A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ' ΛΟΥΚΑ: Εὐαγγέλιο - Λόγος εις την θεραπείαν του τυφλού της Ιεριχούς (Αγίου Γερμανού Β. Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως)



Εαγγέλιο Κυριακής (Λουκ. Ιη΄35 – 43)


  Τ καιρ εκείνω, εγνετο δ ν τ γγζειν ησον ες εριχ τυφλς τις κθητο παρ τν δν προσαιτν· κοσας δ χλου διαπορευομνου πυνθνετο τ εη τατα.

πγγειλαν δ ατ τι ησος Ναζωραος παρρχεται. Κα βησε λγων· ησο υἱὲ Δαυίδ, λησν με· κα ο προγοντες πετμων ατ να σιωπσ· ατς δ πολλ μλλον κραζεν· υἱὲ Δαυίδ, λησν με.

Σταθες δ ησος κλευσεν ατν χθναι πρς ατν. Εγγσαντος δ ατο πηρτησεν ατν λγων· τ σοι θλεις ποισω; δ επε· Κριε, να ναβλψω.

Κα ησος επεν ατ· νβλεψον· πστις σου σσωκ σε. Κα παραχρμα νβλεψε, κα κολοθει ατ δοξζων τν Θεν· κα πς λας δν δωκεν ανον τ Θε.


Απόδοση:

Τις ημέρες εκείνες, καθώς ο Ιησούς πλησίαζε στην Ιεριχώ, ένας τυφλός καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε. Όταν άκουσε το πλήθος που περνούσε, ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Του είπαν ότι περνάει ο Ιησούς ο Ναζωραίος, κι εκείνος φώναξε δυνατά: «Ιησού Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Αυτοί που προπορεύονταν τον μάλωναν να σωπάσει, εκείνος όμως φώναζε ακόμη πιο δυνατά: «Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Τότε ο Ιησούς στάθηκε κι έδωσε εντολή να τον φέρουν κοντά του. Όταν αυτός πλησίασε, τον ρώτησε: Τι θέλεις να σου κάνω;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Κύριε, θέλω ν’ αποκτήσω το φως μου». Και ο Ιησούς του είπε: «Απόκτησε το φως σου! Η πίστη σου σε έσωσε». Αμέσως βρήκε το φως του κι ακολουθούσε τον Ιησού δοξάζοντας το Θεό. Όλος ο κόσμος, όταν τον είδε, δοξολογούσε το Θεό.

Ομιλία Γερμανού του Β, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, εις την Δεκάτην Τετάρτην Κυριακήν κατά Λουκάν.

Ο Θεός είναι ο ήλιος της Δικαιοσύνης, όπως έχει γραφή, ο οποίος
φωτίζει τα πάντα με τις ακτίνες της Αυτού αγαθότητος. Η δε ψυχή κάθε ανθρώπου, αναλόγως με την διάθεσί του, γίνεται ή κηρός, ως φιλόθεος, ή πηλός, ως φιλόϋλος. Όπως λοιπόν ο πηλός εκ φύσεως με τον ήλιο ξηραίνεται, έτσι και κάθε ψυχή φιλόϋλος και φιλόκοσμος, ενώ νουθετείται από τον Θεόν, σκληρύνεται, όπως ο πηλός, διότι αντιστρέφει τους λόγους του, και οδηγείται μόνη της προς την απώλειαν. Η φιλόθεος όμως ψυχή απαλύνεται ως κηρός και δεχόμενη μέσα της τους τύπους και τους χαρακτήρες των θείων εννοιών, γίνεται κατοικητήριον του Θεού εν Πνεύματι. Ο αισθητός ήλιος θεωρείται, δεν θεωρεί. Ο νοητός ήλιος θεωρείται από τους αξίους, αλλά και βλέπει τους πάντας και περισσότερον αυτούς που τον βλέπουν. Ο αισθητός ήλιος δεν ομιλεί ούτε χαρίζει ομιλία σε κανέναν, ο νοητός όμως και ομιλεί στους φίλους του και χαρίζει σε όλους την όρασι και την ομιλία. Ο αισθητός ήλιος λάμποντας σε τόπους αισθητούς, με την θερμότητα των ακτίνων του αποξηραίνει την υγρότητα της γης, χωρίς όμως και να τρέφει τα φυτά και τα σπέρματα. Ενώ ο νοητός ήλιος, όταν ανατείλη στην ψυχή, τα κάνει και τα δύο. Ξηραίνει την υγρότητα των παθών, αποπλύνοντας την ακαθαρσία που έχει προκληθεί από αυτά και συγχρόνως λιπαίνει την νοητήν γη της ψυχής, και έτσι τα φυτά των αρετών τρέφονται και αυξάνουν. Ο Κύριος είναι φως, λαμπρότης για τις ψυχές εκείνες που αγωνίζονται για την κάθαρσι του βίου και των λόγων τους. Πράγματι, εάν σκότος είναι η άγνοια και η αμαρτία, φως θα είναι η γνώσις και ο ένθεος βίος. Ο Χριστός λέγεται φως επειδή φωτίζει τον νου προς κατανόησιν των απορρήτων και δεικνύει τα μυστήρια, τα οποία είναι θεατά μόνον στους καθαρούς. Ο Χριστός είναι φως διότι φωτίζει νοητώς τις καρδιές των πιστών και χαρίζει στους ανθρώπους το αισθητόν φως των οφθαλμών. Γι’ αυτό και έλεγε: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου» και «εγώ εις τον κόσμον ελήλυθα». Ότι δε έτσι είναι η πραγματικότης, μας το φανερώνει και η περικοπή των ευαγγελικών θείων λόγων που θα αναγνωσθή σήμερα, και έχει ως εξής:

«Τω καιρώ εκείνω εγένετο εν τω εγγίζειν τον Ιησούν εις Ιεριχώ, τυφλός τις εκάθητο παρά την οδόν προσαιτών. Ακούσας δε όχλου διαπορευομένου, επυνθάνετο τι είη ταύτα». Ο Κύριος επεσκέπτετο κάθε πόλι και περιοχήν της Ιουδαίας, όπου εθεράπευε κάθε νόσο και κάθε σωματικό ελάττωμα, και εκήρυσσε μετάνοιαν, επιστρέφοντας τους πλανωμένους στην γνώσι της αληθείας και επιβεβαιώνοντας τις διδασκαλίες με τα παράδοξα θαύματά του. Διότι οι άνθρωποι συνηθίζουν να πείθωνται και να υπακούουν όχι τόσον στα λόγια όσον στα έργα. Διερχόμενος λοιπόν ο Σωτήρ από τις ιουδαϊκές πόλεις επλησίασε και στην Ιεριχώ. Η Ιεριχώ ήταν πρωτεύουσα των Χαναναίων, από τις μεγαλύτερες πόλεις των εθνικών. Αυτήν την Ιεριχώ την κατέλαβε κάποτε ο Ιησούς του Ναυή με πολιορκίαν, όταν πολεμούσε κατά των εθνικών. Τώρα όμως ο αληθινός Ιησούς την κατέλαβε προς θεραπείαν και σωτηρίαν. Ηθέλησε να την απελευθερώση, την αιχμάλωτο και να οικοδομήσει πνευματικώς, αυτήν που παλαιά είχε κατακρημνισθεί, και να ελκύση κοντά του αυτήν που είχε αποξενωθεί. Από την ιδία πόλη προήρχετο και εκείνη η Ραάβ, η πόρνη, η οποία εδέχθη τους κατασκόπους του Ιησού του Ναυή και τους διέσωσε. Καθώς λοιπόν ο Κύριος επορεύετο την οδό που οδηγούσε στην Ιεριχώ, τον ακολουθούσε λαός πολύς. Συνέρρεαν από παντού για τα θαύματα και τις διδασκαλίες Του. Κάποιος δε τυφλός που είχε καθίσει στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε, ήκουσε την οχλαγωγία και τον θόρυβον εκείνων που ακολουθούσαν πίσω από τον Χριστόν και εδιδάσκοντο και εθεραπεύοντο από Αυτόν, και ερωτούσε να μάθη τι συμβαίνει. Και όταν του είπαν ότι περνά ο Ιησούς ο Ναζωραίος εχάρη, επειδή είχε ακούσει για τα θαύματα που επιτελεί και το εθεώρησε ως μοναδικήν ευκαιρία να κάμη ο Κύριος το θαύμα του και σ’ αυτόν, που είναι τυφλός και έχει ανάγκη θεραπείας. Και προσπαθούσε να τον πλησιάσει φωνάζοντας προς Αυτόν δυνατά: «Ιησού υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Ο δε Κύριος τού είπε: «Τι σοι θέλεις ποιήσω;» και γιατί φωνάζεις έτσι; Τι ζητείς, άνθρωπε, απ’ Αυτόν που επτώχευσε για σε την εσχάτη πτωχεία; Τι απαιτείς απ’ Αυτόν που δεν έχει ούτε πού την κεφαλήν κλίνη; Και ο τυφλός επέμενε να τον παρακαλή και να τον ικετεύει λέγοντας: «θέλω ίνα αναβλέψω».

Δεν εζήτησε κάτι μικρόν και ευτελές από τον Θεόν και Δεσπότην ο τυφλός. Ούτε χρυσόν ούτε χρήμα ούτε τροφές ούτε σκεπάσματα ούτε κάτι άλλο παρόμοιον, όπως εζητούσε από τους ανθρώπους, μολονότι και αυτά ημπορούσε να του τα δώσει Αυτός που δίνει σε όλους τα πάντα, αλλά μόνον του έλεγε: «Κύριε, θέλω ίνα αναβλέψω». Κανένας άλλος δεν ημπορεί να μου το δώσει αυτό, διότι μόνον ο Θεός έχει την δυνατότητα να ελεή και να σώζει. Γι’ αυτό και προσέρχομαι και προσκυνώ και γονατιστός σε ικετεύω, ως τον ποιητήν και Κύριον των όλων, και βοώ το ελέησον και σε ονομάζω υιόν Δαβίδ. Επειδή πιστεύω ότι συ είσαι ο προσδοκώμενος απόγονος του Δαβίδ, ο οποίος ήλθε από αμέτρητον ευσπλαχνία να σώση το γένος μας. Αλλά και με άλλην έννοιαν ονομάζει τον Χριστόν υιόν Δαβίδ, επειδή το όνομα αυτό το τιμούσαν πάρα πολύ οι εβραίοι. Και οι Προφήτες, όσους βασιλείς ήθελαν να τιμήσουν, έτσι τους ονόμαζαν και με το όνομα αυτό τους εδόξαζαν. Επειδή λοιπόν και ο τυφλός αυτός είχε ανατραφεί στον ιουδαϊσμό, δεν αγνοούσε όσα λέγει ο νόμος και οι Προφήτες για τον Χριστόν, και ότι σωματικώς ο Χριστός θα προέλθη από το γένος του Δαβίδ. Και ως προς τον Θεόν μεν εβόησε ελέησόν με, διότι μόνον ο Θεός είναι σε θέσι να ελεή. Ως προερχόμενον δε από τη γενεά του Δαβίδ, τον ονομάζει υιόν Δαβίδ. Ας σημειωθεί ότι η ερμηνεία του ονόματος Δαβίδ είναι: αγαπητός και ισχυρός. Από Αυτόν λοιπόν ζητεί με τόσον πόθο το έλεος. Και δεν του είπε ο τυφλός: ζήτησε από τον Θεόν ή προσευχήσου για μένα ή παρακάλεσε ή ικέτευσε, αλλά ελέησόν με, επειδή ακριβώς εγνώριζε ότι είναι υιός του Θεού, ο οποίος εγεννήθη από την αγίαν και αειπάρθενον Μαρία. Γι’ αυτό και κατά την πίστι του έλαβε την ίασι.

«Και οι προάγοντες επετίμων αυτώ ίνα σιωπήση. Αυτός δε πολλώ μάλλον έκραζεν. Ιησού, υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Αυτή είναι η καρτερική και φλεγομένη ψυχή. Αν δεν ήταν ένθερμος η πίστις του τυφλού, δεν θα εκραύγαζε περισσότερον, όταν προσετάχθη να σιωπήση. Γι’ αυτό και ηξιώθη να ερωτηθή από τον Σωτήρα και να τον πλησιάση, και δεν απέτυχε του σκοπού του, αλλά έλαβε την ίασι. «Σταθείς δε», λέγει, «ο Ιησούς εκέλευσευν αυτόν αχθήναι προς αυτόν. Εγγίσαντος δε αυτού επηρώτησεν αυτόν λέγων. Τι σοι θέλεις ποιήσω; Ο δε είπε: Κύριε, ίνα αναβλέψω». Δεν ηρώτησεν ο Δεσπότης επειδή αγνοούσε, αλλά για να μη νομίση κάποιος άλλος ότι άλλο ήθελε να λάβη ο τυφλός και άλλο του έδωσε. Ήθελε όμως να μάθουν οι συμπορευόμενοι και όσοι ευρέθησαν εκεί και την πίστι του προσερχομένου. Γι’ αυτό έκανε ο Κύριος αυτήν την ερώτησι. Τούτο γίνεται φανερό και από την ίδια την απόκρισι του Κυρίου: θέλεις να αναβλέψης, λέγει; «Ανάβλεψον». Και την ίδια στιγμή που το ήκουσε, «παραχρήμα ανέβλεψε» και έδρεψε τον καρπόν της πίστεως, την σωτηρία: «η πίστις σου σέσωκέ σε». Αυτή είναι η μαρτυρία του Χριστού, ο οποίος με τα λόγια αυτά έδειξεν ότι αίτιος της θεραπείας του έγινε ο ίδιος ο τυφλός. Έγινε με την πίστι του συνεργός του θαυμαστού αυτού κατορθώματος. Πράγματι, την στιγμή που του είπε «ανάβλεψον», αμέσως η φωνή του Κυρίου έγινε φως για τον τυφλό και «παραχρήμα ανέβλεψε», επειδή η φωνή ήταν του φωτός, ο λόγος ήταν του φωτοδότου. «Και ηκολούθει αυτώ δοξάζων τον Θεόν». Όταν δηλαδή ο τυφλός εδέχθη από τον Χριστόν παραδόξως την ευεργεσία, δεν ημέλησε να συμπορευθή μ’ Αυτόν, και τον ακολουθούσε δοξάζοντάς τον ως Θεόν», και έγινε αφορμή να δοξάζουν και να υμνούν τον Θεόν και οι άλλοι. «Πας γαρ ο λαός», λέγει, «ιδών έδωκεν αίνον τω Θεώ». Και πριν από την δωρεάν εφάνη καρτερικός ο τυφλός, και μετά την δωρεάν φαίνεται ευγνώμων. Καρτερικός διότι, αν και τον περιφρονούσαν και πολλοί τον ημπόδιζαν να φωνάζη, αυτός επέμενε κραυγάζοντας «Ιησού υιέ Δαβίδ, ελέησόν με». Και ευγνώμων επειδή όταν έλαβε την χάρι, δεν έτρεξε να φύγη, όπως κάνουν πολλοί μετά τις ευεργεσίες, φερόμενοι με αγνωμοσύνη προς τους ευεργέτες.

Αυτόν ας μιμηθούμε και εμείς με ζήλο και προθυμία και ας γινώμεθα καρτερικοί στις προσευχές και πριν λάβωμε αυτά που ζητούμε, και αφού τα λάβωμε να μη μένωμε αχάριστοι προς τους ευεργέτες. Και να προσευχόμεθα με πόθον, έστω και αν είμεθα οι πλέον ευτελείς και περιφρονημένοι. Να προσφέρωμε και μόνοι μας δεήσεις προς Κύριον ώστε να λαμβάνωμε από Αυτόν τα αιτήματα προς το συμφέρον μας. Διότι ο τυφλός εκείνος ούτε οδηγόν είχε, ούτε ημπορούσε να ιδή τον Σωτήρα, ούτε ευρήκε συνήγορον κάποιον από τους Αποστόλους, αλλά μολονότι είχε και πολλούς που του απαγόρευαν να μιλήσει και τον ημπόδιζαν να πλησιάση, ημπόρεσε να υπερβή όλα τα εμπόδια και επλησίασε Αυτόν τον ίδιον τον θεραπευτήν και Σωτήρα Χριστόν. Ούτε η κοινωνική θέσις ούτε ο τρόπος ζωής τού έδωσαν το θάρρος, αλλά αντί όλων αυτών ήρκεσεν η προθυμία την οποία τίποτα δεν εστάθη ικανόν να εμποδίση. Την ιδίαν προθυμίαν ας προσπαθήσωμεν να αποκτήσωμε και εμείς στις δεήσεις μας προς τον Δεσπότην. Και αν ο Κύριος αναβάλλη, και είναι πολλοί αυτοί που μας απομακρύνουν και μας εμποδίζουν, ας προσπαθήσωμε τότε περισσότερο, και ο φιλάνθρωπος Θεός μας θα μας πλησιάση και θα εκπληρώση τα αιτήματά μας.

Πράγματι, όλα τα δύσκολα και επίπονα και ακόμη περισσότερο τα θλιβερά και επώδυνα, που δεν ημπορεί κανείς από τους ανθρώπους και από τους αγίους ακόμη να τα θεραπεύση, ο ίδιος ο Χριστός τα εξαφανίζει και τα θεραπεύει θαυματουργικώς, ως σοφός και επινοητής που είναι. Και δεν ήνοιξε ο Κύριος μόνον τους εξωτερικούς οφθαλμούς του τυφλού, αλλά και τους εσωτερικούς, της ψυχής. Αυτό γίνεται φανερόν από το ότι μετά ταύτα τον ακολουθούσε και εδόξαζε τον Θεόν. Διότι οι Άγιοι και οι Προφήτες, όσα θαύματα ενεργούσαν, τα έκαμαν αφού προηγουμένως παρακαλούσαν τον Θεόν και ζητούσαν από Αυτόν την δύναμι. Έτσι επετέλεσαν όλες τις παράδοξες θαυματουργίες των. Επίσης, και οι Απόστολοι αργότερα, έκαμαν τις θεοσημίες αφού πρώτα εγονάτιζαν στην γη και ικέτευαν τον Θεόν. Ο Χριστός όμως, ως Δεσπότης και Κύριος των πάντων, διέτασσε την κτίσιν, άλλοτε λέγοντας στην θάλασσα «σιώπα, πεφίμωσο», άλλοτε στον λεπρό «θέλω, καθαρίσθητι» και άλλοτε πάλιν επιτιμούσε τον ακάθαρτο δαίμονα λέγοντας: «έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν». Και τώρα λοιπόν με το θείο νεύμα Του εχάρισε στον τυφλό και το αισθητόν φως και το νοητόν φως. Διότι Αυτός είναι που στην αρχή της γενέσεως του κόσμου διεχώρισε το σκότος από το φως, αλλά και εδημιούργησε το φως. Και εμφανίζεται μεν στις ψυχές των αξίων μεταδίδοντας πάντοτε την λαμπρότητά του, στους δε αισθητούς οφθαλμούς των προσερχομένων σ’ Αυτόν χαρίζει, ως Δημιουργός και Πλάστης, την όρασι. Και τότε μεν εφωτίσθη ο τυφλός, ο δε λαός επίστευσε. Και όλων τα στόματα ωμιλούσαν για τον Ιησούν, όλων οι οφθαλμοί έβλεπαν τον τυφλόν θεραπευμένον. Ήταν πράγματι παράδοξον το θαύμα που έγινε. Αλλά εκείνοι μεν, με όσα έβλεπαν, αποκτούσαν εμπιστοσύνη στις διδασκαλίες του Κυρίου και επίστευαν ότι και οι προρρήσεις του Κυρίου θα πραγματοποιηθούν, διαβεβαιούμενοι και πληροφορούμενοι γι’ αυτό από τα θαύματα. Εμείς δε αφού βλέπουμε ότι όλα όσα προείπεν ο Κύριος εξεπληρώθησαν χωρίς καθυστέρησι, ορθόν είναι να πιστεύωμε και σε όσα θαύματα έγιναν τότε και να θεωρούμε ότι είμεθα παρόντες ως θεαταί μαζί μ’ εκείνους. Και μάλιστα να πιστεύωμε αναντιρρήτως στα παράδοξα εκείνα έργα, όπως ακριβώς εάν είμεθα, εκείνον τον καιρόν, αυτόπτες των ενεργουμένων σημείων.

Ας «δοξάσωμε τον Θεόν εν τω σώματι ημών», πειθόμενοι στον μακάριο Παύλο. Και πώς δοξάζεται ο Θεός από τα μέλη του σώματός μας; Εάν δεν βλέπωμε κακώς, αλλά μάθωμε να βλέπωμε καλώς. Και δοξάζουμε τον Θεόν όταν δια μέσου των ορατών κτισμάτων του βλέπωμε τα αόρατα, και τον ευχαριστούμε για όλα όσα έκανε. Ο Θεός δοξάζεται όταν δεν ακούμε κακά και σατανικά άσματα, αλλά ακούμε τα λόγια του Θεού, και ανοίγωμε τις θύρες της ακοής όχι στα διαβολικά και φαύλα ακούσματα, αλλά πάντοτε σε θείες παραινέσεις και διδασκαλίες. Και γενικώς ο Θεός δοξάζεται με όλα τα μέλη μας, όταν πιστεύωμε ορθά σ’ Αυτόν και εκπληρώνωμε τις άγιες εντολές Του. Ας καταρτίζωμε καθημερινώς τους εαυτούς μας για να είμεθα όπως πρέπει ενώπιον του Θεού. Διότι ο προφήτης Ωσηέ λέγει: «έλεον και κρίμα φυλάσσου (δηλαδή, φύλαξε την ελεημοσύνη και τη δικαιοσύνη) και έγγιζε προς τον Θεόν σου διαπαντός». Και πάλιν ο Προφήτης Μαλαχίας εκ μέρους του Θεού λέγει: «υιός δοξάζει πατέρα και δούλος τον κύριον αυτού. Και ει πατήρ ειμί εγώ, που εστίν η δόξα μου; Και ει Κύριος ειμί εγώ, πού εστίν ο φόβος μου; λέγει Κύριος Παντοκράτωρ». Και ο Απόστολος λέγει: «καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος». Και η Παροιμία πάλι συμβουλεύει «πάση φυλακή τήρει σην καρδίαν, εκ γαρ τούτων έξοδοι ζωής (δηλαδή, ο τρόπος της ζωής είναι εξωτερίκευσις της καρδίας)». Και ο Χριστός λέγει: «Καθάρισον πρώτον το εντός του ποτηρίου, ίνα γένηται και το εκτός αυτού καθαρόν». Γι’ αυτό ας φοβηθούμε αδελφοί μου και ας αγωνισθούμε να αναβλέψωμε προς το φως των προσταγμάτων του Θεού, έστω και αν είμεθα τυφλοί, και ας προσέλθωμε στον Κύριον δια μετανοίας και εξομολογήσεως και αποχής των αισχρών και απαγορευμένων έργων, και ας απορρίψωμε τα ιμάτια που έχουμε ενδυθεί, δηλαδή τα έργα του σκότους, ή και τις γήινες και υλικές φροντίδες, και «ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός» και των αρετών, και ας «περιπατήσωμεν ως εν φωτί και ημέρα ευσχημόνως» και δικαίως και οσίως, ώστε να ημπορέσωμε να ακολουθήσωμε Αυτόν, τον Δεσπότην και Ελευθερωτήν και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν τον Θεόν «ω η δόξα και το κράτος συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω ομοουσίω και ζωοποιώ Πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

(13ος αιών – Πατριαρχικόν Ομιλιάριον Β’. σελ. 230. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 431 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970


γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

            κούσαμε σήμερα ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ ὅτι κάποιος νέος, πλούσιος σφόδρα, θέλησε νὰ πειράξει τὸν Κύριό μας, γιὰ αὐτὸ Τὸν πλησίασε καὶ ἀνέπτυξε μαζί Του τὸν ἑξῆς διάλογο: 

Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή;

Γιατί μὲ λὲς ἀγαθό; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀγαθός, παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός. Τὶς ἐντολὲς τὶς γνωρίζεις. Μὴν μοιχεύσεις, μὴν κλέψεις, μὴν ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου.

λα αὐτὰ τὰ κάνω ἀπὸ παιδί. 

Τότε, λοιπόν, (ἀφοῦ αὐτὰ δὲν ἀρκοῦν γιὰ νὰ σοῦ καλύψουν τὸ κενὸ τῆς ψυχῆς), ἕνα σοῦ λείπει. Ὅλα ὅσα ἔχεις πούλησέ τα καὶ δῶσ΄ τα στοὺς πτωχοὺς καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στὸν οὐρανὸ καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις. 

               χ! Πολὺ σκληρὰ τὰ λόγια αὐτὰ γιὰ τὸν νεαρό (καὶ ὄχι μόνο)· σὰν μαχαίρι στὴν καρδιά. Χωρὶς περισσότερα λόγια, κατέβασε λυπημένος τὸ κεφάλι καὶ ἔφυγε μακριὰ καὶ αὐτὸ διότι εἶχε πολλὰ χωράφια καὶ πλούτη.

               Τὸ κακό, βέβαια, δὲν ἦταν ὅτι εἶχε χωράφια καὶ πλούτη. Ὄχι. Καὶ ἄλλοι εἶχαν χωράφια καὶ πλούτη, ἀλλὰ μὲ τὴν σωστὴ διαχείριση ἔγιναν μεγάλοι εὐεργέτες καὶ κατέκτησαν τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τότε ποιό ἦταν τὸ πρόβλημα τοῦ νέου; 

               Κάπου μέσα στὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο ὁ Χριστὸς λέει ὅτι ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός μας, ἐκεὶ εἶναι καὶ ἡ καρδιά μας. Ὁ θησαυρὸς τοῦ νέου, ἡ ἀπόλυτη προτεραιότητά του, τὸ πρῶτο καὶ κύριο ζητούμενό του, ἦταν τὰ χωράφια καὶ τὰ πλούτη. Ἑπομένως, ὄχι ἁπλῶς ἦταν δεμένος μὲ αὐτά, ἀλλὰ τὰ χωράφια καὶ τὰ πλούτη ἦταν ἡ καρδιά του. Γιὰ αὐτὸ λυπήθηκε ὅταν ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε νὰ τὰ δώσει ὅλα στοὺς πτωχούς. Ἦταν σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε νὰ ξεριζώσει τὴν ἴδια τὴν καρδιά του. 

               Καὶ βέβαια, ὁ Χριστὸς δὲν τοῦ εἶπε ἐξ ἀρχῆς νὰ τὰ ἐγκαταλείψει ὅλα. Τοῦ εἶπε, ἁπλῶς, νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολές. Στὴν ἐγκατάλειψη τῆς περιουσίας ἔφτασε ἐπειδὴ ὁ νέος Τὸν διαβεβαίωσε ὅτι ἀπὸ μικρὸ παιδὶ τηροῦσε τὶς ἐντολὲς καὶ αἰσθανόταν ἀκόμη ἕνα μεγάλο κενὸ στὴν ψυχή του. Δὲν αἰσθανόταν ἱκανοποιημένος. Εἶχε τὴν αἴσθηση ὅτι παρὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, δὲν βάδιζε πρὸς τὴν σωτηρία. 

               Αὐτὸ συνέβαινε διότι, πράγματι, κάτι τοῦ ἔλειπε. Ἤξερε ὅτι κάτι τοῦ ἔλειπε, ἀλλὰ δὲν ἤξερε τὶ ἦταν αὐτό. Τοῦ τὸ ἀποκάλυψε ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος γινώσκει τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων. Τοῦ ἔλειπε ἡ ψυχικὴ ἐλευθερία. Δὲν μποροῦσε νὰ πλησιάσει τὸν Θεό, διότι ἡ περιουσία του τὸν τραβοῦσε πρὸς τὰ κάτω.  

                Κύριός μας τοῦ πρότεινε τὸ γιατρικὸ γιὰ τὴν ἀσθένειά του: ἀπόλυτη ἐλευθερία, ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο στὸν Θεό, ἀκτημοσύνη. Ἀκτημοσύνη σημαίνει τὸ νὰ μὴν ἔχουμε τίποτα στὴν κατοχή μας. Ἂν δὲν ἔχεις τίποτα, δὲν φοβᾶσαι μήπως χάσεις κάτι. Μὲ κάθε δικαίωμα καὶ ἐξουσία μίλησε γιὰ ἀκτημοσύνη ὁ Δεσπότης Χριστός, διότι ἦταν καὶ ὁ Ἴδιος ἀκτήμων, καθὼς οὔτε μόνιμη κατοικία δὲν εἶχε. Οἱ Μαθητές Του ἦταν, ἐπίσης, ἀκτήμονες. Κὶ ὅμως, κατάφεραν καὶ ἐπιβίωσαν. Καὶ πῶς νὰ μὴν ἐπιβίωναν, ὅταν μέχρι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, τὰ ὁποῖα οὔτε σπείρουν, οὔτε θερίζουν, οὔτε μαζεύουν σὲ ἀποθῆκες, τρέφονται πλουσιοπάροχα ἀπὸ τὸν Οὐράνιο Πατέρα;

               Τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ὁλοκληρωτικὰ ἀφιερωμένων σὲ Ἐκεῖνον Μαθητῶν του, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, μιμήθηκαν καὶ μιμοῦνται μέχρι τὶς ἡμέρες μας ὅσοι ἀπαρνήθηκαν τὴν ματαιότητα τῶν κοσμικῶν πραγμάτων καὶ σήκωσαν τὸν Σταυρὸ τὴς Μοναχικῆς Πολιτείας. Τὴν ἀκτημοσύνη ἔχουν ὡς βάση οἱ Μοναχοὶ καὶ οἱ Μοναχὲς καὶ ἀκολουθοῦν τὸν Χριστὸ στὴν πορεία πρὸς τὸν Γολγοθᾶ καὶ τὴν κατοπινὴ Ἀνάσταση. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν πορεία δοκιμάζουν πολλὲς φορὲς στεναχώριες, ἀλλὰ ὅλες καλύπτονται ἀπὸ τὴν γλυκιὰ ἐνίσχυση ποὺ προσφέρει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. 

               Σύμφωνα μὲ τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, ἡ ἀκτημοσύνη φαντάζει ἀδύνατη ἢ καλύτερα «μωρία». Τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, ὅμως, σφάλλουν ἀρκετὰ συχνά. Τὸ βλέπουμε αὐτὸ καθημερινῶς. Τόσα πράγματα ἔφτιαξε ὁ ἄνθρωπος, τὰ ὁποῖα τελικὰ ὡς ἀποτέλεσμα ἔχουν τὴν ζημίωσή του. Γιὰ αὐτό, ὁ Χριστὸς ἦρθε καὶ ἀνέτρεψε τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα, κηρύττοντας στεντορείᾳ τῇ φωνῇ ὅτι «τὰ ἀδύνατα παρὰ τοῖς ἀνθρώποις, δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ εἰσὶ» καὶ «ὅπου βούλεται Θεός, νικᾶται φύσεως τάξις».

               Τὴν ἀκτημοσύνη προτείνει ὁ Θεὸς γιὰ ὅσους θέλουν νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν τέλεια καὶ ἀπόλυτα. Οἱ ὑπόλοιποι, ὀφείλουν πρὶν τὴν κοίμησή τους –μεταξὺ ἄλλων- νὰ ἐλευθερωθοῦν ψυχικὰ μὲ δύο τρόπους: πρῶτον, νὰ συγχωρέσουν ὅσους τοὺς πίκραναν καὶ νὰ ζητήσουν συγγνώμη ἀπὸ ὅσους οἱ ἴδιοι πίκραναν καὶ δεύτερον, νὰ ἔχουν τακτοποιήσει τὸ μέλλον τῶν περιουσιακῶν τους στοιχείων, σὲ ποιὸν θὰ μεταβιβασθεῖ τὸ κάθε τί. 

               πίσης, ἂν κάποιος θεωρεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀκατόρθωτη τὴν τελειότητα διὰ τῆς ἀκτημοσύνης, τουλάχιστον ἂς μὴν ἐπιχειρεῖ νὰ «πειράζει» τοὺς συνανθρώπους του, ἂς ἐργάζεται μὲ ταπεινοφροσύνη τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ ἂς ἔχει σὰν κορώνα στὸ κεφάλι του τὴν ἀγάπη, ἡ ὁποία θὰ καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν.

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

Η ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ Ο ΘΕΟΣ ΑΠΟΣΥΡΕΙ ΤΗ ΧΑΡΗ ΤΟΥ (Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος)

 


Υπάρχει μια φοβερή και ιερή στιγμή στην πορεία κάθε ψυχής, όταν ο Θεός με τρόπο μυστικό αποσύρει τη χάρη του. Δεν το κάνει από οργή, ούτε για να τιμωρήσει, αλλά για να παιδαγωγήσει. Ο Άγιος Συμεών, ο νέος θεολόγος, λέει ότι ο Θεός επιτρέπει να φύγει η χάρη, για να δοκιμαστεί ο άνθρωπος να φανερωθεί αν τον αγαπά πραγματικά, ή αν τον αγαπά μόνο για τα δώρα του. Είναι η ώρα της ερήμου, της σιωπής του Θεού. Η ώρα που η ψυχή δοκιμάζεται στα βαθύτερα της υπάρξεώς της. Όταν ο Θεός αποσύρει τη χάρη του, ο άνθρωπος αισθάνεται ξαφνικά έρημος, ξηρός, ψυχρός. Εκεί όπου πριν έκλαιγε με δάκρυα μετανοίας και ευγνωμοσύνης, τώρα δεν μπορεί να ψελλίσει ούτε μια λέξη προσευχής. Εκεί που πριν πλημμύριζε από φως και ειρήνη, τώρα νιώθει σκοτάδι και σύγχυση. Αυτή η στιγμή, όσο οδυνηρή κι αν είναι, κρύβει μέσα της το πιο μεγάλο μυστήριο της πνευματικής ζωής, το πώς ο Θεός εργάζεται την καθαρότητα της ψυχής, μέσα από την απουσία του.
Ο Άγιος Συμεών διδάσκει ότι ο Θεός αποσύρει τη χάρη του, όχι γιατί η ψυχή αμάρτησε πάντοτε, αλλά πολλές φορές γιατί θέλει να την ανεβάσει σε ανώτερο βαθμό γνώσεως και ταπεινώσεως. Ο άνθρωπος, όσο αισθάνεται τη χάρη, νομίζει ότι στέκεται καλά, πιστεύει πως αγαπά τον Θεό αληθινά, πως έχει πίστη και υπομονή, όταν όμως φύγει η χάρη, τότε φαίνεται η αλήθεια. Η καρδιά αποκαλύπτεται, η αδυναμία φανερώνεται, η αυτοπεποίθηση γκρεμίζεται και εκεί, μέσα στη γύμνια και την οδύνη, ο άνθρωπος μαθαίνει να κρατιέται μόνο από τον Θεό, χωρίς παρηγοριές. Η απουσία της χάριτος είναι ο καθρέφτης της ζωής,  είναι ο καθρέφτης  της ψυχής. Αν μέσα μας υπάρχει υπερηφάνεια θα ξεχειλίσει, αν υπάρχει ταπείνωση θα φανερωθεί με υπομονή και σιωπή. Ο Άγιος λέει ότι όπως το σίδερο καθαρίζεται στη φωτιά, έτσι η ψυχή καθαρίζεται όταν ο Θεός αποσύρει τη χάρη του. Είναι ο σταυρός της εσωτερικής σιωπής.
Η ψυχή που ζει τη χάρη του Θεού γνωρίζει μια γλυκύτητα που δεν συγκρίνεται με τίποτα. Είναι σαν να βλέπει μέσα της ένα φως άκτιστο, που θερμαίνει, φωτίζει και ζωοποιεί, όμως όπως ακριβώς η αυγή προετοιμάζει την ψυχή για τον ήλιο, έτσι και η απουσία της χάριτος προετοιμάζει τον άνθρωπο για τη βαθύτερη ένωσή του με τον Θεό. Ο Άγιος Συμεών εξηγεί πως ο Θεός αποσύρει τη χάρη του για να δοκιμάσει την πίστη. Όταν όλα είναι φωτεινά, εύκολα πιστεύεις, όταν όμως έρθει η νύχτα, όταν δεν νιώθεις τίποτα, τότε φαίνεται αν τον αγαπάς για τον ίδιο ή για τα δώρα του. Όταν ο Θεός σιωπά, η καρδιά αποκαλύπτει την γνησιότητά της. Αν μείνει σταθερή, τότε η χάρη επιστρέφει πιο δυνατή, πιο καθαρή, πιο βαθιά.
Ο άνθρωπος πολλές φορές δεν αντέχει τη σιωπή του Θεού. Νομίζει ότι εγκαταλείφθηκε, νιώθει πως όλα κατέρρευσαν, πως η προσευχή δεν φτάνει πουθενά, μα ο Θεός είναι εκεί, κρυμμένος. Ο Άγιος Συμεών λέει ότι ο Θεός τότε είναι πιο κοντά μας, όταν νομίζουμε πως τον χάσαμε. Είναι σαν τον ήλιο που κρύβεται πίσω από τα σύννεφα, δεν παύει να φωτίζει, απλώς δεν τον βλέπουμε. Η ψυχή που αγαπά το Θεό αληθινά δεν ταράζεται, κλαίει, πονά, αλλά δεν απελπίζεται, ξέρει πως αυτή η δοκιμασία είναι απαραίτητη, ξέρει πως ο Θεός την παιδαγωγεί για να την κάνει καθαρό δοχείο της χάριτός του. Ο Άγιος παρομοιάζει αυτή τη στιγμή με τη μητέρα που κρύβεται για λίγο από το παιδί της, για να μάθει εκείνο να την αναζητά. Το παιδί φωνάζει, κλαίει, ψάχνει, και τότε όταν η μητέρα εμφανιστεί ξανά, η χαρά είναι διπλή. Ο Θεός δεν αποσύρεται επειδή θέλει να μας πληγώσει, αλλά επειδή θέλει να μας διδάξει την ταπείνωση. Όσο η χάρη ενεργεί αισθητά μέσα μας, υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να υπερηφανευθούμε, να νομίσουμε πως κάτι κατορθώσαμε. Τότε ο Θεός αποσύρεται, για να καταλάβουμε ότι χωρίς Αυτόν δεν μπορούμε τίποτα. Όταν ο άνθρωπος το καταλάβει αυτό βαθιά, τότε η ψυχή του συντρίβεται και μέσα από αυτή τη συντριβή, η χάρη επιστρέφει. Όχι για να τον στηρίξει στην υπερηφάνειά του, αλλά για να τον φωτίσει στην ταπείνωση. Η αληθινή χάρη μένει μόνο εκεί όπου υπάρχει ταπεινή καρδιά. «'Επὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ᾿ ἢ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου;», λέγει ο Κύριος κατά Ησαΐαν.
Η δοκιμασία της απουσίας της χάριτος είναι μια μορφή σταυρού. Ο Άγιος Συμεών μιλά για τις θεοεγκαταλείψεις. Εκείνες τις στιγμές όπου ο άνθρωπος ζει μέσα στην πνευματική ερημιά. Όμως, όπως ο Χριστός επάνω στο σταυρό φώναξε, «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τί με εγκατέλειπες!», έτσι και κάθε πιστός περνά τη δική του εγκατάλειψη όχι γιατί ο Θεός τον άφησε, αλλά γιατί θέλει να τον κάνει κοινωνό του πάθους του. Αν ο άνθρωπος μείνει πιστός μέσα στην ερημιά, τότε αξιώνεται της Αναστάσεως. Η δοκιμασία γίνεται φως. Ο Θεός δεν εγκαταλείπει, αλλά κρύβεται για λίγο, όπως ο νυμφίος που θέλει να δει αν η νύμφη θα τον αναζητήσει με δάκρυα, και όταν τον βρει πάλι, η αγάπη της θα είναι πιο δυνατή από πριν.
Όταν ο άνθρωπος χάσει τη χάρη, δεν πρέπει να ταραχθεί, ούτε να πιστέψει ότι ο Θεός τον αποδοκίμασε. Αν αρχίσει να απελπίζεται, τότε ανοίγει την πόρτα στον πειρασμό. Ο Άγιος συμβουλεύει να περιμένουμε με υπομονή, να προσευχόμαστε με ταπείνωση, να μην σταματάμε τον αγώνα γιατί η χάρη δεν έφυγε για πάντα, απλώς κρύφτηκε για να μας καθαρίσει από την αυτοπεποίθηση. Ο Θεός δεν θέλει την τελειότητα, θέλει την καρδιά που τον ζητά, θέλει να τον αγαπούμε όχι για τη χαρά που μας δίνει, αλλά για εκείνον τον ίδιο.
Η εμπειρία της απουσίας της χάριτος είναι επίσης ευλογία, γιατί μας κάνει να καταλάβουμε τη διαφορά ανάμεσα στην ψεύτικη ειρήνη του κόσμου και στην αληθινή ειρήνη του Θεού. Όταν ο Θεός αποσύρει τη χάρη, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται πόσο φτωχός είναι χωρίς Εκείνον και αυτό τον οδηγεί στη βαθιά ταπείνωση, στην αδιάλειπτη προσευχή, στην ειλικρινή μετάνοια. Ο Άγιος λέει πως όποιος δεν έχει περάσει μέσα από τη θεοεγκατάλειψη δεν γνωρίζει τι σημαίνει αληθινή χάρη, γιατί μόνο όταν γευθείς την απουσία του καταλαβαίνεις το μέγεθος της παρουσίας του. Η σιωπή του Θεού γίνεται δάσκαλος και ο πόνος γίνεται άνοιγμα προς το άκτιστο φως.
Ο άνθρωπος που έμαθε να αντέχει τη στιγμή που ο Θεός αποσύρει τη χάρη του είναι πνευματικά ώριμος. Δεν παραπονιέται, δεν κατακρίνει, δεν απελπίζεται. Σιωπά, προσεύχεται, περιμένει. Ο Άγιος Συμεών λέει ότι όταν ο Θεός δει ότι ο άνθρωπος τον ζητά με δάκρυα και πίστη τότε επιστρέφει η χάρη του ξαφνικά και γεμίζει την ψυχή με ανέκφραστη χαρά. Αυτή η χαρά δεν είναι συναισθηματική, είναι θεϊκή, είναι η εμπειρία του φωτός του Θεού μέσα στην καρδιά και τότε ο άνθρωπος καταλαβαίνει ότι όλη η δοκιμασία άξιζε, γιατί μέσα από την απουσία γνώρισε την παρουσία, μέσα από το σκοτάδι είδε το φως, μέσα από τη φτώχεια γεύθηκε τον αληθινό πλούτο. Η στιγμή που ο Θεός αποσύρει την χάρη του είναι η στιγμή που η ψυχή μαθαίνει να αγαπά χωρίς ανταλλάγματα, να πιστεύει χωρίς αποδείξεις, να ελπίζει χωρίς φως. Είναι η πιο βαθιά στιγμή της πνευματικής ζωής, γιατί εκεί γεννιέται η καθαρή αγάπη προς τον Θεό. Ο Άγιος την αποκαλεί νύχτα φωτεινή, γιατί μέσα στο σκοτάδι της κρύβεται η αρχή της αιώνιας ένωσης με τον Θεό. Ο Θεός αποσύρει την χάρη του για λίγο, για να τον ποθήσουμε αιώνια και όταν τον ξαναβρούμε, δεν τον αφήνουμε πια. Η ψυχή τότε λέει όπως η νύμφη στο άσμα, «εζήτησα τον αγαπητόν της ψυχής μου, εύρων αυτόν και ούκ αφήσω αυτόν».
Η σιωπή του Θεού δεν είναι εγκατάλειψη, αλλά κάλεσμα. Η απουσία της χάριτος δεν είναι τιμωρία, αλλά παιδαγωγία. Ο Θεός αποσύρει τη χάρη του για να δούμε τι υπάρχει μέσα μας, να μάθουμε να αγαπούμε άδολα, να συντριβούμε για να φωτιστούμε. Ο Άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος μας διδάσκει πως αυτή η στιγμή, αν τη δεχθούμε με ταπείνωση, γίνεται η αρχή μιας νέας πνευματικής αναστάσεως γιατί τότε καταλαβαίνουμε ότι η χάρη του Θεού δεν χάνεται ποτέ, απλώς κρύβεται μέχρι να μάθουμε, να την κρατούμε με καθαρή καρδιά.

ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ ΑΡΧΕΙΟΥ ΚΑΙ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΗΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

               «Τί θὰ ὠφελήσει τὸν ἄνθρωπο ἂν κερδίσει τὸν κόσμο ὅλο καὶ χάσει τὴν ψυχή του; Ἢ τί θὰ δώσει ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς του»; Αὐτὴν τὴν ἐρώτηση διαχρονικὰ ἀπευθύνει ὁ Δεσπότης Χριστὸς πρὸς τὸν καθένα μας. Ὅλοι τὴν ξέρουμε τὴν ἀπάντηση· ἀκόμη καὶ τὰ πάντα νὰ κατέχει κανείς, ἀκόμη καὶ ὅλο τὸν κόσμο νὰ ἔχει ὑποτάξει, ἂν χάσει τὴν ψυχή του, χάθηκε γιὰ πάντα.

               Αὐτὴ ἡ μεγίστης σημασίας ἀλήθεια, ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, τῆς παραβολῆς τοῦ ἄφρονος πλουσίου.

               Ἡ παραβολὴ ἔχει ὡς ἑξῆς: ὁ Θεὸς εὐλόγησε, καὶ τὰ χωράφια κάποιου ζάμπλουτου ἀνθρώπου ἀπέδωσαν τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ ποσότητα καρπῶν. Πραγματικά, ἀνεπανάληπτη εὐλογία! Καὶ ποιός δὲν θὰ χαιρόταν νὰ ξέρει ὅτι ἔχει τόσο μεγάλο πλεόνασμα ἀγαθῶν; Κὶ ὅμως, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν χάρηκε, ἀλλὰ ἀνησυχία ἄρχισε νὰ βασανίζει τὸ μυαλό του. Παράξενο κὶ ὅμως ἀληθινό. Μεγάλη ἀνησυχία: «τί θὰ κάνω τώρα ποὺ δὲν ὑπάρχει ἄλλος χῶρος στὶς ἀποθῆκες μου»; Ἡ λύση βρέθηκε γρήγορα. Ἐννοεῖται πὼς ἡ ἐλεημοσύνη στοὺς πτωχούς, ἡ θρέψη τῶν πεινασμένων καὶ οἱ λοιπὲς ἀγαθοεργίες ἀπουσίαζαν ἀπὸ τὴν λύση ποὺ ἔδωσε τελικά: «Θὰ γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ χτίσω νέες, μεγαλύτερες. Καὶ τότε, (τί «χαρά»!) θὰ μπορῶ νὰ πῶ στὸν ἑαυτό μου: «ψυχή μου, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ ποὺ φτάνουν γιὰ πολλὰ χρόνια. Νὰ ἀναπαύεσαι, νὰ τρῶς, νὰ πίνεις,  νὰ εὐφραίνεσαι». Κὶ ἀφοῦ ὁ ταλαίπωρος αὐτὸς ἄνθρωπος ἀναλογίστηκε αὐτά,  ἄκουσε τὴν συνταρακτικὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ: ἄφρονα, ἄφρονα, αὐτὴ τὴν νύχτα θὰ ἀπαιτήσουν ἀπὸ σένα τὴν ψυχή σου οἱ δαίμονες. Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔχεις ἐτοιμάσει, ποιανοῦ θὰ εἶναι τώρα;

            τσι, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος μιὰ ζωὴ θησαύριζε ἀχόρταγα γιὰ τὸν ἑαυτό του, χωρὶς ποτὲ νὰ δώσει σημασία στοὺς συνανθρώπους του ποὺ εἶχαν ἀνάγκη, σὲ μιὰ στιγμὴ βρέθηκε πάμφτωχος, ἄδειος καὶ ἐντελῶς ἀξιολύπητος. Εἶχε, δυστυχῶς, πιστέψει ὅτι θὰ ζοῦσε αἰώνια σὲ αὐτὴ τὴ γῆ. Ἡ τύφλωσή του ἀπὸ τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ δεῖ ὅτι ὁ σωματικὸς θάνατος πάντοτε παραμονεύει καὶ ποτὲ δὲν κάνει διακρίσεις. Ἔπεσε στὸν λάκκο ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε σκάψει. Βυθίστηκε στὴν δυστυχία τὴν ὁποία ἡ ἴδια του ἡ εὐτυχία τοῦ προσέφερε. Καὶ κάπως ἔτσι, ἡ ἠδονὴ ἔγινε… ὁδύνη.

            Ξέρετε, ἀδελφοί μου, ὁ Θεὸς ὅ,τι μᾶς δίνει, τὸ ὁτιδήποτε, μᾶς τὸ δίνει γιὰ νὰ πετύχουμε τὴν σωτηρία μας. Βέβαια, παράλληλα μᾶς δίνει τὴν ἐλεύθερη βούληση νὰ ἐπιλέξουμε ἂν μὲ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἔχει δώσει θὰ ἀγωνισθοῦμε γιὰ τὴν σωτηρία μας, ἤ τὸν θάνατό μας. Μάλιστα, τὴν ἐπιλογή μας τὴν σέβεται ἀπόλυτα καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ μᾶς ἀγαπᾶ.

            Τὸ γεγονὸς αὐτὸ φαίνεται ξεκάθαρα μέσα στὴν περικοπή. Παρ᾽ ὅλο ποὺ ὁ πλούσιος διαχειριζόταν λανθασμένα τὸν πλοῦτο τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ κατέχει, ὁ Φιλάνθρωπος Κύριος εὐλόγησε ὥστε τὰ χωράφια του νὰ καρποφορήσουν θαυμαστά. Ἐπιβεβαιώνεται γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ὅτι ὁ Θεὸς βρέχει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ ἀνατέλλει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους προσδοκῶντας τὴν σωτηρία ὅλων.

             εὐλογία τοῦ νὰ ἔχει κάποιος πολλὰ χρήματα εἶναι ταυτόχρονα μεγάλη εὐθύνη γιὰ σωστὴ διαχείριση. Ὁ Θεὸς ἐμπιστεύεται πλούτη σὲ ἀνθρώπους γιὰ νὰ ἀσκήσουν μὲ εὐλάβεια τὴν ἐλεημοσύνη, νὰ ἀναπαύσουν τοὺς συνανθρώπους τους, νὰ ἐργαστοῦν γιὰ τὸ καλὸ τῆς κοινωνίας, γνωρίζοντας ὅτι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ προσωρινοὶ διαχειριστές. Ἡ χρηστὴ αὐτὴ διαχείριση ὁδηγεῖ τοὺς πλουσίους στὸν Οὐρανό. Ἄν, ἀντιθέτως, οἱ πλούσιοι ἔχουν τὸ σκεπτικὸ τοῦ ἄφρονος τῆς περικοπῆς καὶ ζοῦν μόνο γιὰ τὴν ἀτομική τους διασκέδαση καὶ ἄνεση, ξεκινοῦν νὰ βιώνουν τὴν κόλαση ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωή, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ συνειδητοποιήσουν ὅτι ἄργὰ ἢ γρήγορα θὰ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τὰ ἐπίγεια ἀφήνοντας τὰ πάντα πίσω τους. 

            Ὅ,τι ἰσχύει γιὰ τὴν διαχείριση τοῦ πλούτου, τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ κάθε εἴδους ἀξιώματα. Ὁ Θεὸς παραχωρεῖ τὰ ἀξιώματα ὥστε διὰ τῆς ὀρθῆς διαχείρισης νὰ προαχθεῖ τὸ ὑλικὸ καὶ πνευματικὸ συμφέρον τῶν ἀνθρώπων. Ἡ λανθασμένη διαχείριση τῶν ἀξιωμάτων, ἡ ἐγωιστικὴ ἐκμετάλλευσή τους μὲ στόχο τὴν ἱκανοποίηση ἀτομικῶν φιλοδοξιῶν φέρει, δυστυχῶς, τὰ ἀντίθετα ἀποτελέσματα, τὴν ζημίωση τόσο τῶν ἀνθρώπων, ὅσο καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ διαχειριστῆ.

            Τὸ σημαντικότερο ἴσως μήνυμα ποὺ λαμβάνουμε ἀπὸ τὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἅπαντες, καὶ φτωχοὶ καὶ πλούσιοι, καὶ μικροὶ καὶ μεγάλοι, εἶναι ἡ ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη γιὰ συνεχῆ πνευματικὴ ἐγρήγορση. Ὀφείλουμε νὰ γρηγοροῦμε διότι δὲν ξέρουμε τὴν ἡμέρα, οὔτε τὴν ὥρα ποὺ θὰ κληθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Δικαίου Κριτῆ. Τὸ ὅτι ἡ σημερινὴ περικοπὴ εἶχε ὡς θέμα τὸν πλούσιο καὶ τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας, δὲν μᾶς ἀφήνει ὅλους τοὺς ὑπολοίπους ἀδιάφορους, διότι ὁ καθένας ἔχει τὰ ὅποια πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες του. Ὅπως ὁ πλούσιος καθῆκον εἶχε νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν πλεονεξία, ἔτσι καὶ ὁ καθένας μας πρέπει νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ ὅ,τι μᾶς βαραίνει. Μὴν ἀφήνουμε τὴν ἀπελευθέρωσή μας γιὰ ἀργότερα, διότι μπορεῖ νὰ μὴν προλάβουμε.          

Ἡ Χάρις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς σκεπάζει ὅλους!

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, 

            Μὲ ὅλη μας τὴν ψυχὴ πρέπει νὰ δοξάζουμε τὸν Θεό, καθώς, σὺν τοῖς ἄλλοις, μᾶς ἀξίωσε καὶ μᾶς ἀξιώνει νὰ ἀκοῦμε αὐτὰ ποὺ πολλοὶ προφῆτες, βασιλιάδες καὶ δίκαιοι ἤθελαν νὰ ἀκούσουν στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχή, ἀλλὰ δὲν ἄκουσαν. Καὶ τί ἀκοῦμε; Ἀκοῦμε τὴν ἴδια τὴν πηγὴ τῆς σοφίας νὰ μᾶς διδάσκει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ καλύπτει μὲ τὴν ἐξουσία τὴν ὁποία μόνο Ἐκεῖνος διαθέτει, τὰ λεγόμενα «ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα», ἢ τὶς ἀπορίες μας γιὰ τὴν μετὰ θάνατον ζωή. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ, ὡστόσο, ὅτι ὁ Κύριός μας σὲ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἀναφέρθηκε στὴν μετὰ θάνατον ζωὴ ἐλάχιστες φορές. Στὸ μεγαλύτερο τμῆμα τοῦ Εὐαγγελίου ὁ Χριστὸς μᾶς διδάσκει πῶς πρέπει νὰ ζήσουμε σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ γιὰ νὰ μὴν πεθάνουμε ὅταν πεθάνουμε. 

            Μία ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες ἀναφορὲς τοῦ Χριστοῦ στὴν μέλλουσα ζωὴ γίνεται στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ διήγηση τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου καὶ τοῦ πλουσίου. Ἡ διήγηση αὐτὴ ἀπὸ ἄλλους θεωρεῖται παραβολή, καθὼς μοιάζει μὲ τὶς ὑπόλοιπες εὐαγγελικὲς παραβολές, ἐνῷ ἀπὸ ἄλλους ὄχι, διότι σὲ ὅλες τὶς ἄλλες παραβολὲς προηγεῖται τὸ «εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην», ἐνῷ ἐδὼ ἀπουσιάζει ἡ φράση αὐτή. Ἐπίσης, ἡ σημερινὴ διήγηση ἀναφέρεται σὲ κάποιο πρόσωπο μὲ τὸ ὄνομα «Λάζαρος» καὶ εἶναι σὰν μία προοικονομία τῆς ἀναστάσεως τοῦ Δικαίου Λαζάρου ποὺ συνέβη λίγο καιρὸ ἀργότερα. 

            ναφέρει, λοιπόν, ὁ Κύριος ὅτι κάποιος πλούσιος ἄνθρωπος φοροῦσε πολύτιμα ἐνδύματα καὶ κάθε μέρα «εὐφραινόταν λαμπρῶς».Ἦταν κοντὰ στὸν πλούσιο καὶ ἕνας φτωχὸς μὲ τὸ ὄνομα «Λάζαρος», ὁ ὁποῖος θρεφόταν μὲ τὰ ἀποφάγια ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου καὶ τὰ σκυλιὰ ἔγλιφαν τὶς πληγές του. Πέθαναν κάποτε οἱ δύο ἄνθρωποι καὶ ὁ μὲν Λάζαρος πῆγε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατριάρχη Ἀβραάμ, ὁ δὲ πλούσιος στὸν Ἅδη. Καθὼς βασανιζόταν στὸν Ἅδη, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε τὸν φτωχὸ στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατριάρχη καὶ εἶπε: «πάτερ Ἀβραάμ, στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ βάλει τὴν ἄκρη τοῦ δαχτύλου του στὸ νερὸ καὶ νὰ βρέξει τὰ χείλη μου, γιατὶ αἰσθάνομαι ὀδύνη μέσα σὲ αὐτὴ τὴν φλόγα». Καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἀπάντησε «θυμήσου, παιδί μου, ὅτι ἐσὺ ἀπόλαυσες τὰ ἀγαθὰ ὅσο ζοῦσες καὶ ὁ Λάζαρος, ὁμοίως, τὰ κακά. Τώρα, λοιπόν, ἐκεῖνος παρηγορεῖται καὶ ἐσὺ βασανίζεσαι. Ἄλλωστε, ὑπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ μας, ὥστε νὰ μὴν μποροῦν οἱ ἀπὸ ἐδὼ νὰ πάνε ἐκεῖ, οὔτε οἱ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ ἔρθουν ἐδώ». Εἶπε πάλι ὁ πλούσιος «σὲ παρακαλῶ, πάτερ, στεῖλε τὸν Λάζαρο στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου γιατὶ ἔχω πέντε ἀδελφούς· νὰ τοὺς μαρτυρήσει τὴν μεταθανάτια κατάσταση γιὰ νὰ μὴν ἔλθουν καὶ αὐτοὶ στὸν τόπο τῆς βασάνου». Ὁ Ἀβραὰμ ἀπάντησε: «ἔχουν τὰ βιβλία τοῦ Μωϋσῆ καὶ τῶν προφητῶν· ἂς ἀκούσουν αὐτούς». «Ὄχι πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλὰ ἂν κάποιος ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ μετανοήσουν». Εἶπε, κλείνοντας ὁ Ἀβραάμ: «ἂν δὲν ἀκοῦνε τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, οὔτε ἂν κάποιος ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκροὺς θὰ πεισθοῦν».

            χοντας ἀκούσει ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστῆ τὰ παραπάνω, θὰ ἤθελα νὰ ἐκφράσω μία ἀπορία: «Ποιά ἁμαρτία, τελικά, ἔκανε ὁ πλούσιος γιὰ νὰ κολαστεῖ στὸν τόπο τῆς βασάνου;». Στὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἀναφέρεται ὅτι ἔκανε κάποια ἁμαρτία, οὔτε ὅτι ἀπέκτησε παράνομα τὴν περιουσία του. Ἀναφέρεται μόνο ὅτι εὐφραινόταν κάθε μέρα λαμπρῶς. Μήπως καταδικάσθηκε ἐπειδὴ ἦταν πλούσιος καὶ ἀπολάμβανε τὶς ἀνέσεις ποὺ ἀναλογοῦσαν στὴν οἰκονομική του κατάσταση; Μὰ καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀβραὰμ ἦταν ἀπὸ τοὺς πλουσιωτέρους ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του, ὡστόσο ἡ ἀγκαλιά του ἔγινε ὁ τόπος ἀνάπαυσης τῶν Δικαίων, σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση. Ἑπομένως, ἡ Κόλαση ἢ ὁ Παράδεισος δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὰ πλούτη. Ὁ πλούσιος τῆς περικοπῆς κολάσθηκε διότι τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔστεκε πεσμένος στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του καὶ χόρταινε ἀπὸ τὰ ἀποφάγια του, τὴν πονεμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸν ταλαιπωρημένο Λάζαρο, ποτὲ δὲν τοῦ ἔδωσε σημασία, ποτὲ δὲν γύρισε νὰ τὸν κοιτάξει καὶ ἂν ὄχι νὰ τὸν ταΐσει, τουλάχιστον νὰ τοῦ πεῖ ἕναν συμπονετικὸ λόγο. Μάλλον σὲ αὐτὴ τὴν σκληροκαρδία ὀφείλονται οἱ ὑπέρμετρες ἐπίγειες ἠδονὲς τὶς ὁποῖες ἀπολάμβανε. Ἡ πρόσκαιρη ἡδονὴ ἔφερε τὴν σκληροκαρδία καὶ αὐτὴ μὲ τὴ σειρά της τὴν αἰώνια ὀδύνη.

            σον ἀφορᾶ τὸν Λάζαρο, αὐτὸς δὲν σώθηκε ἐπειδὴ ἦταν φτωχὸς καὶ ἐπειδὴ ταλαιπωρήθηκε. Ἡ ἔλλειψη τῶν χρημάτων δὲν συνεπάγεται τὴν σωτηρία μας. Αὐτὸ ποὺ ὁδήγησε τὸν Λάζαρο στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ, ἦταν ἡ ἀγόγγυστη ὑπομονή του. Ποτέ του δὲν κίνησε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, οὔτε σκέφθηκε νὰ διαπράξει κάποια παρανομία, οὔτε ἀκόμη κακολόγησε ποτὲ τὸν πλούσιο ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἦταν εὐκατάστατος ἐνῷ ὁ ἴδιος ὄχι. Ἀντιθέτως, δόξαζε τὸν Θεὸ καὶ παρέμενε πράος καὶ ἀνεξίκακος. Κατ’ ἀντιστοιχία μὲ ὅσα ἀναφέρθηκαν πιὸ πάνω, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ἀντιμετώπιση τῆς πρόσκαιρης ὀδύνης ἐξασφαλίζει τὴν αἰώνια ἡδονή. 

            Σημαντικὴ εἶναι ἡ ἀναφορὰ τοῦ Πατριάρχη Ἀβραὰμ στὸ μεγάλο χάσμα ποὺ χωρίζει τὴν Κόλαση ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι Κόλαση καὶ Παράδεισος εἶναι, ἀντιστοίχως, κατάσταση σκότους καὶ κατάσταση φωτός, κατάσταση λύπης καὶ κατάσταση χαρᾶς. Καὶ οἱ καταστάσεις αὐτὲς εἶναι αἰώνιες, δηλαδὴ δὲν ἔχουν τέλος. Γιὰ νὰ καταλάβουμε κάπως τὴν αἰωνιότητα, ἀρκεῖ νὰ φαντασθοῦμε ἕνα μικρὸ πουλάκι νὰ χτυπάει μὲ τὸ ράμφος του μία φορὰ στὰ δέκα χιλιάδες χρόνια τὸ ὄρος Ἔβερεστ. Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ αὐτὸ κάποια στιγμὴ θὰ γίνει θρίψαλα. Ὁ Παράδεισος, ὅμως, καὶ ἡ Κόλαση δὲν θὰ τελειώσουν ποτὲ καὶ κανεὶς δὲν θὰ μπορεῖ νὰ μεταβεῖ οὔτε γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν μία κατάσταση στὴν ἄλλη. Τὰ γήινα χρόνια ποὺ μᾶς δίνει ὁ Κύριος εἶναι ὑπεραρκετὰ γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουμε τὸν Παράδεισο ἢ τὸν Ἅδη. 

            Γιὰ αὐτὲς τὶς ἀλήθειες παρακαλεῖ ὁ βασανισμένος πλούσιος τὸν Ἀβραὰμ νὰ στείλει τὸν Λάζαρο πίσω στὴ γῆ, γιὰ νὰ τὶς μαρτυρήσει στοὺς ἀδελφούς του ποὺ ζοῦν στὴν ἁμαρτία, ὥστε νὰ μετανιώσουν καὶ νὰ μὴν ἔλθουν καὶ ἐκεῖνοι στὰ βάσανα. Ὁ Ἀβραάμ, ὅμως, ἀρνεῖται καὶ λέει ὅτι ἐφόσον ἔχουν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τὸν τηροῦν, οὔτε ὁ ἀναστημένος θὰ μπορέσει νὰ τοὺς ὁδηγήσει σὲ μετάνοια. Οἱ ἀδελφοὶ τοῦ πλουσίου πάσχουν ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο κακό, τὴν ψυχικὴ πόρωση. Οἱ ἁμαρτίες τοὺς ἔχουν καταστήσει τυφλοὺς καὶ ἐνῷ βλέπουν, δὲν βλέπουν. Ἔχουν πνίξει κάθε ἔλεγχο τῆς συνείδησης, ἔχουν τόσο ἐθιστεῖ στὰ πάθη, ποὺ ἀκόμη καὶ ἡ θέα ἑνὸς ἀναστημένου δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς διορθώσει.

             Ἀβραὰμ μίλησε ἀπόλυτα ὅταν εἶπε ὅτι οὔτε ὁ ἀναστημένος δὲν μπορεῖ νὰ διορθώσει τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ πλουσίου. Ναί, ὅμως, δὲν θὰ ἦταν καλὸ νὰ ἔστελνε ὁ Θεὸς πίσω τὸν Λάζαρο νὰ κηρύξει μετάνοια ὡς μία δεύτερη εὐκαιρία;  Κὶ ὅμως, τὸ ἔκανε λίγο καιρὸ ἀργότερα. Ἀνέστησε τὸν τετραήμερο Λάζαρο, ὁ ὁποῖος μίλησε γιὰ ὅσα βίωσε μετὰ θάνατον. Ὡστόσο, οἱ Ἰσραηλίτες δὲν ἄλλαξαν ριζικά. Μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου σκέφτηκαν νὰ φονεύσουν καὶ τὸν Χριστὸ (τὸ ὁποῖο ἔκαναν) καὶ τὸν Λάζαρο. Παρέμειναν, δηλαδή, ἴδιοι. 

            ν κατακλείδι, ἡ ἰδιότητα τοῦ Χριστιανοῦ ποὺ φέρουμε μὲ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, μᾶς ἐπιφορτίζει μὲ τὸ καθῆκον νὰ μὴν παραβλέπουμε τοὺς ἀδελφούς μας ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε πρὸς ὅλους «οἰκτίρμονες (δηλαδὴ ἐλεήμονες), ὅπως καὶ ὁ Οὐράνιος Πατέρας μας οἰκτίρμων ἐστί».  Ἐλεημοσύνη δὲν εἶναι μόνο τὸ νὰ δίνουμε χρήματα. Ἐλεημοσύνη εἶναι, ἐπίσης, τὸ νὰ ποῦμε τὸν καλὸ λόγο, νὰ προσευχηθοῦμε γιὰ τὸν ἀδελφό μας, νὰ τὸν παρηγορήσουμε, νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦμε στὴν ἀσθένειά του, ἢ ἀκόμα καὶ νὰ τὸν ἐλέγξουμε, ἂν χρειαστεῖ, πρὸς ὄφελος τῆς ψυχῆς του. Ἂν ἔτσι ζήσουμε, θὰ χαιρόμαστε ἀκούοντας τὸ «μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται». Ἀμήν.

Μετ’ εὐχῶν,

ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ 2025 (Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

DSC 8970

 

γαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

             λόγος τοῦ Θεοῦ τὸν ἄνθρωπο τὸν ὁποῖο βρίσκεται στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας ἔχει τὴν δύναμη νὰ τὸν μεταμορφώσει καὶ ἀπὸ σκοτεινὸ νὰ τὸν καταστήσει φωτεινό, ἀπὸ ἄγριο, Θεὸ κατὰ χάριν. Τότε, θὰ ρωτήσει καλοπροαίρετα κάποιος, γιατί ἡ κοινωνία μας βρίσκεται σὲ αὐτὸ τὸ χάος τῆς ἁμαρτίας; Μὴπως τάχα οἱ περισσότεροι δὲν ἔχουν ἀκούσει ποτὲ τὸν θεῖο λόγο, ἢ κάτι ἄλλο συμβαίνει; Τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴν δίνει σήμερα ὁ Χριστὸς μέσα ἀπὸ τὴν παραβολὴ τοῦ σπορέως. 

            Παραβολὴ εἶναι μία μικρὴ ἱστορία μὲ σκηνὲς ἀπὸ τὴν καθημερινότητά μας, ἡ ὁποία μᾶς βοηθᾶ νὰ κατανοήσουμε μεγάλες ἀλήθειες καὶ σημαντικὰ πνευματικὰ νοήματα. Τὸν παραβολικὸ τρόπο διδασκαλίας τὸν χρησιμοποιοῦσε συχνὰ ὁ Κύριός μας, προκειμένου νὰ γίνεται ἀντιληπτὸς ὁ λόγος Του ἀπὸ τὸν μικρότερο ἕως τὸν μεγαλύτερο, ἀπὸ τὸν πιὸ μορφωμένο, ἕως τὸν ἀγράμματο. Ὅλοι ὅσοι διακονοῦμε τὸν θεῖο λόγο πρέπει αὐτὸ νὰ τὸ λαμβάνουμε πολὺ σοβαρὰ ὑπ΄ ὄψιν, νὰ φροντίζουμε δηλαδὴ ὁ λόγος μας νὰ διακρίνεται ἀπὸ ἁπλότητα καὶ ἐγκαρδιότητα καὶ ὄχι ἀπὸ διάθεση ἐπίδειξης, ὥστε νὰ γίνει ὁ λόγος ἀπόλυτα κατανοητὸς ἀπὸ ὅλους. 

            Ξεκινᾶ, λοιπόν, ὁ Χριστὸς τὴν παραβολὴ λέγοντας ὅτι ὁ σπορέας βγῆκε στὸ χωράφι γιὰ νὰ σπείρει τὸν σπόρο του καὶ ἐξηγεῖ ὕστερα στοὺς Μαθητές Του ὅτι ὁ σπόρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἐκ πρώτης ὄψεως, δὲν εἶναι εὐκαταφρόνητος ἕνας σπόρος; Ἔστω ὅτι εἴμαστε πεινασμένοι. Δὲν θὰ προτιμούσαμε μάλλον ἕναν ὥριμο καρπό, ἀπὸ ἕναν σπόρο, ὁ ὁποῖος, ἄλλωστε, συνεπάγεται κόπο, μόχθο καὶ σκληρὴ ἐργασία γιὰ νὰ αὐξηθεῖ; Σωστά. Ὡστόσο, τρώγοντας στὸ παρὸν τὸν καρπό, μετὰ μένουμε χωρὶς τροφή. Ἀντιθέτως, ἐπιλέγοντας τὸν σπόρο, ἐξασφαλίζουμε πολλαπλάσιους καρποὺς γιὰ τὸ μέλλον. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι πνευματικὰ πεινασμένοι καὶ ψάχνουν ἀπὸ ἐδὼ κὶ ἀπὸ ἐκεὶ νὰ βροῦν «τροφή». Ὁ Χριστὸς προσφέρει τὸν σπόρο, τὸν λόγο Του. Αὐτός, ὅμως, στοὺς πολλοὺς δὲν φαίνεται ἑλκυστικός, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καταφεύγουν σὲ πιὸ πρόχειρες καὶ προσωρινὲς λύσεις, οἱ ὁποῖες, ὅμως, δὲν λύνουν μόνιμα τὸ πρόβλημα τῆς «πείνας». Αὐτὸς ποὺ μπορεῖ γιὰ πάντα νὰ λύσει αὐτὸ τὸ πρόβλημα καὶ νὰ καλύψει ὅλα τὰ κενὰ τῆς ψυχῆς μας εἶναι μόνο ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, γιὰ αὐτὸ ὁ Κύριός μας τὸν παρομοιάζει μὲ τὸν μικρὸ σπόρο μὲ τὴ μεγάλη δύναμη.

            πιστρέφοντας στὴν παραβολή, μαθαίνουμε ὅτι κατὰ τὴν διαδικασία τῆς σπορᾶς, ἕνας σπόρος ἔπεσε στὴν ὁδὸ καὶ ἦλθαν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸν ἔφαγαν. Πρόκειται γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀκοῦνε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μένουν παντελῶς ἀσυγκίνητοι καὶ ἀδιάφοροι, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἔρχεται ὁ πειρασμὸς καὶ νὰ ἁρπάζει τὸν σπόρο ἀπὸ τὴν καρδιά τους. Ἕτερος σπόρος ἔπεσε στὶς πέτρες καὶ μὲ τὸ ποὺ φύτρωσε ξεράθηκε, διότι δὲν εἶχε ὑγρασία, συμβολίζοντας τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δέχονται μὲ ἐνθουσιασμὸ τὸν θεϊκὸ λόγο, ἀλλὰ ἐπιφανειακά, χωρὶς νὰ τοῦ ἐπιτρέψουν νὰ ριζώσει, νὰ ἐπιβιώσει καὶ νὰ καρποφορήσει. Ἄλλος σπόρος ἔπεσε ἀνάμεσα στὰ ἀγκάθια καὶ ἐνῷ φύτρωσε καὶ ρίζωσε, ὕστερα ἀπὸ λίγο τὰ ἀγκάθια ἔπνιξαν τὸ φύτρο. Ἀγκάθια εἶναι τὰ ἀνθρώπινα πάθη, οἱ ἐπίγειες μέριμνες καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου ποὺ ὑπερβαίνουν τὴν ἐπιθυμία μας νὰ κάνουμε πράξη τὰ εὐαγγελικὰ διδάγματα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποτρέπουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ νὰ καρποφορήσει. Τέλος, ἕνας ἄλλος σπόρος ἔπεσε στὴ γῆ τὴν ἀγαθή, δηλαδὴ στὸν ἄνθρωπο τὸν καλοπροαίρετο, τὸν ταπεινό, ὁ ὁποῖος εἶναι καταδεκτικὸς στὴν ἀλήθεια, παρὰ τὶς ὅποιες ἀδυναμίες του. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο καρποφορεῖ ἑκατὸ φορὲς περισσότερο καὶ μεταμορφώνει ριζικὰ τὴ ζωή του.

            Τὸ χωράφι τῆς ψυχῆς μας σὲ τί κατάσταση βρίσκεται, ἀγαπητοί; Οὐσιαστικά, ἡ σημερινὴ παραβολὴ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση μᾶς καλεῖ νὰ ἀπαντήσουμε, γεγονὸς ποὺ ἀπαιτεῖ αὐτογνωσία. Ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, καὶ ἰδίως στὴν Ἑλλάδα, πολλοὶ σοφοὶ μίλησαν γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα νὰ γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας, τὸ λεγόμενο «γνῶθι σαὐτόν». Πρόκειται, πραγματικά, γιὰ πολὺ μεγάλη ἀνάγκη ἂν θέλουμε νὰ προοδεύσουμε στὴν κατὰ Θεὸν ζωή, διότι μᾶς παρέχει σημαντικὰ ὀφέλη. Ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας, μᾶς βοηθάει νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν πλάνη ποὺ ἀφορᾶ τὸ «ἐγώ» μας καὶ νὰ προσεγγίσουμε τὴν πραγματικότητα. Μᾶς βοηθάει νὰ κατανοήσουμε σὲ ποιὸ σημεῖο τοῦ χαρακτήρα μας νὰ δώσουμε περισσότερη βαρύτητα. Ὡς ἄλλη διάγνωση, μᾶς δείχνει ἂν ὑπάρχει κάποια ἀρρώστια καὶ μᾶς πληροφορεῖ μὲ τὶ φάρμακα χρειάζεται νὰ τὴν ἀντιμετωπίσουμε. Μᾶς διδάσκει ἂν ἀκολουθοῦμε σωστὴ πορεία, ἢ ἂν πρέπει νὰ ἀλλάξουμε διαδρομή. Μᾶς παρουσιάζει τὶς δυνατότητες καὶ τὶς ἀδυναμίες μας. Μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωση, στὸν σεβασμὸ καὶ στὴν ἀγάπη. Τελικά, λοιπόν, ἐτοιμάζει καὶ τὸ χωράφι γιὰ νὰ πέσει ὁ σπόρος. 

            Εἶναι γεγονός, ὅτι καμία ἀπὸ τὶς τρεῖς ἄκαρπες περιπτώσεις ποὺ παρουσιάζει ὁ Χριστὸς στὴν παραβολὴ εἶναι καταδικασμένη νὰ μείνει γιὰ πάντα ἄκαρπη. Ἁπλῶς, κάθε περίπτωση χρειάζεται τὴν δυναμικὴ ἀντιμετώπισή μας. Εἶναι ἡ ψυχή μας σὰν τὸν χιλιοπατημένο δρόμο, σκληρὴ καὶ ἄγονη; Μὴν ἀπελπιζόμαστε! Μποροῦμε νὰ τὴν ὀργώσουμε σὲ βάθος καὶ τότε θὰ μπορεῖ νὰ ἐνεργοποιήσει τὸν σπόρο. Εἶναι ἡ ψυχή μας γεμάτη πέτρες καὶ δέχεται μόνο επιφανειακὰ τὸν σπόρο; Μποροῦμε νὰ τὶς ἀφαιρέσουμε μιὰ γιὰ πάντα, κάνοντας ὑπομονὴ στὶς δοκιμασίες γιὰ νὰ δώσουμε στὸν σπόρο τὸν χρόνο νὰ ριζώσει καλὰ μέσα μας. Εἶναι ἡ ψυχή μας γεμάτη ἀγκάθια, γεμάτη κοσμικὲς μέριμνες γιὰ πλούτη καὶ ἠδονές; Μποροῦμε καὶ αὐτὰ νὰ τὰ ἀφαιρέσουμε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τότε τίποτα δὲν θὰ ἐμποδίσει τὴν καρποφορία τοῦ σπόρου. 

            δηγούμαστε, τελικά, στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ κοινωνία μας βρίσκεται σὲ αὐτὸ τὸ χάος -παρ’ ὅλο ποὺ ἔχει ἀκούσει κάποιες φορὲς τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ- ὄχι διότι εἶναι προβληματικὸς ἢ ξεπερασμένος ὁ ἴδιος ὁ λόγος. Ὁ θεῖος λόγος ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἀγγίζει ψυχὲς καὶ αὐτὴ ἡ δύναμη εἶναι διαχρονική. Τὸν ἴδιο λόγο ποὺ ἀκοῦμε σήμερα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, τὸν ἄκουσαν ληστὲς καὶ ἐπέστρεψαν τὰ κλοπιμαῖα, πόρνες καὶ ἀγάπησαν τὴν σεμνότητα καὶ τὴν ἁγνότητα, φονεῖς καὶ ἔχυσαν δάκρυα γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους. Αὐτοὶ μεταμορφώθηκαν διότι ἔδιωξαν τὶς πέτρες, ἀφαίρεσαν τὰ ἀγκάθια, ὄργωσαν τὸ χωράφι καὶ ἐπέτρεψαν στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ νὰ ἀναπαυθεῖ στὴν ψυχή τους. Ἂν τὰ κατάφεραν ἐκεῖνοι, πολὺ περισσότερο ὀφείλουμε νὰ τὰ καταφέρουμε καὶ ἐμεῖς ποὺ ξεγελοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας πιστεύοντας ἴσως πὼς βρισκόμαστε ἀπὸ ἐκείνους σὲ καλύτερη θέση. 

Μετ’ εὐχῶν,

Ὁ Ἐπίσκοπός σας,

  ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος