Γράφει ὁ
ἐφημέριος τοῦ Ι.Ν. Τιμίου
Προδρόμου,
Ἰερομόναχος π. Νικηφόρος
Νάσσος
ΕΙΚΟΝΕΣ
ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ
Ἡ
Πατερικὴ ἐμπειρία μᾶς
ἑρμηνεύει τὸν προσδωκόμενο
αἰώνιο Παράδεισο στὸ τέλος
τῆς Ἱστορίας, ὄχι ὡς ἕνα τόπο
αἰσθητό (ἀφοῦ μὲ τὴ Β’ Παρουσία
τοῦ Χριστοῦ μεταποιεῖται/μεταστοιχειώνεται
ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος), ἀλλ’ ὡς ἕνα
«τόπο» πνευματικό, τ.ἔ. ἄλλου
εἴδους καὶ ποιότητας κατάσταση·
γιὰ τὴν ἀκρίβεια, γίνεται
λόγος, ὅπως προείπαμε, ὄχι γιὰ
τόπο ἀλλὰ γιὰ ΤΡΟΠΟ ζωῆς. Αὐτὸ
θὰ εἶναι ὁ Παράδεισος, ἕνας
τρόπος δηλ. ζωῆς αἰωνίου μὲ
τὴν αἰώνια κοινωνία καὶ
μέθεξη τοῦ Θεοῦ, ὅπως στὴ
συνέχεια θὰ ἀναπτύξουμε.
Βεβαίως, νά σημειώσουμε παρενθετικά ὅτι στὴν κατάσταση αὐτὴν θὰ μετέχουν τῆς ἀλήκτου χαρᾶς τοῦ Παραδείσου οἱ σεσωσμένοι. Αὐτοί, κατά τὸν μεγάλο δογματολόγο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, θὰ ἔχουν τὴ δυνατότητα τῆς μεταξύ των ὁράσεως, θὰ βλέπονται, θὰ γνωρίζονται καί θά ἀλληλο-αναγνωρίζονται, ὅπως χαρακτηριστικά ἐπισημαίνει. Πῶς, ὅμως, αὐτό θα συμβαίνει, πῶς θὰ γνωρίζονται ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι μεταξύ τους; Ὄχι ἀπό τό σχῆμα τοῦ σώματος, λέγει ὁ Δαμασκηνός, ἀλλ’ ἀπό τό διορατικό (νοητὸ) μάτι τῆς ψυχῆς· δηλ. θὰ ὑπάρχει ἐπικοινωνία νοῶν! «Ναί, ἕκαστος ἀναγνωριεῖ τὸν πλησίον αὐτοῦ, οὐ τῷ τοῦ σώματος σχήματι, ἀλλά τῷ διορατικῷ τῆς ψυχῆς ὄμματι»[2].
Ἀναφερόμενοι στίς εἰκόνες καί τούς συμβολισμούς, πού μᾶς παρέ-χουν κάποιον προϊδεασμὸ γιὰ τὶς ἐπουράνιες καταστάσεις, θά μπορούσαμε νὰ σταθοῦμε σὲ μιὰ παραστατική εἰκόνα, πού δείχνει τὸ γεγονός τῆς φωτοφανείας τῶν Ἁγίων καὶ τῶν σεσωσμένων κατά τὴν ἡμέρα τῆς παγκοσμίου Κρίσεως καὶ μετέπειτα στὴν ἀτέρμονη αἰωνιότητα. Ἀκοῦμε στή λεγομένη «Ἐξόδιον Ἀκολουθίαν», ὅπως καί στά ἱερά Μνημόσυνα ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων ἀδελφῶν μας, ὅτι «οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς φωστῆρες», δηλαδή θά λάμπουν ὡς ἀστέρες τηλαυγεῖς. Ἀκόμη, στήν Παλαιά Διαθήκη, στό τέταρτο Κεφάλαιο τοῦ βιβλίου Σοφία Σολομῶντος, ἀναφέρεται ὅτι οἱ Ἅγιοι τότε, ἤτοι στὴ μέλλουσα μακαριότητα, «ὡς σπινθῆρες ἐν καλάμῃ διαδραμοῦνται»[3]. Τί μπορεῖ νὰ σημαίνει αὐτό καὶ πῶς ἐμεῖς θὰ τὸ κατανοήσουμε;
Ἕνας Πανεπιστημιακὸς Καθηγητής[4], παρομοιάζει αὐτό τό γεγονός τῆς μελλοντικῆς λάμψεως τῶν Ἁγίων μέ ἕνα ἐπίγειο γεγονός, μέσα ἀπό τό ὁποῖο μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε περίπου τά τῆς ἐκεῖ καταστάσεως γεγονότα καί πράγματα. Ὁμιλεῖ γιά ἕνα παιχνίδι, πού εἶχαν παλιά οἱ Ἐβραῖοι, ἀλλά καὶ σέ μᾶς τὸ συναντᾶ κανείς, κυρίως στὰ χωριά μας, ἀφοῦ ὑπάρχουν κοινές Παραδόσεις τῶν λαῶν τῆς Ἄνατολῆς. Τὸ παιχνίδι αὐτό ἔχει ὡς ἐξῆς: Κατά τίς μεγάλες καλοκαιρινές νύχτες, τά παιδιά μιᾶς γειτονιᾶς ἄναβαν φωτιά καί ἔβαζαν μέσα μεγάλα καλάμια, γιά νά πυρωθοῦν. Στή συνέχεια, χάραζαν ἡμικύκλια στόν ἀέρα μὲ τά πυρωμένα αὐτὰ καλάμια. Οἱ συμπαῖκτες τους ἀπό τήν ἄλλη γειτονιά ἔκαναν ἀκριβῶς τό ἴδιο, πύρωναν τά καλάμια καί χάραζαν καὶ αὐτοὶ κύκλους στόν ἀέρα ἀπό τόν δικό τους χώρο, γιά νά φαίνονται ἀπό μακρυά. Ἔδιναν ἔτσι σημάδια, σάν τίς ἀρχαῖες φρυκτωρίες, οἱ μέν πρός τούς δέ. Νά, λοιπόν, πῶς μποροῦμε κάπως να ὑποψιαστοῦμε, ἀπό τό ὑλικὸ αὐτὸ παράδειγμα, τό γεγονός ὅτι οἱ Ἅγιοι θά ἐκπέμπουν τό φῶς τῆς Χάριτος στὴ μέλλουσα ζωή, ὅπως πνευματικὰ τό ἐξέπεμπαν μέ τήν ἀρετή τους ἤδη ἀπό τόν κόσμο αὐτόν. Καί στήν ἄληκτη, λοιπόν, αἰωνιότητα, «ὡς σπινθῆρες ἐν καλάμι διαδραμοῦνται», θὰ λάμπουν καί θά ἀκτινοβολοῦν. Εἶναι, ὄντως, μία εἰκόνα ἐκφαντική! Ὅπως μέσα στὴ νύχτα φωτίζουν οἱ σπίθες τοῦ ἀναμμένου καλαμιοῦ, κατά τόν ἴδιο τρόπο ―τηρουμένων πάντοτε τῶν ἀναλογιῶν― οἱ δίκαιοι θά λάμψουν ὡς σπινθῆρες καί θά ἀκτινοβολοῦν τὸ ἄκτιστο Φῶς τῆς Θείας Χάριτος!
Ἀπό αὐτὴν ἐδῶ τή ζωή οἱ Ἅγιοι, μετέχοντας τῆς ἀκτίστου θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, λάμπουν καί ἀκτινοβολοῦν, παρέχοντας σέ ὅλους τήν ἀψευδῆ μαρτυρία τῆς προγεύσεως τοῦ γλυκυτάτου ἐσχατολογικοῦ Παραδείσου. Μὲ ἄλλα λόγια, μᾶς δείχνουν τή «δόξα» καὶ τὴ λαμπρότητα τῆς παμπόθητης Θείας Βασιλείας (δηλ. τῆς Θ. Χάριτος) ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀπό ἐδῶ τὴν ἔζησαν, γενόμενοι «κατά Χάριν ἄναρχοι καί ἄκτιστοι», ὅπως γράφει ὁ φαεσφόρος καί θεόπτης ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἄκτιστοι καί ἄναρχοι γίνονται οἱ Ἅγιοι, μολονότι παραμένουν ἐντὸς τῆς κτιστῆς ἀνθρώπινης φύσεώς τους, ἀπό τήν «ἀναπαυομένη» σ᾿ αὐτούς Θεία Χάρη, ἡ ὁποία πρόκειται καί στό μέλλον νά τούς ἀκολουθεῖ: «Οὕτω καί οἱ ἅγιοι, κτιστοί ὄντες κατά τήν οἰκείαν φύσιν, ἄκτιστοί τε καί ἄναρχοι κέκληνται διά τήν ἐπαναπεπαυμένην αὐτοῖς καί συνεσομένην εἰς αἰῶνας ἄκτιστον χάριν τοῦ Θεοῦ»[5].
ΕΙΚΟΝΕΣ
ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ
Τὸ ἴδιο, ἀντίστοιχα, περὶ τρόπου (καὶ ὄχι τόπου) ζωῆς ἰσχύει, ἀλλ’ ἀντίστροφα, καὶ γιὰ τὴν Κόλαση, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ δὲν θὰ εἶναι χῶρος ὑλικὸς καὶ αἰσθητός, ἀλλὰ κατάσταση, τρόπος ζωῆς αἰώνιος, χωρὶς τὴν ἀγαπητικὴ μέθεξη τοῦ Θεοῦ. Ἐντούτοις, ὅπως ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται μὲν καὶ «ἐντὸς ἡμῶν», ἀλλὰ περιλαμβάνει ἀνακαινιστικὰ καὶ ὅλο τὸ σύμπαν («ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς»), ἔτσι καὶ ἡ Κόλαση (ὡς τυραννία τοῦ διαβόλου) δὲν ὑφίσταται μόνο «ἐντὸς ἡμῶν», ἀλλά, κατὰ τοὺς Πατέρες (Ἰω. Χρυσόστομο, Ἰω. Δαμασκηνὸ κ.ἄ.) καὶ σὲ ἕνα περι-ορισμένο νοητὸ τόπο.
Βέβαια, ὁ Καθηγητὴς Ν. Ματσούκας ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ Κόλαση τῶν ἁμαρτωλῶν θὰ εἶναι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο μιὰ ἐσωτερικὴ ὑπαρξιακὰ δική τους (ἐνδοανθρώπινη) κατάσταση[6].
Μιλώντας, ὅμως, ὁ Θεολόγος Γρηγόριος γιὰ τὸ κολαστικὸ πῦρ, γράφει ὅτι δὲν ἔχει καμιά συγγένεια ἤ ὁμοιότητα μὲ ἀνθρώπινες – ψυχικὲς (συνειδησιακὲς) καταστάσεις[7]. Τὸ πῦρ τῆς Κολάσεως δὲν εἶναι μόνο συνειδησιακό, διότι τότε, ἁπλούστατα, δὲν θὰ ἦταν Θεῖο (ἄκτιστο). Ἐφόσον, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, τὰ σώματα καὶ οἱ ψυχὲς τῶν ἁμαρτωλῶν θὰ εἶναι στερημένα τῆς Θείας δόξας, δηλ. τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, ἀδυνατοῦν νὰ «κοινωνοῦν», ἔστω καὶ ἀρνητικά, αὐτῆς τῆς Θείας θέας, καὶ μάλιστα κατ’ ἄκτιστο τρόπο, εἰμὴ μόνο ὡς συνεχῆ ὑπὸ τοῦ ἁμαρτωλοῦ αἴσθηση τῆς καυστικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ διδασκαλία, ὅτι τὸ πῦρ τῆς Κολάσεως εἶναι ψυχικό, εἶναι Ὠριγενική, ὅπως θὰ ἀναπτύξουμε ἐκτενέστερα σὲ ἄλλο Κεφάλαιο τοῦ παρόντος. Πάντως, στὴν Ἁγία Γραφὴ βλέπουμε νὰ παρουσιάζεται ἡ Κόλαση πότε ὡς φωτιά («πῦρ αἰώνιον»), καὶ πότε ὡς σκοτάδι («σκότος ἐξώτερον»)· ἤ ὡς ἕνα ἀπληστόκορο γιγάντειο σκουλήκι (μεγάλο φίδι), ἤ μὲ πλῆθος ἄλλων ζώων (βλ. θηριομορφία)[8], ποὺ ἐπώδυνα θὰ τρώει τὰ σώματα τῶν νεκρῶν, χωρὶς ὅμως αὐτὰ ποτὲ νὰ δαπανῶνται[9] (πρβλ. τιμωρία Προμηθέα). Πρόκειται γιὰ μιὰ παλαιὰ ἰουδαϊκὴ Ἀποκαλυπτικὴ ἀντίληψη[10], ποὺ διασωζόταν ἀκόμα καὶ στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε τή φοβερή ὀδύνη τῆς Κολάσεως (ἡ ὁποία, ἐκτός τῶν ἄλλων, θά συνίσταται στοὺς βασανισμούς τῶν κολασμένων ἀπὸ τοὺς δαίμονες ἀλλὰ καὶ στὴν ἀπομόνωση μεταξύ τους, δηλ. τήν ἔλλειψη ἐπικοινωνίας) ἀπό ἕνα περιστατικό, πού ἔχει σχέση μέ τόν Ἀββᾶ Μακάριο τόν Αἰγύπτιο, ὅπως τό περιγράφει ἡ ἱερὴ Φιλοκαλία τῶν ἁγίων Νηπτικῶν Πατέρων. Ὁ Μακάριος βαδίζει ἐν προσευχῇ μέσα στή βαθιά ἔρημο καὶ κάποια στιγμή ἡ βακτηρία του ἀκουμπᾶ τό κρανίο ἑνός αἱρεσιάρχου, κατά τὸ θέλημα, βεβαίως, τοῦ Θεοῦ. Ἡ ψυχή ἐκείνου τοῦ αἱρεσιάρχου μέσα ἀπό τήν Κόλαση αἰσθάνεται μέ αὐτό το ἅγιο ἄγγιγμα τοῦ γυμνοῦ κρανίου κάποια ἀνακούφιση. Ὁ Ἀββᾶς συνδιαλέγεται μέ τό ἄψυχο κρανίο, τό ὁποῖο θαυματουργικῶς ὁμιλεῖ.
Ἐρωτᾶ ὁ Ὁσιος ποιά εἶναι ἡ κατάσταση τῶν κολαζομένων στήν ἄλλη ζωή. Ἡ ἀπάντηση εἶναι πολύ σημαντική. Στὴν ἄλλη ζωή, λέγει τὸ κρανίο, τό πρόσωπο τοῦ ἑνός εἶναι κολημμένο στή ράχη τοῦ ἄλλου καί ἔτσι δὲν εἶναι δυνατὴ καμία διαπροσωπικὴ ἐπικοινωνία, δηλ. δυνατότητα νά ἀντικρύζει ὁ ἕνας τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου: «Καὶ οὐκ ἔστι πρόσωπον πρὸς πρόσωπον θεάσασθαι τινά, ἀλλά τό πρόσωπον ἑκάστου, πρός τόν ἕτερον νῶτον κεκόλληται»[11]. Συνεπῶς, οἱ κολασμένοι στεροῦνται ἀκόμα καί αὐτῆς τῆς διαπροσωπικής ἐπικοινωνίας καὶ παρηγοριᾶς. Ὅμως, δίδεται μία μικρή εὐκαιρία κάποιας στιγμιαίας, θά λέγαμε, ἀνακούφισης καὶ ἐπικοινωνίας μεταξύ τους, βλέποντας γιὰ λίγο ὁ ἕνας τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου, ὅταν οἱ ἐν τῷ κόσμῳ ζῶντες πιστοί προσευχηθοῦν (ἰδίως μέσα στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας) καὶ τελέσουν φιλανθρωπίες καὶ ἱερὰ Μνημόσυνα γι᾿ αὐτούς[12]. Αὐτὸ ἀποκάλυψε τό κρανίο ἐκείνου τοῦ αἱρεσιάρχου στόν Ἀββᾶ Μακάριο, κατά τήν προαναφερθεῖσα διήγηση: «Ὥς οὖν εὔχῃ ὑπέρ ἡμῶν, ἐκ μέρους τις θεωρεῖ τό πρόσωπον τοῦ ἑτέρου. Αὕτη ἐστιν ἡ παραμυθία…»[13].
--------------------------------------------------------------------------------
[1] Βλ. Αποκ. 21, 14 ἑξ.
[2] Βλ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Περί τῶν ἐν πίστει κεκοικημένων, ΕΠΕ 4, 194.
[3] Σ. Σολ. 3, 1 – 9.
[4] Πρόκειται γιὰ τὸν ὁμότιμο Καθηγητή Θεολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, π. Γεώργιο Μεταλληνό.
[5] Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Λόγος ἀντιρρητικός Γ’ 4, 9, ΕΠΕ 5, 370-372.
[6] Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία, τ. Β’, σ. 544: «Ἡ κατάσταση αὐτὴ τῶν κολασμένων εἶναι ἀποκλειστικὰ δική τους στάση».
[7] Κατηχητικός λόγ. 40, PG 45, 104.
[8] Βλ. ἁγίου Ἀνδρέα τοῦ κατὰ Χριστὸν Σαλοῦ (Νικηφόρου πρεσβυτέρου), Διήγησις τοῦ βίου, MPG 111, 772A-773B. Στὴν Κοπτικὴ Εἰκονογραφία τῆς Κολάσεως οἱ δαίμονες («ἄγγελοι τοῦ θανάτου») παρουσιάζονται μὲ μορφὲς ζώων [βλ. O. F. A. Meinardus, “An Inquiry: The Coptic Iconography of Hell”, Ἐκκλησία καὶ Θεολογία 6 (1985) 714].
[9] Μ. Βασιλείου, Εἰς Ψαλμ. 33, MPG 30, 372A-B, Ἰω. Χρυσ., Εἰς Θεόδωρον ἐκπεσόντα 1, 10, ed. J. Dumortier, Εἰς Ἐφ. 24, 5, MPG 62, 168. Πρβλ. Μάρκ. 9, 46.
[10] Β’ Ἐνὼχ 10. 51, 1, Γ’ Βαροὺχ 4, 1-5.
[11] Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, Ἀποφθέγματα, ΜPG 34, 257 CD-260 Α.
[12] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Ἰω. 62, 5, MPG 59, 342, Εἰς Πράξ. 21, 4, MPG 60, 169: «Ἔστι γάρ, ἔστιν, ἐὰν θέλωμεν, κούφην αὐτῷ γενέσθαι τὴν κόλασιν. Ἄν οὖν εὐχὰς ὑπὲρ αὐτοῦ ποιῶμεν συνεχεῖς, ἄν ἐλεημοσύνην διδῶμεν· κἄν ἐκεῖνος ἀνάξιος ᾖ, ἡμᾶς ὁ Θεὸς δυσωπήσεται. Εἰ διὰ Παὺλον ἑτέρους διέσωσε, καὶ δι’ ἄλλους ἄλλων φείδεται, πῶς οὐχὶ καὶ δι’ ἡμᾶς τὂ αὐτὸ τοῦτο ἐργάσεται;…Οὕτω μετὰ παῤῥησίας αὐτὸν παραιτήσεται τότε ἡ γυνή, λύτρον ὑπὲρ αὐτοῦ καταθεμένη. Ὅσῳ πλειόνων γέγονεν ἁμαρτημάτων ὑπεύθυνος, τοσούτῳ μειζόνως αὐτῷ δεῖ τῆς ἐλεημοσύνης…δυσωπήσει τοῦτο τὸν Θεόν». Ὅτι τὰ Μνημόσυνα, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὠφελοῦν τὶς ψυχὲς τῶν μὴ θανάσιμα ἁμαρτωλῶν κεκοιμημένων ἀναφέρεται, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ στὴ Ραββινικὴ Γραμματεία (b Berakhot 15b). Γιὰ περισσότερα βλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, «Ἡ Φαινομενολογία τῶν Νεκρωσίμων Ἀκολουθιῶν», Ἀνάτυπο ἀπὸ περιοδ. Εκκλησια 1984, Β. Θ. Κοντοβᾶ, «Ἡ περὶ μνημοσύνων ἔρις καὶ ἡ διδασκαλία περὶ τοῦ μέλλοντος τῆς ψυχῆς μετὰ θάνατον», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 723 (1988) 603, 613-615, Π. Α. Ὑφαντῆ, «Βικεντίου Δαμοδοῦ, Περὶ κρίσεως καὶ περὶ συγγνωνῶν», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 749 (1993) 509-536.
[13] Ὅπ.π.