A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

ΑΓΙΟΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ (16 Νοεμβρίου)

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.


Ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος καταγόταν ἀπὸ τὴν Γαλιλαία. Προτοῦ γίνει μαθητὴς τοῦ Κυρίου ἀσκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ τελώνη καὶ ὀνομαζόταν Λευΐ.

Μία μέρα καὶ ἐνῶ καθόταν στὸ τελωνεῖο του, ἔξω ἀπὸ τὴν Καπερναοῦμ, τὸν πλησίασε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Ὁ Ματθαῖος ὑπάκουσε καὶ δέχθηκε τὸν Κύριο στὴν οἰκία του, ὅπου παρέθεσε γεῦμα σὲ Αὐτὸν καθὼς καὶ σὲ πολλοὺς τελῶνες, μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Ἰησοῦς συζήτησε καὶ συνέφαγε, ἐνέργεια γιὰ τὴν ὁποία κατηγορήθηκε ἀπὸ κάποιους Φαρισαίους. Ὅταν ὁ Κύριος πληροφορήθηκε τὶς κατηγορίες ἀπάντησε ὡς ἑξῆς: «Δὲν ἦρθα γιὰ νὰ καλέσω τοὺς δικαίους, ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια».

Ἔκτοτε ὁ Ματθαῖος ὑπῆρξε μαθητὴς καὶ Ἀπόστολος τοῦ Κυρίου. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ Ματθαῖος ἀνέλαβε νὰ κηρύξει τὸν λόγο τοῦ Κυρίου στοὺς Πάρθους καὶ στοὺς Μήδους. Κατὰ τὴν ἐκτέλεση τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου, ὁ Ματθαῖος, ἐπιτέλεσε πλῆθος θαυμάτων.

Ὡς εὐαγγελιστὴς ἔχει σύμβολο ἕναν φτερωτὸ ἄνθρωπο. Στὸ ἀνεκτίμητης ἀξίας ἔργο του περιλαμβάνεται καὶ ἡ συγγραφὴ τοῦ πρώτου Εὐαγγελίου τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Ήταν ο πρώτος καιρός της δημόσιας δράσης του Κυρίου μας. Γύρω από την Καπερναούμ αλλά και μέσα στην πόλη αμέτρητες ήταν οι θαυματουργίες, σαγηνευτικές οι διδαχές Του.

Στην παραλία της λίμνης, που δρόσιζε την πόλη εκείνη, είχε καλέσει τους πρώτους μαθητές Του. Ήταν ψαράδες, κι άφησαν ολοπρόθυμα τα δίχτυα τους για χάρη Του. Ανδρέας και Πέτρος. Ιάκωβος και Ιωάννης.
Στην ίδια παραλία λίγο καιρό αργότερα συνάντησε ο Κύριος μας έναν τελώνη, Λευΐς ήταν το όνομά του. Είχε το τραπέζι του έξω, πλάι στο δρόμο, κι όποιοι έμποροι περνούσαν, φερμένοι απ’ την Αραβία ή την Μεσοποταμία απ’ το δρόμο των Βόστρων, έπρεπε να εισπράξει απ’ αυτούς τους κανονισμένους δασμούς. Καθισμένος, λοιπόν, ο Λευΐς στο γραφείο του έγραφε, υπολόγιζε, έπαιρνε τα χρήματα, επέστρεφε «ρέστα», βουτηγμένος στις έγνοιες και τη βιοπάλη.

Ώσπου, εμπρός του είδε τον Διδάσκαλο. Ήρεμο, ολοφώτεινο, με βλέμμα διεισδυτικό.
-Θέλω να έρθεις κοντά μου, του είπε λιτά. «Ακολούθει μοι».
Ο Λευΐς αναρρίγησε. Τον γνώριζε τον Διδάσκαλο. Κι απ’ τη μεγάλη φήμη Του, κι από κάποιες διδασκαλίες Του, που είχε παρακολουθήσει, ίσως κι απ’ τον Ιορδάνη, όταν Εκείνος βαπτίσθηκε, διότι ξέρουμε ότι κοντά στον Τίμιο Πρόδρομο είχαν προστρέξει και πολλοί «τελώναι» κι εκείνος τους συμβούλευε να είναι τίμιοι και δίκαιοι κι όχι φιλάργυροι και πλεονέκτες (Λουκ. γ΄12-13).

Τώρα, λοιπόν, ένοιωθε να τον πλημμυρίζει μεγαλείο. Σηκώθηκε αμέσως απ’ το κάθισμα να δείξει σεβασμό, να φανερώσει ψυχή πειθαρχημένη. Δε ζήτησε παράταση χρόνου να το σκεφτεί. Πώς θα άφηνε οριστικά μια τόσο ζηλευτή θέση; Δεν ζήτησε καν προθεσμία, για να παραδώσει τον τρέχοντα λογαριασμό στον προϊστάμενό του. Προφανώς έκανε γρήγορα νόημα σε κάποιον συνάδελφό του να κάτσει στη θέση του και είπε αποφασιστικά «συνέχισε τη δουλειά, σε παρακαλώ. Εγώ φεύγω. Για πάντα. Διαβίβασε και στον Αρχιτελώνη την απόφαση μου. Παραιτούμαι».

Κι έτσι εγκατέλειψε τα πάντα μονομιάς κι ακολούθησε το Διδάσκαλό του.
Μα η χαρά και ο ενθουσιασμός δεν τον ξελόγιασαν. Γεμάτος σύνεση και με ζήλο έβαλε σε ενέργεια αμέσως μια έμπνευσή του. Προσκάλεσε τον Κύριο στο σπίτι του για δείπνο. Τον παρακάλεσε να γιορτάσουν μαζί εκείνο το νέο ξεκίνημά του.
Κι έστειλε μήνυμα σε όλους τους συναδέλφους του, να ’ρθούνε στο πανηγύρι, να μάθουν επίσημα την απόφασή του και πιο πολύ να γνωρίσουν τον θείο Λυτρωτή.
Και πραγματικά ήρθαν.

Ήρθαν πολλοί. Γέμισε το σπίτι. Γέμισε το τραπέζι γύρω από τον Διδάσκαλο. Κι εκείνος συμβούλευε, παρακινούσε στο αγαθό, προέτρεπε στην αρετή, θύμιζε πόση αξία έχει η ψυχή, τόνιζε τη μεγάλη κλήση του ανθρώπου να γίνει «υιός Υψίστου». Κι ο Λευΐ πλάι Του ολόχαρος δήλωνε τη μεταστροφή του, δήλωνε την απόφασή του ν’ ακολουθήσει Εκείνον ολοκληρωτικά, να απαρνηθεί το χρήμα, για να υπηρετήσει την Αλήθεια, το Θεό. Κι αντί ν’ αρπάζει βάναυσα απ’ το λαό τους φόρους, να προσφέρει απλόχερα θεία Χάρη, θείο λόγο παρήγορο κι ενθαρρυντικό, θαύματα, θεραπείες. Κάθε πνευματικό θησαυρό. Κι άλλαξε εκεί το όνομά του πλέον ο Χριστός, κι από Λευΐ τον ονόμασε Ματθαίο, δηλαδή Θεοδώρητο, γιατί δώρο Θεού θα γινόταν για τον κόσμο, Απόστολος και Ευαγγελιστής. Κι έφθασε να κηρύττει μέχρι τους Πάρθους και τους Μήδους, θυσιάζοντας τελικά και τη ζωή του για την αγάπη του Χριστού μας.

Αγνή ψυχή ο Άγιος ένδοξος Ευαγγελιστής Ματθαίος. Τα άφησε όλα σε μια στιγμή. Κι έγινε κήρυκας, Ιεραπόστολος Ιησού Χριστού και ομολογητής. Στους φίλους, τους γνωστούς, τους συναδέλφους πιθανότατα και στους πελάτες του και στους εμπόρους.
Δυνατή ψυχή, ευλογημένη. Γι’ αυτό και τόσο τον τίμησε και τον δόξασε ο Χριστός.

Ας πάρουμε παράδειγμα όλοι μας, να δείχνουμε τέτοιον ώριμο ενθουσιασμό για τον Χριστό μας. Να Τον ακολουθούμε ολοπρόθυμα όπου Εκείνος μας καλεί. Και να φέρνουμε όλους τους φίλους μας κοντά Του.
Γιατί Εκείνος είναι φίλος συμπαθής σε κάθε αμαρτωλό, ξεστρατισμένο, πονεμένο, κι είναι γιατρός που θεραπεύει όλες τις κρυφές και φανερές πληγές του ανθρώπου. Και οδηγεί κάθε καλοπροαίρετη ψυχή στο φως, στην αρετή, στο λυτρωμό, στην αγιότητα, στη δόξα.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείας ἤκουσας, φωνῆς τοῦ Λόγου, καὶ τῆς πίστεως, τὸ φῶς ἐδέξω, καταλείψας τελωνείου τὸν σύνδεσμον ὅθεν Χριστοῦ τὴν ἀπόρρητον κένωσιν, εὐηγγελίσω Ματθαῖε Ἀπόστολε. Καὶ νῦν πρέσβευε, δοθήναι τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.




Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Τοῦ τελωνείου τὸν ζυγὸν ἀπορρίψας, δικαιοσύνης τῷ ζυγῷ προσηρμόσθης, καὶ ἀνεδείχθης ἔμπορος πανάριστος, πλοῦτον κομισάμενος, τὴν ἐξ ὕψους σοφίαν· ὅθεν ἀνεκήρυξας, ἀληθείας τὸν λόγον, καὶ τῶν ῥαθύμων ἤγειρας ψυχάς, καθυπογράψας, τὴν ὥραν τῆς κρίσεως.

Μεγαλυνάριον.
Σύσκηνος τῷ Λόγῳ διατελῶν, θείων μυστηρίων, ἐμυήθης τὰς ἀστραπάς· ἔνθεν θεογράφως, Ἀπόστολε Ματθαῖε, ζωῆς διατυπώσω τὸ Εὐαγγέλιο