A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π.ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΝΑΣΣΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π.ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΝΑΣΣΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024

Ο ΜΕΓΑΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΠΑΥΛΟΣ ΩΣ ΠΟΙΜΗΝ

  ὑπό Ἀρχιμανδρίτου Νικηφόρου Νάσσου

 

 

Α) Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΕΝΙΚΑ

 


 ὅρος «ποιμαντική» προέρχεται ἀπό τό ρῆμα «ποιμαίνειν», ὅπως ἐπίσης καί ὁ ὅρος «ποιμήν». Ἡ χρήση τοῦ ρήματος «ποιμαίνειν» ἔχει διπλή σημασία στούς ἀρχαίους Ἕλληνες. Ἡ κυριολεκτική σημασία εἶναι ἡ φροντίδα τοῦ ποιμένα γιά τό (ἄλογο) ποίμνιο, τά ζῶα, γιά τά ὁποῖα μεριμνᾶ, ὄχι ἁπλῶς γιά τήν τροφή τους, ἀλλά γιά ὅλες γενικῶς τίς ἀνάγκες τους. Ἡ μεταφορική ἔννοια τοῦ ποιμένος δηλώνει τό ἄρχειν καί ὁδηγεῖν καί διοικεῖν ἀνθρώπους. Στήν ἀνωτέρω ἔννοια τοῦ ποιμένος λογικῶν ζώων ἀναφέρεται ὁ Πλάτων, ὡς ἑξῆς: «Οὗτοι ἄρα τῶν παλαιῶν ἄριστοι νομοθέται γεγόνασιν, νομῆς τε καί ποιμένες ἀνδρῶν, ὥσπερ καί Ὅμηρος ἔφη <ποιμένα λαῶν> εἶναι τόν ἀγαθόν στρατηγόν»1 .

 

aopavlos


Στήν ἐκκλησιαστική πραγματικότητα ὁ ὅρος «ποιμήν» ἐνέχει πνευματικό περιεχόμενο, καθώς, ἡ ἰδέα γιά τόν ἰσραηλητικό λαό ὡς ποίμνιο τοῦ Θεοῦ εἶναι βαθύτατη, ὅπως συχνά μαρτυρεῖται στά κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐνῶ ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας ὀνομάζεται ποιμήν τοῦ λαοῦ Αὐτοῦ2 . Στόν Ἰεζεκιήλ, ὁ Θεός, ὡς ὁ κατεξοχήν ποιμήν, θά ὑποσχεθεῖ ὅτι θά ὁδηγήσει τό ποίμνιό του, δηλ. τόν λαό του «ἐν νομῇ ἀγαθῇ»3 . Ὁ Κύριος θέτει τά θεμέλια τῆς ποιμαντικῆς, ὡς πνευματικῆς ἐργασίας μέσα στό σῶμα Του, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία συνέστη ἀπό τήν πλευρά Του, σύμφωνα μέ τή χαρακτηριστική ρήση τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου. Γράφει ὁ χρυσορρήμων Πατήρ: «Ἡ Ἐκκλησία ἀπό τῆς πλευρᾶς τοῦ Χριστοῦ συνέστη…Ἐπειδή γάρ ὁ Χριστός εἰς τόν σταυρόν ἀνηνέχθη, καί προσηλώθη, καί ἀπέθανε, <προσελθών εἷς τῶν στρατιωτῶν, ἔνυξεν αὐτοῦ τήν πλευράν, καί ἐξῆλθε αἷμα καί ὕδωρ>·…καί ἐξ ἐκείνου τοῦ αἵματος, καί τοῦ ὕδατος ἡ Ἐκκλησία ἅπασα συνέστηκεν»4 .


ς γνωστόν, ὁ Ἐνανθρωπήσας Λόγος τοῦ Θεοῦ παρουσιάζεται ὡς Ποιμήν καί μάλιστα μέ ἀπόλυτη ἔννοια, καί διατρανώνει μάλιστα ὅτι Αὐτός εἶναι «ὁ ποιμήν ὁ καλός»5 . Ὁ Ἀρχιποίμην Χριστός, δηλώνοντας τόν προσωπικό (ἐξιδιασμένο) χαρακτῆρα τῆς ποιμαντικῆς, ἀλλά καί τό θυσιαστικό ἦθος τοῦ καλοῦ ποιμένος, θά διακηρύξει: «Γινώσκω τά ἐμά καί γινώσκομαι ὑπό τῶν ἐμῶν…καί τήν ψυχήν μου τίθημι ὑπέρ τῶν προβάτων»6 .


 Θεός Λόγος «ἐφανερώθη ἐν σαρκί»7 , καί ἕνωσε στό Πρόσωπό Του τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, τή θεία φύση Του μέ τήν προσληφθεῖσα ἀνθρωπίνη, «ἀτρέπτως καί ἀσυγχύτως καί ἀναλλοιώτως καί ἀδιαρέτως καί ἀδιασπάστως»8 , μέ σκοπό νά σώσει τόν ἄνθρωπο, καλώντας τον ὡς «καλός Ποιμήν» στήν «μίαν ποίμνην, ἀγγέλων καί ἀνθρώπων καί μίαν Βασιλείαν». Αὐτός, σύμφωνα μέ τήν Ὑμνολογία, «τό πλανηθέν ὀρειάλωτον εὑρών πρόβατον τοῖς ὤμοις ἀναλαβών, τῷ Πατρί προσήγαγε»9 . Ὁ Θεάνθρωπος σώζει ὄχι μόνο τόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς Του, ὁ ὁποῖος τόν εἶδε καί τόν ἄκουσε, ὅπως οἱ «αὐτόπται τοῦ Λόγου», ἀλλά τόν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς, πού θά γίνει πιστό μέλος τῆς Ἐκκλησίας Του, ἡ ὁποία εἶναι, σύφωνα μέ τόν ἀπόστολο Παύλο «σῶμα Χριστοῦ»10 , καί «κοινωνία τῆς θεώσεως», κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ11 .


Μετά τήν Ἀνάληψη καί τήν Πεντηκοστή, τόν ποιμαντικό ρόλο κατ᾿ ἐντολήν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ἀναλαμβάνουν οἱ Ἅγιοι Μαθηταί καί Ἀπόστολοί Του. Αὐτός τούς καθιέρωσε, τούς κατέστησε ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας Του. Ὁ Ἀπόστολος, μάλιστα, ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος κατεξοχήν διακρίνεται ὡς ποιμήν, μέσα ἀπό τίς Ἐπιστολές του, εἶναι ὁ Παῦλος, ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν. Αὐτός ἀναφέρεται στούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καί διδασκάλους ὡς ἑξῆς: «καί αὐτός ἔδωκε τούς μέν ἀποστόλους, τούς δέ προφήτας, τούς δέ εὐαγγελιστάς, τούς δέ ποιμένας καί διδασκάλους»12 . Ὁμιλοῦμε περί Ἀρχιερέων καί ἱερέων ὡς ποιμένων. Αὐτοί ἔλαβαν τή χάρη τῆς ἱερωσύνης μέ τήν χειροτονία καί ἔχουν τό χάρισμα μιᾶς εἰδικῆς λειτουργίας μέσα στό ἐκκλησιαστικό σῶμα, χάρισμα πού μετέχει στό τρισσόν ἀξίωμα τοῦ Κυρίου, σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη Δογματική. Αὐτοί ἀσκοῦν τήν λεγόμενη ποιμαντική διακονία καί πρέπει νά τήν ἀσκοῦν κατά Θεόν.


Εἶναι, βεβαίως, χαρακτηριστικό, ὅτι στήν Καινή Διαθήκη ὑπάρχουν οἱ ὅροι «ἀρχιερεύς» καί «ἱερεύς» νοηματικά, καί ὑπονοῦνται ὡς λέξεις. Στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή του ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν γράφει: «Ἀδελφοί ἅγιοι, κατανοήσατε τόν ἀπόστολον καί ἀρχιερέα τῆς ὁμολογίας ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν» 13.


στόσο, ἀναφορικά μέ τούς ποιμένες τῶν λογικῶν προβάτων χρησιμοποιοῦνται οἱ ὅροι: ἐπίσκοπος, πρεσβύτερος, ποιμήν. Ὑπάρχει, βεβαίως, ἡ μία καί ἑνιαῖα ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, στήν ὁποία μετέχουν «κατά χάριν» οἱ λειτουργοί τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί εἶναι «ὑπηρέται Χριστοῦ καί οἰκονόμοι μυστηρίων Θεοῦ», σύμφωνα μέ τόν ἀπόστολο Παύλο
14. Εἶναι πατέρες κατά πνεῦμα και ἀναγεννοῦν, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, «διά τοῦ Εὐαγγελίου»15 , ὁδηγῶντας αὐτούς ἀπό τή φυσική κατάσταση, αὐτό πού ὀνομάζεται «κατά φύσιν» στό «ὑπέρ φύσιν», ἤ ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἀπό τό «εἶναι» στό «εὖ εἶναι» καί στό «ἀεί εὖ εἶναι», δηλ. στό κατά χάριν ἄκτιστο ἐπίπεδο τῆς Βασιλεία τοῦ Θεοῦ16 . Αὐτό δέν εἶναι κάτι ἁπλό, οὔτε συνιστᾶ ἕνα εὔκολο ἐγχείρημα, ἀλλά ἕνα ὄντως ἐργωδέστατο, πολύ σπουδαῖο καί ὑψηλό. Ὁ Μέγας Βασίλειος θά προσδιορίζει στά «Ἀσκητικά» του ὡς ἑξῆς τόν πνευματικό πατέρα, πού βρίσκεται στήν πνευματική διακονία μετά τόν ἕνα Πατέρα τόν οὐράνιο: «Πατήρ γάρ ἐστίν ἀληθέστατος, πρῶτος μέν ὁ τῶν ἁπάντων Πατήρ∙ ὁ δεύτερος δέ μετ᾿ ἐκεῖνον ὁ τῆς πνευματικῆς καθοδηγούμενος πολιτείας»17 . Αὐτός ἀσκεῖ τήν ἐν Θεῷ ποιμαντική διά τῆς ἱερωσύνης, ἡ ὁποία, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο εἶναι «τέχνη τεχνῶν καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν»18 .

 

 

Β) Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

 


Δέν γνώρισε «ἐν σαρκί» τόν Ἐνανθρωπήσαντα Λόγο ὁ Παῦλος. Δέν ἔζησε πλησίον τοῦ θειοτάτου Διδασκάλου ὡς ἄμεσος μαθητής, ὁ μετά ταῦτα «οὐρανόφρων». Δέν μαθήτευσε στό ὑψηλότερο Διδασκαλεῖο τοῦ κόσμου, ἀπό ὅπου ἔρρευσαν στήν Οἰκουμένη «τά ρήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς» ὁ ζηλωτής Ἰουδαῖος Σαῦλος19 . Ὅμως, τόν γνώρισε στό ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ, τότε πού ἔκλεισαν προσωρινά τά σωματικά του μάτια, γιά νά ἀνοίξουν διά παντός τά πνευματικά. Ὁ Παῦλος μετά ταῦτα, ἐμπνεόμενος ἀπό τήν Ἀγάπη τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ, ἀναδεικνύεται «στόμα τοῦ Χριστοῦ»20 , διαπρύσιος κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου, κορυφαῖος Ἀπόστολος καί ποιμήν, πατέρας καί ἀναγεννητής ὑπάρξεων, ἀφοῦ κατά τό πρότυπο τοῦ Μεγάλου Ποιμένος καί τή Χάρη Ἐκείνου, ποίμανε μέ ἱκανότητα, σοφία καί δεξιοτεχνία τίς Ἐκκλησίες καί ἔγινε «τά πάντα τοῖς πάσι»21 , χάριν τῆς σωτηρίας τῶν πάντων.


Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, διαζωγραφεῖται ἐναργῶς ἡ ὅλη ποιμαντική ἀγωνία καί δραστηριότητα τοῦ «σκεύους τῆς ἐκλογῆς» τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ πρῶτα περιγράφεται τό ὄραμα τῆς Δαμασκοῦ καί ἡ μεταστροφή τοῦ πρώην Σαύλου22. Κατόπιν, οἱ Ἐπιστολές τοῦ Παύλου, πρός Κορινθίους, πρός Κολοσσαεῖς κ.λπ. ἀποτυπώνουν τήν ἀνύστακτη και ἀδιάκοπη μέριμνά του ὑπέρ «πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν», ἐνῶ ἡ μία ἐπιστολή του πρός Τίτον καί οἱ δύο πρός Τιμόθεον διαγράφουν τήν πολιτεία καί τά προσόντα τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐν λόγῳ Ἐπιστολές τοῦ θεορρήμωνος Παύλου ὀνομάστηκαν (ἀπό τόν 18ο αἰ. καί ἑξῆς) «ποιμαντικές»23 . Μποροῦμε νά σημειώσουμε, ὅτι κατά τή σύγχρονη ὁρολογία, αὐτές οἱ Ἐπιστολές ἀφοροῦν τή λεγομένη «ποιμαντική καθηκοντολογία».


 ἀσυναγώνιστος ὑπομνηματιστής τοῦ Παύλου, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, θά καταθέσει περί τῶν Ἐπιστολῶν, ὅτι ὁ Παῦλος, «ἀπηρτισμένος ἡμῖν τούς χαρακτῆρας ὑπέγραψε τῆς ἐπισκοπῆς, ἵν᾿ ἕκαστος τῶν εἰς ἀρχήν ταύτην ἀναβαινόντων, εἰς ἐκείνην (τήν εἰκόνα) ὁρῶν, μετά τοσαύτης ἀκριβείας τά καθ᾿ ἑαυτόν ἅπαντα οἰκονομῇ»24 . Πράγματι, στίς συγκεκριμένες Ἐπιστολές καθορίζονται οἱ ἁρμοδιότητες τῶν κατά τόπους προϊσταμένων τῆς Ἐκκλησίας. Καί ὅπως εὔστοχα ἔχει παρατηρηθεῖ, οἱ ποιμαντικές Ἐπιστολές θεωρήθηκαν ἀπό πολύ νωρίς ὡς τό πρῶτο πρακτικό ἐγχειρίδιο περί ποιμαντικῆς στήν ἐκκλησιαστική ἐπιστήμη τῆς ποιμαντικῆς, καί ὁ Παῦλος ὡς ὁ πατέρας καί θεμελιωτής τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τέχνης αὐτῆς25 .


Δεύτερος Νῶε ἀνεδείχθη ὁ Παῦλος, πάλι κατά τόν Χρυσόστομο, ἀφοῦ οἱ Ἐπιστολές του ἀποτελοῦν κιβωτό πνευματική, πολύ ἀνώτερη τῆς παλαιᾶς, ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Νῶε, καί τοῦτο διότι ἡ κιβωτός τοῦ Παύλου ἅρπαξε ἀπό τά κύματα τῆς ἀπιστίας ὅλη τήν Οἰκουμένη, γιά νά τή σώσει ἀπό τόν πνευματικό καταποντισμό26 .


Εἶναι γεγονός, ὅτι ἡ ποιμαντική διακονία τοῦ Παύλου καί ἡ καθημερινή του μέριμνα γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, ἐκκινοῦσε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία, «ὡς παφλάζουσα φλόγα» ἔκαιγε ἐντός τῆς πυρφόρου ὑπάρξεώς του. Αὐτή τόν ἐνέπνεε καί τόν καθοδηγοῦσε. Ὅμως, ὁ διδάσκαλος Παῦλος διέθετε καί τέχνη καί μεθοδολογία ποιμαντική, σύνεση καί διάκριση, ἀρετές κατεξοχήν ποιμαντικές. Ἀπό τόν ἱ. Χρυσόστομο ἐξαίρεται ἡ τεχνική τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου, τήν ὁποία χρησιμοποιεῖ κατά τήν ἄσκηση τῆς ποιμαντικῆς του διακονίας. Ἀναφέρεται λ.χ. στό γεγονός ἐκεῖνο, κατά τό ὁποῖο ὁ Παῦλος μέμφεται κάποιον πόρνο ἄνθρωπο, ἀλλ᾿ ὅμως δέν τόν κατονομάζει27 . Ἐπίσης, ὁ Χρυσόστομος θά παρατηρήσει, ὅτι στήν Α΄ πρός Κορινθίους Ἐπιστολή του ὁ Ἀπόστολος ἀρχίζει μέ αὐστηρότητα, ἀλλά καταλήγει μέ προσήνεια. Ἀντίθετα, στή Β΄ Ἐπιστολή του, ἐνῶ ἀρχίζει μέ πραότητα, καταλήγει σέ ἀπειλές28 . Ὄντως, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἱεράρχη, «καί τόξα καί δόρατα καί βέλη καί πάντα ἡ γλῶττα τοῦ Παύλου»29 . Κατά ταῦτα, δικαίως ὁ τῶν Ἐθνῶν Ἀπόστολος, θά χαρακτηρισθεῖ ἀπό τόν ἱ. Χρυσόστομο ὡς ὁ μέγιστος πνευματικός «τῆς Οἰκουμένης» γιατρός30.


κόμη, θά ἐπισημάνει ὁ ἱκανότατος ἑρμηνευτής τοῦ Παύλου, ὅτι, ὅπως ἕνας ἄριστος ζωγράφος, ὅταν πρόκειται νά κατασκευάσει μιά αὐθεντική καί πρωτότυπη μορφή βασιλέως, ἀναμειγνύει πολλά χρώματα καί ἀποτυπώνει μέ ἀκρίβεια τά χαρακτηριστικά τῆς μορφῆς, ὥστε ἔπειτα, ὅσοι μιμοῦνται καί ἀντιγράφουν, νά τήν ἀπεικονίζουν μέ ἀκρίβεια, ἔτσι καί ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, «καθάπερ τινά εἰκόνα βασιλικήν γράφων, καί τό ἀρχέτυπον αὐτῆς κατασκευάζων, τά ποικίλα τῆς ἀρετῆς κεράσας χρώματα, ἀπηρτισμένους ἡμῖν τούς χαρακτῆρας ὑπέγραψε τῆς ἐπισκοπῆς, ἵν᾿ ἕκαστος τῶν εἰς τήν ἀρχήν ταύτην ἀναβαινόντων, εἰς ἐκείνην ὁρῶν, μετά τοσαύτης ἀκριβείας τά καθ᾿ ἑυτόν οἰκονομῇ»31 .


στόσο, ἡ ποιμαντική τοῦ Παύλου, δέν εἶναι ἀπροϋπόθετη δογματικά, ἀλλά ἑδράζεται στά θεμελιώδη δόγματα τοῦ Εὐαγγελίου, ἤτοι, στό Τριαδικόν τοῦ Θεοῦ, στήν ἑνότητα, ἀλλά καί διάκριση τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, στή Σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου καί στήν πίστη ὅτι ἡ σωτηρία ἐπιτυγχάνεται ἐν τῇ Ἐκκλησία καί διά τῆς Ἐκκλησίας, πού σύμφωνα μέ τόν Παῦλο, εἶναι «σῶμα Χριστοῦ». Ἐπιπλέον, ἐπισημαίνονται καί οἱ τρόποι ποιμαντικῆς διακονίας τοῦ μεγίστου τῶν Ἀποστόλων, ὅπως ἐπίσης καί ἡ ποιμαντική του μέριμνα γιά συγκεκριμένα πρόσωπα32 .


Εἰδικώτερα τώρα, μποροῦμε νά ἀνιχνεύσουμε ποιμαντικά στοιχεῖα ἀπό τίς συγκεκριμένες Ἐπιστολές τοῦ θεορρήμωνος Παύλου, τίς λεγόμενες «ποιμαντικές». Αὐτές εἶναι οἱ πρός Τίτον, πού θεωρεῖται καί ὡς ἡ ἀρχαιότερη καί οἱ πρός Τιμόθεον Α΄ καί Β΄. Στήν Α’ πρός Τιμόθεον περιέχεται ὁ «καθρέπτης» τοῦ ἐπισκόπου. Συγκεκριμένα, στό γ΄ Κεφάλαιο τῆς Ἐπιστολῆς, ὁ Παῦλος θά παραγγείλει μέ αὐθεντία στό «γνήσιο τέκνο του» τόν Τιμόθεο, ὅτι «δεῖ τόν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι, μή πάροινον, μή πλήκτην, μή αἰσχροκερδῆ, ἀλλ᾿ ἐπιεικῆ, ἄμαχον, ἀφυλάργυρον»33 .


Τό κατεξοχήν χαρακτηριστικό τοῦ ἐπισκόπου, στίς Ποιμαντικές Ἐπιστολές τοῦ Παύλου εἶναι ἡ διδασκαλία. Ἡ νουθεσία του πρός τόν Τιμόθεο εἶναι χαρακτηριστική:
«Ἕως ἔρχομαι πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει, τῇ παρακλήσει, τῇ διδασκαλίᾳ. Μή ἀμέλει τοῦ ἐν σοί χαρίσματος, ὅ ἐδόθη σοι διά προφητείας μετά ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου. Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι, ἵνα σου ἡ προκοπή φανερά ᾖ πᾶσιν. Ἔπεχε σεαυτῷ καί τῇ διδασκαλίᾳ, ἐπίμενε αὐτοῖς· τοῦτο γάρ ποιῶν καί σεαυτόν σώσεις καί τούς ἀκούοντάς σου»34 .


Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ Παῦλος λέγει στόν πιστό μαθητή του Τιμόθεο «ἐπίμενε αὐτοῖς», νά ἐπιμένεις σ᾿ αὐτά, δηλ. στή διδασκαλία καί τό κήρυγμα, καί ἄν αὐτά, λέγει, πού σέ προτρέπω, τά ἐφαρμόσεις, τότε θά σώσεις καί τόν ἑαυτό σου καί τούς ἀκούοντες τή διδαχή σου. Ὁ ὑπομνηματιστής τοῦ συγκεκριμένου χωρίου περί τῆς διδασκαλίας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, θά γράψει ὅτι ἡ διδασκαλία εἶναι τό κατεξοχήν χάρισμα πού ἔλαβε ὁ ἐπίσκοπος ἀπό τήν χειροτονία35 . Ὁ ἱερός Δαμασκηνός θά σημειώσει: «Μή ἐν τῷ βίῳ μόνον, ἀλλά καί ἐν τῷ λόγῳ τῷ διδασκαλικῷ»36 . Ὁ ἴδιος ὁ θεορρήμων Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν μελετοῦσε πρίν τό κήρυγμα, ἀναζητοῦσε τήν κατάρτισή του, καίτοι ἦταν τόσο πεφωτισμένος, ἀφοῦ εἶχε μυηθεῖ στίς οὐράνιες πραγματικότητες, ἀκούγοντας «ἄῤῥη¬τα ῥή¬μα¬τα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι»37 .


Στό τέλος τῶν Ποιμαντικῶν του Ἐπιστολῶν (στή Β΄ πρός Τιμόθεον) ὁ Παῦλος παρακαλεῖ τόν ἀποδέκτη τῶν λόγων του νά τοῦ φέρει, ἐκτός ἀπό κάποιο ἔνδυμα γιά νά ἀντιμετωπίσει τό ψῦχος («τόν φελόνην»), τίς μεμβράνες, ὥστε νά μελετᾶ ὁ ἴδιος τίς Ἅγιες Γραφές38 . Χαρακτηριστικό, μάλιστα, τῆς εὐαίσθητης καί εὐγενέστατης καρδίας τοῦ Παύλου, παράδειγμα πρός μίμηση καί τοῦτο γιά τούς ἐπισκόπους καί ποιμένες, εἶναι ὅτι ὁ μέγας Ἀπόστολος παρακαλεῖ καί δέν ἐπιτάσσει τόν νεαρό («νεόφυτον») Τιμόθεο. Ὁ Παῦλος, παρότι εἶναι φορέας ἐπιταγῆς, ἐντούτοις, παρακαλεῖ πατρικά καί δέν διατάζει ἐξουσιαστικά. Αὐτή τήν εὐγένεια τῆς ἀναγεννημένης ἐν Χριστῷ καρδίας τοῦ μακαρίου Παύλου, δέν μποροῦσε νά προσπεράσει ἀσχολίαστη ὁ χαρισματικός ὑπομνηματιστής του, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, καί γι᾿ αὐτό σημειώνει: <Καθώς παρεκάλεσά σε>…. Ἄκουε τό προσηνές· πώς οὐ διδασκάλου φωνῇ χρῆται, ἀλλ᾿ ἱκέτου σχεδόν, οὐ γάρ εἶπεν <ἐπέταξα>, οὐδέ <ἐκέλευσα>»39 .


Εὐγένεια, λοιπόν, πνευματική διάκριση, κενωτική ἀγάπη, θυσιαστική προσφορά, εἶναι τά χαρακτηριστικά πού διέπουν ἕναν καλό ποιμένα, ὁ ὁποῖος ἐργάζεται ἐμπόνως καί εὐτόνως, ὡς καλός ἁλιεύς, προκειμένου νά «ζωγρίσει» τούς νοητούς ἰχθύες καί νά τούς τοποθετήσει στό δίκτυο τοῦ Δεσπότου Θεοῦ. Ὑπόδειγμα τούτων πάντων ὁ Παῦλος. Αὐτός κοπίασε καί πόνεσε τόσο γιά τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἐφαρμογή του ἀπό τούς ἀνθρώπους, ὥστε στήν περίπτωσή του νά ἐφαρμόζεται κατεξοχήν τό πατερικό: «Ὕπαγε, πόνησον· κόπου γάρ χρεία καί πόνου καρδίας»40 . Αὐτός ἦταν ὁ Μέγας Παῦλος ὡς ποιμήν!


 θεοφιλής ποιμαντική τοῦ ἀποστόλου Παύλου κατέστη φαεινό ὑπόδειγμα γιά τήν ἄσκηση τῆς ποιμαντικῆς διακονίας μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί Διδασκάλων, παλαιῶν καί νεοτέρων. Πολλοί εἶχαν τόν Παύλο ὡς ἐμπνευστή καί μυστικό καθοδηγητή στό ἐπίπονο ἔργο τῆς ἐν Θεῷ διαποιμάνσεως τῶν λογικῶν προβάτων τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ.


διαιτέρως θά λέγαμε, ἀπό τόν Παῦλο ἐμπνέονται στή συγγραφή τῶν περί ἱερωσύνης λόγων τους δύο κορυφαίοι Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας μας καί Οἰκουμενικοί Διδάσκαλοι, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος41 καί ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος42 , ἀλλά χρειάζεται κάποιο ἰδιαίτερο κείμενο, ὅπου θά νά μποροῦσε νά γίνει εἰδική ἀναφορά περί τῆς ποιμαντικῆς διακονίας Πατέρων καί Διδασκάλων, κατ᾿ ἔμπνευση τοῦ μεγάλου ἀποστόλου καί χαρισματικοῦ ποιμένος Παύλου.


Εἴθε ὁ χαρισματικός ποιμήν, Ἀπόστολος καί πρῶτος Θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, Παῦλος νά ἐμπνέει καί νά ἐνισχύει ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μετέρχονται τήν «τέχνην τεχνῶν καί ἐπιστήμην ἐπιστημῶν» στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, γιά τήν κατά Θεόν ποδηγεσία τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Ἀρχιποίμενος Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτοί, κατά τόν Παῦλο, εἶναι οἱ «ἐν ἑνί Πνεύματι εἰς ἕν σῶμα βαπτισθέντες καί πάντες εἰς ἕν Πνεῦμα ποτισθέντες»43
 .

 

 

1.Πλάτωνος, Μίνως, 321b-321c2.
2.Πρωτοπρ. Ἀθ. Γκίκα, Μαθήματα Ποιμαντικῆς, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 16, ὅπου καί οἱ σχετικές παραπομπές σέ Βιβλικά χωρία.
3.Ἰεζ. λδ΄, 14.
4.Ἐγκώμιον εἰς Μάξιμον 3, PG 51, 229.
5.Ἰω. ι΄, 11.
6.Ἰω. ι΄, 15.
7.Α΄ Τιμ., 3, 16.
8.Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 47, PG 49, 993 B.
9.Θεοτοκίον, Δοξαστικόν Ἑσπερινοῦ τοῦ Σαββάτου, ἦχος δ΄, «Ὁ διά σέ Θεοπάτωρ προφήτης Δαβίδ».
10.Α΄Κορ. 12, 27.
11.Λόγοι ἀποδεικτικοί Β΄, 78, βλ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τόμ. Α΄, σελ. 149
12.Ἐφεσ. δ΄, 11.
13.Ἑβρ. γ΄, 1.Βλ. Βλ. Ν. Σωτηροπούλου, Ἀντιχιλιαστικόν ἐγχειρίδιον, ἔκδ. «Σταυρός», Ἀθῆναι 1994, σελ. 183-184. Στό ἐν λόγῳ ἀντιαιρετικό πόνημα ὁ συγγραφέας παραθέτει πλῆθος ἐδαφίων ἀπό τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, πού ἀναφέρονται στήν ὕπαρξη ἀρχιερέων καί ἱερέων στήν ἐποχή ἰσχύος τῆς Καινῆς Διαθήκης, οἱ ὁποῖοι εἶναι, φυσικά, μέτοχοι τῆς ἱερωσύνης τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
14.Α΄Κορ., δ΄,1., βλ. π. Γ. Μεταλληνοῦ, Κηρύγματα στά Ἀποστολικά ἀναγνώσματα, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 78.
15.Α΄ Κορ. 4, 1-17.
16.PG 90, 1329 AB.
17.Μ. Βασιλείου, Ἀσκητικαί διατάξεις, 20, 1, MPG. 31, 1389D. Βλ. ἐπισκόπου Σοφιανοῦ CHEORGHE PATRUNJEL, «Ἡ πνευματική πατρότητα κατά τόν Μέγα Βασίλειο» (Διδακτορική Διατριβή), Θεσσαλονίκη 2..009, σελ. 33.
18.Γρηγορίου Θεολόγου, Ἀπολογητικός περί τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς, ΕΠΕ 1, 94.
19.Μαθήτευσε, ὡστόσο, ὁ Παῦλος σέ «ὑπερουράνιο», θεῖο Διδασκαλεῖο, κατά τήν ὑπερκόσμια, ἀσύλληπτη ἐκείνη πνευματική ἐμπειρία τῆς «ἁρπαγῆς», ὅπου εἶδε τά «ἄρρητα ρήματα» καί μυήθηκε ἐν Πνεύματι στά ὑπέρ -ἔννοιαν ἀγαθά τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
20.Α΄ Κορ.14, 37.
21.Α΄Κορ. 9, 22.
22.Πρξ. Θ΄, 1-18.
23.«Epistolae pastoralis», βλ. π. Ἀθ Γκίκα, Μαθήματα Ποιμαντικῆς, σελ. 25.
24.Ἐγκώμιον εἰς τόν Ἱερομάρτυρα Ἰγνάτιον, PG 50, 589.
25.π. Ἀθ. Γκίκα, ὅπ. π. σελ. 26, Πρβλ. Νικηφ. Καλογερᾶ, Ἡ Ποιμαντική, Ἀθῆναι 1883, σελ. 8, Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Μητροπολίτου Πεταπόλεως, Ποιμαντική, ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 34.
26.Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν Ἅγιον Παῦλον, Ὁμιλία Α’, ΕΠΕ 36, 404: «Καί ἐκεῖνος μέν (ὁ Νῶε), ἑαυ¬τόν μετά τῶν παί¬δων διέ¬σω¬σε μό¬νον∙ οὖτος δέ, πο¬λύ χα¬λε¬πω¬τέ¬ρου τήν οἰκου¬μέ¬νην κα¬τα¬κλυ¬σμοῦ κα¬τα¬λα¬βό¬ντος, οὐ σα¬νί¬δας πη¬ξά¬με¬νος καί κι¬βω¬τόν ποι-ή¬σας, ἀλλ᾿ ἀντί σανί¬δων τάς ἐπι¬στο¬λάς συν¬θείς, οὐ δύ¬ο καί τρεῖς καί πέ¬ντε συγ¬γε-νεῖς, ἀλλά τήν οἰκου¬μέ¬νην ἅπα¬σαν, κα¬τα¬πο¬ντίζε¬σθαι μέλ¬λου¬σαν, ἐκ μέ¬σων ἥρπα¬σε τῶν κυ¬μά¬των».
27.Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς Α΄ Κορινθίους 9, PG 61, 79.
28.Βλ. Σπ. Τσιτσίγκου, Ἡ θεραπεία τῶν πνευματικῶν νοσημάτων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου κατά τήν ἐποχή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου σύμφωνα μέ τούς τρεῖς Ἱεράρχες, Ἀθήνα 2004, σελ. 476 (Ἀνάτυπον ἐκ τῆς Ἐπιστημονικῆς Ἐπετηρίδος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Τόμος ΛΘ΄).
29.Εἰς Β΄ Κορινθίους 21, PG 61, 545.
30.Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς την ἁγίαν Πεντηκοστήν, Ὁμιλ. Α΄, β΄, PG 50, 456, ὅ.π. Σπ. Τσιτσίγκου μνημ. ἔργ.
31.Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τόν ἅγιον ἱερομάρτυρα Ἰγνάτιον, PG 55, 589, βλ. πρωτοπρ. Θ. Ζήση, Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, Πατερική θεώρηση, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 40.
32.Βλ. Ἀρχιμ. Γ. Καψάνη, «Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὡς Ποιμήν» (Εἰσήγηση), στό : Παῦλος, πρῶτος μετά τόν Ἕνα, ἐκδ. Κλάδος Ἐκδόσεων Ἐπικοινωνιακῆς καί Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2001, σελ. 145 κ.ἑξ.
33.Α΄ Τιμ., 3, 2-3.
34.Α΄ Τιμ. 4, 13-14.
35.Βλ. Σωτηρίου Σ. Δεσπότη, Ἀποστόλου Παύλου Ποιμαντικές Ἐπιστολές, Τόμ Α΄, Πρός Τιμόθεον Α΄, ἐκδ. ἔννοια, Ἀθήνα 2018, σελ. 481.
36.PG 95, 1012.
37.Ὅπ.π., σ. 1-4. 
38.Β΄Τιμ., 4, 13.
39.Σ. Δεσπότη, Ἀποστόλου Παύλου Ποιμαντικές Ἐπιστολές, σελ. 164.
40.Φιλοκαλία, τ. Β΄, σελ. 252, Λόγος πάνυ ὠφέλιμος.
41.Βλ. Γρηγορίου Θελόγου, Ἀπολογητικός περί τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς, ΕΠΕ 1, 74-215.
42.Βλ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί ἱερωσύνης (ἕξι λόγοι), ΕΠΕ 28, 54-309.
43.Α΄ Κορ. 12,13.


Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022

ΧΙΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ ΘΕΟΥ - ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ Ο ΘΕΟΠΤΗΣ ΚΑΙ ΦΩΤΟΜΟΡΦΟΣ (+1022 – 2022)

ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου
 ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Εἶναι συγκλονιστική, ἀλλά καί προδήλως ἀληθινή, ἡ διατύπωση τοῦ γνωστοῦ Σέρβου, ὁσίου Πατρός, Ἰουστίνου τοῦ Πόποβιτς, περί τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι κοσμοῦν ὡς ἄλλοι πνευματικοί ἥλιοι, τό νοητό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικῶς. Κάθε Ἅγιος εἶναι «ὁ Χριστός ἐπαναλαμβανόμενος» καί οἱ βίοι τῶν Ἁγίων «δέν εἶναι ἄλλο, παρά ἡ ζωή τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἡ ἐπαναλαμβανομένη εἰς κάθε ἅγιον, ὀλίγον ἤ πολύ, κατά τοῦτον ἤ ἐκεῖνον τόν τρόπον»[1].

Συμεών Νέος ΘεολόγοςΣτήν ἀνατολή τῆς Β΄ χιλιετίας ἡ ζωή τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἐπαναλαμβάνεται, «ἐν τινί τρόπῳ», στό πρόσωπο ἑνός μεγάλου Θεολόγου, ἐμπειρικοῦ τῶν θείων πραγμάτων, τοῦ Θεολόγου τοῦ φωτός, ὅπως ἔχει ἀποκλιθεῖ. Τό φετεινό ἔτος συμπληρώνεται μία χιλιετία ἀπό τῆς Ὁσίας κοιμήσεως ἑνός γίγαντος τοῦ πνεύματος, τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, τοῦ Νέου Θεολόγου, κατά τό προσωνύμιο, πού τοῦ ἔχει ἀποδοθεῖ. Χίλια χρόνια τώρα ἡ Ἐκκλησία ἀρδεύεται ἀπό τά δροσερά νάματα τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας, τήν ὁποία κατέλιπε αὐτός ὁ κορυφαῖος Πατήρ, ὁ θεόπτης καί πνευματοφόρος, ὁ ἐμπειρικός Θεολόγος καί ζωντανός διαχρονικά μέσα ἀπό τά θεσπέσια κείμενά του, ἀφοῦ καί αὐτός, ὅπως ὁ Μ. Βασίλειος, «ζεῖ καί παρ᾿ ἡμῖν, ὡς λαλῶν ἐν τοῖς βίβλοις». Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 12 Ὀκτωβρίου ἑκάστου ἔτους.

 

Θεωρήσαμε σκόπιμο νά μήν παρέλθει ἡ πνευματική αὐτή ἐπέτειος τῶν χιλίων ἐτῶν, χωρίς νά κατατεθεῖ μιά ἔστω πενιχρή καί εὐσύνοπτη  μαρτυρία τῆς φωτοειδοῦς ἐμπειρίας τοῦ μεγάλου αὐτοῦ μύστου τῆς θείας ἐλλάμψεως καί ἑνώσεως. Καί εἶναι γεγονός, ὅτι ὁσάκις ἐνθυμούμεθα τούς Ἁγίους μας, τούς ὁδηγούς πρός τήν ὁδό τῆς ἐν Χριστῶ σωτηρίας, ἐμπνεόμεθα νά ἀκολουθήσουμε τό παράδειγμά τους, στά ὅρια τῶν ἐλαχίστων δυνατοτήτων μας. Ἔτσι, στά ἑπόμενα γίνεται ἀναφορά στό ἱερό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, τοῦ Νέου Θεολόγου, καί ἐκτίθεται ἀδρομερῶς ἡ ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, μέσα ἀπό ἐλάχιστα παραθέματα κειμένων τοῦ Ὁσίου, πρός ὠφέλεια ψυχῶν.

 

 

Α) Η ΥΨΗΛΗ ΚΑΙ ΦΩΤΟΦΑΝΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝΟΣ

 

Θεωροῦμε, ὅτι κάθε ἀναφορά σέ ὁσιακές, ἡγιασμένες μορφές, ὅπως εἶναι ὁ φωτοφόρος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὀφείλει νά παραχωρήσει τόν εἰσαγωγικό λόγο στήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς μορφῆς αὐτῆς. Ἔτσι, κατά τήν παροῦσα ἀναφορά μας περί τοῦ μεγάλου Ἁγίου τοῦ 11ου αἰῶνος, αἰσθανόμαστε βαθειά τήν ἀνάγκη νά χειραγωγηθοῦμε στά πρῶτα βήματα τῆς σκέψεώς μας ἀπό ἐκεῖνον, πού ἔσχε τήν θεία μέθεξη. Παραθέτουμε, λοιπόν, τμῆμα ἑνός ποιητικοῦ λόγου του, πού νομίζουμε ὅτι εἰσάγει μέ τόν καλύτερο τρόπο στήν παρουσίαση τοῦ Ἁγίου μας.

 

   «Δέν θέλω πιά νά θεωρῶ τό φῶς αὐτοῦ τοῦ κόσμου,

   οὔτε τόν ἥλιο ἀκόμα αὐτόν, μά κι ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου,

   γιατί τόν Κύριό μου θεωρῶ, τό βασιλιά μου βλέπω,

   βλέπω αὐτόν πού᾿ ναι ἀλήθεια φῶς, τοῦ φωτός ὅλου κτίστης,

   τήν πηγή βλέπω ὅποιου καλοῦ καί τήν αἰτία ὅλων,

   βλέπω τήν ἄναρχην ἀρχή, τά πάντα ἀπ᾿ ὅπου βγῆκαν,

   πού δίνει σ᾿ ὅλα τή ζωή, καί τροφή τά χορταίνει[2].

 

Ταῦτα διατυπώνει μία πυρφόρος ὕπαρξη, ὁ Ἅγιος τοῦ φωτός καί τῆς θεοπτίας, ὁ «ζέων τῷ Πνεύματι» καί πυρίπνοος, ὁ φλεγόμενος μέσα στό πῦρ τοῦ Παρακλήτου, ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Σύμφωνα μέ τά ἀνωτέρω, ὁ Ὅσιος εἶχε κατακτήσει ἔνδοθεν ἐν Χάριτι, τόν Θεό καί Δημιουργό τοῦ παντός, εἶχε ἀποκτήσει «ἐν αἰσθήσει ψυχῆς» τό θεῖο φῶς. Καί ἕνεκα τούτου, δέν τόν συγκινοῦσε τίποτε ἄλλο, δέν τόν ἔθελγε κανένα κτιστό φῶς, καμία ἀπόλαυση τοῦ κόσμου αὐτοῦ!

 

Τά βιογραφικά στοιχεῖα τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, τοῦ Νέου Θεολόγου, μπορεῖ κάποιος νά τά μελετήσει ἀπό τίς γνωστές ἐκδόσεις καί τούς Συναξαριστές, κυρίως ἀπό τόν μαθητή καί βιογράφο του, Νικήτα Στηθᾶτο. Ἄλλωστε, ὁ ἅγιος Συμεών εἶναι αὐτοβιογραφούμενος. Τά κείμενά του παρουσιάζουν ἔντονο βιογραφικό χαρακτῆρα καί αὐτό εἶναι σπάνιο στήν Πατερική Γραμματεία, μέ ἐξαίρεση ἄλλους δύο Ἁγίους αὐτοβιογραφούμενους, πού εἶναι, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (μέσα ἀπό τά Ἔπη του) καί ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος (μέσα ἀπό τίς Ἐξομολογήσεις του)[3].

 

Εἶναι γεγονός, ὅτι ὁ ἅγιος Συμεών ἀκολούθησε τήν «στενήν καί τεθλιμένην ὁδόν» τῆς ἀσκήσεως, ἀλλά ἀπό τῆς νεαρῆς του ἡλικίας, ὡς λαϊκός, εἶχε θεῖες ἐμπειρίες, ἐπειδή «ἄνοιξε» τήν καρδιά του, τόν ὑπαρξιακό του χῶρο, πρός δεξίωση τοῦ ἀκτίστου, πρός ὑποδοχήν τῆς Χάριτος. Ἡ ἄσκησή του ὑπῆρξε παροιμιώδης, ἡ προσευχή του πυρφόρος, ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο ἀνέκφραστη, ὁ θεῖος πόθος, πού κατέφλεγε τήν καρδία του, ἀσίγαστος. Τά ἀνωτέρω κατέστησαν τόν ἅγιο ἕναν γιγαντιαῖο φάρο τηλαυγή καί ἕναν πνευματικό μαγνήτη, πού ἥλκυε ψυχές ἐκλεκτές πρός τήν ἐν Θεῷ ζωή. Ἀρκεῖ, μάλιστα, ἡ μαρτυρία, ὅτι ὁ Συμεών στήν ἡλικία τῶν 20 ἐτῶν εἶχε μαθητές ἐν Χριστῷ, οἱ ὁποῖοι ἐμπιστεύθηκαν αὐτόν ὡς διδάσκαλο καί μύστη τῶν θείων πραγμάτων καί καταστάσεων. Δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός, ὅτι τήν πρώτη ἐμπειρία τοῦ θείου φωτισμοῦ (θεοπτία) τήν εἶχε ὡς λαϊκός. Ἕνα ἁπλό παιδί εἶδε «ἐν αἰσθήσει ψυχῆς» τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, δύο φορές μάλιστα! Χαρίστηκε στόν νέο αὐτόν ἡ ἐμπειρία τῆς θείας ἐλλάμψεως, γεγονός πού σέ ἄλλους Ἁγίους χαρίζεται μετά ἀπό ἀγῶνες πολυχρονίους στήν ἐν Χριστῷ ἄσκηση. Καί καθώς σημειώνεται, ἡ ἱερῶς μεθυστική αὐτή θεοφάνεια μέ φῶς, προδιέγραψε τόν μετέπειτα βίο του καί διεμόρφωσε τή θεολογία του[4].

 

ργότερα, ὁ ἴδιος, ὡς Θεολόγος πλέον τοῦ φωτός, θά ἐξυμνήσει τό φῶς, πού εἶναι ἐνυπόσταστο στό Πρόσωπο τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι φῶς καί ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ κατανοεῖται ὡς ἀέναη, ἐν φωτί, παρουσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ στήν Ἐκκλησία, στή Θεολογία, στήν Εὐχαριστία. Καί θά γράψει σχετικά: «Ὁ Χριστός ὁ Ἰησοῦς, ὁ σωτήρ, ὁ βασιλεύς τοῦ παντός φῶς· ὁ ἄρτος τῆς ἀχράντου σαρκός αὐτοῦ φῶς, τό ποτήριον τοῦ τιμίου αὐτοῦ αἵματος φῶς, ἡ ἀνάστασις αὐτοῦ φῶς, τό πρόσωπον αὐτοῦ φῶς· ἡ χείρ, ὁ δάκτυλος, τό στόμα αὐτοῦ φῶς, οἱ ὀφθαλμοί αὐτοῦ φῶς· ὁ Κύριος φῶς, ἡ φωνή αὐτοῦ ὡς ἐκ φωτός φῶς…»[5].

 

 Συμεών κατέθεσε ἀρκετά στό ἐπίπεδο τοῦ γραπτοῦ λόγου περί τοῦ φωτός, ἀφοῦ, ὅπως παρατηρεῖ ὁ καθηγητής Π. Χρήστου, τά συγγράμματα τοῦ Ἁγίου περικλείουν σχεδόν σέ κάθε σελίδα τίς λέξεις φῶς, ἔλλαμψη και ἄλλες παρόμοιες[6]. Αὐτό, βεβαίως, εἶναι ἀπαύγασμα βιώματος μυστικοῦ. Ὁ πνευματέμφορος Συμεών κήρυττε τό φῶς, ὄχι διανοητικά, ἤ γνωσιολογικά, μέσα ἀπό τή μελέτη θεολογικῶν κειμένων, ἀλλά εἶχε προσωπική θέαση τοῦ φωτός. Γνώριζε ἐμπειρικά αὐτό πού ἔγραφε, ὅτι «φῶς ὁ Θεός καί ὡς φῶς ἡ θέα αὐτοῦ». Πρώτη ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τοῦ φωτός, ὅπως ἐλέχθη, εἶχε ὁ Ἅγιος ὡς λαϊκός. Τή δεύτερη φωτοφάνεια ἔλαβε ὡς μοναχός, καί αὐτή συνεδέθη μέ τό πρόσωπο τοῦ πνευματικοῦ του πατρός καί Γέροντος, τοῦ ὁσίου Συμεῶνος τοῦ λεγομένου εὐλαβοῦς, ὡς ἀπαραίτητου μεσολαβητοῦ γιά τήν οἰκείωση τῆς θεία Χάριτος.

 

Νά σημειωθεῖ ἐδῶ, ὅτι ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Συμεῶνος τοῦ Ν. Θεολόγου πρός τόν ἐπίσης ἅγιο καί θεοφόρο Γέροντά του, τόν ὁδήγησε στό νά ἁγιοκατατάξει αὐτόν μόνος του, νά τόν τιμήσει ἀμέσως μετά θάνατον, νά συντάξει συναξάριο, νά φιλοπονήσει ἐγκώμια καί γενικά, νά τόν ἀναδείξει πανηγυρικά μέ εἰκόνες καί ὕμνους, ὡς μεγάλο καί θαυματουργό, ἀφοῦ ὁ ἴδιος στά κείμενά του πιστοποιοῦσε ὅτι ὁ Γέροντάς του εἶχε ἐμπειρίες καί ὁράσεις φωτός. Κατηγορήθηκε γιά τήν πρακτική αὐτή, ἀλλά παρέμεινε ἀπτόητος.

 

Εἰρήσθω ἐν προκειμένῳ, ὅτι αὐτή ἡ ὑπεράσπιση τοῦ πνευματικοῦ πατρός καί καθοδηγοῦ εἶχε θεολογική διάσταση. Δέν ἔπραξε κάτι ὁ Ἅγιος γιά νά δηλώσει τήν ἀντίθεσή του πρός τούς θεσμούς τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως εὔστοχα ἔχει παρατηρηθεῖ, «ἡ ὑπεράσπιση τοῦ Εὐλαβοῦς ἀπό τό πνευματικό του παιδί, ἰσοδυναμεῖ καί μέ ὑπεράσπιση τῆς θεολογίας καί τῆς πνευματικότητας τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου Συμεών, δεδομένου ὅτι ἡ ἐμπειρική βάση τῆς ἐνσυνείδητης δεξίωσης τῆς χάρης πού ἀντιπροσωπεύει ὁ Συμεών ὁ Εὐλαβής καί ἡ δυνατότητα τῆς οἰκείωσης τῶν Ἐνεργειῶν τοῦ Πνεύματος σέ κάθε ἐποχή, συνιστοῦν τόν θεμέλιο λίθο, πάνω στόν ὁποῖο οἰκοδομεῖ τή θεολογία του ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος»[7]. Ὁ ἴδιος ὁ Συμεών γράφει πώς ὁ Γέροντάς του, Συμεών ὁ Εὐλαβής, τοῦ εἶχε δώσει νά μελετήσει τό βιβλίο τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ, μέ τήν ὑπόμνηση - ἐντολή, νά ἐπιμελεῖται καθημερινά τή συνείδησή του. Καί αὐτή ἡ ἐντολή πού τοῦ δόθηκε, ἦταν γιά τόν Ὅσιο ἱκανή, πρός ἀπόκτησιν τῆς Χάριτος.

 

 πλούσια Χάρις, τήν ὁποίαν ἔλαβε ὁ Ἅγιος μέσα ἀπό τό ὑπαρξιακό του ἄνοιγμα καί τήν καρδιακή ἄμβλυνση, τόν ὁδήγησε σέ μεγαλύτερους ἀγῶνες καί ἀπό ἐκεῖ σέ ἄλλες φωτοφανεῖς ἐμπειρίες, πού εἶχε ὡς πρεσβύτερος καί ἡγούμενος. Γενικά ἡ ζωή του ὑπῆρξε φωτοφόρος καί φωτόμορφος, στό πλαίσιο τῆς ἀσκήσεως καί τῆς μετοχῆς του στή θεία Εὐχαριστία, στό «Μυστήριον τῆς ζωῆς». Πάντως, σύμφωνα μέ τούς ἐρευνητές, ὁ ἅγιος Συμεών, μέ τίς διδαχές του καί τή Θεολογία του, μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς ὁ πρόδρομος τῶν Ἡσυχαστῶν τοῦ 14ου αἰῶνα.

 

ντούτοις, ὅμως, παρόλα τά θεῖα δῶρα, πού ἔλαβε ὁ ὅσιος Συμεών, παρόλες τίς φωτοφάνειες καί τίς θεοπτίες, δέν εἶχε καμία ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά θεωροῦσε ὅτι δέν πράττει τίποτα. Ὁ Συμεών ὑπῆρξε ἄνθρωπος βαθυτάτης μετανοίας. Ζοῦσε τή μετάνοια ὡς μία ἀλλοίωση ὀντολογική τῆς ὑπάρξεώς του, ὡς μία μόνιμη αἴσθηση ἀναξιότητος καί μηδαμινότητος μπροστά στή θεία Μεγαλειότητα, μία, οὐσιαστικά, αἴσθηση τοῦ ὀντολογικοῦ χάσματος μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, γι᾿  αὐτό καί κατέθετε ἐκ ψυχῆς συντετριμμένης, ὅτι τίποτε καλό δέν ἔπραξε στή ζωή αὐτή καί καμία θεία ἐντολή δέν ἐφήρμοσε:

 

«Οὐκ ἔκαμον, οὐκ ἔπραξα δικαιοσύνης ἔργα, οὐδέποτε ἐτήρησα μίαν τῶν ἐντολῶν σου, ἀλλά ἀσώτως ἅπαντα τον βίον μου μετῆλθον, πλήν αὐτός οὐ παρεῖδες με, ἀλλά ζητήσας εὗρες, πλανώμενον ἐπέστρεψας, ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς πλάνης»[8].

 

Πῶς, ἔπειτα, νά μήν ἀξιωθεῖ οὐρανίων χαρισμάτων καί φωτοειδῶν ἐμπειριῶν ἕνας τόσο βαθύτατα μετανοῶν ταπεινός ἄνθρωπος; Ὡστόσο, ἡ βάση καί προϋπόθεση τῆς θεοπτίας, σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο, εἶναι ἠ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος διαβεβαιώνει, ὅτι θά κατοικήσει μετά τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐντός τοῦ ἀνθρώπου, ὁποῖος τηρεῖ τίς ἐντολές Του[9]. Σύμφωνα μέ τό Νέο Θεολόγο, μέ τήν «μέχρι κεραίας» τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, ἀξιωνόμαστε να δοῦμε ἐντός μας τόν Θεό, «καταξιούμεθα ὁρᾶν τόν Θεόν καί ἡ τοῦ Πνεύματος παρουσία καί ἔλαμψις γίνεται»[10].

 

Β) ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝΟΣ

 

Εἶναι γεγονός, ὅτι ἡ χαρισματική ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ την πρωτογενῆ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ἀποδεικνύεται μέσα ἀπό τά συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποίοι ἐξέφρασαν ἀπλανῶς τήν Ἀποστολική Παράδοση στήν ἐποχή τους, ἀφοῦ προηγουμένως τή βίωσαν ἡσυχαστικῶς, ἀλλά κυρίως μυστηριακῶς[11]. Στή χορεία αὐτῶν τῶν  μεγάλων ἁγίων βιωματικῶν συγγραφέων ἀνήκει καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος ἔχει πλουτίσει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέ ὑψηλῆς περιωπῆς συγγράμματα, τά ὁποῖα, ὁ μεγάλος Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, χαρακτηρίζει ὡς συγγράμματα ζωῆς, ἀφοῦ χαρακτηρίζει καί τόν βίο του ἅγιο. Γράφει ὁ Ἅγιος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος ἔζησε τρεῖς αἰῶνες μετά τόν Νέο Θεολόγο: «Συμεῶνος γάρ τόν βίον οἶσθα θαῦμα τε ὄντα πάντα σχεδόν καί δι᾿ ὑπερφυῶν θαυμάτων ὑπό Θεοῦ δεδοξασμένον, τά τε συγγράμματα αὐτοῦ συγγράμματα ζωῆς εἰπών τις, οὐκ ἁμάρτοι τοῦ προσήκοντος»[12].

 

Ἕνας χείμαρρος θεολογίας καί ὑψηλῆς πνευματικότητος, φωτοειδοῦς ἐμπειρίας καί ζωῆς, προχέεται ἀπό τή γραφῖδα τοῦ ὁσίου Συμεῶνος καί διαποτίζει πλουσίως τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ διαχρονικά. Λόγοι Κατηχητικοί, Θεολογικοί, Ἠθικοί, Ὁμιλίες, Ποιήματα, Ἐπιστολές καί διάφορες νουθεσίες σκορπίζονται ἀφειδῶς πρός ὅλους, ἀπό ἐκεῖνον, πού ἀποκαλεῖ τόν ἑαυτό του «πτωχόν φιλάδελφον»[13], ἀλλά ἡ μέριμνά του γιά τήν ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν του, τόν καθιστᾶ «ζηλωτήν μανικώτατον»[14]. Μέσα ἀπό τά κείμενα τοῦ ἁγίου Συμεῶνος προδίδεται ὁ ὑψηλός βαθμός τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας του.

 

 λόγιος Ἁγιορείτης, Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης, προκειμένου νά παρακινήσει τούς ἀκροατές τῶν καλλιεπέστατων ὁμιλιῶν, ἤ κειμένων του, στή μέθεξη τῆς θείας γνώσεως καί τή μετοχή τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, πού ἀλλοιώνει τόν ἄνθρωπο «ἐπί τά βελτίῳ», παρουσίαζε πολλές φορές κείμενα τοῦ ὁσίου Συμεῶνος καί μάλιστα κατά κόρον ἀρέσκετο στό νά διατυπώνει σέ μετάφραση τό ἑξῆς ἀπόσπασμα ἀπό Ὕμνο τοῦ Ἁγίου:

 

«Ἀπολαύω τῆς ἀγάπης σου καί τῆς ὡραιότητός σου, καί εἶμαι πλήρης γλυκύτητος καί θείας εὐδαιμονίας. Τό πρόσωπό μου λάμπει, ὅπως καί τοῦ ἠγαπημένου μου. Ὅταν βυθίζομαι μέσα εἰς τό φῶς σου, τότε αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι ὡραιότερος ἀπό ὅλους τούς ὡραίους, πλουσιώτερος ἀπό ὅλους τούς πλουσίους, δυνατότερος ἀπό ὅλους τούς δυνατούς καί ἰσχυρότερος ἀπό ὅλους τούς Αὐτοκράτορες».

 

Τό συγκλονιστικό ὄντως αὐτό κείμενο, στό πρωτότυπο ἔχει ὡς ἑξῆς:

 

«Μεταλαμβάνω τοῦ φωτός, μετέχω καί τῆς δόξης, καί λάμπει μου τό πρόσωπο ὡς καί τοῦ ποθητοῦ μου, καί ἅπαντα τά μέλη μου γίνονται φωτοφόρα. Ὡραίων ὡραιότερος τότε ἀποτελοῦμαι, πλουσίων πλουσιώτερος καί δυνατῶν ἁπάντων, ὑπάρχω δυνατώτερος καί βασιλέων μείζων»[15].

 

Πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι ἡ ἐποχή τοῦ ἁγίου Συμεῶνος (11ος αἰ.), ἦταν ἐποχή ξηρασίας θεολογικῆς καί πνευματικῆς. Κατά τήν ἐποχή αὐτή, ἡ Πατερική Γραμματεία καί ἡ μυστική Θεολογία βρισκόταν σέ μία στασιμότητα[16]. Ἡ πλούσια συγγραφική παραγωγή τοῦ Ἁγίου, μέ κείμενα ὑψηλά, μέ περιγραφές τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς μυστικῆς κοινωνίας μέ Αὐτόν, σέ μιά πλημμύρα ἀγάπης καί φωτός[17], συνετέλεσε στήν ἄνθηση τῆς Πατερικῆς Γραμματείας καί τῆς μυστικῆς Θεολογίας. Ὁ θεολογικός λόγος τοῦ Συμεῶνος ὑπῆρξε τολμηρός, ἀλλά καί ἰδιότυπος καί παρεξηγίσιμος, ἄν κανείς δέν διαθέτει κριτήρια θεολογικῆς ἀξιολογήσεως καί πνευματική ἐμπειρία. Γι᾿ αὐτό καί κατηγορήθηκε ὡς «νοσηρός μυστικιστής». Εἶναι γνωστό, ὅτι ὁ καθηγητής Π. Τρεμπέλας εἶχε γράψει, ὅτι οἱ διδασκαλίες τοῦ ἁγίου Συμεῶνος χαρακτηρίζονται «ὡς καινοφανεῖς καί παράδοξοι, ἄν μή αἱρετικαί»[18]. Δέν μποροῦσε, ὅμως, ὁ κατά τά ἄλλα λίαν ἀξιόλογος καθηγητής νά εἰσδύσει στό βάθος τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας τοῦ Ὀρθοδόξου Ἡσυχασμοῦ, τόν ὁποῖον ἐξέφραζε ὁ ἅγιος Συμεών. Δέν εἶχε ἐμβαθύνει στά ζητήματα αὐτά καί αὐτό πιστοποιεῖ τό γεγονός τῶν τριῶν μόνο ὀνομαστικῶν ἀναφορῶν στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, στήν τρίτομη ὀγκώδη Δογματική του. (Ἴσως ἔπταιαν καί οἱ ἐποχές, ὅπως σημείωνε ὁ καθηγητής π. Γ. Μεταλληνός).

 

Μιά προσωπική ἰδιοτυπία τοῦ ὁσίου Συμεῶνος εἶναι «ἡ αἰσθητοποίηση σέ ἐξωτερικά λεκτικά σχήματα τῶν ἐρωτικῶν ἀλλοιώσεων τῆς ψυχῆς, τίς ὁποῖες προκαλοῦσαν οἱ ἐπιδημίες καί οἱ ἀποδημίες τοῦ ἀγαπημένου του Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[19]. Καί ἰδιαίτερα μάλιστα, ὅπως σημειώνει πάλι ὁ π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, στούς Ὕμνους τῶν θείων ἐρώτων, ὁ Συμεών κενώνει τούς θησαυρούς τῆς ὄντως μυστικῆς ζωῆς του καί Θεολογίας[20].

 

Γ) Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝΟΣ

 

Ἡ Θεολογία τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, τοῦ ἐπονομαζομένου Νέου Θεολόγου[21] (Τριαδολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία, Ἐκκλησιολογία, Ἐσχατολογία), εἶναι ὠκεανός ἀπύθμενος καί δέν μπορεῖ μέσα στά στενά χωροχρονικά ὅρια ἐνός κειμένου νά παρατεθεῖ, οὔτε κἄν ἀκροθιγῶς. Κατ᾿ ἐπιλογή θά παρουσιασθοῦν κάποιες θέσεις ἀπό τήν Εὐχαριστιολογία τοῦ Ἁγίου, δηλαδή ἀπό τήν Θεολογία, πού ἐξέφρασε σχετικά μέ τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀφοῦ, ὡς Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε, ὅτι ἡ θεία Λειτουργία (Εὐχαριστία) εἶναι τό κεντρικό Μυστήριο τῆς πίστεως μας, τό «Μυστήριον τῆς Συνάξεως», ἡ ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας.

 

Γιά τόν ἅγιο Συμεῶνα, ἡ θεία Εὐχαριστία, ὡς τό «Μυστήριον τῶν Μυστηρίων», συνιστᾶ τήν κορύφωση τῆς θεοειδοῦς ἐμπειρίας, πού μᾶς παρέχει τό ἐκκλησιαστικό μυστήριο ἐν γένει[22]. Ἀφετηρία τῆς εὐχαριστιακῆς θεολογίας του ἀποτελεῖ ἡ βιωμένη ἐμπειρία καί ἐκπεφρασμένη πεποίθηση, ὅτι ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος τῆς Εὐχαριστίας συνιστοῦν τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό καί καταθέτει ρωμαλέα, μέ τό γνωστό του ποιητικό τρόπο τά ἑξῆς:

 

«Ὅπου γάρ ἄρτος σαρκός καί τοῦ αἵματος, Λόγε, ἐκεῖ ὑπάρχεις σύ αὐτός, ὁ Θεός μου καί Λόγος, καί ταῦτα σῶμα γίνεται σόν ἀληθῶς καί αἷμα, ἐπελεύσει τοῦ Πνεύματος καί δυνάμει Ὑψίστου»[23].

 

Εἶναι, πιστεύουμε, γνωστή στούς Ὀρθοδόξους, πού μετέχουν τοῦ Ποτηρίου τῆς Ζωῆς, ἡ θαυμάσια ἐκείνη ποιητική Εὐχή τοῦ ἁγίου Συμεῶνος, πού βρίσκεται στό τέλος τῆς Ἀκολουθίας τῆς θείας Μεταλήψεως, «Ἀπό ρυπαρῶν χειλέων, ἀπό βδελυρᾶς καρδίας» κ.λπ. Στήν ἀνωτέρω Εὐχή, ὁ Ἅγιος, μεταξύ ἄλλων, περιγράφει τα ἀποτελέσματα τῆς θείας Κοινωνίας στόν πιστό, πού μετέχει τῶν Ἁγιασμάτων «μετά καθαροῦ συνειδότος»[24], μέ προετοιμασία καί κάθαρση ψυχοσωματική. Ἡ θ. Μετάληψη ἐνεργεῖ ἀνάλογα με τίς προϋποθέσεις τοῦ προσερχομένου, κατά τά γνωστά τρία στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως. Γράφει, ἐν προκειμένῳ, ὁ Ἅγιος:

 

«Καί καθαίρεις, καί λαμπρύνεις, καί φωτός ποιεῖς μετόχους, κοινωνούς Θεότητός σου ἐργαζόμενος ἀφθόνως, καί, τό ξενον καί Ἀγγέλοις καί ἀνθρώπων διανοίαις, ὁμιλεῖς αὐτοῖς πολλάκις, ὥσπερ φίλοις σου γνησίοις».

 

Προηγεῖται, βεβαίως, ἡ βαθυτάτη μετάνοια, τήν ὁποία πάλι ἐκφράζει ὁ ἅγιος Συμεών, γράφοντας, ὅτι ὑπερέβη τήν Πόρνη τῆς σχετικῆς Εὐαγγελικῆς διηγήσεως, πού ἀκοῦμε κατά τήν Μ. Ἑβδομάδα. «Ὑπέρ τήν Πόρνην ἀγαθέ ἀνομήσας», διαβάζουμε στό Κοντάκιο τῆς Μ. Τετάρτης. «Ἥμαρτον ὑπέρ τήν Πόρνην», γράφει ὁ ἅγιος Συμεών στήν Εὐχή του γιά τή θεία Μετάληψη. Καί παρακαλεῖ τόν Κύριο: «Πλῦνον με τοῖς δάκρυσί μου, κάθαρον αὐτοῖς με Λόγε, ἄφες καί τά πταίσματά μου, καί συγγνώμην πάρασχέ μοι».

 

Μπορεῖ νά πεῖ κανείς, ὅτι καί σέ ἄλλους πολλούς Πατέρες ἀπαντῶνται ἀνάλογες διατυπώσεις, περί τοῦ κορυφαίου Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας μας, περί τῶν ἐνεργημάτων αὐτοῦ στόν ὑπό προϋποθέσεις μεταλαμβάνοντα, περί τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μεταβολῆς τῶν Τιμίων Δώρων κ.λπ. Στόν ἅγιο Συμεῶνα, ὅμως, ὑπάρχει μία πρωτοτυπία. Ὁ Συμεών ταυτίζει τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέ τήν Εὐχαριστία. Κατ᾿ αὐτόν, τά «ἄρρητα ρήματα»[25], πού εἶδε ὁ θεορήμων Παῦλος καί τά αἰώνια ἀγαθά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, «ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν»ταυτίζονται μέ τή θεία Εὐχαριστία. Γράφει ὁ Ὅσιος: «Μετά τῶν ἀποκειμένων ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀγαθῶν, αὐτό τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἅ καθ᾿ ἑκάστην ὁρῶμεν καί ἐσθίομεν καί πίομεν, ταῦτα ὁμολογουμένως τά ἀγαθά ἐκεῖνά εἰσι· ἐκτός δέ τούτων οὐδαμοῦ τῶν ῤηθέντων οὐδέ ἕν εὑρεῖν ἐξισχύσεις, κἄν πᾶσαν διαδράμῃς τήν κτίσιν»[26]. Κατά τόν ἅγιο Συμεῶνα, λοιπόν, τόν Νέο Θεολόγο, Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί Εὐχαριστία ταυτίζονται.

 

 

Δ) ΤΟ ΕΦΙΚΤΟ ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΠΟΧΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΥΜΕΩΝ

 

 ἅγιος Συμεών, ἀνεδείχθη πηγή Θεολογίας, ἀφοῦ βίωσε «ἐν αἰσθήσει ψυχῆς», τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀκορέστως μάλιστα, στά ὅρια τῆς παρούσης ζωῆς. Ἰδού πῶς ὁ ἴδιος ἐξυμνεῖ αὐτήν τήν ἀγάπη, πού ἀποτελεῖ πρόγευση τῶν θείων, Ἐχατολογικῶν ἀγαθῶν:

 

«Ὦ ἀγάπη παμπόθητε, καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ σέ ἠγάπησε διότι δέν θέλει ἐπιθυμήσει ποτέ νά ἀγαπήσῃ ἐμπαθῶς κανένα κάλλος ἀνθρώπινον. Καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ ἐπεριπλέχθη ἀπό ἐσένα μέ θεῖον ἔρωτα, ὅτι θέλει ἀρνηθῇ ὅλον τόν Κόσμον, καί πλησιάζοντας εἰς κάθε ἄνθρωπον δέν θέλει μολυνθῇ. Καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ ἐφίλησε τά ἰδικά σου κάλλη, καί τά ἀπόλαυσε μέ πολύν πόθον, ὅτι θέλει ἀγιασθῇ κατά τήν ψυχήν, ἀπό τό ἄχραντον αἷμα, καί ὕδωρ πού στάζει ἀπό ἐσέ»[27].

 

Ζῶντας ὁ Συμεών τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος» του[28], πίστευε, ἀληθῶς καί ὀρθοδόξως, καί κήρυττε στεντορίως, ὅτι αὐτή ἡ ἄρρητη ἐμπειρία τοῦ θείου κάλλους εἶναι διαχρονική, ἀφοῦ ὁ μετεχόμενος Θεός εἶναι πάντοτε ὁ Αὐτός. Ἔτσι, στοιχούμενος στήν Πατερική Παράδοση, γνώριζε ὅτι ἡ ἀρετή δέν ἔχει τέλος, καί ἡ Ἁγιότητα δέν μπορεῖ νά περικλεισθεῖ σέ χρονικά ὅρια. Μάλιστα, ἐπέμενε στό ἐφικτόν τῆς ἁγιότητος σέ κάθε ἐποχή. Ἀποκαλοῦσε δέ, αἱρετικούς ἐκεῖνους οἱ ὁποῖοι πίστευαν ὅτι δέν μπορεῖ κάποιος στά χρόνια αὐτά (11ος αἰ.), νά τηρήσει τίς εὐαγγελικές ἐντολές καί νά συγκαταριθμηθεῖ μέ τούς παλαιούς Ἁγίους. «Ἀλλά περί ἐκείνων λέγω καί ἐκείνους ὀνομάζω αἱρετικούς, τούς λέγοντας μή εἶναι τινα ἐν τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς χρόνοις καί ἐν μέσῳ ἡμῶν, τόν δυνάμενον φυλάξαι τάς εὐαγγελικάς ἐντολάς καί κατά τούς ἁγίους γενέσθαι πατέρας»[29].

 

 ἅγιος Συμεών, ὑποστηρίζει, ὅτι σέ ὅλες τίς ἐποχές εἶναι ἐφικτή ἡ πνευματική ζωή καί ἡ θέα τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ τά ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ ἀποστολικά λόγια, «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιος εἰμί»[30]εἶναι προδήλως διαχρονικά. Τήν ἀνωτέρω πραγματικότητα ἀμφισβητοῦσαν τότε κάποιοι, ἀλλά και σήμερα ἀρκετοί την ἀμφισβητοῦν, θεωρῶντας, ὅτι δέν μπορεῖ στά χρόνια μας νά ἐπιτύχει κάποιος πνευματική ἄνωση καί νά ἀξιωθεῖ τῆς ἐμπερίας/θεωρίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Εἶναι, ὅμως, πάντοτε ἐφικτή ἡ Ἁγιότητα, σέ κάθε ἐποχή. Γι᾿ αὐτό ὁ Συμεών θά ἀπευθύνει ἔκκληση μέσῳ τῶν Ὕμνων του σέ ὅσους φρονοῦν καί κηρύσσουν τό ἀντίθετο, μέ αὐτά τά συγκλονιστικά λόγια: «Μή λέγετε, ἀδύνατον λαβεῖν τό θεῖον Πνεῦμα,|…Μή λέγετε, ὅτι Θεός οὐχ ὁρᾶται ἀνθρώποις,| μή λέγετε, οἱ ἄνθρωποι φῶς θεῖον οὐχ ὁρῶσιν,| ἤ ὅτι καί ἀδύνατον ἐν τοῖς παροῦσι χρόνοις!| Οὐδέποτε ἀδύνατον τοῦτο τυγχάνει, φίλοι,| ἀλλά καί λίαν δυνατόν τοῖς θέλουσιν ὑπάρχει,| πλήν ὅσοις βίος κάθαρσιν τήν τῶν παθῶν παρέσχε| καί καθαρόν εἰργάσατο τῆς διανοίας ὄμμα»[31].

 

πως ὀρθά ἔχει τονισθεῖ, ὁ Θεοφόρος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, «σφράγισε τήν ἐποχή του –καί ὄχι μόνο– σέ ὅλα τά ἐπίπεδα: Στό θεολογικό καί τό ἐκκλησιαστικό, στό μοναχικό, ὡς πυξίδα ἐπαναπροσανατολισμοῦ στήν οὐσία τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλά καί ὡς συγγραφέας καί ποιητής, βαπτίζοντας τήν (ποιητική) τέχνη στό ὑπαρξιακό βάθος τῆς ταπείνωσης καί τῆς μετάνοιας, μά καί ἀνάγοντάς την ταυτόχρονα, στά δυσθεώρητα ὕψη τῆς συνάντησης μέ τόν Θεό»[32].

 

πῆρξε ὄντως Μέγας!

 

Θά κλείσουμε τήν παροῦσα ἀναφορά, παραδίδοντας τόν λόγο στόν Ἅγιο, παρουσιάζοντας ἕνα ποίημα, πού ἐκφράζει τόν βαθύτατο θεῖο ἔρωτα καί πόθο του πρός τόν Τριαδικό Θεό.

 

          «Πῶς καί πῦρ ὑπάρχεις βλύζον,

           πῶς καί ὕδωρ εἶ δροσίζον,

           πῶς καί καίεις καί γλυκαίνεις,

           πῶς φθοράν ἐξαφανίζεις;

 

           Πῶς θεούς ποιεῖς ἀνθρώπους,

           πῶς τό σκότος φῶς ἐργάζῃ,

           πῶς ἀνάγεις ἐκ τοῦ ἄδου,

           πῶς θνητούς ἐξαφθαρτίζεις;

 

           Πῶς πρός φῶς τό σκότος ἔλκεις,

           πῶς τήν νύκτα περδράσσῃ

           πῶς καρδίαν περιλάμπεις,

           πῶς μέ ὅλον μεταβάλλεις;

 

           Πῶς ἑνοῦσαι τοῖς ἀνθρώποις,

           πῶς Υἱούς Θεοῦ ἐργάζῃ;

           πῶς ἐκκαίεις σου τῷ πόθῳ;

           πῶς τιτρώσκεις ἄνευ ξίφους;

 

           Πῶς ἀνέχῃ; πῶς βαστάζεις;

           πῶς εὐθύς οὐκ ἀποδίδως;

 

           Πῶς ὑπάρχων ἔξω πάντων,

           βλέπεις πάντων τά πρακτέα;

           πῶς μακράν ἡμῶν τυγχάνων,

           καθορᾷς ἑκάστου πρᾶξιν;

 

           Δός ὑπομονήν σοῖς δούλοις,

           μή καλύψῃ τούτοις θλίψις»[33].

 

 

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2022


 [1]Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, μετάφρ. ἐπισκ. Ἀθ. Γιέφτιτς, Ἀθῆναι 1970 (2), σελ. 99.

[2]Ὕμνος 28, Περί νοητῆς ἀποκάλυψης τῶν ἐνεργειῶν τοῦ θείου φωτός, Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, ΕΠΕ 19 ΣΤ΄, Μετάφρ.

[3]Θ. Ἀμπαντζίδη, Τό ἐνυπόστατον φῶς, Σπουδή στίς προϋποθέσεις τῆς θέωσης κατά τόν Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 2019, σελ. 37.

[4]Βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Πνευματική ζωή και θεολογία κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, «Σύναξη» 10 (1984), σελ. 22.

[5]Θεολογικός Τρίτος, SC 122, 150-155, βλ. ὅ.π. Τό ἐνυπόστατον φῶς, σελ. 178.

[6]ΘΗΕ, 11, Συμεών Νέος Θεολόγος, σελ. 543.

[7]Τό ἐνυπόστατον φῶς, σελ. 93.

[8]Ὕμνοι θείων ἐρώτων, SC 196, 19-30.

[9]Ἰω. 14, 18-23.

[10]Κατηχήσεις, SC 104, 159-180.

[11]Δ. Τσελεγγίδη, Προϋποθέσεις καί κριτήρια τοῦ ὀρθοδόξως καί ἀπλανῶς θεολογεῖν, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 106.

[12]Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1, 2, 12, ἐπιμ. Π. Χρήστου, τόμ. Α΄, σελ. 404.

[13]Κατήχησις 34, SC 113, 274.

[14]Κατήχησις 21, SC 104, 362.

[15]Βλ. Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου, Ὕμνοι, Ἐπιστολαί, ΙΣΤ΄.

[16]Β. Τσίγκου, Δογματικά καί Θεολογικά μελετήματα, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, σελ. 133.

[17]Βλ. Π. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τόμ. Α΄, Εἰσαγωγή, ἐκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 224.

[18]Βλ. Π. Τρεμπέλα, Μυστικισμός, Ἀποφατισμός, Καταφατική θεολογία, τεῦχος Α΄σελ. 96.

[19]Β. Τσίγκου, ὅ.π. σελ. 148.

[20]Βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Πνευματική ζωή καί θεολογία κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, «Σύναξη» 10 (1984), σελ. 22. Ὁ Γέρων Θεόκλητος ἔλεγε, ἐπίσης, προφορικά (ὅπως τό ἐξέφρασε καί στόν γράφοντα), ὅτι ὁ ἅγιος Συμεών ὑπῆρξε ποιητής καί οἱ ποιητές μορφοποιοῦν. Ἑπομένως, ὀφείλεται καί σέ τοῦτο τό στοιχεῖο ἡ αἰσθητοποίηση τῶν ἐσωτερικῶν θείων ἀλλοιώσεων τῆς ἁγίας του ψυχῆς, μετά ἀπό τίς θεῖες φωτοφάνειες καί ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτόν.

[21]Τό δοθέν προσωνύμιο «Νέος Θεολόγος» στόν ἅγιο Συμεών συνάντησε δύο ἑρμηνεῖες. Σύμφωνα μέ τήν πρώτη, τήν ἐπικρατοῦσα, τό προσωνύμιο «Θεολόγος» ἀντιπροσώπευε τή θεολογία στήν ἐκκλησιαστική καί πατερική της ἔννοια ὡς θεοπτία, καί τό ἐπίθετο «Νέος» δηλώνει τόν ἀνακαινιστή τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ἡ ὁποία εἶχε, ἐν πολλοῖς, θεσμοποιηθεῖ καί ἀπονευρωθεῖ. (Βλ. Τό Ἐνυπόστατον φῶς, σελ. 88). Σύμφωνα μέ τή δεύτερη ἄποψη, τό προσωνύμιο «Νέος Θεολόγος» ἀπέδωσαν εἰρωνικά καί χλευαστικά στόν Ἅγιο, ἀπό ἀντιπάλους του, ἐξαιτίας τῆς ἀνεγεννητικῆς του προσπάθειας. (Ὅ.π. σελ. 87)

[22]Τό ἐνυπόστατον φῶς, σελ. 335.

[23]Ὕμνοι θείων ἐρώτων, SC 156, 55-59.

[24]Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τήν πρός Ἑβραίους, Ὁμιλία ΙΖ΄, ΕΠΕ 25, 38.

[25]Β΄Κορ. 1-4.

[26]Βλ. πρωτοπρ. Ν. Λουδοβίκου, Ἡ κλειστή πνευματικότητα καί τό νόημα τοῦ ἑαυτοῦ, ἐκδ. Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 1999, σσ. 163-164.

[27]Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου, Λόγος 53ος, Μέρος πρῶτον, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 272

[28]Μρκ 12, 30.

[29]Συμεών Νέου Θεολόγου, Κατηχήσεις, Λόγος ΧΧΙΧ, SC 113, 137-140.

[30]Α΄Πέτρ. 1, 16.

[31]Ὕμνος 27, SC 174, 288 (125-134).

[32]Τό ἐνυπόστατον φῶς, σσ. 106-107.

[33]Τετράστιχα, τόν πρός Θεόν αὐτοῦ δεινύοντα ἔρωτα, Συμεών Ν. Θελόγου Λόγοι Μέρος Β΄, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 12.