Η Πρωτοδευτέρα Σύνοδος συγκλήθηκε το έτος
861, από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ, γιο του εικονομάχου Θεοφίλου.
Ο 15ος Κανόνας της Συνόδου αυτής, είναι ένας άλλος Κανόνας, που προβλέπει την παύση ή διακοπή της «κοινωνίας» από τον επίσκοπό του. Ο Κανόνας αυτός είναι πολύ σημαντικός. Αναφέρεται όμως, μόνο σε μία ειδική περίπτωση. Όταν κάποιος επίσκοπος κηρύττει δημόσια αίρεση, καταδικασμένη από Συνόδους και Πατέρες.
Στη περίπτωση αυτή ο Κανόνας λέει, πως όποιος παύει την «κοινωνία» από τον επίσκοπο, που κηρύττει αίρεση, προτού ακόμα αποφασίσει η Σύνοδος, αυτός όχι μόνο δεν πρέπει να τιμωρείται, αλλ’ απεναντίας να επαινείται, γιατί έπαψε την κοινωνία» από ψευδεπίσκοπο και ψευδοδιδάσκαλο, όπως αποκαλεί τον αιρετικό επίσκοπο, και δεν τεμάχισε την Εκκλησία, αλλ’ απεναντίας την έσωσε από σχίσματα.
Συμβολὴ εἰς τὴν θεολογίαν τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Ενστάσεως καὶ ᾿Αποτειχίσεως
Οἱ ὅροι «ἔνστασις» καὶ «ἐνιστάμενοι» εἶναι πατερικοί. Τοὺς
ἀναφέρει λόγου χάριν ὁ μέγας ἀγωνιστὴς τῆς ᾿Ορθοδοξίας ῞Οσιος
Θεόδωρος Στουδίτης.
Πᾶς δὲ «ὁ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας ἐνιστάμενος» 1 εἶναι ἀγωνιστὴς
τοῦ καλοῦ ἀγῶνος «τῆς ὀρθοδόξου καὶ θεαρέστου ἐνστάσεως» 2.
Διὰ τοῦτο λογίζεται καὶ ὁμολογητὴς τῆς ᾿Ορθοδόξου Πίστεως,
«ὁμολογητὴς γὰρ πᾶς ὁ ἐνιστάμενος» 3
κατὰ τῆς αἱρέσεως καὶ
ὑπὲρ τῆς ᾿Ορθοδοξίας.
῾Επομένως καὶ ἄξιος «τιμῆς» ᾿Ορθοδόξου, κατὰ τὸν ῾Ιερὸν
Κανόνα ΙΕʹ τῆς ῾Αγίας ΑΒʹ Συνόδου, τοῦ ὁποίου τὴν ἔγκυρον
ἑρμηνείαν ὑπὸ τοῦ ᾿Επισκόπου Νικοδήμου Μίλας παραθέτομεν
ἀκολούθως.
῾Ερμηνεία εἰς τὸν ΙΕʹ ῾Ιερὸν Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας ῾Αγίας Συνόδου 4 ὑπὸ ἀοιδίμου ᾿Επισκόπου Νικοδήμου Μίλας
Ο ΚΑΝΩΝ οὗτος εἶναι συμπλήρωμα τοῦ ΙΓʹ καὶ τοῦ ΙΔʹ
Κανόνος τῆς παρούσης Συνόδου, ἐπιτάσσει δέ, ἵνα, ἐφ᾿ ὅσον
πρέπει νὰ ὑφίσταται ἡ σχέσις ἐκείνη (σχέσις ὑποταγῆς δηλονότι καὶ
πειθαρχίας) τοῦ μὲν Πρεσβυτέρου πρὸς τὸν ᾿Επίσκοπον, τοῦ δ᾿
᾿Επισκόπου πρὸς τὸν Μητροπολίτην, πολλῷ μᾶλλον δέον ὅπως ὑ-
πάρχῃ ἡ τοιαύτη σχέσις πρὸς τὸν Πατριάρχην, εἰς ὃν τὴν κανονι-
κὴν ὑπακο ν χρεωστοῦσιν ἅπαντες: οἱ Μητροπολῖται, οἱ ᾿Επίσκοποι,
οἱ Πρεσβύτεροί τε καὶ οἱ λοιποὶ Κληρικοὶ τοῦ περὶ οὗ πρόκειται Πατριαρχείου.
Καθορίσας ταῦτα περὶ τῆς πρὸς
τὸν Πατριάρχην ὑπακοῆς, ὁ Κανὼν
ποιεῖται γενικὴν παρατήρησιν καὶ ἐπὶ
τῶν τριῶν (ΙΓʹ-ΙΕʹ) Κανόνων, δι᾿ ἧς
λέγει, ὅτι τὰ ἐκδοθέντα προστάγμα-
τα ἰσχύουσι μόνον καθ᾿ ἢν περίπτω-
σιν ὑπεισάγονται σχίσματα ἕνεκεν
ἀναποδείκτων τινῶν παραβάσεων
τοῦ Πατριάρχου, τοῦ Μητροπολίτου
καὶ τοῦ ᾿Επισκόπου.
᾿Εὰν ὅμως ᾿Επίσκοπός τις ἢ Μη-
τροπολίτης ἢ Πατριάρχης ἄρξηται
νὰ διακηρύττῃ δημοσίᾳ ἐπ᾿ ἐκκλη-
σίας αἱρετικήν τινα διδαχήν, ἀντι-
κειμένην πρὸς τὴν ᾿Ορθοδοξίαν, τό-
τε οἱ προαναφερθέντες κέκτηνται
δικαίωμα ἅμα καὶ χρέος ν᾿ ἀπο-
σχοινισθῶσι πάραυτα τοῦ ᾿Επισκό-
που, Μητροπολίτου καὶ Πατριάρχου
ἐκείνου, διὸ οὐ μόνον εἰς οὐδεμίαν
θέλουσιν ὑποβληθῆ κανονικὴν ποινήν, ἀλλὰ θέλουσι καὶ ἐπαινεθῆ
εἰσέτι, καθ᾿ ὅσον διὰ τούτου δὲν κατέκριναν καὶ δὲν ἐπανεστάτη-
σαν ἐναντίον τῶν νομίμων ᾿Επισκόπων, ἀλλ᾿ ἐναντίον ψευδεπι-
σκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων, οὔτε καὶ ἐγκατέστησαν τοιουτοτρό-
πως σχῖσμα ἐν τῇ ᾿Εκκλησίᾳ, ἀλλ᾿ ἀντιθέτως, ἀπήλλαξαν τὴν ᾿Εκ-
κλησίαν, ἐν ὅσῳ ἠδυνήθησαν, τοῦ σχίσματος καὶ τῆς διαιρέσεως.
῾Ο ᾿Αρχιμανδρίτης ᾿Ιωάννης (γνωστὸς Ρῶσος Κανονολόγος), ἔχων
ὑπ᾿ ὄψιν τὰς ἱστορικὰς περιστάσεις τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Ρωσίας,
παρατηρεῖ ἐν τῇ ἑαυτοῦ ἑρμηνεία τοῦ παρόντος Κανόνος πάντῃ
ὀρθῶς καὶ ὑπὸ τὴν αὐστηρὰν ἔννοιαν τῆς Κανονικῆς ἐπιστήμης,
ὅτι ὁ λόγῳ αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ οἰκείου ᾿Επισκόπου ἀποσχιζό-
μενος Πρεσβύτερος δὲν θὰ εἶναι ἔνοχος, ἀλλ᾿ ἀξιέπαινος, πλὴν
ὅμως μόνον τότε, ἂν ὁ εἰρημένος ᾿Επίσκοπος ἄρξηται κηρύσσων
διδασκαλίαν ἀναφανδὸν ἀντιβαίνουσαν πρὸς τὴν διδαχὴν τῆς ᾿Ορ-
θοδόξου ᾿Εκκλησίας καὶ ἐπισήμως καταδικασθεῖσαν ὑπὸ τῆς ᾿Εκκλη-
σίας 5, καὶ ἄν ταύτην τὴν ψευδῆ διδασκαλίαν παῤῥησίᾳ καὶ δημοσίᾳ
ἐπ᾿ ἐκκλησίας διακηρύττῃ, προτιθέμενος ἀποφασιστικῶς νὰ καταρ-
ρίψῃ τὴν ᾿Ορθόδοξον διδασκαλίαν καὶ νὰ στερεώσῃ τὴν αἵρεσιν·
δ᾿ ἄλλως, (ἐὰν δηλαδὴ ᾿Επίσκοπός τις ἐξενέγκῃ ποιάν τινα ἰδιάζου-
σαν ἐπὶ ζητημάτων πίστεως καὶ ἤθους γνώμην αὐτοῦ, δυναμένην
μὲν νὰ φανῇ τινι ὡς μ ὀρθή, μ οὖσαν ὅμως ἰδιαιτέρως σπουδαίαν
καὶ ἐπανορθουμένην εὐχερῶς, τοῦ ἐν λόγῳ ᾿Επισκόπου μήπω ἐπὶ
ἐσκεμμένῃ ἀνορθοδοξίᾳ ἐνοχοποιουμένου, ἢ ἐὰν πάλιν ὁ διαλη-
φθεὶς ᾿Επίσκοπος ἐξενέγκῃ ἐσφαλμένην τινὰ διδασκαλίαν αὐτοῦ ἐν
στενωτέρῳ κύκλῳ ὡρισμένων προσώπων, ὥστε εἶναι ἐφικτὸν νὰ
διορθωθῇ ἡ ἐν προκειμένῳ διδασκαλία ἐντὸς τοῦ στενωτέρου τού-
του κύκλου, τῆς εἰρήνης τῆς ᾿Εκκλησίας μ ἀθετουμένης), ἐν τοιαύτῃ
περιπτώσει οὐδεὶς Πρεσβύτερος κέκτηται τὸ δικαίωμα τοῦ ἀποχω-
ρίζεσθαι αὐθαιρέτως τοῦ οἰκείου ᾿Επισκόπου καὶ τοῦ δημιουργεῖν
σχῖσμα· ἄλλως θὰ ὑπόκειται εἰς τὴν ἐν ἀναφορᾷ πρὸς ταῦτα ὑπὸ
τοῦ ΛΑʹ ᾿Αποστολικοῦ Κανόνος προδιαγραφομένην ἐντολήν.
(Σχετικοὶ Κανόνες: ΛΑʹ ᾿Αποστολικός· ΣΤʹ τῆς Οἰκουμενικῆς Βʹ· Γʹ τῆς
Οἰκουμενικῆς Γʹ· ΙΗʹ τῆς Οἰκουμενικῆς Δʹ· ΛΑʹ καὶ ΛΔʹ τῆς ἐν Τρούλλῳ·
ΣΤʹ τῆς ἐν Γάγγρᾳ· ΙΔʹ τῆς ἐν Σαρδικῇ· Εʹ τῆς ἐν ᾿Αντιοχείᾳ· Ιʹ, ΙΑʹ καὶ ΞΒʹ
τῆς ἐν Καρχηδόνι· ΙΓʹ καὶ ΙΔʹ τῆς Πρωτοδευτέρας)».
------------------------------------------
1. ῾Οσίου Θεοδώρου Στουδίτου, PG τ. 99, στλ. 1064.
2. ῾Οσίου Θεοδώρου Στουδίτου, PG τ. 99, στλ. 1045.
3. ῾Οσίου Θεοδώρου Στουδίτου, PG τ. 99, στλ. 1177.
4. Περιοδ. «᾿Ορθόδοξος ῎Ενστασις καὶ Μαρτυρία», ἀριθ. 3/᾿Απρίλιος-᾿Ιούνιος 1986,
σελ. 73-74. Βλ. ᾿Επισκόπου Νικοδήμου Μίλας, Οἱ Κανόνες τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας
μεθ᾿ ἑρμηνείας, τ. II, Novi Sad, σελ. 290-291. ῾Υπογραμμίσεις ἡμέτεραι. Μετάφρασις
ἐκ τῆς Σερβικῆς ὑπὸ ῾Ιερομονάχου Εἰρηναίου Μπούλοβιτς (14/27.10.1981).
5. «Καὶ ἐπισήμως καταδικασθεῖσαν ὑπὸ τῆς ᾿Εκκλησίας».
• Σχόλιον:
῾Η ἄποψις αὐτή, ταπεινῶς φρονοῦμεν, δὲν εἶναι ἀκριβής· διότι ἡ ἐπαινουμένη
ἀποτείχισις δὲν πραγματοποιεῖται μόνον ὅταν κηρύσσεται ἐπισήμως προκαταδικασθεῖσα
ἤδη αἵρεσις, ἀλλὰ γενικῶς ἡ οἱαδήποτε αἵρεσις, εἴτε παλαιὰ εἴτε καινοφανής.
Τὸ ρῆμα καταγιγνώσκω καὶ ἡ μετοχὴ κατεγνωσμένος-η σημαίνουν βεβαίως καὶ
καταδικάζω καὶ καταδικασμένος-η, ἀλλὰ εἰς τὴν προκειμένην περίπτωσιν τοῦ ῾Ιεροῦ
Κανόνος ΙΕʹ τῆς Πρωτοδευτέρας ἔχουν ἄλλην σημασίαν, ὡς τοῦτο προκύπτει ἀπὸ
τὴν γραμματικήν, συντακτικήν, βιβλικὴν καὶ ἑρμηνευτικὴν παράδοσιν τῶν ῾Ιερῶν
Κανόνων, ἀλλὰ καὶ τὴν διαχρονικὴν πρᾶξιν τῆς ᾿Εκκλησίας.
Πλέον συγκεκριμένως, τὸ μὲν ρῆμα καταγιγνώσκω σημαίνει ἐπίσης ἀποδίδω τι
ὡς κατηγορίαν εἴς τινα, κατηγορῶ τινὰ διά τι (καταγιγνώσκω τινὸς ἀνανδρίαν), ἢ δὲ
μετοχὴ κατεγνωσμένος-η σημαίνει τὸ νὰ εἶναί τις ἀξιόμεμπτος καὶ ἀξιοκατάκριτος.
Παραδείγματα:
• «ὅτι κατεγνωσμένος ἦν» ὁ Πέτρος (Γαλ. βʹ 11) : ἦτο ἀξιόμεμπτος καὶ
ἀξιοκατάκριτος.
• «καταγινώσκῃ ἡμῶν ἡ καρδία», «μὴ καταγινώσκῃ ἡμῶν» (Αʹ ᾿Ιωάν. γʹ 20, 21) : ἡ
συνείδησις κατηγορεῖ ἡμᾶς διὰ τὴν διαγωγήν μας.
• «ἐπικινδύνως γινόμενα ἤτοι κατεγνωσμένως» (Μ. Βασιλείου, PG τ. 31, στλ.
1601Α) : ἀξιομέμπτως καὶ ἀξιοκατακρίτως.
• «μηδὲν κατεγνωκὼς τοῦ ᾿Επισκόπου» (ΛΑʹ ᾿Αποστολικός).
• «ἐπὶ ἐγκλήμασί τισι τοῦ οἰκείου κατεγνωκὼς ᾿Επισκόπου» (ΙΓʹ τῆς Πρωτοδευ-
τέρας).
• «Σημείωσαι τὸν παρόντα ᾿Αποστολικὸν Κανόνα διοριζόμενον ἀκινδύνως ἀποσχίζειν
τοὺς κληρικοὺς ἀπὸ τῶν ᾿Επισκόπων αὐτῶν, καταγινώσκοντας τούτων ὡς ἀσεβούντων»
(Θεοδώρου Βαλσαμῶνος, PG τ. 137, στλ.
•Οἱ εὐσεβεῖς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κλῆρος καὶ λαός, ἀπετειχίσθησαν ἐκ
τοῦ πατριάρχου Νεστορίου πρὸ συνοδικῆς κρίσεως, ἐπειδὴ οὗτος ἐκήρυττε καινοφανῆ
καὶ κατεγνωσμένην-ἀξιοκατάκριτον αἵρεσιν, δηλαδὴ «ψευδεπισκόπου καὶ
ψευδοδιδασκάλου κατέγνωσαν»