A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Προσευχή ἀληθινή (Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου)



Κ ύριε,   εἶπαν   οἱ   μαθητές   Του,   μάθε   μας   νά
προσευχόμαστε  σωστά·  ἔχουμε  ἀνάγκη  ἀπό  ἀληθινή
προσευχή.  Θέλουμε νά μᾶς φέρνει σ’  ἐπικοινωνία μέ
τό Θεό· νά ζητοῦμε αὐτά πού ὠφελοῦν τήν ψυχή μας,
ἐκεῖνα πού μᾶς χαρίζουν τήν οὐράνια Βασιλεία σου.

Ἡ προσευχή   δέν   εἶναι   τά   πολλά   λόγια·   δέν
ἐκφράζεται μέ τά ὑψωμένα χέρια· δέν γίνεται φανερή
ἀπ’  τό  λυγισμένα  γόνατα·  δέν  τήν  παίρνουν  εἴδηση
ἀνθρώπινα μάτια, τήν ἀντιλαμβάνεται ὅμως ὁ Θεός.

Ἡ προσευχή ζυγίζεται ἀπ’  τόν βαθμό τῆς ἀγάπης
κάθε ψυχῆς στό Θεό. Ἡ ἀθόρυβη, σιωπηλή καί κρυφή
προσευχή,   ἀναγκάζει   πολλές   φορές   τό   Θεό   νά
ὑποχωρήσει στίς παρακλήσεις μας.

Ἡ προσευχή δέν εἶναι μιά ἐμπορική συναλλαγή. ∆έν
γίνεται  γιά  νά  μᾶς  δώσει  αὐτό,  πού  σήμερα  ἔχουμε
ἀνάγκη·  γίνεται  γιά  νά  δείξουμε  ὅτι  ἐμεῖς  πάντοτε
ἀγαποῦμε τό Θεό. ∆έν ζητοῦμε νά λυθεῖ τό πρόβλημά
μας· ἐπιζητοῦμε τήν μόνιμη καί παντοτινή ἕνωση καί
κοινωνία μας μέ τό Θεό Πατέρα.

Περί Προσευχῆς

Ἡ προσευχή σέ ξεχωρίζει ἀπό τά ἄλογα ζῶα καί σέ
συνδέει μέ τούς ἀγγέλους. Ἐκεῖνος πού σ’ ὅλη του τή
ζωή  ἀφιερώνεται  μέ  θέρμη  στή  λατρεία  τοῦ  Θεοῦ,
γρήγορα  θά  ὁδηγηθεῖ  στήν  πολιτεία  τῶν  ἀγγέλων,
στή ζωή καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ζοῦν ἐκεῖνοι, στήν
τιμή, στήν εὐγένεια καί τή σοφία τους. 

Ἡ  προσευχή  εἶναι  φωτισμός  τῆς  ψυχῆς,  ἀληθινή
ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ,  μεσίτης μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου,
ἰατρός τῶν παθῶν, ἀντίδοτο κατά τῆς ἀρρώστειας, γαλήνη
τῆς ψυχῆς.

Ἡ προσευχή εἶναι ὁδηγός
πού μᾶς φέρνει στόν οὐρανό.
 
Περνά μέσα ἀπ’  τά κτίσματα,  διασχίζει νοερά τόν
ἀέρα,  ἀνοίγει  τίς  πύλες  τῶν  οὐρανῶν·  ξεπερνᾶ  τούς
ἀγγέλους, ὑπερβαίνει τούς Θρόνους καί τίς Κυριότητες,
διαβαίνει   τά   Χερουβείμ   κι   ἔρχεται   κοντά   στήν
ἀπρόσιτη Τριάδα.

Ἐκεῖ  προσκυνάει  τή  θεότητα,  ἐκεῖ  ἀξιώνεται  νά
γίνει συνομιλητής μέ τόν οὐράνιο Βασιλιά.

Μέ τήν προσευχή,  ἡ ψυχή πού ὑψώθηκε ψηλά στόν
οὐρανό  ἀγκαλιάζει  μέ  τρόπο  ἀνέκφραστο  τόν  Κύριο,
ὅπως ἀκριβῶς τό μικρό παιδί ἀγκαλιάζει τή μητέρα
του καί μέ δάκρυα φωνάζει δυνατά,  ἐπιθυμώντας νά
ἀπολαύσει θεϊκό γάλα.
Ζητᾶ αὐτό πού πρέπει καί δέχεται δωρεές ἀνώτερες
ἀπό ὅλη τήν ὁρατή φύση.

Ἡ προσευχή εἶναι
ἡ ἀφετηρία κάθε ἀρετῆς καί δικαιοσύνης.

Καμμιά ἀρετή δέν μπορεῖ νά εἰσέλθει στήν ψυχή,
πού εἶναι ἔρημη ἀπό τήν προσευχή. 
Ὅπως  μιά  ἀνοχύρωτη  πόλη  εὔκολα  ὑποτάσσεται
στούς ἐχθρούς,  τό ἴδιο συμβαίνει καί στήν ψυχή,  πού
δέν  εἶναι  ὀχυρωμένη  μέ  τίς  προσευχές·  εὔκολα  τήν
καταβάλλει ὁ διάβολος καί πολύ γρήγορα τήν γεμίζει
μέ κάθε ἁμαρτία.

Ἡ προσευχή εἶναι τά νεῦρα τῆς ψυχῆς. Ὅπως τό σῶμα
συγκρατεῖται μέ τά νεῦρα καί στέκεται ὄρθιο, κινεῖται,
τρέχει, ἔτσι καί οἱ ψυχές ἀποκτοῦν ἀρμονική σύσταση
μέ  τίς  ἅγιες  προσευχές  καί  τρέχουν  μέ  εὐκολία  τό
δρόμο τῶν ἀρετῶν.

Ἄν   ὅμως   στερήσεις   ἀπό   τόν   ἑαυτό   σου   τήν
προσευχή, θά κάνεις τό ἴδιο, πού θά ἔκανες ἄν ἔβγαζες
τό ψάρι ἀπό τό νερό. Ὅπως γιά ἐκεῖνο τό νερό εἶναι ἡ
ζωή, ἔτσι καί γιά σένα ἡ προσευχή. Μέ αὐτήν μπορεῖς
νά  πετάξεις  καί  νά  ξεπεράσεις  τούς  οὐρανούς  καί  νά
ἔρθεις κοντά στό Θεό.

Ἡ  προσευχή  εἶναι  σεβαστός  ἀντιπρόσωπός  μας. ∆ίνει
χαρά  στήν  καρδιά,  ἀναπαύει  τήν  ψυχή,  δημιουργεῖ
μέσα  μας  τό  φόβο  τῆς  τιμωρίας,  τήν  ἐπιθυμία  τῆς
Βασιλείας  τῶν  Οὐρανῶν·  διδάσκει  τήν  ταπείνωση,
χαρίζει  τήν  ἐπίγνωση  τῆς  ἁμαρτίας·  στολίζει  τόν
ἄνθρωπο μ’ ὅλα τά ἀγαθά καί σκεπάζει τήν ψυχήμ σάν
νά εἶναι ἕνα στολισμένο πέπλο μ’ ὅλες τίς ἀρετές. 

Τό κοινό ἔργο ἀγγέλων καί ἀνθρώπων

Κάθε ἄνθρωπος, πού προσεύχεται, συνομιλεῖ μέ τόν
ἴδιο τό Θεό.  Πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι,  ἄν καί εἶσαι
ἄνθρωπος  νά  συνομιλεῖς  μέ  τό  Θεό!  Κανένας  δέν  τό
ἀγνοεῖ· κανένας δέν μπορεῖ μέ λόγια νά ἐκφράσει αὐτή
τήν τιμή.
Ἡ  τιμή  αὐτή  ξεπερνάει  τή  μεγαλοπρέπεια  τῶν
ἀγγέλων· ἐκεῖνοι τό γνωρίζουν πολύ καλά· γι’ αὐτό καί
παρουσιάζονται  ἀπό  τούς  προφῆτες,  νά  ἀναπέμπουν
τούς  ὕμνους  στό  Θεό,  μέ  πολύ  φόβο  καί  μεγάλη
εὐλάβεια. ∆είχνουν τό φόβο, σκεπάζοντας μέ τά φτερά
τους τά πρόσωπα καί τά πόδια τους· φανερώνουν τήν
εὐλάβεια, καθώς πετοῦν καί κινοῦνται  συνέχεια γύρω
ἀπ’ τό θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Συγχρόνως νομίζω, ὅτι παρακινοῦν κι ἐμᾶς τήν ὥρα
τῆς προσευχῆς,  νά ξεχνᾶμε τήν ἀνθρώπινη φύση μας·
τότε  ἐμεῖς  συγκρατημένοι  ἀπό  ἱερό  φόβο,  νά  μήν
βλέπουμε  τίποτε  ἀπό  τά  παρόντα·  νά  νομίζουμε,  ὅτι
βρισκόμαστε  ἀνάμεσα  σέ  ἀγγέλους  κι  ὅτι  ἐκτελοῦμε
τήν ἴδια λατρεία μέ ἐκείνους.
Βέβαια  ὑπάρχει  μεγάλη  ἀπόσταση  σέ  μᾶς  καί  σέ
ἐκείνους, στή φύση καί στόν τρόπο ζωῆς.
Ἡ    ἀδιάλειπτη  ὅμως  καί  καθημερινή  προσευχή,
εἶναι κοινό ἔργο ἀγγέλων καί ἀνθρώπων.
Στήν προσευχή, δέν ὑπάρχει κάτι, πού νά ξεχωρίζει
ἀγγέλους καί ἀνθρώπους.

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

Περί Ταπείνωσης καί Ὑπερηφανείας: (Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου)



Ταπείνωση δέν εἶναι, νά νομίζει ὁ ἁμαρτωλός, πώς
εἶναι γεμάτος ἁμαρτίες.


Ταπείνωση εἶναι,
ὅταν κάποιος, ἐνῶ ἔχει πετύχει
πολλά καί μεγάλα κατορθώματα,
δέν ἔχει μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του. 
Ὅταν ἐνῶ ξεχωρίζει γιά τήν ἐνάρετη ζωή του, 
ταπεινώνει συνέχεια τόν ἑαυτό του.
Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ πηγή ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν.  
Ὅλες οἱ ἄλλες ἁμαρτίες ἔχουν σχέση
μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας.
Ἡ ὑπερηφάνεια ὅμως κατέστρεψε
καί νίκησε ἀπό πολύ παλιά
οὐράνια ἀσώματη δύναμη.
Αὐτή καθήρεσε τό σατανά,
ἀπό τήν  ἀρχηγία τῶν ἀγγέλων.
Ἀπό ἄγγελο φωτός,
τόν ἔκανε  κατασκότεινο  διάβολο.

Τελώνης-Φαρισαῖος

Γιά νά μάθεις,  πόσο σωτήριο εἶναι,  νά μήν ἔχεις
μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό σου,  φτιάξε μέ τή σκέψη
σου δύο ἅμαξες.
Ζέψε στή μία τή δικαιοσύνη μέ τήν ὑπερηφάνεια·
στήν ἄλλη, τήν ἁμαρτία μέ τήν ταπείνωση. Νά εἶσαι
βέβαιος,  πώς ἡ ἁμαρτία θά ξεπεράσει τή δικαιοσύνη,
ὄχι μέ τή δική της δύναμη,  ἀλλά μέ τή δύναμη τῆς
ταπείνωσης. 
Ἡ   ταπείνωση,   ὁδηγεῖ   τήν   ψυχή   σέ   μεγάλο
πνευματικό  ὕψος·  νικᾶ  τή  βαρύτητα  τῆς  ἁμαρτίας·
κατορθώνει νά ἀνεβάσει τόν ἄνθρωπο στόν οὐρανό.
Ἀντίθετα ἡ ὑπερηφάνεια, φουσκώνει μέ κούφιο ἀέρα
τήν ψυχή καί τή βαραίνει· ἔτσι νικᾶ τή δικαιοσύνη·
σέρνει τόν ἄνθρωπο εὔκολα κάτω στή γῆ.
Θυμήσου τό Φαρισαῖο καί τόν τελώνη.  Ὁ πρῶτος,
φορτωμένος     μέ     δικαιοσύνη     καί     ὑπερηφάνεια,
προσευχόταν μέ τά ἑξῆς λόγια:  «Θεέ μου σ’  εὐχαριστῶ,
γιατί  δέν  εἶμαι  ὅπως  οἱ  ἄλλοι  ἄνθρωποι,  πού  εἶναι
ἄρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἤ καί ὅπως αὐτός ὁ τελώνης. Ἐγώ
νηστεύω  δυό  φορές  τήν  ἑβδομάδα  καί  δίνω  τό  δέκα  τοῖς
ἑκατό ἀπ’ ὅσα ἀποκτῶ».
Πώ,  πώ μέγεθος μανίας!    ∆έν τοῦ ἔφτασαν ὅλοι οἱ
ἄνθρωποι,  γιά  νά  χορτάσει  τήν  ὑπερηφάνεια  του·
ὅρμησε   μέ   μεγάλη  παραφροσύνη  κι   ἐναντίον  τοῦ
τελώνη, πού στεκόταν δίπλα του.
Πῶς ἀντέδρασε ὅμως ὁ τελώνης; ∆έν ἀπόκρουσε τά
κακόλογα· δέν ὀργίστηκε μέ τήν κατηγορία· δέχτηκε
τά ὑπερήφανα λόγια μέ ταπείνωση. Γι’  αὐτό τό βέλος
τοῦ ἐχθροῦ, ἔγινε  φάρμακο καί θεραπεία· ὁ ὀνειδισμός,
ἔπαινος· ἡ κατηγορία, στεφάνι.
Ἡ ταπεινή  ψυχή  δέν  πληγώνεται  ἀπ’  τίς  κατη-
γορίες τῶν ἄλλων· δέν μεταβάλλεται σέ θηρίο, ἀπ’ τίς
συκοφαντίες τῶν συνανθρώπων. 
Ὁ τελώνης δέχτηκε τίς προσβολές καί προσευχή-
θηκε: «Συγχώρεσέ με Θεέ μου· ἐγώ εἶμαι, ἕνας ἄνθρω-
πος ἁμαρτωλός».  Τά λόγια του ξεπέρασαν τά ἔργα· οἱ
λέξεις, κατανίκησαν τίς πράξεις.
Ὁ  Φαρισαῖος  πρόβαλε  τή  δικαιοσύνη,  τή  νηστεία
καί τίς πλούσιες δωρεές του, χωρίς νά δικαιωθεῖ ἀπ’ τό
Θεό.  Ὁ  τελώνης  προσευχήθηκε  μέ  ἁπλά  λόγια  κι
ἀπαλλάχτηκε ἀπ’ ὅλα τά ἁμαρτήματά του.
Βέβαια  ὁ  Θεός  δέν  ἄκουσε  μόνο  τά  λόγια,  ἀλλά
πρόσεξε  καί  τή  διάθεση  τῆς  καρδιᾶς·  βρῆκε  καρδιά
ταπεινή καί συντετριμμένη.  Γι’  αὐτό ἔδειξε ὅλη τήν
ἀγάπη Του καί τήν  εὐσπλαχνία Του.
Ὅλα  αὐτά  σᾶς  τά  λέω,  ὄχι  γιά  νά  ἁμαρτάνουμε,
ἀλλά γιά νά εἴμαστε ταπεινοί.  Ὁ τελώνης ἀπόλαυσε
τόσο  μεγάλη  χάρη  ἀπ’  τό  Θεό,  γιατί  ὁμολόγησε  μέ
συντριβή τίς ἁμαρτίες του.
Ἀλήθεια,   πόσο   θά   ὠφεληθοῦν   ὅσοι   διέπραξαν
μεγάλα   ἀγαθά,   ἀλλά   δέ   φούσκωσαν   ἀπό   κούφια
ὑπερηφάνεια γιά τόν ἑαυτό τους!!!

Συνέπειες ὑπερηφάνειας

Ἡ ὑπερηφάνεια,  σπάει  τό  δεσμό  τῆς  ἀγάπης·
μειώνει τόν συνάνθρωπο· ὁδηγεῖ τόν ὑπερήφανο στήν
ἀπομόνωση.     Ἡ    ψυχή,     ὅταν    φουσκώσει    ἀπό
ὑπερηφάνεια, δέν καταδέχεται νά συναναστρέφεται  μέ
ἄλλους. 
Κομματιάζει  τήν  Ἐκκλησία,  ἀφοῦ  τό  κύρος  τῆς
Ἐκκλησίας,   τό   διατηροῦν   οἱ   πιστοί,   ὅταν   εἶναι
ἑνωμένοι μεταξύ τους, σάν ἕνα σῶμα.

Συμβουλές τοῦ Χρυσοστόμου

Σᾶς     παρακαλῶ,     ἀφοῦ     σκεφτεῖτε     ὅλα     τά
προηγούμενα,  νά ἀποφεύγετε τήν ὑπερηφάνεια καί νά
ζεῖτε μέ ταπείνωση. Πῶς ὅμως θά γίνει  αὐτό;
Ἄν  πηγαίνουμε  στήν  Ἐκκλησία·  ἄν  ὁμολογοῦμε
καί   χύνουμε   δάκρυα   γιά   τίς   ἁμαρτίες   μας·   ἄν
ταλανίζουμε  τόν  ἑαυτό  μας,  λέγοντας  πώς  εἴμαστε
ἄχρηστοι δοῦλοι.
Μόνο  τότε  λιγοστεύουν  οἱ  ἁμαρτίες  μας·  ὅταν  δέν
ἔχουμε μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό μας κι ἄν ἀκόμη
ἐπιτελοῦμε θεάρεστα ἔργα· τότε δέν θά πάθουμε, αὐτό
πού ἔπαθε ὁ Φαρισαῖος.
Ἄν ἔτσι ρυθμίζουμε τή ζωή μας, θά μπορέσουμε νά
πετύχουμε  τή  φιλανθρωπία  καί  τή  συγγνώμη  τοῦ
Θεοῦ,  τή φοβερή ἡμέρα τῆς κρίσεως· θ’  ἀξιωθοῦμε νά

Πώς μπορείς να ξέρεις αν ζεις σύμφωνα με το θέλημα του Θεού;

Φωτογραφία: Πώς μπορείς να ξέρεις αν ζεις σύμφωνα με το θέλημα του Θεού; Να η ένδειξη: Αν στεναχωριέσαι για κάτι, αυτό σημαίνει πως δεν παραδόθηκες τελείως στο θέλημα του Θεού, έστω κι αν σου φαίνεται πως ζεις σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
Όποιος ζει κατά το θέλημα του Θεού, αυτός δεν μεριμνά για τίποτα. Κι αν κάτι του χρειάζεται, παραδίνει τον εαυτό του και την ανάγκη του στον Θεό. Κι αν πάρει ό,τι θέλει, μένει ήρεμος σαν να το είχε. Ψυχή που παραδόθηκε στο θέλημα του Θεού δεν φοβάται τίποτα: ούτε θύελλες, ούτε ληστές, ούτε τίποτα άλλο. Ό,τι κι αν έλθει λέει: «Έτσι ευδοκεί ο Θεός», και έτσι διατηρείται η ειρήνη στην ψυχή και στο σώμα.
Το καλύτερο έργο είναι να παραδοθούμε στο θέλημα του Θεού και να βαστάζουμε τις θλίψεις με ελπίδα. O Κύριος βλέποντας τις θλίψεις μας δεν θα επιτρέψει ποτέ κάτι που να ξεπερνά τις δυνάμεις μας. Αν οι θλίψεις μας φαίνονται υπερβολικές, αυτό σημαίνει πως δεν έχουμε παραδοθεί στο θέλημα του Θεού

Πώς μπορείς να ξέρεις αν ζεις σύμφωνα με το θέλημα του Θεού;

 Να η ένδειξη: Αν στεναχωριέσαι για κάτι, αυτό σημαίνει πως δεν
παραδόθηκες τελείως στο θέλημα του Θεού, έστω κι αν σου φαίνεται πως ζεις σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.

Όποιος ζει κατά το θέλημα του Θεού, αυτός δεν μεριμνά για τίποτα. Κι αν κάτι του χρειάζεται, παραδίνει τον εαυτό του και την ανάγκη του στον Θεό. Κι αν πάρει ό,τι θέλει, μένει ήρεμος σαν να το είχε. Ψυχή που παραδόθηκε στο θέλημα του Θεού δεν φοβάται τίποτα: ούτε θύελλες, ούτε ληστές, ούτε τίποτα άλλο. Ό,τι κι αν έλθει λέει: «Έτσι ευδοκεί ο Θεός», και έτσι διατηρείται η ειρήνη στην ψυχή και στο σώμα.

Το καλύτερο έργο είναι να παραδοθούμε στο θέλημα του Θεού και να βαστάζουμε τις θλίψεις με ελπίδα. O Κύριος βλέποντας τις θλίψεις μας δεν θα επιτρέψει ποτέ κάτι που να ξεπερνά τις δυνάμεις μας. Αν οι θλίψεις μας φαίνονται υπερβολικές, αυτό σημαίνει πως δεν έχουμε παραδοθεί στο θέλημα του Θεού.

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ' ΛΟΥΚΑ: Εὐαγγέλιον - Ὁμιλία περί τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονιζομένου τῶν Γαδαρινῶν (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ)

Σχετική εικόνα




«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ  εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν. 28 ἰδὼν δὲ τὸν  Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί,  Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. 29 παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. 30 ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ  Ἰησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· 31 καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. 32 ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. 33 ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. 34 ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. 35 ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν  Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ᾿ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ  Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. 36 ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. 37 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. 38 ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ  Ἰησοῦς λέγων· 39 ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ  Ἰησοῦς».

Απόδοση

Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς κατέπλευσε στην περιοχή των Γαδαρηνών, που βρίσκεται στην απέναντι όχθη από την Γαλιλαία. Όταν βγήκε στην ξηρά, τον συνάντησε κάποιος άντρας από την πόλη, που είχε μέσα του δαιμόνια από πολύν καιρό. Ρούχο δεν ντυνόταν, ούτε έμενε σε σπίτι, αλλά ζούσε στα μνήματα. Όταν είδε τον Ιησού, έβγαλε μια κραυγή, έπεσε στα πόδια του και του είπε με δυνατή φωνή: «Τί δουλειά έχεις εσύ μ’ εμένα Ιησού, Υιέ του Υψίστου Θεού; Σε παρακαλώ, μη με βασανίσεις». Αυτά τα είπε, γιατί ο Ιησούς είχε διατάξει το δαιμονικό πνεύμα να βγει από τον άνθρωπο. Από πολλά χρόνια τον είχε στην εξουσία του, και για να τον συγκρατήσουν τον έδεναν με αλυσίδες και του έβαζαν στα πόδια σιδερένια δεσμά. Εκείνος όμως έσπαζε τα δεσμά, και το δαιμόνιο τον οδηγούσε στις ερημιές. Ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ποιο είναι το όνομά σου;» Εκείνος απάντησε: «Λεγεών»• γιατί είχαν μπει μέσα του πολλά δαιμόνια. Τα δαιμόνια, λοιπόν, τον παρακαλούσαν να μην τα διατάξει να πάνε στην άβυσσο. Εκεί κοντά ήταν ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους που έβοσκαν στο βουνό, και τα δαιμόνια παρακαλούσαν τον Ιησού να τους επιτρέψει να μπουν στους χοίρους, και τους το επέτρεψε. Τότε το κοπάδι όρμησε προς τον γκρεμό και πνίγηκε στη λίμνη. Μόλις οι βοσκοί είδαν τι έγινε, έφυγαν και το είπαν στην πόλη και στην ύπαιθρο. Βγήκαν οι άνθρωποι να δουν τι έγινε, και ήρθαν κοντά στον Ιησού. Βρήκαν τον άνθρωπο από τον οποίο βγήκαν τα δαιμόνια, να κάθεται δίπλα στον Ιησού, να φοράει ρούχα και να φέρεται λογικά, και φοβήθηκαν. Όσοι είχαν δει τι είχε γίνει, τους είπαν για το πώς ο δαιμονισμένος σώθηκε. Τότε όλο το πλήθος από την περιοχή των Γαδάρων παρακαλούσαν τον Ιησού να φύγει από κοντά τους, γιατί τους είχε πιάσει μεγάλος φόβος. Εκείνος μπήκε στο πλοιάριο για να γυρίσει πίσω. Ο άνθρωπος από τον οποίο είχαν βγει τα δαιμόνια τον παρακαλούσε να τον πάρει μαζί του. Ο Ιησούς όμως του είπε να φύγει, με τα παρακάτω λόγια: «Γύρισε στο σπίτι σου, και διηγήσου όσα έκανε σ’ εσένα ο Θεός». Εκείνος έφυγε διαλαλώντας σ’ όλη την πόλη όσα έκανε σ’ αυτόν ο Ιησούς.


(Επιμέλεια κειμένου: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη) 



Ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ, περί τοῦ: «Ἐξελθόντι τῶ Ἰησοῦ εἰς τήν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν».


«Ο ων εκ του Θεού τα ρήματα του Θεού ακούει», λέγει ο Κύριος. Δηλαδή υπακούει στις εντολές του Θεού, και μετατρέπει τους λόγους σε έργα, ζει και πολιτεύεται κατά Χριστόν, εκτελεί το θέλημα του Ουρανίου Πατρός, και γίνεται «κληρονόμος μεν Θεού, συγκληρονόμος δε Χριστού». Όποιος όμως παρακούει τον Θεό, διαπράττει την αμαρτίαν, και επιδίδεται σ’ αυτήν αμετανοήτως. Είναι δούλος της αμαρτίας και ουκ έστιν εκ του Θεού, αλλά εκ του πονηρού», αφού με την κακήν προαίρεση μεταπλάσσει την φύση την οποίαν έλαβεν από τον Θεόν, και την εξομοιώνει με τον πατέρα της απωλείας. Γι’ αυτό και ο Κύριος έλεγε στους Ιουδαίους, «υμείς εκ του πατρός υμών του διαβόλου εστέ, και τας επιθυμίας αυτού θέλετε ποιείν».
Αυτού του είδους οι άνθρωποι είναι αθλιότεροι και από τους φανερά δαιμονιζομένους, έστω και αν διαφεύγουν την προσοχή των πολλών.

Πράγματι, ενώ οι δαιμονιζόμενοι κατακόπτουν τα σώματά τους και μερικές φορές βλάπτουν σωματικώς όποιους συναντούν, εκείνοι που δια των πονηρών επιθυμιών έχουν εξομοιωθεί με τον αρχέκακον εχθρό, διαφθείρουν τις ψυχές τις ιδικές τους και όσων τους συναναστρέφονται απρόσεκτα. Και ενώ οι πρώτοι στον καιρό του θανάτου αποβάλλουν μαζί με το σώμα και την επήρεια των δαιμόνων, οι δεύτεροι, επειδή αμαρτάνουν αμετανοήτως, έχουν αθάνατον και αναπόβλητον την βλάβην. Επίσης, τον ενοχλούμενον φανερώς από τον δαίμονα όλοι τον λυπούμεθα όταν τον αντικρύσωμε, ενώ τον φονέα και τον φιλάργυρον, τον υπερήφανον και τον αναίσχυντον, και τον ανυπότακτον και όλους τους ομοίους των, όχι μόνον δεν τους λυπούμεθα, αλλά και τους μισούμε. Διότι ο ένας περιπίπτει στο πάθος ακουσίως, ενώ ο φιλαμαρτήμων, προσελκύει ελευθέρως το κακόν, μερικές φορές μάλιστα αποκρύπτοντας την βλαπτικότητα και την κακοήθεια της νόσου του.


Επειδή όμως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν την εναντίον μας μανίαν του διαβόλου, από τις επιθέσεις εκείνου κατά της ψυχής και από την συνεργία του στην αμαρτία, παρεχώρησεν ο Θεός να υπάρχουν και κατά το σώμα δαιμονοφόρητοι, ώστε να μάθουμε από αυτούς όλοι, πόσον φοβερά είναι η κατάστασις της ψυχής που έκαμε τούτον ένοικόν της δια των πονηρών έργων. Όταν δε ο Μονογενής Υιός του Θεού, από απροσμέτρητον πέλαγος φιλανθρωπίας, έκλινεν ουρανούς και κατήλθε στην γη, για να ελευθερώσει τις ψυχές μας από την τυραννία του διαβόλου, απεδίωκε τα δαιμόνια και από τους φανερά κατά το σώμα δαιμονιζομένους. Το έκαμε αυτό για να παρουσιάσει και να επιβεβαιώσει με την φανερώς ενεργουμένην ελευθερία και ίαση, την γινομένην κρυπτώς ελευθερία και ίαση της ψυχής.

Πράγματι, και όταν εχάρισε την θεραπεία στην ψυχή του παραλυτικού, όχι μόνον δεν επευφημήθη από εκείνους που έβλεπαν μόνον τα φαινόμενα, αλλά και εβλασφημήθη. Γι’ αυτό εθεράπευσε και την σωματικήν του παράλυση, για να μάθουν, όπως ο ίδιος έλεγε προς τους παρόντες, ότι «εξουσίαν έχει ο υιός του ανθρώπου επί της γης αφιέναι αμαρτίας».
Κυρίως γι’ αυτό λοιπόν απομακρύνει τους δαίμονες από τους δαιμονιζομένους, για να μάθωμε ότι αυτός είναι που τους αποδιώκει και από τις ψυχές μας, και μας χαρίζει την αιωνίαν ελευθερίαν.

«Εξελθόντι γαρ εις την γην», σύμφωνα με την αναγινωσκομένην σήμερα περικοπήν του Ευαγγελίου, «υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως, ος είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών, και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο, και εν οικία ουκ έμενεν, αλλ’ εν τοις μνήμασιν». Εξήλθε, λέγει, όχι ήλθε στην ξηρά, για να δείξει ότι ήλθε με πλοίον, αφού ήδη και την θύελλα του ανέμου κατέπαυσε, και την θάλασσαν εγαλήνευσε με την επιτίμησή του. Διότι όταν από την Γαλιλαίαν επεβιβάσθη στο πλοίο με τους μαθητάς του, είπε προς αυτούς, όπως λέγει παραπάνω ο Ευαγγελιστής: «διέλθωμεν εις το πέραν». Από εδώ φαίνεται ότι προείδε το γεγονός, και από ευσπλαγχνίαν ήλθεν αυτόκλητος βοηθός στον βασανιζόμενον τόσον δεινώς και πολυετώς από τους δαίμονες. Ο Λουκάς λοιπόν λέγει ότι ήταν ένας και είχε πολλά δαιμόνια, ο Μάρκος όμως ομιλεί και αυτός περί ενός, «αλλ’ εν πνεύματι ακαθάρτω». Ο δε Ματθαίος ισχυρίζεται ότι ήσαν δύο μαζί και εβασανίζοντο από πολλά δαιμόνια.

Την αιτίαν δε, για την οποίαν άλλοι Ευαγγελισταί ομιλούν για έναν, άλλοι δε για περισσοτέρους, και δαιμονιζομένους και δαιμόνια, την εφανέρωσε και ο Λουκάς και ο Μάρκος. Διότι το ένα, το οποίον ο Μάρκος ωνόμασεν ακάθαρτον πνεύμα, εξεταζόμενο στην συνέχεια από τον Κύριον λέγει «λεγεών όνομά μοι, ότι πολλοί εσμέν». Πράγματι λεγεών είναι ορμαθός και πολυάριθμον σύστημα αγγέλων ή ανθρώπων, οι οποίοι στέκονται, μετακινούνται μαζί και αποβλέπουν και κινούνται προς ένα έργον και σκοπόν. Γι’ αυτό και οι δαιμονιζόμενοι εκείνοι, επειδή ενεργούντο και εκινούντο από ένα τοιούτο σύστημα, ευρίσκοντο αδιασπάστως μαζί στα μνήματα και στα όρη, και μαζί εβασανίζοντο. Γι’ αυτό άλλοτε μεν καλούνται ενικώς, άλλοτε δε πληθυντικώς, και αυτοί και τα πονηρά πνεύματα που τους ταλαιπωρούσαν.

Δεν ανεγνώρισε δε απλώς τον Ιησούν ο λεγεών δια μέσου του ανθρώπου εκείνου, αλλά και «προσέπεσε και φωνή μεγάλη ανεκραύγασε: τι εμοί και σοί, Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψίστου; Δέομαί σου, μη με βασανίσεις. Παρήγγειλε γάρ» λέγει, «ο Κύριος τω ακαθάρτω πνεύματι εξελθείν από του ανθρώπου». Έχοντας καταπλεύσει επί τούτου ο Κύριος από ευσπλαχνία στην παραλίαν εκείνην όπου ζούσε ο δαιμονιζόμενος, διέταξε μεν τον λεγεώνα των δαιμόνων να εξέλθει από τον άνθρωπο, πού όμως να απέλθει δεν του είπε. Γι’ αυτό εκείνο το παμμίαρον σμήνος των πονηρών πνευμάτων κατελήφθη από αμηχανίαν, και εφοβήθη μήπως παραδοθεί τώρα από τον Κύριο στην μέλλουσαν καταδίκη, στην προετοιμασμένην γι’ αυτά γέεννα του πυρός, με την οποία θα παραδοθούν σε τελείαν ακινησίαν, αφού θα καταργηθεί κάθε ενέργειά τους. Ηναγκάσθη λοιπόν να προσέλθει, και να προσπέσει, χρησιμοποιώντας ταπεινότερα και αληθινά λόγια προς τον Κύριον, τα οποία τον εμαρτύρησαν ότι είναι Υιός του Υψίστου. Μέσα στην πονηρία τους ενόμιζαν ότι με αυτήν την μαρτυρία, σαν με κάποιαν κολακεία, θα μεταπείσουν τον Κύριον των όλων.

Και ο Κύριος ανέχθη την μαρτυρία των δαιμόνων, προς καταρτισμόν των ευρισκομένων στο πλοίο. Διότι πριν από λίγο, βλέποντας ο κόσμος τα τόσον μεγάλα θαύματά του στην θάλασσα, έλεγαν μεταξύ τους με απορία: «τις εστίν ούτος, ότι και οι άνεμοι και η θάλασσα υπακούουσιν αυτώ»; Τώρα όμως έμαθαν ότι είναι «ο Υιός του Θεού του Υψίστου». Διότι πάντοτε, ακόμη και ο διάβολος, είναι συνεργός στην βουλήν του Θεού, όχι όμως επειδή το θέλει ούτε αποβλέποντας σ’ αυτό. Γι’ αυτό και κάποιος από τους θεοφόρους λέγει, ότι «το κακόν συνεργεί στο αγαθόν, όχι με καλήν προαίρεση».
Ο δε Κύριος θέλοντας να φανερώσει στους παρόντες ότι ο δαίμων που τόσον φρίττει ενώπιόν του δεν είναι ένας, αλλά πλήθος πολύ, τον ηρώτησε: «τι σοι εστίν όνομα; Ο δε είπεν, λεγεών ονομά μοι, ότι δαιμόνια πολλά εσμέν». Λέγουν ορισμένοι ότι το τάγμα του λεγεώνος αποτελείται από έξι περίπου χιλιάδες.

«Και παρεκάλουν αυτόν», λέγει, «ίνα μη επιτάξει αυτοίς εις την άβυσσον απελθείν». Βλέπεις ότι είναι ο φόβος, όπως είπαμε παραπάνω, αυτός που τους ηνάγκασε και να προσέλθουν, και να προσπέσουν, και να χρησιμοποιήσουν σχήματα και λόγια αληθινά και ταπεινότερα. Κοίταξε όμως και την Παντοκρατορικήν εξουσία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Πράγματι΄ ο δαίμων και χωρίς να το θέλει τον εμαρτύρησε Κύριον και της αβύσσου. Και ποιος είναι αυτός που επιβλέπει αβύσσους; Βεβαίως ο καθήμενος στους ουρανούς, αυτός που περιέχει και κατευθύνει τα πάντα.

Βλέπε δε και ότι το στίφος των δαιμόνων δεν ημπορεί να μένει πουθενά, αν δεν έχει πάρει από αυτόν την άδειαν ή την παραχώρηση. Γι’ αυτό και όταν προσετάχθη από τον Κύριο να φύγει, αλλά δεν έλαβε εντολήν πού να απέλθει, κατελήφθη από μεγάλην βία, και εύρε ως καταφύγιον τους χοίρους, οι οποίοι έβοσκαν στο όρος, ώστε να διαφύγει δι’ αυτών. Αλλά ούτε κατ’ αυτών είχεν από μόνον του την εξουσία, πολύ δε περισσότερον δεν την έχει εναντίον των ανθρώπων. Διότι, λέγει «ην εκεί αγέλη χοίρων πολλών βοσκομένη εν τω όρει. Και παρεκάλεσαν αυτόν ίνα επιτρέψει αυτοίς εις εκείνους απελθείν. Και επέτρεψεν αυτοίς. Εξελθόντα δε τα δαιμόνια από του ανθρώπου, εισήλθον εις τους χοίρους. Και όρμησεν η αγέλη των χοίρων κατά του κρημνού εις την λίμνην και απεπνίγη». Τα δαιμόνια λοιπόν, ζητώντας δήθεν πρόφαση φυγής, και έχοντας κακοποιό προαίρεση, εζήτησαν την άδεια κατά των χοίρων, επειδή ο Σωτήρ τα εδίωκε από τους ανθρώπους. Εσυνειδητοποίησαν ότι την στιγμήν εκείνη δεν εδιώκοντο από έναν ή δύο, αλλά δια του ενός από όλους τους ανθρώπους. Και ο Κύριος τους το επέτρεψε, για να γνωρίσουμε εμείς από όσα έπαθαν οι χοίροι, ότι ούτε τον άνθρωπον εκείνον θα ελυπούντο να τον καταστρέψουν τελείως, αν δεν ανεχαιτίζοντο και πριν αοράτως από την δύναμιν εκείνου.

«Ιδόντες δε», λέγει, «οι βόσκοντες, έφυγον. Και απήγγειλαν εις την πόλιν και εις τους αγρούς το γεγονός». Λάβετε τώρα παρακαλώ στον νου σας τον άσωτον υιόν του Ευαγγελίου, που εσώθη με την απομάκρυνσιν από τους χοίρους, για να καταλάβετε ποιοι ήσαν αυτοί που έβοσκαν τους χοίρους, ή μάλλον ποιοι ομοιάζουν με αυτούς. Πράγματι ο χοιρώδης βίος εξ αιτίας της ακαθαρσίας του, συμβολίζει κάθε πονηρόν πάθος. Και χοίροι είναι κυρίως αυτοί που περιφέρουν τον ρυπωμένον από την σάρκα χιτώνα. Προϊστάμενοί τους, ένα είδος βοσκών, είναι εκείνοι που υπερέχουν από αυτούς στην ηδυπάθεια, και λαμβάνουν πρόνοιαν για την σάρκα και την δίαιτά τους, εις τρόπον ώστε να εκπληρώνουν την επιθυμία τους.
Σ’ εμάς όμως δεν επιτρέπει ο χρόνος ούτε, όπως βλέπετε, ο θόρυβος του πλήθους, να ασχοληθούμε λεπτομερώς με την συνέχεια, ποία δηλαδή είναι η γύμνωσις που προκαλείται στην ψυχήν από την αμαρτία, την οποίαν υπεδήλωνε ο δαιμονιζόμενος εκείνος, και ποία η διαβίωσις στα όρη (διότι, λέγει «ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο και εν οικία ουκ έμενεν, αλλ’ εν τοις μνήμασι») και ποίες οι αλυσίδες, οι χειροπέδες και τα δεσμά τα οποία εκείνος έσπαζε και έφευγε διωκόμενος.

Αλλά ας αποφύγωμε και εμείς, μάλιστα οι μοναχοί, την συναναστροφή και συμβίωση με τους χοίρους. Διότι κατά το Σολομώντειον λόγιον «φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί», και ως επί το πλείστον καθένας είναι ή γίνεται όμοιος με τους συντρόφους του. Τι το όφελος να φύγεις οριστικώς από τον κόσμο και να καταφύγεις στα αφιερωμένα στον Θεόν φροντιστήρια, να εξέρχεσαι όμως καθημερινώς από αυτά και να συμφύρεσαι πάλι με τον κόσμο; Πώς, ειπέ μου, τριγυρνώντας στις αγορές θα αποφύγεις τα προσανάμματα των παθών, δια των οποίων επέρχεται ο θάνατος της ψυχής, που χωρίζει τον άνθρωπον από τον Θεόν; Αυτός είναι ο θάνατος «ο αναβαίνων εις ημάς δια των θυρίδων», οι οποίες είναι μέσα μας, δηλαδή των αισθήσεων. Αυτές έγιναν αφορμή να εκπέσουν από την αθανασίαν και οι προπάτορες εκείνοι.

Ας φύγωμε λοιπόν όλοι μας μακριά, άλλοι από την συμβίωση με τα κακά, έστω και αν μας φαίνεται ότι υπερτερούμε πολλών στην καταγωγή και στην δόξα και στην σωματικήν ρώμη και στον υλικόν πλούτο, και άλλοι από την ομοίωση προς τους χοίρους, λαμβάνοντας στον νου μας την λίμνην εκείνη του ασβέστου πυρός, μέσα στην οποίαν, φευ!, θα πέσουν όσοι αμετανοήτως υπηρετούν τις προσβολές των δαιμόνων. Και βλέποντας το βάραθρον στο οποίον κρημνίζονται όταν αποθαίνουν, όσοι μέχρι το τέλος τους ομοιάζουν ως προς τον τρόπον της ζωής με τους χοίρους, ας απομακρυνθούμε ανεπιστρόφως από τον όντως δυσώδη βίον της αμαρτίας, και ας προσέλθωμε έτσι καλώς και δικαίως στην πηγήν των μύρων, την οποία μας εχάρισεν ο Θεός, και εκχύνεται δια της λάρνακος από την σωρόν του εντοπίου μας Χριστομάρτυρος (Δημητρίου).

Και αφού με την χρήση τούτων αγιασθούμε και ενισχυθούμε, να κηρύττωμε και στους αγρούς και στις πόλεις, όπου και αν είμεθα, την θειοτάτην δύναμη και ενέργειαν του θείου αυτού μύρου. Δεν εννοώ με την γλώσσα και τα λόγια (διότι ποίος δεν ήκουσε με την ιδικήν του ακοή την συρροή των θαυμάτων που γίνονται εδώ;), αλλά με την μεταβολήν της ζωής μας προς το καλλίτερον, ώστε βλέποντάς μας όλοι να ειπούν, «αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου», με την οποία δεξιάν έχει ζωγραφηθεί ο μέγας Δημήτριος, και δια της οποίας μετασχηματίζει αυτούς που τον πλησιάζουν προς το θειότερον, ώστε να έχει και στον ουρανόν συμπολίτες αυτούς που ευτύχησαν να είναι στην γη συγκάτοικοί του. Αυτό είθε να συμβεί με τις πρεσβείες εκείνου, και να επιτύχωμε όλοι τις υπεσχημένες ουράνιες μονές, και την εκεί συνοίκηση με τους αγίους, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει δόξα εις τους αιώνας».
Αμήν.

(13ος - 14ος αιών - ΕΠΕ Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, τομ. 11, σελ. 196. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 347 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)


www.alopsis.gr






Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

«χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε» ( Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου)



Γ νωρίζω   βέβαια,   πώς   τά   λόγια   αὐτά,   στούς
περισσότερους ἀπό σᾶς,  φαίνονται παράξενα.  Μά πῶς
εἶναι δυνατόν ἀναρωτιέστε, ἄν καί εἴμαστε  ἄνθρωποι,
νά χαιρόμαστε συνέχεια;
Τό νά χαίρεσαι ἁπλᾶ, δέν εἶναι τόσο δύσκολο· τό νά
ἔχεις  ὅμως  συνέχεια  χαρούμενη  διάθεση,  αὐτό  εἶναι
ἀδύνατο, θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς.
Ἀπό παντοῦ μᾶς περικυκλώνουν θλιβερά γεγονότα.
Κάποιος ἔχασε τό παιδί, ἤ τή γυναῖκα του, ἤ ἀληθινό
φίλο.  Ἄλλος  ἔχασε  τήν  περιουσία  του·  ἀρρώστησε
βαριά· βρέθηκε σέ δύσκολη περίσταση· συκοφαντήθηκε
ἄδικα.   Ἄλλοι   πάλι   ἀντιμετώπισαν   δυσβάσταχτα
οἰκογενειακά προβλήματα.
∆έν μᾶς φτάνει ὁ χρόνος, ν’ ἀπαριθμήσουμε ὅλα, ὅσα
μᾶς προκαλοῦν ἀθυμία,  τόσο στήν ἰδιωτική,  ὅσο καί
στή δημόσια ζωή μας.

Πηγή κοσμικῆς χαρᾶς

Πολλοί  θεωροῦν  τόν  πλοῦτο  αἰτία  χαρᾶς.  Ἄν  ὁ
πλοῦτος  ἦταν  αἰτία  χαρᾶς,  τότε  οἱ  πλούσιοι  δέν  θά
γευόταν ποτέ λύπη.  Ὑπάρχουν πολλοί πλούσιοι,  πού
νομίζουν, πώς ἡ ζωή τους ἔγινε ἀβίωτη κι εὔχονται νά
πεθάνουν, κάθε φορά πού ἀντιμετωπίζουν μιά δύσκολη
κατάσταση.
Ἄλλοι πάλι νομίζουν,  πώς ἡ ὑγεία εἶναι ἡ αἰτία
τῆς χαράς· ὅμως δέν εἶναι. Πολλοί λοιπόν ἀπ’ αὐτούς,
πού   εἶναι   ὑγιεῖς,   ἄπειρες   φορές   εὐχήθηκαν   νά
πεθάνουν,  ἐπειδή  δέν  μποροῦσαν  νά  ὑποφέρουν  τίς
ἀδικίες, πού γίνονταν στό πρόσωπό τους.
Ἄλλοι πάλι θεωροῦν αἰτία χαρᾶς τή δόξα καί τίς
τιμές.  ∆έστε ὅμως ἕνα βασιλιά!  Ὅσο μεγάλος εἶναι ὁ
ὄγκος  τῶν  ὑποθέσεων  του,  τόσο  μεγάλη  εἶναι  κι  ἡ
λύπη του.

Πηγή πνευματικῆς χαρᾶς

Ἀπ’  τά κοσμικά πράγματα,  τίποτε δέν μπορεῖ νά
μᾶς δώσει χαρά. Μόνο ὁ ἁπλός λόγος τοῦ Παύλου, θά
μᾶς ἀνοίξει τό θησαυρό.  Φτάνει μόνο νά νιώσουμε τά
λόγια αὐτά καί θ’ ἀνακαλύψουμε τό δρόμο.
∆έν εἶπε μόνο  «Χαίρετε πάντοτε»,  ἀλλά πρόσθεσε
καί τήν αἰτία τῆς χαρᾶς, «Χαίρετε πάντοτε ἐν Κυρίῳ»·
ἐκεῖνος πού χαίρεται μέ τή χαρά, πού πηγάζει ἀπ’ τόν
ἴδιο  τόν  Κύριο,  καμμιά  συμφορά,  ἀπ’  ὅσες  πέφτουν
ἐπάνω του, δέν θά μπορέσει νά τοῦ τήν ἀφαιρέσει.

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ αἰτία χαρᾶς

Ὁ  φόβος   τοῦ   Θεοῦ   ἔχει   δύο   ἰδιότητες·   εἶναι
σταθερός καί ἀμετακίνητος· ἀναβλύζει δέ τόση χαρά,
πού δέν αἰσθανόμαστε τίς ἄλλες συμφορές.
Ἐκεῖνος πού φοβᾶται τό Θεό,  ὅπως πρέπει κι ἔχει
θάρρος σ’ αὐτόν, ἔχει καρπωθεῖ τή ρίζα τῆς ἡδονῆς καί
τήν πηγή κάθε χαρᾶς.
Ὅταν πέσει μιά μικρή σπίθα στό πέλαγος, ἀμέσως
ἐξαφανίζεται· ἔτσι κι ὅσα λυπηρά κι ἄν πέσουν στόν
πιστό,  πού φοβᾶται τό Θεό,  σβήνονται καί χάνονται,
σάν νά πέφτουν μέσα σέ ἀχανές πέλαγος χαρᾶς.
Καί τό πιό θαυμαστό! Ἐνῶ παραμένουν τά λυπηρά,
αὐτός  συνεχίζει  νά  χαίρεται.  Ἄν  δέν  ὑπῆρχε  τίποτε,
πού νά τοῦ προξενεῖ λύπη,  δέν θά τοῦ ἦταν σπουδαῖο
πράγμα,  νά μπορεῖ συνέχεια νά χαίρεται· ὅμως τό νά
ὑπάρχουν  τόσα  πολλά,  πού  προκαλοῦν  λύπη  καί  νά
εἶναι  αὐτός  ἀνώτερος  ὅλων,  καί  ἀνάμεσα  σέ  τόσα
λυπηρά, νά εὐφραίνεται, αὐτό εἶναι παράδοξο.
Αὐτό  συμβαίνει  καί  στήν  περίπτωση  τῶν  Ἁγίων.
Ἄν δέν ἐρχόταν σ’  αὐτούς κανένας πειρασμός,  δέν θά
τούς θαυμάζαμε, ἐπειδή συνέχεια χαίρονταν.
Ἐκεῖνο ὅμως πού εἶναι ἐκπληκτικό καί ὑπερβαίνει
τήν  ἀνθρώπινη  φύση,  εἶναι  αὐτό·  ἄν  κι  ἀπό  παντοῦ
τούς  περικύκλωναν  ἀναρίθμητα  κύματα  πειρασμῶν,
αὐτοί βρισκόταν σέ καλύτερη ψυχική κατάσταση, ἀπό
ἐκείνους πού ζοῦσαν ἥρεμη καί γαλήνια ζωή.

Ὁ πιστός εἶναι πάντοτε χαρούμενος

Ὁ θάνατος δέν θεωρεῖται ἀπ’ ὅλους ἡ πιό μεγάλη
συμφορά; Κι ὅμως τόν πιστό δέν τόν τρομάζει· μάλιστα
δέ τόν εὐχαριστεῖ. Γιατί γνωρίζει, πώς ὁ θάνατος εἶναι
ἡ ἀπαλλαγή ἀπ’  τούς πόνους κι ὁ δρόμος,  πού ὁδηγεῖ
στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 
Οὔτε πάλι οἱ ἀρρώστειες μποροῦν νά ζημιώσουν τήν
ψυχή του· Ἔχει πάντοτε στή σκέψη του  «Στίς ὧρες
τοῦ πόνου,  τό Θεό νά ἔχεις καταφυγή· ὅπως ὁ χρυσός
δοκιμάζεται   στή   φωτιά,    ἔτσι   κι   οἱ   ἄνθρωποι
δοκιμάζονται ἀπ’ τό Θεό στό καμίνι τῆς ταπείνωσης». 
Ἔκεῖνο λοιπόν πού πρέπει νά ἐπιζητοῦμε συνέχεια,
εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ· ἄν ἀπ’  τήν ἀρχή καταθέσεις
αὐτή τή ρίζα, ὄχι μόνο ἡ ἄνεση, οἱ τιμές, οἱ δόξες, ἀλλά
κι οἱ ἀρρώστιες, οἱ συκοφαντίες θά βλαστήσουν σέ σένα
καρπούς χαρᾶς.  Ὅπως οἱ ρίζες τῶν δέντρων εἶναι μέν
πικρές, ὅμως δίνουν σέ μᾶς γλυκύτατους καρπούς, ἔτσι
κι   ἡ   κατά   Θεόν   λύπη,   θά   μᾶς   φέρει   πολλή
εὐχαρίστηση.
Ὅσοι  προσευχήθηκαν  μέ  λύπη,  κι  ἔχυσαν  καυτά
δάκρυα,  γνωρίζουν  πόση    μεγάλη  χαρά  ἀπόλαυσαν·
πόσο ἡρέμησε ἡ ψυχή τους· πόσες καλές ἐλπίδες εἶχαν
μετά τήν προσευχή.
Aὐτό πού λέω πάντοτε, θά πῶ καί τώρα: ∆έν εἶναι
ἡ φύση τῶν πραγμάτων,  πού μᾶς στεναχωρεῖ ἤ   μᾶς
χαροποιεῖ, ἀλλά ἡ δική μας διάθεση.

Όμιλίες τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου



Ταπείνωση



Τότε   θά   γίνεις   μεγάλος,   τότε   ἔνδοξος·   ὅταν
ξευτελίζεις τόν ἑαυτό σου· ὅταν δέν ποθεῖς τά πρωτεῖα·
ὅταν  καταδέχεσαι  νά  μειώνεσαι  καί  νά  κινδυνεύεις
συνεχῶς.
Ὅταν ἐπιδιώκεις νά εἶσαι διάκονος πολλῶν· νά τούς
ὑπηρετεῖς    καί    νά    τούς    φοντίζεις·    νά    εἶσαι
προετοιμασμένος γιά τό σκοπό αὐτό, ὅλα νά τά κάνεις
κι ὅλα νά τά πάθεις.
Ἔχοντας   αὐτά   συνεχῶς   στή   σκέψη   μας,   ἄς
ἐπιδιώκουμε  τήν  ταπείνωση  μέ  μεγάλη  προθυμία·
μάλιστα ὅταν μᾶς βρίζουν καὶ μᾶς φτυνουν· ὅταν μᾶς
ἀτιμάζουν καί μᾶς περιφρονοῦν· ὅλα νά τά ὑπομένουμε
μέ εὐχαρίστηση.
Τίποτε δέν μᾶς ὑψώνει στά μάτια τοῦ Θεοῦ τόσο
πολύ καί δέν μᾶς χαρίζει δόξα καί τιμή,  ὅσο ἡ ἀρετή
τῆς ταπείνωσης.

Ἡ ὀμορφιά τῆς ψυχῆς


Τή γυναίκα τήν κάνει ἀξιαγάπητη ὄχι ἡ ὀμορφιά
τοῦ  σώματος,  ἀλλά  ἡ  ἀρετή  τῆς  ψυχῆς  της·  ὄχι  τά
βαψίματα, οὔτε τά χρυσά κοσμήματα καί τά πολυτελή
ροῦχα, ἀλλά ἡ σωφροσύνη, ἡ καλοσύνη κι ὁ φόβος τοῦ
Θεοῦ.
Τό  πνευματικό  κάλλος  κατορθώνεται  μόνο  μέσα
στό   Ναό·   ἐκεῖ   οἱ   ἀπόστολοι   καί   οἱ   Προφῆτες
καθαρίζουν,   στολίζουν,   ἀφαιροῦν   τό   γέρασμα   πού
προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία· ἐκεῖ προσθέτουν τήν ἀκμή τῆς
νεότητας  καί  ἀπομακρύνουν  ἀπ’  τή  ψυχή  μας  κάθε
κηλίδα, κάθε ρυτίδα καί μολυσμό.
Αὐτό  λοιπόν  τό  κάλλος,  ἄς  προσπαθήσουμε,  νά
ἐγκαταστήσουμε μέσα μας καί ἄντρες καί γυναῖκες. Τό
κάλλος  τοῦ  σώματος  τό  μαραίνει  ἡ  ἀρρώστια·  τό
σβήνουν τά γηρατειά· τό καταστρέφει ὁ θάνατος. 
Τό  κάλλος  ὅμως  τῆς  ψυχῆς,  οὔτε  χρόνος,  οὔτε
ἀρρώστια,  οὔτε γηρατειά,  οὔτε θάνατος μπορεῖ νά τό
καταστρέψει· παραμένει γιά πάντα ἀνθηρό.
Γιά   νά   γίνουμε   λοιπόν   φίλοι   μέ   τό   Θεό,   ἄς
φροντίζουμε   κάθε   μέρα   γι’   αὐτό   τό   κάλλος·   ἄς
καθαρίζουμε  κάθε  κηλίδα  μέ  τήν  ἀνάγνωση  τῶν
Γραφῶν, μέ τήν προσευχή, μέ τήν ἐλεημοσύνη καί μέ
τήν μεταξύ μας ἀγάπη.
Τότε  ὁ  Χριστός  θά  ἀγαπήσει  τήν  ὀμορφιά  τῆς
ψυχῆς  μας,  καί  θά  μᾶς  ἀξιώσει  ν’  ἀπολαύσουμε  τά
ἀγαθά τῆς  οὐράνιας Βασιλείας Του.

Ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης



Ἄν κι ἐγκατέλειψα τήν πόλη, δέν ἔπαψα ὅμως νά
σᾶς σκέφτομαι οὔτε λεπτό· ἀγάπησα τήν ὀμορφιά τῆς
ψυχῆς σας·  ὅπου κι ἄν πάω τήν κουβαλῶ μαζί μου.
Οἱ ζωγράφοι φτιάχνουν τίς εἰκόνες τῶν ἀνθρώπων,
ἀνακατεύοντας διάφορα χρώματα· μέ τόν ἴδιο τρόπο κι
ἐγώ   ζωγράφισα τήν εἰκόνα τῆς ψυχῆς σας.  Γι’  αὐτό
πῆρα σάν χρώματα τίς ἀρετές σας· τό ἐνδιαφέρον σας
γιά τίς συνάξεις,  τήν προθυμία σας γιά τήν ἀκρόαση,
τήν ἀγάπη σας στό πρόσωπό μου.
Τή  ζωγραφιά  αὐτή  τήν  εἴχα  πάντα  μέσα  στήν
καρδιά μου· αὐτή μοῦ ’δινε τή μεγάλη παρηγοριά, ὅσο
καιρό βρισκόμουν μακρυά σας.
Ἔφερνα συνέχεια στό νοῦ μου τήν ἀγάπη σας·  ὅταν
ἔμενα  στό  σπίτι,  ὅταν  βάδιζα,    ὅταν  ἀναπαυόμουν. 
Ἔβρισκα    μεγάλη    εὐχαρίστηση    σ’     αὐτές    τίς
ὀνειροπολήσεις.  Ἦταν ἡ  συντροφιά μου, ὄχι μόνο τήν
ἡμέρα, ἀλλά καί τή νύχτα.
έν μποροῦσα νά σᾶς δῶ μέ τά μάτια τοῦ σώματος·
σᾶς ἔβλεπα ὅμως μέ τά μάτια τῆς ἀγάπης.  ∆έν ἦταν
δυνατόν νά εἶμαι κοντά σας μέ τό σῶμα· βρισκόμουν
ὅμως μαζί σας,  μέ τή διάθεση τῆς ψυχῆς.  Πάντα στ’
αὐτιά μου, ἀντηχοῦσε ἡ φωνή σας.
Ἡ ἀρρώστια μου μέ ἀνάγκαζε νά μένω στόν τόπο
ἐκεῖνο, γιατί ἔβλεπα μεγάλη ὠφέλεια ἀπ’ τόν καθαρό
ἀέρα· ἡ δύναμη ὅμως τῆς ἀγάπης σας, δέν τό ἀνεχόταν
αὐτό.  Θεώρησα λοιπόν σάν ὑγεία,  ὅχι τήν ἀπαλλαγή
μου ἀπ’ τήν ἀρρώστια, ἀλλά τή δική σας συντροφιά.

Παιδί μου, θέλεις νά ὑπηρετεῖς τόν Κύριο;

Ἑτοίμασε τή ψυχή σου νά ὑπομείνει πειρασμό



Ἄς μήν ἀποροῦμε, πού ὑποφέρουμε πολλά βάσανα,
ἐνῶ   ἀσχολούμαστε   μέ   πνευματικά   πράγματα.   Οἱ
ληστές δέν τρυποῦν τούς τοίχους,  ἐκεῖ   πού   ὑπάρχει
χορτάρι καί ἄχυρο·  τρυποῦν, ἐκεῖ πού  ὑπάρχει χρυσάφι
κι  ἀσήμι.
Ἔτσι   κάνει   κι   ὁ   διάβολος·   ἐπιτίθεται   μόνον
ἐναντίον ἐκείνων,  πού ἐργάζονται πνευματικά.  Ὅπου
ὑπάρχει ἀρετή,  ἐκεῖ κάνει τήν παρουσία του ὁ φθόνος
κι οἱ συκοφαντίες.
Ἄν    ἐνῶ    ἀσχολούμασταν    μέ    τά    πνευματικά
πράγματα,  γνωρίζαμε  ἀπ’  τήν  ἀρχή,    ὅτι    δέν    θά
πάθουμε    κανένα    κακό,    δέν    θά    κάναμε    κάτι
σπουδαῖο.  Ἡ ἀσχολία μας αὐτή, θά ἦταν ἐγγύηση γιά
τήν   ἀσφάλειά  μας.
Ὅταν    ὅμως  πρόκειται    νά    κάνεις    κάτι    πού
ἀρέσει  στό  Θεό,  ἔχε  στό νοῦ  σου, ὅτι θ’  ἀντιμετω-
πίσεις  θλίψεις,    θάνατο·  Ὅποιος  ἀγωνίζεται  στήν
πυγμαχία, δέν παίρνει βραβεῖο, χωρίς τραύματα. 
Ἐσύ   λοιπόν πού   δέχτηκες νά κατέβεις σέ ἀγῶνα
μέ τό διάβολο, νά  μήν  ἐπιδιώκεις  νά  ζεῖς  ἄνετα. Ὁ
Θεός  δέν  σοῦ  ὑποσχέθηκε,  ὅτι  θά  σ’  ἀνταμείψει σ’
αὐτή  τή ζωή,  ἀλλά  στήν  ἄλλη.
Μιμήσου  τό  ζῆλο  τῶν  Ἀποστόλων  κι  ὅλων  τῶν
Ἁγίων· μή σταματᾶς νά ἐκτελεῖς τά θεάρεστα ἔργα·
μή χάνεις τό θάρρος σου, ἔστω κι ἄν ἄπειρες φορές δεῖς
τό  διάβολο, νά  σοῦ  βάζει  ἐμπόδια.



Τὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ σῶ­μα νο­σεῖ ἐ­πι­κίν­δυ­να

«Τὸ θέ­μα τῆς κοι­νω­νί­ας μὲ τοὺς αἱ­ρε­τι­κούς, ὡς καὶ τῆς ἐν συ­νε­χεί­ᾳ κοι­νω­νί­ας μὲ τοὺς κοι­νω­νοῦν­τες, οἱ ὁ­ποῖ­οι μὲ τὴνπρά­ξη τους αὐ­τὴ ἀ­πο­βαί­νουν ἀ­κοι­νώ­νη­τοι, εἶ­ναι τὸ μεῖ­ζονκαὶ ἐ­πεῖ­γον θέ­μα στὴν ση­με­ρι­νὴ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ ζω­ή. Τὸἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ σῶ­μα νο­σεῖ ἐ­πι­κίν­δυ­να· ὑ­πεύ­θυ­νοι γι­ὰτὴν νό­σο εἴ­μα­στε ὅ­λοι, ὄ­χι μό­νον οἱ κοι­νω­νοῦν­τες μὲ τοὺς ἑ­τε­ρο­δό­ξους, ἀλ­λὰ καὶ ὅ­σοι κοι­νω­νοῦ­με μὲ τοὺς κοι­νω­νοῦν­τες· ἡ ἐ­κτρο­πὴ καὶ ἡ πα­ρά­βα­ση μοι­ά­ζει μὲ τὰ συγ­κοι­νω­νοῦν­τα δο­χεῖ­α…»   

(“Μαρ­τυ­ρί­α ἢ ἀ­πο­στα­σί­α; Σκέ­ψεις καὶ ἐ­κτι­μή­σεις με­τὰ τὴ Ρα­βέν­να”.    
      Ὀρ­θό­δο­ξος Τύ­πος, φ. 1466, 12.7.2002).


ΠΗΓΗ: “Ορθόδοξος φωνή

῾Ο ῞Αγιος Λουκᾶς ῾Ο ᾿Απόστολος καί Εὐαγγελιστής (18 ᾿Οκτωβρίου)



Λουκάς ο ιατρός

Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς καταγότανε από την Αντιόχεια της Συρίας. Ήταν Έλληνας και από μικρός ασχολήθηκε με τα γράμματα. Γνώριζε πολύ καλά τα Εβραϊκά και την Συριακή γλώσσανκαι φυσικά πολύ καλλίτερα την Ελληνική. Βλέπει κανείς στο Ευαγγέλιο του και στις Πράξεις του να χειρίζεται την Ελληνική γλώσσα, όσον ουδείς άλλος. Πήγε κατόπιν στην Αίγυπτο, διότι η Αλεξάνδρεια εφημίζετο τότε, ως πόλις των γραμμάτων.
Όταν μεγάλωσε, ήλθε στην Ελλάδα και γνώρισε καλά την Ελληνικών σοφία. Το επάγγελμα του ήταν γιατρός και μάλιστα ήταν πολύ καλός γιατρός. Έκτος όμως της ιατρικής, γνώριζε καλά και την ζωγραφική. Ήταν πολύ καλός ζωγράφος.


Συνεργός του Αποστόλου Παύλου

Ενώ όμως γνώριζε τόσα πολλά πράγματα, δεν γνώριζε από την αρχή την ευσέβεια και την Χριστιανική Πίστη. Ήτανε ειδωλολάτρης, όπως κι οι γονείς του.
Προσήλθε στον Χριστιανισμός αργότερα στην Αντιόχεια και κατ’ άλλους, όταν βρισκόταν στην Θήβα της Βοιωτίας. Πάντως άκουσε τον Απόστολο Παύλο. Αί! λοιπόν, από την στιγμή αυτή έγινε ο πιο πιστός και αφοσιωμένος μαθητής του Αποστόλου Παύλου μέχρι του μαρτυρικού θανάτου του. Δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Τα εγκατέλειψε όλα για την διάδοση του Εύαγγελίου. Συνοδεύοντας τον Παύλο περιοδεύει πόλεις και χωριά και ηπείρους. Κηρύττει και αυτός στα έθνη τα μεγαλεία του Θεού και οδηγεί τους ειδωλολάτρες στην πίστη του Χριστού.
Πήγε στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία, στην Αχαΐα, στην Πελοπόννησο, στην Ασία, στην Λυκία, στην Κιλικία, στην Κύπρο, στην Συρία, στο Ιλλυρικό και σ’ όλη την Ιουδαία. Δίδαξε παντού.
Για τον Χριστό και το Ευαγγέλιο του δεν λογαριάζει κόπους και ταλαιπωρίες και πείνα και κινδύνους.


Συγγράφει το Ιερό Ευαγγέλιο

Ο Απ. Λουκάς, πού ήταν όχι από τους δώδεκα αλλά από τους εβδομήκοντα μαθητές του Κυρίου, προσέφερε στην ανθρωπότητα τον μεγαλύτερο ν θησαυρό: Το Ιερόν Ευαγγέλιο και τις Πράξεις τον Αποστόλων, θέλησε, δεκαπέντε χρόνια μετά την Ανάληψη του Χριστού, να γράφει όσα άκουσε από τον Απόστολο Παύλο και άλλους Αποστόλους, περί της ζωής του Κυρίου. Το τρίτον κατά σειράν από τα Ιερά Ευαγγέλια της Εκκλησίας μας ανήκει στον Ευαγγελιστή Λουκά.
Αυτός μάλιστα, μόνος από τους τέσσαρις Ευαγγελιστές, αναφέρει για την γέννηση του Τιμίου Προδρόμου και για τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Αυτός διηγείται ζωηρότερα τη Γέννηση του Χριστού. Και αυτά τα άγια Πάθη του Χριστού μας τα περιγράφει παραστατικότατα, με περισσότερες λεπτομέρειες. Επίσης κατέγραψε τις περισσότερες παραβολές μέσα στο Ευαγγέλιο του.


Συγγράφει τις Πράξεις των Αποστόλων

Στις Πράξεις αναφέρει, για την Ανάληψη του Κυρίου. Περιγράφει ζωηρά την Πεντηκοστή και τον φωτισμό, πού δέχθηκαν οι Απόστολοι από το Άγιο Πνεύμα. Στις Πράξεις ομιλεί ακόμη, δια τον λιθοβολισμό του πρωτομάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου, καθώς και διά τα θαύματα του Αγίου Πέτρου. Αυτά και άλλα πολλά μας αναφέρει στο δεύτερο αυτό βιβλίο. Περισσότερο όμως στις Πράξεις ασχολείται με το έργο και τη δράσι του Αποστόλου Παύλου. Μιλάει για τον διωγμό, πού έκανε ο Παύλος εναντίον των πρώτων Χριστιανών από υπερβολικό ζήλο προς την Ιουδαϊκή πίστη, αλλά και πώς επέστρεψε στο Χριστό μετά το θείον φώς.


Ζωγραφίζει εικόνες της Παναγίας
Και δεν είναι μόνον αυτά τα θαυμαστά, πού έκαμε και έγραψε ο Ευαγγελιστής Λουκάς για το καλό της ανθρωπότητας ολοκλήρου. Είναι και άλλα.
Λένε, ότι πρώτος αυτός ζωγράφισε, σαν τεχνίτης άριστος, πού ήταν, τρεις εικόνες 
της Υπεραγίας Θεοτόκου. Την παριστάνει να κράτη στην αγκαλιά της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Υπάρχει μάλιστα παράδοσης, πού αναφέρει, ότι τις έδειξε στην ίδια την Παναγία, η όποια μόλις τις είδε, τις εύλογη σε και είπε:


- «Ἡ Χάρις τοῦ ἐξ ἐμοῦ τεχθέντος δί’ ἐμοῦ μετ’ αὐτῶν». Με άλλα λόγια: Χάρις του Χριστού, πού γεννήθηκε από μένα, να είναι διά μέσου εμού πάντα μαζί με τις εικόνες αυτές. Και πράγματι! Είναι μαζί στις εικόνες αυτές η χάρις της Παναναγίας διότι τελούνται διά μέσου αυτών αναρίθμητα θαύματα.
Από τις τρεις άγιες αυτές εικόνες, πού ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, η μία εύρίσκεται στην Πελοπόννησο, στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Η άλλη εικών της Παναγίας, πού ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς λένε, ότι βρίσκεται στη μικρά Ρωσία, στη πόλη Βιλίνα, όπου υπάρχει Εκκλησίας της Παναγίας. Και η τρίτη βρίσκεται στο Μοναστήρι του Κύκκου της Κύπρου.
Έκτος από αυτές τις τρεις λέγουν, ότι έκαμε και άλλες εικόνες της Παναγίας, όπως την Οδηγήτρια, πού βρισκότανε στην Κωνσταντινούπολη και η οποία πολλάκις έσωσε την πόλη από τις επιδρομές των βαρβάρων.

Αποστολική Δράση

Μετά το μαρτυρικό τέλος του Απ. Παύλου, γύρισε στην Ελλάδα. Περπατώντας ο Απόστολος από τόπο σε τόπο και διδάσκοντας παντού το κήρυγμα του Ευαγγελίου, έφτασε και στην πόλη των Θηβών. Στην Θήβα ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Γκρέμισε τους ναούς των ειδώλων και έκτισε Ναούς Χριστιανικούς, διά την συνάθροιση των πιστών και την δόξα του Χριστού.
Η δράσις του συνεχίσθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Προχώρησε στην Ασία, έφτασε μέχρι την Αίγυπτο και τη Λιβύη. Την Θήβα όμως την είχε ως κέντρο. Η διδασκαλία του εκεί δημιούργησε πολλές αντιδράσεις. Έγινε στόχος των Ρωμαίων.
Όλος ο συρφετός των ειδωλολατρών επετέθη εναντίον του. Τον συνέλαβαν και τον βασάνισαν πολύ. Τέλος τον κρέμασαν εκ κλάδου ελαίας. Σε ηλικία 80 ετών, γέρων πλέον, αναχώρησε από τον μάταιο τούτον κόσμον και πήγε, για να συνάντηση τον Σωτήρα Χριστό, τον οποίο τόσον αγάπησε και για τον οποίο, τόσο κουράστηκε. Οι Χριστιανοί, όμως, επήραν το Άγιο Λείψανο του Ευαγγελιστεί και το έθαψαν στην σπουδαιότερη θέση, στο Πολυάνδριο Τον ενταφίασαν δε εντός μιας μαρμάρινης Λάρνακας. Από την Λάρνακα αυτή έβγαινε και μύρο, από το όποιον ευωδίαζε όλη η περιοχή εκείνη.

Εις τον τάφο του Αγίου Ευαγγελιστή εγίνοντο κατόπιν πολλά θαύματα. Πολλοί μάλιστα ξέοντες διά μαχαιριδίου την Λάρνακα, παρεσκεύαζον ιαματικά κολλύρια. Με αυτά έπλυναν τα πονεμένα μάτια τους. Εις το ,μέρος, όπου ετάφη ο Ευαγγελιστής στη Θήβα υπάρχει Ναός εις τιμήν του. Μέσα δε εις αυτόν υπάρχει και η ανωτέρω Λάρνακα. Ο Θεός θέλοντας να τον δοξάσει, και επειδή ήταν γιατρός, όταν ζούσε, έβρεχε κάθε χρόνο πάνω στον τάφο του την ημέρα της μνήμης του στις 18 Οκτωβρίου, κολλύριο. Με αυτό αλείφονταν, όσοι είχαν ασθένεια στα μάτια, και θεραπεύονταν αμέσως.
Το τίμιο λείψανο του μεταφέρθηκε επί του Αυτοκράτορα Κωνστάντου το 313 μ.Χ. από τον Άγ. Αρτέμιο, σαν (θησαυρός πολύτιμος, στην Κωνσταντινούπολη. Μαζί ,με αυτό μεταφέρανε και τα ιερά λείψανα των Αγίων Αποστόλων Ανδρέου του Πρωτοκλήτου από την Πάτρα και Τιμοθέου από την Έφεσο, στην οποίαν τον είχε χειροτονήσει Επίσκοπο ο Απ. Παύλος. Τα τρία λείψανα τα τοποθέτησε σε τρία αργυρά κιβώτια στον Ναό των Αγίων Αποστόλων.




Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.

Ἀπόστολε Ἅγιε, καὶ Εὐαγγελιστὰ Λουκᾶ, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.




Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ἀκέστωρ σοφώτατος, Ἱερομύστα Λουκᾶ, ζωγράφος πανάριστος, τῆς Θεοτόκου Μητρός, ἐδείχθης Ἀπόστολε, ἔγραψας μάκαρ, λόγους, διὰ πνεύματος θείου, ἔδωκας ἐννοῆσαι, συγκατάβασιν ἄκραν, Χριστοῦ τῆς παρουσίας, διὸ πρέσβευε σωθήναι ἠμᾶς.




Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Λουκᾶν τὸν θεηγόρον καὶ τοῦ Παύλου συνέκδημον καὶ Εὐαγγελίου τοῦ τρίτου συγγραφέα θεόπνευστον, ἐν ὕμνοις τιμήσωμεν, πιστοί, ὡς ἄξιον ἐργάτην τοῦ Χριστοῦ. Τῷ φωτι γὰρ τοῦ Κυρίου καταυγασθεὶς μετέδωκε φῶς τῷ κόσμῳ. Γράψας τὰς θαυμαστὰς παραβολάς, σύστασιν ἐκκλησίας τε τῇ ἐπελεύσει τοῦ πνεύματος ἱστορησάμενος.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.

Μαθητὴς γεvόμενος τοῦ Θεοῦ Λόγου, σὺν τῷ Παύλῳ ἅπασαν, ἐφωταγώγησας τὴv γῆν, καὶ τὴν ἀχλὺν ἀπεδίωξας, τὸ θεῖον γράψας, Χριστοῦ Εὐαγγέλιον.

Ὁ Οἶκος
Ὡς ἰατρὸς καὶ μαθητὴς Λουκᾶ ἠγαπημένος, μυστικῇ χειρουργίᾳ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς μου, καὶ τὰ τοῦ σώματος ὁμοῦ ἴασαι, καὶ δὸς μοι κατὰ πάντα εὐεκτεῖν, καὶ σοῦ τὴν παναοίδιμον γηθόμενος γεραίρειν πανήγυριν, ὄμβροις τε δακρύων, ἀντὶ μύρων τὸ σεπτόν σου καὶ πάντιμον σῶμα καταβρέχειν· ὡς στήλη γὰρ ζωῆς ἐγγεγραμμένη τῷ ναῷ τῷ θαυμαστῷ τῶν Ἀποστόλων πᾶσιν ἐκφώνει, καθάπερ καὶ σὺ τὸ πρῶτον, τὸ θεῖον γράψας Χριστοῦ Εὐαγγέλιον. 




Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Λόγια Ἁγίων Περί Νηστείας



Ἡ ἀρχή τῆς νηστείας

Ἔ λα λοιπόν νά βαδίσουμε μέσα στήν ἱστορία καί
νά  ἐρευνήσουμε  τήν  ἀρχαιότητα  τῆς  νηστείας.  Τό
ἐφεύρημα  δέν  εἶναι  καινούργιο.  Τό  κειμήλιο  εἶναι
πατρικό.   Ἡ   νηστεία   εἶναι   συνομήλικη   μέ   τόν
ἄνθρωπο. Νομοθετήθηκε στόν Παράδεισο.
Εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή πού πῆρε ὁ Ἀδάμ· «ἀπό τό
δέντρο τῆς γνώσης τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ δέν θά
φᾶτε».  Ἄν ἡ Εὔα εἶχε νηστέψει ἀπ’  τόν καρπό τοῦ
δέντρου,   τώρα   δέν   θά   εἴχαμε   ἀνάγκη   ἀπό   τήν
νηστεία. 
Σκοπός τῆς νηστείας
Ἐπειδή   δέν   νηστεύσαμε,   ξεπέσαμε   ἀπ’   τόν
Παράδεισο.    Ἄς    νηστεύσουμε    λοιπόν    γιά    νά
ἐπανέλθουμε σ’ αὐτόν.

Μέγας Βασίλειος

Ἡ ἀποδεκτή ἀπό τό Θεό νηστεία



Νηστεία  καλόδεχτη  ἀπ’  τό  Θεό  εἶναι  αὐτή,  πού
μαζί μέ τήν ἀποχή τῶν τροφῶν,  συνδυάζεται μέ τήν
ἀποστροφή   ἀπό τ’  ἁμαρτήματα,  τόν φθόνο,  τό μίσος,
τήν κακία, τή συκοφαντία καί τά ἄλλα κακά. 
Αὐτός    πού    νηστεύει    ἀπό    τροφές    καί    δέν
ἐγκρατεύεται  ἀπ’  τά  πάθη,  μοιάζει  μ’  ἐκεῖνον  πού
ἔβαλε  λαμπρά  θεμέλια  στό  σπίτι,  ἀφήνει  ὅμως  νά
συγκατοικοῦν  μαζί  του  σ’  αὐτό  φίδια,  σκορπιοί  καί
φαρμακερὲς ὀχιές.
Στήν  περίπτωση τοῦ  σπιτιοῦ,  ἡ τοποθέτηση τῶν
καλῶν   θεμελίων,   γίνεται   θανατηφόρα   παγίδα   σ’
αὐτούς  πού  μπαίνουν  μέσα,   ἀφοῦ  τά  ἑρπετά  πού
φωλιάζουν μέσα, ἐπιτίθενται ὕπουλα μέ τό δηλητήριο.
Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, πού θεμελίωσε τήν ὑπόληψή
του μέ τή νηστεία στά μάτια τῶν ἀνθρώπων, μέσα του
ὅμως περιθάλπει τά θηριόμορφα πάθη, προξενεῖ βλάβη
σ’ αὐτούς, πού τόν συναναστρέφονται.
Νηστεία τροφῶν καί νηστεία παθῶν
Νηστεύεις  ἀπό  τροφές;  Ἀσφαλῶς  κάνεις  καλά,
γιατί  ἡ  νηστεία  εἶναι  ὅπλο  κατά  τῶν  παθῶν,  γι’
αὐτούς βέβαια, πού τό χρησιμοποιοῦν σωστά.
Νά  νηστέψεις  ὅμως  καί  ἀπ’  τόν  φθόνο,  ὥστε  ἡ
νηστεία σου νά θεωρηθεῖ νηστεία κι ἀπ’ τόν Θεό. Νά
μήν εἶναι προσωπεῖο, γιὰ νά καλύπτονται οἱ διάφορες
κακίες μέ τήν ἀσιτία, σάν κάτω ἀπό παραπέτασμα.

Μέγας Φώτιος

Ἡ νηστεία εἶναι φάρμακο


Ἄν  ἡ  νηστεία  ἦταν  ἀναγκαῖα  στόν  Παράδεισο,
εἶναι   πολύ   περισσότερο   ἀναγκαία   ἔξω   ἀπ’   τόν
Παράδεισο. Ἄν ἦταν χρήσιμο τό φάρμακο πρίν ἀπ’ τόν
τραυματισμό,  εἶναι  πολύ  περισσότερο  χρήσιμο  μετά
ἀπ' τόν τραυματισμό.
Ἡ νηστεία  εἶναι  φάρμακο,  ἀλλά  γίνεται  ἄχρηστο
ἐξαιτίας τῆς ἀπειρίας αὐτοῦ πού τό χρησιμοποιεῖ. 

Πῶς ὀφείλουμε νά νηστεύουμε

Νηστεύεις;  Ἀπόδειξέ το μου μέ τά ἔργα σου.  Ἄν
δεῖς  φτωχό,   νά  τόν  ἐλεήσεις.   Ἄν  δεῖς  ἐχθρό,   νά
συμφιλιωθεῖς μαζί του. Ἄς μή νηστεύει μόνο τό στόμα,
ἀλλά καί τό μάτι καί ἡ ἀκοή,  καί τά πόδια καί τά
χέρια καί ὅλα τά μέλη τοῦ σώματός μας.
Νά νηστεύουν τά χέρια,  παραμένοντας καθαρά ἀπ’
τήν  ἀρπαγή  καί  τήν  πλεονεξία.  Νά  νηστεύουν  τά
πόδια,  ξεκόβοντας  ἀπ’  τούς  δρόμους  πού  ὁδηγοῦν  σέ
ἁμαρτωλά θεάματα.
∆έν τρῶς κρέας; Νά μήν φᾶς καί τήν ἀκολασία μέ
τά μάτια.  Ἄς νηστεύει καί ἡ ἀκοή.  Καί νηστεία τῆς
ἀκοῆς εἶναι νά μή δέχεται κακολογίες καί διαβολές.
Ἄς νηστεύει καί τό στόμα ἀπό αἰσχρά λόγια καί
λοιδορίες. Γιατί, τί ὄφελος ἔχουμε, ὅταν ἀπέχουμε ἀπ’
τά  πουλερικά  καί  τά  ψάρια,  δαγκώνουμε  ὅμως  καί
κατατρῶμε τούς ἀδελφούς μας; 
 
Ἰωάννης Χρυσόστομος

Τά ἀγαθά τῆς νηστείας



Ἡ νηστεία, ὁ γιατρός αὐτός τῶν ψυχῶν μας,
ἔχει τή δύναμη νά
καταστέλλει τίς πυρώσεις τῆς σάρκας,
καταπραΰνει τό θυμό,
διεγείρει τήν ἐπιθυμία γιά τό καλό,
καθαρίζει τό νοῦ ἀπό πονηρούς λογισμούς,
δαμάζει τήν ἀδάμαστη γλῶσσα,
διδάσκει τό καθένα,
θυμᾶται τά δικά του ἁμαρτήματα
καί τίς δικές του ἐλλείψεις.

Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος


Οἱ καρποί τῆς ἀληθινῆς νηστείας

Ἡ Νηστεία
Γεννᾶ προφῆτες,
∆υναμώνει τούς δυνατούς,
Ἀνεβάζει τήν προσευχή στόν ούρανό
Κάνει τά σπίτια νά προκόβουν
Προστατεύει τά νήπια,
Σωφρονίζει τό νέο,
Κάνει σεβαστό τό γέροντα.

Μέγας Βασίλειος