A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

ΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΡΚΕΙΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΤΗΝ ΤΙΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ



Ἂν κάποιος λοιπὸν δὲν ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀφοῦ ἔχει ἔλθει μὲ πρόσληψη σαρκός, εἶναι κατὰ τὴν σάρκα περιγραπτός, ἐνῷ κατὰ τὴν θεία φύση μένει ἀπερίγραπτος, αὐτός εἶναι αἱρετικός.

Ἂν κάποιος λογομαχεῖ ὑποστηρίζοντας ὅτι μὲ τὴν περιγραφὴ τοῦ σώματος τοῦ Λόγου περιγράφεται μαζὶ καῖ θεότητα χωρὶς νὰ ἀποδίδῃ καὶ τὰ δύο ὡς φυσικὴν ἰδιότητα στὴν μία ὑπόσταση, ἀφοῦ τὸ ἕνα δὲν ἀναιρεῖ τὸ ἄλλο μέσα στὴν ἀδιάσπαστη ἕνωσή τους, αὐτὸς εἶναι αἱρετικός.


Ἂν κάποιος τὴν περιγραφὴ τῆς σωματικῆς ὄψεως τοῦ Λόγου δὲν ὀνομάζει εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἢ Χριστὸν κατὰ τὴν ταυτότητα τοῦ ὀνόματος, ἀλλά τὴν ἀποκαλεῖ εἴδωλο πλάνης, αὐτὸς εἶναι αἱρετικός.

Ἂν κάποιος χαρακτηρίζει μὲ θρασύτητα τὴν προσκύνηση, ποὺ μέσῳ τῆς εἰκόνος ἀποδίδεται στὸν Χριστό, προσκύνηση εἰδώλων καὶ ὄχι τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, μολονότι σύμφωνα μὲ τὸν Μ. Βασίλειο, δὲν χωρίζεται ἀπὸ τὸ ὁμοίωμα δόξα τοῦ πρωτοτύπου, αὐτὸς εἶναι αἱρετικός.

Ἂν κάποιος λέγει ὅτι ἀρκεῖται μόνον στὴν ἐπίδειξη τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ, χωρίς νὰ τὴν τιμᾷ οὔτε νὰ τὴν καταφρονῇ, ἀρνούμενος ἔτσι τὴν τιμητική της προσκύνηση ποὺ ἀναφέρεται στὸ πρωτότυπο, αὐτός είναι αιρετικός.

Ἂν κάποιος μεταφέρει τὶς ἐναντίον τῶν εἰδώλων ἀπαγορεύσεις τῆς Γραφῆς καὶ τὶς προσάπτει στὴν ἱερὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ἐξ αὐτοῦ νὰ ὀνομάζῃ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ναόν εἰδώλων, αὐτὸς εἶναι αἱρετικός.

Ἂν κάποιος προσκυνῶντας τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ λέγει ὅτι σ᾽ αὐτὴν προσκυνεῖται κατὰ φύσιν θεότητα καὶ ὄχι τόσο μόνον ὅσο ἀποτελεῖ ( εἰκόνα) σκιὰ τῆς σαρκὸς ποὺ ἑνώθηκε μ᾽ ἐκείνην (τὴν θεότητα), ἀφοῦ μάλιστα καὶ Θεὸς εἶναι πανταχοῦ παρών, αὐτὸς εἶναι αἱρετικός.

Ἂν κάποιος θεωρεῖ ὅτι μέσῳ τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἀναγωγὴ στὰ πρωτότυπα ἁρμόζει στοὺς πνευματικὰ κατωτέρους, διότι τάχα αὐτὸς χωρίς αὐτὲς ἀνάγεται διὰ τῆς ἀκροάσεως στὴν θεωρία τῶν ἀρχετύπων, καὶ δὲν ἀναγνωρίζει, ὅπως (ἀναγνωρίζει) Μ. Βασίλειος, ἐξ ἴσου τὴν δυνατότητα ἀναγωγῆς στὴν σιωπηλὴ ζωγραφική, ὅπως στὴν διὰ λόγων ἀφήγηση, αὐτὸς εἶναι αἱρετικός.

Ἂν κάποιος ἀρνεῖται εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀκριβῶς τύπος τοῦ σταυροῦ, σὲ κάθε τόπο καὶ νὰ ζωγραφίζεται καὶ νὰ ἐπιδεικνύεται πρὸς σωτηρὶαν στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς εἶναι αἱρετικός.

Ἂν κάποιος δὲν ἀπονέμει στὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου καὶ ὅλων τῶν ἀγίων τὴν προσκύνηση ποὺ πρέπει, δηλαδὴ στὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ὡς Θεοτόκου καὶ στῶν ἁγίων ὡς ἁγίων, σύμφωνα μὲ τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς προσκυνήσεως μητέρας Θεοῦ καὶ ὁμοδούλων, ἀλλὰ ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι ἐφεύρημα διαβολικὸ  σωτήριος στολισμὸς τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸς εἶναι αἱρετικός.

Ἂν κάποιος δὲν συμπεριλαμβάνει στὶς λοιπὲς αἱρέσεις αὐτὴν ὁποία λυσσαλέα πολέμησε τὶς σεπτὲς εἰκόνες, ἐπειδὴ έξ ἴσου κι αὐτὴ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ λέγει ὅτι εἶναι χωρὶς σημασία ἐπικοινωνία μ᾽ αὐτούς, εἶναι αἱρετικός.

Ἂν κάποιος, ὑπερβολικὰ τιμῶντας τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ λέγει ὅτι δὲν τὴν πλησιάζει, διότι δὲν ὠφελεῖται, ἂν προηγουμένως δὲν καθαρθῇ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, αὐτὸς εἶναι ανόητος.

* Αντιαιρετικοί Λόγοι Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη κατά των εικονομάχων.