A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

᾿Ανεπίτρεπτος ἡ κοινωνία μὲ αἱρετικοὺς ἐπισκόπους, κατά τόν Μέγα Βασίλειον



Ο Μ. Βασίλειος καὶ ἡ ᾿Εκκλησιολογία τῆς ᾿Ενστάσεως
῾Η κοινωνία εἶναι θέμα οὐσίας καὶ ὄχι τύπου.
Α´. Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ θεωροῦσε ἀνέκαθεν τοὺς αἱρετικοὺς ἐπι-
σκόπους, ἔστω καὶ ἄν ἦσαν ἀκόμη ἄκριτοι, ὡς μὴ κοινωνικούς, ὡς εὑρισκομένους
ἐκτὸς τῆς κοινωνίας Πίστεως, ἐκτὸς τῆς κοινωνίας τῆς ᾿Εκκλησίας.
῾Ο Μέγας Βασίλειος ἐπίστευε, ὅτι ἡ κοινωνία δὲν εἶναι κάτι τυπικόν, ἀλλὰ θέμα
οὐσίας, θέμα Πίστεως, θέμα σωτηρίας· γράφων πρὸς τοὺς Εὐαισηνούς, εὔχεται νὰ
μὴν ἐκπέση ἐκ τῆς κοινωνίας μὲ ἐκεῖνο τὸ τμῆμα τῆς ᾿Εκκλησίας, τὸ ὁποῖο παραμέ-
νει ἐπὶ τῆς βάσεως «τῆς ὑγιοῦς καὶ ἀδιαστρόφου διδασκαλίας», ἐφ᾿ ὅσον ἡ ὀρθὴ
Πίστις εἶναι τὸ θεμέλιον τῆς κοινωνίας καὶ ἡ κοινωνία μὲ τοὺς ᾿Ορθοδόξους σημαίνει
τοποθέτησι στὴν «μερίδα» τῶν δικαίων «ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ
Χριστοῦ τῇ δικαίᾳ, ὅταν ἔλθῃ δοῦναι ἡμῖν ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ» (PG τ.
32, στλ. 937D-940Α: ᾿Επιστολὴ ΣΝΑ´ «Εὐαισηνοῖς», § 4).
῾Η κοινωνία μὲ αἱρετικούς, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον, εἶναι ἀνεπίτρεπτος, ἐφ᾿ ὅσον διὰ
τῆς ἀθετήσεως ἐν ὅλῳ ἤ ἐν μέρει τῆς ᾿Ορθοδόξου ῾Ομολογίας, αὐτοὶ τίθενται αὐτομάτως
ἐκτὸς τῆς κοινωνίας τῆς ᾿Εκκλησίας.
῾Ο Οὐρανοφάντωρ, ἤδη ὡς Διάκονος, διέκοψε τὸ 361 τὴν κοινωνίαν μὲ τὸν
᾿Επίσκοπο Καισαρείας Διάνιον καὶ κατέφυγε στὴν ἐρημία τοῦ Πόντου, παρὰ τὸ ὅτι
ἀγαποῦσε καὶ ἐσέβετο αὐτὸν βαθύτατα καὶ παρὰ τὸ ὅτι ὁ Διάνιος τὸν εἶχε βαπτίσει
καὶ χειροτονήσει· γιατί ἔπραξε τοῦτο; γιατί «ἀπετειχίσθη»; Διότι ὁ Διάνιος, ἐξ ἀδυ-
ναμίας χαρακτῆρος, εἶχε ὑπογράψει τὴν μὴ ὀρθόδοξο ὁμολογία πίστεως τῆς ἡμια-
ρειανικῆς συνόδου Κωνσταντινουπόλεως [360, ἔξαρχος ὁ «῾Ομοιανὸς» ᾿Ακάκιος
Καισαρείας Παλαιστίνης] (PG τ. 32, στλ. 388C-392Α: ᾿Επιστολὴ ΝΑ´ «Βοσπορίῳ
᾿Επισκόπῳ»).
᾿Αργότερα, ὡς ᾿Επίσκοπος πλέον, δὲν ἐδίστασε νὰ διασπάση καὶ τὴν παλαιὰν
φιλία του μὲ τὸν ἀρειανόφρονα ἐπίσκοπο Σεβαστείας Εὐστάθιον καὶ νὰ διακόψη
κάθε ἐπαφὴ μαζί του· ἐπεξηγῶν τὴν αὐστηρὰν στάσι του, ἔγραφε: Τώρα ὅμως, ἐὰν
μήτε μὲ ἐκείνους (τοὺς περὶ τὸν Εὐστάθιον) συμφωνοῦμε, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὁμόφρονάς
των ἀποφεύγουμε, δικαίως θὰ τύχωμε ἀσφαλῶς συγγνώμης, «μηδὲν προτιμότερον
τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἑαυτῶν ἀσφαλείας τιθέμενοι» (PG τ. 32, στλ. 925BC: ᾿Επιστολὴ
ΣΜΕ´ «Θεοφίλῳ ᾿Επισκόπῳ»).
Β´. ΤΗΝ 29.6.1995 στὸ Βατικανό, ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρ-
θολομαῖος καὶ ὁ Πάπας ᾿Ιωάννης Παῦλος Β´ ὑπέγραψαν «Κοινὸ ᾿Ανακοινωθέν».
Μὲ τὸ κείμενο αὐτό, σαφῶς κείμενο πίστεως, διεκηρύχθη ἡ Θεολογία τῶν «᾿Αδελ-
φῶν ᾿Εκκλησιῶν», ἡ Βαπτισματικὴ Θεολογία, ἡ δυνατότης «ἤδη ἀπὸ τοῦ νῦν εἰς τοὺς
Καθολικοὺς καὶ ᾿Ορθοδόξους νὰ δίδουν μίαν κοινὴν μαρτυρίαν πίστεως», ἡ Θεολογία
τῆς «Κοινῆς Διακονίας» καὶ ἡ προοπτικὴ τοῦ Διαθρησκειακοῦ Διαλόγου (Βλ. ᾿Αρχιμ.
Κυπριανοῦ ῾Αγιοκυπριανίτου, ᾿Ορθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις, σελ. 19, ᾿Αθήνα
1997).
῾Η ἐνέργεια αὐτή, ἀποκορύφωμα πολλῶν ἄλλων παρομοίων οἰκουμενιστικῶν διαβη-
μάτων, συνιστᾶ ἀναμφισβητήτως πτῶσιν πίστεως· παραδέχεται καὶ διακηρύσσει μίαν
νέα «῾Ομολογία Πίστεως», μίαν αἱρετικὴ ὁμολογία.
Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι «κοινωνικὸς» ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
καὶ οἱ ὁμόφρονές του οἰκουμενισταὶ ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι σαφῶς καὶ συνεχῶς καὶ ἐκ
πεποιθήσεως, δηλαδὴ ὄχι ἐξ ἀδυναμίας χαρακτῆρος, ἀρνοῦνται τὴν ἐκκλησιολογικὴ
καὶ σωτηριολογικὴ ἀποκλειστικότητα τῆς Μιᾶς (καὶ Μοναδικῆς) ᾿Εκκλησίας, τοῦτ᾿
ἔστιν τῆς ᾿Ορθοδοξίας;
Περαιτέρω, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι «κοινωνικοὶ» οἱ Οἰκουμενισταί, ἐφ᾿ ὅσον
συμμετέχουν πλήρως στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνησι καὶ ἀνήκουν ὀργανικῶς στὰ θεσμικά
της ὄργανα, ἐντὸς τῶν ὁποίων καλλιεργεῖται ἀποδεδειγμένως ἕνας ἀντορθόδοξος δογ-
ματικός, κανονικὸς καὶ ἠθικὸς «μινιμαλισμός»;

• ῎Αν ζοῦσε σήμερα ὁ Μέγας Βασίλειος, θὰ κοινωνοῦσε μὲ τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων
Οἰκουμενιστάς; Βεβαιότατα, ὄχι· καὶ τοῦτο, διότι ἡ ἀρχή, τὴν ὁποία διεκήρυξε ἔχει
αἰώνιον κῦρος: «μηδὲν προτιμότερον τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἑαυτῶν ἀσφαλείας τιθέ-
μενοι» (τίποτε ἄλλο δὲν θεωροῦμε προτιμότερον ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν εὐστάθειά
μας στὴν ὀρθὴ Πίστι).




Περιοδ. «᾿Ορθόδοξος ᾿Ενημέρωσις», ἀριθ. 26/᾿Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1997, σελ. 101-102.