Ὁ Κύριος Ἰησοῦς καὶ Θεός μας χωρὶς νὰ φταίει σὲ τίποτε ραπίσθηκε, ὥστε οἱ ἁμαρτωλοὶ ποὺ θὰ τὸν μιμηθοῦν, ὄχι μόνον νὰ λάβουν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους, ἀλλὰ καὶ νὰ γίνουν συγκοινωνοὶ στὴ θεότητά του μὲ τὴν ὑπακοή τους (...).
Ἐκεῖνος ἦταν Θεὸς κι ἔγινε
γιὰ μᾶς ἄνθρωπος. Ραπίσθηκε, φτύσθηκε
καὶ σταυρώθηκε, καὶ μὲ ὅσα ἔπαθε ὁ
ἀπαθὴς κατὰ τὴ θεότητα εἶναι σὰν νὰ
μᾶς διδάσκει καὶ νὰ λέει στὸν καθένα
μας:
«Ἂν θέλεις, ἄνθρωπε, νὰ γίνεις Θεός, νὰ κερδίσεις τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ νὰ ζήσεις μαζί μου, πράγμα ποὺ ὁ προπάτοράς σου, ἐπειδὴ τὸ ἐπεδίωξε μὲ κακὸ τρόπο, δὲν τὸ πέτυχε, ταπεινώσου, καθὼς ταπεινώθηκα κι ἐγὼ γιὰ σένα- ἀπόφυγε τὴν ἀλαζονεία καὶ τὴν ὑπερηφάνεια τοῦ δαιμονικοῦ φρονήματος, δέξου ραπίσματα, φτυσίματα, κολαφίσματα, ὑπόμεινέ τα μέχρι θανάτου καὶ μὴν ντραπεῖς.
»Ἂν ὅμως ἐσὺ ντραπεῖς νὰ πάθεις κάτι χάρη τῶν ἐντολῶν μου, καθὼς ἐγὼ ὁ Θεὸς ἔπαθα γιὰ σένα, θὰ θεωρήσω κι ἐγὼ ντροπή μου τὸ νὰ εἶσαι μαζί μου κατὰ τὴν ἔνδοξη ἔλευσή μου καὶ θὰ πῶ στοὺς ἀγγέλους μου:
»Αὐτὸς κατὰ τὴν ταπείνωσή μου ντράπηκε νὰ μὲ ὁμολογήσει καὶ δὲν καταδέχθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν κόσμο καὶ νὰ γίνει ὅμοιός μου. Τώρα λοιπὸν ποὺ ἀπογυμνώθηκε ἀπὸ τὴ φθαρτὴ δόξα τοῦ Πατέρα μου, θεωρῶ ντροπή μου ἀκόμη καὶ νὰ τὸν βλέπω. Πετάξτε τον λοιπὸν ἔξω: ἀρθήτω ὁ ἀσεβής, ἵνα μὴ ἴδῃ τὴν δόξαν Κυρίου (Ἡσ. 26,10) (=διῶξτε τὸν ἀσεβῆ γιὰ νὰ μὴ δεῖ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου)». (...).
Φρίξετε, ἄνθρωποι, καὶ τρομάξετε, καὶ ὑπομείνετε μὲ χαρὰ τὶς ὕβρεις ποὺ ὁ Θεὸς ὑπέμεινε γιὰ τὴ σωτηρία μας... Ὁ Θεὸς ραπίζεται ἀπὸ ἕναν τιποτένιο δοῦλο... καὶ σὺ δὲν καταδέχεσαι νὰ τὸ πάθεις αὐτὸ ἀπὸ τὸν ὁμοιοπαθῆ σου ἄνθρωπο; Ντρέπεσαι νὰ γίνεις μιμητὴς τοῦ Θεοῦ; καὶ πῶς θὰ συμβασιλεύσεις μ᾿ αὐτὸν καὶ θὰ συνδοξασθεῖς στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἂν δὲν ὑπομείνεις τὸν ἀδελφό σου; Ἂν κι ἐκεῖνος δὲν καταδεχόταν νὰ γίνει ἄνθρωπος γιὰ σένα καὶ σ᾿ ἄφηνε νὰ κείτεσαι μέχρι τώρα στὴν πτώση τῆς παραβάσεως, δὲν θὰ βρισκόσουν τώρα στὸν πυθμένα τοῦ Ἅδη, ἄθλιε, μὲ τοὺς ἄπιστους καὶ τοὺς ἀσεβεῖς;
Ἀλλὰ τί θὰ ποῦμε πρὸς αὐτοὺς ποὺ δῆθεν ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα κι ἔγιναν φτωχοὶ γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν;
Ἀδελφέ, φτώχυνες καὶ μιμήθηκες τὸ Δεσπότη Χριστὸ καὶ Θεό σου. Βλέπεις λοιπὸν ὅτι τώρα ζεῖ καὶ συναναστρέφεται μαζί σου, αὐτὸς ποὺ βρίσκεται ὑπεράνω ὅλων τῶν οὐρανῶν. Νά, βαδίζετε τώρα οἱ δυὸ μαζί - κάποιος σᾶς συναντάει στὸ δρόμο τῆς ζωῆς, δίνει ράπισμα στὸν Δεσπότη σου, δίνει καὶ σὲ σένα. Ὁ Δεσπότης δὲν ἀντιλέγει καὶ σὺ ἀντεπιτίθεσαι; «Ναί», λέει, «γιατί εἶπε σὲ κεῖνον ποὺ τὸν ράπισε: εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ - εἰ δὲ καλῶς, τί μὲ δέρεις; (Ἰω. 18,23). (=Ἂν εἶπα κάτι κακό, πὲς ποιὸ ἦταν - ἂν ὅμως μίλησα σωστά, γιατί μὲ χτυπᾶς;)».
Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸ εἶπε ἀντιμιλώντας, ὅπως φαντάστηκες, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ (=δὲν ἔκανε ἁμαρτία, οὔτε βρέθηκε δόλος στὸ στόμα του).
Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομισθεῖ, ὅτι, ἐπειδὴ τάχα ἁμάρτησε, δίκαια τὸν χτύπησε ὁ δοῦλος λέγοντάς του: οὕτως ἀποκρίνει τῷ ἀρχιερεῖ; (Ἰω. 18,22)- (=ἔτσι ἀποκρίνεσαι στὸν ἀρχιερέα;), γιὰ νὰ ἀποδείξει λοιπὸν ἀνεύθυνο τὸν ἑαυτό του, εἶπε τὸν παραπάνω λόγο. Δὲν εἴμαστε ὅμως ὅμοιοί του ἐμεῖς οἱ ὑπεύθυνοι γιὰ πολλὲς ἁμαρτίες.
Ἔπειτα, μολονότι ὑπέμεινε πολὺ χειρότερα ἀπ᾿ αὐτό, δὲν μίλησε καθόλου, ἀλλὰ μᾶλλον προσευχήθηκε γιὰ τοὺς σταυρωτές του.
Ἐκεῖνος, ἂν καὶ τὸν περιέπαιζαν, δὲν ἀγανακτοῦσε, καὶ σὺ γογγύζεις;
Ἐκεῖνος ἀνέχεται φτυσίματα, κολαφίσματα καὶ φραγγελώσεις, καὶ σὺ δὲν ἀνέχεσαι οὔτε ἕνα σκληρὸ λόγο;
Ἐκεῖνος δέχεται σταυρὸ καὶ τὴν ὀδύνη τῶν καρφιῶν κι ἀτιμωτικὸ θάνατο, καὶ σὺ δὲν καταδέχεσαι νὰ ἐκτελέσεις τὰ ταπεινὰ διακονήματα;
Πῶς λοιπὸν θὰ γίνεις συγκοινωνὸς στὴ δόξα, ἀφοῦ δὲν καταδέχεσαι νὰ γίνεις συγκοινωνὸς στὸν ἀτιμωτικό του θάνατο; Μάταια στ᾿ ἀλήθεια ἐγκατέλειψες τὸν πλοῦτο (...), ἀφοῦ δὲν δέχθηκες νὰ σηκώσεις τὸν σταυρό, δηλ. νὰ ὑπομείνεις πρόθυμα τὴν ἐπίθεση ὅλων τῶν πειρασμῶν - ἔτσι ἀπόμεινες μόνος στὸν δρόμο τῆς ζωῆς καὶ χωρίσθηκες δυστυχῶς ἀπὸ τὸν γλυκύτατο Δεσπότη καὶ Θεό σου!
(ἀπὸ τὸ βιβλίο «Σταυροαναστάσιμα», ἔκδοσις Ἱ.Μ. Ἁγίου Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Τ.Κ. 19014 - Κάλαμος Ἀττικῆς)
«Ἂν θέλεις, ἄνθρωπε, νὰ γίνεις Θεός, νὰ κερδίσεις τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ νὰ ζήσεις μαζί μου, πράγμα ποὺ ὁ προπάτοράς σου, ἐπειδὴ τὸ ἐπεδίωξε μὲ κακὸ τρόπο, δὲν τὸ πέτυχε, ταπεινώσου, καθὼς ταπεινώθηκα κι ἐγὼ γιὰ σένα- ἀπόφυγε τὴν ἀλαζονεία καὶ τὴν ὑπερηφάνεια τοῦ δαιμονικοῦ φρονήματος, δέξου ραπίσματα, φτυσίματα, κολαφίσματα, ὑπόμεινέ τα μέχρι θανάτου καὶ μὴν ντραπεῖς.
»Ἂν ὅμως ἐσὺ ντραπεῖς νὰ πάθεις κάτι χάρη τῶν ἐντολῶν μου, καθὼς ἐγὼ ὁ Θεὸς ἔπαθα γιὰ σένα, θὰ θεωρήσω κι ἐγὼ ντροπή μου τὸ νὰ εἶσαι μαζί μου κατὰ τὴν ἔνδοξη ἔλευσή μου καὶ θὰ πῶ στοὺς ἀγγέλους μου:
»Αὐτὸς κατὰ τὴν ταπείνωσή μου ντράπηκε νὰ μὲ ὁμολογήσει καὶ δὲν καταδέχθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν κόσμο καὶ νὰ γίνει ὅμοιός μου. Τώρα λοιπὸν ποὺ ἀπογυμνώθηκε ἀπὸ τὴ φθαρτὴ δόξα τοῦ Πατέρα μου, θεωρῶ ντροπή μου ἀκόμη καὶ νὰ τὸν βλέπω. Πετάξτε τον λοιπὸν ἔξω: ἀρθήτω ὁ ἀσεβής, ἵνα μὴ ἴδῃ τὴν δόξαν Κυρίου (Ἡσ. 26,10) (=διῶξτε τὸν ἀσεβῆ γιὰ νὰ μὴ δεῖ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου)». (...).
Φρίξετε, ἄνθρωποι, καὶ τρομάξετε, καὶ ὑπομείνετε μὲ χαρὰ τὶς ὕβρεις ποὺ ὁ Θεὸς ὑπέμεινε γιὰ τὴ σωτηρία μας... Ὁ Θεὸς ραπίζεται ἀπὸ ἕναν τιποτένιο δοῦλο... καὶ σὺ δὲν καταδέχεσαι νὰ τὸ πάθεις αὐτὸ ἀπὸ τὸν ὁμοιοπαθῆ σου ἄνθρωπο; Ντρέπεσαι νὰ γίνεις μιμητὴς τοῦ Θεοῦ; καὶ πῶς θὰ συμβασιλεύσεις μ᾿ αὐτὸν καὶ θὰ συνδοξασθεῖς στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἂν δὲν ὑπομείνεις τὸν ἀδελφό σου; Ἂν κι ἐκεῖνος δὲν καταδεχόταν νὰ γίνει ἄνθρωπος γιὰ σένα καὶ σ᾿ ἄφηνε νὰ κείτεσαι μέχρι τώρα στὴν πτώση τῆς παραβάσεως, δὲν θὰ βρισκόσουν τώρα στὸν πυθμένα τοῦ Ἅδη, ἄθλιε, μὲ τοὺς ἄπιστους καὶ τοὺς ἀσεβεῖς;
Ἀλλὰ τί θὰ ποῦμε πρὸς αὐτοὺς ποὺ δῆθεν ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα κι ἔγιναν φτωχοὶ γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν;
Ἀδελφέ, φτώχυνες καὶ μιμήθηκες τὸ Δεσπότη Χριστὸ καὶ Θεό σου. Βλέπεις λοιπὸν ὅτι τώρα ζεῖ καὶ συναναστρέφεται μαζί σου, αὐτὸς ποὺ βρίσκεται ὑπεράνω ὅλων τῶν οὐρανῶν. Νά, βαδίζετε τώρα οἱ δυὸ μαζί - κάποιος σᾶς συναντάει στὸ δρόμο τῆς ζωῆς, δίνει ράπισμα στὸν Δεσπότη σου, δίνει καὶ σὲ σένα. Ὁ Δεσπότης δὲν ἀντιλέγει καὶ σὺ ἀντεπιτίθεσαι; «Ναί», λέει, «γιατί εἶπε σὲ κεῖνον ποὺ τὸν ράπισε: εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ - εἰ δὲ καλῶς, τί μὲ δέρεις; (Ἰω. 18,23). (=Ἂν εἶπα κάτι κακό, πὲς ποιὸ ἦταν - ἂν ὅμως μίλησα σωστά, γιατί μὲ χτυπᾶς;)».
Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸ εἶπε ἀντιμιλώντας, ὅπως φαντάστηκες, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ (=δὲν ἔκανε ἁμαρτία, οὔτε βρέθηκε δόλος στὸ στόμα του).
Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομισθεῖ, ὅτι, ἐπειδὴ τάχα ἁμάρτησε, δίκαια τὸν χτύπησε ὁ δοῦλος λέγοντάς του: οὕτως ἀποκρίνει τῷ ἀρχιερεῖ; (Ἰω. 18,22)- (=ἔτσι ἀποκρίνεσαι στὸν ἀρχιερέα;), γιὰ νὰ ἀποδείξει λοιπὸν ἀνεύθυνο τὸν ἑαυτό του, εἶπε τὸν παραπάνω λόγο. Δὲν εἴμαστε ὅμως ὅμοιοί του ἐμεῖς οἱ ὑπεύθυνοι γιὰ πολλὲς ἁμαρτίες.
Ἔπειτα, μολονότι ὑπέμεινε πολὺ χειρότερα ἀπ᾿ αὐτό, δὲν μίλησε καθόλου, ἀλλὰ μᾶλλον προσευχήθηκε γιὰ τοὺς σταυρωτές του.
Ἐκεῖνος, ἂν καὶ τὸν περιέπαιζαν, δὲν ἀγανακτοῦσε, καὶ σὺ γογγύζεις;
Ἐκεῖνος ἀνέχεται φτυσίματα, κολαφίσματα καὶ φραγγελώσεις, καὶ σὺ δὲν ἀνέχεσαι οὔτε ἕνα σκληρὸ λόγο;
Ἐκεῖνος δέχεται σταυρὸ καὶ τὴν ὀδύνη τῶν καρφιῶν κι ἀτιμωτικὸ θάνατο, καὶ σὺ δὲν καταδέχεσαι νὰ ἐκτελέσεις τὰ ταπεινὰ διακονήματα;
Πῶς λοιπὸν θὰ γίνεις συγκοινωνὸς στὴ δόξα, ἀφοῦ δὲν καταδέχεσαι νὰ γίνεις συγκοινωνὸς στὸν ἀτιμωτικό του θάνατο; Μάταια στ᾿ ἀλήθεια ἐγκατέλειψες τὸν πλοῦτο (...), ἀφοῦ δὲν δέχθηκες νὰ σηκώσεις τὸν σταυρό, δηλ. νὰ ὑπομείνεις πρόθυμα τὴν ἐπίθεση ὅλων τῶν πειρασμῶν - ἔτσι ἀπόμεινες μόνος στὸν δρόμο τῆς ζωῆς καὶ χωρίσθηκες δυστυχῶς ἀπὸ τὸν γλυκύτατο Δεσπότη καὶ Θεό σου!
(ἀπὸ τὸ βιβλίο «Σταυροαναστάσιμα», ἔκδοσις Ἱ.Μ. Ἁγίου Συμεὼν Νέου Θεολόγου, Τ.Κ. 19014 - Κάλαμος Ἀττικῆς)