Εὐαγγελιο Κυριακῆς (Λουκ. ζ´ 11-16)
Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ ᾿Ιησοῦς
εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν·καὶ
συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ
ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. ῾Ως δὲ
ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ
ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς
μονογενὴς
τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ
ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ.
Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη
ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· Μὴ κλαῖε·
καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ
βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· Νεανίσκε,
σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ
νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν
αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. ῎Ελαβε δὲ
φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν,
λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται
ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς
τὸν λαὸν αὐτοῦ.
Ἐκεῖνο τὸν καιρό, πῆγε ὁ ᾿Ιησοῦς σὲ μιὰ πόλη ποὺ λεγόταν
Ναΐν. Μαζί του ἦταν ἀρκετοὶ μαθητές του καὶ πολὺ πλῆθος. Τὴν ὥρα ποὺ πλησίαζαν
στὴν πύλη τῆς πόλης, ἔβγαζαν ἕναν νεκρό, τὸν μονάκριβο γιὸ μιᾶς μάνας, ποὺ
μάλιστα ἦταν χήρα. Κόσμος πολὺς ἀπὸ τὴν πόλη τὴ συνόδευε. ῞Οταν εἶδε τὴ χήρα ὁ
Κύριος, τὴ σπλαχνίστηκε καὶ τῆς εἶπε· «Μὴν κλαῖς». ῎Επειτα προχώρησε, ἀκούμπησε
τὴ σορό, καὶ ἀφοῦ στὸ μεταξὺ αὐτοὶ ποὺ βαστοῦσαν τὸ φέρετρο σταμάτησαν, εἶπε·
«Νεαρέ, σὲ διατάζω νὰ σηκω-θεῖς». ῾Ο νεκρὸς ἀνακάθισε κι ἄρχισε νὰ μιλάει. ῾Ο
᾿Ιησοῦς τότε τὸν παρέδωσε στὴ μητέρα του. ῞Ολους τοὺς κυρίεψε δέος καὶ δόξαζαν
τὸν Θεό· «Μεγάλος προφήτης», ἔλεγαν, «ἐμφανίστηκε ἀνάμεσά μας!» καί· «῾Ο Θεὸς
ἦρθε νὰ σώσει τὸν λαό του!»
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Ὁμιλία Ἁγίου Κυπριανοῦ Καρθαγένης
(+258 μ.Χ.),
(+258 μ.Χ.),
«De Mortalitate», (P.L. 4,
58 3-602) Δέν πρέπει νά θλιβώμεθα, ἀγαπητοί χριστιανοί ἀπό τήν ἐκδημία τῶν ἀδελφῶν μας πρός τόν Θεό, ἀφοῦ γνωρίζομε
καλά ὅτι δένἔχουν χαθῆ, ἀλλ᾿ ὅτι ἁπλῶς προηγοῦνται ἀπό ἐμᾶς.
Ξέρομε
πράγματι ὅτι δέν μᾶς ἐγκαταλείπουν παρά γιά νά προπορευθοῦν, ὅπως κάνουν
συχνά οἱ ταξιδιῶτες καί οἱ ναυτικοί. Μποροῦμε νά λυπούμεθα, χωρίς ὅμως νά θρηνοῦμε τήν ἀπώλειά τους.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος,
μέμφεται κάθε ἄνθρωπο πού
δοκιμάζει
θλίψι μέ τόν θάνατο τῶν δικῶν του, τόν ἐπιπλήττει καί μάλιστα τόν κατηγορεῖ: «Οὐ θέλομεν δέ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περί τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μή λυπῆσθε καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα. εἴγάρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καί ἀνέστη, οὔτω καί ὁ Θεός τούς κοιμηθέντας διά τοῦ Ἰησοῦ ἄξει (θά φέρη) σύν αὐτῷ» (Α' Θεσσ., δ' 13-14). Πράγμα πού σημαίνει ὅτι αὐτοί πού θλίβονται γιά τόν θάνατο τῶν δικῶν τους, εἶναι πράγματι αὐτοί πού δέν ἔχουν ἐλπίδα.
θλίψι μέ τόν θάνατο τῶν δικῶν του, τόν ἐπιπλήττει καί μάλιστα τόν κατηγορεῖ: «Οὐ θέλομεν δέ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περί τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μή λυπῆσθε καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα. εἴγάρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καί ἀνέστη, οὔτω καί ὁ Θεός τούς κοιμηθέντας διά τοῦ Ἰησοῦ ἄξει (θά φέρη) σύν αὐτῷ» (Α' Θεσσ., δ' 13-14). Πράγμα πού σημαίνει ὅτι αὐτοί πού θλίβονται γιά τόν θάνατο τῶν δικῶν τους, εἶναι πράγματι αὐτοί πού δέν ἔχουν ἐλπίδα.
Ἑπομένως, ἐμεῖς πού ζοῦμε μέ τήν ἐλπίδα καί πιστεύομε στόν Θεό, ἐμεῖς πού ἔχομε τήν πεποίθησι ὅτι ὁ Χριστός ὑπέφερε γιά ἐμᾶςκαί ἀνέστη,
πού ἔχομε ἀναγεννηθῇ δι' Αὐτοῦ καί ἐν Αὐτῷ,
γιατί θλιβόμεθα τόσο μέ τήν ἐκδημία τῶν δικῶν μας, σάν νά ἦσαν χαμένοι διάπαντός, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Κύριός
μας, μᾶς ἐνισχύει μέ αὐτούς τούς λόγους:
«Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή· ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ,κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καί πᾶς ὁ ζῶν καί πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή ἀποθάνῃ εἰς τόν αἰῶνα» (Ἰω. ια΄,
25-26). Ἐάν, λοιπόν,
πιστεύομε στόνἸησοῦ Χριστό, ἐάν ἔχομε ἐμπιστοσύνη στούς λόγους καί στίς ὑποσχέσεις Του, δέν θά πεθάνομε
ποτέ.
Ἄς μήν λησμονοῦμε ὅτι ὁ θάνατος δέν εἶναι μία
τελική ἔξοδος, ἀλλά ἕνα πέρασμα, μιά πρόσκαιρη
πορεία πρός τήν αἰωνιότητα. Ποιός δέν θά βιαζόταν νά φθάση σέ μία
ζωή καλύτερη; Ποιός δέν θά ἦταν ἀνυπόμονος νά ἀλλάξη μορφή, νά μεταμορφωθῆ κατ᾿ εἰκόνα Χριστοῦ καί νά πλησιάση τό ταχύτερον στήν οὐράνια εὐγένεια καί δόξα, ὅπως τό κηρύσσει ὁ ἀπ. Παῦλος:
«Ἡμῶν γάρ τό πολίτευμα ἐνοὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καί σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ὅς μετασχηματίσει τό σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τό γενέσθαι αὐτό σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης Αὐτοῦ»
(Φιλ. γ΄, 20).
Ὅπως μαρτυρεῖ τό βιβλίο τῆς Γενέσεως, ὁ Ἐνώχ ἁρπάχθηκε ἀπό τήν ζωή, αὐτός πού εἶχε τήν εὔνοια τοῦ Θεοῦ:
«Εὐηρέστησεν Ἐνώχτῷ Θεῷ, καί οὐχ εὑρίσκετο, ὅτι μετέθηκεν αὐτόν ὁ Θεός»
(Γεν. ε΄, 24). Διά μέσου τοῦ Σολομῶντος, τό ἅγιον Πνεῦμα μᾶς διδάσκει ὁμοίως ὅτι,αὐτοί πού εὐαρεστοῦν στόν Θεό, καλοῦνται πρόωρα ἀπό τήν ζωή καί ἐλευθερώνονται γρηγορώτερα ἀπό τόν κόσμο· ἀπό φόβο
μήπως, ἡπολύ μεγάλη
παραμονή στήν γῆ, συμβῆ νά τούς φθείρη:
«Ἡρπάγη, μή κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ. Ἀρεστή γάρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχήαὐτοῦ· διά τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου
πονηρίας» (Σοφ. Σολ. ιδ΄, 11-14)
Εὑρίσκομε ἀκόμη μέσα στούς Ψαλμούς τό παράδειγμα τοῦ Δαυίδ, μιᾶς ψυχῆς ἀφοσιωμένης στόν Θεό μέ τήν πίστι τήν πνευματική,
πού σπεύδει μέ βιασύνη πρός τόν Κύριο:
«Ὡς ἀγαπητά τά σκηνώματά Σου,
Κύριε τῶν δυνάμεων. Ἐπιποθεῖ καί ἐκλείπει ἡ ψυχή
μου εἰςτάς αὐλάς τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. πγ΄, 2).
Εἶναι ἴδιον ἐκείνου πού ὁ κόσμος
γοητεύει,
πού ἀφήνεται νά πλανηθῆ ἀπό τά ἀπατηλά θέλγητρα τοῦ κόσμου, νά ἐπιθυμῆ νά παραμείνη ἐπί μακρόν στήν ζωή. Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ὅμως, μᾶς ὑποχρεώνει ζωηρά νά μή προσηλωνόμεθα στόν κόσμο,ὑπακούοντες στίς σαρκικές ἐπιθυμίες μας, καί μᾶς παροτρύνει μέ αὐτούς τούς
λόγους:
«Μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον μηδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ·ἐάν τις ἀγαπᾷ τόν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός ἐν αὐτῷ· ὅτι πᾶν τό ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός καί ἡ ἐπιθυμία τῶνὀφθαλμῶν καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ κόσμου ἐστί. Καί ὁ κόσμος
παράγεται (παρέρχεται) καί ἡἐπιθυμία αὐτοῦ· ὁ δέ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα»
(Α΄ Ἰω. β΄, 15-17).
Ἄς εἴμεθα μᾶλλον ἕτοιμοι νά ὑπακούσωμε στίς βουλές τοῦ Θεοῦ, ἱσχυροί μέ μιά ψυχή εὐθεῖα καί εἰλικρινῆ, μέ μιά πίστι ἀκλόνητηκαί ἕνα θάρρος
σταθερό, καί ἄς μή θλιβώμεθα ἀπό τόν θάνατο αὐτῶν πού μᾶς εἶναι ἀγαπητοί. ὅταν σημάνη ἡ ὥρα, νά καλέση καί ἐμᾶςὁ Θεός, ἄς βαδίσωμε πρός Αὐτόν χωρίς
δισταγμό, χωρίς βαρυθυμία.
Ἄν οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ ὤφειλαν, σέ κάθε ἐποχή, νά συμμορφώνονται μέ αὐτόν τόν κανόνα, ἡ τήρησίς του
τώρα ἔχει γίνει μίαἀναγκαιότητα. Ὁ κόσμος,
πράγματι, ἐπιταχύνει τόν ὄλεθρό του καί βρίσκεται
πολιορκημένος ἀπό πλῆθος συμφορῶν πού τόν φθείρουν,εἰς τρόπον ὥστε ἐμεῖς πού ἔχομε συνείδησι τῶν κακῶν,
πού τόν ἔχουν ἤδη προσβάλλει σφοδρῶς καί πού
γνωρίζομε ὅτι γεγονότα ἀκόμηβαρύτερα τόν ἀπειλοῦν,
συμπεραίνομε χωρίς κόπο ὅτι, τό μεγαλύτερο
συμφέρον γιά ἐμᾶς τούς
Χριστιανούς εἶναι νά ἀποσυρθοῦμε, τόγρηγορώτερον, ἀπό τήν γῆ ἐδῶ.
Καί δέν πρέπει, ἀγαπητοί ἀδελφοί μου, νά λησμονοῦμε ὅτι, ἔχομε ἤδη ἀποχωρισθῆ ἀπό τόν κόσμο καί ζοῦμε ἐδῶ κάτω
«ὡςπάροικοι καί παρεπίδημοι»
– σάν ξένοι καί περαστικοί – (Α΄ Πέτρ. β΄,
11), σάν ταξιδιῶτες. Εὐλογημένη ἡ ἡμέρα, πού ἔχει ὁρίσει στόν καθένατήν πραγματική
του
κατοικία καί πού, ἀφοῦ μᾶς ἀποσπάσει ἀπό αὐτόν τόν κόσμο καί μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τά δεσμά
του, μᾶς μεταφέρει στόν Παράδεισο καί στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τί γλυκύτητα νά πεθαίνης χωρίς
φόβο! Τί μακαριότητα βαθειά καί ἀτελείωτη, νά ζῆςμέσα στήν αἰωνιότητα!
Ποιός εἶναι αὐτός πού δέν θά ἔσπευδε νά ξαναφθάση στήν πατρίδα
του,
μετά ἀπό ἕνα διάστημα παραμονῆς στήν ξενιτειά;
Πατρίδα
μας εἶναι ὁ παράδεισος καί ᾿ἐξ ἀρχῆς εἴχαμε τούς
Πατριάρχες γιά πατέρες. Γιατί, λοιπόν, δέν σπεύδομε ν᾿ ἀντικρύσωμε τήν πατρίδα
μας;
Ἐκεῖ εὑρίσκεται ὁ ἔνδοξος χορός τῶν Ἀποστόλων, ἡ ζωογόνος πληθύς τῶν Προφητῶν, ἡ ἀναρίθμητη στρατιά τῶν Μαρτύρων,
στεφανωμένων γιά τά κατορθώματά τους ἐνάντια στόν ἐχθρό καί τόν πόνο, ἀπολαμβάνοντες ἐκεῖ τόν θρίαμβό
των. Ἐκεῖ ἀκτινοβολοῦν οἱπαρθένοι,
πού ὑπεδούλωσαν μέ ἀξιέπαινες προσπάθειες τήν φιληδονία τῆς σαρκός. Ἐκεῖ,
τέλος, ἀνταμοίβονται οἱ ἄνθρωποι πούἐπέδειξαν εὐσπλαχνία καί οἶκτο,
πού πολλαπλασίασαν τίς ἐλεήμονες πράξεις τους
συντρέχοντες, σάν βοηθοί, στίς ἀνάγκες τῶν πτωχῶνκαί,
πιστοί στά παραγγέλματα τοῦ Κυρίου,
κατάφεραν νά ἀνυψωθοῦν ἀπό τά γήινα ἀγαθά στούς θησαυρούς
τούς οὐράνιους.
Ἄς βιαστοῦμε λοιπόν, νά τούς συναντήσωμε καί νά παρουσιασθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καί ὁ Χριστός
μας ἄς διαγνώση τόν πόθοτῆς πίστεως καί τῆς ψυχῆς μας· Αὐτός, ὁ Ὁποῖος ἀπονέμει τήν ὕψιστη ἀνταμοιβή τῆς δόξης
Του σέ αὐτούς,
πού τόν ἔχουν ποθήσει μέ τήνπιό μεγάλη
θέρμη τῆς καρδιᾶς τους.