«Πᾶς ὅς
ἀφῆκεν . . . πατέρα ἤ μητέρα ἤ γυναίκα
. . .ἕνεκεν τοῦ ὀνοματός μου, ἑκατονταπλασίονα
λήψεται καί ζωήν αἰώνιον κληρονομήσει»
(Ματθ. ιθ΄-29). Ἡ φωνή αὐτή τοῦ Εὐαγγελίου
μᾶς φέρνει στό νοῦ τήν ἡρωϊκή αὐταπάρνηση
καί πτωχεία τοῦ ἁγίου Ἀλεξίου, τοῦ
γνωστοῦ ὡς «ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ».
Ὁ
ἅγιος Ἀλέξιος γεννήθηκε στή Ρώμη στά
χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ
Μεγάλου (346-395μ.Χ.). Προερχόταν ἀπό
οἰκογένεια πλούσια καί ἀρχοντική. Ὁ
πατέρας του, ὁ Εὐφημιανός ἦταν
γερουσιαστής, ἄνθρωπος πολύ συνετός,
ἐνάρετος καί ἐξαιρετικά ἐλεήμων. Ἡ
δέ μητέρα του, ἡ Ἀγλαϊα ἦταν Ρωμαία
ἀριστοκράτισσα, εὐσεβής καί καλόγνωμη.
Στό πλούσιο ἀρχοντικό τους οἱ πτωχοί
καί ξένοι κατεύφευγαν καθημερινά, τούς
ὁποίους καί οἱ δύο φιλοξενοῦσαν
πλουσιοπάροχα. Ἦταν ὅμως ἄτεκνοι. Ὁ
Θεός τούς χάρισε, ὡς δῶρο τήν προσευχή
τους, τόν εὐλογημένο Ἀλέξιο, στόν ὁποῖο
ἔδωσαν λαμπρή ἀνατροφή καί μόρφωση.
Καί παρότι ὁ Ἀλέξιος εἶχε καρδίσει
τόν θαυμασμό ὅλων γιά τήν σοφία του καί
τά πολλά του προσόντα του, ἐκεῖνος ἀπό
τήν νεανική του ἀκόμη ἠλικία κατέφρόνησε
τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου καί ἄναψε
στήν καρδία του ὁ θεῖος πόθος γιά τήν
μοναχική ζωή. Γιά αὐτό φόρεσε κρυφά
τρίχινο ράσο κάτω ἀπό τά μεταξωτά
ἐνδύματά του καί προσευχόταν θερμά
στόν Θεό νά τόν ὁδηγήσει σέ τόπο
σωτηρίας.
Ὠστόσο, ἀναγκάσθηκε νά ὑποχωρήσει στίς ἐπίμονες πιέσεις τῶν γονέων του καί νά νυμφευθεῖ μία νέα ἀντάξια τοῦ γένους του. Ἀλλά τήν ἴδια νύχτα, ἀμέσως μετά τόν γάμο, ἐπιθυμώντας νά παραμείνει παρθένος, παρέδωσε στή νύμφη τό δακτυλίδι τοῦ γάμου καί χωρίς χρονοτριβή, ἐγκατέλειψε τά πάντα καί ἀνεχώρησε κρυφά μέ πλοῖο στήν Ἔδεσσα τῆς Συρίας.
Ἐκεῖ συνάστησε τήν ἐκκλησία, στήν ὁποία φυλλασόταν τό Ἅγιο Μανδήλιο. Μοίρασε ἀμέσως στούς πτωχούς ὅ,τι πολύτιμο εἶχε μαζί του, φόρεσε παλαιά ἐνδύματα καί παρέμεινε στήν εἴσοδο τοῦ ναοῦ ζητώντας βοήθεια ἀπό τούς χριαστιανούς.
Προσευχόταν ἀκατάπαυστα ὅλη τήν νύκτα. Τρεφόταν δέ μόνο μέ ἐλάχιστο ψωμί καί μετελάμβανε κάθε Κυριακή τά Ἄχραντα Μυστήρια . Ἀπό τήν μεγάλη κακοπάθεια καί ταλαιπωρία ἀλλοιώθηκαν τά ὡραῖα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του καί ἔγινε ἀγνώριστος. Ὅμως τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ὅταν οἱ γονεῖς του ἔμαθαν τήν ἐξαφάνισή του ἀπό τήν ἀπαρηγόρητη νύμφη, βυθίστηκαν σέ φοβερή θλίψη. Ἄρχισαν νά τόν ἀναζητοῦν παντοῦ, ἀλλά μάταια. Ἔστειλαν ὑπηρέτες στά μέρη τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά παρ’ ὅλες τίς προσπάθειές τους δέν κατόρθωσαν ν΄ ἀνακαλύψουν τά ἴχνη του. Μερικοί ἀπό αὐτούς ἔφθασαν στήν Ἔδεσσα καί ζήτησαν πληροφορίες ἀπό τόν ἐπαίτη πού καθόταν μπροστά στήν ἐκκλησία. Μάλιστα τοῦ ἔδωσαν καί ἐλεημοσύνη, χωρίς νά ὑποψιασθοῦν, ὅτι ἐκεῖνος ἦταν ὁ περιπόθητος νεαρός κύριός τους τόν ὁποῖο ἀναζητοῦσαν. Ὁ ὅσιος τότε ἀναλύθηκε σέ δάκρυα καί εὐχαρίστησε τόν Θεό πού τόν εὐεργέτησαν οἱ ἴδιοι οἱ ὑπηρέτες του χωρίς νά τόν ἀναγνωρίσουν. Ἔτσι κύλησαν 17 χρόνια. Οἱ ἐντόπιοι τόν ἀγάπησαν πολύ καί ἄρχισαν νά τόν τιμοῦν ὡς Ἅγιο. Γιά νά ἀποφύγει, λοιπόν, τίς τιμές ἐπιβιβάσθηκε σέ πλοῖο μέ σκοπό νά πάει στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας. Ξέσπασε ὅμως θύελλα καί τό πλοῖο, μετά ἀπό περιπλάνηση πολλῶν ἡμερῶν, ἔφθασε στήν Ρώμη. Ὁ ἅγιος ἀντιλήφθηκε ὅτι ἦταν οἰκονομία Θεοῦ νά ἐπανέλθει στήν πατρίδα του καί ἀμέσως ἀπευθύνθηκε πρός τό πατρικό του σπίτι.
Στόν δρόμο συνάντησε τόν πατέρα του καί χωρίς ν’ ἀποκαλύψει τήν ταυτότητά του, ζήτησε καταφύγιο σέ μία γωνιά τοῦ ἀρχοντικοῦ του. Ὁ φιλεύσπλαγχνος Εὐφημιανός λυπήθηκε τόν πτωχό καί τοῦ παραχώρησε πρόθυμα ἕνα μικρό δωμάτιο στήν αὐλή τοῦ ἀρχοντικοῦ του, ἀπέναντι ἀπό τό δωμάτιο τῆς συζύγου του. Ὅρισε μπροστά σέ ἕνα ὑπηρέτη, νά τόν φροντίζει σέ ὅλα τά ἀναγκαῖα. Ἀλλά σέ αὐτόν τόν χῶρο ἄνοιξε τό νέο στάδιο τῶν ἀρετῶν γιά τόν Ἀλέξιο. Φλεγόμενος ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό ἄρχισε μέ ζῆλο ἕναν σκληρό μυστικό ἀγῶνα.
Δεχόταν ἀδιαμαρτύρητα τήν ἀνάρμοστη συμπεριφορά, τίς ὕβρεις καθώς καί τά ραπίσματα τῶν ὑπηρετῶν. Ἔβλεπε, ἐπίσης, καθημερινά τό θλιμμένο πρόσωπο τοῦ πατέρα του καί ὑπέφερε. Ἄκουγε τούς ἀκατάπαυστους θρήνους τῆς ἀγαπητῆς της μητέρας του καί καιγόταν ἡ καρδία του. Ἀντηχοῦσαν στά αὐτιά του τά μοιρολόγια τῆς συζύγου του, ἡ ὁποία ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα τήν στέρηση τοῦ ἀγαπημένου της καί ἡ ὀδύνη του μεγάλωνε. Ἀντίκρυζε, ἀκόμη, ὅλους τούς συγγενεῖς καί φίλους του, οἱ ὁποῖοι πενθοῦσαν τήν ἀπώλειά του.
Ὁ γενναῖος ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ πονοῦσε καί ὑπέφερε. Ὑπέμενε ὅμως τό ἀκατάπαυστο αὐτό μαρτύριο. Θυμόταν συνεχῶς τόν λόγο τοῦ Κυρίου «ὁ φιλκῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ, οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. ι΄-37) καί γιά αὐτό σιωποῦσε καί θυσίαζε τήν ἀγάπη ὅλων τῶν προσφιλῶν προσώπων του γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἐξακολουθοῦσε νά ζεῖ, μέ ἀξιοθαύμαστη καρτερία, ἄγνωστος καί περιφρονημένος. Πάλευε νύκτα καί ἡμέρα σκληρά. Γιά νά νικήσει στόν ἀδυσώπητο αὐτό ἀγῶνα ἔτρωγε μόνο κάθε Κυριακή ἔλάχιστο ψωμί καί ἔπινε λίγο νερό. Ἀπήυθυνε δέστόν Θεό πύρινες προσευχές, ζητώντας τήν βοήθειά Του, γιά νά ἀντέξει μέχρι τό τέλος. Προσευχόταν ἐπίσης καί γιά τούς γονεῖς καί τήν σύζυγό του, νά μήν πεθάνουν ἀπό τήν ὑπερβολική θλίψη τους.
Χωρίς ἀμφιβολία, ἡ διαγωγή τοῦ ὁσίου ἦταν εὐάρεστη στόν Θεό. Διότι μετά ἀπό 17 ὁλόκληρα χρόνια σκηρῆς δοκιμασίας, ὁ Θεός τοῦ ἀπεκάλυψε τήν ἡμέρα τῆς τελευτῆς του. Ὁ ὅσιος τότε ζήτησε ἕνα χαρτί, στό ὁποῖο ἔγραψε ὅλα τά σχετικά μέ τήν ζωή του. Ζήτησε, ἀκόμη, ταπεινά συγχώρεση ἀπό τούς οἰκείους του γιά τήν φαινομενική σκληρότητα, πού ἐπέδειξε ὅλο αὐτό τό διάστημα. Τούς διαβεβαίωνε ὅμως, ὅτι ὑπῆρξε σκληρότερος πρός τόν ἑαυτό του. Καί ἀφοῦ ἔφερε εἰς πέρας τό σχέδιό του, ἔμεινε προσευχόμενος μέχρι τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Θεό. Ἦταν τότε 17 Μαρτίου τοῦ 410μ.Χ.
Ἐν τῶ μεταξύ ἀκούστηκε μιά ὑπερκόσμια φωνή στόν ναό, ὅπου λειτουργοῦσε ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἰννοκέντιος καί ἦταν παρόντες ὁ αὐτοκράτορας Ὀνώριος καί ὅλη ἡ Σύγκλητος, ἡ ὁποία τούς προέτρεπε νά ἀναζητήσουν «τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ» καί μάλιστα στό ἀρχοντικό τοῦ Εὐφημιανοῦ. Κατάπληκτοι ὅλοι ἔτρεξαν στόν οἶκο τοῦ Εὐφημιανοῦ καί πληροφορήθηκαν ἀπό τόν ὑπηρέτη τοῦ ἁγίου τά ἀσκητικά παλαίσματά του καθώς καί μτήν μεγάλη ὑπομονή του. Πῆγαν ἀμέσως νά δοῦν στό κελλί τοῦ ξένου καί πτωχοῦ καί διαπίστωσαν τήν πραγματικότητα. Εἶχαν ἀνακαλύψει «τόν Ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ», ἦταν ὅμως ἀργά. Ὁ ἅγιος ἦταν χωρίς πνοή, εἶχε σκεπασμένο τό πρόσωπό του, ἐνῶ κρατοῦσε στό δεξί του χέρι ἕνα χαρτί.
Τοποθέτησαν εὐλαβικά τό ἅγιο λείψανό ἐπάνω σέ μία πολύτιμη κλίνη. Ἔπειτα ξεσκέπασαν τό πρόσωπό του καί εἶδαν ὅτι ἔλαμπε σάν ἀγγέλου. Μέ σεβασμό καί δέος ἀσπάσθηκαν τό ἱερό λεόψανό καί μόνο ἀφοῦ γονυπετεῖς ἱκέτευσαν τόν ἅγιο κατώρθωσαν νά πάρουν τήν ἐπιστολή ἀπό τό χέρι του καί νά τήν διαβάσουν.
Τότε βεβαιώθηκαν ὅτι αὐτός ἦταν ὁ ἀγαπημένος τους Ἀλέξιος, τόν ὁποῖο ἀνέμεναν 34 ὁλόκληρα χρόνια. Ἀμέσως ὁλόκληρος ὁ οἶκος γέμισε ἀπό θρήνους. Ὁ ἠλικιωμένος πατέρας του σπάραζε ἐπάνω στό σκήνωμα τοῦ γιοῦ του, τό ἀγκάλιαζε στοργικά καί τό ἔβρεχε μέ ποταμό δακρύων. Ἡ μητέρα καί ἡ σύζυγό του, καταφιλοῦσαν πυκνά τό ἱερό λείψανο καί θρηνοῦσαν μέ γοερές φωνές, ἱκανές νά ραγίσουν ἀκόμη καί τίς πέτρες.
Ἡ σκηνή ἦταν συγκλονιστική, μοναδική καί ἀνεπανάληπτη, πού συγκλόνισε ὁλόκληρη τήν Ρώμη. Μόλις καί μετά βίας, οἱ συγγενεῖς τους κατώρθωσαν νά τούς χωρίσουν ἀπό τό ἅγιο λείψανο, γιά νά τό μεταφέρουν στό κέντρο τῆς πόλεως, ὥστε νά τό ἀσπασθεῖ ὅλος ὁ λαός. Ἐκείνη τήν ἡμέρα ἔγιναν πολλά θαύματα. Κατόπιν μέ δυσκολία, ἐξ αἰτίας τοῦ ἀμέτρητου πλήθους, ἔφεραν τόν ἅγιο στήν ἐκκλησία, ὅπου τόν ἄφησαν ἐπί μία ἑβδομάδα. Κατά τό διάστημα αὐτῶν υῶν ἡμερῶν, οἱ γονεῖς του μαζί μέ τήν νύμφη τους παρέμειναν πλάϊ του ἄσιτοι καί κλαίγοντας ἀσταμάτητα.
Ὅταν ὅλοι προσκύνησαν τό ἱερό λείψανο, τό ἐνταφίασαν στό ναό τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Πέτρου. Ὁ ἁγιασμένος τάφος του ἀνέβλυσε μῦρο εὐωδιαστό, ὅσοι δέ ἀσθενεῖς χρίσθηκαν μέ αὐτό θεραπεύθηκαν.
Ἡ ἁγία κάρα τοῦ ὁσίου Ἀλεξίου φυλάσσεται σήμερα, μεταξύ πολλῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, στήν Ἱερά Μονή Ἁγίας Λαύρας, στά Καλάβρυτα τῆς {Πελοποννήσου, ὅπου τιμᾶται ἰδιαιτέρως. Σύμφωνα μέ σχετική παράδοση δωρήθηκε στήν Μονή ἀπό τόν αὐτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο τό 1398 ἤ τό 1414 μ.Χ. Ἀποτελεῖ δέ κειμήλιο ὁλοκλήρου τοῦ ἑλληνισμοῦ καί θεωρεῖται ὡς ἀποτρεπτική τῶν ἐπιδημιῶν.
Τό ἔτος 1585μ.Χ. οἱ Τοῦρκοι ἔβαλαν φωτιά στό μοναστῆρι καί τό μετέτρεψαν σέ στάκτη. Ἡ κάρα τοῦ ἁγίου διασώθηκε ἀπό τόν ἐμπρησμό, διότι ἐκείνη τήν ἡμέρα βρισκόταν ἐκτός Πελοποννήσου, στά χέρια τῶν μοναχῶν. Ἔπειτα, κατά τό 1773μ.Χ., Ἀλβανοί Ρωμαιοκαθολικοί λεηλάτησαν τήν Μονή καί ἄρπαξαν τήν ἁγία κάρα, τήν ὁποία πούλησαν στήν Λάρισα. Ἐκεῖ τήν βρῆκε, μετά ἀπό λίγα χρόνια, ὁ τότε ἡγούμενος τῆς Λαῦρας Ἄνθιμος, ὁ ὁποῖος καί τήν ἀνεκόμισε στήν Μονή.
Ὠστόσο, ἀναγκάσθηκε νά ὑποχωρήσει στίς ἐπίμονες πιέσεις τῶν γονέων του καί νά νυμφευθεῖ μία νέα ἀντάξια τοῦ γένους του. Ἀλλά τήν ἴδια νύχτα, ἀμέσως μετά τόν γάμο, ἐπιθυμώντας νά παραμείνει παρθένος, παρέδωσε στή νύμφη τό δακτυλίδι τοῦ γάμου καί χωρίς χρονοτριβή, ἐγκατέλειψε τά πάντα καί ἀνεχώρησε κρυφά μέ πλοῖο στήν Ἔδεσσα τῆς Συρίας.
Ἐκεῖ συνάστησε τήν ἐκκλησία, στήν ὁποία φυλλασόταν τό Ἅγιο Μανδήλιο. Μοίρασε ἀμέσως στούς πτωχούς ὅ,τι πολύτιμο εἶχε μαζί του, φόρεσε παλαιά ἐνδύματα καί παρέμεινε στήν εἴσοδο τοῦ ναοῦ ζητώντας βοήθεια ἀπό τούς χριαστιανούς.
Προσευχόταν ἀκατάπαυστα ὅλη τήν νύκτα. Τρεφόταν δέ μόνο μέ ἐλάχιστο ψωμί καί μετελάμβανε κάθε Κυριακή τά Ἄχραντα Μυστήρια . Ἀπό τήν μεγάλη κακοπάθεια καί ταλαιπωρία ἀλλοιώθηκαν τά ὡραῖα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του καί ἔγινε ἀγνώριστος. Ὅμως τήν ἑπόμενη ἡμέρα, ὅταν οἱ γονεῖς του ἔμαθαν τήν ἐξαφάνισή του ἀπό τήν ἀπαρηγόρητη νύμφη, βυθίστηκαν σέ φοβερή θλίψη. Ἄρχισαν νά τόν ἀναζητοῦν παντοῦ, ἀλλά μάταια. Ἔστειλαν ὑπηρέτες στά μέρη τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά παρ’ ὅλες τίς προσπάθειές τους δέν κατόρθωσαν ν΄ ἀνακαλύψουν τά ἴχνη του. Μερικοί ἀπό αὐτούς ἔφθασαν στήν Ἔδεσσα καί ζήτησαν πληροφορίες ἀπό τόν ἐπαίτη πού καθόταν μπροστά στήν ἐκκλησία. Μάλιστα τοῦ ἔδωσαν καί ἐλεημοσύνη, χωρίς νά ὑποψιασθοῦν, ὅτι ἐκεῖνος ἦταν ὁ περιπόθητος νεαρός κύριός τους τόν ὁποῖο ἀναζητοῦσαν. Ὁ ὅσιος τότε ἀναλύθηκε σέ δάκρυα καί εὐχαρίστησε τόν Θεό πού τόν εὐεργέτησαν οἱ ἴδιοι οἱ ὑπηρέτες του χωρίς νά τόν ἀναγνωρίσουν. Ἔτσι κύλησαν 17 χρόνια. Οἱ ἐντόπιοι τόν ἀγάπησαν πολύ καί ἄρχισαν νά τόν τιμοῦν ὡς Ἅγιο. Γιά νά ἀποφύγει, λοιπόν, τίς τιμές ἐπιβιβάσθηκε σέ πλοῖο μέ σκοπό νά πάει στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας. Ξέσπασε ὅμως θύελλα καί τό πλοῖο, μετά ἀπό περιπλάνηση πολλῶν ἡμερῶν, ἔφθασε στήν Ρώμη. Ὁ ἅγιος ἀντιλήφθηκε ὅτι ἦταν οἰκονομία Θεοῦ νά ἐπανέλθει στήν πατρίδα του καί ἀμέσως ἀπευθύνθηκε πρός τό πατρικό του σπίτι.
Στόν δρόμο συνάντησε τόν πατέρα του καί χωρίς ν’ ἀποκαλύψει τήν ταυτότητά του, ζήτησε καταφύγιο σέ μία γωνιά τοῦ ἀρχοντικοῦ του. Ὁ φιλεύσπλαγχνος Εὐφημιανός λυπήθηκε τόν πτωχό καί τοῦ παραχώρησε πρόθυμα ἕνα μικρό δωμάτιο στήν αὐλή τοῦ ἀρχοντικοῦ του, ἀπέναντι ἀπό τό δωμάτιο τῆς συζύγου του. Ὅρισε μπροστά σέ ἕνα ὑπηρέτη, νά τόν φροντίζει σέ ὅλα τά ἀναγκαῖα. Ἀλλά σέ αὐτόν τόν χῶρο ἄνοιξε τό νέο στάδιο τῶν ἀρετῶν γιά τόν Ἀλέξιο. Φλεγόμενος ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό ἄρχισε μέ ζῆλο ἕναν σκληρό μυστικό ἀγῶνα.
Δεχόταν ἀδιαμαρτύρητα τήν ἀνάρμοστη συμπεριφορά, τίς ὕβρεις καθώς καί τά ραπίσματα τῶν ὑπηρετῶν. Ἔβλεπε, ἐπίσης, καθημερινά τό θλιμμένο πρόσωπο τοῦ πατέρα του καί ὑπέφερε. Ἄκουγε τούς ἀκατάπαυστους θρήνους τῆς ἀγαπητῆς της μητέρας του καί καιγόταν ἡ καρδία του. Ἀντηχοῦσαν στά αὐτιά του τά μοιρολόγια τῆς συζύγου του, ἡ ὁποία ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα τήν στέρηση τοῦ ἀγαπημένου της καί ἡ ὀδύνη του μεγάλωνε. Ἀντίκρυζε, ἀκόμη, ὅλους τούς συγγενεῖς καί φίλους του, οἱ ὁποῖοι πενθοῦσαν τήν ἀπώλειά του.
Ὁ γενναῖος ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ πονοῦσε καί ὑπέφερε. Ὑπέμενε ὅμως τό ἀκατάπαυστο αὐτό μαρτύριο. Θυμόταν συνεχῶς τόν λόγο τοῦ Κυρίου «ὁ φιλκῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ, οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. ι΄-37) καί γιά αὐτό σιωποῦσε καί θυσίαζε τήν ἀγάπη ὅλων τῶν προσφιλῶν προσώπων του γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἐξακολουθοῦσε νά ζεῖ, μέ ἀξιοθαύμαστη καρτερία, ἄγνωστος καί περιφρονημένος. Πάλευε νύκτα καί ἡμέρα σκληρά. Γιά νά νικήσει στόν ἀδυσώπητο αὐτό ἀγῶνα ἔτρωγε μόνο κάθε Κυριακή ἔλάχιστο ψωμί καί ἔπινε λίγο νερό. Ἀπήυθυνε δέστόν Θεό πύρινες προσευχές, ζητώντας τήν βοήθειά Του, γιά νά ἀντέξει μέχρι τό τέλος. Προσευχόταν ἐπίσης καί γιά τούς γονεῖς καί τήν σύζυγό του, νά μήν πεθάνουν ἀπό τήν ὑπερβολική θλίψη τους.
Χωρίς ἀμφιβολία, ἡ διαγωγή τοῦ ὁσίου ἦταν εὐάρεστη στόν Θεό. Διότι μετά ἀπό 17 ὁλόκληρα χρόνια σκηρῆς δοκιμασίας, ὁ Θεός τοῦ ἀπεκάλυψε τήν ἡμέρα τῆς τελευτῆς του. Ὁ ὅσιος τότε ζήτησε ἕνα χαρτί, στό ὁποῖο ἔγραψε ὅλα τά σχετικά μέ τήν ζωή του. Ζήτησε, ἀκόμη, ταπεινά συγχώρεση ἀπό τούς οἰκείους του γιά τήν φαινομενική σκληρότητα, πού ἐπέδειξε ὅλο αὐτό τό διάστημα. Τούς διαβεβαίωνε ὅμως, ὅτι ὑπῆρξε σκληρότερος πρός τόν ἑαυτό του. Καί ἀφοῦ ἔφερε εἰς πέρας τό σχέδιό του, ἔμεινε προσευχόμενος μέχρι τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Θεό. Ἦταν τότε 17 Μαρτίου τοῦ 410μ.Χ.
Ἐν τῶ μεταξύ ἀκούστηκε μιά ὑπερκόσμια φωνή στόν ναό, ὅπου λειτουργοῦσε ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἰννοκέντιος καί ἦταν παρόντες ὁ αὐτοκράτορας Ὀνώριος καί ὅλη ἡ Σύγκλητος, ἡ ὁποία τούς προέτρεπε νά ἀναζητήσουν «τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ» καί μάλιστα στό ἀρχοντικό τοῦ Εὐφημιανοῦ. Κατάπληκτοι ὅλοι ἔτρεξαν στόν οἶκο τοῦ Εὐφημιανοῦ καί πληροφορήθηκαν ἀπό τόν ὑπηρέτη τοῦ ἁγίου τά ἀσκητικά παλαίσματά του καθώς καί μτήν μεγάλη ὑπομονή του. Πῆγαν ἀμέσως νά δοῦν στό κελλί τοῦ ξένου καί πτωχοῦ καί διαπίστωσαν τήν πραγματικότητα. Εἶχαν ἀνακαλύψει «τόν Ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ», ἦταν ὅμως ἀργά. Ὁ ἅγιος ἦταν χωρίς πνοή, εἶχε σκεπασμένο τό πρόσωπό του, ἐνῶ κρατοῦσε στό δεξί του χέρι ἕνα χαρτί.
Τοποθέτησαν εὐλαβικά τό ἅγιο λείψανό ἐπάνω σέ μία πολύτιμη κλίνη. Ἔπειτα ξεσκέπασαν τό πρόσωπό του καί εἶδαν ὅτι ἔλαμπε σάν ἀγγέλου. Μέ σεβασμό καί δέος ἀσπάσθηκαν τό ἱερό λεόψανό καί μόνο ἀφοῦ γονυπετεῖς ἱκέτευσαν τόν ἅγιο κατώρθωσαν νά πάρουν τήν ἐπιστολή ἀπό τό χέρι του καί νά τήν διαβάσουν.
Τότε βεβαιώθηκαν ὅτι αὐτός ἦταν ὁ ἀγαπημένος τους Ἀλέξιος, τόν ὁποῖο ἀνέμεναν 34 ὁλόκληρα χρόνια. Ἀμέσως ὁλόκληρος ὁ οἶκος γέμισε ἀπό θρήνους. Ὁ ἠλικιωμένος πατέρας του σπάραζε ἐπάνω στό σκήνωμα τοῦ γιοῦ του, τό ἀγκάλιαζε στοργικά καί τό ἔβρεχε μέ ποταμό δακρύων. Ἡ μητέρα καί ἡ σύζυγό του, καταφιλοῦσαν πυκνά τό ἱερό λείψανο καί θρηνοῦσαν μέ γοερές φωνές, ἱκανές νά ραγίσουν ἀκόμη καί τίς πέτρες.
Ἡ σκηνή ἦταν συγκλονιστική, μοναδική καί ἀνεπανάληπτη, πού συγκλόνισε ὁλόκληρη τήν Ρώμη. Μόλις καί μετά βίας, οἱ συγγενεῖς τους κατώρθωσαν νά τούς χωρίσουν ἀπό τό ἅγιο λείψανο, γιά νά τό μεταφέρουν στό κέντρο τῆς πόλεως, ὥστε νά τό ἀσπασθεῖ ὅλος ὁ λαός. Ἐκείνη τήν ἡμέρα ἔγιναν πολλά θαύματα. Κατόπιν μέ δυσκολία, ἐξ αἰτίας τοῦ ἀμέτρητου πλήθους, ἔφεραν τόν ἅγιο στήν ἐκκλησία, ὅπου τόν ἄφησαν ἐπί μία ἑβδομάδα. Κατά τό διάστημα αὐτῶν υῶν ἡμερῶν, οἱ γονεῖς του μαζί μέ τήν νύμφη τους παρέμειναν πλάϊ του ἄσιτοι καί κλαίγοντας ἀσταμάτητα.
Ὅταν ὅλοι προσκύνησαν τό ἱερό λείψανο, τό ἐνταφίασαν στό ναό τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Πέτρου. Ὁ ἁγιασμένος τάφος του ἀνέβλυσε μῦρο εὐωδιαστό, ὅσοι δέ ἀσθενεῖς χρίσθηκαν μέ αὐτό θεραπεύθηκαν.
Ἡ ἁγία κάρα τοῦ ὁσίου Ἀλεξίου φυλάσσεται σήμερα, μεταξύ πολλῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, στήν Ἱερά Μονή Ἁγίας Λαύρας, στά Καλάβρυτα τῆς {Πελοποννήσου, ὅπου τιμᾶται ἰδιαιτέρως. Σύμφωνα μέ σχετική παράδοση δωρήθηκε στήν Μονή ἀπό τόν αὐτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο τό 1398 ἤ τό 1414 μ.Χ. Ἀποτελεῖ δέ κειμήλιο ὁλοκλήρου τοῦ ἑλληνισμοῦ καί θεωρεῖται ὡς ἀποτρεπτική τῶν ἐπιδημιῶν.
Τό ἔτος 1585μ.Χ. οἱ Τοῦρκοι ἔβαλαν φωτιά στό μοναστῆρι καί τό μετέτρεψαν σέ στάκτη. Ἡ κάρα τοῦ ἁγίου διασώθηκε ἀπό τόν ἐμπρησμό, διότι ἐκείνη τήν ἡμέρα βρισκόταν ἐκτός Πελοποννήσου, στά χέρια τῶν μοναχῶν. Ἔπειτα, κατά τό 1773μ.Χ., Ἀλβανοί Ρωμαιοκαθολικοί λεηλάτησαν τήν Μονή καί ἄρπαξαν τήν ἁγία κάρα, τήν ὁποία πούλησαν στήν Λάρισα. Ἐκεῖ τήν βρῆκε, μετά ἀπό λίγα χρόνια, ὁ τότε ἡγούμενος τῆς Λαῦρας Ἄνθιμος, ὁ ὁποῖος καί τήν ἀνεκόμισε στήν Μονή.
Ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη τοῦ
ὁσίου Ἀλεξίου, «τοῦ ἀνθρώπου τοῦ
Θεοῦ», τήν 17η Μαρτίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος
δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ ῥίζης
ἐβλάστησας, περιφανοῦς καί κλεινῆς,
ἐκ πόλεως ἤνθησας, βασιλικῆς καί
λαμπρᾶς, Ἀλέξιε πάνσοφε· πάντων δ᾽
ὑπερφρονήσας, ὡς φθαρτῶν καί ῥεόντων,
ἔσπευσας συναφθῆναι, τῷ Χριστῷ καί
Δεσπότῃ. Αὐτόν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί,
ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.