A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Η ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ (π. Νικηφόρος Νάσσος)

Picture


 π. Νικηφόρος Νάσσος. 


«Ἀγγέλων τήν μέν εἰς τό εἶναι πάροδον ὁ δημιουργός Λόγος ὁ ποιητής τῶν ὅλων παρείχετο. Τόν ἁγιασμόν δέ αὐτοῖς, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον συνεπέφερεν». 1

Ὅλοι ἔχουμε ἀκούσει ἀπό τή μικρή μας ἡλικία περί τῶν ἁγίων ἀγγέλων, εἴτε ἀπό κάποια διήγηση ἑνός θαυμαστοῦ γεγονότος πού εἶχε σχέση μέ ἐμφάνιση νοερῶν δυνάμεων, εἴτε ἀπό ὁμιλίες πού ἀναφέρονταν στόν κόσμο τῶν ἀσωμάτων, εἴτε συμμετέχοντας στίς λατρευτικές προσευχές τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου φανερώνεται ἡ εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ καί διά τῶν προστατῶν ἀγγέλων, ὅπως τό βλέπουμε στήν Ἀκολουθία τοῦ Ἀποδείπνου2 κλπ. Ὅλοι, λοιπόν, οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουμε κάποια σχετική ἀντίληψη περί τῆς λεγομένης «πρεσβυτέρας κτίσεως», τῶν ἀγγέλων, τῶν ἀσωμάτων ὑπάρξεων τοῦ οὐρανίου κόσμου. Τί διδάσκει, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία, διά τῶν πνευματεμφόρων Ἁγίων Πατέρων περί τῶν ἀγγέλων, τῶν νοερῶν φύσεων; Αὐτό θά δοῦμε, κάπως συνοπτικά στά ἑπόμενα, κάνοντας λόγο γιά τή μαρτυρία περί τῆς ὑπάρξεως τῶν ἀγγέλων, γιά τή δημιουργία τους, γιά τή φύση καί τίς ἰδιότητές τους, γιά τίς διακρίσεις τῶν οὐρανίων πνευμάτων, καθώς καί τό ὑψηλόν, παρά Θεοῦ ἀνατεθέν σ᾿ αὐτούς ἔργο καί τήν ἱερά ἀποστολή τους.

Τήν ὕπαρξη τῶν ἀγγέλων μαρτυρεῖ ἡ θεία Γραφή καί ἡ ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἤδη, μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων στόν ἀρχέγονο ἐπίγειο Παράδεισο τῆς Ἐδέμ καί τήν ἔξοδό τους ἀπό αὐτόν, βλέπουμε ἀγγέλους νά «φυλάσσουν τόν Παράδεισον».3 Στή συνέχεια, βλέπουμε στήν Παλαιά Διαθήκη, ἀγγέλους νά ἐμφανίζονται στόν δίκαιο Ἀβραάμ4, στόν ἀνεψιό του τόν Λώτ5, στόν Ἰακώβ6, στόν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ7, καθώς καί κατά τήν ἔξοδο τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπό τήν Αἴγυπτο.8 Ἄγγελοι ἐμφανίζονται καί στούς Προφῆτες τοῦ Θεοῦ, ὅπως λ. χ. στόν Ἠσαΐα9, στόν Ἰεζεκιήλ10 κλπ.

Ἄν τώρα ἔρθουμε στήν περίοδο τῆς Χάριτος (Καινή Διαθήκη), ἐκεῖ θά ἀκούσουμε Αὐτόν τόν Σωτῆρα καί Λυτρωτή μας, τόν Θεάθρωπο Χριστό, νά κάνει συχνά λόγο περί τῶν ἁγίων ἀγγέλων, πού εἶναι καί αὐτοί «ποίημα τῶν χειρῶν Αὐτοῦ».11 Ὡστόσο, καί οἱ ἱεροί Εὐαγγελισταί, μᾶς παρέχουν τήν πληροφορία ὅτι ἅγιοι ἄγγελοι διακονοῦν τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ἀπό τήν ἐπί γῆς Γέννησή Του μέχρι καί τήν εἰς οὐρανούς ἔνδοξο Ἀνάλήψή Του. Καί στίς ἐπιστολές τῶν Ἁγίων καί θεοκυρήκων Ἀποστόλων, πολύς εἶναι ὁ «περί ἀγγέλων λόγος», ἀλλά δέν θά ἐπεκταθοῦμε ἐδῶ σέ ἀναφορές, γιά νά προχωρήσουμε στά περί τῆς δημιουργίας τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων.

Οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, ἀνήκουν στήν ἀόρατη κτίση, ὅπως ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Εἶναι δημιουργημένοι ἀπό τόν ἄκτιστο καί ἀΐδιο Θεό Λόγο, πρίν τή δημιουργία τοῦ ὁρατοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου. Ἕνα χωρίο τοῦ Ἰώβ, στήν Παλαιά Διαθήκη, ὁμιλεῖ γιά τήν ὕπαρξη τῶν ἀοράτων πνευμάτων πρό τῆς ὑλικῆς κτίσεως, ἀφοῦ ἐκφράζει τήν ἔξαρση καί ἔκρηξη τῆς χαρᾶς τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ, ἀπό τό γεγονός τῆς δημιουργίας τῶν ἄστρων, τοῦ ὑλικοῦ στερεώματος: «Ὅτε ἐγεννήθησαν ἄστρα, ἤνεσάν με πάντες ἄγγελοί μου».12

Στήν πρός Κολασσαεῖς ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παῦλου, γίνεται λόγος μέ σαφῆ τρόπο γιά τήν δημιουργία τῶν πάντων, ὁρατῶν και ἀοράτων ἀπό τόν ἄναρχο Λόγο τοῦ Θεοῦ: «Ἐν Αὐτῷ ἐκτίσθη τά πάντα ἐν τοῖς οὐρανοῖς καί ἐπί γῆς, τά ὁρατά καί τά ἀόρατα, εἴτε θρόνοι, εἴτε κυριότητες, εἴτε ἐξουσίαι, τά πάντα δι᾿ Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν ἔκτισται».13

Οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, εἶναι δεύτερα φῶτα νοερά, ὅπως τούς ὀνομάζει ὁ μεγάλος δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας, ἅγιος Ἰωαννης ὁ Δαμασκηνός. Ἔχουν, λέγει, τό φωτισμό ἀπό τό πρῶτο καί ἄναρχο Φῶς. Δέν χρειάζονται γλώσσα καί ἀκοή, ἀλλά χωρίς προφορικό λόγο μεταδίδουν μεταξύ τους τίς σκέψεις καί τίς θελήσεις τους.14

Ὁ χρόνος, ἀλλά καί ὁ τρόπος τῆς δημιουργίας τῶν ἀγγέλων μᾶς εἶναι ἄγνωστος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μᾶς λέγει ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τούς ἀγγέλους πρίν ἀπό ἐμᾶς γιά χάρη μας, γιά νά ἀποστέλλονται ὡς διάκονοι ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στούς μέλλοντας νά κληρονομήσουν τή σωτηρία.15 Εἶναι νοερές δυνάμεις, καθαρές καί ὑπερκόσμιες καί ὀνομάζονται ἅγιοι, ἀφοῦ ἔχουν τόν ἁγιασμό ἀπό τή Χάρη πού τούς ἔδωσε τό Ἅγιο Πνεῦμα, διότι ὁ Λόγος τούς δημιούργησε καί τό Ἅγιο Πνεῦμα τούς ἁγίασε, ὅπως εἴδαμε στό χωρίο τοῦ Μ. Βασιλείου, πού θέσαμε στήν ἀρχή τοῦ κειμένου αὐτοῦ.

Αὐτός ὁ δοτός ἁγιασμός τῶν ἀγγέλων, προϋποθέτει τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (κατά τή δική τους βεβαίως πρόοδο καί τελειοποίηση), ὅπως πάλι σημειώνει ὁ οὐρανοφάντωρ Βασίλειος.16Καί οἱ ἄγγελοι ἔχουν φύση μεταπτωτή, διότι ἄν δέν ἦταν ἔτσι, δέν θά εἶχε πέσει ὁ πρωτάγγελος, ὁ Ἑωσφόρος. Κατά τή διδασκαλία τῶν Πατέρων, μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, καί εἰδικά μέ τήν ζωηφόρο Του Ἀνάσταση, χαρίστηκε στούς ἀγγέλους ἡ ἀτρεψία πρός τό κακό. Σύμφωνα μέ τούς Θεολόγους Πατέρες, πρίν τήν Ἀνασταση τοῦ Χριστοῦ, ὑπῆρχε στούς ἀγγέλους δυσκινησία πρός τό κακό (μετά τήν πτώση τοῦ Ἐωσφόρου). Μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου, οἱ νοερές φύσεις ἀποκτοῦν τό ἰδίωμα τῆς ἀτρεψίας - ἀμετακινησίας πρός τό κακό.17 Γι᾿ αὐτό καί ὁ ὑψίνους ἀετός τῆς Θεολογίας Γρηγόριος, σέ ὁμιλία του κατά τό Πάσχα γράφει: «Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ, ὅσος τε ὁρατός καί ὅσος ἀόρατος». 18 Αὐτό γιά τούς ἀγγέλους ἦταν ἡ σωτηρία∙ ἡ ἀμετακίνητη στάση στό ἀγαθό, τό ὅτι μόνιμα καρποῦνται τίς δωρεές τῆς τελειώσεως, μετέχοντας στή θεία Δόξα αὐξητικῶς καί ἀδιαλείπτως!

Οἱ ἄγγελοι, ὡς οὐράνια πνεύματα, βρίσκονται κατά Χάριν πάνω ἀπό τούς χωροχρονικούς - ὅπως λέμε – περιορισμούς, ἔχουν δέ τό ἀναλλοίωτο στή φύση τους. Ὑπάρχει μιά θεωρία, διατυπωθεῖσα ἀπό τόν γνωστό Ὠριγένη (ἀπαράδεκτη βεβαίως στήν Ὀρθοδοξία), ἡ ὁποία λέγει ὅτι τά πνεύματα στόν οὐρανό, ἀνάλογα μέ τή στάση τους πρός τόν Θεό, διαφοροποιήθηκαν σέ τρεῖς κατηγορίες: Στήν πρώτη, ἀνήκουν τά ἀγαθά πνεύματα, τά ὁποῖα κατόρθωσαν καί ἔφθασαν στήν τελειότητα. Στή δεύτερη, ἀνήκουν ὅσα ἔμειναν στάσιμα στήν πρόοδο, ἀπό τόν κόρο τῆς θέας τοῦ Θεοῦ καί αὐτά ἔγιναν δαίμονες. Στήν τρίτη κατηγορία ἐντάσσει ὁ Ὠριγένης τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, πού κατ᾿ αὐτόν ἦταν προηγουμένως πνεύματα στόν οὐράνιο κόσμο, τά ὁποῖα κάποτε «πάγωσαν», ἔχασαν τή θέρμη τῆς ἀγάπης καί ὡς ἐκ τούτου τιμωρήθηκαν μέ τό νά ἐκπέσουν καί νά ἐνδυθοῦν σώματα… 19

Κατά τόν Ὠριγένη, λοιπόν, ὅλα τά πνεύματα εἶχαν ἁμαρτήσει καί ἀνάλογα μέ τή βαρύτητα τοῦ ἁμαρτήματός των, μετεβλήθησαν, εἴτε σέ δαίμονες, εἴτε σέ ἀγγέλους, εἴτε σέ ἀνθρώπινες ψυχές.

Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία, πολύ διαφρετικά ὁμιλεῖ γιά τήν ἁμαρτία τῶν οὐρανίων νοερῶν ὄντων, ἑννοώντας την ὡς ἔκπτωση - λόγῳ Ὑπερηφανείας - κάποιων πνευμάτων ἀπό τή θεοποιό Χάρη καί Δόξα τοῦ Θεοῦ (βλ.Ἑωσφόρος).

Συμφωνεῖ μόνο σέ ἕνα σημεῖο μέ τόν Ὠριγένη, στό ὅτι ὀρθοδόξως ἡ τρυφή στήν αἰωνία Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὀνομάζεται καί θεωρεῖτα ὡς ἀκόρεστη θέα, ὅπως τό βλέπουμε σέ πολλά Πατερικά κείμενα.

Νά ἀναφερθοῦμε, στή συνέχεια, στήν ποσότητα τῶν ἐπουρανίων πνευμάτων. Πόσοι εἶναι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι; Πλῆθος μεγάλο, ὅπως μᾶς λέγουν οἱ ἱεροί συγγραφεῖς. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀποφεύγει νά ἀπαριθμήσει καί νά κατονομάσει, διότι πιστεύει ὅτι πέραν τῶν παραδεδομένων ὀνομάτων πού γνωρίζουμε ἀπό τήν Παράδοση, «εἰσίν ἕτεραι λογικαί φύσεις ἀκατονόμαστοι». 

Γνωρίζουμε ἀπό τά Βιβλικά καί Πατερικά κείμενα τά ὀνόματα τῶν Ἀνωτάτων οὐρανίων ταξιαρχῶν, Ἀρχιστρατήγων, Μιχαήλ, Γαβριήλ καί Ραφαήλ, τῶν ὁποίων τήν Σύναξη ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία κατ᾿ ἔτος, στίς 8 Νοεμβρίου.

Ἐπίσης γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, στό ὑψηλό ἐκεῖνο σύγγραμμά του «Περί τῆς οὐρανίου ἱεραρχίας», συστηματοποιώντας τίς πληροφορίες ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀναφέρεται διεξοδικά στήν ὕπαρξη καί τάξη τῶν ἀγγέλων καί τούς κατατάσσει σέ τρεῖς τριάδες, πού ἀπαρτίζουν ἐννέα τάγματα ἀγγέλων: α) Θρόνοι, Χερουβίμ, Σεραφείμ, β) Ἐξουσίες, Κυριότητες, Δυνάμεις καί γ) Ἄγγελοι, Ἀρχάγγελοι, Ἀρχές.20 Τόν Διονύσιο ἀκολουθεῖ πιστά ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ὁποῖος στό κλασικό δογματικό ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», καταγράφει ἀκριβῶς αὐτήν τή διακόσμηση τῶν ἐπουρανίων πνευμάτων. Νά σημειωθεῖ ὅτι Σεραφείμ σημαίνει πῦρ (φωτιά) καί Χερουβίμ τήν ἔκχυση τῶν γνώσεων, ὅπως καί πάλι ἑρμηνεύει ὁ θεηγόρος καί «μυηθείς τά ὑπέρ ἕννοιαν», ἱερός Διονύσιος.21

Ὁ ἴδιος, οὐρανοβάμων Πατήρ, θά τονίσει ὅτι τό ἔργο τῶν ἀγγέλων εἶναι κατεξοχήν φωτοδοτικό.Μιά ἀεικείνητη ἱεραρχία, μεταβιβάζει ἀπό πάνω πρός τά κάτω - οἱ τοπικοί αὐτοί προσδιορισμοί εἶναι συμβατικοί - τίς ἀδιάκοπες θεῖες ἐλλάμψεις. 22 Πρέπει, βεβαίως, νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι καί αὐτή ἡ κίνηση τῶν οὐρανίων πνευμάτων, γίνεται μέ τή θεία ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, κάθε ἀγγελοφάνεια, ἤ ἀποστολή δέν νοεῖται αὐτόνομα, ἐκτός τῆς θείας Χάριτος, διότι καί οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ εἶναι κτιστοί καί «περιγραπτοί ἐν τόπῳ», ὅπως διδάσκει ἡ Δογματική Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλαδή ὅταν βρίσκονται στόν οὐρανό, δέν βρίσκονται στή γῆ.23 Ἀπό τόν Θεό ἐξαρτᾶται κάθε κίνησή τους. Μέ τήν ἕννοια αὐτή, κάθε ἀγγελοφάνεια εἶναι Θεοφάνεια.24

Ἀκόμη, πρέπει νά εἰπωθεῖ ὅτι οἱ ἄγγελοι εἶναι μέν ἀσώματοι καί ἄυλοι, ἀλλά σέ σύκριση μέ ἐμᾶς, μέ τή δική μας ὑλική παχύτητα, ὅπως λέγει ὁ ἱερός Δαμασκηνός. Κάθε τι ὅμως, πού συγκρίνεται μέ τόν ἀσύγκριτο Θεό, ἔχει κάποια ὑλικότητα, βρίσκεται «παχύ τε καί ὑλικόν», διότι «μόνον γάρ ὄντως ἄυλον τό θεῖον ἐστί καί ἀσώματον». 25 Μόνον ὁ Θεός εἶναι ὁ «μόνος πάντῃ κατά φύσιν ἄυλος».

Προνόμοιο τῶν ἀγγέλων εἶναι ἡ ἀδιάκοπη θεωρία τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι ἡ καταξοχήν ζωή τους, ἀφοῦ «ἠξίωνται παρεστάναι Θεῷ καί ἀπολαύειν τοῦ ἀπορρήτου κάλλους τῆς δόξης τοῦ κτίσαντος ἡμᾶς», ὅπως τόσο ὄμορφα το διαζωγραφίζει ὁ τοῦ φωστῆρος τῆς Καισαρείας θεολογικότατος κάλαμος.26

Κατά τόν αὐτόν Πατέρα καί Οἰκουμενικό Διδάσκαλο, Μ. Βασίλειο, οἱ ἄγγελοι, ὡς πνεύματα λειτουργικά, ἔχουν ὡς κύριο ἔργο τους νά δοξολογοῦν τόν Θεό καί νά φροντίζουν τίς ἀνθρώπινες ψυχές. Μάλιστα δέ, ἡ ἐνατένιση τοῦ κάλλους τοῦ Θεοῦ καί ἡ διηνεκής δοξολογία Του, εἶναι ἡ «προηγούμενη» ζωή τῶν ἀγγέλων. Ἡ ἐπιμέλεια γιά τούς ἀνθρώπους χαρακτηρίζεται ὡς«περιστατική τις ἐνέργεια».27

Οἱ ἅγιοι ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, παρίστανται κατά τήν τέλεση τῆς φρικτωτάτης Μυσταγωγίας, ἀοράτως διακονοῦντες, ὅπως τούς ἔβλεπαν Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας (ὅπως λ. χ. ἐκφράζεται στό ἀπολυτίκιον ἁγίου Σπυρίδωνος Τριμυθοῦντος: «καί ἐν τῷ μέλπειν τάς ἁγίας σου εὐχάς, ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντας σοι ἱερώτατε»), ἀλλά καί ἐνάρετοι λειτουργοί τῶν ἡμερῶν μας, καί ἀναφέρουμε ἐν προκειμένῳ τόν μακάριο Γέροντα τῆς Αἰγίνης, π. Ἱερώνυμο (+1966). Αὐτός ὁ ἱερός Πατήρ, κεκοσμημένος μέ θεῖα χαρίσματα, θεωροῦσε τόσο φυσιολογικό αὐτό τό γεγονός τῆς θέας τῶν ἀγγέλων ἀπό τούς λειτουργούς - πρεσβυτέρους, ὥστε ἔλεγε πώς ἄν ὁ ἱερεύς δέν ἀντικρύσει μέσα στό ἱερό Θυσιαστήριο τόν παριστάμενο ἄγγελο, καλό εἶναι νά μήν λειτουργήσει(!), πρᾶγμα πού σημαίνει πώς ἐκεῖνος εἶχε ἀξιωθεῖ αὐτῆς τῆς θέας τῶν νοερῶν δυνάμεων ἐν τῇ Εὐχαριστίᾳ , λόγῳ τῆς μεγάλης του καθαρότητος καί ἁγιότητος…

Ἡ Χάρις τῶν ἀγγέλων θαυματουργεῖ, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τά ἱερά Συναξάρια, θεραπεύει ἀσθένειες, καί προπάντων ἐκδιώκει τά πονηρά πνεύματα, ἀφανίζει τήν ἰσχύ τους, ἐξοστρακίζει τή δύναμή τους! Τό ὡραιότατο δοξαστικό τῶν Αἴνων τῆς ἑορτῆς τῶν ἁγίων ἀγγέλων, ψαλλόμενο στόν πανηγυρικό ἦχο πλ. τοῦ Α΄, μᾶς δείχνει ἀκριβῶς αὐτήν τήν ἀόρατη ἐπισκίαση τῶν ἀγγέλων (ἐν προκειμένῳ τοῦ Ἄρχοντος Ταξιάρχου Μιχαήλ), ἡ ὁποία θεία ἐπισκίαση φυγαδεύει τοῦ ἀοράτου δαίμονος τήν δύναμη! Δέν ἀντέχει τήν ἔκχυσιν τοῦ ἀγγελικοῦ φωτός, δεν μπορεῖ νά δεχτεῖ τό διαχεόμενον φάος ὁ ἐκπεσών ἀπό τήν Χάριν καί παναρμονίαν τοῦ οὐρανοῦ Ἑωσφόρος! «Ὅπου ἐπισκιάσει ἡ χάρις σου ἀρχάγγελε, ἐκεῖθεν τοῦ διαβόλου διώκεται ἡ δύναμις. Οὐ φέρει γάρ, τῷ φωτί σου προσμένειν, ὁ πεσών Ἐωσφόρος»…

Ἄρα λοιπόν, καί ἐμεῖς, θά πρέπει νά ἔχουμε ὑπόψη μας ὅτι οἱ ἄγγελοι μᾶς προστατεύουν καί μᾶς ἀγαποῦν! Καί ἐμεῖς θά πρέπει νά τούς ἀγαποῦμε καί νά τούς εὐλαβούμεθα, ἀφοῦ εἶναι σύνδουλοί μας!

Οἱ θεοφόροι Πατέρες, τονίζουν τήν κατεξοχήν στενή σχέση καί ἐπικοινωνία πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους καί τούς ἀγγέλους. Ὁ ἄνθρωπος, ἔχει τή δυνατότητα μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ νά καταστεῖ ὁμότιμος μέ τούς ἀγγέλους, ἀφοῦ αὐτός εἶναι τό μόνο θεόπλαστο ὄν, γιατί κτίστηκε κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ καί ἔλαβε νοερά ψυχή μέ τήν ὁποῖα νοεῖ περί Θεοῦ καί «καθορᾷ» τή φύση τῶν ὄντων. Ἡ ὁμοτιμία τοῦ ἀνθρώπου μέ τούς ἀγγέλους ἀποτελεῖ βαθμίδα στήν ἀνοδική πορεία, γιά νά πετύχει τήν ὁμόιωση μέ τόν Θεό. 28 «Μέ τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Θεός στέλνει τούς ἀγγέλους στούς δικαίους γιά νά ἐπανορθώσουν, νά ἐπιμεληθοῦν καί νά διαφυλάξουν τήν ἀνθρώπινη φύση, νά παρηγορήσουν καί νά ἐνισχύσουν τούς ταλαιπωρημένους πιστούς καί νά ἀποκαλύψουν τά μέλλοντα. Ἀπό τή διαγωγή τοῦ ἀνθρώπου ἐξαρτᾶται ἄν θά διατηρήσει τήν ἐπικοινωνία του μέ τούς ἀγγέλους». 29

Πρίν κατακλείσουμε τήν ταπεινή μας αὐτή ἀναφορά στούς ἁγίους ἀγγέλους καί νοερούς δικόνους τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, θά παρουσιάσουμε ἕνα μικρό ἀπόσπασμα ἀπό μία ἐγκωμιαστική, ἐκπληκτική καί θεολογική ὁμιλία γιά τούς ἀγγέλους, τοῦ ὄντως ἰσαγγέλου στήν πολιτεία, μελιρρύτου στόν λόγο, Ὁσίου Πατρός καί κορυφαίου τῶν Κολλυβάδων Πατέρων τοῦ 18ου αἰῶνος, Νίκοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Στό παρατιθέμενο ἀπόσπασμα, ἐξαίρεται ἡ ὑπακοή καί ἡ διακονία τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαήλ καί Γαβριήλ καί ὁ ρόλος τους ὡς ἐκφραστῶν, θά λέγαμε, τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀγάπης καί τῆς δικαιοσύνης, ἑννοιῶν, βεβαίως, πού κατά τήν Θεολογία, διακρίνονται, ἀλλά δέν διαχωρίζονται ∙ συνυφαίνονται δέ ὑπερλόγως, στόν Ἕνα Θεό.

«…Θέλω ἀποδείξει μόνον εἰς τό παρόν ἐγκώμιον, ὅτι ὁ Θεῖος Μιχαήλ καί ὁ ἱερός Γαβριήλ, ἐστάθησαν ἐξαίρετοι ὑπηρέται τῶν ἐξαιρέτων ἐνεργειῶν καί ἔργων τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ, καί προσέχετε διά νά τό καταλάβητε.

Δύο εἶναι κατά τούς Θεολόγους, αἱ κυριώτεραι ἐνέργειαι καί τά ἐξαίρετα προσόντα καί ἰδιώματα τοῦ Ἁγίου Θεοῦ∙ τό ἕν, ἡ δικαιοσύνη, ἤτις και ἀπονομία, καί κρίσις ὀνομάζεται, καί τό ἄλλο, ἡ ἀγαθότης, ἤτις και χρηστότης καί εὐσπλαγχνία καί ἔλεος ὀνομάζεται∙ περί ὧν λέγει ὁ Δαυΐδ: «ἔλεον καί κρίσιν ἄσομαί σοι Κύριε». Μέ τήν δικαιοσύνην ὁ Θεός κρίνει καί παιδεύει τούς ἀνθρώπους ὅταν ἁμαρτάνωσι και δεν φυλάττωσι τάς ἐντολάς του∙ καί μέ τήν ἀγαθότητα πάλιν, τούς ἐλεῖ καί εὐσπλαγχνίζεται. Τώρα, ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ, ἔρχεται νά εἶναι ὁ ἐξαίρετος Ἄγγελος τῆς τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνης, διότι αὐτόν βλέπομεν νά μεταχειρίζηται ὑπηρέτην, εἰς τό νά παιδεύῃ μέν καί σοφρωνῇ τούς κακούς∙ νά φυλάττῃ δέ καί νά ὑπερασπίζηται τούς καλούς, καθώς τοῦτο εἶναι φανερόν καί ἀπό πολλά ἄλλα μέρη τῆς θείας Γραφῆς, καί μάλιστα ἀπό τόν θάνατον μέν ὅπου ἔδωκεν ὁ Μιχαήλ εἰς τά πρωτότοκα τῶν Αἰγυπτίων, διαφύλαξιν δέ καί ζωήν εἰς τά πρωτότοκα τῶν Ἐβραίων. Ὁ δέ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ, φαίνεται νά εἶναι ὁ ἐξαίρετος Ἄγγελος τῆς ἀγαθότητος καί εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ∙ διότι αὐτόν βλέπομεν νά μεταχειρίζηται ὑπηρέτην, ὅταν ἔχει νά κάμῃ εἰς τινάς καμίαν ἐξαίρετον εὐσπλαγχνίαν, καί ἔλεος∙ καθώς καί τοῦτο ὁμοίως εἶναι φανερόν καί ἀπό ἄλλα πολλά, μάλιστα δέ ἀπό τά ἀγαθά εὐαγγέλια ὁποῦ ἔφερεν εἰς τόν κόσμον ὁ Γαβριήλ, τοῦ μεγάλου ἐλέους τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ. Τρία εἶναι τά ἐξαίρετα καί μεγαλύτερα ἔργα ὁποῦ ἔκαμεν ὁ Θεός∙ πρῶτον, ἡ δημιουργία τοῦ νοητοῦ κόσμου∙ δεύτερον ἡ δημιουργία τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου∙ καί τρίτον, ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία τοῦ Θεοῦ Λόγου∙ καί εἰς τά τρία ταῦτα, πρώτους κα ἐξαιρέτους ὑπηρέτας μεταχειρίζεται τόν Μιχαήλ καί τόν Γαβριήλ…»
30.

Σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἐγκωμιαστικοῦ αὐτοῦ λόγου, ὁ Ὅσιος Νικόδημος, θά ἀφήσει νά ἐκχυλίσει ἡ μεγάλη του εὐλάβεια πρός τούς Ἁγίους πρωτοστάτας τῶν Ἀσωμάτων δυνάμεων, καί μέ συγκαταβατική, ἀνθρωποπρεπῆ ὁρολογία θά ἐκφραστεῖ ὡς ἑξῆς: «Ὁ Μιχαήλ και ὁ Γαβριήλ, εἶναι οἱ δύο φωτεινότατοι ὀφθαλμοί τοῦ παντεπόπτου Θεοῦ, μέ τούς ὁποίους βλέπει καί φωτίζει ὅλον τόν ὁρατόν καί ἀόρατον κόσμον. Μιχαήλ καί Γαβριήλ, εἶναι αἱ δύο κραταιόταται χεῖρες τοῦ Παντοκράτορος, μέ τάς ὁποῖας διοικεῖ τά πάντα, οὐράνια καί ἐπίγεια. Μιχαήλ καί Γαβριήλ εἶναι οἱ δύο ταχύτατοι και μυριόπτεροι πόδες τοῦ πανταχοῦ παρόντος Κυρίου, μέ τούς ὁποίους περιέρχεται καί ἐμπεριπατεῖ ὄχι μόνον τήν οἰκουμένην ὅλην, ἀλλ᾿ ἕως καί αὐτάς τάς ἀΰλους ψυχάς τῶν ἀνθρώπων, ἕως καί αὐτάς τάς σκοτεινοτάτους ἀβύσσους∙ διά τοῦτο, εἰς μίαν στιγμήν βλέπεις αὐτούς να εὑρίσκονται εἰς τό ἕνα ἄκρον τοῦ κόσμου, καί εἰς τήν ἄλλην στιγμήν νά εὑρίσκονται εἰς το ἄλλο ἄκρον. Τώρα να θαυματουργοῦσιν εἰς τήν στερεάν, καί τώρα νά ἁρπάζωσιν ἀπό τά βάθη τῆς ἀβύσσου τούς καταβυθυσθέντας…».31

Αὐτά ὅλα, νομίζουμε, μποροῦν νά μᾶς πείσουν περί τῆς μεγάλης δυνάμεως, καθώς καί προστασίας τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ!

Ἄς τούς ἐπικαλούμαστε, λοιπόν καί ἐμεῖς καί ἄς στρέφουμε τή σκέψη μας εἰδικῶς, εὐλαβικῶς, εὐγνωμόνως καί ἱκετευτικῶς, πρός τόν προσωπικό μας φύλακα ἄγγελο, αὐτόν ὁ ὁποῖος, κατά τή μαρτυρία τοῦ ἰδίου Κυρίου μας «διαπαντός βλέπει τό πρόσωπον τοῦ Πατρός τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς».32

Αὐτός ὁ πλησίον μας νοερός φίλος, χαίρεται γιά τίς ἀρετές καί τή μετάνοιά μας33 καί λυπεῖται γιά τίς ἁμαρτίες μας, ἀφοῦ κατά τόν Μέγα Βασίλειο, ὅπως ὁ καπνός φυγαδεύει τις μέλισσες, ἔτσι και ἡ ἁμαρτία φυγαδεύει τον φύλακα ἄγγελο ἀπό τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου!

Ἄς φροντίζουμε, λοιπόν, νά τιμοῦμε, νά ἀναπαύουμε νά εὐχαριστοῦμε καί νά ἐπικαλούμαστε τούς «σύνοικους» καί «συνοδίτας» ἀγγέλους, ὡς περιτειχίζοντας, συμπαραστάτας καί ἐνισχύοντας στούς κατά Θεόν ἀγῶνες μας.

Ἄς δοξάζουμε δέ τόν Πανάγιο Κύριό μας, τόν «ἐξ οὔκ ὄντων» Δημιουργό καί τῶν νοερῶν φύσεων, λέγοντας μετά τοῦ ὑμνωδοῦ: «Ἰσχυΐ κατέστησας Ἀθάνατε, δυνατούς ἐξανύοντας τό πανάγιόν σου θέλημα τους σοί ἐν τοῖς ὑψίστοις ἀεί παρεστῶτας». 34


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2013




1 Μ. Βασιλείου, Εἰς 32 Ψαλμ. 4, MPG. 29, 333C
2 Βλ. εὐχή: «Ἅγιε ἄγγελε, ὁ ἐφεστώς τῆς ἀθλίας μου ψυχῆς…»
3 Γέν. 3, 24.
4 Γέν. 18, 1 καί ἑξ.
5 Γέν. 19, 1 καί ἑξ.
6 Γέν. 28, 12.
7 Ἰησ. Ν. 5, 13 -15.
8 Ἐξ. 23, 20
9 Ἠσ. 6, 2 καί ἑξ.
10 Ἰεζ. 1, 4 καί ἑξ.
11 Μεταξύ ἄλλων, οἱ κυριότερες ἀναφορές τοῦ Κυρίου περί τῶν ἀγγέλων ὑπάρχουν στά ἐδάφια: Ματθ.18, 10΄23, 30΄26, 53. Μάρκ. 13, 32. Λουκ. 16, 22. Ἰω. 1, 51. κλπ. βλ. Ν. Μητσοπούλου,Θέματα Ὀρθοδόξου Δογματικῆς Θεολογίας, Ἀθήνα 1981, σελ. 65.
12 Ἰώβ, 38, 7.
13 Κολ. 1, 16.
14 Βλ. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἐκδ. Πουρναρᾶ, σελ.101
15 ΕΠΕ, 9, 80: «Πρό ἡμῶν ὑπέρ ἡμῶν τους ἀγγέλους ἐποίησε διακόνους ἀποστελλομένους, ὡς ὁ Παῦλος φησί, διά τούς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν».
16 Περί Ἁγίου Πνεύματος, 16, 38, MPG. 32, 137Α.
17 Βλ. Νικήτα Στηθάτου, σχολιασμός στήν ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου Εἰς το Ἅγιον Πάσχα: «Οἱ δέ ἄγγελοι, ἐπεί δυσκίνητοι ὄντες πρός τό κακόν, ἀλλ᾿ οὐκ ἀκίνητοι, μετά τήν τοῦ Χριστοῦ Ἀνάστασιν ἐγένοντο λοιπόν καί ἀκίνητοι, οὐ φύσει, ἀλλά χάριτι, εἴη ἄν αὐτοῖς σωτηρία ἡ ἀτρεψία, μηκέτοι φοβουμένοις τήν ἐπί τό χεῖρον μεταβολήν, καί τήν ἐκ ταύτης ἀπώλειαν». (Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς τάς Ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς , Ἑνετίησιν, 1806, Εἰς το Β΄ Πέτρ. Α΄, 17).
18 Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, λόγος ΜΕ΄ Εἰς το Ἅγιον Πάσχα, MPG. 36, 624A.
19 Ὠριγένους, Περί ἀρχῶν, 1, 8, βλ.Ν. Ματσούκα Δογματική, Γ΄, σελ. 190
20 ὅπου π. Ν. Ματσούκα Δογματική, Γ΄, 188.
21 Περί τῆςοὐρανίου ἱεραρχίας, 6, 1. MPG. 3, 200D – 201A.
22 ὅπου π. Ν. Ματσούκα, Δογματική.
23 Ἔκδοσις, σελ. 100: «ὅτε εἰσίν ἐν τῷ οὐρανῷ, οὔκ εἰσιν ἐν τῇ γῇ».
24 ὅπου π. Ν. Ματσούκα, Δογματική.
25 Ἔκδοσις…σελ. 100
26 Μ. Βασιλείου, Περί Εὐχαριστίας, 4, MPG. 31, 228A. Βλ. Δ. Τσάμη, Εἰσαγωγή στή σκέψη τῶν Πατέρων τῆς Ὀρόδοξης Ἐκκλησίας, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 160.
27 ὅπου π. Δ. Τσάμη, Εἰσαγωγή…σελ. 162.
28 Δ. Τσάμη, Εἰσαγωγή…., σελ. 162-163.
29 ὅπου π. σελ. 163
30 Βλ. ἱερομονάχου Διονυσίου τοῦ ἐκ Σιατίστης, «Ἴχνος Χριστοῦ», ἐκδ. Ρηγοπούλου (2), 1993, σελ. 278.
31 ὅπου π. σελ. 283.
32 Ματθ. 18, 10.
33Λουκ. ΙΕ΄, 10: «Χαρά γίνεται ἐν οὐρανῷ, ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι».
34 Τροπάριον Τρίτης Ὠδῆς, Ἀκολουθία τῶν Ἁγίων Ταξιαρχῶν, 11 Νοεμβρίου.


ΤΕΛΕΣΙΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΜΕΙΚΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΑΠΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΚΑΙ ΠΑΠΙΚΟ ΚΛΗΡΙΚΟ

Ἀπὸ κοινοῦ τέλεση μυστηρίου μεικτοῦ γάμου ἀπὸ ὀρθόδοξο καὶ παπικὸ κληρικὸ σὲ σερβικὸ ναὸ στὴν Αὐστραλία.






ΤΑ'' ΙΣΤΟΡΙΚΑ ''ΠΑΤΡΙΑ'' Β΄ ΤΟΜΟΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ



ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ Β΄ ΤΟΜΟΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ από το ιστολόγιο “EN ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”

Σύναξις τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ καὶ τῶν λοιπῶν Ἀσωμάτων καὶ Οὐράνιων Ἀγγελικῶν Ταγμάτων (8 Νοεμβρίου)



Ἡ Ἁγία Γραφή, ἀναφέρει σὲ πολλὰ σημεῖα τὴν ἐπικοινωνία τῶν
ἀνθρώπων μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ ἰδιαίτερα μὲ τοὺς ἐπικεφαλεῖς τῶν
ἀγγελικῶν ταγμάτων Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ.

Συγκεκριμένα, ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαὴλ ἐμφανίσθηκε στὸν Ἀβραὰμ γιὰ νὰ σώσει
τὸν Ἰσαάκ, τὸν ὁποῖο ἦταν ἕτοιμος νὰ θυσιάσει κατ’ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ
θέλησε νὰ δοκιμάσει ἔτσι τὴν πίστη τοῦ δούλου του Ἀβραάμ, στὸν Λῶτ, γιὰ
νὰ τὸν σώσει ὅταν ὁ Θεὸς ἀποφάσισε νὰ καταστρέψει τὰ Γόμορα, στὸν
Πατριάρχη Ἰακώβ, στὸν μάντη Βαρλαάμ, στὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ.

Ἐπίσης ὁ
Μιχαήλ, ἦταν αὐτὸς ποὺ ὁδήγησε τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ στὴ φυγὴ ἀπὸ τὴν
Αἴγυπτο. Οἱ ἅγιες Γραφὲς ἀναφέρουν ἀκόμη πολλὰ θαύματα, τὰ ὁποία
ἐπιτέλεσε ὁ ἀρχιστράτηγος Μιχαήλ.
Ὁ δὲ Γαβριὴλ ἦταν αὐτὸς ποὺ ἀνήγγειλε στὴν Παρθένο Μαρία τὸ χαρμόσυνο
γεγονὸς τῆς γέννησης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σωτήρα τοῦ κόσμου.
Καὶ σὲ
ἄλλα σημεῖα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, συναντᾶμε τοὺς Ἀγγέλους νὰ μεταφέρουν
στοὺς εὐσεβεῖς ἀνθρώπους τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποβλέπει πάντα στὴν
προστασία καὶ στὴν λύτρωσή μας.





Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Τῶν οὐρανίων στρατιῶν Ἀρχιστράτηγοι, δυσωποῦμεν ὑμᾶς ἡμεῖς οἱ ἀνάξιοι,
ἵνα ταῖς ὑμῶν δεήσεσι τειχίσητε ἡμᾶς, σκέπῃ τῶν πτερύγων, τῆς ἀΰλου ὑμῶν

δόξης, φρουροῦντες ἡμᾶς προσπίπτοντας, ἐκτενῶς καὶ βοώντας· Ἐκ τῶν

κινδύνων λυτρώσασθε ἡμᾶς, ὡς Ταξιάρχαι, τῶν ἄνω Δυνάμεων.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῶν ἐννέα Ταγμάτων. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς ἀνάρχου Τριάδος λειτουργοὶ οἱ ἀσώματοι, τῶν ἀκαταλύπτων οἱ πρῶτοι,
μυστηρίων ἐκφάντορες, σὺν Θρόνοις Χερουβεὶμ καὶ Σεραφείμ, Δυνάμεις
Ἐξουσίαι καὶ Ἀρχαί, Κυριότητες Ἀρχάγγελοι οἱ λαμπροί, καὶ Ἄγγελοι
ὑμνείσθωσαν. Δόξα τῷ ὑποστήσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ καταλάμποντι, δόξα τῷ
ὑμνουμένῳ δι’ ὑμῶν, τρισαγίοις ᾄσμασι.




Κοντάκιον. Ἦχος β’.
Ἀρχιστράτηγοι Θεοῦ, Λειτουργοὶ θείας δόξης, τῶν ἀνθρώπων ὁδηγοί, καὶ
ἄρχηγοι Ἀσωμάτωv, τὸ συμφέροv ἡμῖv αἰτήσασθε, καὶ τὸ μέγα ἔλεος, ὡς τῶv
Ἀσωμάτων Ἀρχιστράτηγοι.

Μεγαλυνάριον.
Πρόκριτοι Δυνάμεων νοερῶν, Μιχαὴλ πρωτάρχα, καὶ λαμπρόμορφε Γαβριήλ, σὺν
ταῖς οὐρανίαις, αἰτεῖτε στρατηγίαις, ἠμῖν καταπεμφθῆναι, τὸ μέγα ἔλεος.



Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΣΕ ΝΙΟΠΑΝΤΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου)

Σχετική εικόνα


Κόρη μου, στους γάμους σου εγώ ο πνευματικός σου πατέρας, ο Γρηγόριος, σου κάνω δώρο τούτο το ποίημα. Και είναι ό,τι καλλίτερο η συμβουλή του πατέρα:


Άκου λοιπόν Ολυμπιάδα μου :

1. Ξέρω ότι θέλεις να είσαι πραγματική χριστιανή . Και μια πραγματική χριστιανή πρέπει όχι μόνο να είναι, αλλά και να φαίνεται. Γι αυτό, σε παρακαλώ, να προσέξης την εξωτερική σου εμφάνιση. Να είσαι απλή. Το χρυσάφι, δεμένο σε πολύτιμες πέτρες, δεν στολίζει γυναίκες σαν και σένα. Πολύ περισσότερο το βάψιμο. Δεν ταιριάζει στο πρόσωπό σου, την εικόνα του Θεού, να την παραποιής και να την αλλάζης, μόνο και μόνο για να αρέσης. Ξέρε το ότι αυτό είναι φιλαρέσκεια και να μένης απλή στην εμφάνιση. Τα βαρύτιμα και πολυτελή φορέματα, ας τα φορούν εκείνες, που δεν επιθυμούν ανώτερη ζωή, που δεν ξέρουν τι θα πη πνευματική ακτινοβολία. Εσύ όμως έβαλες μεγάλους στόχους και υψηλούς στόχους στη ζωή σου. Κι αυτοί οι στόχοι σου ζητούν όλη τη φροντίδα κι όλη την προσοχή.

2. Με το γάμο, η στοργή και η αγάπη σου να είναι φλογερή και αμείωτη για κείνον, που σου δωσε ο Θεός. Για κείνον, που γινε το μάτι της ζωής σου και σου ευφραίνει την καρδιά. Κι αν καταλάβης πως ο άνδρας σου σε αγαπάει περισσότερο απ'  όσο τον αγαπάς εσύ, μην κυττάξης να του πάρης τον αέρα, κράτα πάντα τη θέση που σου ορίζει το Ευαγγέλιο.

3. Εσύ να ξέρης ότι είσαι γυναίκα, έχεις μεγάλο προορισμό, αλλά διαφορετικό από τον άνδρα, που πρέπει να είναι η κεφαλή. Άσε την ανόητη ισότητα των δύο φύλων και προσπάθησε να καταλάβης τα καθήκοντα του γάμου. Στην εφαρμογή τους θα δης πόση αντοχή χρειάζεται για ν' ανταποκριθής, όπως πρέπει  σ' αυτά τα καθήκοντα, αλλά και πόση δύναμη κρύβεται στο ασθενές φύλο.

4. Θα ξέρης πόσο εύκολα θυμώνουν οι άνδρες. Είναι ασυγκράτητοι και μοιάζουν με λιοντάρια. Σ' αυτό το σημείο η γυναίκα πρέπει να είναι δυνατότερη και ανώτερη. Πρέπει να παίζη το ρόλο του θηριοδαμαστή. Τι κάνει ο θηριοδαμαστής όταν βρυχάται το θηρίο; Γίνεται περισσότερο ήρεμος και με την καλωσύνη καταπραΰνει την οργή. Του μιλάει γλυκά και μαλακά, το χαϊδεύει, το περιποιείται και πάλι το χαϊδεύει κι έτσι το καταπραΰνει

5. Ποτέ μην κατηγορήσης και αποπάρης τον άνδρα σου για κάτι που έκανε στραβό. Ούτε πάλι για την αδράνειά του, έστω κι αν το αποτέλεσμα δεν είναι αυτό που ήθελες εσύ. Γιατί ο διάβολος είναι αυτός, που μπαίνει εμπόδιο στην ομοψυχία των συζύγων

6. Να έχετε κοινά τα πάντα και τις χαρές και τις λύπες. Γιατί ο γάμος όλα σας τα έκανε κοινά. Κοινές οι φροντίδες, γιατί έτσι το σπίτι θα στεριώση. Να συμβάλλης εκφράζοντας τη γνώμη σου, ο άνδρας όμως ας αποφασίζη.

7. Όταν τον βλέπης λυπημένο, συμμερίσου τη λύπη του εκείνη την ώρα. Γιατί είναι μεγάλη ανακούφιση στη λύπη, η λύπη των φίλων. Όμως αμέσως να ξαστεριάζη η όψη σου και να σαι ήρεμη χωρίς αγωνία. Η γυναίκα είναι το ακύμαντο λιμάνι για το θαλασσοδαρμένο σύζυγο.

8. Να ξέρης ότι η παρουσία σου στο σπίτι σου είναι αναντικατάστατη, γι' αυτό πρέπει να το αγαπήσης μ' όλες τις φροντίδες του νοικοκυριού. Να το βλέπης σαν βασίλειό σου, και να μη συχνοβγαίνης από το κατώφλι σου. Άφησε τις έξω δουλειές για τον άνδρα.

9. Πρόσεχε τις συναναστροφές σου. Πρόσεξε τις συγκεντρώσεις, που πηγαίνεις. Μην πας σε άπρεπες συγκεντρώσεις, γιατί είναι μεγάλος κίνδυνος για την αγνότητά σου. Αυτές οι συναναστροφές αφαιρούν την ντροπή κι απ΄ τις ντροπαλές, σμίγουν μάτια με μάτια, κι όταν φύγη η ντροπή γεννιούνται όλα τα χειρότερα κακά (αιδώς οιχομένη, πάντων γενέτειρα κακίστων). Τις σοβαρές όμως συγκεντρώσεις με συνετούς φίλους να τις επιζητής, για να εντυπώνεται στο νου σου ένας καλός λόγος, ή κάποιο ελάττωμα να κόψης ή να καλλιεργήσης τους δεσμούς σου με εκλεκτές ψυχές. Μην εμφανίζεσαι ανεξέλεγκτα σε οποιονδήποτε, αλλά στους σώφρονες συγγενείς σου, στους ιερείς και σε σοβαρούς νεώτερους ή ηλικιωμένους. Μη συναναστρέφεσαι φαντασμένες γυναίκες, που έχουν το νου τους στο έξω, για επίδειξη. Ούτε ακόμα άνδρες ευσεβείς, που ο σύζυγός σου δεν θέλει στο σπίτι, αν και συ τόσο πολύ τους εκτιμάς. Υπάρχει για σένα πιο ακριβό πράγμα από τον καλό σου σύζυγο, που τόσο αγαπάς;

Από το βιβλίο « ΓΑΜΟΣ - Πνευματικό Γυμναστήριο »
Αρχ. Βασιλείου Π. Μπακογιάννη
Εκδόσεις : Νεκτ. Παναγόπουλος

ΠΗΓΗ:  agioritikovima.gr

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ



(Πιστόν αντίγραφον από το βιβλίον «Ευαγγελικός Κήπος», της Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου Κύπρου).

Ο Όσιος Νείλος έζησε τον 16ο αιώνα. Κατήγετο από ένα χωρίον της Τριπόλεως της Πελοποννήσου. Ασκήτευσεν εις το Άγιον Όρος και εκοιμήθη την 12ην Νοεμβρίου του έτους 1651. Εκ του τάφου του Οσίου ανέβλυσεν ευωδέστατον μύρον δι' αυτό και ονομάζεται μυροβλήτης.
________________________________________


«Κατά το 1900 έτος βαδίζοντας προς τον μεσασμόν του 8ου αιώνος (5.508 χρόνια απο Αδάμ + 2000 μ.Χ. = 7.508 χρόνια) άρχεται ο κόσμος του καιρού εκείνου, να γίνεται αγνώριστος. Όταν πλησιάσει ο καιρός της ελεύσεως του Αντιχρίστου θα σκοτιστεί η διάνοια των ανθρώπων από τα πάθη τα της σαρκός και θα πληθυνθη σφόδρα η ασέβεια και η ανομία' τότε άρχεται ο κόσμος να γίνεται αγνώριστος μετασχηματίζονται αι μορφαί των ανθρώπων και δέν γνωρίζωνται οι άνδρες από τάς γυναίκας διά της αναισχύντου ενδυμασίας και των τριχών της κεφαλής' οι τότε άνθρωποι θά αγριέψουν και θα γίνουν ωσάν θηρία από την πλάνην του αντιχρίστου.


Δέν θα υπάρχει σεβασμός εις τούς γονεις και τους γεροντότερους, η αγάπη θα εκλείψει, οι ποιμένες των Χριστιανών Αρχιερείς και ιερείς θα είναι άνδρες κενόδοξοι, παντελώς μή γνωρίζοντες την δεξιάν οδόν από την αριστεράν.

Τότε θα αλλάξουν τά ήθη και αι παραδόσεις των Χριστιανών και της Εκκλησίας. Η σωφροσύνη θα απολεσθεί από τους ανθρώπους και θα βασιλεύσει η ασωτία. Το ψεύδος και η φιλαργυρία θα φθάσουν εις τόν μέγιστον βαθμόν, και ουαί εις τους θησαυρίζοντας αργύρια.

Αί πορνείαι, μοιχείαι, αρσενοκοιτίαι, κλοπαί και φόνοι, θά πολιτεύωνται, εν τω καιρω εκείνω, και διά την ενέργειαν της μεγίστης αμαρτίας και ασελγείας, οι άνθρωποι θέλουν στερηθεί την χάριν του Αγίου Πνεύματος όπου έλαβον εις το Άγιον Βάπτισμα ως και την τύψιν της συνειδήσεως.

Αί εκκλησίαι του Θεού θά στερηθούν ευλαβών και ευσεβών ποιμένων και αλοίμονον τότε εις τούς εν τω κόσμω ευρισκομένους Χριστιανούς οι οποίοι θα στερηθούν τελείως την πίστην, διότι δέν θά βλέπουν απο κανέναν φως επιγνώσεως, τότε θά αναχωρούν από τον κόσμον εις τα ιερά καταφύγια διά να εύρουν ψυχικήν ανακούφησιν των θλίψεών των και παντού θα ευρίσκουν εμπόδια και στεναχωρίας. Και πάντα ταυτα γενήσονται διά τό ότι ο Αντίχριστος θέλη κυριεύση τά πάντα, και γενήσεται εξουσιαστής πάσης της Οικουμένης και θά ποιη τέρατα και σημεια κατά φαντασίαν' θέλει δέ δώση πονηράν σοφίαν εις τόν ταλαίπωρον άνθρωπον, να εφεύρη νά ομιλεί ο είς πρός τον άλλον, από την μίαν άκρην της γης, έως την άλλην' τότε θά πέτανται στόν αέρα ως πτηνά και διασχίζοντες τόν βυθόν της θαλάσσης ως ιχθύες.

Και ταυτα πάντα ποιουντες οί δυστυχεις άνθρωποι, διαβουντες εν ανέσει, μή γνωρίζοντες οι ταλαίπωροι ότι ταυτα εστί πλάνη του Αντιχρίστου. Και τόσον θά προοδεύση την επιστήμην κατά φαντασίαν ο πονηρός, ώστε αποπλανησαι τούς ανθρώπους και μη πιστεύει είς την ύπαρξην του τρισυποστάτου Θεου.

Τότε βλέπων ο Πανάγαθος Θεός την απώλειαν του ανθρωπίνου γένους, θέλει κολοβώση τάς ημέρας, διά τους ολίγους σωζωμένους, διότι θέλει πλανείσαι εί δυνατόν και τους εκλεκτούς.


Τότε αιφνιδίως θέλει έλθη η δίστομος ρομφαία και θα θανατώσει τόν πλάνον και τους οπαδούς αυτού…».

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Ο Αόρατος πόλεμος - ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ-ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ KB'


Τα ίδια αισθητά πράγµατα που είπαµε, µας χρησιµεύουν ως µέσα
και όργανα, για να διορθώνουµε τις αισθήσεις µας, εάν περνάµε απο
αυτά στη µελέτη του σαρκωθέντος Λόγου και στα µυστήρια της
ζωής και του πάθους του

Παραπάνω σου έδειξα, πως εµείς από τα αισθητά µπορούµε να
ανεβάσουµε τον νου στη θεωρία του Θεού· τώρα µάθε και άλλο τρόπο,
για να ανεβάσης το νου σου στη µελέτη του σαρκωθέντος Λόγου,
σκεπτόµενος τα αγιώτατα µυστήρια της ζωής και του πάθους του. Ολα τα
αισθητά πράγµατα του σύµπαντος κόσµου, µπορούν να βοηθήσουν σ’
αυτή την µελέτη και θεωρία, αν πρώτα συλλογισθής σ’ αυτά, όπως
είπαµε παραπάνω, τον Κορυφαίο Θεό, ως µοναδική και πρώτη αιτία, που
τους εδωσε όλο εκείνο το είναι, την δύναµι, την ωραιότητα και όλες τις
άλλες τελειότητες που έχουν και αν µετά απο αυτά σκεφθής, πόσο
µεγάλη και άπειρη στάθηκε η αγαθότητα αυτού του ίδιου του Θεού, ο
οποίος όντας µοναδική αρχή και Κύριος κάθε δηµιουργήµατος, θέλησε
να πέση τόσο χαµηλα, να γίνη άνθρωπος, να πάθη και να πεθάνη για
τον άνθρωπον, επιτρέποντας στα ίδια έργα των χειρών του, να
οπλισθούν εναντίον του για να τον σταυρώσουν.
Λοιπόν οταν εσύ βλέπης ή άκούς ή πιάνης όπλα, σχοινιά,
ξυλοδαρµούς, στύλους, αγκάθια, καρφιά, σφυριά και άλλα τέτοια,
συλλογ ίσου µε τον νου σου ότι όλα αυτά, στάθηκαν όργανα του
πάθους του Κυρίου σου.
Πάλι, όταν βλέπης ή κατοικής σε σπίτια φτωχικά, ας έρχεται στην
ενθύµησί σου το σπήλαιο και η φάτνη του ∆εσπότου σου. Αν δης να
βρέχη, θυµήσου εκείνη την γεµάτη αίµατα βροχή του ιδρώτα, που έσταζε
στο κήπο από το ιερώτατο σώµα του γλυκύτατου µας Ίησού και
κατάβρεξε την γή. Αν βλέπης την θάλασσα και τα καῒκια, θυµήσου,
πως ο Θεός σου περπάτησε σωµατικά πάνω σε αυτή, και πως
στεκότανε µέσα στα πλοία και δίδασκε τους όχλους από αυτά. Οι
πέτρες, που θα δης, θά σου θυµήσουν εκείνες τις πέτρες, που
συντρίφθηκαν στον θάνατό του· η γη θά σου θυµήση εκείνο το σεισµό,
που έκανε τότε στο πάθος του.
Ο ήλιος, θά σου θυµίση το σκοτάδι, που τον σκοτείνιασε τότε· τα
νερά θα σου θυµήσουν εκείνο το νερό, που έτρεξε από την αγία του
πλευρά, όταν τον ετρύπησε ο στρατιώτης νεκρό στό σταυρό. Αν πίνης
κρασί ή άλλο ποτό, θυµήσου το ξύδι και την χολή, που πότισαν τον
∆εσπότη σου. Αν σε θέλγη η ευωδία των αρωµάτων, τρέξε νοερά στη
δυσωδία, που ο Ιησούς αισθανόταν στο όρος του Γολγοθά, το οποίο
ήταν τόπος της καταδίκης, στο οποίο αποκεφάλιζαν τους ανθρώπους και
γι αυτό ήταν δύσοσµο και βρωµερό.
42
Οταν ντύνεσαι, θυµήσου, οτι ο αιώνιος Λόγος ντύθηκε σάρκα
ανθρώπου για να ντύση εσένα από την θεότητά του. Οταν πάλι
ξεντύνεσαι, σκέψου τον Χριστό σου, που έµεινε γυµνός για να
µαστιγωθή και να καρφωθή στο σταυρό για λογαριασµό σου. Εάν σου
φανή καµµία φωνή γλυκειά και νόστιµη, µετάθεσε την αγάπη στό
Σωτήρα σου, στου οποίου τα χείλη ξεχύθηκε όλη η χάρι και νοστιµάδα,
κατά το ψαλµικό «εξεχύθη χάρις εν χείλεσί σου» (Ψαλµ. 44,3)· και
από την γλυκύτητα της γλώσσης του κρεµόταν ο λαός, κατά τον
Ευαγγελιστή Λουκά· «ο λαός όλος όταν τον άκουγε κρεµόταν από τα
χείλη του» (κεφ. 19,48). Εάν ακούσης ταραχές και φωνές του λαού,
σκέψου εκείνες τις παράνοµες φωνές των Ιουδαίων, «Άρον, Άρον,
σταύρωσον αυτόν», που ακούστηκαν δυνατά στα θεϊκά αυτιά του. Αν
δης κανένα όµορφο πρόσωπο, θυµήσου πως ο ωραιότατος Ίησούς
Χριστός, πάνω απο όλους τους ανθρώπους, έγινε άµορφος, και
ατιµασµένος, χωρίς καµία οµορφιά πάνω στο σταυρό για την αγάπη
σου. Κάθε φορά, που θα κτυπήση το ρολόϊ, ας ερθη στο νου σου εκείνο
το λυποθύµισµα της καρδιάς, που ένιωσε ο Ιησούς, όταν άρχισε στό
κήπο να φοβάται την ώρα του πάθους και του θανάτου, που πλησίασε·
ή νόµισε πως ακούς εκείνους τους σκληρούς χτύπους που ακούγονταν
από τα σφυριά, όταν τον κάρφωναν στο σταυρό. Και για να πώ απλά, σε
κάθε λυπηρή αφορµή που θα σε βρή ή βρή άλλους, σκέψου πως δεν είναι
µηδέν κάθε λύπη και δοκιµασία, κατ’ αναλογία και οµοιότητα των
ανήκουστων δοκιµασιών, που καταπλήγωσαν και συνέτριψαν το
σώµα και την ψυχή του Κυρίου σου.

------------------------------------------------------

42 Για δύο λόγους ο λόφος του Γολγοθά ωνοµάσθηκε Κρανίου τόπος, πρώτα και το πιό σηµαντικό,
γιατί κατά την γνώµη Βασιλείου, Χρυσοστόµου και Θεοφυλάκτου είναι η παράδοσις αυτή οτι,
εκεί ήταν θαµµένο το σώµα του Αδάµ. Γι αυτό και ο µοναχός Επιφάνιος σε αυτό το σύγγραµµα
σχετικά µε την Συρία και την Ιερουσαλήµ λέει· «Υπό τον Γολγοθάν ναός (ήτοι οίκος) µικρός του
Αδάµ εστί και εν αύτω ην η κάρα αυτού υπό το δείγµα του Γολγοθά» οπότε απο αυτό
ονοµάστηκε Κρανίου τόπος· η δεύτερη και πιό πρόχειρη αιτία είναι γιατί κατά την γνώµην του
Κορεσσίου και άλλων ιστορικών, δεν έλειπαν απο εκεί πάντα κρανία σπαρµένα αυτών των

κακούργων που απεκεφάλιζαν, απο τα οποία και ονοµάστηκε Κρανίου τόπος.

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΛΟΥΚΑ «Ἡ παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου»: Εὐαγγέλιο - Ὁμιλία διά τοῦς πλούσιους καί φτωχούς ἐνώπιον τῆς σωτηρίας (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ).



«Εἶπεν ὁ Κύριος· 19  ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς. 20 πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος 21 καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. 22 ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον  Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. 23 καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν  Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. 24 καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ  Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. 25 εἶπε δὲ  Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· 26 καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. 27 εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· 28 ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. 29 λέγει αὐτῷ  Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. 30 ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ  Ἀβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. 31 εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται»


Ἀπόδοση:

Είπε ο Κύριος, «Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος, φορούσε πολυτελή ρούχα και το τραπέζι του κάθε μέρα ήταν λαμπρό. Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές, και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Έρχονταν και τα σκυλιά και του έγλειφαν τις πληγές. Κάποτε πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι τον πήγαν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και τον έθαψαν. Στον άδη που ήταν και βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του το Λάζαρο. Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε: ‘‘πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δάχτύλου του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά’’. Ο Αβραάμ όμως του απάντησε: ‘‘παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως κι ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα λοιπόν αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις. Κι εκτός απ’ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από ’δω σ’ εσάς να μην μπορούν• ούτε οι από ’κει μπορούν να περάσουν σ’ εμάς’’. Είπε πάλι ο πλούσιος: ‘‘τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου, να προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς μου, ώστε να μην έρθουν κι εκείνοι σ’ αυτόν εδώ τον τόπο των βασάνων’’. Ο Αβραάμ του λέει: ‘‘έχουν τα λόγια του Μωυσή και των προφητών• ας υπακούσουν σ’ αυτά’’. ‘‘Όχι, πατέρα μου Αβραάμ’’, του λέει εκείνος, ‘‘δεν αρκεί• αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν’’. Του λέει τότε ο Αβραάμ: ‘‘αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή και των προφητών, ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς, δεν πρόκειται να πεισθούν’’».


Ο ανώνυμος πλούσιος της παραβολής τού ευαγγελίου και κάθε πλούσιος απέτυχε της σωτηρίας όχι εξαιτίας τού πλούτου του, αλλ’ εξαιτίας τής φιληδονίας, της ασπλαγχνίας και της μισοξενίας. Υπάρχει όμως και ο σωζόμενος πλούσιος, τον οποίο ο Κύριος παρουσίασε στην ίδια αυτή παραβολή· είναι ο Αβραάμ, ο οποίος σώθηκε, και μάλιστα δέχεται στους κόλπους του αυτούς που σώζονται, λόγω της φιλοθεΐας, της ευσπλαχνίας και της φιλοξενίας, δηλαδή λόγω της αρετής του. 

ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ ΠΟΥ ΛΕΓΕΙ
«ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΦΟΡΟΥΣΕ ΠΟΡΦΥΡΑ»
Όπου γίνεται λόγος για πλούσιους και φτωχούς, και ποιός είναι ο σωζόμενος πλούσιος


Τα εφόδια για τις ανάγκες του σώματος άλλα βέβαια τα έχομε ο καθένας από τα επαγγέλματά μας, και άλλα τα παίρνομε ο ένας από τον άλλο, προσφέροντας ο ένας στον άλλο τα δικά του. Γιατί δεν είναι το ίδιο πράγμα ο γραμματικός και ο γεωργός, ο ράπτης και ο υφαντής, ο οικοδόμος και ο υποδηματοποιός, ο ιατρός και καθένας από τους άλλους επαγγελματίες. Επειδή λοιπόν ο καθένας δεν έχει όλα όσα του χρειάζονται, οπωσδήποτε όμως τα έχει ανάγκη όλα αυτά ο καθένας, βρέθηκε ως μέσο το νόμισμα, μέσω του οποίου με τρόπο κοινωφελή και τα αγαθά που περισσεύουν προσφέρονται σε άλλους, και αποκτώνται αυτά που λείπουν. Πράγματι ο γεωργός δίνει τα περισσεύματά του στους μη γεωργούς, και αφού λάβει το αντίτιμο γι’ αυτά, αγοράζει το σπίτι τυχόν ή το ύφασμα· και ο υποδηματοποιός, αφού πωλήσει τα υποδήματα και λάβει ικανοποιητικά χρήματα, ικανοποιεί την ανάγκη των ελλείψεων, και έτσι με την μεταξύ μας δοσοληψία συγκροτείται ο βίος όλων μας, και γι’ αυτό υπάρχουν οικισμοί και πόλεις, και γι’ αυτό ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ζώο.

Στις πνευματικές ασχολίες όμως και στα σχετικά με την αρετή δεν συμβαίνει το ίδιο· γιατί εκείνος που είναι σώφρων, αλλ’ όχι δίκαιος, δεν μπορεί να δώσει κάτι από τη σωφροσύνη του στον δίκαιο και να πάρει από εκείνον δικαιοσύνη ούτε αυτός που είναι αληθής στους λόγους, αλλά δεν είναι ανεξίκακος, θα μπορούσε ν’ αποκτήσει κάτι από άλλον με ανταλλαγή ή να μεταδώσει από την αλήθεια σε όποιον δεν έχει, εννοώ από την αλήθεια που αυτός είπε· ούτε υπάρχει σ’ αυτά μέσο, σαν κάποιο νόμισμα, που να ρυθ­μίζει τις μεταξύ τους ανταλλαγές και να τις καθιστά ισότιμες. Γι’ αυτό πρέπει και είναι αναγκαίο, αδελφοί, ο καθένας μας να ασκεί κάθε αρετή. Γιατί δεν είναι δυνατό αυτός που δεν κατόρθωσε κάποιαν από αυτές να την πάρει από άλλον, ούτε να διαφύγει την καταδίκη και τιμωρία για τη στέρηση αυτής. Γι’ αυτό λέγει ο Δαβίδ, «αδελφός δεν τον σώζει, θα τον σώσει ξένος άνθρωπος;». Δηλαδή κανένας.

Αλλά, πόση, αλήθεια, είναι η αφάνταστη φιλανθρωπία τού Δεσπότη Χριστού! Γιατί αυτό που δεν είναι δυνατό να λάβει κα­νείς ούτε από τις ισότιμες και αληθινά πολύτιμες αρετές της ψυχής με ανταλλαγή, το κατέστησε με άλλον τρόπο πάμφθηνο. Γιατί μπορεί κανείς με αυτές τις γήινες και χαμηλές ανάγκες τού σώμα­τος, εννοώ με τα φαγητά και τα ποτά, με τα ενδύματα, με το χρυ­σάφι και το ασήμι που καθένας έχει (γιατί όλα αυτά είναι γη και χώμα και τίποτε δεν υπάρχει ατιμότερο από αυτά), μπορεί λοιπόν κανείς σύμφωνα με τη δεσποτική υπόσχεση και παραίνεση με αυτά τα ασήμαντα, αν προσφέρει τα περισσεύματα σ' αυτούς που έχουν τις αρετές (γιατί αυτοί είναι τελείως φτωχοί ως προς τα αναγκαία για το σώμα), με αυτή τη μετάδοση ν’ αναπληρώσει την έλλειψη των αρετών και να διαφύγει την ευθύνη για την στέρησή τους. Και αυτό δηλώνοντας ο μέγας Παύλος γράφοντας προς τους Κορινθίους, ονομάζει αυτή τη μετάδοση κοινωνία προς τους αγίους, και προχωρώντας προσθέτει, «το περίσσευμά σας πρέπει να αναπληρώνει το υστέρημα εκείνων, ώστε και το περίσσευμα εκείνων να αναπληρώσει το δικό σας υστέρημα». Ο Κύριος πάλι λέγει· «κάνετε φίλους από τον μαμωνά τής αδικίας, ώστε, όταν αποδημήσετε, να σας δεχθούν στις αιώνιες σκηνές», μαμωνά αδι­κίαςονομάζοντας το περίσσευμα των αναγκαίων, που δεν δίνεται σε εκείνους που έχουν ανάγκη.

Πρέπει λοιπόν, όπως είπα, ο καθένας σας, αδελφοί, να ασκεί ορθά κάθε αρετή, και αν μας λείπει κάποια από αυτές, ν’ αναπληρώνομε την έλλειψη με τη μετάδοση από αυτά που έχομε. Αυτός είναι ο δεύτερος πλους τού λόγου, και μάλιστα προς εσάς που ζείτε μέσα στον κόσμο, με τον οποίο θα εξασφαλίσομε τη σωτηρία των ψυχών σας. Αν όμως παραμελήσομε και αυτόν, υπάρχει πολύς φόβος μήπως μας δεχθεί εκείνη η άσβεστη φωτιά και η αιώνια στέρηση. Αυτό θέλοντας να δείξει ο Κύριος, πρόβαλε την παραβολή που διαβάζεται σήμερα στην εκκλησία· «κάποιος άν­θρωπος ήταν πλούσιος, και φορούσε πορφύρα και μεταξωτά ενδύματα, ζώντας καθημερινά μέσα σε λαμπρή πολυτέλεια». Όλη η φροντίδα τού πλουσίου ήταν για τον ιματισμό και τον καλλωπισμό και την πολυτέλεια των ενδυμάτων, και για τα τραπεζώματα και τα φαγοπότια και τις απολαύσεις. Υπήρχε όμως και ένας φτωχός, ονομαζόμενος Λάζαρος, ο οποίος ήταν ξαπλω­μένος κοντά στην πύλη τού πλουσίου γεμάτος πληγές και επιθυμούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέ­ζι τού πλουσίου, αλλά και τα σκυλιά έρχονταν και έγλειφαν τις πληγές του».

Βλέπετε την πλήρη έλλειψη κοινωνίας του πλουσίου προς τον φτωχό Λάζαρο; Ο πρώτος παραχόρταινε καθημερινά από την τράπεζά του που ήταν γεμάτη από παντός είδους φαγητά και πολυτελή καρυκεύματα, ενώ ο Λάζαρος επιθυμούσε να χορτάσει και από τα ευτελέστατα πράγματα, γιατί ποτέ δεν είχε χορτάσει. Εκείνος έλαμπε από την πορφύρα και τα μεταξωτά που φο­ρούσε και από τον υπερβολικό εξωραϊσμό τού εύρωστου σώμα­τος, ενώ ο Λάζαρος είχε και τα ξεσχισμένα ράκη του γεμάτα από βρωμιά και δυσωδία, γεμάτος πληγές και περιρρεόμενος από πύο. Εκείνος καθόταν σε ψηλό θρόνο περικυκλωμένος από το πλήθος των υπηρετών, ενώ ο Λάζαρος ήταν ξαπλωμένος κάτω στο έδαφος κοντά στην πύλη μη έχοντας κάποιον ούτε για να απομακρύνει τα σκυλιά.

Αλλά για ποιό λόγο τον φτωχό αποκαλεί με το όνομά του, ενώ τον πλούσιο τον ανέφερε χωρίς το όνομά του; Μπορούμε βέβαια να πούμε, ότι το όνομα αυτού του φτωχού σύμφωνα με τον ευαγγελικό λόγο είναι γραμμένο στους ουρανούς, ενώ του πλουσίου εξαλείφθηκε και χάθηκε από εκεί και η μνήμη μαζί με το όνομα. Γιατί και ο Ψαλμωδός λέγει για τους ανθρώπους αυτού του εί­δους· «δεν θα αναφέρω τα ονόματά τους με τα χείλη μου». Επει­δή όμως και κάθε πλούσιος μπορεί ν’ αποδώσει στον εαυτό του την παραβολή και θεωρώντας εκείνον ως τον εαυτό του, να λάβει από αυτό αφορμή μετάνοιας, ο πλούσιος αναφέρθηκε χωρίς το όνομά του, ώστε έτσι ο λόγος ν’ αφορά προς κάθε πλούσιο, ο κάθε φτωχός όμως δεν μπορεί να θεωρήσει τον εαυτό του Λάζαρο, ακόμη και αν βρίσκεται σε κατάσταση σαν εκείνου· γιατί πρέπει να περιμένει με ταπείνωση τη δεσποτική απόφαση. Γι’ αυτό λοι­πόν ο φτωχός αναφέρθηκε με το όνομά του.

«Συνέβηκε όμως», λέγει, «να πεθάνει ο φτωχός και να μετα­φερθεί από τους αγγέλους στον κόλπο του Αβραάμ». Ο φτωχός οδηγείται με υπερκόσμια τιμή ως αθλητής προς τα στεφάνια. Αφού όμως ο Κύριος έδειξε τον μη σωζόμενο πλούσιο, μας δεί­χνει ευθύς αμέσως και τον σωζόμενο πλούσιο· τέτοιος βέβαια είναι ο Αβραάμ. Δεν τον ονομάζει όμως αυτόν πλούσιο, επειδή θεω­ρούσε ανώτερη από τον πλούτο την αρετή. Γιατί έδειχνε προς όλους αγάπη και διάθεση πατέρα· γι’ αυτό και ονομάζεται με το ανώτερο από εκείνα που είχε, δηλαδή την αρετή· γιατί το όνομα Αβραάμ ερμηνευόμενο σημαίνει «πατέρας πολλών». Ο πλούσιος όμως εκείνος δεν είχε τίποτε ανώτερο από τον γήινο και παρερχόμενο πλούτο· γι’ αυτό και έφερε το όνομα από εκείνον. Δεν έχασε όμως τη σωτηρία εξ αιτίας τού πλούτου, αλλ’ εξ αιτίας της φιληδονίας και της ασπλαγχνίας και της μισοξενίας. Και ο Αβραάμ ασφαλώς ήταν πλούσιος, αλλ’ εξ αιτίας της φιλοθεΐας και της ευσπλαγχνίας και της φιλοξενίας όχι μόνο σώθηκε, αλλά και έγινε τόπος των σωζομένων. Γι’ αυτό και ο Λάζαρος, όταν πέθανε, μετα­φέρθηκε από τους αγγέλους (γιατί αυτοί είναι, σύμφωνα με τον Παύλο, διάκονοι «για εκείνους που πρόκειται να κληρονομήσουν τη σωτηρία»· μεταφέρθηκε λοιπόν από αυτούς στον κόλπο τού Αβραάμ· κόλπος ασφαλώς του Αβραάμ είναι η χώρα των ζώντων, η κατοικία τών αιώνια ευφραινομένων, η περιοχή τών αιώ­νιων αγαθών.


«Πέθανε όμως», λέγει, «και ο πλούσιος και τάφηκε». Ίσως ο Λάζαρος δεν αξιώθηκε ούτε ταφής όταν πέθανε, αφού δεν είχε κάποιον να τον κηδεύσει· γι’ αυτό στην περίπτωση εκείνου δεν ανέφερε καθόλου ταφή, εδώ όμως αναφέρεται ότι, uiuv JlfcVJULVC U πλούσιος, «και τάφηκε». Αναφέρεται επίσης και για τον λόγο ότι η φαντασία και πολυτέλεια των πλουσίων φθάνει μέχρι τον τάφο. Αλλά ο τέτοιου είδους τάφος των τέτοιου είδους πλουσίων γίνε­ται γι’ αυτούς θύρα, αλλοίμονο!, του άδη και των βασάνων στα καταχθόνια. Γιατί λέγει, τάφηκε ο πλούσιος «και βρισκόμενος στον άδη, σηκώνοντας τα μάτια του, ενώ βασανιζόταν, βλέπει τον Αβραάμ από μακριά και τον Λάζαρο στους κόλπους του». Κάποτε ο πλούσιος έβλεπε τον Λάζαρο πεσμένο μπροστά στον πυλώνα του, πληγωμένον από την πείνα και κυλιόμενον στη σκόνη τού εδάφους και μη έχοντας τη δύναμη ούτε να κινείται, και τον περιφρονούσε, τώρα βρισκόμενος κάτω αυτός ο ίδιος και βασανιζόμενος και μη μπορώντας ν’ αποφύγει τους βασανισμούς, σηκώνοντας τα μάτια του βλέπει τον Λάζαρο πάνω σε σκηνές αναψυχής να διαμένει με πολλή άνεση και να ζει στους κόλπους τού Αβραάμ, και δεν προσπαθεί να τον παραβλέπει, αλλά μάλλον ζητεί να μη παραβλεφθεί από εκείνον που προηγουμένως παραβλέφθηκε από αυτόν. Εκεί βέβαια που ήταν τόπος ελέους, δη­λαδή στη γη, δεν τον ζήτησε ούτε τον επεδίωξε, εκεί όμως που η δικαιοσύνη είναι ανελέητη, ζητεί μάταια το έλεος· γιατί λέγει, «φώναξε και είπε· πατέρα Αβραάμ, ελέησέ με και στείλε τον Λά­ζαρο, για να βυθίσει το άκρο τού δακτύλου του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου· γιατί υποφέρω μέσα σ’ αύτή τη φλό­γα». Περιόρισε την παράκληση στο πολύ ελάχιστο, γιατί δεν είχε το θάρρος να ζητήσει τίποτε παραπάνω, έχοντας αυτοκατάκριτη τη συνείδηση.

Φώναξε βέβαια, επειδή το μεταξύ τους διάστημα ήταν μεγάλο. Παρουσιάσθηκε επίσης να λέγει πατέρα τον Αβραάμ, για να διδαχθούμε ότι ανήκε στο γένος των θεοσεβών εκείνος ο πλούσιος, και να μη νομίζομε ότι τηγανίζεται ως δυσσεβής. Γιατί περιζώσθηκε από την άσβεστη φλόγα τού πυρός ως άσπλαχνος και φιλήδονος, αν και κατά την καταγωγή ήταν συγγενής τού Αβραάμ. Λέγει όμως, «ελέησέ με, γιατί υποφέρω, και στείλε τον Λάζαρο», τον οποίο αυτός δεν ελέησε όταν υπέφερε μπροστά στον πυλώνα· γι’ αυτό και δεν απηύθυνε προς αυτόν την παράκληση. Παρακαλεί για μια σταλαγματιά και μια μικρή ρανίδα που δροσίζει τη γλώσσα, και δεν το πετυχαίνει. Βλέπετε την ανταπόδοση της τιμω­ρίας με το παραπάνω; Γιατί ο κάποτε φτωχός Λάζαρος δεν μπο­ρούσε να χορτάσει με τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του, τώρα όμως αυτός όχι μόνο το χόρτασμα και των πλέον ακόμη ευτελών πραγμάτων έχει στερηθεί, αλλά δεν αξιώνεται ούτε μιας μικρής στάλας νερού. Γιατί λέγει, «είπε προς αυτόν ο Αβραάμ, τέκνο, θυμήσου ότι συ απολάμβανες τα αγαθά σου στη ζωή, και ο Λάζαρος ομοίως τα κακά· τώρα όμως αυτός απολαμβάνει την αναψυχή και συ υποφέρεις».

Λυπάται βέβαια ο Αβραάμ τον πλούσιο που βρισκόταν στη φλόγα· γι’ αυτό και τον αποκαλεί με συμπάθεια, «τέκνο». Τον λυ­πάται όμως, νομίζω, όχι μάλλον για την τιμωρία του, αλλά για την ακόμη ενεργούμενη σ’ αυτόν κακία. Γιατί δεν είχε έρθει ακόμη σε συναίσθηση των αμαρτημάτων δεν είχε αντιληφθεί ότι δίκαια τηγανιζόταν. Δεν λέγει, ελέησέ με, γιατί εγώ άναψα αυτή τη φω­τιά για τον εαυτό μου, εγώ θησαύρισα αυτές τις οδύνες για τον εαυτό μου· αντί για τους αυλούς και τους θορύβους και τα σιχα­μερά άσματα έχω τις κραυγές και τους θρήνους και τους φρικωδέστατους ήχους τού πυρός που παφλάζει επάνω μου, αντί για τις ευχάριστες οσμές τον ατμό τού πυρός, αντί για τα περιττά φαγητά και τα ποτά και την απόλαυση από αυτά έχω τη γλώσσα που ξηραίνεται τελείως από αυτή τη φλόγα και την μέχρι σταγόνας έλλειψη, αντί για τις πορνικές πυρώσεις όλο το σώμα μου το καταφλέγει η φωτιά. Δεν είπε αυτά, αλλά παραπονείται κλαίοντας για τις οδύνες μόνο. Τί απαντά λοιπόν προς αυτόν ο Αβρα­άμ; Έλα κάποτε στον εαυτό σου· ομολόγησε ότι δίκαια παραδό­θηκες στη φλόγα, ενθυμούμενος ότι απόλαυσες στη ζωή σου τα αγαθά σου, αυτά που νόμισες ότι είναι αγαθά σου, που προτίμη­σες ν’ αποκτήσεις από εκείνα που προσφέρθηκαν στη διάθεσή σου, τα οποία επεδίωξες και έλαβες, δηλαδή τα πρόσκαιρα. Γιατί αυτά προτίμησες από τα αιώνια. Ο Λάζαρος όμως, λέγει, δοκίμα­σε τα αντίθετα κακά, δηλαδή τις κακώσεις τού σώματος· γι’ αυτό τώρααυτός απολαμβάνει αιώνια αναψυχή, αφού τότε έπασχε πρόσκαιρα από τα κακά, και συ υποφέρεις ακατάπαυστα, αφού τότε καλοπερνούσες και απολάμβανες πρόσκαιρα τις ηδονές.

Πώς όμως δεν είπε «έλαβες», αλλ’ «απέλαβες»; Για να δείξει ότι αυτός που στη ζωή αυτή είναι προσκολλημένος στις ηδονές και τις απολαύσεις κι έχει με υπεραφθονία τα χρήματα και τον πλούτο και κάνει κατάχρηση της ευπορίας, κι αν ακόμη κατορθώσει κάτι από τα άλλα, δεν θα λάβει μισθό· γιατί αντί για μισθό έχει την τωρινή ευπορία και καλοπέραση, όπως εκείνος που κατατρύχεται από τη φτώχεια και την ασθένεια και τα υπομένει γενναία έχει ως ανταπό­δοση των πλημμελημάτων την εδώ κακοπάθεια της σάρκας.

Αλλ’ «εκτός απ’ όλα αυτά», λέγει, «ανάμεσα σ’ εμάς και σε σας υπάρχει μεγάλο χάσμα, για να μη μπορούν να περάσουν αυτοί που θέλουν από εδώ προς εσάς, ούτε να περνούν από εκεί προς εμάς». Βλέπετε ότι και ο ίδιος ο Αβραάμ δεν μπορεί, και αν ακόμη θέλει, να βοηθήσει τους εκεί καταδικασμένους; Γιατί το αναμεταξύ χάσμα είναι αδιάβατο για όλους, ώστε και όσοι θέλουν να περά­σουν να μη μπορούν· «ούτε οι από εκεί», λέγει, «μπορούν να περ­νούν προς εμάς». Φαίνεται να βρίσκονται πιο μέσα από τη φλόγα οι άλλοι τιμωρούμενοι, τους οποίους ο Αβραάμ λέγει «από εκεί», αλλά και δοκιμάζουν σφοδρότερα τη φωτιά, ώστε να μη μπορούν να μιλούν καθόλου. Αυτοί ενδεχομένως να είναι εκείνοι που στον παρόντα κόσμο εκτός από το ότι δεν δίνουν από τα αγαθά τους πλουτούν και με αρπαγή, πράγμα για το οποίο δεν κατηγορήθηκε ο πλούσιος αυτός· γιατί δεν κατακρίνεται ως άρπαγας και άδικος, αλλά μόνο ως άσπλαχνος και φιλήδονος. Προς αυτόν λέγει ο Αβραάμ ότι, επειδή προτίμησες τον απολαυστικό και άνετο και πρόσκαιρο βίο αντί για τον εγκρατή, τώρα δίκαια σε κυρίευσε οδύνη και θλίψη και στενοχώρια. Επειδή όμως και προς τους φτω­χούς δεν είχες καμμιά κοινωνία με την ελεημοσύνη, ούτε απέκτησες φίλους από τον μαμωνά της αδικίας, ούτε έδωσες το περίσσευμά σου προς αναπλήρωση του υστερήματος εκείνων, αλλ’ έμεινες εντελώς ακοινώνητος προς τους αγίους, απομακρυσμένος από αυ­τούς όπως είναι απομακρυσμένη από την αρετή η κακία, γι’ αυτό τώρα ανάμεσα σ’ εμάς που έχομε ζήσει με αρετή και σ’ εσάς που έχετε ζήσει με κακία υπάρχει μεγάλο και αδιάβατο χάσμα, ώστε να μη μπορούμε ποτέ να μεταβούμε ο ένας προς τον άλλο. Παριστάνει βέβαια με αυτά το ατελείωτο και αμετάθετο τόσο της κόλασης των αμαρτωλών, όσο και της άνεσης των δικαίων.

Αλλ’ ο πλούσιος, όντας ανόητος, ούτε έτσι σωφρονίσθηκε, ούτε σταμάτησε την κακία, ούτε κατέκρινε τον εαυτό του, αλλ’ επιχειρεί ακόμη να δικαιώνει τον εαυτό του και, σαν να μη τον είχε κανείς βεβαιώσει προηγουμένως για τον τόπο αυτόν των βασάνων, λέγει, «σε παρακαλώ λοιπόν, στείλε τον Λάζαρο στον πατρικό μου οίκο (γιατί έχω πέντε αδελφούς), για να τους διαβεβαιώσει, ώστε να μη έρθουν και αυτοί στον τόπο αυτόν των βασάνων». Δείχνει δη­λαδή ότι, αν είχε και αυτός ένα μάρτυρα προηγουμένως, δεν θα έκαμνε εκείνα, για τα οποία καταδικάσθηκε στη γέεννα. Όταν όμως ο Αβραάμ είπε, «έχουν τον Μωϋσή και τους προφήτες, ας ακούσουν αυτούς» (γιατί ο Μωϋσής σαν εκπρόσωπος του Θεού λέγει στην ωδή, «έχει ανάψει φωτιά από τον θυμό μου, θα φθάσει η φλόγα μέχρι τα βάθη του άδη», ενώ ο Ησαΐας, συμφωνώντας με τους άλλους προφήτες, λέγει· «θα κατακαούν οι άνομοι και οι αμαρτωλοί συγχρόνως και δεν θα υπάρχει κανείς να σταματήσει τη φωτιά»)· λέγοντας αυτά ο Αβραάμ, εκείνος πάλι αντιλέγοντας λέγει· «όχι, πάτερ Αβραάμ, αλλ’ αν κάποιος από τους νεκρούς πάει προς αυτούς, θα μετανοήσουν». Τί απαντά λοιπόν πάλι σ' αυτό ο Αβραάμ; «Αν δεν ακούνε τον Μωϋσή και τους προφήτες, ούτε, αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς, θα πιστέψουν», σαν να του έλεγε ακριβώς αυτό, ότι, επειδή πριν πεθάνεις δεν ενδιαφερόσουν καθόλου για τους μωσαϊκούς και προφητικούς λόγους, κι αν ακόμη έβλεπες νεκρό αναστημένο, δεν επρόκειτο να απομακρυνθείς από τη σπατάλη και την ασπλαγχνία πιστεύοντας σ’ εκείνον. Γι’ αυτό τώρα, που έχεις περικυκλωθεί δίκαια από το πυρ τής γέεννας αντιμετωπίζεις ανελέητους και ακατάπαυστους τους φρικτούς πόνους.

Ο πλούσιος λοιπόν εκείνος, αδελφοί, έχοντας τον Μωϋσή και τους προφήτες, από τους οποίους κανένας δεν αναστήθηκε από τους νεκρούς, φαινόταν να έχει κάποια πρόφαση, εμείς όμως μαζί μ’ εκείνους ακούμε και εκείνον που αναστήθηκε από τους νεκρούς για χάρη μας να λέγει· «μη θησαυρίζετε για τους εαυτούς σας θησαυρούς πάνω στη γη, αλλά θησαυρίζετε θησαυρούς για τον ουρανό»· επίσης «σ’ όποιον σου ζητεί δίνε, και αυτόν που θέλει να δανεισθεί από σένα μη τον διώξεις»· και «δώστε από αυτά που έχετε ελεημοσύνη, και να όλα θα είναι καθαρά για σας». Εάν όμως κάποιος τρώγει και πίνει μαζί με μέθυσους, και προς τους φτωχούς είναι σκληρός και άσπλαχνος, «θα έρθει», λέγει, «ο Κύριος σε ημέρα που δεν την περιμένει και σε ώρα που δεν τη γνωρίζει, και θα τον ξεχωρίσει και θα τον τοποθετήσει στη μερίδα των απίστων».

Αφού λοιπόν δεν σας μένει καμμιά πρόφαση, επειδή «κανενός η ζωή δεν εξαρτάται από τα περισσεύματα των υπαρχόντων του», όποιος έχει κάτι που του περισσεύει ας το δίνει σε εκείνους που δεν έχουν, εισαγόμενος με αυτόν τον τρόπο στον κλήρο τού πατέρα τών σωζομένων Αβραάμ, ενώ οι φτωχοί να μιμούνται την καρτερία τού Λαζάρου, κερδίζοντας με την υπομονή τους τις ψυχές τους και με την ταπείνωσή τους αποκτώντας μόνοι τους τους κόλπους εκείνους του Αβραάμ, από τους οποίους «έχει αποδράσει κάθε οδύνη και λύπη και στεναγμός», και επικρατεί χαρά και απόλαυση και θυμηδία ένθεη και ατελείωτη. Γι’ αυτό μάλιστα ο Χριστός μάς φανέρωσε τα εκεί μ’ αύτή την παραβολή, ώστε, αφού βελτιωθούμε με τη μετάνοια, να μας καταστήσει άξιους εκείνων των αιώνιων απολαύσεων, απαλλάσσοντάς μας από τα βάσα­να που επιφυλάσσονται εκεί· γιατί λέγει, «αυτός που γνώρισε το θέλημα του Κυρίου του και δεν το έπραξε, θα δεχθεί μεγάλη τιμωρία».

Αφού μας είπε αυτά και τα παρόμοια και μας διεβεβαίωσε αυτός που έπαθε και τάφηκε και αναστήθηκε από τους νεκρούς, ανέβηκε στους ουρανούς. Ανέδειξε όμως πολυάριθμο πλήθος μαρτύρων της παρουσίας του και της αληθείας τών όσων κηρύχθηκαν από αυτόν,...

...ας δείχνομε υπακοή στην αυτοαλήθεια ζώντας με τρόπο θεάρεστο,... να ποθήσομε, και με έργα μέχρι τέλους να επιζητήσομε την μακαριότητα που επιφυλάσσεται στους ουρανούς για εκείνους που έζησαν εδώ με τρόπο θεοφιλή.

Αυτή τη μακαριότητα είθε να επιτύχομε όλοι εμείς με τη χάρη και φιλανθρωπία τού Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, στον οποίο πρέπει δόξα, δύναμη, τιμή και προσκύνηση μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.


(Πηγή: Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)

www.alopsis.gr 


ΚΥΡΙΑΚΗ Ε' ΛΟΥΚΑ: Ὁμιλία εἰς τόν πλούσιον καί εἰς τόν Λάζαρον (Ὁσίου Ἀστερίου Ἐπισκόπου Ἀμασείας)



Ὁμιλία τοῦ Ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀστερίου Ἐπισκόπου Ἀμασείας, στό κατά Λουκάν Εὐαγγέλιον εἰς τόν πλούσιον καί εἰς τόν Λάζαρον

Ο Θεός και Σωτήρ ημών εκπαιδεύει τους ανθρώπους όχι μόνον με αποφατικά και δογματικά θεσπίσματα, ώστε να μισούν την κακίαν και να αγαπούν την αρετήν, αλλά χρησιμοποιώντας και διαφωτιστικά υποδείγματα, παραδίδει με σαφήνεια τα μαθήματα της αγαθής βιοτής. Μας βοηθεί έτσι με έργα και με λόγους, να προαχθούμε στην κατάληψη της αγαθής και φιλοθέου ζωής. Πράγματι, αφού επανειλημμένως μας έχει παραγγείλει με το στόμα των Προφητών και των Ευαγγελιστών, αλλά και με την φωνήν την ιδικήν του, να αποστρεφώμεθα μεν τον υπερήφανον και υπεροπτικόν πλούτον, την δε φιλάνθρωπον διάθεση και την συνδυασμένην με την αρετήν πτωχεία να την αγαπούμε, έτσι και τώρα για να κάμει ακόμη πιο αξιόπιστον την συμβουλή για το καλόν, τεκμηριώνει τον λόγον με πρακτικά υποδείγματα, και με μίαν διήγηση περιγράφει τον πλούσιον και τον πτωχόν. Μας παρουσιάζει την αγάπη του ενός προς τις τιμές και τις απολαύσεις, σε συνδυασμό με την τεθλιμμένην ζωήν του άλλου, αλλά και την κατάληξη που είχε ο καθένας, για να ερευνήσωμε σε ποίον από τους δύο αυτούς αντιθέτους τρόπους ζωής υπάρχει η αλήθεια, και να γίνωμε συνετοί κριταί του εαυτού μας.

«Άνθρωπός τις ην πλούσιος και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον». Με την χρήση δύο συντόμων ονομάτων ο λόγος εμπαίζει και διακωμωδεί την πλαδαρά και άμετρον διάχυσιν όσων πλουτούν κακώς. Διότι της μεν πορφύρας το χρώμα είναι πολυδάπανον και εξεζητημένον, της δε βύσσου η χρήσις τουλάχιστον δεν είναι αναγκαία. Εκείνοι όμως που εχουν εκλέξει τον ορθόν και απερίεργον τρόπον ζωής, αρέσκονται και αγαπούν να χρησιμοποιούν μόνον τα αναγκαία, να αποφεύγουν δε τον συρφετόν της ματαίας κενοδοξίας, καθώς και την πολυδάπανον διαβίωσιν, ως μητέρα της κακίας. Και για να γνωρίσωμε σαφέστατα την δύναμη του λεγομένου, ας καθορισθεί πρώτα η χρήσις των ενδυμάτων, ποία είναι τα οριά της και ποίοι οι κανόνες τους οποίους ακολουθούν οι συνετοί. Τι λέγει λοιπόν ο νόμος του δικαίου; Ο Θεός εδημιούργησε το πρόβατον με πλουσίαν κόμη και πολύ μαλλί. Πάρτο αυτό, κόψτου το μαλλί και δώστο στην υφαντικήν τέχνη. Κατασκεύασε με αυτό χιτώνα και ιμάτιον, ώστε να αποφεύγεις την ταλαιπωρίαν του χειμώνος και την βλάβη από τον καύσωνα. Εάν πάλι χρειάζεσαι και ένα ελαφρότερον ένδυμα κατά την εποχήν του θέρους, ο Θεός έδωσε την χρήσιν του λινού για μεγαλυτέραν άνεσιν. Σου είναι πολύ εύκολον να αποκτήσεις από αυτό το υλικόν όμορφο κάλυμμα για το σώμα σου, το οποίον θα σε ενδύει, και συγχρόνως θα σε δροσίζει με την ελαφρότητά του. Και όταν θα τα απολαύσεις αυτά, απόδωσε στον Κτήστιν ευχαριστία για το ότι όχι μόνο μας εδημιούργησεν, αλλά και για την ασφάλεια της ζωής μας εφρόντισεν. Αν όμως αφήσεις το πρόβατον και το μαλλί του και τα άλλα αναγκαία παρασκευάσματα για τα οποία έχει προνοήσει ο δημιουργός των όλων, και παρεκκλίνοντας σε ανοήτους επιθυμίες επιζητείς την βύσσον και συνάγεις τα νήματα των περσικών σκωλήκων, υφαίνεις δε αέρινον ιστόν αράχνης, και ερχόμενος στον βαφέα του προσφέρεις μεγάλες αμοιβές για να θηρεύσει κοχλίες από την θάλασσα και να βάψει με το αίμα αυτού του ζώου το ενδυμά σου, αυτό είναι χαρακτηριστικόν ανθρώπου υπερβολικά φιλοκτήμονος, ο οποίος σπαταλά την περιουσίαν του, και δεν έχει πού να διαθέσει το περίσσευμά της. Και για τούτο ευλόγως αυτός ο άνθρωπος μαστιγώνεται από το Ευαγγέλιον κατηγορούμενος ως βλαξ και θηλυπρεπής, αφού καλλωπίζεται με στολισμούς αθλίων κορασίων…

Στην πορφύρα δε και την βύσσον προσέθεσε το oτι ετρυφούσε κάθε ημέρα λαμπρώς. Οπωσδήποτε και τα δύο αυτά φανερώνουν μίαν και την αυτήν εσωτερικήν διάθεση, ο άχρηστος δηλαδή και εξεζητημένος στολισμός των ενδυμάτων, και η ηδυπαθής υποδούλωσις στην γαστέρα και τον φάρυγγα.
Η τρυφή λοιπόν είναι πράγμα που αντίκειται στην φιλάρετο ζωήν, φανερώνει δε μαλθακότητα και σύγχυσιν, άμετρον απόλαυση και ήθος δουλοπρεπές. Και όταν μεν αυτό ακούγεται, φαίνεται ωσάν να είναι ένα και το αυτό πράγμα. Όταν όμως εξετάζεται κατά μέρος και προσδιορίζεται ακριβώς, βλέπουμε ότι συνίσταται από πολλήν και ποικίλην και πολυκέφαλον κακίαν. Διότι τρυφή ημπορεί να υπάρξει και χωρίς την παρουσία πολλών υλικών αγαθών. Είναι δε αδύνατον να συσσωρεύσει κανείς υλικόν πλούτο χωρίς να αμαρτήσει, εκτός εάν συμβεί μία σπανία περίπτωσις, να έχει κάποιος και πλούτον άφθονον και να τηρεί με ακρίβεια το δίκαιον, όπως ο Ιώβ. Αυτός λοιπόν που ζει με τρυφήν χρειάζεται πρώτον οικίαν πολυτελή, στολισμένην όπως οι νύμφες με ψηφίδες και λίθους και χρυσόν, με προσανατολισμό κατάλληλον, ανάλογο με τις εναλλαγές των εποχών του έτους. Διότι πρέπει τον χειμώνα να κατοικεί σε μέρος ευήλιον και στραμμένον προς τις ακτίνες του νότου, η θερινή του όμως κατοικία πρέπει να βλέπει προς βορράν ώστε να αερίζεται από λεπτές και συγχρόνως ψυχρές βορεινές αύρες. Εκτός τούτου χρειάζονται πολυτελή καλύμματα για να ενδύουν τα βάθρα, τις κλίνες, τα στρώματα, τις θύρες. Πράγματι, όλα όσα έχουν, και τα άψυχα, τα ενδύουν επιμελώς, ενώ την ίδια στιγμήν οι πτωχοί ενδύονται ελεεινώς. Πρόσθεσε επί πλέον σ’ αυτά και αναλογίσου τον άργυρο των σκευών, τον χρυσόν, την πολυδάπανον προμήθεια των φασιανών, τον οίνον από την Φοινίκη, ο οποίος ρέει άφθονος για τους πλουσίους και πανάκριβος, από τις αμπέλους της Τύρου. Και εκτός τούτων, όλην την προπαρασκευήν της απολαύσεως, την οποίαν μόνον όσοι την μεταχειρίζονται ημπορούν να κατονομάσουν επιμελώς. Αυξανομένη δε καθημερινώς η τρυφή επί το πολυπλοκώτερον, χρησιμοποιεί στα φαγητά αρώματα από την Ινδίαν, ούτως ώστε οι μυροπώλες υπηρετούν τους μαγείρους περισσότερον από ό,τι οι ιατροί. Εδώ βάλε στο νου σου το πλήθος που περικυκλώνει κάθε τραπέζι, τους τραπεζοποιούς, τους οινοχόους, τους ταμίες και όσους πληρώνονται από αυτούς, τους μουσικούς, τις μουσικές, τις χορεύτριες, τους αυλητάς, τους γελωτοποιούς, τους κόλακες, τους παρασίτους, όλον τον συρφετόν που ακολουθεί την ματαιότητα.

Για να αποκτηθούν όλα αυτά, πόσοι πτωχοί αδικούνται! Πόσοι ορφανοί γρονθοκοπούνται! Πόσες χήρες δακρύζουν! Πόσοι σπαράσσονται δεινώς και τρέχουν στην αγχόνη! Και η ψυχή αυτών των ανθρώπων ωσάν να εγεύθη κάποιο νερό της λήθης, λησμονεί ολοτελώς τον εαυτόν της, δηλαδή ποία είναι και με τι έχει συζευχθεί, και ότι κάποτε αυτή η συζυγία της θα λυθεί, και όταν αναδημιουργηθεί το σώμα θα συγκατοικήσει πάλι μαζί του. Όταν έλθει ο κατάλληλος καιρός, και το απαραίτητον πρόσταγμα το οποίον την αποσπά από την κοινωνία με το σώμα, τότε γίνεται απολογισμός όλης της ζωής και ανωφελής μετάνοια, κατόπιν εορτής. Διότι η μεταμέλεια οφελεί τότε, όταν εκείνος που αλλάζει γνώμην έχει εξουσίαν της διορθώσεως. Όταν όμως η διόρθωσις γίνει ακατόρθωτος, η λύπη είναι άχρηστος, και ματαία η μετάνοια.

«Πτωχός δε τις ην ονόματι Λάζαρος». Και συνεχίζοντας ο λόγος τον χαρακτηρίζει όχι απλώς πτωχόν, δηλ. εστερημένον από δαπάνες και από την κτήση των αναγκαίων, αλλά επί πλέον και κατεχόμενον από οδυνηράν ασθένειαν, και σωματικώς καταβεβλημένον, χωρίς οικία, χωρίς οικογένεια, χωρίς θεραπεία, πεσμένον στην πύλη του πλουσίου. Και πολύ επιμελώς διεκτραγωδεί στην συνέχεια της διηγήσεως τις συμφορές του πτωχού, για να στηλιτεύσει την σκληρότητα εκείνου που δεν τον ελεεί.
Διότι όποιος δεν υποφέρει καθόλου, ούτε συμπάσχει εμπρός στην λιμοκτονία και την ασθένειαν, είναι άλογον θηρίον το οποίον κακώς έχει λάβει μορφήν ανθρώπου, και με την προαίρεσή του διαψεύδει την φύση, ή μάλλον είναι και από τα ίδια τα θηρία πιο ασυμπαθής, αφού και οι χοίροι αισθάνονται κάποιαν λύπην όταν σφάζεται ένας χοίρος, και βλέποντας το θερμόν αίμα να ρέει, γρυλλίζουν μελαγχολικά. Και οι βόες περικυκλώνουν τον φονευόμενον ταύρον, εκδηλώνοντας τον πόνο τους με έναν μυκηθμό γεμάτον πάθος. Τα δε σμήνη των γερανών, όταν κάποια σύντροφός τους πίπτει στην παγίδα, πετούν γύρω από την κρατουμένην και γεμίζουν τον αέρα με μία θρηνητικήν κραυγή, ζητώντας την ομόφυλο και σύντροφό τους. Και ο άνθρωπος, το λογικόν και ήμερον ζώον, το οποίον έχει αποστολήν να ομοιωθεί με τον Θεόν προοδεύοντας στην αγαθότητα, φροντίζει τόσον ολίγον για τους συνανθρώπους του στις οδυνηρές περιστάσεις των συμφορών τους!

Εκείτετο λοιπόν ο πονεμένος αυτός και ευγνώμων πτωχός χωρίς πόδια, διότι αν είχε θα έφευγε από τον απεχθή εκείνον και υπερήφανον, θα άλλαζε τόπον αντί της ξενοκτόνου εκείνης πύλης που ήταν κλεισμένη για τους πτωχούς, στερημένος από χέρια, χωρίς να έχει καν παλάμη να απλώσει για ελεημοσύνην, με φραγμένα και αυτά τα όργανα της φωνής, παράγοντας μόνον έναν βραχνό και τραχύν ήχον από το στήθος, με ακρωτηριασμένα όλα τα μέλη του, απομεινάρια κακής ασθενείας, μελαγχολικόν δείγμα της ανθρωπίνης αδυναμίας. Αλλά όμως ούτε ο κατάλογος αυτός των συμφορών κατέστη δυνατόν να συγκινήσει εκείνον τον άκαμπτον, αλλά παρέβλεπε σαν κάποιον λίθο τον άνθρωπον, αμαρτάνοντας χωρίς πρόφαση. Διότι δεν ημπορούσε να προβάλει την κοινήν και πρόχειρον δικαιολογίαν ότι δεν εγνώριζα, δεν είχα πάρει είδηση, διέφευγε της προσοχής μου ότι ο πτωχός υποφέρει. Γιατί εκείνος εκείτετο εμπρός στην πύλη, θέαμα για τους εισερχομένους και τους εξερχομένους, για να καταστήσει αναπολόγητον τoν υπερήφανον εκείνον. Επιθυμούσε και τα ψιχία της τραπέζης, και ούτε αυτά ημπορούσε να απολαύσει, αλλά ενώ ο πλούσιος εκινδύνευε να διαρραγεί από την πλησμονήν, ο πτωχός έλιωνε από την πείνα. Είναι καλόν και δίκαιον να αναθέσωμε σε εκείνην την Χαναναίαν από την Φοινίκη να διδάξει τον μισάνθρωπον πλούσιον, λέγοντάς του εκείνα που έχουν γραφεί, δηλαδή: Ω, αχαρακτήριστε και υπερήφανε, «και τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών». Και συ δεν εθεώρησες άξιον αυτής της δωρεάς ούτε τον αδελφόν, τoν συνάνθρωπόν σου; Αλλά οι μεν κύνες ετρέφοντο επιμελώς, οι φύλακες ιδιαιτέρως, οι κυνηγοί του χωριστά, και υπό στέγην κατοικούσαν και κλίνην και υπηρέτες διέθεταν, ο καθένας από τους οποίους είχε την αποστολήν του. Η δε εικόνα αυτή του Θεού, είχε ριφθεί στο χώμα παρημελημένη και καταπατουμένη, αυτή που διεπλάσθη από τoν αριστοτέχνην και δημιουργόν των όλων με το ίδιο του το χέρι, όπως αξιοπίστως τεκμηριώνει ο Μωυσής στην Γένεση.

Και αν ετελείωνε μέχρις εδώ το διήγημα του Λαζάρου, και αυτή ήταν η φύσις των πραγμάτων, ώστε η ζωή μας να περιορίζεται στην ανωμαλίαν αυτού του κόσμου, θα άφηνα παραπονούμενος δυνατές φωνές, πως εμείς που δημιουργηθήκαμε ομότιμοι, διάγουμε τόσον άνισα μαζί με τους συνανθρώπους μας. Επειδή όμως πτωχέ μου αδελφέ, τα υπόλοιπα είναι ωραία να τα ακούσει κανείς, αφού πρώτα στενάξεις για τα προηγούμενα, ετοιμάσου να ευθυμήσεις, μαθαίνοντας την μακαρίαν απόλαυση του συμπτώχου σου. Διότι θα ακούσεις για το ακριβές δικαστήριον του δικαίου κριτού, στο οποίο στενάζει αυτός που έζησε μέσα στα πάθη και τις ηδονές, και τρυφά εκείνος που μοχθούσε. Ο καθένας τους αποκομίζει αυτά που του αξίζουν.

«Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι υπό των αγγέλων εις τoν κόλπον του Αβραάμ». Βλέπεις τους διακονητάς του δικαίου και πτωχού, και τους υπηρέτες της μεταστάσεώς του; Άγγελοι ανέλαβαν να τον προστατεύουν, οι οποίοι βλέποντας προς αυτόν με προσήνεια και πραότητα, προεδήλωναν με το σχήμα τους την απόλαυση και την αίνεση που τον αναμένει. Διότι μετεφέρθη και ετοποθετήθη στις αγκάλες του πατριάρχου Αβραάμ, πράγμα που παρέχει αφορμήν απορίας σε όσους ερευνούν τα βάθη των Γραφών. Πράγματι, εάν όλοι οι δίκαιοι που φεύγουν από την ζωήν αυτήν, μετεφέροντο στoν ίδιον τόπον, η αγκάλη αυτή θα ήταν πολύ μεγάλη, η εκτασίς της θα ήταν άπειρος, εάν βεβαίως έμελλε να χωρέσει όλον το πλήθος των οσίων. Εάν όμως αυτό είναι εντελώς αδύνατον, διότι μια ανοικτή αγκάλη, δύσκολα περικλείει και έναν ακόμη άνθρωπο, το πολύ δε δύο βρέφη, τότε εδώ πρόκειται για κάποιαν θαυμαστήν θεωρίαν, η οποία δια μέσου της εικόνος της αισθητής αγκάλης, μας χειραγωγεί σε κάποια νοητήν πραγματικότητα. Τι εννοεί δηλαδή με αυτό; Ο Αβραάμ, λέγει, δέχεται όσους είχαν θεάρεστον τρόπον ζωής εδώ. Ειπέ μας, λοιπόν, ω θεσπέσιε Λουκά (σου απευθύνομαι σαν να είσαι παρών και να σε βλέπω), γιατί ενώ οι δίκαιοι είναι πολλοί και παλαιότεροι από τoν Αβραάμ, αυτήν την τιμήν την επεφύλαξε γι’ αυτόν που είναι μεταγενέστερος, αποσιωπώντας τoν Ενώχ, τoν Νώε, και όσους άλλους ηκολούθησαν τoν ίδιον τρόπον ζωής;

Αλλά σε αντιλαμβάνομαι νομίζω, και δεν απομακρύνει από το θέμα μας η εξήγηση που έχω στο νου μου. Επειδή δηλαδή ο Αβραάμ ήταν δούλος του Χριστού, και αυτός εδέχθη τις φανερώσεις του Χριστού περισσότερον από τους άλλους ανθρώπους, αλλά και το μυστήριον της Τριάδος διετυπώθη αρκετά φανερά στην σκηνή τούτου του γέροντος, τότε που εφιλοξένησε τους τρείς αγγέλους ως άνδρες οδοιπόρους. Και γενικώς από πολλά μυστικά αινίγματα, αυτός ο άνθρωπος έγινε οικείος του Θεού, ο οποίος μετά από χρόνια εφόρεσε την σάρκα, και δια μέσου του ανθρωπίνου τούτου παραπετάσματος ομίλησε φανερά στους ανθρώπους. Γι’ αυτό λέγει ότι ο κόλπος, η αγκάλη του, είναι ωσάν γαλήνιος λιμένας και ακύμαντον αναπαυτήριον των δικαίων. Διότι η σωτηρία όλων μας και η ελπίς και η προσδοκία του μέλλοντος αιώνος είναι ο Χριστός, ο οποίος ως γνωστόν εβλάστησεν ανθρωπίνως από την σάρκα του Αβραάμ. Και μου φαίνεται ότι η τιμή που αποδίδει ο λόγος προς τoν γέροντα, έχει αναφοράν στoν Σωτήρα, ο οποίος είναι και κριτής και μισθαποδότης της αρετής, και προσκαλεί τους δικαίους με την ευγενικήν φωνή του λέγοντας: «Δεύτε, οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν».

«Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν». Είναι διπλή η έννοια της πτωχείας του Λαζάρου. Δηλώνει αφ’ ενός μεν την έλλειψη των αναγκαίων, αφ’ ετέρου δε την μετριοφροσύνην και την ταπεινότητα του ήθους. Μην οικειοποιείται λοιπόν τον έπαινον της αρετής εκείνος που είναι άπορος από υλικά αγαθά, και πτωχός σε χρήματα, ούτε να νομίζει ότι θα του αρκέσει η πτωχεία για να σωθεί. Διότι δεν επαινείται ο κατ’ ανάγκην πτωχός, αλλά θαυμάζεται εκείνος που έχει και εσωτερικήν μετριοφροσύνην. Επειδή σε αυτούς που απλώς είναι άποροι, έχουν όμως διαγωγήν ακαλλιέργητον και δεν αγωνίζονται για την αρετήν, η αναγκαστική ακτημοσύνη τους γίνεται εφόδιον πολλών και πονηρών τολμημάτων. Και μάλιστα εγώ, όποτε έχω παρευρεθεί σε επίσημο δικαστήριον, είδα ότι όλοι οι κλέπτες και οι σωματέμποροι, οι λωποδύτες και αυτοί οι δολοφόνοι, είναι πτωχοί, χωρίς οικία και οικογένεια. Ως εκ τούτου είναι ολοφάνερον ότι η Γραφή εδώ μακαρίζει τον πτωχόν εκείνον ο οποίος υπομένει τους μόχθους με ψυχήν φιλόσοφον, καρτερεί δε με γενναιότητα τις διάφορες περιστάσεις της ζωής, και δεν καταφεύγει σε καμμίαν κακουργία για να χαρίσει στην σάρκα την απόλαυση της τρυφής. Αυτόν εννοεί σαφώς ο Κύριος στον πρώτον μακαρισμόν, όταν λέγει «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι». Ούτε λοιπόν κάθε πτωχός είναι δίκαιος, αλλά εκείνος που είναι σαν τον Λάζαρον, ούτε κάθε πλούσιος είναι καταδικασμένος, αλλά αυτός που ζεί με προαίρεσιν ομοίαν με εκείνην που είχεν ο σύγχρονος του Λαζάρου.

Και ολοφάνεροι μάρτυρες τούτου είναι όσοι είχαν την εμπειρίαν αυτή στην ζωή τους. Πράγματι, ποίος ήταν πλουσιώτερος από τον Ιώβ; Αλλά όμως η περισσή ευπορία ούτε απεξένωσε τον άνδρα αυτόν από την δικαιοσύνην, ούτε, με έναν λόγον, τον εξώρισεν από την αρετήν. Ποίος ήταν πτωχότερος από τον Ισκαριώτη; Και όμως δεν τον οφέλησε καθόλου η πτωχεία στην σωτηρία του, αλλά μολονότι συνανεστρέφετο με τους ένδεκα πτωχούς φιλοσόφους και μάλιστα με τον ίδιον τον Κύριον, ο οποίος επτώχευσεν αυτοπροαιρέτως, παρεξετράπη από την κακήν του προαίρεση στη φιλαργυρία και από αυτήν εραδιούργησε και την προδοσίαν.

Αξίζει όμως να εξετάσωμε συνετώς και την εκφορά που έγινε στον καθένα τους όταν απέθαναν. Ο μεν πτωχός λοιπόν όταν εκοιμήθη είχεν αγγέλους να τον προστατεύουν και να τον υπηρετούν, οι οποίοι τον οδηγούσαν με καλές ελπίδες στον τόπον της αναπαύσεως. «Ο δε πλούσιος αποθανών», λέγει, «ετάφη». Με κανένα καταλληλότερον τρόπον δεν θα ημπορούσε η Γραφή να περιγράψει, και μάλιστα μονολεκτικώς, την άδοξο κατάληξη του πλουσίου. Διότι όταν ο αμαρτωλός αποθνήσκει, όντως θάπτεται, επειδή είναι χοϊκός κατά το σώμα, γήινος δε και κατά την ψυχήν, αφού με την συμπάθεια προς την σάρκα, έχει υποβιβάσει την φυσικήν υπεροχή της ψυχής προς τα υλικά, και δεν αφήνει καμμίαν αγαθήν ανάμνηση της ζωής του, αλλά καλύπτεται από άδοξο λήθη, και έχει το ίδιο τέλος με τα βοσκήματα. Διότι όπως ο τάφος δέχεται το σώμα, έτσι και ο άδης την ψυχή: δύο σκοτεινά δεσμωτήρια που μοιράζονται του πονηρού ζώου την τιμωρίαν. Και ποίος δεν θα κατηγορούσε τον άθλιον για την απερισκεψία του; Όσον ευρίσκετο επάνω από το χώμα, εκαυχάτο, υπερηφανεύετο, περιφρονούσε όλους τους οικείους και συνανθρώπους του, και θεωρούσε σχεδόν σαν μύρμηκες και σκώληκες όποιους συναντούσε, έτοιμος να διαρραγεί από την κενοδοξίαν. Όταν όμως απεσπάσθη από την ζωήν αυτή, και εστερήθη σαν μαστιγωμένος δούλος από εκείνα που δεν του ανήκαν, των οποίων από μωρίαν ενόμιζε πως είναι κύριος, τότε κρημνίζεται στην αντίρροπο της υπερηφανείας ταπεινότητα, και εκφωνώντας γραώδεις οδυρμούς επικαλείται διαρκώς και ανωφελώς τον Πατριάρχην, λέγοντας: «Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον, ίνα βάψει το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξει την γλώσσαν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη», ζητώντας έλεος, το οποίον δεν έδωσε τότε που είχε πρόχειρον την εξουσία να ευεργετεί. Και είχε την αξίωση να έλθει βοηθός του κατά του πυρός ο Λάζαρος, επιθυμώντας να απομυζήση τον δάκτυλο του λεπρού, δροσισμένον με λίγο νερό. Αυτές είναι οι απερισκεψίες των φιλοσωμάτων, αυτό είναι το τέλος των φιλοπλούτων.

Οφείλει λοιπόν όποιος είναι συνετός και ανησυχεί για το μέλλον, να αποφύγει την πείραν των ομοίων κακών, θεωρώντας την παραβολήν, ως φάρμακον που μας προφυλάσσει από την ασθένεια, και να ασκήσει την συμπάθεια και την φιλανθρωπίαν ως αιτίαν της μελλούσης ζωής. Διότι ο λόγος μας εξέθεσε δραματικώς την νουθεσίαν, αναφερόμενος σε ορισμένα πρόσωπα, ώστε να διδαχθούμε εμψύχως, με ζωντανά υποδείγματα, τον νόμον της αγαθής βιοτής και ποτέ να μη καταφρονήσωμε τα παραγγέλματα της Γραφής, ωσάν να εκφοβίζουν δήθεν μόνον λεκτικώς, χωρίς να προάγουν την απειλήν σε τιμωρία. Γνωρίζω πράγματι, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δελεάζονται από παρόμοιες υποψίες, και χαρίζουν στον εαυτόν τους ανεμπόδιστον την εξουσία του να αμαρτάνουν. Αλλά από ό,τι είδαμε εδώ, η Γραφή διδάσκει ότι καμμία συγγνώμη δεν ημπορεί να ελαφρύνει εκείνην την κόλασιν, ούτε εκείνη η φιλανθρωπία ελαττώνει την ορισμένην τιμωρίαν, εάν μάλιστα πρέπει να τεκμηριώσωμε τον λόγον από αυτά που είπεν ο Πατριάρχης.

Διότι αν και τόσο πολλές ικεσίες και μύριες ελεεινές φωνές ήκουσε από τον πλούσιον, ούτε από τους οδυρμούς του εκάμφθη, ούτε τον εξέβαλε από την οδύνην, εκείνον που πικρώς εμαστίζετο, αλλά με αυστηρόν φρόνημα επεκύρωσε την δικαίαν κρίσιν, λέγοντας ότι ο Θεός ετοποθέτησε τον καθένα εκεί που του άξιζε. Και σε σένα μεν, ο οποίος απελάμβανες την ζωήν σου εις βάρος των ξένων συμφορών, ορίσθησαν αυτά τα βασανιστήρια ως καταδίκη για τα πλημελήματά σου. Σε εκείνον δε, ο οποίος εμόχθησε εκεί και κατεπιέσθη, και εγεύθη την πικρία σε όλην την ένσαρκο ζωήν του, απενεμήθη εδώ γλυκεία και ευφρόσυνος κατάστασις. Όμως εκτός αυτού, υπάρχει και χάσμα μέγα, το οποίον τους εμποδίζει να έλθουν σε επαφή μεταξύ τους, και χωρίζει τους τιμωρούμενους από τους τιμώμενους, για να διάγουν ξεχωριστά, έχοντας καθαράν την απόλαυση των αγαθών και των κακών.


Πιστεύω δε ότι η αισθητή παραβολή, αποτελεί υπαινιγμό νοητής θεωρίας. Δεν πρέπει δηλαδή να εννοήσωμε κάποιαν τάφρο την οποίαν έχουν ανοίξει οι άγγελοι, όπως γίνονται τα χαρακώματα μεταξύ των εχθρικών στρατοπέδων, αλλά ο Λουκάς έθεσε την εικόνα του χάσματος για να τονίσει την σαφή διάκριση, το ότι δεν υπάρχει επικοινωνία μεταξύ αυτών που έζησαν ενάρετα και των άλλων. Επισφραγίζει δε αυτήν την εξήγησή μας και ο Ησαίας λέγοντας «Μη ουκ ισχύει η χείρ Κυρίου του σώσαι, ή εβάρυνε το ους αυτού του μη ακούσαι; Αλλά τα αμαρτήματα υμών, διϊστώσιν ανά μέσον υμών και ανά μέσον του Θεού».


(4ος αιών, ΒΕΠΕΣ τόμ. 71, σελ. 237 - Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 337 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)