A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

ΠΕΡΙ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΟΥ ΚΟΛΑΣΕΩΣ (π.Νικηφόρος Νάσσος)




Γράφει ὁ ἐφημέριος τοῦ Ι.Ν. Τιμίου Προδρόμου,
Ἰερομόναχος π. Νικηφόρος Νάσσος


ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ 


Ἡ Πα­τε­ρικὴ ἐμπει­ρί­α μᾶς ἑρμη­νεύ­ει τὸν προσ­δω­κόμε­νο αἰώ­νιο Παρά­δει­σο στὸ τέ­λος τῆς Ἱστο­ρί­ας, ὄχι ὡς ἕνα τό­πο αἰσθη­τό (ἀφοῦ μὲ τὴ Β’ Πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ με­τα­ποιεῖται/με­τα­στοι­χειώνε­ται ὁ χῶρος καὶ ὁ χρό­νος), ἀλλ’ ὡς ἕνα «τό­πο» πνευ­μα­τι­κό, τ.ἔ. ἄλλου εἴδους καὶ ποιό­τη­τας κα­τά­στα­ση· γιὰ τὴν ἀκρί­βεια, γί­νε­ται λό­γος, ὅπως προ­είπα­με, ὄχι γιὰ τό­πο ἀλλὰ γιὰ ΤΡΟ­ΠΟ ζωῆς. Αὐτὸ θὰ εἶναι ὁ Πα­ρά­δει­σος, ἕνας τρό­πος δηλ. ζωῆς αἰω­νί­ου μὲ τὴν αἰώ­νια κοι­νω­νί­α καὶ μέ­θε­ξη τοῦ Θε­οῦ, ὅπως στὴ συ­νέ­χεια θὰ ἀνα­πτύ­ξου­με. 

Ὁ Πα­ρά­δει­σος πα­ρου­σιά­ζε­ται ὡς Φῶς, ἀλλὰ ταυ­τό­χρο­να καὶ ὡς «γνόφος» (αὐτὸ ποὺ λέ­με ἀντά­ρα, συννε­φιά, ὁμί­χλη καὶ σκό­τος). Ἀκό­μη καὶ στὴν Ἀπο­κά­λυ­ψη τοῦ Ἀπο­στό­λου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰω­άν­νη βλέ­που­με ὅτι ἡ Βα­σι­λεία τοῦ Θε­οῦ, ὅπως ἐθε­ά­θη ἀπὸ τὸν Εὐαγ­γε­λι­στὴ―συγ­γρα­φέ­α, ταυ­τί­ζε­ται, σύμ­φω­να μὲ τὶς ἐκεῖ πε­ρι­γραφὲς, ὡς πό­λη (ἡ «τε­τρά­γω­νος πό­λις»), ἡ ὁποί­α ἐκτείνε­ται σὲ 12.000 στά­δια (δηλ. 1.500 χιλιό­με­τρα), πού εἶναι, βε­βαί­ως, ἕνας συμ­βο­λικὸς ἀριθ­μός, κατὰ τὴ Βιβλικὴ Ἀριθ­μο­λο­γί­α, καὶ ἔχει στο­λι­σμέ­να τὰ θε­μέ­λια τοῦ τεί­χους της μὲ πολύ­τι­μους λί­θους: «καὶ ὁ θε­μέ­λιος ὁ πρῶτος ἴα­σπις, ὁ δεύ­τε­ρος σάπ­φει­ρος, ὁ τρί­τος χαλκη­δών, ὁ τέ­ταρ­τος σμά­ρα­γδος….»[1]. Ὅλα αὐτὰ εἶναι πραγμα­τι­κά; Ὄχι, βε­βαί­ως, ἀλλὰ συμ­βο­λικά, καὶ πα­ρου­σιά­ζο­νται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θε­οῦ μὲ αὐτὸν τὸν τρό­πο, ὥστε νὰ «ὑπο­ψιά­σει» τὴν ἀνθρώ­πι­νη λο­γικὴ καὶ τὴν πνευ­μα­τικὴ αἴσθη­ση περὶ τοῦ ἀφθάστου καὶ ἀκτίστου μεγα­λεί­ου τῆς «ἄνω πό­λε­ως», τῆς Βασι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.

Βε­βαί­ως, νά ση­μειώ­σου­με πα­ρεν­θε­τι­κά ὅτι στὴν κατά­στα­ση αὐτὴν θὰ με­τέ­χουν τῆς ἀλή­κτου χαρᾶς τοῦ Πα­ρα­δεί­σου οἱ σε­σω­σμέ­νοι. Αὐτοί, κατά τὸν με­γά­λο δογ­μα­τολό­γο Πα­τέ­ρα τῆς Ἐκκλη­σί­ας μας, ἅγιο Ἰω­άν­νη τόν Δα­μα­σκη­νό, θὰ ἔχουν τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῆς με­τα­ξύ των ὁρά­σε­ως, θὰ βλέπο­νται, θὰ γνω­ρί­ζονται καί θά ἀλλη­λο-α­να­γνω­ρί­ζο­νται, ὅπως χα­ρα­κτηρι­στι­κά ἐπιση­μαί­νει. Πῶς, ὅμως, αὐτό θα συμ­βαί­νει, πῶς θὰ γνω­ρίζονται ἐκεῖ οἱ ἄνθρω­ποι με­τα­ξύ τους; Ὄχι ἀπό τό σχῆμα τοῦ σώ­μα­τος, λέ­γει ὁ Δα­μα­σκη­νός, ἀλλ’ ἀπό τό διορα­τι­κό (νο­ητὸ) μά­τι τῆς ψυχῆς· δηλ. θὰ ὑπάρχει ἐπικοινωνία νοῶν! «Ναί, ἕκα­στος ἀνα­γνω­ριεῖ τὸν πλη­σί­ον αὐτοῦ, οὐ τῷ τοῦ σώ­μα­τος σχή­μα­τι, ἀλλά τῷ διο­ρα­τικῷ τῆς ψυχῆς ὄμμα­τι»[2].

Ἀνα­φε­ρό­με­νοι στίς εἰκό­νες καί τούς συμ­βο­λι­σμούς, πού μᾶς πα­ρέ-χουν κά­ποιον προ­ϊ­δε­α­σμὸ γιὰ τὶς ἐπου­ρά­νιες κα­τα­στά­σεις, θά μπο­ρού­σα­με νὰ στα­θοῦμε σὲ μιὰ πα­ρα­στα­τι­κή εἰκό­να, πού δεί­χνει τὸ γε­γο­νός τῆς φωτοφα­νεί­ας τῶν Ἁγί­ων καὶ τῶν σε­σω­σμέ­νων κα­τά τὴν ἡμέ­ρα τῆς πα­γκοσμί­ου Κρί­σεως καὶ με­τέ­πειτα στὴν ἀτέρ­μο­νη αἰω­νιό­τη­τα. Ἀκοῦμε στή λε­γο­μέ­νη «Ἐξό­διον Ἀκολου­θί­αν», ὅπως καί στά ἱε­ρά Μνη­μό­συ­να ὑπὲρ τῶν κεκοιμημέ­νων ἀδελ­φῶν μας, ὅτι «οἱ δί­καιοι ἐκλάμψου­σιν ὡς φω­στῆρες», δη­λαδή θά λά­μπουν ὡς ἀστέ­ρες τη­λαυ­γεῖς. Ἀκό­μη, στήν Πα­λαιά Δια­θή­κη, στό τέταρ­το Κε­φά­λαιο τοῦ βι­βλί­ου Σο­φί­α Σο­λομῶντος, ἀνα­φέ­ρε­ται ὅτι οἱ Ἅγιοι τό­τε, ἤτοι στὴ μέλ­λουσα μα­κα­ριό­τη­τα, «ὡς σπιν­θῆρες ἐν κα­λάμῃ δια­δρα­μοῦνται»[3]. Τί μπο­ρεῖ νὰ ση­μαί­νει αὐτό καὶ πῶς ἐμεῖς θὰ τὸ κατανο­ή­σου­με;

Ἕνας Πανε­πι­στη­μια­κὸς Κα­θη­γη­τής[4], πα­ρο­μοιάζει αὐτό τό γε­γο­νός τῆς μελ­λο­ντικῆς λάμ­ψε­ως τῶν Ἁγί­ων μέ ἕνα ἐπί­γειο γε­γο­νός, μέ­σα ἀπό τό ὁποῖο μπο­ροῦμε νά ἀντι­λη­φθοῦμε πε­ρί­που τά τῆς ἐκεῖ κα­τα­στάσε­ως γε­γο­νό­τα καί πράγ­μα­τα. Ὁμι­λεῖ γιά ἕνα παι­χνί­δι, πού εἶχαν πα­λιά οἱ Ἐβραῖοι, ἀλλά καὶ σέ μᾶς τὸ συ­να­ντᾶ κα­νείς, κυ­ρί­ως στὰ χω­ριά μας, ἀφοῦ ὑπάρ­χουν κοι­νές Πα­ραδό­σεις τῶν λαῶν τῆς Ἄνα­τολῆς. Τὸ παι­χνίδι αὐτό ἔχει ὡς ἐξῆς: Κα­τά τίς με­γά­λες κα­λο­καιρι­νές νύ­χτες, τά παι­διά μιᾶς γει­τονιᾶς ἄνα­βαν φω­τιά καί ἔβα­ζαν μέ­σα με­γά­λα κα­λά­μια, γιά νά πυρω­θοῦν. Στή συ­νέ­χεια, χά­ρα­ζαν ἡμι­κύ­κλια στόν ἀέ­ρα μὲ τά πυρωμέ­να αὐτὰ κα­λά­μια. Οἱ συ­μπαῖκτες τους ἀπό τήν ἄλλη γει­το­νιά ἔκα­ναν ἀκριβῶς τό ἴδιο, πύ­ρω­ναν τά κα­λά­μια καί χά­ρα­ζαν καὶ αὐτοὶ κύ­κλους στόν ἀέ­ρα ἀπό τόν δι­κό τους χώ­ρο, γιά νά φαί­νο­νται ἀπό μα­κρυά. Ἔδι­ναν ἔτσι ση­μά­δια, σάν τίς ἀρχαῖες φρυκτω­ρί­ες, οἱ μέν πρός τούς δέ. Νά, λοι­πόν, πῶς μπο­ροῦμε κά­πως να ὑπο­ψια­στοῦμε, ἀπό τό ὑλικὸ αὐτὸ πα­ρά­δειγ­μα, τό γε­γο­νός ὅτι οἱ Ἅγιοι θά ἐκπέ­μπουν τό φῶς τῆς Χά­ρι­τος στὴ μέλ­λου­σα ζω­ή, ὅπως πνευ­μα­τικὰ τό ἐξέ­πε­μπαν μέ τήν ἀρε­τή τους ἤδη ἀπό τόν κό­σμο αὐτόν. Καί στήν ἄλη­κτη, λοι­πόν, αἰω­νιό­τη­τα, «ὡς σπιν­θῆρες ἐν κα­λά­μι δια­δρα­μοῦνται», θὰ λάμπουν καί θά ἀκτι­νο­βο­λοῦν. Εἶναι, ὄντως, μί­α εἰκό­να ἐκφα­ντι­κή! Ὅπως μέσα στὴ νύ­χτα φω­τί­ζουν οἱ σπί­θες τοῦ ἀναμ­μέ­νου κα­λα­μιοῦ, κα­τά τόν ἴδιο τρό­πο ―τη­ρου­μέ­νων πάντοτε τῶν ἀνα­λο­γιῶν― οἱ δίκαιοι θά λάμ­ψουν ὡς σπιν­θῆρες καί θά ἀκτι­νο­βο­λοῦν τὸ ἄκτι­στο Φῶς τῆς Θεί­ας Χάρι­τος!

Ἀπό αὐτὴν ἐδῶ τή ζωή οἱ Ἅγιοι, με­τέ­χο­ντας τῆς ἀκτί­στου θε­ο­ποιοῦ ἐνερ­γεί­ας τοῦ Θε­οῦ, λά­μπουν καί ἀκτι­νο­βο­λοῦν, πα­ρέ­χο­ντας σέ ὅλους τήν ἀψευδῆ μαρ­τυ­ρί­α τῆς προ­γεύ­σε­ως τοῦ γλυ­κυ­τά­του ἐσχα­το­λο­γι­κοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Μὲ ἄλλα λό­για, μᾶς δεί­χνουν τή «δόξα» καὶ τὴ λαμπρό­τη­τα τῆς πα­μπόθη­της Θεί­ας Βα­σι­λεί­ας (δηλ. τῆς Θ. Χά­ρι­τος) ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀπό ἐδῶ τὴν ἔζη­σαν, γε­νό­με­νοι «κα­τά Χά­ριν ἄναρ­χοι καί ἄκτι­στοι», ὅπως γρά­φει ὁ φα­ε­σφό­ρος καί θε­ό­πτης ἅγιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λαμᾶς. Ἄκτι­στοι καί ἄναρ­χοι γί­νονται οἱ Ἅγιοι, μο­λο­νό­τι πα­ρα­μέ­νουν ἐντὸς τῆς κτι­στῆς ἀνθρώ­πι­νης φύ­σε­ώς τους, ἀπό τήν «ἀνα­παυο­μέ­νη» σ᾿ αὐτούς Θεί­α Χά­ρη, ἡ ὁποία πρό­κει­ται καί στό μέλ­λον νά τούς ἀκο­λου­θεῖ: «Οὕτω καί οἱ ἅγιοι, κτι­στοί ὄντες κα­τά τήν οἰκεί­αν φύ­σιν, ἄκτι­στοί τε καί ἄναρ­χοι κέκλη­νται διά τήν ἐπα­να­πε­παυ­μέ­νην αὐτοῖς καί συνε­σο­μέ­νην εἰς αἰῶνας ἄκτι­στον χά­ριν τοῦ Θε­οῦ»[5].

ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ

Τὸ ἴδιο, ἀντί­στοι­χα, περὶ τρό­που (καὶ ὄχι τό­που) ζωῆς ἰσχύ­ει, ἀλλ’ ἀντί­στρο­φα, καὶ γιὰ τὴν Κό­λα­ση, ἡ ὁποί­α καὶ αὐτὴ δὲν θὰ εἶναι χῶρος ὑλικὸς καὶ αἰσθητός, ἀλλὰ κα­τά­στα­ση, τρό­πος ζωῆς αἰώνιος, χωρὶς τὴν ἀγα­πη­τικὴ μέ­θε­ξη τοῦ Θε­οῦ. Ἐντούτοις, ὅπως ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται μὲν καὶ «ἐντὸς ἡμῶν», ἀλλὰ περιλαμβάνει ἀνακαινιστικὰ καὶ ὅλο τὸ σύμπαν («ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς»), ἔτσι καὶ ἡ Κόλαση (ὡς τυραννία τοῦ διαβόλου) δὲν ὑφίσταται μόνο «ἐντὸς ἡμῶν», ἀλλά, κατὰ τοὺς Πατέρες (Ἰω. Χρυσόστομο, Ἰω. Δαμασκηνὸ κ.ἄ.) καὶ σὲ ἕνα περι-ορισμένο νοητὸ τόπο.
Βέβαια, ὁ Καθηγητὴς Ν. Ματσούκας ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ Κόλαση τῶν ἁμαρτωλῶν θὰ εἶναι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο μιὰ ἐσωτερικὴ ὑπαρξιακὰ δική τους (ἐνδοανθρώπινη) κατάσταση[6].

Μιλώντας, ὅμως, ὁ Θεολόγος Γρηγόριος γιὰ τὸ κολαστικὸ πῦρ, γράφει ὅτι δὲν ἔχει καμιά συγγένεια ἤ ὁμοιότητα μὲ ἀνθρώπινες – ψυχικὲς (συνειδησιακὲς) καταστάσεις[7]. Τὸ πῦρ τῆς Κολάσεως δὲν εἶναι μόνο συνειδησιακό, διότι τότε, ἁπλούστατα, δὲν θὰ ἦταν Θεῖο (ἄκτιστο). Ἐφόσον, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, τὰ σώματα καὶ οἱ ψυχὲς τῶν ἁμαρτωλῶν θὰ εἶναι στερημένα τῆς Θείας δόξας, δηλ. τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, ἀδυνατοῦν νὰ «κοινωνοῦν», ἔστω καὶ ἀρνητικά, αὐτῆς τῆς Θείας θέας, καὶ μάλιστα κατ’ ἄκτιστο τρόπο, εἰμὴ μόνο ὡς συνεχῆ ὑπὸ τοῦ ἁμαρτωλοῦ αἴσθηση τῆς καυστικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ διδασκαλία, ὅτι τὸ πῦρ τῆς Κολάσεως εἶναι ψυχικό, εἶναι Ὠριγενική, ὅπως θὰ ἀναπτύξουμε ἐκτενέστερα σὲ ἄλλο Κεφάλαιο τοῦ παρόντος. Πάντως, στὴν Ἁγί­α Γραφὴ βλέπουμε νὰ πα­ρου­σιά­ζε­ται ἡ Κό­λαση πό­τε ὡς φωτιά («πῦρ αἰώ­νιον»), καὶ πό­τε ὡς σκο­τά­δι («σκό­τος ἐξώ­τε­ρον»)· ἤ ὡς ἕνα ἀπληστόκορο γιγάντειο σκουλήκι (μεγάλο φίδι), ἤ μὲ πλῆθος ἄλλων ζώων (βλ. θηριομορφία)[8], ποὺ ἐπώδυνα θὰ τρώει τὰ σώματα τῶν νεκρῶν, χωρὶς ὅμως αὐτὰ ποτὲ νὰ δαπανῶνται[9] (πρβλ. τιμωρία Προμηθέα). Πρόκειται γιὰ μιὰ παλαιὰ ἰουδαϊκὴ Ἀποκαλυπτικὴ ἀντίληψη[10], ποὺ διασωζόταν ἀκόμα καὶ στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ.

Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ μπο­ροῦμε νὰ φα­νταστοῦμε τή φο­βε­ρή ὀδύ­νη τῆς Κο­λά­σε­ως (ἡ ὁποία, ἐκτός τῶν ἄλλων, θά συ­νί­στα­ται στοὺς βασανισμούς τῶν κολασμένων ἀπὸ τοὺς δαίμονες ἀλλὰ καὶ στὴν ἀπο­μό­νω­ση με­τα­ξύ τους, δηλ. τήν ἔλλει­ψη ἐπι­κοι­νω­νί­ας) ἀπό ἕνα πε­ρι­στα­τι­κό, πού ἔχει σχέ­ση μέ τόν Ἀββᾶ Μα­κά­ριο τόν Αἰγύ­πτιο, ὅπως τό περιγράφει ἡ ἱερὴ Φι­λο­κα­λί­α τῶν ἁγί­ων Νη­πτικῶν Πα­τέ­ρων. Ὁ Μακά­ριος βα­δί­ζει ἐν προ­σευχῇ μέ­σα στή βα­θιά ἔρη­μο καὶ κά­ποια στιγ­μή ἡ βα­κτη­ρί­α του ἀκου­μπᾶ τό κρα­νί­ο ἑνός αἱρε­σιάρ­χου, κα­τά τὸ θέ­λη­μα, βε­βαί­ως, τοῦ Θε­οῦ. Ἡ ψυ­χή ἐκεί­νου τοῦ αἱρε­σιάρ­χου μέ­σα ἀπό τήν Κό­λα­ση αἰσθά­νε­ται μέ αὐτό το ἅγιο ἄγγιγ­μα τοῦ γυ­μνοῦ κρα­νί­ου κά­ποια ἀνα­κού­φι­ση. Ὁ Ἀββᾶς συν­δια­λέ­γεται μέ τό ἄψυ­χο κρα­νί­ο, τό ὁποῖο θαυ­μα­τουρ­γικῶς ὁμι­λεῖ.

Ἐρωτᾶ ὁ Ὁσιος ποιά εἶναι ἡ κα­τά­στα­ση τῶν κο­λα­ζομέ­νων στήν ἄλλη ζω­ή. Ἡ ἀπά­ντη­ση εἶναι πο­λύ ση­μα­ντι­κή. Στὴν ἄλλη ζω­ή, λέ­γει τὸ κρα­νί­ο, τό πρό­σω­πο τοῦ ἑνός εἶναι κολημ­μέ­νο στή ρά­χη τοῦ ἄλλου καί ἔτσι δὲν εἶναι δυ­νατὴ κα­μί­α δια­προ­σω­πικὴ ἐπι­κοι­νωνί­α, δηλ. δυ­να­τό­τη­τα νά ἀντι­κρύζει ὁ ἕνας τό πρό­σω­πο τοῦ ἄλλου: «Καὶ οὐκ ἔστι πρό­σω­πον πρὸς πρό­σω­πον θε­ά­σα­σθαι τι­νά, ἀλλά τό πρό­σω­πον ἑκά­στου, πρός τόν ἕτε­ρον νῶτον κε­κόλ­λη­ται»[11]. Συ­νεπῶς, οἱ κο­λα­σμέ­νοι στε­ροῦνται ἀκό­μα καί αὐτῆς τῆς δια­προ­σω­πι­κής ἐπικοινωνίας καὶ πα­ρη­γοριᾶς. Ὅμως, δί­δε­ται μί­α μι­κρή εὐκαι­ρί­α κά­ποιας στιγ­μιαί­ας, θά λέ­γα­με, ἀνα­κού­φι­σης καὶ ἐπικοι­νω­νί­ας μετα­ξύ τους, βλέπο­ντας γιὰ λί­γο ὁ ἕνας τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου, ὅταν οἱ ἐν τῷ κό­σμῳ ζῶντες πι­στοί προ­σευ­χη­θοῦν (ἰδί­ως μέ­σα στὸ Μυ­στή­ριο τῆς Θεί­ας Εὐχα­ρι­στί­ας) καὶ τε­λέ­σουν φιλανθρωπίες καὶ ἱερὰ Μνη­μό­συνα γι᾿ αὐτούς[12]. Αὐτὸ ἀπο­κά­λυ­ψε τό κρα­νί­ο ἐκεί­νου τοῦ αἱρε­σιάρ­χου στόν Ἀββᾶ Μα­κά­ριο, κα­τά τήν προ­α­να­φερ­θεῖσα δι­ή­γη­ση: «Ὥς οὖν εὔχῃ ὑπέρ ἡμῶν, ἐκ μέ­ρους τις θε­ω­ρεῖ τό πρό­σω­πον τοῦ ἑτέ­ρου. Αὕτη ἐστιν ἡ πα­ραμυθία…»[13].

--------------------------------------------------------------------------------

[1] Βλ. Α­ποκ. 21, 14 ἑξ.

[2] Βλ. Ἰω. Δαμα­σκη­νοῦ, Πε­ρί τῶν ἐν πί­στει κε­κοι­κη­μέ­νων, Ε­ΠΕ 4, 194.

[3] Σ. Σολ. 3, 1 – 9.

[4] Πρό­κει­ται γιὰ τὸν ὁμό­τι­μο Κα­θη­γητή Θε­ο­λο­γί­ας τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀθηνῶν, π. Γε­ώρ­γιο Με­ταλ­λη­νό.

[5] Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Πα­λαμᾶ, Λό­γος ἀντιρ­ρη­τι­κός Γ’ 4, 9, Ε­ΠΕ 5, 370-372.

[6] Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία, τ. Β’, σ. 544: «Ἡ κατάσταση αὐτὴ τῶν κολασμένων εἶναι ἀποκλειστικὰ δική τους στάση».

[7] Κατηχητικός λόγ. 40, PG 45, 104.

[8] Βλ. ἁγίου Ἀνδρέα τοῦ κατὰ Χριστὸν Σαλοῦ (Νικηφόρου πρεσβυτέρου), Διήγησις τοῦ βίου, MPG 111, 772A-773B. Στὴν Κοπτικὴ Εἰκονογραφία τῆς Κολάσεως οἱ δαίμονες («ἄγγελοι τοῦ θανάτου») παρουσιάζονται μὲ μορφὲς ζώων [βλ. O. F. A. Meinardus, “An Inquiry: The Coptic Iconography of Hell”, Ἐκκλησία καὶ Θεολογία 6 (1985) 714].

[9] Μ. Βασιλείου, Εἰς Ψαλμ. 33, MPG 30, 372A-B, Ἰω. Χρυσ., Εἰς Θεόδωρον ἐκπεσόντα 1, 10, ed. J. Dumortier, Εἰς Ἐφ. 24, 5, MPG 62, 168. Πρβλ. Μάρκ. 9, 46.

[10] Β’ Ἐνὼχ 10. 51, 1, Γ’ Βαροὺχ 4, 1-5.

[11] Μα­κα­ρί­ου τοῦ Αἰγυ­πτί­ου, Ἀπο­φθέγ­μα­τα, ΜPG 34, 257 CD-260 Α.

[12] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Ἰω. 62, 5, MPG 59, 342, Εἰς Πράξ. 21, 4, MPG 60, 169: «Ἔστι γάρ, ἔστιν, ἐὰν θέλωμεν, κούφην αὐτῷ γενέσθαι τὴν κόλασιν. Ἄν οὖν εὐχὰς ὑπὲρ αὐτοῦ ποιῶμεν συνεχεῖς, ἄν ἐλεημοσύνην διδῶμεν· κἄν ἐκεῖνος ἀνάξιος ᾖ, ἡμᾶς ὁ Θεὸς δυσωπήσεται. Εἰ διὰ Παὺλον ἑτέρους διέσωσε, καὶ δι’ ἄλλους ἄλλων φείδεται, πῶς οὐχὶ καὶ δι’ ἡμᾶς τὂ αὐτὸ τοῦτο ἐργάσεται;…Οὕτω μετὰ παῤῥησίας αὐτὸν παραιτήσεται τότε ἡ γυνή, λύτρον ὑπὲρ αὐτοῦ καταθεμένη. Ὅσῳ πλειόνων γέγονεν ἁμαρτημάτων ὑπεύθυνος, τοσούτῳ μειζόνως αὐτῷ δεῖ τῆς ἐλεημοσύνης…δυσωπήσει τοῦτο τὸν Θεόν». Ὅτι τὰ Μνημόσυνα, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὠφελοῦν τὶς ψυχὲς τῶν μὴ θανάσιμα ἁμαρτωλῶν κεκοιμημένων ἀναφέρεται, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ στὴ Ραββινικὴ Γραμματεία (b Berakhot 15b). Γιὰ περισσότερα βλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, «Ἡ Φαινομενολογία τῶν Νεκρωσίμων Ἀκολουθιῶν», Ἀ­νά­τυ­πο ἀπὸ περιοδ. Εκκλη­σια 1984, Β. Θ. Κοντοβᾶ, «Ἡ περὶ μνημοσύνων ἔρις καὶ ἡ διδασκαλία περὶ τοῦ μέλλοντος τῆς ψυχῆς μετὰ θάνατον», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 723 (1988) 603, 613-615, Π. Α. Ὑφαντῆ, «Βικεντίου Δαμοδοῦ, Περὶ κρίσεως καὶ περὶ συγγνωνῶν», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 749 (1993) 509-536.
[13] Ὅπ.π.