A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

«Ἀνεπίτρεπτη ἡ κοινωνία μέ αἱρετικούς κατά τόν Μ. Βασίλειο»

«..... Ό Μέγας Βασίλειος έπίστευε, ότι ή κοινωνία (σ.σ. μετά τῶν αἱρετικῶν) δέν είναι κάτι τυπικόν, άλλα θέμα ουσίας, θέμα Πίστεως, θέμα σωτηρίας. Γράφων προς τους Εύαισηνούς, εύχεται να μην έκπέση έκ της κοινωνίας με εκείνο το τμήμα της Εκκλησίας, το οποίο παραμένει έπί της βάσεως «τής υγιούς και άδιαστρόφου διδασκαλίας», έφ' όσον ή ορθή Πίστις είναι το θεμέλιον τής κοινωνίας και ή κοινωνία με τους Ορθοδόξους σημαίνει τοποθέτηση στην «μερίδα» των δικαίων «έν τη ήμερα τού Κυρίου ημών Ίησού Χριστού τη δικαία, όταν έλθη δούναι ήμίν έκάστω κατά την πράξιν αύτού» (ΡG τ. 32, στλ. 937Ο-940Α: Επιστολή ΣΝΑ' «Εύαισηνοίς», § 4). Η κοινωνία με αιρετικούς, κατά τον Μ. Βασίλειον, είναι ανεπίτρεπτος, έφ' όσον διά τής αθετήσεως έν όλω ή έν μέρει τής Ορθοδόξου Ομολογίας, αυτοί τίθενται αυτομάτως εκτός τής κοινωνίας τής Εκκλησίας. Ό Ούρανοφάντωρ, ήδη ώς Διάκονος, διέκοψε το 361 τήν κοινωνίαν με τον Επίσκοπο Καισαρείας Διάνιον και κατέφυγε στην έρημία τού Πόντου, παρά το ότι αγαπούσε και έσέβετο αυτόν βαθύτατα και παρά το ότι ό Διάνιος τον είχε βαπτίσει και χειροτονήσει; γιατί έπραξε τούτο; γιατί «άπετειχίσθη»; Διότι ό Διάνιος, έξ αδυναμίας χαρακτήρος, είχε υπογράψει τήν μή ορθόδοξο ομολογία πίστεως τής ήμιαρειανικής συνόδου Κωνσταντινουπόλεως [360, έξαρχος ό «Όμοιανός» Άκάκιος Καισαρείας Παλαιστίνης] (ΡG τ. 32, στλ. 38 8 0-392Α: Επιστολή ΝΑ' «Βοσπορίω Επισκόπω»). Αργότερα, ώς Επίσκοπος πλέον, δέν έδίστασε νά διάσπαση και τήν παλαιάν φιλία του μέ τον άρειανόφρονα επίσκοπο Σεβαστείας Εύστάθιον και νά διακόψη κάθε επαφή μαζί του. Ἐπεξηγών τήν αύστηράν στάσι του, έγραφε: "Τώρα όμως, έάν μήτε μέ εκείνους (τους περί τον Εύστάθιον) συμφωνούμε, αλλά και τους όμόφρονάς των αποφεύγουμε, δικαίως θά τύχωμε ασφαλώς συγγνώμης, «μηδέν προτιμότερον τής αληθείας και τής εαυτών ασφαλείας τιθέμενοι» " (ΡG τ. 32, στλ. 925 ΒC: Επιστολή ΣΜΕ' «Θεοφίλω Επισκόπω»). Ὅσοι μελετήσουν τό ὡς ἄνω κείμενον πρέπει νά λάβουν ὑπ’ ὄψιν, ὅτι οἱ νεοημερολογῖτες ἀπό τό 1920-1924,ὄχι μόνον ΚΟΙΝΩΝΟΥΝ μετά αἱρετικῶν, ἤτοι συμπλέουν μετά τοῦ παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ (Νεοημερολογιτικοῦ), ἀλλά εἶναι καί οἱ ἴδιοι βουτηγμένοι μέσα στήν αἵρεσι καί στήν πλάνη,.