Ὁ Θεός δέν ἔκαμε τόν
θάνατο, οὔτε κι
εὐχαριστιέται πάλι, νά χάνονται τελείως τά ζωντανά
δημιουργήματά του.
Ἀπό ποῦ λοιπόν ἔρχονται
σ’ ἐμᾶς οἱ ἀρρώστιες κι
ὅλα τά
δυσάρεστα, ἀπό τότε
πού εμφανίσθηκε ὁ
θάνατος; ’Από τήν ἀρχική
παρακοή μας πρός τόν Θεό·
ἀπό τήν προγονική μας ἁμαρτία
στόν παράδεισο. Ὥστε
οἱ διάφορες ἀρρώστειες κι ὅλοι
οἱ σατανικοί πειρασμοί,
προέρχονται ἀπό τήν ἁμαρτία.
Ἐξ αἰτίας
τῆς ἁμαρτίας, ντυθήκαμε τούς
δερμάτινους χιτῶνες,
τό θνητό τοῦτο,
ἀρρωστημένο
καί πονεμένο σῶμα·
μετακομίσαμε ἀπό τόν χῶρο τῆς
τρυφῆς, νά
κατοικοῦμε τώρα στόν
πρόσκαιρο καί
φθαρτό τοῦτο κόσμο·
καταδικασθήκαμε νά ζοῦμε μιά
ζωή γεμάτη θλίψεις καί
συμφορές.
Σάν δρόμος λοιπόν εἶναι ἡ ἀρρώστεια, δύσκολος κι
ἀπότομος, στόν ὁποῖο μᾶς ὁδήγησε
ἡ ἁμαρτία· τό τέλος
του δρόμου, εἶναι ὁ θάνατος.
Ποιός εἶναι ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς;
Ποιός εἶναι ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς;
Εἶναι ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν τό φῶς τοῦ
ἥλιου κάνει τήν ἐμφάνισή του
στόν κόσμο, δέν εἶναι
δυνατόν νά ὑπάρχει συγχρόνως
καί τό σκοτάδι· ἄν τό
φῶς ὅμως
ἐξαφανισθεῖ κι ἐγκαταλείψει
τόν τόπο,
τότε γίνεται βαθύ σκοτάδι.
Ἔτσι, κι ὅταν ὁ Θεός, πού
εἶναι αὐτοζωή καί ζωή
γιά ὅλα
τά ζωντανά πλάσματα,
εἶναι παρών στήν
ψυχή μας, τότε εἶναι
ἀδύνατον, νά εἶναι συγχρόνως σ’
αὐτήν παρών κι ὁ θάνατος.
Ὅταν ὅμως τήν ἐγκαταλείψει ὁ
Θεός, ἐπέρχεται
στήν ψυχή ὁ
θάνατος,
πού δέν τόν
ἔκανε ὁ Θεός·
αἰτία γιά νά ἐγκαταλείψει ὁ
Θεός μιά ψυχή, εἶναι
μόνο ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία.
Βλέπετε λοιπόν, ὅτι ὁ θάνατος
δέν προέρχεται ἀπό
τόν Θεό, ἀλλά ἀπό τήν
ἁμαρτία;
Ἀλλοίμονο! Ἐμεῖς
οἱ ἴδιοι προκαλέσαμε τόν
θάνατό μας,
ἐπειδή ἐγκαταλείψαμε μέ τή θέλησή
μας τόν
∆εσπότη, πού μᾶς
ἔκτισε γιά νά
ζοῦμε
αἰώνια.
Μοιάζουμε δυστυχῶς
τότε, μέ τούς
ἀνθρώπους
ἐκείνους, πού μέρα μεσημέρι, ὅταν ὁ ἥλιος λάμπει,
αὐτοί κλείνουν τά μάτια τους,
γιά νά μήν βλέπουν τό
λαμπρό φῶς του.
Ποιός φταίει ὁ Ἀδάμ ἤ ἐμεῖς;
Ποιός φταίει ὁ Ἀδάμ ἤ ἐμεῖς;
Ἴσως πολλοί
ἀπό τούς ἀνθρώπους,
κατηγοροῦν
τόν Ἀδάμ, πῶς πολύ εὔκολα πείσθηκε στόν πονηρό
σύμβουλο, καί παράκουσε τήν θεϊκή ἐντολή, καί μέ
τήν παρακοή του αὐτή, μᾶς
προξένησε τό θάνατο.
∆έν εἶναι
ὅμως τό ἴδιο,
νά θελήσει κανείς
νά
δοκιμάσει κάποιο
θανατηφόρο βοτάνι, πρίν
λάβει
πεῖρα, καί τό νά ποθεῖ νά φάγει ἀπ’ αὐτό,
ἀφοῦ μέ
τήν πεῖρα ἔμαθε ὅτι εἶναι
θανατηφόρο.
Γιατί, ἐκεῖνος πού ρουφάει ἀπό τό δηλητήριο καί
προξενεῖ στόν
ἑαυτό του τόν
θάνατο, ἐνῶ γνωρίζει
πώς εἶναι
θανατηφόρο, εἶναι ἄξιος
μεγαλύτερης
κατηγορίας ἀπό
τόν ἄνθρωπο, πού
πίνει τό
δηλητήριο χωρίς νά γνωρίζει
τά ἀποτελέσματά του.
Ὁ Ἀδάμ παρέβηκε τήν συμβουλή
κι ἐντολή τοῦ
ἀγαθοῦ, ἀφοῦ ξεγελάσθηκε ἀπό τόν πονηρό σατανά,
χωρίς νά ἔχει ἐμπειρία τοῦ
κακοῦ.
Ἑμεῖς ὅμως οἱ σημερινοί
ἄνθρωποι, παρακοῦμε τίς
ἐντολές τοῦ
Θεοῦ καί ὑπακοῦμε
στίς ἐντολές τοῦ
πονηροῦ, ἐνῶ
γνωρίζουμε τό κακό
ἀποτέλεσμα καί
τίς τιμωρίες πού μᾶς περιμένουν.
Γι’ αὐτό
κι ὁ καθένας
ἀπό μᾶς εἶναι
πολύ
περισσότερο ἄξιος, νά
κατηγορηθεῖ καί νά τιμωρηθεῖ
ἀπό τό Θεό, παρά ὁ προπάτοράς
μας Ἀδάμ.
Πῶς θά σωθοῦμε;
Ἄς μετανοήσουμε λοιπόν
ἀδελφοί. Ἄς
ἐπιδείξουμε πράξεις
θεάρεστες, καρπούς ἄξιους
τῆς
μετανοίας μας, γιά νά κληρονομήσουμε τή βασιλεία
τῶν οὐρανῶν.
Αὐτή ἔφθασε
ἤδη πολύ κοντά
μας· ἄς μήν
ἀπομακρύνουμε τούς
ἑαυτούς μας ἀπ’
αὐτήν μέ τά
πονηρά ἔργα μας. Φανερώθηκε ἡ
αἰώνιος ζωή.
Ἄς τήν κερδίσουμε, ὅσο
μποροῦμε μέ τίς ἀρετές.
Ἄς ἀποφύγουμε τήν ἀθλιότητα
ὅλων ἐκείνων τῶν
ἀνθρώπων, πού συνεχίζουν νά
κάθονται στό σκοτάδι
καί στή σκιά τοῦ θανάτου.
Ἄς ἀποκτήσουμε τά ἔργα τῆς
μετάνοιας· φρόνημα
ταπεινό, κατάνυξη
καί πένθος πνευματικό·
καρδιά
γεμάτη εὐσπλαγχνία,
πού ἀγαπᾶ τή
δικαιοσύνη·
καρδιά εἰρηνική,
ἀνεκτική, ἡ ὁποία
μέ χαρά νά
ὑποφέρει τούς
διωγμούς, τίς κατηγορίες
καί τίς
συκοφαντίες γιά
χάρη τῆς ἀλήθειας
καί τῆς
δικαιοσύνης.
Ὁμιλία 31η
Στή λιτανεία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ
Γρηγορίου Παλαμᾶ
Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.