A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Άλλο κατάκριση και ιεροκατηγορία και άλλο αυστηρός έλεγχος της αίρεσης και του αιρετικού.



Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης

Πολύ σοφά τα λόγια του Αγίων που μας ομιλούν για το βαρύτατο αμάρτημα της Κατάκρισης. Όμως παρεξηγούνται από τους αιρετικούς Οικουμενιστές.

Είναι γνώρισμα, όλων των αιρετικών και των σημερινών οικουμενιστών, να μετονομάζουν τον αυστηρό έλεγχο για την πλάνη και την αίρεσή τους σε κατάκριση και ιεροκατηγορία. Πρέπει να κάνουμε σαφές πως είναι άλλο η κατάκριση και η ιεροκατηγορία και άλλο ο αυστηρός έλεγχος και η ομολογιακή και απολογητική αντιπαράθεση με την αίρεση και τον αιρετικό. 
Δεν ασχολούμαστε με τα κρύφια της ψυχής και της ζωής κανενός. Δεν καταγγέλλουμε τον ιερέα ως κλέφτη, ως αμαρτωλό, πόρνο, απατεώνα και κανέναν άλλον. Αυτό είναι κατάκριση και ιεροκατηγορία. Να ασχολείσαι με τις ποικίλες αμαρτίες του συνανθρώπου σου και να τις καταμαρτυρείς ή και να συκοφαντείς λέγοντας οικτρά ψέματα, προσβάλλοντας την ιερότητα του προσώπου του αδελφού σου . 
Όμως, όταν κηρύττει κάποιος δημόσια, με έργα και λόγους την πλάνη και την αίρεση, τον οικουμενισμό και την μασονία, τότε έχουμε υποχρέωση και εντολή από τους Πατέρες (έχω πολλές φορές αναφέρει τα πατερικά χωρία σε άρθρα μου) να τον ελέγχουμε, να τον καταγγέλλουμε και να αντιδρούμε απέναντί του.
Στην δημόσια έκφραση της αίρεσης, ακόμα και από Σύνοδο, είμαστε υποχρεωμένοι να αντιδράσουμε δημόσια. Αν δεν το κάνουμε, είναι βαρύτατη αμαρτία. Και αυτό όχι μόνο για τους κληρικούς, αλλά οι πατέρες ζητούν και από τους λαϊκούς να αντιδρούν με δημόσιο λόγο δυναμικά στην αίρεση και στον αιρετικό θεολόγο, ιερέα, επίσκοπο ή πατριάρχη. 
Τελειώνω τη σύντομή μου αναφορά, κάνοντας μια σύνοψη των παραπάνω γραφομένων μου με την εξής διατύπωση που πηγάζει από την εμπειρία της Εκκλησίας: Σε θέματα Πίστεως, υπερβαίνονται τα όρια των εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών και ουδείς επιτρέπεται να σιωπά «κινδυνευούσης της Πίστεως», ακόμη και οι εκκλησιαστικώς υφιστάμενοι.
Αυτά προς διευκρίνιση για τα διλλήματα και την πλανεμένη διδασκαλία περί κατακρίσεως που προσπαθούν να μας επιβάλλουν οι πάσης φύσεως Οικουμενιστές.


ΠΗΓΗ: ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΝΥΞΙΣ



Του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου

"Εντολή γάρ Κυρίου μή σιωπάν εν καιρώ κινδυνευούσης πίστεως. Ώστε, ότε περί πίστεως ο λόγος, ούκ εστιν ειπείν, εγώ τίς ειμί; Ιερεύς, άρχων, στρατιώτης, γεωργός, πένης; Ουδείς μοι λόγος και φροντίς περί του προκειμένου. Ουά οί λίθοι κεκράξουσι καί σύ σιωπηλός και άφροντις;»


  
 Δηλαδή "Είναι εντολή Κυρίου νά μή σιωπούμε όταν κινδυνεύη η πίστης. Συνεπώς, όταν πρόκειται γιά τήν πίστιν, δέν πρέπει νά είπη κανείς: ποιός είμαι εγώ; Ιερεύς, άρχων, στρατιώτης, γεωργός, πτωχός; Δέν μου πέφτει εμένα λόγος καί φροντίς. Τι λέγεις, οί πέτρες θά φωνάξουν, καί σύ θα μείνεις σιωπηλός καί άπραγος;"
---------------------------------------------------------------------

Πειθεσθε τοις ηγουμένοις υμων

Διατί δὲν πρέπει «νὰ πειθώμεθα εἰς τοὺς Ἀρχιερεῖς τοὺς κακοὺς κατὰ τὴν πίστιν;»


«Ἐὰν ὁ Ἐπίσκοπος ἔχει αἱρετικὰ δόγματα,
φεῦγε ἀπὸ αὐτόν»



Ἁγίου Νικοδήμου: Ἑρμηνεία εἰς τὸ

«Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν»

«Ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κάμνει τὸν λόγον περὶ Ἐπισκόπων καὶ Ἀρχιερέων· ἀφοῦ δὲ πρότερον ἐπαίνεσεν αὐτοὺς μὲ τὸν λόγον, ὁποῦ εἶπεν ἀνωτέρω, ὅτι αὐτοὶ εἶναι πιστοὶ καὶ ἄξιοι νὰ ζηλεύωνται ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ τοὺς θεωροῦσι· «μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν... ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς, μιμεῖσθε τὴν πίστιν» (Ἑβρ. ιγ' 7)· ἀφοῦ λέγω, ἐπαίνεσεν αὐτοὺς πρότερον, διὰ τοῦτο τώρα λέγει ἐδῶ, ὅτι πείθεσθε εἰς τοὺς τοιούτους Ἐπισκόπους καὶ Ἀρχιερεῖς σας, ἀδελφοί μου Χριστιανοί.
Ἀλλ' ἤθελεν εἰπῇ τίνας· τί λοιπόν; Πρέπει νὰ πειθώμεθα εἰς κάθε ἡγούμενον καὶ ἀρχιερέα καὶ ἄρχοντα, κὰν εἶναι κακός; Ἐγὼ δέ σοι ἀποκρίνομαι· κατὰ τί λέγεις, Χριστιανέ, πὼς εἶναι ὁ ἀρχιερεὺς καὶ ἡγούμενός σου κακός; Εἰ μὲν καὶ εἶναι κατὰ τὴν πίστιν κακός, ἤγουν εἰ μὲν ἔχει αἱρετικὰ δόγματα καὶ βλάσφημα, φεῦγε ἀπὸ αὐτόν, κὰν καὶ εἶναι Ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανόν· εἰ δὲ καὶ εἶναι κατὰ τὴν ζωὴν καὶ πολιτείαν κακός, πείθου εἰς αὐτόν· λέγει γὰρ ὁ Κύριος περὶ τῶν τοιούτων “ὅτι ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι· πάντα οὖν ὅσα ἂν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε, κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε· λέγουσι γὰρ καὶ οὐ ποιοῦσι” (Μάτθ. κγ' 3)(*).
Περὶ δὲ τῶν αἱρετικῶν καὶ διεφθαρμένων κατὰ τὴν πίστιν Ἐπισκόπων καὶ Ἡγουμένων, εἶπεν ὁ Παῦλος ἀνωτέρω νὰ μὴ περιφερόμεθα ἀπὸ τὰς διδασκαλίας των· “διδαχαῖς ποικίλαις καὶ ξέναις (τῆς πίστεως δηλ. καὶ τῶν ὀρθῶν δογμάτων) μὴ παραφέρεσθε”(Ἑβρ. ιγ' 9).
Διατί δὲ πρέπει νὰ πειθώμεθα μὲν εἰς τοὺς Ἀρχιερεῖς τοὺς κακοὺς κατὰ τὴν πολιτείαν, ὄχι δὲ εἰς τοὺς κακοὺς κατὰ τὴν πίστιν; ἐπειδὴ ἐκεῖνος μὲν ὁ Ἀρχιερεύς, ὁποῦ πολιτεύεται κακῶς, δὲν θέλει συμβουλεύσει ποτὲ καὶ τοὺς ἄλλους διὰ νὰ πολιτεύωνται κακῶς, διότι καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος πράττοντας τὰ κακὰ ἔργα, ἐντρέπεται· καὶ τοῦτο γίνεται φανερὸν ἀπὸ τοῦτο, ἤγουν διατὶ αὐτὸς κάθε μηχανὴν καὶ τρόπον μεταχειρίζεται νὰ κρύπτη ἀπό τους ἀνθρώπους τὰ κακὰ ἔργα ὁποῦ κάμνει, ὅθεν ἐκεῖνα ὁποῦ κρύπτει, πῶς ἠμπορεῖ νὰ τὰ διδάσκῃ εἰς τοὺς ἄλλους; Ἐκεῖνος δὲ ὁ Ἀρχιερεύς, ὁποῦ εἶναι κατὰ τὴν πίστιν κακός, αὐτὸς δὲν εἶναι δυνατὸν ἕως τέλους νὰ μὴ κηρύξῃ καὶ εἰς τὸν λαόν, ἐκεῖνο τὸ αἱρετικὸν φρόνημα, ὁποῦ ἔχει μέσα εἰς τὴν καρδίαν του».
(Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς τὰς ΙΔ΄ Ἐπιστολὰς τοῦ ἀπ. Παύλου, Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολήν, κεφ. ιγ΄, σελ. 749-751).
________________________
(*) (Ὑποσ. ἁγ. Νικοδήμου:) Ὅθεν εἶπεν ὁ θεῖος Χρυσόστομος περὶ τοῦ Ἱερέως καὶ Ἀρχιερέως· «εἰ μὲν γὰρ δόγμα ἔχει διεστραμμένον, κὰν Ἄγγελος ᾖ, μὴ πείθου, εἰ δὲ ὀρθὰ διδάσκει, μὴ τῷ βίῳ πρόσεχε, ἄλλα τοῖς ρήμασι» (Λόγος Β' εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον Β'). Καὶ πάλιν λέγει· «Οὐκ οἶδας τί ἐστιν ὁ ἱερεύς; “Ἄγγελος Κυρίου ἐστί”. Μὴ γὰρ τὰ ἑαυτοῦ λέγει; Εἰ καταφρονεῖς αὐτοῦ, οὐκ αὐτοῦ καταφρονεῖς, ἀλλὰ τοῦ χειροτονήσαντος αὐτὸν Θεοῦ. Καὶ πόθεν δῆλον ὅτι ὁ Θεὸς ἐχειροτόνησεν αὐτόν, φησίν; Οὐκοῦν, εἰ μὴ ταύτην ἔχεις τὴν ὑπόληψιν, ἡ ἐλπίς σου κεκένωται. Εἰ γὰρ μηδὲν ἐνεργεῖ ὁ Θεὸς δι' αὐτοῦ, οὔτε λουτρὸν ἔχεις, οὔτε μυστηρίων μετέχεις, οὔτε εὐλογιῶν ἀπολαύεις· οὐκ ἄρα Χριστιανὸς εἶ.
Τί οὖν φησί· πάντας ὁ Θεὸς χειροτονεῖ, καὶ τοὺς ἀναξίους; Πάντας μὲν ὁ Θεὸς οὐ χειροτονεῖ, διὰ πάντων δὲ αὐτὸς ἐνεργεῖ, εἰ καὶ αὐτοὶ εἶεν ἀνάξιοι, διὰ τὸ σωθῆναι τὸν λαόν. Εἰ γὰρ δι' ὄνου, καὶ διὰ Βαλαάμ, διὰ μιαροῦ ἀνθρώπου, τοῦ λαοῦ ἕνεκεν ἐλάλησε, πολλῷ μᾶλλον διὰ τοῦ ἱερέως». Ὅρα καὶ τὴν ὑποσημείωσιν τοῦ «πάντα γὰρ ὑμῶν ἐστιν εἴτε Παῦλος εἴτε Ἀπολλὼς εἴτε Κηφᾶς» (Α' Κόρ. γ' 22).
ΠΗΓΗ: Πατερική Παράδοση καί Οἰκουμενισμός