη Ρώμη το Ελληνικό Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου, θεολογική Σχολή για την κατάρτιση των στελεχών της Ουνίας, που θα ανελάμβαναν δραστηριότητα στις ελληνόφωνες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Ενετοκρατούμενων περιοχών. Οι απόφοιτοι του Κολλεγίου αυτού υπέγραφαν κατά την αποφοίτησή τους Βούλα υποταγής στον Πάπα και απέβαιναν φανατικοί υποστηρικτές και κήρυκες της υποταγής των Ορθοδόξων στη Ρώμη. Η δράση τους υπήρξε καταλυτική για την Ορθοδοξία. Χρησιμοποιώντας μάλιστα πρώτοι αυτοί την καθομιλουμένη γλώσσα στα έντυπά τους αποκτούσαν μεγάλες δυνατότητες προσβάσεως στον απλό λαό. Γι’ αυτό και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, πιστό στον εθναρχικό του ρόλο, υιοθέτησε αμέσως το ίδιο μέτρο, για να πληροφορεί το πλήρωμά του.

  1. Δεν περιορίσθηκε όμως στα πνευματικά μέσα η δράση της Ουνίας. ΄Οπου η τοπική κρατική εξουσία ήταν φιλοπαπική, χρησιμοποιήθηκε και η ωμή βία για την υποταγή των Ορθοδόξων. Αυτό συνέβη στην Πολωνία στα τέλη του 16ου αιώνα. Ο βασιλιάς της Πολωνίας Σιγισμούνδος Γ΄ (1587-1632) επέβαλε την Ουνία στους Ορθοδόξους της Πολωνίας, όπως και σ’ εκείνους της Λιθουανίας και Ουκρανίας, με βίαιο τρόπο, ύστερα από την ουνιτική σύνοδο του Βρεστ-Λίτοβσκ (1596). Κάθε αντίδραση αντιμετωπίσθηκε με τη βία από τους Λατίνους και τους Ουνίτες Κληρικούς και σημειώθηκε σωρεία εγκλημάτων. Στην παραπάνω σύνοδο όλοι σχεδόν οι Επίσκοποι υπέγραψαν την ένωση και εκατομμύρια Ορθόδοξοι έγιναν αναγκαστικά Ουνίτες. Οι εναπομείναντες Ορθόδοξοι υπέστησαν πρωτοφανείς διωγμούς. Παράλληλα η Ουνία επεκτάθηκε στη Ρουθηνία (Καρπαθορρωσία) τον 17ο αι. (1646), στη Σλοβακία (1649), στη Τρανσυλβανία (1698/99), και γενικά, όπου υπήρχε ορθόδοξο πλήρωμα (Σερβία, Αλβανία, Βουλγαρία, Γεωργία, Οικουμενικό Πατριαρχείο, Ελλάδα).

Αλλά και στη Μέση Ανατολή εισέδυσε ο Παπισμός δια της Ουνίας, εκμεταλλευόμενος τις κατά καιρούς τοπικές διαμάχες εκκλησιαστικών μερίδων, την αμάθεια του τοπικού Κλήρου, τις περιπέτειες του λαού και τα δημιουργούμενα κενά. Μέσω της Ουνίας προσφερόταν «προστασία» των ισχυρών της Ευρώπης, όπως ακόμη άρτια ποιμαντική, εκπαιδευτική και οικονομική οργάνωση.

Η Ουνία στους τέσσερις τελευταίους αιώνες δραστηριοποιήθηκε και στις «αντιχαλκηδόνιες» Εκκλησίες της Ανατολής (Αιθιοπική, Αρμενική, Κοπτική, Μαλαμπαρινή, Συροϊακωβιτική). Ακόμη εισέδυσε στην Ασσυριακή Νεστοριανική Εκκλησία, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η Χαλδαιοκαθολική Εκκλησία της Μέσης Ανατολής, με πιστούς στο Ιράκ, τη Συρία, το Λίβανο, την Τουρκία, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Γαλλία και τις Η.Π.Α.

Οι ανακατατάξεις στο χώρο της Ανατολικής Ευρώπης, και ιδιαίτερα στην τέως Σοβιετική ΄Ενωση, έδωσαν την ευκαιρία στο Βατικανό να σπεύσει για την κάλυψη των δημιουργουμένων κενών μέσω της Ουνίας. Η κίνηση, μάλιστα, και προβολή της Ουνίας συνοδεύεται από την έντεχνα εξαπλούμενη παπική προπαγάνδα, ότι οι Ουνίτες υπήρξαν θύματα της κομμουνιστικής θηριωδίας και με την αντίστασή τους συνέβαλαν στην πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Και είναι μεν γεγονός, ότι και οι Παπικοί ή Ουνίτες είχαν, όπως και οι Ορθόδοξοι και οι άλλοι Χριστιανοί, τα θύματά τους από το 1917 ως την Περεστρόϊκα. Αποσιωπάται όμως έντεχνα η συνεργασία Παπικών και Ουνιτών με τις ναζιστικές δυνάμεις και η προδοσία απέναντι στην πατρίδα τους κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, που προκάλεσε τη μήνη του Στάλιν και τις εναντίον τους ενέργειές του. Οι Ορθόδοξοι επωμίσθηκαν το μεγάλο βάρος της υπερασπίσεως της Σοβιετικής Ενώσεως από τις ορδές των Ναζιστών, τους οποίους, λόγω του κογκορδάτου του Πάπα Πίου ΙΑ΄ με τον Χίτλερ (1933), δέχονταν ως φίλους και συμμάχους οι Παπικοί και Ουνίτες της Σοβιετικής Ενώσεως και των άλλων ανατολικοευρωπαϊκών Χωρών.

Και είναι μεν γεγονός, ότι με τη σύνοδο του Λβόβ (Μάρτιος 1946) ο Στάλιν εκδικήθηκε τους Ουνίτες αναγκάζοντάς τους στην Ουκρανία να ενωθούν με την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας. Μέσα στην ταραγμένη ατμόσφαιρα και τον αιφνιδιασμό της Περεστρόϊκα οι Ουνίτες της Ουκρανίας αναδύθηκαν και πάλι προκλητικά, καθοδηγούμενοι από το Βατικανό, και όχι μόνο προέβαλαν με έντονο τρόπο τις διεκδικήσεις τους, δημιουργώντας αφόρητες καταστάσεις στους Ορθοδόξους, αλλά με φανερή μνησικακία και εκδικητικότητα προέβησαν σε βιαιοπραγίες και βανδαλισμούς (με ανθρώπινα θύματα). ΄Ετσι φάνηκε για μια ακόμη φορά το μίσος των Ουνιτών εναντίον των Ορθοδόξων και ο ξενοκίνητος ρόλος τους. Διότι, προφανώς, δεν πρόκειται για αυθόρμητες και απροϋπόθετες εκρήξεις, αλλά για εντολές του Βατικανού, που ενθάρρυνε τους Ουνίτες και ετόνωσε την προκλητικότητά τους, βιάζοντας έτσι τις πολιτικές εξελίξεις. Κατά γενική ομολογία τα νήματα κινούν ο Πάπας και η Κούρια από τη Ρώμη. Το Βατικανό συνεχίζει, έτσι, την μακραίωνη πολιτική του έναντι της ανυπότακτης Ορθοδοξίας, επιλέγοντας και πάλι το θρασύτερο και αποτελεσματικότερο όπλο εναντίον τους, την φανατισμένη Ουνία. Πίσω από τα επίπλαστα χαμόγελα και τους ασπασμούς των οικουμεν(ιστ)ικών σχέσεων ο Παπισμός δεν αλλάζει διαθέσεις και στόχους.

Σάββατο 10 Μαΐου 2025

«Ἀλήθειες γιὰ τὸν παπισμό», τοῦ Σεβ. Ἀττικῆς & Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου

 

DSC 8970

 

                   Μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐκδημία καὶ τὴν κηδεία τοῦ ἀπελθόντος πάπα, ὡς καὶ τὴν ἐκλογὴ τοῦ νέου, γίναμε θεατὲς μίας ἔκρηξης φιλοπαπικῆς προπαγάνδας τόσο ἀπὸ τὰ μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης, ὅσο καὶ ἀκόμη ἀπὸ ἐξ ὀρθοδόξων κληρικούς. 

            Τὰ μὲν εἰδησεογραφικὰ δελτία προέβησαν σὲ πολύωρες ἀναφορὲς «μετὰ δακρύων» στὰ ἔργα καὶ τὶς ἡμέρες τοῦ προηγουμένου πάπα, ἐκθειάζοντας, φυσικά, τὴν «προοδευτικὴ» πολιτική του σὲ θέματα κοινωνικοῦ ἐνδιαφέροντος, παρὰ τὶς σαφεῖς, ἀντίθετες ἁγιογραφικὲς ἐπιταγές. 

            Ἔπειτα, κάλυψαν ὅλες τὶς λεπτομέρειες ποὺ ἀφοροῦσαν τὴν κηδεία του μὲ τόση σχολαστικότητα ποὺ καθιστᾶ σαφὲς ὅτι τὸ ὅλο φαινόμενο ἀποτελεῖ μέρος μίας ὀργανωμένης ἐπιχείρησης αὔξησης τῆς δημοφιλίας τοῦ πάπα στὴν πατρίδα μας, ἐνῷ διεγείρει καὶ τὸν ἑξῆς ἁπλὸ προβληματισμό: ἄραγε στὴν κηδεία ἑνὸς πατριάρχη τῶν Ρωμηῶν θὰ ἦταν τόση ἡ συγκίνηση καὶ ἡ κάλυψη ἐκ μέρους τῶν ἑλληνικῶν Μ.Μ.Ε.; 

            Κάτι ποὺ σὲ ὅσους καταλαβαίνουν προξένησε ἀλγεινὴ ἐντύπωση, ἀποτελεῖ ὁ πανηγυρισμὸς καὶ τὰ ρίγη συγκινήσεως ποὺ ἐκδήλωσαν οἱ δημοσιογράφοι γιὰ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» ποὺ ἐψάλη στὰ ἐλληνικὰ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἔφεραν λειτουργικὰ ἄμφια ὀρθοδόξων, πρὸς παραπλάνησιν πολλῶν, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦσαν ὅτι οἱ ἐν λόγῳ κύριοι ἦταν οὐνίτες, δηλαδὴ παπικοὶ «ἱερωμένοι» ποὺ ἐφαρμόζουν τὴν δόλια πρακτικὴ τῆς διατηρήσεως τοῦ ἐξωτερικοῦ σχήματος τῶν ὀρθοδόξων, μία ἀγαπημένη ἐπινόηση τῶν παπικῶν γιὰ νὰ ἁρπάζουν πιστοὺς ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, ἀπορροφῶντας τους στὴν πλάνη. 

            Παράλειψη θὰ ἦταν νὰ μὴν ἀναφέραμε τὴν ἑστίαση τῶν εἰδήσεων στὴν παρουσία πλήθους ἀρχηγῶν κρατῶν στὴν κηδεία τοῦ πρώην πάπα καὶ τὰ συγχαρητήριά τους γιὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ νέου. Παράλειψη, ὅμως, τῶν εἰδησεογραφικῶν δελτίων ἦταν ἡ μὴ ἐξήγηση ὅτι ὅλη αὐτὴ ἡ ἀνταπόκριση ἀρχηγῶν κρατῶν ὀφείλεται στὸ ὅτι ἀπευθύνονται σὲ ἕναν, κατὰ κύριο λόγο, ὁμόλογό τους, δεδομένου ὅτι ὁ ἑκάστοτε πάπας εἶναι ἀρχηγὸς τοῦ κράτους τοῦ Βατικανοῦ καὶ ὄχι -ὅπως ἐνδεχομένως ἦταν ἡ ἐπιθυμία κάποιων νὰ προβληθεῖ- ὁ «ἀρχηγὸς» τῆς παγκόσμιας χριστιανοσύνης. 

            Καὶ ἐνῷ ἔτσι ἀνταποκρίθηκαν τὰ Μ.Μ.Ε., πράγμα ἐν πολλοῖς κατανοητό, δεδομένου ὅτι τὰ ὑπηρετοῦν ἄνθρωποι κοσμικοί, οἱ ὁποῖοι κατὰ κύριο λόγο δὲν ἔχουν γνώση τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας, διαβάσαμε καὶ ἀκούσαμε ἀπόψεις κληρικῶν, τόσο φίλα προσκείμενες στὴν παποσύνη, ποὺ ὄχι ἁπλὰ μᾶς ἔκαναν νὰ ἀποροῦμε, ἀλλὰ ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ ἀντιτεθοῦν στὴν ἀπὸ αἰώνων στάση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, συμπεριλαμβανομένων κορυφαίων Ἁγίων Πατέρων, ἐνάντια στὶς παπικὲς ψευδοδιδασκαλίες. Βεβαίως, ὁ οἰκουμενισμὸς ἀπὸ τὴς γεννήσεώς του πολλὰ πράγματα τὰ ἔχει κάνει ἕναν ἀπροσδιόριστο «ἀχταρμά», ἀναμιγνύοντας, κατὰ τὴν προσφιλή του τακτική, τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμα, τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση. Ἑπομένως, ἀπότοκό του εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ λεγόμενοι ὀρθόδοξοι, ἐνῷ δῆθεν ἐπιθυμοῦν τὴν προσέγγισή τους μὲ τοὺς κάθε λογῆς αἱρετικοὺς στὸ πλαίσιο μίας ἀδιευκρίνιστης ἀγάπης, νὰ καταλήγουν σὲ προσέγγισή τους μέσῳ τῆς ἀπόρριψης τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας. Ἐπιβεβαιώνεται, ἔτσι, ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας: «οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ τοῦ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει».

            Συγκεκριμένα, ἀκούσαμε ἀπὸ μεγαλόσχημο κληρικὸ τὴν ἐπίκληση τῆς πρεσβείας τοῦ «ἁγίου Φραγκίσκου τῆς Ἀσίζης» γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀπελθόντος πάπα, ὡσὰν νὰ ἔχουν γραφεῖ στὶς ἁγιολογικὲς δέλτους παπικοί. Δὲν μπορῶ νὰ μὴν μνημονεύσω, στὸ σημεῖο αὐτό, ὡς τὴν ἀπόλυτη εἰρωνεία, τὴν πρὸ μηνῶν τέλεση τρισαγίου στὸν Ἅγιο Γρηγόριο Ε´. Ἀπὸ τὴν μία σὲ ὄντως Ἁγίους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἔχυσαν τὸ αἵμα τους ὑπὲρ τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος, τελοῦνται τρισάγια, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἄνθρωποι, ἐνδεχομένως καλοὶ σύμφωνα μὲ τὰ ἀνθρώπινα πρότυπα, ἀλλὰ πάντως εὑρισκόμενοι ἔξωθεν τῆς Ὀρθοδοξίας, μνημονεύονται ὡς «ἅγιοι». 

            Ἐπίσης, εἴδαμε μία πολεμικὴ στάση ἀπέναντι στὴν καταδίκη αἱρετικῶν δοξασιῶν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς δῆθεν συνέπεια τῆς ἐνασχόλησης τῶν ὀρθοδόξων μὲ «ἀνούσια θεολογικὰ ζητήματα», ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων καὶ τὸ «filioque». Ἄκουσον, ἄκουσον... «Εἰς μάτην», λοιπόν, σύμφωνα μὲ τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων οἰκουμενιστές, ἀγωνίσθηκαν κατὰ τῶν λατίνων οἱ Ἅγιοι Φώτιος ὁ Μέγας, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ Μάρκος ὁ Εὐγενικός... 

            Δὲν ἔχω σκοπὸ νὰ προχωρήσω σὲ θεολογικὴ ἀνάλυση τῶν ὅσων εἰπώθηκαν. Θὰ ἐκφράσω, ὡστόσο, μερικοὺς ἁπλοὺς προβληματισμούς: ἀκούσαμε καὶ ἀκοῦμε συνεχῶς τὴν ἀναφορὰ τῶν παπικῶν -καὶ τῶν ὁποιωνδήποτε αἱρετικῶν- ὡς «Ἐκκλησία». Γιατί, λοιπόν, στὸ «Σύμβολο τῆς Πίστεως» λέμε ὅτι πιστεύουμε εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν; Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ δὲν εἶναι ἕνα «παιχνίδι μὲ τὶς λέξεις». Κάποιες λέξεις ἔχουν ἄλλη βαρύτητα ποὺ δὲν πρέπει νὰ τὴν παραβλέπουμε ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ.

            Ἔπειτα, συνηθίζεται νὰ ἀποκαλεῖται ὁ πάπας ὡς «ἁγιότατος». Καταλαβαίνουμε ὅτι ἐν πολλοῖς αὐτὸ εἶναι ἁπλῶς μία προσφώνηση, ἀλλὰ πολλοὶ ἐξ ὀρθοδόξων πιστεύουν ὡς ἀλήθεια αὐτὴ τὴν προσφώνηση, ὅπως ἀποδείχθηκε. Διερωτώμεθα: ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε «ὁ πιστεύσας καὶ ΒΑΠΤΙΣΘΕΙΣ σωθήσεται»; Ἐκεῖνος πάλι δὲν εἶπε στοὺς Μαθητές Του «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, ΒΑΠΤΙΖΟΝΤΕΣ αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»; Ἂν δὲν ἀπατῶμαι, «βαπτίζω» σημαίνει «βυθίζω κάτι μέσα στὸ νερό». Οἱ παπικοί, λοιπόν, πρὸ πολλοῦ ἔχουν καταργήσει τὴν ἐντολὴ τοῦ βαπτίσματος, καθὼς ρίχνουν μόνο λίγο νερό στὴν κεφαλή. Εἶναι ἢ δὲν εἶναι ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ βαπτιζόμαστε καὶ ὄχι νὰ ραντιζόμαστε; Ἂς ἀνατρέξουμε ξανὰ στὸ Εὐαγγέλιο: «Ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Πιστεύουμε, ἢ δὲν πιστεύουμε στὸν Χριστό; Ὁ Χριστὸς ἔχει μιλήσει ξεκάθαρα, γιὰ αὐτὸ καὶ ὁποιαδήποτε προσπάθεια μεταπατερικῆς ἐρμηνείας τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας δὲν εἶναι παρὰ παραπληνητικὴ καὶ ὑποκριτική. 

            Ὁ ἴδιος ὁ Εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης, Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ἀναφέρει «Εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει, μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν, καὶ χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε». Γιατί τὸ λέει αὐτό; Μήπως μισεῖ τοὺς αἱρετικούς; Ὄχι. Ἁπλῶς γνωρίζει ὅτι ἂν ἕνας ὀρθόδοξος δείξει ὅτι ἀποδέχεται ἀπρόσκοπτα αἱρετικὲς δοξασίες, στερεῖ ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ τὴν εὐκαιρία νὰ προβληματισθεῖ, νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ἔλθει εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας. Ἡ μεγαλύτερη ἀγάπη εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ χριστιανοῦ γιὰ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου καὶ ὄχι μὲ τὰ ὡραία λόγια καὶ εὐχολόγια. Γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ αὐτὴ ἡ σωτηρία ὑπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις. Ἂν ἀγαποῦμε πραγματικά, θὰ βοηθήσουμε τὸν ἀδελφό μας νὰ κατανοήσει τὸ λάθος του. Θὰ τὸν βοηθήσουμε μὲ τὸν διακριτικὸ λόγο μας, μὲ τὴν προσευχή μας καὶ τὸν φωτεινὸ βίο μας. Τὸ νὰ πεῖς «σᾶς ἀγαπῶ ὅλους κὶ ἂς εἶναι εὐλογημένα τὰ πάθη καὶ οἱ πλάνες σας» σίγουρα εἶναι πολὺ εὔκολο, ἀλλὰ καὶ σίγουρα δὲν εἶναι ἀγάπη. 

            Πρὶν κλείσω, θέλω νὰ ἐκφράσω ἕναν ἀκόμη προβληματισμὸ ποὺ κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη λέει πολλὰ γιὰ τὸ πῶς ἔβλεπαν ἢ/καὶ συνεχίζουν νὰ βλέπουν τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὸν Ἑλληνισμὸ οἱ παπικοί: πῶς γίνεται τὰ τέσσερα ἑλληνικὰ πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα ἀλλὰ καὶ ὀρθόδοξες αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες νὰ εἶναι αἰχμαλωτισμένα στὴν ἠμισέληνο ἢ νὰ ἔχουν ὑποφέρει ἀπὸ τὸν κομμουνισμό, σὲ ἀπόλυτη ἀντίθεση μὲ τὰ παπικὰ κράτη; Ἀναμφίβολα, γιὰ νὰ ἔχει πεῖ -στὴν ἐποχή του- ὁ Ἅγιος Πατροκοσμᾶς «τὸν πάπα νὰ καταράσθε», κάποιον πολὺ σοβαρὸ λόγο εἶχε, καὶ κάποιο πολὺ ἰσχυρὸ ἔρεισμα.

            Σίγουρα, οἱ καιροὶ περνοῦν καὶ ὑπάρχει δυνατότητα βελτίωσης. Ὡστόσο, ἡ ἱστορία δὲν μπορεῖ νὰ διαγραφεῖ. Τὸ σχίσμα ὑφίσταται. Δυστυχῶς, περίπου ἑνάμισυ δισεκατομμύριο ἄνθρωποι ἀνήκουν στὴν παπικὴ σφαίρα, χωρισμένοι ἀπὸ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, διότι κάποιοι παλαιοὶ δυτικοὶ θέλησαν νὰ ἀποσχισθοῦν ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν συμφέροντα καὶ φιλοδοξίες ποὺ πήγαζαν ἀπὸ ἄμετρο ἐγωϊσμό. Εὐχὴ καὶ προσευχή μας εἶναι ὅλος αὐτὸς ὁ λαὸς νὰ ἔλθει στὸ φῶς τῆς ἀληθείας ποὺ μόνο ἡ Ὀρθοδοξία μπορεῖ νὰ προσφέρει, ἄσχετα ἂν ἀριθμητικὰ οἱ ὀρθόδοξοι εἴμαστε πολὺ λιγότεροι ἀπὸ τὸν τεράστιο ἀριθμὸ τῶν παπικῶν καὶ λοιπῶν αἱρετικῶν. «Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ»· καὶ κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ οἱ πιστοὶ ἦταν μετρημένοι στὰ δάχτυλα τῶν δύο χεριῶν. Ἀποτελοῦσαν, ὡστόσο, τὴν Ἐκκλησία. 

 ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος