Ακολουθεί τον Χριστό
Ο Θωμάς γεννήθηκε, όταν βρισκότανε στη γη σωματικά ο Κύριος, για τη σωτηρία μας. Ζούσε δε στην Ιουδαία. Γεννήθηκε από φτωχούς γονείς. Το όνομα Θωμάς ερμηνεύεται στην Ελληνική δίδυμος. Οι πτωχοί γονείς του, του μετέδωσαν την ευσέβεια. Είχε μεγάλη ευλάβεια στο Μωσαϊκό Νόμο. Από μικρός διάβαζε με προσοχή τα ιερά βιβλία και φύλαττε το Νόμο του Θεού. Ζούσε ζωή αγία.
Ψαράς ήταν στο επάγγελμα. Με την ψαραδική του προσπαθούσε, δουλεύοντας σκληρά, να βγάζει το ψωμί του. Η κακοπάθεια του επαγγέλματος ήταν γύμνασμα για ν’ αντέξει στις κακοπάθειες του Αποστόλου. Σε μια στιγμή της ζωής του ο Χριστός, επειδή τον βρήκε κατάλληλο, τον κάλεσε κοντά του. Όταν τον κάλεσε, δεν ανέβαλε τον καιρόν. Αλλά αμέσως εγκατέλειψε και σπίτι και γονείς και συγγενείς και επάγγελμα και τα πάντα και με μεγάλη χαρά Τον ακολούθησε. Έτσι προστέθηκε και αυτός στους δώδεκα Αποστόλους. Συνοδοιπορούσε με τον Κύριο και τον υπηρετούσε πιστά.
Η απιστία του
Με την σταύρωση και την Ανάσταση του Κυρίου, όπως είναι γνωστόν, οι Μαθητές, διά τον φόβο των Ιουδαίων, ήσαν κλεισμένοι μέσα στο Υπερώον. Ενώ, λοιπόν, ήταν κλεισμένες οι πόρτες, εισέρχεται ο Χριστός και με την παρουσία Του βεβαιώνει το θαύμα της Αναστάσεως. Έκαμε το μεγάλο θαύμα της Αναστάσεώς του: νίκησε τον ανίκητο μέχρι τότε θάνατον!
Όλοι οι Μαθητές έλαμπαν από χαρά, διότι ξαναείδαν τον Διδάσκαλο. Έλειπε όμως ένας. Ήταν ο Θωμάς. Όταν επέστρεψε, βρήκε τους άλλους, πού αναπηδούσαν από τη χαρά τους. Τού είπαν:
- Ἐωράκαμεν τόν Κύριον. Εἴδαμε τόν Κύριον.
Εκείνος, όμως, είχε τις αμφιβολίες του και έλεγε:
- Ἐάν μή ἴδω, οὐ μή πιστεύσω. Δεν θα το πιστέψω αυτό, πού μου λέτε, εάν δεν δουν τα μάτια μου και δεν τον ψηλαφήσω ο ίδιος.
Έμεινε μια εβδομάδα ο Θωμάς με την απιστία του.
«Καί μεθ’ ἡμέρας ὀκτώ πάλιν ἤσαν ἔσω οἱ Μαθηταί αὐτοῦ, καί Θωμάς μετ' αὐτῶν. Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων καί ἔστη ἐν τῷ μέσω αὐτῶν καί εἶπεν Εἰρήνη ὑμίν.
Εἴτα λέγει τῷ Θωμά. Φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε, καί ἴδε τάς χείρας μου καί τήν πλευρά μου καί μή γίνου ἄπιστος ἀλλά πιστός».
Και απεκρίθει ο Θωμάς και είπε αυτώ:
- Ο Κύριος μου και ο Θεός μου.
Λέγει αυτώ ο Ιησούς:
- «Ὅτι ἐώρακας μέ πεπίστευκας; Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες» (Ιωάν. κ΄. 26 - 29).
Με τον λόγο τούτον μακάρισε και επήνεσε ο Κύριος ημάς τους μεταγενεστέρους, διότι χωρίς ημείς να Τον δούμε σωματικά τον πιστέψαμε. Πάντως, ο Θωμάς με την απιστία, πού έδειξε και την αμφιβολία του στην Ανάσταση του Χριστού, έγινε αφορμή να διαλυθεί και το τελευταίο ίχνος της απιστίας και να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η πίστας και των άλλων Μαθητών, αλλά και ημών.
Κλήρος του
οι Ινδίες
Κατά την ήμερα της Πεντηκοστής πού βρισκόταν και ο Θωμάς μαζί με τους άλλους Αποστόλους κατήλθεν, ως γνωστόν, το Πανάγιο Πνεύμα εις τάς κεφαλάς των εν είδει πύρινων γλωσσών.
Μετά όμως την Πεντηκοστήν, σύμφωνα με το πρόσταγμα του Κυρίου: «Πορευθέντες εἰς τόν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τό Εὐαγγέλιον πάση τή κτίσει» (Μαρκ. κ'. 1 - 15), κάθε Απόστολος αναχώρησε σε μια περιοχή, πού του ορίσθηκε με κλήρο, για να κηρύξει. Εις τον Απόστολο Θωμά έλαχε ο κλήρος να πάει να κηρύξει στους Πάρθους, στους Πέρσας, στους Μήδους και στους Ινδούς. Οι Ινδίες, είναι χώρα της Ασίας, πολύ μακρινή. Εκεί οι άνθρωποι τότε ήσαν σκληροί, βάρβαροι και λάτρευαν τα είδωλα.
Ο Χριστός
τον δυναμώνει
Όταν είδε ο Θωμάς, ότι τον έστειλαν σε ένα τέτοιο άγριο έθνος, άρχισε να στεναχωριέται και να φοβάται, μήπως δεν θα μπόρεση να τα βγάλει πέρα.
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, σαν καρδιογνώστης, πού είναι, γνωρίζοντας πολύ καλά τα όσα θα έκαμνε στις Ινδίες ο Απόστολος Θωμάς, παρουσιάζεται μια μέρα στην αγορά, σαν άνθρωπος και λέγει στον Αμβανή:
- Θέλεις να αγοράσεις έναν αιχμάλωτο, πού έχω; Είναι χτίστης στο επάγγελμα,
σπουδαιότατος.
- Ναι, απάντησε εκείνος. Ευχαρίστως.
- Ναι, απάντησε εκείνος. Ευχαρίστως.
Το χέρι πού
με ράπισε θα το φάνε τα θηρία
Μετά από αυτά μπήκανε στο πλοίο και έφτασαν στην Ανδάπολη. Εκεί ο άρχοντας της πόλης πάντρευε την θυγατέρα του και όλος ο κόσμος, ξένοι και κάτοικοι της πόλης ήταν καλεσμένοι. Στον γάμο ο Απόστολος Θωμάς καθόταν συλλογισμένος και προσέχοντας τον εαυτό του. Τότε πήγε ένας οινοχόος και δίνει ένα χαστούκι στον Απόστολο, λέγοντας του:
- Ήρθες στο γάμο να χαρείς και να γλεντήσεις με τους άλλους και όχι να κάθεσαι κατσουφιασμένος.
Ο Απόστολος απάντησε σ’ αυτόν, πού τον ράπισε:
- Εύχομαι να σου συγχωρήσει ο Κύριος το αμάρτημα σου αυτό στην άλλη ζωή. Αυτό όμως το χέρι, πού κινήθηκε εναντίον μου και με ράπισε, θα το μοιρασθούν σ' αυτή τη ζωή τα θηρία, για να συνετισθούνε οι άλλοι.
Ενώ, λοιπόν, πήγε ο υπηρέτης εκείνος, για να φέρει νερό να το ανακατέψει με το κρασί, ένα θηρίο, πού παραμόνευε στη βρύση, χίμηξε κατά πάνω του, και τον ξέσχισε. Βρήκε ο δυστυχής έτσι φρικτό θάνατο. Το χέρι όμως, πού προ ολίγου είχε ραπίσει τον Απόστολο, το άρπαξε ένα σκυλί στο στόμα του και τριγύριζε στα τραπέζια, για να παραδειγματιστούν όλοι.
Αφού πληροφορήθηκε ο άρχοντας αυτά κάλεσε τον Απόστολο και τον παρακάλεσε να κατηχήσει τους νεονύμφους. Τους κατήχησε και αυτοί πίστεψαν στον Χριστό καθώς και ο άρχοντας της πόλης. Ο Απόστολος του Χριστού προχώρησε εν τω μεταξύ βαθύτερα στις Ινδίες. Όταν έμαθαν οι δόκιμοι αυτοί μαθητές του Χριστού, ότι ο Θωμάς βρίσκεται στις Ινδίες, πήγανε σ’ αυτόν και πήρανε το Άγιο Βάπτισμα. Έπειτα άρχισαν να κηρύττουν και αυτοί εις άλλους το Άγιο Ευαγγέλιο.
Αναλαμβάνει
να κτίση παλάτι τον Βασιλέως
Εν συνεχεία ήλθε ο Απόστολος στον βασιλέα της Ινδίας, Ινδοφέρνην Γουνδιαφόρον ονομαζόμενο. Εις αυτόν τον είχε συστήσει ο έμπορος Αμβανής. Ο βασιλεύς του ζήτησε να κατασκευάσει ένα παλάτι πολύ όμορφο για αυτόν. Ο βασιλιάς θα έλειπε τρία χρόνια σε άλλη χώρα και ήθελε το παλάτι να είναι έτοιμο. Έτσι έδωσε πολύ χρυσάφι στον Απόστολο για τα υλικά και έφυγε.
Όμως ο Απόστολος Θωμάς τα χρήματα αυτά τα μοίραζε στους φτωχούς και σε όσους είχαν ανάγκη. Έχτιζε δε παλάτι ουράνιο στον βασιλιά. Κάποια στιγμή επισκέφτηκαν τον βασιλιά κάποιο πολίτες τις περιοχής του και τους ρώτησε πως είναι το παλάτι του. Αυτοί του είπαν ότι ο Απόστολος τα χρήματα τα μοιράζει και διδάσκει τον λαό για τον Χριστό, και ότι σε αυτόν κτίζει παλάτι ουράνιο. Τότε ο βασιλιάς έφυγε αμέσως για την πόλη του και φυλάκισε τον Απόστολο γιατί πίστεψε ότι τον κορόιδεψε.
Ο αδερφός του βασιλιά επειδή ήταν πολύ στεναχωρημένος για το κακό που έπαθε ο αδερφός του κόντευε να πεθάνει από μελαγχολία. Σε λίγο του κόπηκε η αναπνοή και Άγγελος Κυρίου πήρε την ψυχή του και τον ρώτησε «πια κατοικία θέλει να κατοικίσει», αυτός είδε το παλάτι του αδερφού του και ζήτησε αυτό. Τότε ο Άγγελος του είπε:
- Αυτό είναι του αδερφού σου δεν μπορείς να το πάρεις.
Αμέσως αυτός ζήτησε από το Άγγελο να γυρίσει και να ζητήσει από τον αδερφό του αυτό το παλάτι. Αφού ξαναζωντάνεψε πήγε στον αδερφό του, του ζήτησε το παλάτι και του εξήγησε πως αυτό του το έφτιαξε ο Απόστολος. Τότε αφού ο βασιλιάς κατάλαβε το λάθος του έβγαλε από την φυλακή τον Απόστολο του Κυρίου και έπεσαν στα πόδια του ζητώντας συγχώρεση. Ο Απόστολος αφού τους συγχώρεσε τους δίδαξε και τους βάπτισε. Έπειτα πολλοί ειδωλολάτρες βλέποντας αυτά πίστεψαν και βαπτίστηκαν και αυτοί Χριστιανοί.
Μετά την επιστροφή στη θεογνωσία των περισσοτέρων ανθρώπων της πόλεως εκείνης, ο Θωμάς πήγε σε μια άλλη μεγάλη χώρα των Ινδιών. Εκεί ζούσε πολύ ταπεινά. Εκεί δίδαξε στους ανθρώπους για την πίστη στον Χριστό, έκανε πολλά θαύματα, με τη Χάρη του Χριστού, και οδήγησε τους βαρβάρους εκείνους ανθρώπους στην αληθινή πίστη. Έτσι ίδρυσε ο Απόστολος Θωμάς την Εκκλησία των Ινδιών.
Ξαναφυλακίζουν
τον Απόστολο
Ανάμεσα σ' αυτούς, πού καρποφόρησε ο λόγος του Ευαγγελίου μέσα στις ψυχές τους, ήταν και η γυναίκα του βασιλέως Μισδίου, η Μιγδονία. Έκτος από αυτή πίστεψε και μια άλλη γυναίκα, πού διακρινόταν για την ευγένεια του χαρακτήρος της. Ήταν η Τερτιανή, η σύζυγος του άρχοντα Χαρασίου. Αυτές οι δύο άκουσαν τη διδασκαλία του Αποστόλου πίστεψαν στο Χριστό και πήραν την απόφαση να ζήσουν με σωφροσύνη. Απεφάσισαν να ζήσουν ασκητικά, μέσα στα ανάκτορα. Ο βασιλεύς και ο Χαράσιος, σαν είδαν, ότι οι γυναίκες τους είχαν μεγαλύτερη προσήλωση στο Θεό, παρά σε αυτούς, οργίστηκαν και φυλάκισαν τον Απόστολο.
Εξέρχεται
θαυματουργικός και βαπτίζει
Κατά τα μεσάνυκτα πήγαν οι Χριστιανοί στη φυλακή. Την άνοιξε ο Απόστολος θαυματουργικός. Μπήκαν μέσα και τους δίδασκε να μένουν ακλόνητοι στην Πίστη τους και να μη δειλιάσουν ποτέ μπροστά στα μαρτύρια και το θάνατο, διότι με αυτά θα κληρονομήσουν την αιώνιο ζωή. Όταν, λοιπόν, συμβούλεψε και κατήχησε, όσους δεν είχαν βαπτιστεί, βγήκε ο Απόστολος από την φυλακή και πήγε με τους κατηχουμένους του, σ' ένα σπίτι. Σ’ αυτό είχαν ετοιμασθεί όλα τα απαραίτητα για τη Θεία Λειτουργία και το Άγιο Βάπτισμα. Κατόπιν ο Απόστολος γύρισε στην φυλακή όπου η πόρτα άνοιξε και έκλεισε αυτομάτως.
Λογχίζεται
Την επόμενη μέρα οδήγησαν τον Άγιο έξω από την πόλη. Ζήτησε να προσευχηθεί:
- Κύριε και Θεέ μου, Συ πού είσαι για τους πιστούς η ελπίδα και η απολύτρωσης, ιδού σήμερα τελείωσα το έργον, πού μου ανέθεσες, όταν με πούλησες σαν δούλο.
Τώρα ελευθέρωσε με και οδήγησε τα βήματά μου κοντά Σου, στην Βασιλεία Σου.
Αφού προσευχήθηκε οι στρατιώτες αμέσως τον λόγχισαν, χτυπώντας τον συγχρόνως και με ακόντια. Το άγιο αποστολικό αίμα έτρεξε και πότισε το Ινδικό χώμα.
Θεραπεύει το
παιδί του βασιλέως
Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός από τον μαρτυρικό θάνατο του και δαιμονίσθηκε ένας από τους γιούς του Μισδίου. Μη μπορώντας, όμως να βρει την υγεία του, ήρθε ο βασιλιάς στον τάφο του Αποστόλου, διά να λάβει μέρος απ' τα Άγια Λείψανα και να τα βάλει επάνω στο γιό του, για να θεραπευτεί. Όταν όμως άνοιξε τον τάφο, δεν βρήκε μέσα το ιερό Λείψανο. Το είχε πάρει κρυφά κάποιος Χριστιανός και το μετέφερε στη Δύση. Παρουσιάζεται όμως, ο Θωμάς στο βασιλιά και του λέγει:
- Όσο ζούσα, βασιλεύ, δεν επίστεψες. Τώρα πιστεύεις; Αλλά για να ίδεις πόσο
φιλάνθρωπος είναι ο Δεσπότης Χριστός, ο Κύριος μου, πάρε λίγο χώμα από τον τάφο
μου.
Βάλτο επάνω στο παιδί σου, και θα γίνει αμέσως καλά. Εγώ δεν σου κρατάω κακία.
- Πιστεύω εις τον Κύριό μου Ιησού Χριστό, τον Αληθινό Θεό.
Αμέσως τότε θεραπεύτηκε το παιδί του από το δαιμόνιο! Ο δε βασιλεύς παρακαλούσε την γυναίκα του την Τερτία και την Μιγδονία με δάκρυα και μεγάλη ταπείνωση να προσευχηθούν στο Δεσπότη Χριστό, για να του συγχωρέσει τα αμαρτήματα του, αλλά και για όσα κακά είχε κάμει εις βάρος του τιμίου και ενδόξου Αποστόλου, του Αγίου Θωμά.
Το άγιο
Λείψανο του
Το ιερόν Λείψανο του Αγίου Αποστόλου μεταφέρθηκε αρχικά στην Έδεσσα της Συρίας. Από εκεί έγινε η ανακομιδή του εις Κωνσταντινούπολη και τοποθετήθηκε από τον Κωνστάντιο, τον υιό του Μ. Κωνσταντίνου το 337 μ.Χ. εις τον Ναό των Αγίων Αποστόλων. Το έβαλαν μαζί με τα ιερά Λείψανα του Αποστόλου Ανδρέου, του Αποστόλου Λουκά και άλλων Αγίων.
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως κατά το 1204 υπό των Λατίνων, τα ιερά Λείψανα εσυλήθησαν και μετεφέρθησαν από αυτούς στη Ρώμη.
Η άγια Κάρα του Αποστόλου Θωμά είναι θησαυρισμένη σήμερα στην Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖος Ἀπόστολος, θεολογίας κρουνούς, ἐνθέως ἐξήντλησας, ἐκ λογχονύκτου πλευρᾶς,
Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἠμῶν. Ὅθεν τῆς εὐσέβειας, κατασπείρας τὸν λόγον, ἔλαμψας ἐν Ἰνδίᾳ,
ὡς ἀκτὶς οὐρανία, Θωμὰ τῶν Ἀποστόλων, τὸ θεῖον ἀγλάισμα.