A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

Η Ψευδοσύνοδος της Κρήτης: Προς Νέα Εκκλησία (Μέρος η΄ - τελευταίο)



(Απάντηση στο κείμενο του Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου Κατερέλου «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης: Νέα Εκκλησιολογία ἢ Πιστότητα στὴν Παράδοση;»)
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΕΔΩ: https://krufo-sxoleio.blogspot.gr/2018/01/blog-post_8.html

Νικολάου Μάννη
εκπαιδευτικού

ΚΑ. Για τα όσα θίγει ο Σ. στις «Συμπερασματικές θεωρήσεις» έχει, λίγο πολύ, γίνει λόγος. Θα σταθούμε μόνο σε λίγα σημεία:
i.         Στη σελ. 89 γράφει ο Σ.: «Εἶναι εὔκολο πρᾶγμα μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Μιχαὴλ Κηρουλάριο νὰ ἀναθεματίζεις τοὺς Δυτικούς. Εἶναι δύσκολο πρᾶγμα νὰ κατανοεῖς τὴν ταυτόχρονη θέση τοῦ Πέτρου Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος ἔβλεπε τότε ἀκόμα, ὡς τὴ μόνη οὐσιαστικὴ διαφορὰ τὸ Filioque, γιὰ τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ γίνει διάλογος καὶ ὄχι νὰ ἐπιβληθεῖ ἀναθεματισμός». Δυστυχώς ο Σ. αδικεί τον εαυτό του με τέτοιες άδικες και ανιστόρητες θέσεις. Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι η αποκοπή των Παπικών από την Εκκλησία το 1054, έγινε με τον ίδιο τον Αφορισμό στον οποίο προέβησαν οι Παπικοί Λεγάτοι, υπό τον Καρδινάλιο Ουμβέρτο στις 16 Ιουνίου. Στο αφοριστικό έγγραφο αναθεματίζονται οι Ορθόδοξοι ως Σιμωνιακοί, Αρειανοί, Δονατιστές, Νικολαΐτες, Σεβηριανοί και Μανιχαίοι[232]! Η δε αντίδραση των Ορθοδόξων (σαφέστατα επιβεβλημένη απέναντι σε τέτοιο κατηγορητήριο) δεν ήταν ένα… «εύκολο ανάθεμα του Κηρουλάριου», αλλά ένα επιβαλλόμενο  Ανάθεμα του κατάπτυστου εκείνου εγγράφου, των συντακτών του, καθώς και όσων αποδέχονται το εν αυτώ κατηγορητήριο και έγινε όχι μόνο από τον Πατριάρχη Μιχαήλ, αλλά από την Τοπική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (στις 24 Ιουλίου του έτους εκείνου), ενώ με το Ανάθεμα αυτό συμφώνησαν και οι άλλοι τρεις Πατριάρχες της Ανατολής, και αυτός ακόμη ο Πέτρος Αντιοχείας, ο οποίος μάλιστα στην πρώτη απάντησή του διαβεβαιοί πως η Εκκλησία της Αντιοχείας δεν μνημονεύει τον Πάπα στα Δίπτυχα ήδη από τεσσαρακονταπενταετίας! Πολύ σωστά έπραξε ο Πέτρος Αντιοχείας συστήνοντας μετριοπάθεια (χωρίς να παραλείπει επίσης να συνιστά στον Κηρουλάριο «μή παύσαιτό ποτε περί τούτου ἐνισταμένη καί πείθουσα, ἀπό τε τῶν ἁγίων γραφῶν, καί τῶν ἀναγεγραμμένων εὐαγγελικῶν κηρυγμάτων, μέχρις ἄν αὐτούς ἕξεις συντιθεμένους τῇ ἀληθείᾳ»[233]), αλλά πολύ σωστά έπραξε και ο Μιχαήλ, ο οποίος αφού πρώτα πρότεινε Διάλογο με τους Λεγάτους, ζητώντας παράλληλα, να ανακαλέσουν το αφοριστικό έγγραφο - πράγματα που αρνήθηκαν οι τελευταίοι -, τότε μόνο συνεκάλεσε Σύνοδο και έπραξε αυτό που έπρεπε[234]. Ξεκάθαρα η ευθύνη για το Σχίσμα, ή πιο σωστά για την Αποστασία της Ρώμης από την Εκκλησία, βαρύνει τον Ουμβέρτο, αλλά και τους,  από το 1054, Πάπες[235]. Αυτή είναι η αλήθεια εν προκειμένω[236].
Το ίδιο άδικη και ανιστόρητη είναι η άποψη του Σ. όταν γράφει: «Εἶναι εὔκολο νὰ καταδικάζωνται οἱ κακοδοξίες τοῦ Λουθηρανισμοῦ ἅμα τῇ ἐμφανίσει του, κατέστη ὅμως ἀντικειμενικὰ ἀδύνατο στὴν Ἀνατολή, νὰ συναισθανθεῖ τὴν ἀντίδραση τῆς Διαμαρτύρησης καὶ νὰ τὴν κατευθύνει πρὸς τὴ σωστὴ πορεία». Γιατί παραλείπει να αναφερθεί στην αγωνιώδη προσέγγιση των Ορθοδόξων Ποιμένων της εποχής, όπως του Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου του Τρανού (+1595), του Αλεξανδρείας Μελετίου του Πηγά (+1601), του Κωσταντινουπόλεως Κυρίλλου του Λουκάρεως (+1638) και του Αλεξανδρείας Μητροφάνους του Κριτόπουλου (+1639), οι οποίοι με σωστούς (χωρίς «συλλείτουργα» και πνεύμα δογματικού μινιμαλισμού) Διαλόγους[237], προσπάθησαν να κατευθύνουν την Διαμαρτύρηση προς την σωστή πορεία; Και αν απέτυχαν γιατί να ευθύνονται εκείνοι και όχι οι εμμένοντες πεισματωδώς στις πλάνες τους Διαμαρτυρόμενοι, οι οποίοι στη θέση ενός «αλάθητου», τοποθέτησαν τόσους «αλάθητους» όσο και το πλήθος αυτών με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό τους σε εκατοντάδες «εκκλησίες»;
Αντιθέτως είναι δίκαιη η παρακάτω επίκριση του Σ. με τις εξής ερωτηματικές προτάσεις: «Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες δὲν ἔχουν καμιὰ εὐθύνη, ζώντας τὴ νάρκη τῆς αὐτάρκειας τῆς ἐκκλησιαστικῆς τους αὐτοκεφαλίας καὶ ταυτόχρονα τὴν ἀτροφία τῆς συνοδικῆς τους συνείδησης, γιὰ τὴν μὴ πλήρη εὐόδωση τοῦ διαλόγου μὲ τοὺς Προχαλκηδονίους ἢ τοὺς Παλαιοκαθολικούς; Ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἀποστροφὴ καὶ ἐν πολλοῖς ἡ ἐγκατάλειψη δὲν εἶναι στίγμα γιὰ τὴν ὀρθόδοξη συνείδησή μας, ὅταν εἶναι δεδομένο ὅτι ὅλα αὐτὰ ὁδηγοῦν ἐπὶ πλέον σὲ νέες διαφορές;». Βεβαίως και υπάρχει ευθύνη των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ποιοι όμως ποιμαίνουν τις Ορθόδοξες Εκκλησίες τα τελευταία εκατό χρόνια αν όχι οι Οικουμενιστές; Αυτοί λοιπόν φέρουν ακεραία την ευθύνη της αποτυχίας! Αντιθέτως, όπου υπήρξαν αληθινοί Ορθόδοξοι Ποιμένες (όπως το καύχημα της Παγκοσμίου Ορθοδοξίας του Κ΄ αιώνος ο Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς), τότε και οι αληθινοί Διάλογοι Ορθοδόξου Μαρτυρίας στέφονται με επιτυχία και οι ετερόδοξοι προσέρχονται μαζικώς στην Εκκλησία του Χριστού, εγκαταλείποντας την πλάνη τους! Ας ανέβουν στους επισκοπικούς θρόνους πραγματικά Ορθόδοξοι στο φρόνημα Αρχιερείς και θα δούμε αν ευοδωθεί το έργο της επιστροφής στην Εκκλησία των ετεροδόξων[238]! Η δε Ψευδοσύνοδος της Κρήτης σε καμία περίπτωση δεν δίνει «μιὰ νέα ὤθηση πρὸς τὴν κοινὴ πανορθόδοξη συναντίληψη τοῦ χρέους ἑνὸς διαλόγου καταλλαγῆς ἐν ἀγάπῃ καὶ ἀληθείᾳ». Αντιθέτως, νομιμοποιεί την πολιτική της αποτυχίας του Οικουμενισμού…
ii.        Οι αντιλήψεις του Σ. περί συμμετοχής του Πάπα Ρώμης (και μάλιστα χίλια σχεδόν χρόνια μετά την αποστασία του από την Καθολική Εκκλησία) στο σύστημα της Πενταρχίας είναι παρωχημένες, αφού οι τέσσερις Πατριάρχες με την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο του 1593«ἀναγνωρίζοντες μετ᾿ ἀγάπης τὸν Πατριάρχην τῆς Μόσχας συναδελφὸν αὐτῶν ἀντὶ τοῦ τῆς Ῥώμης, ἀποσπασθέντος, ἔδωκαν αὐτῷ τὸν πέμπτον βαθμὸν ἐν τῇ ἱεραρχία τῆς Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας»[239]. Στην ίδια Σύνοδο επίσης, εκτός από την αναγνώριση της Μόσχας ως Πατριαρχείου, με αφορμή την εισαγωγή νέου ημερολογίου από την Ρώμη (1582) και την εξ αυτής μετάθεση του Πάσχα, διακηρύχθηκε και η έκπτωση από την Εκκλησία όλων όσων εορτάζουν το Πάσχα[240].
Συμφωνούμε όμως με τον Σ. σχετικά με το ότι είναι «ἄδικη ἡ κατηγορία κατὰ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ὅτι ὑπῆρξε Σύνοδος Προκαθημένων καὶ ὄχι Σύνοδος Ἐπισκόπων»[241]. Αφενός μεν διότι έλειπε ο ένας εκ των πέντε Προκαθημένων, ήτοι ο Πατριάρχης της Ρωσίας, αφετέρου δε επειδή τελικώς το κριτήριο για την αποδοχή ως Ορθοδόξου μίας Συνόδου Αγίας και Μεγάλης ή και Οικουμενικής ακόμη, δεν είναι ούτε το αν αυτή αποτελεί Σύνοδο Προκαθημένων ή όλων των Επισκόπων[242], ούτε φυσικά αν υπάρχει η ομοφροσύνη μόνο των πέντε Πατριαρχών (όπως ισχυρίζεται το κακόδοξο κείμενο του Chieti[243]), αλλά αν υπάρχει η αποδοχή από την ορθόδοξη συνείδηση, δηλαδή αν είναι αποδεκτή από τον «λαό του Θεού» (κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς). Και αυτό διαπιστώνει και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος του 1848  όταν τονίζει πως «παρ᾿ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι, οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ»[244].
iii.         Για τους Διαλόγους, ο Σ. προτείνει (σελ. 92) «ὡς πρότυπο τὴ μετριοπαθῆ στάση τοῦ Μ. Βασιλείου ἔναντι τῶν Πνευματομάχων, γιὰ τοὺς ὁποίους, προκειμένου νὰ διευκολύνει τὴν ἔνταξή τους στὴν Ἐκκλησία ἐπισημαίνει: «Μηδὲν τοίνυν πλέον ἐπιζητῶμεν, ἀλλὰ προτεινώμεθα τοῖς βουλομένοις ἡμῖν συνάπτεσθαι ἀδελφοῖς τὴν ἐν Νικαίᾳ πίστιν. Κἂν ἐκείνη συνθῶνται, ἐπερωτῶμεν καὶ τὸ μὴ δεῖν λέγεσθαι κτίσμα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, μηδὲ κοινωνικοὺς εἶναι αὐτῶν τοὺς λέγοντας. Πέραν δὲ τούτων ἀξιῶ μηδὲν ἐπιζητεῖσθαι παρ᾽ ἡμῶν. Πέπεισμαι γὰρ ὅτι τῇ χρονιωτέρα συνδιαγωγῇ καὶ τῇ ἀφιλονείκῳ συγγυμνασίᾳ καὶ εἴ τι δέοι πλέον προστεθῆναι εἰς τράνωσιν, δώσει Κύριος ὁ πάντα συνεργῶν εἰς ἀγαθὸν τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν»». Και συνεχίζει (σελ. 93) επικριτικά: «Πῶς ἀκούγεται στοὺς σύγχρονους «ὑπερορθοδόξους» ὁ λόγος τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅτι ἡ «συνδιαγωγή» καί «συγγυμνασία» θὰ ἐξαλείψουν διαφορές, ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχει συμφωνία στὰ θεμελιώδη; Δὲν εἶναι ἀβάσιμη ἡ ὑπόθεση, ὅτι οἱ σύγχρονοι «ὑπερορθόδοξοι» θὰ ἀποδοκίμαζαν σκληρὰ καὶ τὸ Μ. Βασίλειο!»
Εκ μέρους των συγχρόνων «υπερορθοδόξων» (χαρακτηρισμός ο οποίος μπορεί να είναι είτε τιμητικός, είτε υποτιμητικός, αναλόγως από ποιους και εναντίον ποίων εκστομείται) οφείλω να πω πως είναι ατυχής ο παραλληλισμός. Οι Πνευματομάχοι, σε αντίθεση με τους σημερινούς αιρετικούς της Δύσεως, ήταν τυπικώς ακόμη εντός Εκκλησίας τότε, ως «μὴ ἐληλεγμένοι συνοδικῶς»[245], και με μια απλή συμφωνία να μην αποκαλούν κτίσμα το Άγιο Πνεύμα και να μην έχουν εκκλησιαστική κοινωνία με όσους το πράττουν, θα υπήρχε επισύναψη με τους Ορθοδόξους στο φρόνημα οπαδούς της «ἐν Νικαίᾳ» πίστεως. Αποτελεί διαστρέβλωση της ποιμαντικής αυτής θέσεως του Μεγάλου Βασιλείου η εφαρμογή της σε «παντελῶς ἀπερρηγμένους» σχισματοαιρετικούς, όπως οι Δυτικοί. Μήπως άραγε μόνο το filioque μας χωρίζει; Πρέπει να είναι κανείς είτε πολύ αφελής, είτε πολύ... Οικουμενιστής, αν το πιστεύει αυτό πραγματικά.
iv.        Εν συνεχεία ο Σ. θίγει το ζήτημα του τρόπου αποδοχής των αιρετικών στην Εκκλησία κατακρίνοντας την θέση του Αγίου Κυπριανού Καρχηδόνος σε σχέση με τις θέσεις άλλων Πατέρων ή Συνόδων και αναφέροντας περιπτώσεις (σ. ημ. φαινομενικής) ασυμφωνίας μεταξύ Ιερών Κανόνων για το ζήτημα αυτό, ενώ προβαίνει και σε μια σειρά ρητορικών ερωτήσεων (σελ. 94-96) πριν καταλήξει ως εξής: «Εἶναι δυνατὸν μὲ τέτοιος κανόνες νὰ προσδιορίσουμε σήμερα, στὸν 21. αἰῶνα, τὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς σύγχρονους ἑτεροδόξους, οἱ ὁποῖοι δὲν ὑπῆρχαν τὴν ἐποχὴ θεσπίσεως τῶν κανόνων;». Επειδή μια γενική απάντηση περί του τρόπου αποδοχής των αιρετικών θα ξέφευγε από τα πλαίσια της παρούσης απαντήσεως, παραπέμπεται ο κάθε ενδιαφερόμενος στην εξαιρετική εργασία για το ζήτημα (περί του οποίου θα βρει διαφωτιστικές απαντήσεις) του π. Γεωργίου Μεταλληνού, Ομοτίμου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με τίτλο «Ὁμολογῶ ἒν βάπτισμα»[246].
Εδώ θα σταθούμε μόνο σε ένα σημείο. Ισχυρίζεται ο Σ. πως «στὴν Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο εἰκονομάχοι ἐπίσκοποι ἐγένοντο δεκτοὶ στὴν Ἐκκλησία, ἀναγνωρισθέντες τοῦ βαπτίσματος τοῦ χρίσματος καὶ τῆς Ἱερωσύνης ποὺ ἔλαβαν ἐκτὸς Ἐκκλησίας»! Όπως όμως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω (στην §Η) η Εκκλησία αποδέχεται τα Μυστήρια των πεσόντων σε αίρεση, αλλά «μὴ ἐληλεγμένων» ακόμη «συνοδικῶς», μελών Της, όπως ήταν μέχρι την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο οι Εικονομάχοι!
v.        Παραβλέποντας την (εν πολλοίς όχι άδικη) κριτική του Σ. απέναντι στη στάση των επισήμων Τοπικών Εκκλησιών που δεν προσήλθαν στο Κολυμπάρι, θέλω να σταθώ στην υποσ. 279 της σελ. 101 του Κειμένου, και συγκεκριμένα στην θέση του Σ. πως η αντιμετώπιση ημών των Ζηλωτών «ἀπαιτεῖ σύνεση, μετριοπάθεια καὶ κυρίως ἕνα αὐθεντικὸ διάλογο ἀγάπης». Συγχαίρω ιδιαιτέρως τον Σ. και εύχομαι να μην πρόκειται μόνο για μεγάλα λόγια. Είμαστε έτοιμοι για ένα τέτοιον Διάλογο Αγάπης και Αληθείας. Η αρχή θα μπορούσε να γίνει με την δημόσια συγγνώμη εκ μέρους της επίσημης Εκκλησίας για τους φρικτούς διωγμούς των προγόνων μας, οι οποίοι για την άρνησή τους να δεχθούν μία μονομερή και παράνομη ημερολογιακή μεταρρύθμιση (χάριν της ενότητος με τους ετεροδόξους, όπως δηλώνει ξεκάθαρα η Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1920), αντιμετώπισαν όχι μόνο την χλεύη, αλλά και την ωμή βία. Οι μαθητές του Χριστού και διάδοχοι των Αποστόλων, των οποίων τα χείλη έσταζαν μέλι για κάθε είδους αιρετικούς, τα ίδια τα παιδιά τους τα εδίωξαν ποικιλοτρόπως. Οι πιστοί μας ξυλοκοπήθηκαν επανειλημμένως (ενώ κάποιοι μαρτύρησαν, με γνωστότερη περίπτωση εκείνην της Αικατερίνης Ρούττη), οι ναοί μας σφραγίστηκαν ή γκρεμίστηκαν, οι ιερείς μας ξυρίστηκαν βιαίως σε γραφεία Μητροπόλεων και αστυνομικά τμήματα, οι μοναχοί μας αφορίστηκαν και εξορίστηκαν, τα Μυστήριά μας θεωρήθηκαν βέβηλα και καταπατήθηκαν[247]. Παρόλα αυτά πρέπει να μην κρατούμε κακία και να ευχόμαστε ο Θεός να ελεήσει και να συγχωρήσει τους διώκτες των προγόνων μας. Προσωπικά είμαι πρόθυμος να ανταποκριθώ σε έναν τέτοιον Διάλογο και πιστεύω ότι και αυτή η απάντηση αποτελεί τρόπον τινά μέρος ενός άτυπου Διαλόγου. Επειδή όμως τυγχάνω ένας απλός λαϊκός, αν οι Οικουμενιστές θέλουν έναν επίσημο Διάλογο, ας απευθυνθούν στην Ιεραρχία μας.
vi.        Συμφωνούμε με τα γραφόμενα του Δοσιθέου Ιεροσολύμων και του Παναγιώτου Τρεμπέλα, όπως και με την παρατήρηση του Σ. περί περιστασιακής πλειοψηφίας ή μειοψηφίας (σελ. 102). Διαφωνώ όμως με την εκτίμησή του «ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου δὲν ἔχουν καὶ δὲ θὰ ἔχουν πρόβλημα στὴν ἀποδοχή τους». Αυτό θα το δείξει το μέλλον. Παραβλέποντας δε την ατυχή σύγκριση μεταξύ Απολλιναριστών και «ενισταμένων Ζηλωτών» (σελ. 103), στέκομαι στην πολύ σημαντική φράση του Πρεβέζης Μελετίου: «Τὴν Ἐκκλησία ἀνέκαθεν ταλαιπωροῦσαν καὶ ταλαιπωροῦν ἐκεῖνοι ποὺ φαντάζονται ὅτι ἐνεργοῦν σωστά· ὅτι ἐνεργοῦν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ». Πολύ σωστά! Πάρα πολύ σωστά! Αυτό ακριβώς λέμε και μεις! Ελάτε, ω επικριτές μας, κοιτάξτε στον καθρέφτη και αναλογιστείτε: μήπως ισχύει για σας, αυτό; Μήπως; Για βάλτε έναν λογισμό μετανοίας και αυτοκριτικής…
vii.       Πριν κλείσουμε δεν θα πρέπει να παραλειφθεί ακόμη μία παρερμηνεία (θέλω να πιστεύω όχι εσκεμμένη) δύο ιερών Κανόνων (του Δ΄ της Δ΄ και του ΞΔ΄ της Πενθέκτης) και της θέσεως ενός ακόμη Αγίου (Θεοδώρου του Στουδίτου). Γράφει ο Σ. (σελ. 104): «Ὑπάρχουν καὶ κάποιοι μοναχοί «τῷ μοναχικῷ κεχρημένοι προσχήματι», οἱ ὁποῖοι δὲν κατάλαβαν ὅτι ὀφείλουν «ὑποτετάχθαι τῷ ἐπισκόπῳ καὶ τὴν ἡσυχίαν ἀσπάζεσθαι καὶ προσέχειν μόνῃ τῇ νηστείᾳ καὶ τῇ προσευχῇ, ἐν οἷς τόποις ἀπετάξαντο προσκαρτεροῦντες», ἀλλὰ προτιμοῦν νὰ κάνουν τὸ δάσκαλο ὑπερβαίνοντας τὰ ὅριά τους. Ξεχνοῦν αὐτὰ ποὺ ἔγραφε ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης γιὰ τὸν ἑαυτό του: «...τὶς γὰρ εἰμι ἐγὼ ὁ τάλας ἵνα ἀντινομοθετῶ; πλὴν ὅτι συμβουλευτικῶς καὶ ἃ ἐν τοῖς ἄλλοις κεφαλαίοις...ἐρωτηθεὶς ἀπεκρίθην, οὐ κανονικῶς, οὐ νομοθετικῶς...ἐπὶ μὴ θεμιτὸν μηδὲ ἐξουσιαστικὸν· ἱερεὺς γὰρ εἰμι, εἰ καὶ ἀνάξιος, οὐκ ἱεράρχης· τοῦ τοιούτου γὰρ καὶ τῶν αὐτῷ ὁμοταγῶν καθολικῶς κανονίζειν καὶ νομοθετεῖν». Ἐὰν ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης μιλάει ἔτσι γιὰ τὸν ἑαυτό του, τὶ θὰ ἔπρεπε νὰ πράττουν σήμερα κάποιοι μοναχοὶ ἢ μοναχές; Ἴσως νὰ παύσουν νὰ ὁμιλοῦν καὶ μάλιστα μὲ τὴν αὐθεντία Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπείκοντες στὰ πατερικὰ κελεύσματα: «Τὶ σεαυτὸν ποιεῖς ποιμένα, πρόβατον ὤν; τὶ γίνῃ κεφαλή, ποῦς τυγχάνων; τὶ στρατηγεῖν ἐπιχειρεῖς, τεταγμένοι ἐν στρατιώταις;»».
Ο Κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου δεν αφορά την στάση των μοναχών στην περίπτωση που κηρύτττεται αίρεση στην Εκκλησία, αλλά αναφέρεται σε εκείνους που «μεταχειρίζονται τὸ μοναχικὸν σχῆμα πρὸς ἐπίδειξιν καὶ δέλεαρ διὰ νὰ τιμῶνται, καὶ συγχέουσι τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ πολιτικὰ πράγματα, θέλοντες νὰ διοικοῦσιν αὐτά»[248]. Επίσης όταν ο Κανών συνιστά «ὑποτετάχθαι τῷ ἐπισκόπῳ» δεν εννοεί κάθε επίσκοπο, πόσο μάλλον τον ψευδεπίσκοπο[249], εκείνον δηλαδή που έχει χάσει (διά της εκτροπής του από την ορθή πίστη) τα δικαιώματά του ως επισκόπου. Τρανή απόδειξη, η στάση των μοναχών εν καιρώ αιρέσεως. Εκ των πλείστων παραδειγμάτων που συναντά κανείς στην Εκκλησιαστική Ιστορία[250] ας αναφερθεί μόνο ένα. Περί το 365 περίπου, και ενώ στην Αντιόχεια επίσημος Επίσκοπός της ήταν ο Ευζώιος, κάποιος μοναχός, που ασκήτευε έξω από τα τείχη της πόλεως, ονόματι Αφραάτης εγκατέλειψε τον τόπο της ασκήσεώς του και ήλθε στην πόλη διδάσκοντας τους πιστούς τα ορθόδοξα φρονήματα ενάντια στις αρειανίζουσες απόψεις του Ευζωΐου. Τότε λοιπόν τον συνάντησε ο φιλοαρειανός αυτοκράτορας, Ουάλης και τον ρώτησε γιατί άφησε την ησυχία και ήλθε στην πόλη. Ο Αφραάτης του απάντησε: «πες μου, βασιλιά, αν εγώ ήμουν μία παρθένος κόρη κρυμμένη μέσα στο ιδιαίτερο δωμάτιο (κατά την τότε συνήθεια) και έβλεπα κάποιον να βάζει φωτιά στην οικία του πατέρα μου, τι θα με συμβούλευες να κάνω; Βεβαίως θα με συμβούλευες να τρέξω να σβύσω την φλόγα. Αυτό λοιπόν συμβούλευσέ με και τώρα, διότι βλέπω ότι καίγεται ο οίκος του πατρός μου Θεού, και για αυτό τρέχω και αγωνίζομαι πώς να σβήσω την φλόγα· εάν με κατηγορείς, ότι άφησα την ησυχίαν μου, κατηγόρησε περισσότερο τον εαυτό σου, που έβαλες την φωτιά στον οίκο του Θεού, και μη κατηγόρεις εμένα, που αγωνίζομαι να την σβήσω». Και όμως αυτόν τον μοναχό που θα εγκαλούσε ο Σ., και οι ομόφρονές του, ως παραβάτη ιερών Κανόνων, τον τιμούν σήμερα ως Άγιο στις 29 Ιανουαρίου, αφού η Εκκλησία τον τίμησε και αναγνώρισε την αγιότητά του! Η υπακοή στον επίσκοπο λοιπόν δεν είναι απροϋπόθετη.
Περί του αποσπάσματος του Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου που παραθέτει ο Σ. παρατηρούμε πως ξεκινά με τελίτσες… Επειδή είναι πολύ διαφωτιστικό το σημείο που παραλείπεται παραθέτω εδώ ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα της επιστολής του Οσίου: «Περὶ οὗ εἴρηκας διὰ στόματος τοῦ γραμματηφόρου ὀγδόου κεφαλαίου ἐλλιπῶς ἔχειν διὰ τὸ ὑπὸ κανόνα κεῖσθαι τοῦ Ἁγίου Πέτρου ἠγνόουν. Κρατείτω ὁ κανών· τίς γάρ εἰμι ἐγὼ ὁ τάλας ἵνα ἀντινομοθετῶ; πλὴν ὅτι συμβουλευτικῶς καὶ ἃ ἐν τοῖς ἄλλοις κεφαλαίοις καὶ ἐν οἷς ἄρτι ἐπεζήτησας καὶ ἐφ' οἷς παρ' ἄλλων ἐρωτηθεὶς ἀπεκρίθην, οὐ κανονικῶς, οὐ νομοθετικῶς ὅσον εἰς προῦπτον πρὸς τοὺς ἔξω, ἐπεὶ μὴ θεμιτὸν μηδὲ ἐξουσιαστικόν· ἱερεὺς γάρ εἰμι, εἰ καὶ ἀνάξιος, οὐκ ἱεράρχης· τοῦ τοιούτου γὰρ καὶ τῶν αὐτῷ ὁμοταγῶν καθολικῶς κανονίζειν καὶ νομοθετεῖν». Όπως παρατηρεί κανείς, ο Όσιος απαντώντας στον μαθητή του Ναυκράτιο σχετικά με έναν Κανόνα συστήνει να επικρατήσει ο Κανόνας, διότι, όπως γράφει με ταπείνωση «ποιος είμαι εγώ ο ταλαίπωρος για να αντινομοθετήσω;» και τα λοιπά. Καμία σχέση δηλαδή με την ταπεινολογική τακτική αλόγων προβάτων που συστήνει ο Σ. στους μοναχούς (και όχι μόνο) θέλοντας να επιβάλλει την - μακράν του πνεύματος της Ορθοδοξίας - τυφλή υπακοή! Απόδειξη ότι ο Όσιος Θεόδωρος καθόλου δεν συμφωνεί με την θέση του Σ., αλλά αντιθέτως με την δική μας, είναι τα πάμπολλα κείμενά του περί του θέματος εκ των οποίων αποδεικνύεται φερ᾿ ειπείν ποιο θεωρεί ο Άγιος ως κύριο έργο του μοναχού («Ἔργον δὲ μοναχοῦ, μηδὲ τὸ τυχὸν ἀνέχεσθαι καινοτομεῖσθαι τὸ Εὐαγγέλιον· ἵνα μὴ ὑπόδειγμα τοῖς λαϊκοῖς προτιθέμενοι αἱρέσεως καὶ αἱρετικῆς συγκοινωνίας, τῆς ὑπὲρ αὐτῶν ἀπωλείας λόγον ὑφέξωσι»[251]), τι συστήνει όχι μόνο στους μοναχούς να πράττουν εν καιρώ αιρέσεως («Ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ, ἐν ᾧ ὁ Χριστὸς διώκεται διὰ τῆς εἰκόνος αὐτοῦ, οὐ μόνον εἰ βαθμῷ τις καὶ γνώσει προέχων ἐστὶν ὀφείλει διαγωνίζεσθαι, λαλῶν καὶ διδάσκων τὸν τῆς ὀρθοδοξίας λόγον, ἀλλὰ γὰρ καὶ εἰ μαθητοῦ τάξιν ἐπέχων εἴη, χρεωστεῖ παρρησιάζεσθαι τὴν ἀλήθειαν καὶ ἐλευθεροστομεῖν»[252]), αλλά και σε κάθε πιστό, μέχρι και τον πιο ελάχιστο («Ἐντολὴ γὰρ Κυρίου μὴ σιωπᾷν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως. Λάλει γάρ, φησί, καὶ μὴ σιώπα. Καί, ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται. Ὥστε ὅτε περὶ πίστεως ὁ λόγος, οὐκ ἔστιν εἰπεῖν. Ἐγὼ τίς εἰμι; Ἱερεύς; Ἀλλ᾿ οὐδαμοῦ. Ἄρχων; Καὶ οὐδ᾿ οὕτως. Στρατιώτης; Καὶ ποῦ; Γεωργός; Καὶ οὐδ᾿ αὐτὸ τοῦτο. Πένης, μόνον τὴν ἐφήμερον τροφὴν ποριζόμενος. Οὐδείς μοι λόγος καὶ φροντὶς περὶ τοῦ προκειμένου. Οὐά, οἱ λίθοι κράξουσι, καὶ σὺ σιωπηλὸς καὶ ἄφροντις; Ἡ ἀναίσθητος φύσις Θεοῦ ἐπακήκοε, καὶ αὐτὸς λαιλαπιστής; Ὅ μὴ ἐψύχωται, μηδὲ ἐν κριτηρίῳ λελογοθέτηται, δεδοικὸς οἱοναὶ τὸ πρόσταγμα φωνοβολεῖ· καὶ σὺ ὁ μέλλων εὐθύνεσθαι ὑπὸ Θεοῦ ἐν καιρῶ ἐτάσεως, καὶ περὶ ἀργοῦ ῥήματος, κἄν ἐπαίτης εἶ, διδόναι λόγον· λέγεις ἀλογῶν· Τίς μοι ἐν τοῦτο φροντίς; Ταῦτα, ὦ δέσποτα, φησὶν ὁ Παῦλος, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτὸν καὶ Ἀπολλὼ δι᾿ ὑμᾶς· ἵνα ἐν ἡμῖν μάθητε τὸ μὴ ὑπὲρ ὅ γέγραπται φρονεῖν. Ὥστε καὶ αὐτὸς ὁ πένης πάσης ἀπολογίας ἐστέρηται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, μὴ τανῦν λαλῶν ὡς κριθησόμενος καὶ διὰ τοῦτο μόνον»[253]), αλλά και ποιοι είναι οι αληθινοί σοφοί («πολλοὶ δοκησίσοφοι καὶ ἀρχιεροφανεῖς καὶ ἀγιόδοκοι ἐν τοῖς πάλαι ἑαλώκεσαν ἔλαμψαν δὲ ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ ὀλίγοι καὶ ἀληθινοί σοφοί, οἵτινές είσι φόβῳ Θεοῦ διαζώντες, ἐπείπερ ἀρχὴ σοφίας φοβεῖσθαι τὸν Κύριον, καὶ μὴ οἰηθέντες εἶναι πολλοῦ ἄξιοι ἐπειδὴ ἄνθρωπος εἰς πρόσωπον, Θεὸς δὲ εἰς καρδίαν ὁρᾷ»[254]).  
Σχετικά με το απόσπασμα του ΞΔ΄ Κανόνος της Πενθέκτης («Τὶ σεαυτὸν ποιεῖς ποιμένα, πρόβατον ὤν; τὶ γίνῃ κεφαλή, ποῦς τυγχάνων; τὶ στρατηγεῖν ἐπιχειρεῖς, τεταγμένοι ἐν στρατιώταις;»[255]) ενός Κανόνος που ορθά απαγορεύει στους λαϊκούς να διδάσκουν. Ο Κανόνας αυτός θέλει να προφυλάξει την Εκκλησία από την αναρχία και τις συγχύσεις που θα επέρχοντο στην περίπτωση που όλοι ήθελαν να γίνουν αυτόκλητοι διδάσκαλοι!  Απαραιτήτως λοιπόν για να διδάξει ένας λαϊκός πρέπει να έχει την άδεια του Επισκόπου, διότι όπως γράφει ο Βαλσαμών, στην ερμηνεία του εν λόγω Κανόνος, «τὸ διδάσκειν τὸν τοῦ Κυρίου λαὸν, καὶ ἑρμηνεύειν τὰ θεία δόγματα, μόνοις ἐδόθη παρὰ τῆς χάριτος τοῦ παναγἰου Πνεύματος τοῖς ἀρχιερεῦσι, καὶ τοῖς παρὰ τούτων ἐπιτρεπομένοις»[256]. Ο Σ. προφανώς και οι υπόλοιποι Οικουμενιστές[257] χρησιμοποιούν τον Κανόνα αυτόν ως όπλο για την φίμωση των Ορθοδόξων, αλλά τελικώς στρέφεται εναντίον τους. Διότι ποια άδεια από Ορθοδόξους Επισκόπους έχει η στρατιά αυτή των «θεολόγων» που προπαγανδίζει επί τόσες δεκαετίες, διά τύπου και διαδικτύου, τις οικουμενιστικές θεωρίες; Καμία! Αλλά το πράττουν εξαιτίας του πτυχίου που θεωρούν ότι τους καθιστά «Διδασκάλους» και «Θεολόγους»! Αντιθέτως, οι περισσότεροι εξ ημών κατόπιν ευλογίας Ορθοδόξου Επισκόπου (ή ελλείψει τούτου στην περιοχή, - διά την χαλεπότητα των καιρών - ευλογία Πνευματικού, ο οποίος έλαβε από Ορθόδοξο Επίσκοπο το «δεσμείν και λύειν», διά του οφφικίου της πνευματικής πατρότητας) εκφράζουμε τις ενστάσεις μας, στηλιτεύοντας ακόμη και εκείνους που άνευ ευλογίας και δι’ υπερβάλλοντος ζήλου, προσπαθούν να πολεμήσουν την μία αίρεση (τον Οικουμενισμό), πέφτοντας σε άλλες αιρέσεις και πλάνες (π.χ. ακραίο Ζηλωτισμό).
  Ας μην προσπαθεί λοιπόν ο σεβαστός Σ. να κατηγορήσει και να φιμώσει τους ενισταμένους Ορθοδόξους. Αντιθέτως, να κατηγορήσει εκείνους που έβαλαν την φωτιά στον οίκο του Θεού, και όχι εκείνους που αγωνίζονται να την σβήσουν!
viii.      Κλείνοντας την ανασκόπηση του τελευταίου κεφαλαίου στέκομαι με απορία στα εξής: «Ἐμμένουν (σ. μιλά για μας τους «φανατικούς») στὶς ἀποκλειστικὲς ἐκκλησιολογικὲς θεωρήσεις τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ ποὺ ἐμπνέουν φόβο καὶ τρόμο καὶ δημιουργοῦν ἐνοχές. Ἀδυνατοῦν νὰ συμμετάσχουν στὴν πασχάλεια ἀνεκλάλητη χαρὰ καὶ πνευματικὴ εὐφροσύνη τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴ πλήρη της βεβαιότητα, ὅτι «συν-ανέστησεν ὁ Χριστὸς παγγενῆ (!) τὸν Ἀδὰμ ἀναστὰς ἐκ τοῦ τάφου»». Τί θέλει να μας πει εδώ ο Σ. με τούτα τα γραφόμενά του, τα οποία, κατά την γνώμη μου, έχουν μια κάποια ωριγενιστική[258] χροιά; Ότι δεν υπάρχει Κόλαση και μάλιστα αιώνιος, για όσους αρνηθούν να δεχθούν ως Σωτήρα τους τον Χριστό και να εισέλθουν (με τους τρόπους που Εκείνος γνωρίζει) στην σωστική Κιβωτό, την Εκκλησία Του; Και τι θέλει να μας πει με το «συν-ανέστησεν ὁ Χριστὸς παγγενῆ τὸν Ἀδὰμ ἀναστὰς ἐκ τοῦ τάφου»! Ότι άπαντες θα σωθούν; Δεν διάβασε άραγε το του Δεσπότου Χριστού «ὅτι ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως»[259];
ΚΒ. Αυτές γενικώς ήταν οι σκέψεις που ήθελα να καταθέσω με την παρούσα Απάντηση. Συνοψίζοντας, πρέπει να επαναληφθεί πως αναγνωρίζοντας οι Οικουμενιστές, διά της Ψευδοσυνόδου της Κρήτης, την εκκλησιαστικότητα των αιρετικών ομάδων περιττεύει κάθε διακήρυξη ότι συναποτελούν μετ’ αυτών Υπερ-Εκκλησία, αφού ήδη αισθάνονται ότι αποτελούν μέλη Μίας Εκκλησίας προς το παρόν αοράτου, τα οποία, κατά την δική τους ομολογία, αγωνίζονται και για την ορατή ενότητα! Ιδού η Νέα Εκκλησία που ευαγγελίζονται και η οποία θα ιδρυθεί επισήμως με την διακήρυξη και της ορατής τους ενότητας. Μια Νέα Εκκλησία, με παπικό σύστημα διοίκησης (οι θεωρίες του Περγάμου Ιωάννου Ζηζιούλα ήδη θεμελίωσαν τον επισκοποκεντρισμό), προτεσταντικό τρόπο σκέψης (δεν αξιώνεται από κάθε «εκκλησία» να εγκαταλείψει τις δικές της εκκλησιολογικές και εν γένει θεολογικές της θεωρήσεις)[260] και ορθόδοξο τυπικό (υπό το σύνθημα «επιστροφή στην αρχαία Εκκλησία», εννοώντας την όχι ως επιστροφή στην  Ορθή Πίστη, αλλά στις τελετές και την πρακτική της αρχαίας Εκκλησίας[261])!
Μπροστά σε μια τέτοια εκκολαπτόμενη «Νέα Εκκλησία», οι πραγματικά Ορθόδοξοι δεν μπορούμε παρά να σταθούμε ενάντιοι και, έχοντας συναίσθηση της αιωνιότητος, να αδιαφορήσουμε εάν μας θεωρούν «σχισματικούς», «κυπριανικούς», «φωτειανούς», «παλαμιστές», «εκτός Εκκλησίας», «φανατικούς», «ζηλωτές» ή όπως αλλιώς θέλουν να μας αποκαλούν, και να μη παύσουμε να αγωνιούμε μόνο για ένα πράγμα: για το αν μας αναγνωρίσουν ως Ορθοδόξους και Φίλους, εκείνοι οι οποίοι έχουν ήδη κερδίσει την Βασιλεία των Ουρανών, ήτοι οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτό μας διδάσκει και ο Μέγας Αντώνιος, ένας ακόμη μοναχός που ύψωσε το ανάστημά του απέναντι σε μια επίσημη Εκκλησία, την οποία διοικούσαν οι τότε παντοδύναμοι Αρειανόφρονες: «Σπουδάσατε δὲ μᾶλλον καὶ ὑμεῖς ἀεὶ συνάπτειν ἑαυτοὺς, προηγουμένως μὲν τῷ Κυρίῳ, ἔπειτα δὲ τοῖς ἁγίοις ἵνα μετὰ θάνατον ὑμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σκηνὰς, ὡς φίλους καὶ γνωρίμους, δέξωνται καὶ αὐτοί»[262]. Την ίδια αγωνία ευχόμαστε να αποκτήσουν και οι ημέτεροι Οικουμενιστές και να βάλουν λογισμούς μετανοίας τους απευθύνουμε δε τα λόγια του Αγίου Μελετίου του Πηγά: «Ὅταν ἀναστῶμεν πάντες τῷ φοβερῷ βήματι παριστάμενοι, τίνας ἐπιγνώσονται οἰκείους οἱ Πατέρες, τοὺς τὴν πατρώαν πίστιν, τοὺς τὰς παραδόσεις τὰς πατρικάς ἀθετήσαντας, ἢ ἡμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους, τοὺς μηδὲν κατὰ μηδὲν παραλάττοντας; Οὐκ ἐκείνους, οἶμαι, ἀλλ᾿ ἡμᾶς»[263].


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ


[232] Αγίου Νεκταρίου, Μελέτη ιστορική περί των αιτιών του σχίσματος, τόμ. β΄, Αθήνα, 1912, σελ. 29.
[233] P.G. 120, 809.
[234] Επομένως το Ανάθεμα δεν έγινε για το filioque, όπως εσφαλμένως ισχυρίζεται ο Σ..
[235] Ήταν στο χέρι των Παπών να απορρίψουν τον αφοριστικό έγγραφο που κατέθεσε εκ μέρους της Ρώμης ο Ουμβέρτος και να μην υποπέσουν στο Ανάθεμα της Εκκλησίας, αλλά δεν το έπραξαν∙ αντιθέτως στερέωσαν τις αιρέσεις και τις καινοτομίες τους, καταδικάζοντας μάλιστα με πολλές Ψευδοσυνόδους, όσους δεν τις αποδέχονταν.
[236] Όποιος αμφιβάλει ας ανατρέξει, στο προαναφερθέν σύγγραμμα του Αγίου Νεκταρίου, αλλά και στα διαφωτιστικά κείμενα των Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου (Ιστορία της Εκκλησίας Αντιοχείας, Αλεξάνδρεια, 1951, σελ. 848-860), Βλασίου Φειδά (Εκκλησιαστική Ιστορία Β΄, Αθήνα, 1994, σελ. 164-175 και λ. Μιχαήλ Κηρουλάριος στο ΘΗΕ 8, 1195-1200) και Παναγιώτου Μπούμη (Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και η κανονικότης της άρσεως αυτών, Αθήνα, 1980).
[237] Ποιος εχέφρων Ορθόδοξος έχει αντίρρηση για τέτοιους Διαλόγους, οι οποίοι όντως αποτελούν Ορθόδοξη Μαρτυρία;
[238] Όχι βεβαίως όλων (όπως ψευδώς ευαγγελίζεται ο «ορθόδοξος» οικουμενισμός), διότι, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, υπάρχει και το αυτεξούσιο και αρκετοί από αυτούς θα παραμείνουν με πεισμονή στην πλάνη τους.
[239] Θεοδώρου Βαλλιάνου, Ιστορία της Ρωσσικής Εκκλησίας, Αθήνα, 1851, σελ.  147-148.
[240] «Κανὼν ὄγδοος. Ἀσάλευτον διαμένειν βουλόμεθα τὸ τοῖς πατρᾶσι διορισθὲν περὶ τοῦ ἁγίου καὶ σωτηρίου Πάσχα· ἔχει δὲ οὕτως: (σ. ημ. από εδώ και κάτω επαναλαμβάνεται ο Α΄ Κανόνας της εν Αντιοχεία Συνόδου) ἅπαντας τοὺς τολμῶντας παραλύειν τοὺς ὅρους τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς μεγάλης συνόδου, τῆς ἐν Νικαία συγκροτηθείσης ἐπὶ παρουσία τῆς εὐσεβείας τοῦ θεοφιλεστάτου Βασιλέως Κωνσταντίνου περὶ τῆς ἁγίας ἑορτῆς τοῦ σωτηριώδους Πάσχα, ἀκοινωνήτους καὶ ἀποβλήτους εἶναι τῆς Ἐκκλησίας, εἰ ἐπιμένοιεν φιλονεικότερον ἐνιστάμενοι πρὸς τὰ καλῶς δεδιδαγμένα· καὶ ταῦτα εἰρήσθω περὶ τῶν λαϊκῶν, εἰ δὲ τις τῶν προεστώτων τῆς Ἐκκλησίας ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, ἤ διάκονος, μετά τόν ὅρον τοῦτον τολμήσειεν ἐπὶ διαστροφῇ τῶν λαῶν καὶ ταραχῇ τῶν Ἐκκλησιῶν ἰδιάζειν καὶ μετὰ τῶν Ἰουδαίων ἐπιτελεῖν τὸ Πάσχα, τοῦτον ἡ ἁγία Σύνοδος, ἐντεῦθεν ἤδη ἀλλότριον ἔκρινε τῆς Ἐκκλησίας» (Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος Αγάπης, Ιάσιο, 1698, σελ. 547). Και μόνο η Ημερολογιακή Καινοτομία του 1582 λοιπόν, που έθιξε το Πάσχα, θα αρκούσε για να θέσει την Τοπική Εκκλησία της Ρώμης εκτός της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα, πως η Σύνοδος αυτή του 1593 επαναλαμβάνει το ανάθεμα (αλλοτρίωση εκ της Εκκλησίας) της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, υπενθυμίζοντας την ποινή καθαιρέσεως των παρανόμων κληρικών (βλ. Κανόνες Ζ΄ Αποστολικό και Α΄ της εν Αντιοχεία), που τολμούν να θίξουν τον Πασχάλιο κανόνα. Τώρα που στην εποχή μας τόλμησε η Τοπική Εκκλησία της Φινλανδίας να αλλάξει το Πασχάλιο (και ακολουθώντας το νέο ημερολόγιο και για το Πάσχα, να συνεορτάζει μετά των Παπικών - εκπληρώνοντας πρώτη αυτή το όνειρο και την από αιώνος επιδίωξη όλων των Οικουμενιστών) δεν είναι οι εν Φινλανδία καινοτομήσαντες ορθόδοξοι αναθεματιστέοι και καθαιρετέοι; Δεν θα είναι υπόδικοι ενώπιον μιάς πράγματι Αγίας Συνόδου, τόσο αυτή (η Εκκλησία της Φινλανδίας) όσο και οι κοινωνούντες με αυτήν, που συνευδοκούν ή σιωπούν ενόχως, αντί να κάνουν το παν για να απαλλάξουν τους αδελφούς Φινλανδούς από το ανάθεμα και την επικειμένη καθαίρεση και να επανέλθουν η κανονικότητα και η ομόνοια στην καθόλου Εκκλησία;
[241] Οι υπερασπιστές αυτής της κατηγορίας προβαίνουν σε αυτήν με σαφή στόχο να απαξιωθούν οι αποφάσεις της Ψευδοσυνόδου ως δήθεν μη έχουσες καμία επίπτωση στο εκκλησιαστικό σώμα. Έτσι με τον στρουθοκαμηλισμό αυτόν αρνούνται να λάβουν υπεύθυνη θέση, είτε αποδεχόμενοι τις αποφάσεις της, είτε απορρίπτοντάς τες και εν τη πράξει (διακόπτωντας την εκκλησιαστική κοινωνία με τους αποδεχόμενους αυτές), υιοθετώντας ουσιαστικά έναν στείρο «αντιοικουμενισμό»
[242] Ενδεικτικά, από την Β΄ Οικουμενική απουσίαζε ο Πάπας Ρώμης Δάμασος, αλλά και όλοι οι Δυτικοί επίσκοποι∙ στην Γ΄ Οικουμενική καταδικάστηκε ως αιρετικός και καθαιρέθηκε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος, όπως και ο Πατριάρχης Αντιοχείας Ιωάννης (φίλος του Νεστορίου) επειδή δεν προσήλθε στην Σύνοδο, ενώ απουσίαζαν και πάνω από πενήντα επίσκοποι∙ από την Ε΄ Οικουμενική απουσίαζε ο Πάπας Ρώμης Βιγίλιος (την αναγνώρισε αργότερα).
[243] Κείμενο που συντάχθηκε από κοινή Επιτροπή Ορθοδόξων (;) και Παπικών… Φανταστείτε δηλαδή πόσο ορθόδοξο θα ήταν ένα κείμενο αν το είχαν συντάξει από κοινού, υπέρμαχοι του Ομοουσίου (όπως ο Μέγας Αθανάσιος, ο Μέγας Βασίλειος, ο Άγιος Μελέτιος κ.α.) με τους αιρετικούς της εποχής τους (τον Ἀρειο, τον Απολλινάριο Λαοδικείας και τον Μακεδόνιο)!!!
[244] Mansi 40, 407. Είναι φοβερό πάντως το γεγονός πως η «Αγία και Μεγάλη» Ψευδοσύνοδος της Κρήτης έρχεται σε αντίθεση με τις τελευταίες Συνόδους, που είχαν την προσωνυμία «Αγία και Μεγάλη», ήτοι την του 1593 και την του 1848.
[245] Πρβλ. §Η.  Η αποκοπή των Πνευματομάχων από την Εκκλησία. και τυπικώς. έγινε με την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο.
[246] Αθήνα, 1983, σ.σ. 95.
[247] Μία μικρή εικόνα μπορεί να έχει κανείς σε ημέτερο πόνημα περί των πρώτων διωγμών, των ετών 1924-1928, εδώ: http://www.hsir.org/pdfs/2016/04/09/20160409eDiogmoi.pdf.
[248] Από την ερμηνεία του κανόνος υπό του Αγίου Νικοδήμου στο Πηδάλιον, ό.π., σελ. 158.
[249] Πρβλ. ΙΕ΄ Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
[250] Ο φιλαλήθης αναγνώστης ας διαβάσει την εξαιρετική, επί του θέματος, εργασία του μακαριστού πνευματικού μας διδασκάλου π. Θεοδωρήτου Μαύρου (θεολόγου), Μοναχισμός και αίρεσις, Αθήνα, 1977.
[251] P.G. 99, 1049.
[252] Αυτόθι, 1120.
[253] Αυτ., 1321.
[254] Theodori Studitae Epistulae, vol. 2,  ed. De GruyterBerlin, 1992, p. 277.
[255] Το απόσπασμα αυτό χρησιμοποίησε η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος από κείμενο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου (βλ. P.G. 36, 188).
[256] Γ. Α. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, τόμ. Β΄, Αθήνα, 1852, σελ. 455.
[258] Η συγγένεια μεταξύ Ωριγενισμού και Οικουμενισμού είναι τεράστια! Αν δεν υπάρχει αιώνια Κόλαση, όπως διδάσκει ο Ωριγένης, τότε άπαντες σώζονται, όπως διδάσκει ο Οικουμενισμός! Δεν είναι δε τυχαίο πως οι Οικουμενιστές εκφράζονται θετικώς για τις θέσεις αυτές του Ωριγένη. Ο μέγας Οικουμενιστής Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βασίλειος ο Γ΄ (Γεωργιάδης, πατρ. 1925-1929) είχε δηλώσει τα εξής αποκαλυπτικά για το θέμα: «Ἡ ἐπικοινωνία τῶν ἐκκλησιῶν εἶνε ἐπιβεβλημένη, ἡ ἕνωσις ἀπαραίτητος. Ἄλλώς τε καθ᾿ ἑκάστην τὸ λέγομεν: «καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως». Αἱ γνώμαι τῶν θεολόγων δὲν εἶνε ἐπιταγαί, ὅταν ἡ πίστις εἶνε κοινή. Βάσις εἶνε τὸ σύμβολον τῆς πίστεως, παράδειγμα ἡ ἀρχαία ἐκκλησία. Ἴσως σ᾿ αὐτὰ νὰ μὴ συμφωνῶ μὲ πολλούς. Κρίνω ὅμως φιλελεύθερα. Ὁ εὐσεβέστατος Ὠριγένης, εἰς τὸ ὕψος τῆς διανοίας του, διέγνωσε ὅτι δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ ὑφίσταται αἰωνία κόλασις. Αἱ ἐκκλησία λοιπὸν πρέπει καλλίτερον νὰ γνωρισθοῦν μεταξύ των, νὰ ἐπικοινωνήσουν καὶ ἀργότερον νὰ ἐπέλθει ἡ ἕνωσις διὰ νὰ πολεμηθεῖ ἡ ἀθρησκεία» (εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ της 29ης/8/1925).
[259] Ἰω. ε΄, 28-29.
[260] Ο Άγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης (+1955) είχε ήδη από την εποχή του εντοπίσει και στηλιτεύσει την προτεσταντική αυτήν αρχή, που εισήγαγε το, προδρομικό της Ψευδοσυνόδου της Κρήτης, «Πανορθόδοξο» (Ψευδορθόδοξο) Συνέδριο του 1923. Δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από κείμενά του:  «Ὁ ἐκλιπὼν Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Φώτιος τῇ ἰδίᾳ πρωτοβουλίᾳ, ἢ καθ᾿ ὑπόδειξιν ἄλλων, ἄγνωστον, ἀπηύθυνε μίαν ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Μακαριώτατον ὡς Πρόεδρον τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος, δι᾿ ἧς είσηγεῖτο τὴν παραδοχὴν τῆς ἐν τῷ Συνεδρίῳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως τεθείσης Προτεσταντικῆς ἀρχῆς, καθ᾿ ἣν δικαιοῦται μία ἐπὶ μέρους Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, εἰς τὰ δευτερευούσης σημασίας Ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, ἐν οἷς καὶ τὸ τοῦ Πασχαλίου, νὰ προβαίνῃ εἰς ἀποφάσεις ἄνευ τῆς γνώμης καὶ τῆς συναινέσεως τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, χωρὶς αἱ τελευταῖαι αὗται νὰ διακόπτωσι τὴν πνευματικὴν καὶ Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετ᾿ αὐτῆς» (Αναίρεσις του «Ελέγχου» του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου, Κάιρο, 1937, σελ. 66). «Ἐπίσης ἐν τῷ Συνεδρίῳ τούτῳ καθιερώθῃ ἡ ἀντορθόδοξος ἀρχή, ὅπως μία ἢ καὶ πλείονες ἐπὶ μέρους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἔχωσι τὸ δικαίωμα νὰ προβαίνωσι μονομερῶς εἰς διαῤῥυθμίσεις Ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν ἀφορόντων τὴν Καθόλου Ὀρθοδοξίαν χωρὶς αἱ λοιπαὶ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι νὰ ἔχωσι τὸ δικαίωμα νὰ διακόπτωσι τὴν πνευματικὴν ἐπικοινωνίαν μετ’ αὐτῶν, ἐξ’ αἰτίας τῶν μεταῤῥυθμίσεων τούτων, ἃς διὰ λόγους Ἐκκλησιαστικοὺς καὶ Κανονικοὺς δὲν δύνανται αὗται νὰ ἐγκρίνωσι καὶ νὰ ἀποδεχθῶσι» (Επιστολή προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Νικόλαο τον Ε΄ [10 Απριλίου 1936] στο Υπομνήματα-Επιστολαί-Απολογίαι, Αθήνα, 1941, σελ. 30). 
[261] Αποκαλείται «λειτουργική ανανέωση», και περιλαμβάνει τη συμμετοχή όλου του λαού στη λατρεία, την μετάφραση των λειτουργικών κειμένων, την επαναφορά του θεσμού των διακονισσών, ως προστάδιο της «ιερωσύνης» των γυναικών, η οποία ήδη υφίσταται σε μερικές «εκκλησίες» κ.α..
[262] P.G. 26, 972.
[263] Eudoxiu Hurmuzaki, Documente privitóre la istoria românilor, vol. 13 , Bucuresti, 1909, p. 416.