A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018

Η Ψευδοσύνοδος της Κρήτης: Προς Νέα Εκκλησία (Μέρος ζ΄)



(Απάντηση στο κείμενο του Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου Κατερέλου «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης: Νέα Εκκλησιολογία ἢ Πιστότητα στὴν Παράδοση;»)

Νικολάου Μάννη
εκπαιδευτικού

ΙΕ. Συνεχίζοντας την ανάγνωση του κειμένου και διαβάζοντας προσεκτικά όσα ο Σ. αναφέρει περί των μικτών γάμων, πρέπει να ειπωθούν ολίγα τινά, λίαν σημαντικά. Η Ψευδοσύνοδος με την σχετική Απόφασή της[213] καινοτομεί και εισάγει νέο πνεύμα αντιμετωπίσεως του ζητήματος αυτού, εντελώς διαφορετικό ακόμη και σε σχέση με τις γνωστές περιπτώσεις οικονομίας των μικτών γάμων, των ΙΗ΄ και ΙΘ΄ αιώνων. Διότι ενώ τότε κάποιοι Αρχιερείς (ή και μια Τοπική Σύνοδος) αναγκαζόντουσαν να τοποθετηθούν για συγκεκριμένα περιστατικά μικτών γάμων (τους οποίους είτε απέρριπταν, είτε αποδέχονταν, εξηγώντας, στην τελευταία περίπτωση, τους λόγους), εδώ φαίνεται ότι θεσμοθετείται de facto, και μάλιστα δια «Μεγάλης Συνόδου», ένας γενικός τρόπος αντιμετωπίσεως των μικτών γάμων, δια του οποίου εισάγεται μια αντιεκκλησιαστική ελευθερία κινήσεων σε κάθε Τοπική Σύνοδο για την εφαρμογή μιας οικονομίας, η οποία όμως συνιστά κατ᾿ ουσίαν παρανομία! Διότι ενώ Οικονομία σημαίνει μια, χρονικώς και τοπικώς περιορισμένη, παρέκκλιση από την Κανονική Ακρίβεια, χάριν της σωτηρίας των ψυχών, εδώ έχουμε ξεκάθαρα την θεσμοθέτηση μιας μονίμου και γενικευμένης παρεκκλίσεως, η οποία συνιστά όχι Οικονομία, αλλά Παρανομία[214]!
Ας δούμε και ένα παράδειγμα για να γίνει κατανοητή η διαφορά μεταξύ Οικονομίας και Παρανομίας. Βρισκόμαστε στις αρχές του ΙΗ΄ αιώνος. Στη Σερβία εξαιτίας του πολέμου κάποιες Ορθόδοξες είχαν παντρευτεί (με καπίνι[215]) Αρμενίους. Ο μητροπολίτης Βελιγραδίου Μιχαήλ ζητά την γνώμη του σοφού Δοσιθέου Ιεροσολύμων για το αν πρέπει να τις επιτρέπεται η είσοδος στην εκκλησία και η συμμετοχή στη Θεία Μετάληψη. Ο ιερός Δοσίθεος γράφει, μεταξύ άλλων, στην απάντησή του τα εξής διαφωτιστικά, που μας αφορούν εδώ: «ἀνίσως καὶ δὲν ἦτον καιρὸς ἀνάγκης καὶ ἠμποροῦσαν νὰ ζήσουν μὲ τὴν ἰδικήν τους κυβέρνησιν, θὰ ἐλέγαμεν νὰ μὴ μεταλαμβάνουνˑ ἐπειδὴ καὶ οἱ θεῖοι νόμοι τὸν μετὰ τῶν αἱρετικῶν γάμον τὸν ἐμποδίζουσι μάλα γενναίως. Ἀμὴ καὶ ἐπειδὴ ἀπὸ τοῦ καιροῦ τὴν κακίαν ἠναγκάσθησαν νὰ κυβερνηθοῦν ἡ (sic) ταλαίπωραις, πρέπει νὰ τύχωσιν ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, νὰ ἔχουν τὴν εἴσοδον τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀκόμη νὰ μεταλαμβάνουνˑ μάλιστα ἐμάθομεν ὅτι οἱ Ἀρμένιοι τὰς ἔχουν μὲ τὸ καπίνι, καὶ ἂν εἶναι ἕτζι, τώρα νὰ ταῖς στεφανωθοῦν καὶ νὰ μὴ ταῖς στεφανῶσῃ ἱερεὺς Ἀρμένιος, ἀλλὰ ἱερεὺς Ὀρθόδοξος. Πλὴν μὲ ἐπιτίμιον ἀναθέματος, τὸ ὁποῖον νὰ γροικηθῇ εἰς ὅλην τὴν Πολιτείαν αὐτοῦ, ὅτι ὅποια γυνὴ ἀπὸ τοῦ νῦν πάρη ἄνδρα Ἀρμένην, νὰ μὴν ἔχει τὴν εἴσοδον τῆς Ἐκκλησίας μήτε νὰ μεταλαμβάνῃ τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, μήτε μετὰ θάνατον νὰ ἀξιοῦται ταφῆς… Ἡ (sic) γυναῖκες τώρα, καλῶς ἐχόντων τῶν πραγμάτων, ἃν πάρουν αἱρετικοὺς ἄνδρας δὲν ἔχουν συγχώρησιν μήτε ἡμποροῦν νὰ εἶναι χριστιαναῖς, ἀμὴ εἰς τὸν καιρὸν τῆς ἀνάγκης, διὰ νὰ μὴ χάσουν τὴν τιμήν τους καὶ διὰ νὰ φυλάξουν τὴν πίστην τους, ἔκαμαν τὰ μικρότερα κακὰ διὰ νὰ λείψουν ἀπὸ τὰ μεγαλείτεραˑ καὶ λοιπὸν εἶναι χρεία οίκονομίας»[216].
Είναι δε φανερό πως η απόφαση της Ψευδοσυνόδου της Κρήτης περί των  μικτών γάμων, έχει να κάνει με την γενικότερη εκκλησιολογική της θεώρηση, η οποία είναι ξεκάθαρα οικουμενιστική.
ΙΣΤ. Παρακάτω ο Σ. αναφέρεται στον π. Θεόδωρο Ζήση και την γνωστή αυστηρή κριτική που ο τελευταίος είχε ασκήσει, προ αμνημονεύτων ετών, σε θέσεις του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς. Προς τι όμως ο αξιότιμος Σ. αναφέρεται στην κριτική αυτήν όταν ο ίδιος ο π. Θεόδωρος την έχει απορρίψει[217]; Αυτή μάλιστα η δημόσια μετάνοια του π. Θεοδώρου, η οποία τον τιμά ιδιαιτέρως, είναι παράδειγμα προς μίμηση.
Ο Σ., για την μετάνοια αυτήν γράφει τα εξής: «Ἐὰν ἡ μεταστροφὴ ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἀνεκηρύχθη ἐκ τῶν ὑστέρων ἅγιος, ἂς ἀναπαύεται στὶς ἀντίθετες ἀπόψεις τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ τὸ διαχριστιανικὸ διάλογο». Αυτήν την δήθεν αντίθεση των θέσεων του Αγίου Νεκταρίου, με τις θέσεις του Αγίου Ιουστίνου, ο Σ. την βασίζει στην θεώρηση του μέντορά του Πρεβέζης Μελετίου. Ο τελευταίος, με το κείμενό του «Ὁ ἅγιος Νεκτάριος καὶ ἡ στάσις του ἔναντι τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων», προσπαθεί λίγο πολύ να παρουσιάσει τον Άγιο ως Οικουμενιστή, ερμηνεύοντας αυθαίρετα πως η αγάπη προς τους ετεροδόξους, την οποία πολύ σωστά συστήνει ο Άγιος, εκφράζεται δια των σημερινών Ψευδοδιαλόγων, συμπροσευχών και εν γένει της Οικουμενικής Κινήσεως. Ο Πρεβέζης Μελέτιος δεν παραλείπει μάλιστα να αναφερθεί και στην ορθή διάκριση που κάνει ο Άγιος μεταξύ ζηλωτών με επίγνωση και χωρίς επίγνωση, με σκοπό να εντάξει στους δευτέρους, όσους αντιδρούν στον Οικουμενισμό. Παραλείπει όμως να μας πει ποιους ακριβώς θεωρούσε ο Άγιος Νεκτάριος ότι έχουν τέτοιον ζήλο «οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν». Αυτή η παράλειψη θα διορθωθεί εδώ με την παράθεση της γνώμης του Αγίου: «Τοιοῦτοι ζηλωταὶ οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν ὑπήρξαν καὶ οἱ ὁπαδοὶ τῶν ἀρχῶν τῆς Δυτικῆς ἐκκλησίας, ὧν ὁ ζῆλος ἐκκαυθεὶς πολλὰς ἐξέκαυσε πυρὰς πρὸς καῦσιν τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν ἑναντιοφρονοῦντων ἢ ἀντιδοξούντων!»[218].
ΙΖ. Πολύ σωστά ο Σ. παρατηρεί πως «εἶναι ἀναμφίβολο, ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς ἀλήθεια ἰσχύει ὅ,τι στὸ διαχρονικό της καθολικὸ συνειδὸς κατασταλλάζει καὶ καθιερώνεται ὡς ἀλήθεια μὲ τὴν ἀποδοχή της ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα». Σφάλλει όμως όταν θεωρεί για τις αποφάσεις της Ψευδοσυνόδου πως  «εἶναι περισσότερο ἀπὸ βεβαία ἡ ἀποδοχή τους ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα». Διότι εμείς βλέπουμε το εκκλησιαστικό πλήρωμα να έχει εκφράσει την έντονη διαφωνία του για την «Αγία και Μεγάλη» Ψευδοσύνοδο. Εκτός βέβαια, αν ως «εκκλησιαστικό πλήρωμα», εννοεί την μεγάλη μάζα των τυπικώς μόνο Ορθοδόξων, οι οποίοι είναι ακατήχητοι, αδιάφοροι και κυρίως εκκοσμικευμένοι, όπως είναι η πλειονότητα των Οικουμενιστών, και αποδέχονται πρόθυμα ό,τι τους διδάσκουν οι ποιμένες τους, εννοείται με την προϋπόθεση να είναι στα πλαίσια εκείνα στα οποία θα μπορούν να συνεχίσουν απρόσκοπτα τον κοσμικό, αντιεκκλησιαστικό τους βίο! Μιλούμε δηλαδή για εκείνους, οι οποίοι δεν δέχονται ότι απαγορεύεται να γίνεται διπλό Μυστήριο (Γάμου - Βαπτίσεως), υπό το φόβο της οικονομικής κρίσεως, δεν δέχονται να βαπτισθούν τα παιδιά τους με τρεις πλήρεις καταδύσεις, υπό το φόβο του πνιγμού, δεν δέχονται γενικώς όλα αυτά τα «ακραία, που λένε οι παπάδες» (περί προσευχής, νηστείας κλπ.), αλλά σίγουρα δέχονται τις αποφάσεις της Ψευδοσυνόδου. Μα, μια τέτοια αποδοχή, από ένα τέτοιο «εκκλησιαστικό πλήρωμα», αποτελεί ένα ακόμη τεκμήριο όχι ορθοδοξίας και αληθείας των αποφάσεων της Συνόδου αυτής, αλλά αντιθέτως κακοδοξίας και ψεύδουςΑποτελεί, επίσης, τεκμήριο εκκοσμικεύσεως και αποστασίας των χριστιανών, του εκκλησιαστικού πληρώματος (γεγονός μάλιστα που υποδηλώνει τον σύντομο - ο Θεός γνωρίζει πότε! - ερχομό του Αντιχρίστου).
ΙΗ. Στο προτελευταίο κεφάλαιο του κειμένου του («Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καὶ τὸ Π.Σ.Ε.») ο Σ. αποτιμά ως θετική την συμμετοχή των επισήμων Ορθοδόξων Εκκλησιών στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.), μιας και θεωρεί πως όχι μόνο εξυπηρετείται τοιουτοτρόπως η προσπάθεια για την «ὁρατὴ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν μὲ μία κοινὴ πίστη καὶ μία Θ. Εὐχαριστία», αλλά δεν διακυβεύεται στο ελάχιστο η εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Μάταιος όμως είναι ο κόπος του Σ. να υπερμαχήσει τόσο υπέρ της υπάρξεως του Π.Σ.Ε. όσο και της ακινδύνου δήθεν, για την εκκλησιολογική της αυτοσυνειδησία, συμμετοχής σε αυτό της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφού το πρόβλημα βρίσκεται αλλού! Δεν μας απασχολεί τους Ορθοδόξους το τί είναι και τί πιστεύει το Π.Σ.Ε. ή το αν αφήνει την Ορθόδοξη Εκκλησία να πιστεύει αυτό που θέλει. Το πρόβλημα είναι πως συμμετέχοντας η Ορθόδοξη Εκκλησία σε ένα συλλογικό όργανο που περιλαμβάνει ομάδες που βλασφημούν τον Πνεύμα το Άγιον (δια των αιρέσεών των), αναγνωρίζει, εν τη πράξη, ξεκάθαρα την εκκλησιαστικότητα των ομάδων αυτών (παρά την περί αντιθέτου ομολογία, εν τοις λόγοις) και αυτό γίνεται φανερό και από το γεγονός πως δεν αρκούνται στους μετ’ αυτών διαλόγους, αλλά συμμετέχουν και σε λειτουργικές τελετές!
Πρέπει επίσης να γίνει κατανοητό πως δεν βρισκόμαστε στο 1920 ή στο 1937. Έχει προηγηθεί πλέον ένας αιώνας Οικουμενισμού και γνωρίζουμε καλώς, αυτό που ελάχιστοι εκ των ημετέρων συνειδητοποιούσαν τότε. Ένας από αυτούς, ο σοφός Μητροπολίτης Κορυτσάς Ευλόγιος Κουρίλας[219], γράφει σοκαρισμένος μετά το Συνέδριο του Π.Σ.Ε. στο Έβανστον (1954) μεταξύ άλλων και τα εξής: «Δυστυχῶς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον διὰ λόγους πολιτικοὺς μᾶλλον ἀκολουθεῖ τὴν τετριμένην εἰς τὰ συνέδρια ὁδὸν ἀπὸ τοῦ Μελετίου Μεταξάκη καὶ ἑξῆς, οὕτινος τὸ κῦρος πάντοτε ἐπικαλεῖται… Ἡ Ἐγκύκλιος ὅμως τῆς 31-1-1952[220], ἣν ἔδει νὰ ἔχωσιν ὑπόψιν αἱ ἀντιπροσωπεῖαι, ὡς θὰ ἵδωμεν, ἔμεινεν νεκρὸν γράμμα καὶ δὲν εἶναι μόνον ἀπλῶς παρατηρηταὶ οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ λαμβάνουσι τὸν λόγον εἰς τὰς συζητήσεις, καταθέτουσι γνώμας, καὶ δὴ ἠγοῦνται εἰς τὰς πομπάς – πρὸς διαπόμπευσιν, ἐπιτραπήτω νὰ εἴπω, τῆς Ὀρθοδοξίας - ἐν ἐπισήμῳ στολῇ. Παίζεται δυστυχῶς μία συμπαιγνία εἰς βάρος τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, οὐ μόνον τὸ συμπροσεύχεσθαι μετὰ αἱρετικῶν ἀπαγορεύεται αὐστηρῶς ὑπὸ τῶν ἱερῶν κανόνων: «Ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἢ διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον ἀφοριζέσθω…» (Ἀποστ. καν. με΄), αλλὰ καὶ τὸ συντρώγειν κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῶν ἁγίων πατέρων. Καὶ ὅμως οὐδεὶς δὲν ἐνδιαφέρεται διὰ τοὺς κανόνας. Ἰδοῦ πῶςˑ «Ἥρχισε τὰς ἐργασίες… ἐν Ἔβανστον (ἡ γεν. Συνέλεσις) διὰ κοινῆς θρησκευτικῆς τελετῆς εἰς τὴν Α΄ Μεθοδιστικὴν Ἐκκλησίαν. Θρησκευτικοὶ ἀρχηγοὶ καὶ μέλη τοῦ συνεδρίου συνεκεντρώθησαν μὲ τὰς λαμπρὰς στολὰς καὶ τὰ διάσημά των ἀντιπροσωπεύοντες 170 ἑκατ. Προτεσταντῶν καὶ ὀρθοδόξων πιστῶν ἐξ ὅλων τῶν μερῶν τοῦ κόσμου καὶ ψάλλοντες ὁμοῦ: «έν Χριστῷ οὐκ ἔνι Ἀνατολὴ ἢ Δύσις»» (Ἀπόστ. Ἀνδρ. 26-8-1954). Ἱερὰ ἀγανάκτησις συνέχει με διὰ τὸ κατάφορον ψεῦδος καὶ τὴν παρωδίαν τοῦ ἀποστολικοῦ ῥητοῦ. … Νὰ ὀνομάσω προδοσίαν τὸ πρᾶγμα! «καὶ φημὶ κ᾿ ἀπόφημι κοὔκ ἔχω τὶ φῶ!». Καλῶς ἐποίησαν οἱ Ῥῶσοι μὴ συμμετασχόντες, διότι ὡς μοὶ γράφει τις ἐκ τῶν δοκίμων κληρικῶν τῆς ἐν διασπορᾷ Ῥωσ. Ἐκκλησίας «ἐπίσημος συμμετοχὴ σημαίνει ἀναγνώρισιν ὑπάρξεων Ἐκκλησιῶν καὶ ἄρνησιν τοῦ ἐνιαίου τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ παγκόσμιον συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν (ἅπερ συγκαλεῖ τὰ συνέδρια) ἀποτελεῖ ὑπερεκκλησίαν καὶ ἡ Ὀρθόδοξος ἡμῶν Καθολικὴ Ἐκκλησία συμμετέχουσα καταβιβάζεται εἰς τὸ ἐπίπεδον τελευταίας προτεσταντικῆς κακοδόξου αἱρέσεως (ὅπως οἱ Βαπτισταὶ κλπ.)» καὶ ἐπάγεται ὁ εὐσεβὴς ἐπιστήμων: «Δημιουργεῖται τοιουτοτρόπως κολοσσιαία σύγχυσις πρὸς βλάβην τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς πραγματικῆς ἐνώσεως τῶν χριστιανῶν «εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν». Διὰ τοιούτους σοβαροὺς λόγους καὶ οἱ τοῦ ἐξωτερικοῦ Ρώσοι ἀπέφυγον νὰ λάβουν μέρος… «Ἐν Χριστῷ οὐκ ἔνι Ἀνατολὴ καὶ Δύσις», ἡ τοῦ ρητοῦ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος, οὐδὲ Ἕλλην… πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. γ΄, 28) αὕτη παρωδία ἐλέγχθη, πρὸς Θεοῦ! διὰ τοιαύτην ἕνωσιν; Διατὶ θέλουν νὰ παρασύρουν καὶ νὰ ἐξαπατήσουν τὸν κόσμον, ὅτι συνετελέσθη ἡ ἕνωσις καὶ οὐδεμία πλεόν ὑπάρχει διαφορά; Εἴτα, ὅπως κατὰ τὴν ἐπακολουθήσασαν πομπήν -ἱερὰν δὲ ἀπεκάλεσαν-1800 σύνεδροι ἐν χορῷ ἔψαλλον «Ὁ Χριστός, ἡ ἐλπὶς τοῦ κόσμου»ˑ εἶναι πράγματι ἐν τῷ μέσῳ αὐτῶν, τῶν διαφωνούντων in capite et in membris, ὁ Χριστός; Καὶ εἰς τὴν πομπὴν ταύτην «προηγοῦντο οἱ πέντε πρόεδροι τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου», ὧν πρῶτος ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων κ. Ἀθηναγόρας, ὁ ἐν μέρει καὶ ἐν τῷ συνόλῳ «μεταμορφωμένος» αὐτὸς Κερκυραῖος! Πῶς δὲν εὐρέθῃ χριστιανός τις νὰ ἐπιτάξῃ αὐτῷ τὸν φοβερὸν ἐξορικισμόν: «ἀποτάσσῃ τῷ Σατανᾷ… καὶ πάσῃ τῇ λατρείᾳ αὐτοῦ καὶ πάσῃ τῇ πομπῇ αὐτοῦ;»»[221].
Ο Σ. γράφει βέβαια (σελ. 82) πως «μὲ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου συνῆλθε τὸ 1988 Διορθόδοξος Ἐπιτροπή, ἡ ὁποία ἀπεφάσισε τὴ μὴ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων σὲ λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις», αλλά αυτή η απόφαση, για όποιον παρακολουθεί την «Οικουμενική Κίνηση», έμεινε όχι μόνο κενό γράμμα, αλλά μάλλον ερμηνεύτηκε αντιθέτως, ήτοι ως εντολή να εντείνουν τις λατρευτικές εκδηλώσεις! Ειδάλλως πως μπορεί να εξηγηθεί το αίσχος της Κανμπέρας, τρία χρόνια μετά (Ζ΄ Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε., 1991), στην οποία, τη μία στιγμή, οι Αυστραλίας Στυλιανός Χαρκιανάκης και Μύρων Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης πρωτοστατούσαν στην απαγγελία του Συμβόλου της Πίστεως και της Κυριακής Προσευχής αντίστοιχα, μαζί με όλα τα μέλη του Συνεδρίου, ενώ την άλλη, η Νοτιοκορεάτισα «θεολόγος» Chung Hyun Kyung, με δική της προσευχή, καλούσε δήθεν μεταξύ των πνευμάτων του Ουρία, της Ζαν Ντ᾿ Αρκ, του Μαχάτμα Γκάντι, του νερού, της γης και του αέρος, και άλλων πνευμάτων και αυτό το πνεύμα του «απελευθερωτή, του αδελφού μας Ιησού»[222]. Και το αποκορύφωμα; Η κοινή λιτανεία των συνέδρων, με προεξάρχουσα μια λαμπαδηφόρο «ιέρεια», όπισθεν της οποίας ακολουθούσαν και οι ορθόδοξοι (;) επίσκοποι.
ΙΘ. Συνεχίζοντας ο Σ. αναφέρεται στην κεντρική εκκλησιολογική ιδέα της λεγόμενης «Δήλωσης του Τορόντο», η οποία «Δήλωση» μάλιστα έτυχε αναγνωρίσεως από την Ψευδοσύνοδο της Κρήτης[223]. Η εκκλησιολογική αυτή ιδέα συνοψίζεται στην εξής φράση: «Αἱ Ἐκκλησίαι – μέλη (σ. ημ. του Π.Σ.Ε.) ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ ἀποτελεῖν μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι περιεκτικώτερον (more inclusive) ἢ τὸ ἀποτελεῖν μέλος τῆς ἰδίας αὐτῶν Ἐκκλησίας». Ο Σ. ισχυρίζεται πως η φράση αυτή παρερμηνεύεται από επικριτές του κειμένου και πως η ίδια η «Δήλωση» σε άλλο σημείο γράφει ξεκάθαρα πως «τὸ Π.Σ.Ε. δὲν εἶναι ὁμοσπονδία Ἐκκλησιῶν» και πως «τὸ εἶναι μέλος τοῦ Π.Σ.Ε. δὲν συνεπάγεται ὅτι ἑκάστη Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ θεωρῇ τὰς ἄλλας Ἐκκλησίας – μέλη ὡς Ἐκκλησίαν ἐν τῇ πλήρει καὶ ἀληθεῖ ἐννοίᾳ τῆς λέξεως». Για να καταλήξει ο σεβαστός Σ.: «Ἀφοῦ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲ θεωρεῖ τὰ ἄλλα μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. ὡς Ἐκκλησίες «ἐν τῇ πλήρει καὶ ἀληθεῖ ἐννοίᾳ τῆς λέξεως», πῶς μπορεῖ νὰ δημιουργηθεῖ ἡ Ὑπέρ-Ἐκκλησία ἢ ἡ Ὁμοσπονδία τῶν Ἐκκλησιῶν, τῆς ὁποίας ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θὰ ἦταν μέλος;».
Δεν γνωρίζω ποιους επικριτές του κειμένου έχει υπόψιν του ο Σ. και τί είδους κριτική έχουν κάνει, γιατί καλώς ή κακώς, δεν μπορούμε να πούμε ότι όλες οι κριτικές είναι επιτυχημένες (πολλές μάλιστα με τα έωλα επιχειρήματά τους δίνουν στήριγμα στην αίρεση). Εδώ όμως τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Το Π.Σ.Ε. (διά της παραπάνω «Δηλώσεως»), η Ψευδοσύνοδος της Κρήτης (διά της επίσημης αποδοχής της «Δηλώσεως» αυτής), αλλά και ο ίδιος ο Σ. (όπως φαίνεται από την ερμηνεία που δίνει αμέσως μετά προσπαθώντας να στηριχθεί στους Πατέρες) αποδέχονται πως υπάρχει μία Εκκλησία (την ονομάζουν «Εκκλησία του Χριστού») που περιλαμβάνει τις διάφορες Εκκλησίες (ορθόδοξη και ετερόδοξες), η οποία όμως «Εκκλησία» αυτή (ή «Νέα Εκκλησία», όπως την ονομάζουμε εμείς) ακόμη δεν υφίσταται ορατώς!
Ο Δρ. Θ. κ. Ιωάννης Λότσιος (υπέρμαχος της «Αγίας και Μεγάλης» Συνόδου) αναλύοντας την «Δήλωση» γράφει μεταξύ άλλων και τα εξής (υπογρ. ημ.): «Η αποτίμηση της «Δήλωσης του Τορόντο» θα γίνει στα εξής βασικά σημεία, που αναφέρονται στην εκκλησιολογική προοπτική του ΠΣΕ: Α) Στον τονισμό ανάμεσα στην διαίρεση των χριστιανών, δηλαδή στην οικουμενική προοπτική, αναγνωρίζεται η εν Χριστώ αόρατη ενότητα και η ορατή διαίρεση. …Μια άλλη εξίσου σημαντική αλλά θεμελιώδης λεπτομέρεια της δήλωσης του Τορόντο είναι η αναγνώριση των εκκλησιαστικών στοιχείων και των παραδόσεων. Αυτά τα στοιχεία προσφέρουν μέσα στο οικουμενικό πλαίσιο τον δεσμό κάποιας μορφής ενότητας και μιας απλής κοινωνίας. Έτσι οι επιμέρους εκκλησίες και ομολογίες, αναγνωρίζουν στοιχεία αληθείας στις άλλες εκκλησίες. Πρόκειται για μια αμοιβαία αναγνώριση που έχει σαν στόχο την πλήρη αλήθεια και ενότητα…με την αμοιβαία αυτή αποδοχή επιβεβαιώνεται ότι υπάρχει μια ατελής κοινωνία και ενότητα μεταξύ των εκκλησιών, οι οποίες καλούνται να την βελτιώσουν σε ορατό επίπεδο»[224]. Αυτός ο σκοπός για την επίτευξη της «ορατής ενότητος» είναι φανερός σε όλα κείμενα του Π.Σ.Ε.[225].
Επομένως ματαίως ο Σ., επικαλείται τα γραφόμενα στο σχετικό κείμενο της Ψευδοσυνόδου (βασισμένα στην παραπάνω «Δήλωση»), πως  «τό Π.Σ.Ε. δέν εἶναι καί ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει ἐπιτρέπεται νά καταστῇ ὑπέρ-Ἐκκλησία». Το Π.Σ.Ε. με την διακήρυξή του ότι αγωνίζεται για την «ορατή ενότητα» σαφώς και θα καταστεί ένα είδος «Υπερεκκλησίας» («Πανεκκλησίας» πιο σωστά και όχι «Υπερεκκλησίας» με την έννοια ότι είναι έξω και πάνω από τις εκκλησίες-μέλη του) όταν αυτή επιτευχθεί. Γι’ αυτό και εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε πως το Π.Σ.Ε. αν και δεν αποτελεί αυτή την στιγμή μια «Πανεκκλησία» - διότι δεν έχει διακηρυχθεί επισήμως η περίφημη «ορατή ενότητα» και το «Κοινό Ποτήριο» -, ξεκάθαρα οδεύει προς τα εκεί. Άλλωστε ήδη, κατά το κείμενο του CUV, «στο βαθμό που οι εκκλησίες-μέλη μοιράζονται το ένα βάπτισμα και την ομολογία στον Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα, μπορούμε ακόμη να πούμε (χρησιμοποιώντας τα λόγια του Διατάγματος για τον Οικουμενισμό της Β΄ Βατικάνειας Συνόδου) ότι μία «πραγματική, αν και ατελής κοινωνία» υπάρχει ήδη μεταξύ τους»[226]. Γι’ αυτό και το Π.Σ.Ε. ο αείμνηστος Καθηγητής Θεολογίας Ανδρέας Θεοδώρου το ονόμαζε «ἕν εἶδος οἰκουμενικῆς ᾿Εκκλησίας συνερχομένης ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ λατρευούσης ἀπὸ κοινοῦ τὸν Κύριον καὶ Δεσπότην τῶν ἁπάντων»[227]. Η «Νέα Εκκλησία» λοιπόν υφίσταται ήδη, έστω και ατύπως, και αναμένεται στο μέλλον η επισημοποίησή της διά της διακηρύξεως και της «ορατής ενότητός» της,
Κ. Προχωρώντας ο Σ. προβαίνει σε έναν ατυχέστατο παραλληλισμό. Για να δικαιώσει την οικουμενιστική θέση (και οικουμενιστικώς ερμηνευομένη) περί Χριστιανών εκτός των ορίων (extra muros) της Εκκλησίας του Χριστού, χρησιμοποιεί κάποια αποσπάσματα Αγίων Πατέρων, τα οποία όμως έχουν άλλη ανάγνωση από αυτήν που προτείνει ο Σ.. Αρχικώς τα υπό του Αγίου Ιουστίνου γραφόμενα, για τους προ Χριστού Χριστιανούς[228], όπως τον Αβραάμ και τους άλλους Εβραίους Προπάτορες ή τον Σωκράτη, από τους Έλληνες, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως στήριγμα στον καθησυχαστικό λόγο που κακώς αρθρώνουν οι Οικουμενιστές προς τους εκτός Εκκλησίας αιρετικούςΧριστιανούς, οι οποίοι, διά του λόγου αυτού, προτρέπονται από τους πρώτους να παραμείνουν στην αίρεση και την πλάνη.
Αλλά και τα υπό του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου γραφόμενα, δεν ευνοούν στην πραγματικότητα την οικουμενιστική θεώρηση. Ο Άγιος στον Επιτάφιο Λόγο του προς τον πατέρα του και αναφερόμενος σε αυτόν γράφει[229] πως ήταν «ἡμέτερος» (κατά τον τρόπο ζωής) και πριν γίνει «δικός μας», γι᾿ αυτό και ο Θεός τον αντάμειψε δίνοντάς του ως ανταμοιβή την Ορθή Πίστη! Έτσι λοιπόν, «ὅσοι τῷ τρόπῳ τὴν πίστιν φθάνουσι, καὶ δέονται τοῦ ὀνόματος, τὸ ἔργον ἔχοντες», αυτήν την ανταμοιβή λαμβάνουν από τον Θεό, σε αντίθεση με την ψυχοκτόνο επανάπαυση, δηλαδή την «ανταμοιβή» που θέλουν να τους προσφέρουν οι Οικουμενιστές εμποδίζοντάς τους να προσέλθουν στην Εκκλησία και να αποκτήσουν την Ορθή Πίστη.
Περί της υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος εκτός Εκκλησίας, κατά την διδασκαλία των Αγίων (όπως του Αγίου Μαξίμου και του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού), καθώς και με ποιο τρόπο δρα η Θεία Χάρις, έγινε λόγος παραπάνω[230]. Γράφει όμως ο Σ.: «Τὸ νὰ θεωρεῖ ὅμως κάποιος, ὅτι ἐκτὸς Ἐκκλησίας ὑπάρχουν Χριστιανοί, αὐτὸ σημαίνει, ὅτι τοὺς θεωρεῖ ἤδη σεσωσμένους; Ὄχι βέβαια! Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ οὔτε καὶ γιὰ τοὺς ἐντὸς Ἐκκλησίας εὑρισκομένους». Επομένως κατά τον Σ. δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα σε intra και extra muros της Εκκλησίας Χριστιανούς, αφού είτε είναι κανείς εντός Εκκλησίας, είτε είναι εκτός, έχει τις ίδιες πιθανότητες σωτηρίας! Ιδού πως πέφτει η μάσκα της Ορθοδοξίας και αποκαλύπτεται η πεμπτουσία του Οικουμενισμού, ο οποίος ουσιαστικά μάχεται την Εκκλησία του Χριστού, ως αποκλειστικής Κιβωτού της σωτηρίας!


(ΕΠΕΤΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ)


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ


[213] «Περί τῶν μικτῶν γάμων Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων καί μή Χριστιανῶν ἤχθηεἰς τήν ἀπόφασινὅπως i.  γάμος Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων κωλύεται κατάκανονικήν ἀκρίβειαν (κανών 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου). ii.  δυνατότηςἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ὡς πρός τά κωλύματα γάμου δέον ὅπωςνά ἀντιμετωπίζεται ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἑκάστης αὐτοκεφάλου ὈρθοδόξουἘκκλησίαςσυμφώνως πρός τάς ἀρχάς τῶν ἱερῶν κανόνωνἐν πνεύματι ποιμαντικῆςδιακρίσεωςἐπί τῷ σκοπῷ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. iii. ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μετά μή χριστιανῶν κωλύεται ἀπολύτως κατά κανονικήν ἀκρίβειαν» (ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΑΥΤΟΥ, https://www.holycouncil.org/-/marriage).
[214] Ο Άγιος Νικόδημος, στην Υποσημείωσή του στον ΜΣΤ΄ Αποστολικό Κανόνα, παρατηρεί: «Ἡ οἰκονομία γὰρ ἔχει μέτρα καὶ ὅρια, καὶ δὲν εἶναι παντοτινὴ καὶ ἀόριστος. Δι᾿ ὃ καὶ ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας λέγει: «Ὁ κατ᾿ οἰκονομίαν ποιῶν τι, οὐχ ὡς ἁπλῶς καλὸν τοῦτο ποιεῖ, ἀλλ᾿ ὡς πρὸς καιρὸν χρειῶδες» (ἐρμηνεία εἰς τὸ ε΄. 11 τῆς πρὸς Γαλάτ.)ˑ ἱκανῶς ᾠκονομήσαμεν, λέγει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, ἐν τῷ πρὸς Ἀθαν. ἐγκωμίῳ, μήτε τὸ ἀλλότριον προσλαμβάνοντες, καὶ τὸ ἡμέτερον φθείροντες, ὃ κακῶν ὄντως ἐστὶν οἰκονόμων… «Οἰκονομητέον γὰρ ἔνθα μὴ παρανομητέον», λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος… Ὥστε τῆς οἰκονομίας παρελθούσης, ἡ ἀκρίβεια, καὶ οἱ Ἀποστολικοὶ Κανόνες πρέπει νὰ ἔχουν τὸν τόπον τους» (Πηδάλιον, ό.π., σελ. 57-58).
[215]  Γάμος (χριστιανών) με πράξη μουσουλμάνου ιεροδικαστή (Εμμανουήλ Κριαρά, Επιτομή Λεξικούης Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), http://www.greek-language.gr/greekLang/medieval_greek/kriaras/index.html).
[216] Καλλινίκου Δελικάνη, Πατριαρχικών εγγράφων, τόμος γ΄, Κωνσταντινούπολη, 1905, σελ. 683-684.
[217] «Φαίνεται ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ἔβλεπε εὐκρινέστερα τὰ πράγματα ἀπὸ ὅλους, ὅσοι ἀπὸ σεβασμὸ καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν θεσμὸ δὲν ἐντοπίζαμε τὰ διαπραττόμενα λάθη. Τώρα ἀκολουθοῦμε τὴν γραμμὴ τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου, καὶ λυπούμαστε γιὰ τοὺς καλοὺς κάποτε μαθητάς του καὶ τὴν Σερβικὴ Ἐκκλησία ποὺ ἀκολουθοῦν ἀντίθετη πρὸς τὸν Ἅγιο Ἰουστῖνο καὶ τοὺς λοιποὺς Ἁγίους πορεία, συμπορευόμενοι στὸν οἰκουμενιστικὸ κατήφορο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας» (π. Θεόδωρος Ζήσης, Η παλαιά συνεργασία μου με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, http://www.katanixis.gr/2017/09/blog-post_48.html).
[218] Μάθημα Ποιμαντικής, ό.π., σελ. 110.
[219] Ο μακαριστός Ευλόγιος Κουρίλας είχε συμμετάσχει στο Συνέδριο του Εδιμβούργου, που είχε οργανώσει η, προδρομική του Π.Σ.Ε., οργάνωση «Πίστις και Τάξις» (Faith and Order) το 1937 και είχε αντιδράσει στις, από τότε κιόλας, τελούμενες συμπροσευχές.
[220] Αναφέρεται στην Εγκύκλιο του 1952 που εξαπέλυσε ο Πατριάρχης Αθηναγόρας και στην οποία συνιστούσε στους ορθοδόξους αντιπροσώπους στα Συνέδρια του Π.Σ.Ε. να είναι «ὅσῳ τὸ δυνατὸν ἐφεκτικοὶ ἐν ταῖς λατρευτικαῖς μετὰ τῶν ἑτεροδόξων συνάξεσιν, ὡς ἀντικειμέναις πρὸς τοὺς ἱεροὺς κανόνας (σ. ημ. ίσως για αυτό μετά να επιδίωξαν αναθεώρηση των Ιερών Κανόνων!) καὶ ἀμβλυνούσαις τὴν ὁμολογιακὴν εὐθιξίαν τῶν Ὀρθοδόξων» (Ιωάννου Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία, τόμ. ΙΙ, ό.π., σελ. 962-963). Βεβαίως ο πρώτος που κατεπάτησε αυτήν την Εγκύκλιο ήταν αυτός ο ίδιος ο Αθηναγόρας. Από τότε χρονολογείται η διγλωσσία των Οικουμενιστών, οι οποίοι στα λόγια μόνον είναι Ορθόδοξοι…
[221] Κορυτσάς Ευλογίου Κουρίλα, Η Χίμαιρα του Έβανστον: Η παγιδευθείσα Ορθοδοξία και η χαλκευθείσα ψευδοένωσις των Εκκλησιών στο Αγιορετική Βιβλιοθήκη, έτος ΙΘ΄[1954], σελ. 265-271.
[222] Διαβάστε το κείμενό της, με τίτλο «Welcome the Spirithear her cries» για να φρίξετε: (http://web.archive.org/web/20060104021822/http://cta-usa.org/foundationdocs/foundhyunkyung.html).
[223] ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ…, ό.π., §19.
[224] ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΤΟΡΟΝΤΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ-ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣ ΕΓΚΡΙΣΗΝ ΤΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ (https://panorthodoxcemes.blogspot.gr/2016/05/blog-post_24.html).
[225] Αρκεί να αναγνώσει κανείς το περίφημο κείμενο CUV [1998] («Προς μία κοινή κατανόηση και ένα κοινό οραματισμό του ΠΣΕ» - Towards a Common Understanding and Vision of the World Council of Churches=CUV: http://www.oikoumene.org/en/resources/documents/assembly/2006-porto-alegre/3-preparatory-and-background-documents/common-understanding-and-vision-of-the-wcc-cuv).
[226] Αυτόθι §3.3 (μετάφραση ημέτερη). Το πρωτότυπο απόσπασμα: «To the extent that the member churches share the one baptism and the confession of Jesus Christ as God and Saviour, it can even be said (using the words of the Decree on Ecumenism of the Second Vatican Council) that a "real, even though imperfect communion" exists between them already now».
[227] Άρθρο με τίτλο «Ορθοδοξία και Οικουμενική Κίνησις» στην εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος, αρ. 155, 1 Φεβρουαρίου 1972.
[228] Ο Άγιος Ιουστίνος, όπως φαίνεται και από την φράση την οποία παρέλειψε ο Σ. (στο σημείο με τις τελίτσες…), χρησιμοποιεί τον όρο «Χριστιανοί» (για όσους έζησαν σύμφωνα με τον Λόγο, όπως γράφει), σε αντίθεση με τον όρο «άχρηστοι» (όπως αποκαλεί τους άνευ του Λόγου βιώσαντες). Ολοκληρωμένο το απόσπασμα έχει ως εξής: «ὥστε καὶ οἱ προγενόμενοι ἄνευ λόγου βιώσαντες, ἄχρηστοι καὶ ἐχθροὶ τῷ Χριστῷ ἦσαν καὶ φονεῖς τῶν μετὰ λόγου βιούντων· οἱ δὲ μετὰ λόγου βιώσαντες καὶ βιοῦντες Χριστιανοὶ καὶ ἄφοβοι καὶ ἀτάραχοι ὑπάρχουσι».
[229] Ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα (προσοχή στην υπογραμμισμένη φράση!): «Ἐκεῖνος καὶ πρὸ τῆς ἡμετέρας αὐλῆς ἦν ἡμέτερος∙ εἰσεποίει γὰρ αὐτὸν ἡμῖν ὁ τρόπος. Ὥσπερ γὰρ πολλοὶ τῶν ἡμετέρων οὐ μεθ᾿ ἡμῶν εἰσιν, οὓς ὁ βίος ἀλλοτριοῖ τοῦ κοινοῦ σώματος∙ οὕτω πολλοὶ τῶν ἔξωθεν πρὸς ἡμῶν, ὅσοι τῷ τρόπῳ τὴν πίστιν φθάνουσι, καὶ δέονται τοῦ ὀνόματος, τὸ ἔργον ἔχοντες. Τούτων καὶ ὁ ἐμὸς ἦν πατὴρ, πτόρθος ἀλλότριος, τῷ βίῳ πρὸς ἡμᾶς ἐπικλίνων. Σωφροσύνῃ μέν γε τοσοῦτον διήνεγκεν, ὥστε ὁ αὐτὸς ἐρασμιώτατός τε ἅμα γενέσθαι καὶ κοσμιώτατος∙ ἃ χαλεπὸν ἀμφότερα συνδραμεῖν. Δικαιοσύνης δὲ τί μεῖζον γνώρισμα καὶ περιφανέστερον, ἢ ὅτι πολιτείας οὐ τὰ δεύτερα ἐσχηκώς, οὐδὲ μιᾷ δραχμῇ πλείω τὴν οὐσίαν πεποίηκε, καίτοιγε τοὺς ἄλλους ὁρῶν τὰς Βριάρεω χεῖρας ἐπιβάλλοντας τοῖς δημοσίοις, καὶ τοῖς κακοῖς πόροις φλεγμαίνοντας; οὕτω γὰρ ἐγὼ καλῶ τὴν ἄδικον εὐπορίαν. Φρονήσεως δὲ, μικρὰ μὲν οὐδὲ ταῦτα γνωρίσματα, δηλώσει δὲ τὰ πλείω προϊὼν ὁ λόγος. Τούτων καὶ μισθὸν, οἶμαι, τὴν πίστιν ἠνέγκατο. Τὸ δὲ ὅπως (οὐδὲ γὰρ ἄξιον σιωπᾶσθαι πρᾶγμα τοσοῦτον), αὐτοὶ παραστήσωμεν» (P.G. 35, 992).