A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΟΡΟΙ «ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ» ΚΑΙ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ» ΑΚΡΙΒΕΙΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΜΑΣ;

 

Εἶναι οἱ ὅροι «Χριστιανὸς» καὶ «᾿Ορθόδοξος» ἀκριβεῖς εἰς τοὺς χρόνους μας;

᾿Αρχιεπισκόπου ΑΒΕΡΚΙΟΥ († 1976)
 Συρακουσῶν καὶ Τριάδος
 τῆς Ρωσικῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας Διασπορᾶς

            ΜΕΧΡΙ πρό τινος, αἱ ἔννοιαι καὶ οἱ ὅροι «Χριστιανὸς» καὶ «᾿Ορθόδοξος» ἦσαν ἀναμφισβήτητοι καὶ σημαίνοντες. Τώρα, ἐν τούτοις, ζῶμεν εἰς χρόνους τόσον δεινούς, τόσον πεπληρωμένους ψεύδους καὶ ἀπάτης, ὅπου τοιαῦται ἔννοιαι καὶ τοιοῦτοι ὅροι δὲν μεταδίδουν πλέον κάτι τὸ σημαντικόν, ὅταν χρησιμοποιῶνται ἄνευ περαιτέρω διευκρινίσεως. Δὲν ἀντανακλοῦν τὴν οὐσίαν τῶν πραγμάτων, ἀλλ’ ἔχουν γίνει μᾶλλον ἐτικέττες καὶ ἐξαπατοῦν.
            Πολλαὶ κοινωνίαι καὶ ὀργανισμοὶ εἰς τὰς ἡμέρας μας αὐτο-αποκαλοῦνται «Χριστιανικοί», ἄν καὶ δὲν ὑπάρχῃ τίποτε τὸ Χριστιανικὸν εἰς αὐτούς, ἐφ᾿ ὅσον ἀπορρίπτουν τὸ πρωταρχικὸν δόγμα τοῦ Χριστιανισμοῦ: τὴν Θεότητα τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὅπως πράττουν ἀρκεταὶ ἐκ τῶν πολὺ προσφάτων σεκτῶν, εἰς τὰς ὁποίας τὸ καθ᾿ αὐτὸ πνεῦμα τοῦ γνησίου Χριστιανισμοῦ, τὸ ὁποῖον προκύπτει τόσον φυσιολογικῶς καὶ τόσον ἀβιάστως ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Εὐαγγελίου, εἶναι ἐν πολλοῖς σχεδὸν ξένον.
            ᾿Εσχάτως, ὁ ὅρος «᾿Ορθόδοξος» ἔχει ἐπίσης παύσει εἰς μεγάλον βαθμὸν νὰ ἐκφράζῃ αὐτὸ ποὺ σημαίνει, διότι ἀκόμη καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ εἰς τὴν πραγματικότητα ἔχουν ἀποστατήσει ἀπὸ τὴν γνησίαν ᾿Ορθοδοξίαν καὶ ἔχουν γίνει προδόται τῆς ᾿Ορθοδόξου Πίστεως καὶ ᾿Εκκλησίας, ἐν τούτοις ἐξακολουθοῦν νὰ αὐτοαποκαλῶνται «᾿Ορθόδοξοι».
            Τοιοῦτοι ἀκριβῶς εἶναι ὅλοι οἱ καινοτόμοι, οἱ ὁποῖοι ἀπορρίπτουν τὸ γνήσιον πνεῦμα τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ κατωφερὲς μονοπάτι τῶν ἀμοιβαίων σχέσεων μὲ τοὺς ἐχθροὺς τῆς ᾿Ορθοδοξίας, οἱ ὁποῖοι προπαγανδίζουν διὰ κοινὴν προσευχήν, ἀκόμη καὶ διὰ λειτουργικὴν κοινωνίαν μὲ ἐκείνους ποὺ δὲν ἀνήκουν εἰς τὴν ἁγίαν ᾿Ορθόδοξον ᾿Εκκλησίαν.
            Τοιοῦτοι ἀκριβῶς εἶναι οἱ «ἀνακαινισταὶ» (τὸ ὄνομα τῶν μελῶν τῆς «Ζώσης ᾿Εκκλησίας» ἐντὸς τῆς Ρωσίας, οἱ ὁποῖοι καθωδηγοῦντο ὑπὸ τῶν Μπολσεβίκων τοῦ 1920), καὶ οἱ σύγχρονοι «νεο-ανακαινισταί», οἱ «νεο-ορθόδοξοι», (ὅπως μερικοὶ ἐξ αὐτῶν αὐτοχαρακτηρίζονται), οἱ ὁποῖοι φωνασκοῦν περὶ τοῦ πόσον οὐσιαστικὸν εἶναι νὰ «ἀνανεωθῇ ἡ ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία»· ἐπίσης ὁμιλοῦν περὶ πολλῶν εἰδῶν «μεταρρυθμίσεων εἰς τὴν ᾿Ορθοδοξίαν», ἡ ὁποία δῆθεν ἔχει περιέλθει εἰς «ἀπολίθωσιν» καὶ εἶναι «ἑτοιμοθάνατος».
            Αὐτοὶ κοσκινίζουν τοιαῦτα πράγματα, ἀντὶ νὰ συγκεντρώσουν τὴν προσοχήν των προσευχητικῶς ἐπάνω εἰς τὴν ἀληθῶς οὐσιαστικὴν ἀνανέωσιν τῶν ψυχῶν των καὶ τὴν ἐκ θεμελίων ἀνακαίνισιν τῆς ἁμαρτωλῆς των φύσεως ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὰς ἐπιθυμίας. Αὐτοὶ ἐπιμόνως προκηρύσσουν ἕνωσιν μὲ αἱρετικούς, μὴ ᾿Ορθοδόξους, ἀκόμη καὶ μὴ Χριστιανούς. Προκηρύσσουν τὴν «ἕνωσιν τῶν πάντων», ἀλλὰ δίχως τὴν ἑνότητα τοῦ πνεύματος καὶ τὴν ἀλήθειαν, ἡ ὁποία κάμνει μία τοιαύτην ἕνωσιν δυνατήν.
            Τοιοῦτοι, παραδείγματος χάριν, εἶναι εἰς τὰς ἡμέρας μας οἱ Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως, οἱ ὁποῖοι εἰς τὸ παρελθὸν ἀνεγνώρισαν τὴν «Ζῶσαν ᾿Εκκλησίαν» εἰς τὴν Σοβιετικὴν Ρωσίαν ὡς νόμιμον καὶ τώρα ἀναγνωρίζουν τὸν Πάπαν τῆς Ῥώμης, ὡς τὴν «κεφαλὴν ὁλοκλήρου τῆς Χριστιανικῆς ᾿Εκκλησίας», καὶ ἀκόμη ἀποδέχονται τοὺς Παπικοὺς Λατίνους εἰς τὴν ἁγίαν Κοινωνίαν, δίχως τὴν προτέραν ἔνταξιν αὐτῶν εἰς τὴν ἁγίαν ᾿Ορθόδοξον ᾿Εκκλησίαν.
            Τοιοῦτοι εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐμπράκτως συμμετέχουν εἰς τὴν οὕτω καλουμένην Οἰκουμενικὴν Κίνησιν, ἡ ὁποία ἀγωνίζεται τόσον κραυγαλέως νὰ δημιουργήσῃ ἕν εἶδος ψευδο-εκκλησίας, ἀπαρτιζομένης ἀπὸ ὅλας τὰς ῾Ομολογίας ποὺ ὑφίστανται αὐτὴν τὴν στιγμήν.

            Τοιοῦτοι ἐπίσης εἶναι πολλοὶ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι πλήρως πιστοὶ εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἁγίαν Του ᾿Εκκλησίαν, ἀλλὰ ὑπηρετοῦν τοὺς ἀχρείους ἐχθροὺς Αὐτοῦ ἤ τοὺς εὐαρεστοῦν μὲ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλον τρόπον, βοηθοῦντες αὐτοὺς νὰ πραγματοποιήσουν τοὺς ἀντιχριστιανικοὺς σκοποὺς αὐτῶν εἰς ἕνα κόσμον, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν.
            Ποῖος θὰ τολμήσῃ νὰ μᾶς ἀρνηθῇ τὸ νόμιμον δικαίωμά μας νὰ μὴ ἀναγνωρίζωμεν τοιούτους ἀνθρώπους ὡς ᾿Ορθοδόξους, ἀκόμη καὶ ἄν αὐτοὶ ἠμπορεῖ νὰ ἐμμένουν εἰς τὴν χρῆσιν αὐτοῦ τοῦ ὀνόματος, φέροντες ποικίλους ὑψηλοὺς βαθμοὺς καὶ τίτλους;
            ᾿Απὸ τὴν ᾿Εκκλησιαστικὴν ῾Ιστορίαν γνωρίζομεν, ὅτι δὲν ὑπῆρξαν ὀλίγοι αἱρετικοὶ ἤ ἀκόμη καὶ αἱρεσιάρχαι ὑψηλῶν βαθμῶν (ἱερωσύνης), οἱ ὁποῖοι κατεδικάσθησαν ἐπισήμως ἀπὸ τὴν (Ὀρθόδοξον) Καθολικὴν ᾿Εκκλησίαν καὶ ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὰς θέσεις των.
            ᾿Αλλὰ τί παρατηροῦμεν σήμερον;
            Αὐτή, δυστυχῶς, εἶναι μία ἐποχὴ ἀπεριορίστων παραχωρήσεων καὶ πονηρῶν συναλλαγῶν, ὅπου ἀκόμη καὶ αἱ πλέον σκανδαλώδεις αἱρετικαὶ πράξεις ἤ δηλώσεις δὲν ἐνοχλοῦν κανένα.
            Πολὺ ὀλίγοι ἀντιδροῦν ὅπως θὰ ἔπρεπε εἰς αὐτὴν τὴν ἀνοικτὴν ἀποστασίαν ἀπὸ τὴν ᾿Ορθοδοξίαν, καὶ ὅσον διὰ τὴν καταδίκην αὐτῶν τῶν νεοφανῶν αἱρετικῶν καὶ ἀποστατῶν, οὔτε κἄν νὰ τὸ σκεφθῇ κανείς.
            Σήμερον τὸ πᾶν ἐπιτρέπεται εἰς τοὺς πάντας καὶ τίποτε δὲν ἀπαγορεύεται εἰς κανένα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰς περιπτώσεις ὅπου κάποιος θίγεται προσωπικῶς, δυσαρεστεῖται καὶ προσβάλλεται, καθὼς αἱ ἀνοησίαι αὐτῶν (τῶν Οἰκουμενιστῶν) φανεροῦνται δημοσίως.
            ῎Ω, εἰς αὐτὰς τὰς περιπτώσεις κάτι τέτοιον εἶναι ἀσυγχώρητον!
            ᾿Αμέσως ἀπειλαὶ  κάμνουν τὴν ἐμφάνισίν των, βασιζόμεναι εἰς ἐκείνους τοὺς λησμονημένους ἱεροὺς Κανόνας, οἱ ὁποῖοι εἰς πᾶσαν ἄλλην περίπτωσιν θεωροῦνται «πεπαλαιωμένοι, ἀσυγχρόνιστοι καὶ μὴ ἀποδεκτοὶ» εἰς τοὺς προχωρημένους, προοδευτικοὺς καιρούς μας!
            Αὐτὸ εἶναι τὸ εἶδος τῆς ἠθικῆς ἀποσυνθέσεως, τῆς πραγματικῆς πνευματικῆς τερατωδίας, τὴν ὁποίαν ἀντιμετωπίζομεν.
            ῾Η ἀλήθεια προθύμως ἀγνοεῖται καὶ ἀναιδῶς παραμερίζεται, καθὼς ὁ διάβολος, μὲ τὴν ἰδίαν εὐκολίαν, ἑορτάζει τὴν θριαμβευτικήν του νίκην καὶ χαιρεκάκως περιγελᾶ τὴν ἀλήθειαν, τὴν ὁποίαν ἔχει ἐκτοπίσει καὶ ποδοπατήσει.
            Εἶναι δυνατὸν νὰ συμφιλιώσῃ κανεὶς τὴν συνείδησίν του μὲ αὐτὴν τὴν σύγχρονον κατάστασιν; ᾿Ημπορεῖ νὰ κλείσῃ κάποιος τοὺς ὀφθαλμούς του εἰς ὅλα αὐτὰ τὰ ψεύδη καὶ νὰ διάγῃ ἠρέμως, ὡσὰν νὰ μὴ βλέπῃ τίποτε λανθασμένον; Μόνον ἄτομα, τῶν ὁποίων αἱ συνειδήσεις ἐπωρώθησαν ἤ πλήρως ἐχάθησαν, ἠμποροῦν νὰ πράξουν οὕτω.
            ᾿Ιδοὺ διατὶ εἶναι περισσότερον ἀπὸ  παράξενον νὰ ἀκούῃ κανεὶς μερικούς, ποὺ φαντάζονται ὅτι εἶναι ὀρθόδοξοι, νὰ ἀποκαλοῦν τὴν Ρωσικὴν ᾿Εκκλησίαν τῆς Διασπορᾶς: «Παλαιόπιστον», «σχισματικήν», «ὀπισθοδρομικήν», «μυστικίζουσαν» καὶ οὕτω καθ᾿ ἑξῆς, ἁπλῶς ἐπειδὴ ἡμεῖς δὲν συμπορευόμεθα μὲ αὐτοὺς τοὺς καιροὺς καὶ δὲν τολμῶμεν νὰ παρεκκλίνωμεν εἰς τίποτε ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν γνησίαν διδασκαλίαν τῆς ἁγίας ᾿Εκκλησίας, θεωροῦντες ἑπομένως ὡς ὑποχρέωσιν τῆς συνειδήσεώς μας νὰ καταδικάσωμεν αὐτὸ τὸ καθαρὸν καὶ ἀπροκάλυπτον κακὸν τῆς συγχρόνου ζωῆς, ποὺ ἔχει ἤδη διεισδύσει ἐντὸς τῆς ᾿Εκκλησίας.
            Εἰς τὴν πραγματικότητα, δὲν εἴμεθα ἡμεῖς σχισματικοί, ἀλλὰ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ πνεῦμα αὐτῶν τῶν καιρῶν καὶ οἱ ὁποῖοι μὲ τὰς πράξεις των αὐτὰς ἀποκόπτονται ἀπὸ τὴν Μίαν, ῾Αγίαν, Καθολικὴν καὶ ᾿Αποστολικὴν ᾿Εκκλησίαν, ἀποστατοῦντες ἀπὸ τὴν ᾿Αποστολικὴν Πίστιν, ἀπὸ τὴν Πίστιν τῶν Πατέρων, τὴν ᾿Ορθόδοξον Πίστιν, ἡ ὁποία ἐστήριξε τὴν οἰκουμένην…
            Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ φανερῶς κατακρημνίζονται εἰς τὴν ἀποστασίαν, ἐντὸς τῆς ὀλεθρίας ἀβύσσου, μαζὶ μὲ ὅλον τὸν σύγχρονον κόσμον, ἐνταφιαζόμενοι εἰς τὴν ἀπομάκρυνσίν των ἀπὸ τὸν ζωοποιὸν Θεόν.
            ῎Εχετε ἀκούσει τοὺς ἐμπνευσμένους θείους λόγους τῶν ᾿Αποστόλων, σεῖς νεωτερισταί, ποὺ ἀποπειρᾶσθε νὰ παραμορφώσετε τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ ὁποῖοι τόσον προθύμως καὶ μὲ τοιοῦτον ζῆλον συσχηματίζεσθε μὲ τὸν κόσμον αὐτόν, ὅσον πονηρὸν καὶ ἑλκυστικὸν καὶ ἄν εἶναι αὐτό;
            Δεχόμεθα προθύμως τὴν κατηγορίαν σας, ὅτι εἴμεθα «παλαιόπιστοι», θεωροῦντες αὐτὸ τιμὴν εἰς τὴν παραδοσιακότητά μας· ἀλλὰ πῶς ἡ χριστιανική σας συνείδησις συμμορφώνεται μὲ τὰς καινοτομίας σας, αἱ ὁποῖαι ἀνατρέπουν οὐσιαστικῶς τὴν ἀρχαίαν γνησίαν πίστιν καὶ τὴν ἀκαινοτόμητον ᾿Εκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ;
            ῾Ο ᾿Απόστολος δὲν προειδοποίησεν ὅλους τοὺς Χριστιανούς: «Καὶ μὴ συσχηματίζεσθε τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ἡμῶν, εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον» (Ρωμ. ιβ΄ 2) ;
            Εἴμεθα «παλαιόπιστοι», ἀλλὰ ὄχι σχισματικοί, διὰ τὸν λόγον ὅτι ἡμεῖς δὲν ἔχομεν ἀποκοπῇ ἀπὸ τὴν ἀληθῆ ᾿Εκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Εἴμεθα ἡνωμένοι μὲ τὴν Κεφαλήν μας, μὲ τὸν Σωτῆρα Χριστόν, μὲ τοὺς ἁγίους Του Μαθητὰς καὶ ᾿Αποστόλους, μὲ τοὺς ᾿Αποστολικοὺς Πατέρας, μὲ τοὺς μεγάλους Πατέρας καὶ Διδασκάλους τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ μὲ τοὺς μεγάλους Φωστῆρας καὶ στύλους τῆς πίστεως καὶ εὐσεβείας τῆς Πατρίδος μας, τῆς ἁγίας Ρωσίας.
            ᾿Αλλὰ σεῖς εἶσθε ἡνωμένοι μὲ κάποιους καινοτόμους, αὐτοδιοριζομένους διδασκάλους, τοὺς ὁποίους διαφημίζετε ὁπουδήποτε τόσον ἀνόμως καὶ ἐπιμόνως, ὑποτιμῶντες καὶ κατὰ καιροὺς τολμῶντες ἀκόμη καὶ νὰ ἀσκήσετε κριτικὴν τῶν γνησίων φωστήρων τῆς ἁγίας ᾿Εκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ἔχουν δοξασθῆ εἰς τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνας τῆς εὐσεβείας καὶ θαυματουργοῦν διὰ μέσου τῆς δισχιλιετοῦς ἱστορίας τῆς ᾿Εκκλησίας.
            Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, ποῖος ἀπὸ ἡμᾶς εἶναι εἰς τὴν πραγματικότητα σχισματικός; ῾Οπωσδήποτε δὲν εἶναι ἐκεῖνοι (οἱ ὁποῖοι παραμένουν) εἰς τὸ πνεῦμα τῆς παραδοσιακῆς ᾿Ορθοδοξίας, ἀλλ’ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀποστατήσει ἀπὸ τὴν γνησίαν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπέρριψαν τὸ γνήσιον πνεῦμα τῆς Χριστιανικῆς εὐσεβείας, ἀκόμη καὶ ἄν ὅλοι οἱ σύγχρονοι Πατριάρχαι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀλλάξει τὴν παραδοθεῖσαν Πατερικὴν ᾿Ορθοδοξίαν, εἶναι μὲ τὸ μέρος τῶν δευτέρων, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ πλειονότης τῶν συγχρόνων καλουμένων Χριστιανῶν.
            Πράγματι, ὁ Σωτὴρ Χριστὸς δὲν ὑπεσχέθη αἰώνιον σωτηρίαν εἰς τὴν πλειοψηφίαν, ἀλλ’ ἐντελῶς τὸ ἀντίθετον· ὑπεσχέθη αὐτὴν εἰς τὸ «μικρὸν ποίμνιόν» Του, τὸ ὁποῖον θὰ παραμείνῃ πιστὸν εἰς Αὐτὸν ἕως τέλους, μέχρι τῆς ἡμέρας τῆς ᾿Ενδόξου καὶ Φοβερᾶς Δευτέρας Παρουσίας Του, ὅταν θὰ ἔλθῃ «κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς».
            «Μὴ φοβοῦ τὸ μικρὸν ποίμνιον», εἶπε, θέτων πρὸ τῶν νοερῶν ὀφθαλμῶν μας τὴν φοβερὰν εἰκόνα τῶν ἐσχάτων καιρῶν τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τοῦ διωγμοῦ τῆς Πίστεως, «ὅτι εὐδόκησεν ὁ Πατὴρ ὑμῶν δοῦναι ὑμῖν τὴν βασιλείαν» (Λουκ. ιβ΄ 32).
            ᾿Ιδοὺ διατὶ ὅλα ὅσα ἔχομεν προαναφέρει μᾶς ὠθοῦν εἰς τὸ νὰ ἐπανεξετάσωμεν τὴν ὁρολογίαν ποὺ εἶναι παραδεκτὴ κατὰ τὸ παρόν. Εἶναι ἀνεπαρκὲς εἰς τοὺς καιρούς μας νὰ λέγῃς μόνον «Χριστιανός»· τώρα εἶναι ἀναγκαῖον νὰ λέγῃς «γνήσιος Χριστιανός». ῾Ομοίως εἶναι ἀνεπαρκὲς νὰ λέγῃς «᾿Ορθόδοξος»· εἶναι οὐσιαστικὸν νὰ τονίζῃς ὅτι δὲν ἀναφέρεσαι εἰς καινοτόμον νεωτεριστὴν «᾿Ορθόδοξον», ἀλλ᾿ εἰς γνήσιον ᾿Ορθόδοξον.
            ῞Ολοι οἱ ζηλωταὶ τῆς γνησίας πίστεως, ποὺ ὑπηρετοῦν μόνον τὸν Σωτῆρα Χριστόν, ἔχουν ἤδη ἀρχίσει νὰ πράττουν τοῦτο: καὶ ἐκεῖνοι εἰς τὴν Πατρίδα μας, ποὺ ὑποδουλωμένοι εἰς θηριώδεις ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ, ἀνεχώρησαν μέσα εἰς τὰς κατακόμβας, ὡσὰν τοὺς ἀρχαίους Χριστιανούς, ὅπως ἐπίσης καὶ εἰς τὴν ῾Ελλάδα, τὸ ἀδελφόν μας ῎Εθνος, ὅπου οἱ «Παλαιοημερολογῖται» ὄχι μόνον ἀρνοῦνται νὰ ἀποδεχθοῦν τὸ Νέον Ἡμερολόγιον, ἀλλ’ ἀπορρίπτουν καὶ ὅλας τὰς καινοτομίας κάθε εἴδους. Αὐτοὶ διατηροῦν μίαν εἰδικὴν τιμὴν εἰς τὸν πρωταθλητὴν τῆς ἁγίας ᾿Ορθοδοξίας, ῞Αγιον Μᾶρκον, Μητροπολίτην ᾿Εφέσου, χάρις εἰς τὴν σταθερότητα τοῦ ὁποίου ἀπέτυχεν ἡ ἀσεβὴς ἕνωσις τῆς Φλωρεντίας μὲ τὴν παπικὴν Ρώμην τὸ 1439.
            Εἶναι ἀξιοπαρατήρητον, ὅτι καὶ ἡ ᾿Εκκλησία τῶν κατακομβῶν εἰς Ε.Σ.Σ.Δ., οἱ λεγόμενοι «Τυχωνῖται», καὶ οἱ ῞Ελληνες Παλαιοημερολογῖται, μεταξὺ τῶν ὁποίων δυστυχῶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ καμμία ἐπικοινωνία, ἔχουν ἀρχίσει νὰ αὐτοαποκαλῶνται «Γνήσιοι ᾿Ορθόδοξοι Χριστιανοί» .
            Εἰς τὴν αὐστηράν μας στάσιν ὑπὲρ τῆς γνησίας Πίστεως καὶ ᾿Εκκλησίας τὸ μόνον οὐσιαστικὸν εἶναι νὰ ἀποφεύγεται ὁ,τιδήποτε προσωπικόν, ὑπερήφανον καὶ ἐπιδεικτικόν, τὸ ὁποῖον ἀναποφεύκτως ὁδηγεῖ εἰς νέα σφάλματα καὶ ἐνδεχομένως ἀκόμη καὶ εἰς πτῶσιν. Εἴμεθα ἤδη μάρτυρες πολλῶν τοιούτων περιπτώσεων.
            Δὲν θὰ πρέπει νὰ ἐπαινῶμεν τοὺς ἑαυτούς μας, ἀλλὰ τὴν γνησίαν καὶ ἄμωμον Πίστιν τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο φανατισμὸς δὲν γίνεται δεκτὸς ἐδῶ, διότι εἶναι ἱκανὸς νὰ τυφλώσῃ τοὺς πνευματικοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶναι ζηλωταὶ «οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν». Αὐτὸς ὁ τυφλὸς φανατισμός, ἀντὶ νὰ ἐπιβεβαιώνῃ τὴν πίστιν, ἠμπορεῖ κάποτε νὰ ἀπομακρύνῃ ἀπὸ αὐτήν.
            Εἶναι σημαντικὸν νὰ γνωρίζωμεν καὶ νὰ ἐνθυμούμεθα, ὅτι  γνήσιος ᾿Ορθόδοξος Χριστιανὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς αὐτὸς ποὺ ἀποδέχεται τυπικῶς τὰ Δόγματα τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ἀλλ’ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος -ὅπως διδάσκει τόσον εὐστόχως ὁ μεγάλος Ρῶσος ῾Ιεράρχης ῞Αγιος Τύχων τοῦ Ζαντόνσκ- σκέπτεται κατὰ ἕνα ᾿Ορθόδοξον τρόπον, αἰσθάνεται κατὰ ἕνα ᾿Ορθόδοξον τρόπον καὶ ζῆ κατὰ ἕνα ᾿Ορθόδοξον τρόπον, ἐνσαρκώνων τὸ πνεῦμα τῆς ᾿Ορθοδοξίας εἰς τὴν ζωήν του.
            Αὐτὸ τὸ πνεῦμα ἀσκήσεως καὶ ἀρνήσεως τοῦ κόσμου, ὅπως καθαρῶς ἐκτίθεται εἰς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ τὰς διδασκαλίας τῶν ῾Αγίων Πατέρων, ἀποκρούεται ἀποτόμως καὶ ἀπροκαλύπτως ἀπὸ τοὺς νεωτεριστάς, τοὺς «νεορθοδόξους», οἱ ὁποῖοι θέλουν εἰς ὅλα νὰ συμβαδίζουν μὲ τὸ πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ κόσμου ποὺ κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ, τοῦ ὁποίου ὁ ἄρχων, κατὰ τοὺς λόγους τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου, δὲν εἶναι οὐδεὶς ἄλλος ἀπὸ τὸν διάβολον (᾿Ιω. Ιβ΄ 31).
            Τοιουτοτρόπως, δὲν εἶναι ὁ Θεὸς τὸν ῾Οποῖον ἐπιθυμοῦν νὰ εὐαρεστήσουν, ἀλλ’ ὁ «ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου», ὁ διάβολος· καὶ οὕτω παύουν νὰ εἶναι γνήσιοι ᾿Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ἀκόμη καὶ ἐὰν αὐτοαποκαλῶνται οὕτως.
            ᾿Εὰν θεωρήσωμεν ὅλα αὐτὰ περισσότερον σοβαρῶς καὶ βαθέως, τότε θὰ ἴδωμεν ὅτι οὕτως ἔχουν τὰ πράγματα καὶ ὅτι ὁ νεωτερισμὸς μὲ τὰς καινοτομίας του μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Χριστὸν καὶ τὴν ἀληθῆ ᾿Εκκλησίαν Του.
            ῎Ας αἰσθανώμεθα φρίκην διὰ τὸ πόσον γοργῶς ἡ ἀποστασία ἔχει προχωρήσει, ἄν καὶ οἱ καινοτόμοι δὲν τὸ βλέπουν οὔτε τὸ αἰσθάνωνται, πολὺ περισσότερον καθὼς αὐτοὶ λαμβάνουν ἐνεργὸν μέρος εἰς αὐτήν.῎Ας μὴ φοβώμεθα νὰ παραμείνωμεν εἰς τὴν μειοψηφίαν, μακρὰν ἀπὸ ὅλους τοὺς βαρύγδουπους τίτλους καὶ βαθμούς των. ῎Ας ἐνθυμούμεθα πάντοτε, ὅτι ἀκόμη καὶ ὁ Καϊάφας ἦτο ᾿Αρχιερεὺς τοῦ ἀληθοῦς Θεοῦ, καὶ εἰς τί βάθη (κακίας) περιῆλθεν: εἰς τὸ φρικτὸν ἁμάρτημα τῆς Θεοκτονίας!
            Καθὼς ζῶμεν εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον ποὺ ἔχει ἀποστατήσει ἀπὸ τὸν Θεόν, ἄς μὴ ἀγωνιζώμεθα διὰ εὐλογοφανῆ ἀνθρωπίνην δόξαν καὶ φθηνὴν δημοτικότητα, τὰ ὁποῖα δὲν θὰ μᾶς σώσουν, ἀλλὰ μόνον νὰ συμπεριλαμβανώμεθα εἰς τὸ «μικρὸν ποίμνιον» τοῦ Χριστοῦ.
            ῎Ας εἴμεθα Γνήσιοι ᾿Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ὄχι καινοτόμοι (νεωτερισταί)!

(Μετάφρασις τοῦ ἐξόχως ἐπικαίρου τούτου κειμένου ἐκ τοῦ περιοδ. «᾿Ορθόδοξος Ζωή»
(Orthodox Life), Τόμος 25, ἀριθ. 3, Μαΐου-᾿Ιουνίου 1975, σελ. 4-8, ἐν ἔτει 1990,
ὑπὸ τοῦ τότε Ἱεροδιακόνου καὶ νῦν Σεβ/του Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος Κλήμεντος.
Ἀναδημοσίευσις: Νοέμβριος 2025)