1. Τὸ πλοῖο «Ἄφοβος» ταξίδευε
κάποτε ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ γυρίζοντας
πίσω στὴν ῾Ελλάδα.
Εἶχε προχωρήσει ἀρκετὸ δρόμο
καὶ βρισκόταν τώρα μακριὰ ἀπὸ τὰ
παράλια τῆς Ἀμερικῆς. ῎Εσκιζε περήφανα
τὸν ᾽Ωκεανό.
῎Εξαφνα ὅμως φοβερὴ τρικυμία ξέσπασε, ποὺ κράτησε πέντε ὁλόκληρες μέρες. Τὸ πλοῖο βρέθηκε σὲ πολὺ δύσκολη θέση. Ὅλοι ὅσοι ἦταν μέσα, ἀπελπίστηκαν καὶ νόμιζαν, ὅτι ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα θὰ βουλιάξη σύψυχο.
Ὁ ἄνεμος φυσοῦσε μὲ λύσσα καὶ τὸ πλοῖο, σὰ νὰ ἦταν καρυδότσοφλο, τὸ ἔπαιρναν τὰ κύματα, τὸ τράνταζαν, τὸ ἀνεβοκατέβαζαν, ὅπως ἤθελαν καὶ πάσκιζαν νὰ τὸ κατακομματιάσουν.
Σ’ ἕνα δυνατὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου λήθηκε ἡ σταύρωση στὸ μεγάλο κατάρτι κι ἦταν ἀνάγκη νὰ δεθῆ ἀμέσως, γιατὶ ἀλλιῶς ὁ κίνδυνος ἦταν μεγάλος.
Ποιός ὅμως, μέσα στὴ μεγάλη αὐτὴ θαλασσοταραχή, στὴ μανία τοῦ ἀνέμου, ποὺ τὰ σάρωνε ὅλα, θὰ μποροῦσε ν’ ἀνεβῆ ἐκεῖ ψηλά; Αὐτὸ βέβαια ἦταν ἀδύνατο. Ὅποιος θ’ ἀνέβαινε, ἔπρεπε νὰ ξεγράψη τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ ζωή. Ὁ θάνατος τὸν περίμενε δίχως ἄλλο.
Ἔπρεπε ὃμως χωρὶς ἀναβολὴ νὰ δεθῆ ἡ σταύρωση κι ὁ καπετάνιος δὲ δίστασε. Μὲ δυὸ ξερὰ λόγια πρόσταξε ἓνα ναυτόπουλο ν’ ἀνεβῆ στὸ κατάρτι καὶ νὰ τὴ δέση.
2. Τὸ ναυτόπουλο αὐτό, παιδὶ δεκατεσσάρω χρονῶ, ἦταν ὁ μοναχογιὸς μιᾶς χήρας. Ἡ κακομοίρα, φτωχὴ ὃπως ἦταν, δὲν κατόρθωνε νὰ κερδίζη τὸ ψωμί της κι ἔβαλε τὸ παιδί της μοῦτσο στὸ καράβι ἐκεῖνο.
Τὸ ναυτόπουλο, μόλις ἄκουσε τὴν προσταγὴ τοῦ καπετάνιου, κοίταξε ἐπάνω ψηλὰ τὴν κορφὴ τοῦ καταρτιοῦ, κοίταξε καὶ τὰ κύματα, ποὺ χτυποῦσαν ἐπάνω στὸ κατάστρωμα καὶ τὸ γέμιζαν νερά. Ἄκουσε τὰ δυνατὰ τοῦ ἀνέμου σφυρίγματα, εἶδε τὴν ἀφρισμένη θάλασσα. Δὲ δίστασε ὅμως. Ἄν δὲ δενόταν ἡ σταύρωση, ἦταν φόβος ν’ ἀναποδογυριστῆ τὸ πλοῖο.
Χωρὶς δισταγμὸ ἀπαντᾶ στὸν καπετάνιο:
-Ἀμέσως, καπετάνιο μου!
Τρέχοντας κατέβηκε κάτω στὴν καμπίνα του καὶ σὲ δυὸ λεπτὰ τῆς ὣρας γύρισε πίσω καὶ σκαρφάλωσε ἀποφασιστικὰ καὶ γρήγορα ἐπάνω στὸ κατάρτι.
3. Οἱ ναῦτες κοίταζαν φοβισμένοι τὸ ναυτόπουλο, ποὺ σκαρφάλωνε. Μιὰ στιγμὴ κοντοστάθηκε στὴ μέση τῆς σκοινένιας σκάλας. Θὰ ζαλίστηκε, φαίνεται.
Κάποιος ἀπὸ τὸ πλοῖο ρώτησε τότε τὸν καπετάνιο:
-Γιατί, καπετάνιε, ἔβαλες τὸ μικρὸ αὐτὸ ναυτόπουλο ν’ ἀνεβῆ ἐκεῖ ἐπάνω; Βέβαια, δὲ θὰ κατεβῆ ζωντανό.
-Οἱ μεγάλοι πέφτουν! Ἀπαντᾶ ὁ καπετάνιος. Τὰ παιδιὰ μποροῦν νὰ σκαρφαλώνουν. Νά, δές τον αὐτόν! Σκαρφαλώνει σὰν ἀγριόγατος!
Κι ἀλήθεια, τὸ μικρὸ ναυτόπουλο ξανάρχισε ν’ ἀνεβαίνη πάλι γρήγορα γρήγορα.
Τώρα εἶχε ἀνεβῆ ὡς τὴν κόφα τοῦ καταρτιοῦ. Κρεμόταν ἄφοβα ἀπ’ ἐκεῖ καὶ προσπαθοῦσε ν’ ἀνεβῆ πιὸ ψηλὰ. Ἡ τρικυμία δυνάμωνε περισσότερο κι ὁ ἄνεμος φυσοῦσε μὲ μανία σὰ νὰ ἤθελε ν’ ἁρπάξη τὸ παιδί, νὰ τὸ πετάξη στὴ θάλασσα. Τὸ καράβι ἔγερνε τόσο, ποὺ τὸ κατάρτι λίγο ἀκόμη καὶ θ’ ἄγγιζε τ’ ἀφρισμένα κύματα. Τὸ ναυτόπουλο ὅμως κρατιόταν σφιχτά. Πέρασαν ἔτσι δέκα, δεκαπέντε λεπτά. Ἡ σταύρωση δέθηκε καὶ τὸ ναυτόπουλο γελαστὸ καὶ χαρούμενο κατέβηκε κάτω.
4. Ὅλοι τὸ κοίταζαν μὲ θαυμασμὸ καὶ τὸ καμάρωναν. Ὁ ταξιδιώτης, ποὺ εἶχε κάμει τὴν ἐρώτηση ἐκείνη στὸν καπετάνιο, πλησιάζει τὸ ναυτόπουλο καὶ τὸ ρωτᾶ, ἄν φοβήθηκε.
-Βέβαια φοβήθηκα! Ἀπαντᾶ τὸ ναυτόπουλο.
-Τὸ κατάλαβα, εἶπε ὁ ταξιδιώτης, γιατί, πρὶν ἀνεβῆς, κατέβηκες κάτω στὴν καμπίνα σου, γιὰ νὰ τὸ καλοσκεφτῆς.
-Ἄ, ὄχι! Δὲν κατέβηκα γι’ αὐτό. Ἅμα μὲ διάταξε ὁ καπετάνιος, τὸ πῆρα ἀπόφαση.
Ἤθελα ὅμως νὰ κάμω τὴν προσευχή μου πρῶτα καὶ νὰ φιλήσω τὴν φωτογραφία τῆς μητέρας μου. Σκέφτηκα, πὼς ζωντανὸς βέβαια δὲ θὰ κατέβαινα καὶ γι’ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ κάμω τὴν προσευχή μου. Μόλις ὅμως εἶπα τὴν προσευχή μου, ὁ φόβος μου κόπηκε πιά. Δὲ λησμόνησα ἐκεῖνο, ποὺ μοῦ εἶχε πεῖ ἡ μητέρα μου, ὅταν ἔφευγα ἀπὸ τὸ σπίτι:
«Παιδάκι μου, νὰ κάνης πάντα τὴν προσευχή σου κι ὁ Θεὸς δὲ θὰ σ’ ἀφήση νὰ πάθης τίποτε κακό! Τὸ ἴδιο θὰ κάνω κι ἐγὼ καὶ θὰ παρακαλῶ τὸ Θεὸ γιὰ σένα».
Αὐτὰ θυμήθηκα, κύριε, κι ὁ φόβος μοῦ πέρασε. Ἤμουν βέβαιος πιά, πὼς θὰ γύριζα πίσω γερός. ῾Η προσευχὴ μοῦ ἔδωσε δύναμη.
῎Εξαφνα ὅμως φοβερὴ τρικυμία ξέσπασε, ποὺ κράτησε πέντε ὁλόκληρες μέρες. Τὸ πλοῖο βρέθηκε σὲ πολὺ δύσκολη θέση. Ὅλοι ὅσοι ἦταν μέσα, ἀπελπίστηκαν καὶ νόμιζαν, ὅτι ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα θὰ βουλιάξη σύψυχο.
Ὁ ἄνεμος φυσοῦσε μὲ λύσσα καὶ τὸ πλοῖο, σὰ νὰ ἦταν καρυδότσοφλο, τὸ ἔπαιρναν τὰ κύματα, τὸ τράνταζαν, τὸ ἀνεβοκατέβαζαν, ὅπως ἤθελαν καὶ πάσκιζαν νὰ τὸ κατακομματιάσουν.
Σ’ ἕνα δυνατὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου λήθηκε ἡ σταύρωση στὸ μεγάλο κατάρτι κι ἦταν ἀνάγκη νὰ δεθῆ ἀμέσως, γιατὶ ἀλλιῶς ὁ κίνδυνος ἦταν μεγάλος.
Ποιός ὅμως, μέσα στὴ μεγάλη αὐτὴ θαλασσοταραχή, στὴ μανία τοῦ ἀνέμου, ποὺ τὰ σάρωνε ὅλα, θὰ μποροῦσε ν’ ἀνεβῆ ἐκεῖ ψηλά; Αὐτὸ βέβαια ἦταν ἀδύνατο. Ὅποιος θ’ ἀνέβαινε, ἔπρεπε νὰ ξεγράψη τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ ζωή. Ὁ θάνατος τὸν περίμενε δίχως ἄλλο.
Ἔπρεπε ὃμως χωρὶς ἀναβολὴ νὰ δεθῆ ἡ σταύρωση κι ὁ καπετάνιος δὲ δίστασε. Μὲ δυὸ ξερὰ λόγια πρόσταξε ἓνα ναυτόπουλο ν’ ἀνεβῆ στὸ κατάρτι καὶ νὰ τὴ δέση.
2. Τὸ ναυτόπουλο αὐτό, παιδὶ δεκατεσσάρω χρονῶ, ἦταν ὁ μοναχογιὸς μιᾶς χήρας. Ἡ κακομοίρα, φτωχὴ ὃπως ἦταν, δὲν κατόρθωνε νὰ κερδίζη τὸ ψωμί της κι ἔβαλε τὸ παιδί της μοῦτσο στὸ καράβι ἐκεῖνο.
Τὸ ναυτόπουλο, μόλις ἄκουσε τὴν προσταγὴ τοῦ καπετάνιου, κοίταξε ἐπάνω ψηλὰ τὴν κορφὴ τοῦ καταρτιοῦ, κοίταξε καὶ τὰ κύματα, ποὺ χτυποῦσαν ἐπάνω στὸ κατάστρωμα καὶ τὸ γέμιζαν νερά. Ἄκουσε τὰ δυνατὰ τοῦ ἀνέμου σφυρίγματα, εἶδε τὴν ἀφρισμένη θάλασσα. Δὲ δίστασε ὅμως. Ἄν δὲ δενόταν ἡ σταύρωση, ἦταν φόβος ν’ ἀναποδογυριστῆ τὸ πλοῖο.
Χωρὶς δισταγμὸ ἀπαντᾶ στὸν καπετάνιο:
-Ἀμέσως, καπετάνιο μου!
Τρέχοντας κατέβηκε κάτω στὴν καμπίνα του καὶ σὲ δυὸ λεπτὰ τῆς ὣρας γύρισε πίσω καὶ σκαρφάλωσε ἀποφασιστικὰ καὶ γρήγορα ἐπάνω στὸ κατάρτι.
3. Οἱ ναῦτες κοίταζαν φοβισμένοι τὸ ναυτόπουλο, ποὺ σκαρφάλωνε. Μιὰ στιγμὴ κοντοστάθηκε στὴ μέση τῆς σκοινένιας σκάλας. Θὰ ζαλίστηκε, φαίνεται.
Κάποιος ἀπὸ τὸ πλοῖο ρώτησε τότε τὸν καπετάνιο:
-Γιατί, καπετάνιε, ἔβαλες τὸ μικρὸ αὐτὸ ναυτόπουλο ν’ ἀνεβῆ ἐκεῖ ἐπάνω; Βέβαια, δὲ θὰ κατεβῆ ζωντανό.
-Οἱ μεγάλοι πέφτουν! Ἀπαντᾶ ὁ καπετάνιος. Τὰ παιδιὰ μποροῦν νὰ σκαρφαλώνουν. Νά, δές τον αὐτόν! Σκαρφαλώνει σὰν ἀγριόγατος!
Κι ἀλήθεια, τὸ μικρὸ ναυτόπουλο ξανάρχισε ν’ ἀνεβαίνη πάλι γρήγορα γρήγορα.
Τώρα εἶχε ἀνεβῆ ὡς τὴν κόφα τοῦ καταρτιοῦ. Κρεμόταν ἄφοβα ἀπ’ ἐκεῖ καὶ προσπαθοῦσε ν’ ἀνεβῆ πιὸ ψηλὰ. Ἡ τρικυμία δυνάμωνε περισσότερο κι ὁ ἄνεμος φυσοῦσε μὲ μανία σὰ νὰ ἤθελε ν’ ἁρπάξη τὸ παιδί, νὰ τὸ πετάξη στὴ θάλασσα. Τὸ καράβι ἔγερνε τόσο, ποὺ τὸ κατάρτι λίγο ἀκόμη καὶ θ’ ἄγγιζε τ’ ἀφρισμένα κύματα. Τὸ ναυτόπουλο ὅμως κρατιόταν σφιχτά. Πέρασαν ἔτσι δέκα, δεκαπέντε λεπτά. Ἡ σταύρωση δέθηκε καὶ τὸ ναυτόπουλο γελαστὸ καὶ χαρούμενο κατέβηκε κάτω.
4. Ὅλοι τὸ κοίταζαν μὲ θαυμασμὸ καὶ τὸ καμάρωναν. Ὁ ταξιδιώτης, ποὺ εἶχε κάμει τὴν ἐρώτηση ἐκείνη στὸν καπετάνιο, πλησιάζει τὸ ναυτόπουλο καὶ τὸ ρωτᾶ, ἄν φοβήθηκε.
-Βέβαια φοβήθηκα! Ἀπαντᾶ τὸ ναυτόπουλο.
-Τὸ κατάλαβα, εἶπε ὁ ταξιδιώτης, γιατί, πρὶν ἀνεβῆς, κατέβηκες κάτω στὴν καμπίνα σου, γιὰ νὰ τὸ καλοσκεφτῆς.
-Ἄ, ὄχι! Δὲν κατέβηκα γι’ αὐτό. Ἅμα μὲ διάταξε ὁ καπετάνιος, τὸ πῆρα ἀπόφαση.
Ἤθελα ὅμως νὰ κάμω τὴν προσευχή μου πρῶτα καὶ νὰ φιλήσω τὴν φωτογραφία τῆς μητέρας μου. Σκέφτηκα, πὼς ζωντανὸς βέβαια δὲ θὰ κατέβαινα καὶ γι’ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ κάμω τὴν προσευχή μου. Μόλις ὅμως εἶπα τὴν προσευχή μου, ὁ φόβος μου κόπηκε πιά. Δὲ λησμόνησα ἐκεῖνο, ποὺ μοῦ εἶχε πεῖ ἡ μητέρα μου, ὅταν ἔφευγα ἀπὸ τὸ σπίτι:
«Παιδάκι μου, νὰ κάνης πάντα τὴν προσευχή σου κι ὁ Θεὸς δὲ θὰ σ’ ἀφήση νὰ πάθης τίποτε κακό! Τὸ ἴδιο θὰ κάνω κι ἐγὼ καὶ θὰ παρακαλῶ τὸ Θεὸ γιὰ σένα».
Αὐτὰ θυμήθηκα, κύριε, κι ὁ φόβος μοῦ πέρασε. Ἤμουν βέβαιος πιά, πὼς θὰ γύριζα πίσω γερός. ῾Η προσευχὴ μοῦ ἔδωσε δύναμη.
Πηγή:
www.kapodistrias.info