A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Προσευχή ἀληθινή (Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου)



Κ ύριε,   εἶπαν   οἱ   μαθητές   Του,   μάθε   μας   νά
προσευχόμαστε  σωστά·  ἔχουμε  ἀνάγκη  ἀπό  ἀληθινή
προσευχή.  Θέλουμε νά μᾶς φέρνει σ’  ἐπικοινωνία μέ
τό Θεό· νά ζητοῦμε αὐτά πού ὠφελοῦν τήν ψυχή μας,
ἐκεῖνα πού μᾶς χαρίζουν τήν οὐράνια Βασιλεία σου.

Ἡ προσευχή   δέν   εἶναι   τά   πολλά   λόγια·   δέν
ἐκφράζεται μέ τά ὑψωμένα χέρια· δέν γίνεται φανερή
ἀπ’  τό  λυγισμένα  γόνατα·  δέν  τήν  παίρνουν  εἴδηση
ἀνθρώπινα μάτια, τήν ἀντιλαμβάνεται ὅμως ὁ Θεός.

Ἡ προσευχή ζυγίζεται ἀπ’  τόν βαθμό τῆς ἀγάπης
κάθε ψυχῆς στό Θεό. Ἡ ἀθόρυβη, σιωπηλή καί κρυφή
προσευχή,   ἀναγκάζει   πολλές   φορές   τό   Θεό   νά
ὑποχωρήσει στίς παρακλήσεις μας.

Ἡ προσευχή δέν εἶναι μιά ἐμπορική συναλλαγή. ∆έν
γίνεται  γιά  νά  μᾶς  δώσει  αὐτό,  πού  σήμερα  ἔχουμε
ἀνάγκη·  γίνεται  γιά  νά  δείξουμε  ὅτι  ἐμεῖς  πάντοτε
ἀγαποῦμε τό Θεό. ∆έν ζητοῦμε νά λυθεῖ τό πρόβλημά
μας· ἐπιζητοῦμε τήν μόνιμη καί παντοτινή ἕνωση καί
κοινωνία μας μέ τό Θεό Πατέρα.

Περί Προσευχῆς

Ἡ προσευχή σέ ξεχωρίζει ἀπό τά ἄλογα ζῶα καί σέ
συνδέει μέ τούς ἀγγέλους. Ἐκεῖνος πού σ’ ὅλη του τή
ζωή  ἀφιερώνεται  μέ  θέρμη  στή  λατρεία  τοῦ  Θεοῦ,
γρήγορα  θά  ὁδηγηθεῖ  στήν  πολιτεία  τῶν  ἀγγέλων,
στή ζωή καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ζοῦν ἐκεῖνοι, στήν
τιμή, στήν εὐγένεια καί τή σοφία τους. 

Ἡ  προσευχή  εἶναι  φωτισμός  τῆς  ψυχῆς,  ἀληθινή
ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ,  μεσίτης μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου,
ἰατρός τῶν παθῶν, ἀντίδοτο κατά τῆς ἀρρώστειας, γαλήνη
τῆς ψυχῆς.

Ἡ προσευχή εἶναι ὁδηγός
πού μᾶς φέρνει στόν οὐρανό.
 
Περνά μέσα ἀπ’  τά κτίσματα,  διασχίζει νοερά τόν
ἀέρα,  ἀνοίγει  τίς  πύλες  τῶν  οὐρανῶν·  ξεπερνᾶ  τούς
ἀγγέλους, ὑπερβαίνει τούς Θρόνους καί τίς Κυριότητες,
διαβαίνει   τά   Χερουβείμ   κι   ἔρχεται   κοντά   στήν
ἀπρόσιτη Τριάδα.

Ἐκεῖ  προσκυνάει  τή  θεότητα,  ἐκεῖ  ἀξιώνεται  νά
γίνει συνομιλητής μέ τόν οὐράνιο Βασιλιά.

Μέ τήν προσευχή,  ἡ ψυχή πού ὑψώθηκε ψηλά στόν
οὐρανό  ἀγκαλιάζει  μέ  τρόπο  ἀνέκφραστο  τόν  Κύριο,
ὅπως ἀκριβῶς τό μικρό παιδί ἀγκαλιάζει τή μητέρα
του καί μέ δάκρυα φωνάζει δυνατά,  ἐπιθυμώντας νά
ἀπολαύσει θεϊκό γάλα.
Ζητᾶ αὐτό πού πρέπει καί δέχεται δωρεές ἀνώτερες
ἀπό ὅλη τήν ὁρατή φύση.

Ἡ προσευχή εἶναι
ἡ ἀφετηρία κάθε ἀρετῆς καί δικαιοσύνης.

Καμμιά ἀρετή δέν μπορεῖ νά εἰσέλθει στήν ψυχή,
πού εἶναι ἔρημη ἀπό τήν προσευχή. 
Ὅπως  μιά  ἀνοχύρωτη  πόλη  εὔκολα  ὑποτάσσεται
στούς ἐχθρούς,  τό ἴδιο συμβαίνει καί στήν ψυχή,  πού
δέν  εἶναι  ὀχυρωμένη  μέ  τίς  προσευχές·  εὔκολα  τήν
καταβάλλει ὁ διάβολος καί πολύ γρήγορα τήν γεμίζει
μέ κάθε ἁμαρτία.

Ἡ προσευχή εἶναι τά νεῦρα τῆς ψυχῆς. Ὅπως τό σῶμα
συγκρατεῖται μέ τά νεῦρα καί στέκεται ὄρθιο, κινεῖται,
τρέχει, ἔτσι καί οἱ ψυχές ἀποκτοῦν ἀρμονική σύσταση
μέ  τίς  ἅγιες  προσευχές  καί  τρέχουν  μέ  εὐκολία  τό
δρόμο τῶν ἀρετῶν.

Ἄν   ὅμως   στερήσεις   ἀπό   τόν   ἑαυτό   σου   τήν
προσευχή, θά κάνεις τό ἴδιο, πού θά ἔκανες ἄν ἔβγαζες
τό ψάρι ἀπό τό νερό. Ὅπως γιά ἐκεῖνο τό νερό εἶναι ἡ
ζωή, ἔτσι καί γιά σένα ἡ προσευχή. Μέ αὐτήν μπορεῖς
νά  πετάξεις  καί  νά  ξεπεράσεις  τούς  οὐρανούς  καί  νά
ἔρθεις κοντά στό Θεό.

Ἡ  προσευχή  εἶναι  σεβαστός  ἀντιπρόσωπός  μας. ∆ίνει
χαρά  στήν  καρδιά,  ἀναπαύει  τήν  ψυχή,  δημιουργεῖ
μέσα  μας  τό  φόβο  τῆς  τιμωρίας,  τήν  ἐπιθυμία  τῆς
Βασιλείας  τῶν  Οὐρανῶν·  διδάσκει  τήν  ταπείνωση,
χαρίζει  τήν  ἐπίγνωση  τῆς  ἁμαρτίας·  στολίζει  τόν
ἄνθρωπο μ’ ὅλα τά ἀγαθά καί σκεπάζει τήν ψυχήμ σάν
νά εἶναι ἕνα στολισμένο πέπλο μ’ ὅλες τίς ἀρετές. 

Τό κοινό ἔργο ἀγγέλων καί ἀνθρώπων

Κάθε ἄνθρωπος, πού προσεύχεται, συνομιλεῖ μέ τόν
ἴδιο τό Θεό.  Πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι,  ἄν καί εἶσαι
ἄνθρωπος  νά  συνομιλεῖς  μέ  τό  Θεό!  Κανένας  δέν  τό
ἀγνοεῖ· κανένας δέν μπορεῖ μέ λόγια νά ἐκφράσει αὐτή
τήν τιμή.
Ἡ  τιμή  αὐτή  ξεπερνάει  τή  μεγαλοπρέπεια  τῶν
ἀγγέλων· ἐκεῖνοι τό γνωρίζουν πολύ καλά· γι’ αὐτό καί
παρουσιάζονται  ἀπό  τούς  προφῆτες,  νά  ἀναπέμπουν
τούς  ὕμνους  στό  Θεό,  μέ  πολύ  φόβο  καί  μεγάλη
εὐλάβεια. ∆είχνουν τό φόβο, σκεπάζοντας μέ τά φτερά
τους τά πρόσωπα καί τά πόδια τους· φανερώνουν τήν
εὐλάβεια, καθώς πετοῦν καί κινοῦνται  συνέχεια γύρω
ἀπ’ τό θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Συγχρόνως νομίζω, ὅτι παρακινοῦν κι ἐμᾶς τήν ὥρα
τῆς προσευχῆς,  νά ξεχνᾶμε τήν ἀνθρώπινη φύση μας·
τότε  ἐμεῖς  συγκρατημένοι  ἀπό  ἱερό  φόβο,  νά  μήν
βλέπουμε  τίποτε  ἀπό  τά  παρόντα·  νά  νομίζουμε,  ὅτι
βρισκόμαστε  ἀνάμεσα  σέ  ἀγγέλους  κι  ὅτι  ἐκτελοῦμε
τήν ἴδια λατρεία μέ ἐκείνους.
Βέβαια  ὑπάρχει  μεγάλη  ἀπόσταση  σέ  μᾶς  καί  σέ
ἐκείνους, στή φύση καί στόν τρόπο ζωῆς.
Ἡ    ἀδιάλειπτη  ὅμως  καί  καθημερινή  προσευχή,
εἶναι κοινό ἔργο ἀγγέλων καί ἀνθρώπων.
Στήν προσευχή, δέν ὑπάρχει κάτι, πού νά ξεχωρίζει
ἀγγέλους καί ἀνθρώπους.

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου