Έκτοτε λοιπόν πέρασαν εκατόν
ενενήντα τέσσερα έτη και φτάνουμε μέχρι
το τριακοστό όγδοο έτος της βασιλείας
του Θεοδοσίου Β΄ του Μικρού (408-450 μ.Χ.),
ήτοι μέχρι το έτος 446 μ.Χ. Τότε εμφανίστηκε
στους κόλπους του Χριστιανισμού μια
αίρεση, η οποία δε δεχόταν το δόγμα της
αναστάσεως των νεκρών. Η αίρεση αυτή,
στην οποία είχαν προσχωρήσει και μερικοί
επίσκοποι, προκαλούσε μεγάλη αναταραχή
και αναστάτωση στην Εκκλησία. Ο δε
Αυτοκράτορας, βλέποντας την αναστάτωση
αυτή της Εκκλησίας του Θεού, δεν ήξερε
τι να κάνει. Όμως δεν απελπίστηκε, αλλά,
αφού φόρεσε έναν τρίχινο σάκο και κάθισε
κατά γης, θρηνούσε και παρακαλούσε το
Θεό να του φανερώσει τον τρόπο διάλυσης
της αίρεσης.
Ο Κύριος λοιπόν δεν παρέβλεψε τα δάκρυα του Αυτοκράτορα και ικανοποίησε το αίτημά του με τον ακόλουθο τρόπο: Ο κύριος του όρους, στο οποίο βρισκόταν το σπήλαιο των αγίων επτά Παίδων, θέλησε κατά τον καιρό εκείνο να χτίσει μαντρί για το ποίμνιό του. Έτσι λοιπόν, παίρνοντας επί δύο ημέρες πέτρες από τον μανδρότοιχο του σπηλαίου, για να οικοδομήσει το μαντρί του, ανοίχτηκε το στόμιο του σπηλαίου αυτού. Τότε ακριβώς, με προσταγή του Θεού, αναστήθηκαν οι άγιοι επτά Παίδες, που είχαν πεθάνει μέσα στο σπήλαιο αυτό, και συνομιλούσαν μεταξύ τους, σαν να είχαν κοιμηθεί την προηγούμενη ημέρα. Τα σώματά τους δε δεν είχαν αλλοιωθεί στο παραμικρό και τα ενδύματά τους δεν είχαν φθαρεί ούτε σαπίσει από την υγρασία του σπηλαίου, αν και είχαν περάσει εκατόν ενενήντα τέσσερα χρόνια.
Μετά την ανάστασή τους οι άγιοι επτά Παίδες είχαν έντονο στη μνήμη τους το γεγονός ότι ο Δέκιος ζητούσε να τους τιμωρήσει και περί αυτού ακριβώς συνομιλούσαν μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, ο Μαξιμιλιανός έλεγε προς τους άλλους: “Και αν συλληφθούμε, αδελφοί, ας σταθούμε γενναίοι και να μην προδώσουμε την ευγένεια της πίστης μας. Εσύ δε, αδελφέ Ιάμβλιχε, πήγαινε να αγοράσεις άρτους, πλην όμως περισσότερους. Γιατί χθες το βράδυ έφερες λίγους, και κοιμηθήκαμε σχεδόν πεινασμένοι. Επιπλέον προσπάθησε να μάθεις τι σκέφτεται για εμάς ο Δέκιος”.
Όταν λοιπόν ο Ιάμβλιχος πήγε στην πόλη, είδε στην πύλη το σημείο του Σταυρού. Το γεγονός αυτό του προκάλεσε έκπληξη και θαυμασμό. Βλέποντας δε το Σταυρό και σε άλλους τόπους, καθώς επίσης και τα κτίρια να διαφέρουν από εκείνα που ήξερε και τους ανθρώπους επίσης κάπως διαφορετικούς, νόμισε ότι βλέπει όραμα ή ότι περιέπεσε σε έκσταση. Πήγε όμως στους αρτοπώλες, πήρε τους απαραίτητους άρτους και, αφού έδωσε τα χρήματα που έπρεπε, έσπευδε να επιστρέψει στο σπήλαιο. Ενώ λοιπόν ετοιμαζόταν να φύγει, είδε τους αρτοπώλες να δείχνουν ο ένας στον άλλο το ασημένιο νόμισμα, να κοιτάζουν προς αυτόν και να λένε ότι αυτός βρήκε κάποιο θησαυρό, αφού το νόμισμα που τους έδωσε για τους άρτους είχε στην επιφάνειά του τυπωμένη την εικόνα του αυτοκράτορα Δεκίου, ο οποίος είχε πεθάνει προ πολλού (πριν από 194 χρόνια).
Μετά από το γεγονός αυτό ο Ιάμβλιχος τρόμαξε πολύ και έμεινε άφωνος, νομίζοντας ότι αυτοί τον αναγνώρισαν και θα τον συνελάμβαναν για να τον παραδώσουν στον αυτοκράτορα Δέκιο. Έπεσε λοιπόν στα πόδια τους και τους παρακαλούσε λέγοντας: “Σας παρακαλώ, κύριοί μου, έχετε στα χέρια σας το αργύριό μου, πάρτε πίσω και τους άρτους σας. Μόνο αφήστε με να φύγω”. Οι αρτοπώλες τού απάντησαν: “Δείξε μας το θησαυρό που βρήκες και δώσε και σ’ εμάς μερίδιο απ’ αυτόν. Αλλιώς σε παραδίνουμε στο θάνατο”. Και συγχρόνως με τα λόγια αυτά του πέρασαν αλυσίδα στο λαιμό και τον έσυραν στη λεωφόρο (στον κεντρικό και μεγάλο δρόμο της πόλης). Εν συνεχεία τον οδήγησαν στον ανθύπατο προς ανάκριση. Εκείνος, μόλις τον είδε, του είπε: “Πες μας, νέε, πώς βρήκες το θησαυρό, πόσος είναι και πού βρίσκεται”. Ο Άγιος τού απάντησε: “Εγώ δε βρήκα ποτέ κανένα θησαυρό. Το νόμισμα που έδωσα στους αρτοπώλες το είχα από τους γονείς μου. Δεν ξέρω λοιπόν τι συμβαίνει με μένα τώρα”. Ο ανθύπατος τότε τον ρώτησε: “Από ποια πόλη είσαι;”. Ο Ιάμβλιχος απάντησε: “Από αυτήν, αν αυτή είναι η Έφεσος”. Τότε ο ανθύπατος είπε: “Ποιοι είναι οι γονείς σου; Ας έλθουν εδώ και, αν διαπιστωθεί η αλήθεια, θα σε πιστέψουμε”. Ο Άγιος του απάντησε: “Ο δείνα είναι ο πατέρας μου, ο δείνα είναι συγγενής και ο δείνα είναι ο παππούς μου”. Ο ανθύπατος, μόλις άκουσε τα ονόματα, είπε στον Ιάμβλιχο: “Τα ονόματα που ανέφερες είναι ξένα και ανυπόστατα και έξω από αυτά που κατά τη συνήθεια χρησιμοποιούνται. Επομένως δεν μπορείς να γίνεις πιστευτός”. Τότε ο Άγιος είπε στον ανθύπατο: “Αν, ενώ σου λέω την αλήθεια, δε με πιστεύεις, δεν ξέρω να σου πω πλέον τίποτε άλλο”.
Ύστερα από αυτά ο ανθύπατος είπε: ” Ασεβέστατε, το νόμισμά σου με την επιγραφή του μαρτυρεί ότι τυπώθηκε πριν από διακόσια χρόνια, επί αυτοκράτορα Δεκίου, κι εσύ, όντας νεότερος, προσπαθείς να μας εξαπατήσεις;”. Τότε ο Ιάμβλιχος έπεσε στα πόδια του ανθυπάτου και των παρευρεθέντων και τους παρακαλούσε λέγοντας: “Σας παρακαλώ, κύριοί μου, πέστε μου, που είναι ο Δέκιος, ο βασιλιάς, που ήταν στην πόλη αυτή;”. Εκείνοι του απάντησαν: “Κατά τους παρόντες χρόνους δεν υπάρχει βασιλιάς Δέκιος. Αυτός βασίλευσε πριν από πολλά χρόνια”. Τότε ο Ιάμβλιχος είπε: “Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, κύριοί μου, εκπλαγήκατε. Πλην όμως ακολουθήστε με να πάμε στο σπήλαιο και ίσως από τα σημεία που θα δείτε θα διαπιστωθεί η αλήθεια των λόγων μου. Εγώ πράγματι ξέρω ότι φύγαμε από την πόλη εξ αιτίας του Δεκίου και ότι χθες, ερχόμενος να αγοράσω άρτους, είδα ότι ο Δέκιος εισήλθε στην πόλη αυτή”.
Αυτά είπε ο άγιος Ιάμβλιχος, ο δε επίσκοπος Εφέσου Μαρίνος, μόλις τα άκουσε, είπε στον ανθύπατο: “Έχω τη γνώμη ότι κάτι θαυμαστό συμβαίνει με την υπόθεση αυτή. Έτσι, ας τον ακολουθήσουμε”. Και πράγματι ακολούθησαν τον Άγιο μέχρι το σπήλαιο ο ανθύπατος, ο επίσκοπος Μαρίνος και πολύς λαός. Πρώτος μπήκε στο σπήλαιο ο Ιάμβλιχος. Έπειτα μπήκε ο Επίσκοπος, ο οποίος, μόλις έστρεψε το βλέμμα του προς τα δεξιά μέρη του στομίου, είδε ένα κιβώτιο σφραγισμένο με δυο ασημένιες σφραγίδες. Το κιβώτιο αυτό το είχαν τοποθετήσει εκεί ο Ρουφίνος και ο Θεόδωρος ως χριστιανοί, οι οποίοι είχαν αποσταλεί εκεί από το Δέκιο μαζί με τους άλλους, στους οποίους ο Αυτοκράτορας αυτός είχε δώσει την εντολή να φράξουν με μανδρότοιχο το στόμιο του σπηλαίου. Οι δύο χριστιανοί, Ρουφίνος και Θεόδωρος, έγραψαν και τα Συναξάρια των αγίων επτά Παίδων και σημείωσαν τα ονόματά τους σε μολύβδινες πλάκες. Όταν λοιπόν συνάχτηκαν όλοι οι έγκριτοι άρχοντες μαζί με τον ανθύπατο, άνοιξαν το κιβώτιο και βρήκαν τις μολύβδινες πλάκες, τις οποίες διάβασαν και ένιωσαν όλοι τους απερίγραπτη έκπληξη από το θαυμαστό αυτό γεγονός. Αμέσως δε τότε προχώρησαν στα ενδότερα του σπηλαίου, όπου βρήκαν τους Αγίους και έπεσαν στα πόδια τους. Κατόπιν κάθισαν κατά γης και τους ρωτούσαν. Οι Άγιοι τους διηγήθηκαν τα σχετικά με τους εαυτούς τους και εν συνεχεία τα κακουργήματα του Δεκίου εις βάρος των Χριστιανών. Μόλις εκείνοι άκουσαν όσα οι Άγιοι τούς διηγήθηκαν, εκπλήττονταν και δόξαζαν το Θεό, τον ποιητή των θαυμασίων.
Τότε ο ανθύπατος και ο επίσκοπος Μαρίνος με αναφορά τους γνωστοποίησαν τα θαυμαστά αυτά γεγονότα στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο. Εκείνος δοκίμασε απέραντη χαρά για όλα αυτά και έσπευσε αμέσως στην Έφεσο. Στη συνέχεια ανήλθε στο σπήλαιο. Εκεί βρήκε τους αγίους επτά Παίδες και, αφού έπεσε κατά γης, τους έβρεχε τα πόδια με τα δάκρυά του και τα αποσπόγγιζε. Η αγαλλίαση δε και η χαρά του ήταν απερίγραπτη, αφού ο Κύριος δεν παρείδε το αίτημά του και έδειξε σ’ αυτόν οφθαλμοφανώς την ανάσταση των νεκρών. Ενώ δε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος συνομιλούσε με τους Αγίους, καθώς επίσης οι επίσκοποι και άλλοι άρχοντες, οι Άγιοι νύσταξαν λίγο και, έτσι, μπροστά σε όλους εξεδήμησαν προς Κύριον.
Τότε ο Αυτοκράτορας, αφού πρόσφερε πολύτιμα άμφια και αρκετό χρυσάφι και ασήμι, πρόσταξε να κατασκευάσουν επτά θήκες προς τιμήν των Αγίων και να τεθούν μέσα σ’ αυτές τα λείψανά τους. Αλλά κατά τη νύχτα που ακολούθησε εμφανίστηκαν σ’ αυτόν οι Άγιοι και του είπαν: “Άφησέ μας, βασιλιά, στο σπήλαιο που έγινε η ανάστασή μας”. Έτσι λοιπόν, αφού έγινε μεγάλη σύναξη επισκόπων και αρχόντων, ο Αυτοκράτορας κατέθεσε τα λείψανα των Αγίων στη γη του σπηλαίου, καθώς εκείνοι με οπτασία του ζήτησαν. Εν συνεχεία οργάνωσε και πραγματοποίησε στον τόπο εκείνο λαμπρή και χαρμόσυνη εορτή, φιλοξένησε με πλούσια αγαθά τους φτωχούς της Εφέσου, χαροποίησε όλο το λαό με λαμπρές βασιλικές τιμές και έβγαλε από τις φυλακές τους επισκόπους που είχαν φυλακιστεί, επειδή κήρυτταν το δόγμα της αναστάσεως των νεκρών. Ακολούθως έγινε από όλους κοινή εορτή, κατά την οποία αναπέμφθηκαν λόγοι και ύμνοι ευχαριστίας και δοξολογίας προς τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό.
Τον επτάριθμον τιμώ χορόν Μαρτύρων
Δείξαντα ανάστασιν νεκρών τω κόσμω
(Από το Συναξαριστή της Αποστολικής Διακονίας “Με τους Αγίους μας” του Γεωργίου Δ. Παπαδημητροπούλου)
Ο Κύριος λοιπόν δεν παρέβλεψε τα δάκρυα του Αυτοκράτορα και ικανοποίησε το αίτημά του με τον ακόλουθο τρόπο: Ο κύριος του όρους, στο οποίο βρισκόταν το σπήλαιο των αγίων επτά Παίδων, θέλησε κατά τον καιρό εκείνο να χτίσει μαντρί για το ποίμνιό του. Έτσι λοιπόν, παίρνοντας επί δύο ημέρες πέτρες από τον μανδρότοιχο του σπηλαίου, για να οικοδομήσει το μαντρί του, ανοίχτηκε το στόμιο του σπηλαίου αυτού. Τότε ακριβώς, με προσταγή του Θεού, αναστήθηκαν οι άγιοι επτά Παίδες, που είχαν πεθάνει μέσα στο σπήλαιο αυτό, και συνομιλούσαν μεταξύ τους, σαν να είχαν κοιμηθεί την προηγούμενη ημέρα. Τα σώματά τους δε δεν είχαν αλλοιωθεί στο παραμικρό και τα ενδύματά τους δεν είχαν φθαρεί ούτε σαπίσει από την υγρασία του σπηλαίου, αν και είχαν περάσει εκατόν ενενήντα τέσσερα χρόνια.
Μετά την ανάστασή τους οι άγιοι επτά Παίδες είχαν έντονο στη μνήμη τους το γεγονός ότι ο Δέκιος ζητούσε να τους τιμωρήσει και περί αυτού ακριβώς συνομιλούσαν μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, ο Μαξιμιλιανός έλεγε προς τους άλλους: “Και αν συλληφθούμε, αδελφοί, ας σταθούμε γενναίοι και να μην προδώσουμε την ευγένεια της πίστης μας. Εσύ δε, αδελφέ Ιάμβλιχε, πήγαινε να αγοράσεις άρτους, πλην όμως περισσότερους. Γιατί χθες το βράδυ έφερες λίγους, και κοιμηθήκαμε σχεδόν πεινασμένοι. Επιπλέον προσπάθησε να μάθεις τι σκέφτεται για εμάς ο Δέκιος”.
Όταν λοιπόν ο Ιάμβλιχος πήγε στην πόλη, είδε στην πύλη το σημείο του Σταυρού. Το γεγονός αυτό του προκάλεσε έκπληξη και θαυμασμό. Βλέποντας δε το Σταυρό και σε άλλους τόπους, καθώς επίσης και τα κτίρια να διαφέρουν από εκείνα που ήξερε και τους ανθρώπους επίσης κάπως διαφορετικούς, νόμισε ότι βλέπει όραμα ή ότι περιέπεσε σε έκσταση. Πήγε όμως στους αρτοπώλες, πήρε τους απαραίτητους άρτους και, αφού έδωσε τα χρήματα που έπρεπε, έσπευδε να επιστρέψει στο σπήλαιο. Ενώ λοιπόν ετοιμαζόταν να φύγει, είδε τους αρτοπώλες να δείχνουν ο ένας στον άλλο το ασημένιο νόμισμα, να κοιτάζουν προς αυτόν και να λένε ότι αυτός βρήκε κάποιο θησαυρό, αφού το νόμισμα που τους έδωσε για τους άρτους είχε στην επιφάνειά του τυπωμένη την εικόνα του αυτοκράτορα Δεκίου, ο οποίος είχε πεθάνει προ πολλού (πριν από 194 χρόνια).
Μετά από το γεγονός αυτό ο Ιάμβλιχος τρόμαξε πολύ και έμεινε άφωνος, νομίζοντας ότι αυτοί τον αναγνώρισαν και θα τον συνελάμβαναν για να τον παραδώσουν στον αυτοκράτορα Δέκιο. Έπεσε λοιπόν στα πόδια τους και τους παρακαλούσε λέγοντας: “Σας παρακαλώ, κύριοί μου, έχετε στα χέρια σας το αργύριό μου, πάρτε πίσω και τους άρτους σας. Μόνο αφήστε με να φύγω”. Οι αρτοπώλες τού απάντησαν: “Δείξε μας το θησαυρό που βρήκες και δώσε και σ’ εμάς μερίδιο απ’ αυτόν. Αλλιώς σε παραδίνουμε στο θάνατο”. Και συγχρόνως με τα λόγια αυτά του πέρασαν αλυσίδα στο λαιμό και τον έσυραν στη λεωφόρο (στον κεντρικό και μεγάλο δρόμο της πόλης). Εν συνεχεία τον οδήγησαν στον ανθύπατο προς ανάκριση. Εκείνος, μόλις τον είδε, του είπε: “Πες μας, νέε, πώς βρήκες το θησαυρό, πόσος είναι και πού βρίσκεται”. Ο Άγιος τού απάντησε: “Εγώ δε βρήκα ποτέ κανένα θησαυρό. Το νόμισμα που έδωσα στους αρτοπώλες το είχα από τους γονείς μου. Δεν ξέρω λοιπόν τι συμβαίνει με μένα τώρα”. Ο ανθύπατος τότε τον ρώτησε: “Από ποια πόλη είσαι;”. Ο Ιάμβλιχος απάντησε: “Από αυτήν, αν αυτή είναι η Έφεσος”. Τότε ο ανθύπατος είπε: “Ποιοι είναι οι γονείς σου; Ας έλθουν εδώ και, αν διαπιστωθεί η αλήθεια, θα σε πιστέψουμε”. Ο Άγιος του απάντησε: “Ο δείνα είναι ο πατέρας μου, ο δείνα είναι συγγενής και ο δείνα είναι ο παππούς μου”. Ο ανθύπατος, μόλις άκουσε τα ονόματα, είπε στον Ιάμβλιχο: “Τα ονόματα που ανέφερες είναι ξένα και ανυπόστατα και έξω από αυτά που κατά τη συνήθεια χρησιμοποιούνται. Επομένως δεν μπορείς να γίνεις πιστευτός”. Τότε ο Άγιος είπε στον ανθύπατο: “Αν, ενώ σου λέω την αλήθεια, δε με πιστεύεις, δεν ξέρω να σου πω πλέον τίποτε άλλο”.
Ύστερα από αυτά ο ανθύπατος είπε: ” Ασεβέστατε, το νόμισμά σου με την επιγραφή του μαρτυρεί ότι τυπώθηκε πριν από διακόσια χρόνια, επί αυτοκράτορα Δεκίου, κι εσύ, όντας νεότερος, προσπαθείς να μας εξαπατήσεις;”. Τότε ο Ιάμβλιχος έπεσε στα πόδια του ανθυπάτου και των παρευρεθέντων και τους παρακαλούσε λέγοντας: “Σας παρακαλώ, κύριοί μου, πέστε μου, που είναι ο Δέκιος, ο βασιλιάς, που ήταν στην πόλη αυτή;”. Εκείνοι του απάντησαν: “Κατά τους παρόντες χρόνους δεν υπάρχει βασιλιάς Δέκιος. Αυτός βασίλευσε πριν από πολλά χρόνια”. Τότε ο Ιάμβλιχος είπε: “Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, κύριοί μου, εκπλαγήκατε. Πλην όμως ακολουθήστε με να πάμε στο σπήλαιο και ίσως από τα σημεία που θα δείτε θα διαπιστωθεί η αλήθεια των λόγων μου. Εγώ πράγματι ξέρω ότι φύγαμε από την πόλη εξ αιτίας του Δεκίου και ότι χθες, ερχόμενος να αγοράσω άρτους, είδα ότι ο Δέκιος εισήλθε στην πόλη αυτή”.
Αυτά είπε ο άγιος Ιάμβλιχος, ο δε επίσκοπος Εφέσου Μαρίνος, μόλις τα άκουσε, είπε στον ανθύπατο: “Έχω τη γνώμη ότι κάτι θαυμαστό συμβαίνει με την υπόθεση αυτή. Έτσι, ας τον ακολουθήσουμε”. Και πράγματι ακολούθησαν τον Άγιο μέχρι το σπήλαιο ο ανθύπατος, ο επίσκοπος Μαρίνος και πολύς λαός. Πρώτος μπήκε στο σπήλαιο ο Ιάμβλιχος. Έπειτα μπήκε ο Επίσκοπος, ο οποίος, μόλις έστρεψε το βλέμμα του προς τα δεξιά μέρη του στομίου, είδε ένα κιβώτιο σφραγισμένο με δυο ασημένιες σφραγίδες. Το κιβώτιο αυτό το είχαν τοποθετήσει εκεί ο Ρουφίνος και ο Θεόδωρος ως χριστιανοί, οι οποίοι είχαν αποσταλεί εκεί από το Δέκιο μαζί με τους άλλους, στους οποίους ο Αυτοκράτορας αυτός είχε δώσει την εντολή να φράξουν με μανδρότοιχο το στόμιο του σπηλαίου. Οι δύο χριστιανοί, Ρουφίνος και Θεόδωρος, έγραψαν και τα Συναξάρια των αγίων επτά Παίδων και σημείωσαν τα ονόματά τους σε μολύβδινες πλάκες. Όταν λοιπόν συνάχτηκαν όλοι οι έγκριτοι άρχοντες μαζί με τον ανθύπατο, άνοιξαν το κιβώτιο και βρήκαν τις μολύβδινες πλάκες, τις οποίες διάβασαν και ένιωσαν όλοι τους απερίγραπτη έκπληξη από το θαυμαστό αυτό γεγονός. Αμέσως δε τότε προχώρησαν στα ενδότερα του σπηλαίου, όπου βρήκαν τους Αγίους και έπεσαν στα πόδια τους. Κατόπιν κάθισαν κατά γης και τους ρωτούσαν. Οι Άγιοι τους διηγήθηκαν τα σχετικά με τους εαυτούς τους και εν συνεχεία τα κακουργήματα του Δεκίου εις βάρος των Χριστιανών. Μόλις εκείνοι άκουσαν όσα οι Άγιοι τούς διηγήθηκαν, εκπλήττονταν και δόξαζαν το Θεό, τον ποιητή των θαυμασίων.
Τότε ο ανθύπατος και ο επίσκοπος Μαρίνος με αναφορά τους γνωστοποίησαν τα θαυμαστά αυτά γεγονότα στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο. Εκείνος δοκίμασε απέραντη χαρά για όλα αυτά και έσπευσε αμέσως στην Έφεσο. Στη συνέχεια ανήλθε στο σπήλαιο. Εκεί βρήκε τους αγίους επτά Παίδες και, αφού έπεσε κατά γης, τους έβρεχε τα πόδια με τα δάκρυά του και τα αποσπόγγιζε. Η αγαλλίαση δε και η χαρά του ήταν απερίγραπτη, αφού ο Κύριος δεν παρείδε το αίτημά του και έδειξε σ’ αυτόν οφθαλμοφανώς την ανάσταση των νεκρών. Ενώ δε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος συνομιλούσε με τους Αγίους, καθώς επίσης οι επίσκοποι και άλλοι άρχοντες, οι Άγιοι νύσταξαν λίγο και, έτσι, μπροστά σε όλους εξεδήμησαν προς Κύριον.
Τότε ο Αυτοκράτορας, αφού πρόσφερε πολύτιμα άμφια και αρκετό χρυσάφι και ασήμι, πρόσταξε να κατασκευάσουν επτά θήκες προς τιμήν των Αγίων και να τεθούν μέσα σ’ αυτές τα λείψανά τους. Αλλά κατά τη νύχτα που ακολούθησε εμφανίστηκαν σ’ αυτόν οι Άγιοι και του είπαν: “Άφησέ μας, βασιλιά, στο σπήλαιο που έγινε η ανάστασή μας”. Έτσι λοιπόν, αφού έγινε μεγάλη σύναξη επισκόπων και αρχόντων, ο Αυτοκράτορας κατέθεσε τα λείψανα των Αγίων στη γη του σπηλαίου, καθώς εκείνοι με οπτασία του ζήτησαν. Εν συνεχεία οργάνωσε και πραγματοποίησε στον τόπο εκείνο λαμπρή και χαρμόσυνη εορτή, φιλοξένησε με πλούσια αγαθά τους φτωχούς της Εφέσου, χαροποίησε όλο το λαό με λαμπρές βασιλικές τιμές και έβγαλε από τις φυλακές τους επισκόπους που είχαν φυλακιστεί, επειδή κήρυτταν το δόγμα της αναστάσεως των νεκρών. Ακολούθως έγινε από όλους κοινή εορτή, κατά την οποία αναπέμφθηκαν λόγοι και ύμνοι ευχαριστίας και δοξολογίας προς τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό.
Τον επτάριθμον τιμώ χορόν Μαρτύρων
Δείξαντα ανάστασιν νεκρών τω κόσμω
(Από το Συναξαριστή της Αποστολικής Διακονίας “Με τους Αγίους μας” του Γεωργίου Δ. Παπαδημητροπούλου)
Πηγή:
www.xfd.gr
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος
γ’. Θείας πίστεως.
Θείω
Πνεύματι, ἀφθαρτισθέντες, πολυχρόνιον,
ἤνυσαν ὕπνον, οἱ ἐν Ἐφέσῳ ἐπτάριθμοι
Μάρτυρες, καὶ ἀναστάντες πιστοὺς
ἐβεβαίωσαν, τὴν τῶν ἀνθρώπων κοινὴν
ἐξανάστασιν ὅθεν ἅπαντες, συμφώνως
τούτους τιμήσωμεν, δοξάζοντες Χριστὸν
τὸν πολυέλεον.
Κοντάκιον
Ἦχος
δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Οἱ
τὰ τοῦ κόσμου ὡς φθαρτὰ παριδόντες,
καὶ τὰς ἀφθάρτους δωρεὰς εἰληφότες,
διαφθορᾶς διέμειναν θανόντες παρεκτός·
ὅθεν ἐξανίστανται, μετὰ πλείονας
χρόνους, ἅπασαν ἐνθάψαντες, δυσμενῶν
ἀπιστίαν· οὓς ἐν αἰνέσει σήμερον
πιστοί, ἀνευφημοῦντες, Χριστὸν
ἀνυμνήσωμεν.
Μεγαλυνάριον
Δόγμα
ἀκυροῦται νεκροποιόν· οἱ γὰρ θεῖοι
Παῖδες, ἀναστάντες ἐκ τῶν νεκρῶν,
ἐδήλωσαν πᾶσι, τὴν μέλλουσαν γενέσθαι,
ἐν τῇ ἐσχάτῃ ὥρᾳ, βροτῶν ἀνάστασιν.