Ἐκθαμβωτικὴ ἦταν ἡ σωματική
της ὀμορφιά. Ἀλλὰ ἀκόμα περισσότερο ἔλαμπε ἡ ψυχή της, ἀνάμεσα στὶς μοναχὲς τοῦ
μοναστηριοῦ τῆς Μεσοποταμίας (στὴν πόλη τῆς Νισίβεως, ποὺ λέγεται Ἀντιόχεια τῆς
Μυγδονίας καὶ βρισκόταν στὰ σύνορα τοῦ Βυζαντινοῦ καὶ Περσικοῦ κράτους).
Ἀπὸ 17 χρονῶν ἡ Φεβρωνία πῆγε στὸ μοναστήρι, ὅπου ἡγουμένη ἦταν ἡ θεία της Βρυένη. Γρήγορα προσαρμόστηκε στοὺς κανόνες τῆς νέας ζωῆς, καὶ μάλιστα πάντα ἔβρισκε χρόνο νὰ μελετᾷ καὶ νὰ καλλιεργεῖ τὸ πνεῦμα της. Ἡ ζωή της ἦταν ἥσυχη. Ὅμως, κάποια μέρα ταράχθηκαν τὰ γαλήνια «νερά» τῆς ἡσυχίας της. Ἕνα σῶμα στρατιωτῶν ποὺ ἐξεδίωκε χριστιανούς, πέρασε ἀπὸ τὴν μονὴ τῆς Φεβρωνίας. Οἱ ἄλλες μοναχὲς πρόλαβαν καὶ ἔφυγαν μακριά. Ἡ Φεβρωνία, ἐπειδὴ ἦταν ἄῤῥωστη, δὲν μπόρεσε νὰ μετακινηθεῖ. Μαζί της ἔμειναν ἡ ἡγουμένη Βρυένη καὶ ἡ ἀδελφὴ Θωμαΐς. Οἱ στρατιῶτες, μόλις ἄντικρυσαν τὴν Φεβρωνία, ἔμειναν ἔκπληκτοι ἀπὸ τὴν ὀμορφιά της. Ἄφησαν, λοιπόν, τρεῖς ἄνδρες νὰ τὴν φρουροῦν καὶ οἱ ὑπόλοιποι γύρισαν καὶ τὸ ἀνέφεραν στὸν ἀρχηγό τους Σελῆνο (288 μ.Χ.). Αὐτὸς ἀμέσως διέταξε καὶ τὴν ἔφεραν μπροστά του, καὶ μὲ κάθε τρόπο τὴν πίεσε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Πρότεινε στὴ Φεβρωνία νὰ τὴν δώσει σύζυγο στὸν ἀνεψιό του Λυσίμαχο, ποὺ κοντά του θὰ γνώριζε μεγάλη δόξα. Ἡ Φεβρωνία, ὅμως, προτίμησε νὰ γίνει «τῆς μελλούσης ἀποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός». Προτίμησε, δηλαδή, νὰ εἶναι συμμέτοχος τῆς δόξας ποὺ θὰ ἀποκαλυφθεῖ κατὰ τὴν δευτέρα παρουσία, καὶ μὲ περίσσιο θάῤῥος περιφρόνησε τὶς προτάσεις τοῦ Σελήνου, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τὴν βασάνισε, τελικὰ τὴν σκότωσε μὲ ξίφος.
Ἀπολυτίκιον.Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς τῆς ἀσκήσεως, ῥόδον ἡδύπνευστον, ὀσμὴν ἀθλήσεως, τῷ κόσμῳ ἔμπνευσας, εἰς
ὀσμὴν μύρων τοῦ Χριστοῦ, δραμοῦσα ἀσχέτῳ, πόθῳ· ὅθεν ὡς παρθένον σε, καὶ Ὁσίαν
καὶ Μάρτυρα, θαυμαστῶς ἐδόξασε, Φεβρωνία ὁ Κύριος· ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων·
χαῖρε σεμνὴ Ὁσιομάρτυς.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας χάρισι, καῖ μαρτυρίου τῷ κάλλει, κοσμηθεῖσα ἔνδοξε, ὡς πανακήρατος
νύμφη, ἔδραμες, λαμπαδηφόρος τῷ σῷ Νημφίῳ, ἔστεψαι, τῆς ἀφθαρσίας τῇ εὐπρεπείᾳ,
καὶ πρεσβεύεις Φεβρωνία, ὑπὲρ τῶν πίστει ὑμνολογούντων σε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Φεβρωνία πανευκλεής, Ὁσίων ἡ δόξα, καὶ Μαρτύρων ἡ καλλονή· ἐν γὰρ
ἀμφοτέροις, ἀθλήσασα νομίμως, εἰκότως καὶ βραβείων, διπλῶν ἠξίωσαι.