Πέμπτη 13/26-5-2016
Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα κ. Ἀγαθάγγελε·
Σεβασμιώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι Ἀρχιερεῖς·
Ἅγιοι Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες, τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά·
Ἀντιπρόσωποι τῶν Ὁμοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς καὶ τῶν Ἐπισκόπων μας, ἐκ
Ρωσίας, Ρουμανίας, Εὐρώπης, Ἀμερικῆς, Ἀφρικῆς, Ἀσίας καὶ Αὐστραλίας·
Σᾶς ἀσπάζομαι ὅλους μαζὶ καὶ καθ᾿ ἕναν ξεχωριστὰ μὲ τὸν κο-σμοχαρμόσυνο καὶ σωτήριο χαιρετισμό:
Χριστὸς Ἀνέστη!... Ἀληθῶς Ἀνέστη!...
Μὲ ἄφατη εὐαγγελικὴ χαρὰ καὶ συγκίνησι Σᾶς καλωσορίζω ἐκ μέρους τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μας στὴν Ἀποστολοβάδιστη καὶ Ἁγιοτόκο Ἑλλάδα μας.
Σᾶς εὐχαριστῶ, διότι ἀνταποκριθήκατε στὴν ἀδελφική μας πρόσκλησι νὰ προσέλθετε καὶ νὰ συμμετάσχετε σὲ δύο πράγματι Ἱστορικὰ Γεγονότα τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ Διορθόδοξος Σύσκεψίς μας, γιὰ τὴν Ὁποία εὑρισκόμεθα σήμερα ἐδῶ.
Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ Ἁγιοκατάταξις τοῦ Μακαριστοῦ πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου, ἡ ὁποία –σὺν Θεῷ– θὰ πραγματοποιηθῆ τὸ προσεχὲς Σάββατον.
Εὑρισκόμεθα σὲ μία κρίσιμη ἱστορικὴ καμπή, διότι μετὰ ἀπὸ ἕναν περίπου αἰῶνα ἀγώνων Ὁμολογιακῶν καὶ Μαρτυρικῶν, ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας δικαιώνεται γιὰ τὴν ἀνυποχώρητη ἀντίστασί Της στὴν λαίλαπα τοῦ ἐκκλησιομάχου Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς συμφυοῦς μὲ αὐτὸν κατάκριτης Ἡμερολογιακῆς Καινοτομίας.
Ἄξιοι τιμῆς, ἐπαίνου καὶ ἐγκωμίων εἶναι οἱ Ἅγιοι Προπάτορές μας στὴν Ἑλλάδα, Ρουμανία, Ρωσία καὶ ἀλλοῦ, οἱ ὁποῖοι μὲ διορατικότητα ἀλάνθαστη εἶχαν ἀντιληφθῆ, εἶχαν πληροφορηθῆ ἀπὸ τὸν Κύριό μας, ποῦ ὁδηγεῖ καὶ ποῦ θὰ καταλήξη ἡ λεγομένη προσπάθεια γιὰ τὴν ἕνωσι τῶν Χριστιανῶν· μία προσπάθεια, ἡ ὁποία ὠνομάσθηκε Οἰκουμενικὴ Κίνησις καὶ ἡ ὁποία ἐξ ἀρχῆς δὲν εἶχε ὑγιεῖς ἐκκλη-σιολογικὲς βάσεις.
Τὸ σαθρὸ θεμέλιο τῆς λεγομένης Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἦταν μία σαφὴς καὶ ρητὴ διακήρυξις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταν-τινουπόλεως, τὴν ὁποία δυστυχῶς ἀπεδέχθησαν σὺν τῷ χρόνῳ ὅλες οἱ ἐπίσημες ὀρθόδοξες τοπικὲς ἐκκλησίες.
Ποία ἦταν ἡ διακήρυξις αὐτή;
Ὅτι ὅλες οἱ ἑτερόδοξες χριστιανικὲς Κοινότητες, Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, εἶναι «σεβάσμιες Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες»· εἶναι «ἐπὶ μέρους Ἐκκλησίαι τοῦ ὅλου χριστιανικοῦ σώματος», «τοῦ ὅλου τῆς Ἐκκλησίας σώματος»· οἱ «Ἐκκλησίες» δὲ αὐτὲς στὸ ἑξῆς θεωροῦν πλέον «ἀλλήλας ὄχι ὡς ξένας καὶ ἀλλοτρίας, ἀλλ’ ὡς συγγενεῖς καὶ οἰκείας ἐν Χριστῷ καὶ “συγκληρονόμους καὶ συσσώμους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ”» (Ἐγκύκλιος τοῦ 1920).
Ἔκτοτε, γιὰ τοὺς πεπτωκότες Οἰκουμενιστὲς ἐτέθη ἕνας κοινὸς στόχος: ἡ δῆθεν ὑπάρχουσα αὐτὴ ἀόρατος ἑνότης μεταξὺ τῶν ἑτεροδόξων Κοινοτήτων, ἔπρεπε νὰ καταστῆ ὁρατὴ μὲ ποικίλους τρόπους: διὰ μέσου τοῦ κοινοῦ Ἡμερολογίου, τῆς κοινῆς Λατρείας, τῆς κοινῆς Διακονίας τοῦ Κόσμου, τῶν κοινῶν ποικίλων δράσεων, τῆς ἀλληλο-αναγνωρίσεως τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς Ἱερωσύνης τους καὶ ἄλλων πολλῶν, ἰδιαιτέρως μάλιστα στὸ πλαίσιο τοῦ παμπροτεσταν-τικοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν».
Ἔτσι, ἡ λεγομένη Οἰκουμενικὴ Κίνησις ἐρρίζωσε, καλλιεργήθηκε καὶ ἐμπεδόθηκε, ὥστε σήμερα νὰ ἔχη διαβρώσει ὅλες τὶς λεγόμενες ἐπίσημες ὀρθόδοξες τοπικὲς ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες σὲ τρεῖς περίπου ἑβδομάδες συνέρχονται στὴν Κρήτη, προκειμένου νὰ ἐπικυρώσουν, νὰ θεσμοποιήσουν καὶ νὰ ἐπισημοποιήσουν τὴν νέαν πλέον ταυτότητά τους, τὴν ἀντορθόδοξη οἰκουμενιστική τους συνείδησι, δηλαδὴ τὴν πλήρη ἀπομάκρινσι καὶ ἔκπτωσί τους ἀπὸ τὴν Μία καὶ Μοναδικὴ Ἀλήθεια τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων Πατέρων, τῶν Ἁγίων Συνόδων τῆς Ὀρθοδοξίας μας.
Ἀνεξαρτήτως τῶν ἀποφάσεων τῆς λεγομένης Μεγάλης Συνόδου τῶν Οἰκουμενιστῶν, πρέπει νὰ κατανοηθῆ, ὅτι καὶ μόνον ἐκ τοῦ ὅτι πρῶτον, δὲν θὰ τεθῆ πρὸς ἐξέτασιν κανένα θέμα αἱρέσεως· δεύτερον, θὰ μετέχουν σὲ αὐτὴν ἐπίσκοποι συνειδητοὶ καὶ ἐνεργοὶ Οἰκουμενιστές, δηλαδὴ ψευδοδιδασκάλοι καὶ ψευδεπίσκοποι· τρίτον, τὰ πρὸς συζήτησιν θέματα ἔχουν τεθῆ ἐξ ἀρχῆς «συμφώνως ταῖς ἀπαιτήσεσι τῆς συγχρόνου ἐποχῆς»· καὶ τέλος, ἔχει σαφῆ οἰκου-μενιστικὸ προσανατολισμό, βάσει τῆς κακοδόξου Ἐγκυκλίου τοῦ 1920· καὶ μόνον, ἐπαναλαμβάνω, ἐξ αὐτῶν τῶν δεδομένων, ἡ Σύν-οδος τῶν Οἰκουμενιστῶν θὰ εἶναι ὁπωσδήποτε μία ψευδο-σύνοδος, μία σύνοδος ὄχι τῆς Ὀρθοδοξίας, μία σύνοδος ὑπὲρ τοῦ Οἰκου-μενισμοῦ καὶ ἐναντίον τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μία πραγματικὴ ἀντι-σύνοδος.
Ἡ Γνησία Πατερικὴ Παράδοσις περὶ Ὀρθοδόξων Συνόδων, ὅπως λόγου χάριν τὴν ἐκφράζει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας, προβλέπει τὰ ἑξῆς διαυγέστατα κριτήρια:
α. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μετάσχουν σὲ Ὀρθόδοξη Σύνοδο οἱ ἀσεβοῦντες περὶ τὴν Πίστιν: «οὐ γὰρ οἷον τε Συνόδῳ συναριθμηθῆναι τοὺς περὶ τὴν Πίστιν ἀσεβοῦντας».
β. Δὲν πρέπει νὰ προκρίνεται ἡ ἐξέτασις ἄλλου πράγματος· πρῶτίστος θὰ ἐξετασθοῦν τὰ προκύψαντα θέματα Πίστεως καὶ κατόπιν τὰ ἄλλα: «οὐδὲ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος ἐξέτασιν τῆς περὶ Πίστεως ἐξετάσεως».
γ. Πρέπει πρῶτον νὰ ἐκκόπτεται κάθε διαφωνία περὶ τῆς Πίστεως καὶ κατόπιν νὰ γίνεται ἔρευνα τῶν λοιπῶν θεμάτων: «χρὴ γὰρ πρῶτον πᾶσαν περὶ Πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καὶ τότε τὴν περὶ τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι» (ΒΕΠΕΣ, 31, 260).
Ἡ λεγομένη λοιπὸν Μεγάλη Σύνοδος τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι ἐκ τῶν προτέρων ἀπαράδεκτος, διότι –ὅπως προκύπτει άπὸ τὴν προετοιμασία– δὲν ἔχει τὴν συνείδησιν, ὅτι τὸ ἁπανταχοῦ Ὀρθόδοξο Ποίμνιο ἀπειλεῖται ἀπὸ τὶς μεγάλες αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τοῦ περιεκτικοῦ αὐτῶν Οἰκουμενισμοῦ, τοῦ Σεργιανισμοῦ, ἄλλων ἀντιχρίστων ρευμάτων καὶ ἰδεολογιῶν καὶ ψευδο-θεολογιῶν, τὰ ὁποῖα ἔχουν συγκρητιστικὸ χαρακτῆρα καὶ «σοφίαν διαμονιώδη» (πρβλ. Ἰακ. γ’ 15).
Παρὰ ταῦτα, σήμερα ἔχουμε συναχθῆ νὰ συσκεφθοῦμε ὄχι ὡς μία πλήρης καὶ κανονικὴ Ὀρθόδοξος Σύνοδος, ἀλλὰ γιὰ νὰ συσκεφθοῦμε καὶ νὰ ἑτοιμάσουμε τὸ ἔδαφος πρὸς μίαν τοιαύτην Σύνοδον, καταδι-καστικὴν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Πρὸς τὸ παρὸν καὶ ἐν ὄψει τῆς ψευδο-συνόδου τῶν Οἰκουμε-νιστῶν, δυνάμεθα νὰ διακηρύξουμε ἀπὸ κοινοῦ τὴν κατὰ πάντα Γνησίαν Ὀρθόδοξον Πίστιν μας μέσῳ δύο βασικῶν Κειμένων, τὰ ὁποῖα ἤδη γνωρίζετε καὶ τὰ ὁποῖα θὰ ἀποτελέσουν τὸ ἀντικείμενο τῆς διαβουλεύσεώς μας ἐν πνεύματι ἁγάπης, ἀλληλοσεβασμοῦ καὶ προσευχῆς.
Κλείνω τὶς ταπεινές μου αὐτὲς εἰσαγωγικὲς σκέψεις, θέσεις καὶ διευκρινίσεις, μὲ τὴν ἐγκάρδια εὐχή, ὅπως ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες σκεπάζουν καὶ καθοδηγοῦν ἡμᾶς, ὥστε νὰ ὀρθοτομοῦμε καὶ σήμερα καὶ πάντοτε τὸν λόγον τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Σωτηρίας, πρὸς δόξαν τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Εὐχαριστῶ!
Ὁ
Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν
καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Καλλίνικος
τῆς
Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων
Χριστιανῶν