Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος,
Α) Διπλή
Θεία Λειτουργία
Αναφερόμενος ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στήν θεία λατρεία καί στά λειτουργικά θέματα, σημειώνει ότι η εν Αντισιοδώρω τοπική σύνοδος, πού συνήχθη κατά τό χιγ΄ (613 μ.X.) επί Ηρακλείου διόρισε νά μήν γίνονται δύο λειτουργίες τήν ίδια ημέρα στήν ίδια Αγία Τράπεζα, γιά νά μήν διπλασιάζεται ο μοναδικός θάνατος του Χριστού. «Ουκ έξεστιν εν μιά τραπέζη κατά τήν αυτήν δύω λειτουργίας ειπείν, ουδέ εν τη αυτή τραπέζη, εν η ο Επίσκοπος ελειτούργησε, τόν Πρεσβύτερον εν εκείνη τη ημέρα λειτουργήσαι». Τον παραπάνω διορισμό της συνόδου παραβαίνουν οιαιρετικοί παπιστές, οι οποίοι «λειτουργούν» πολλές φορές στο ίδιο αλτάριον (παπική αγία τράπεζα) . Αλλά καί κάποιοι Ορθόδοξοι ιερείς, πού λειτουργούν δύο φορές, τάχα γιά παρρησία, ας γνωρίζουν ότι βαρέως αμαρτάνουν. Καλόν θα είναι να παύσουν εις τό εξής αυτό τό άτοπο[1].
Β) Τα
άζυμα (όστια)
Σύμφωνα με τόν ο΄ (70ό) Αποστολικό Κανόνα, όποιος Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος ή όποιος ανήκει στούς καταλόγους των Κληρικών, νηστεύει μαζί μέ τούςΙουδαίους ή εορτάζει μ’αυτούς τό Πάσχα ή άλλες εορτές ή δέχεται απ’αυτούς τά ξένα δώρα της εορτής τους, όπως τά άζυμα (τά οποία κι αυτοί τρώνε κατά τίς ημέρες του φάσκα τους καί σέ κάθε εορτή τους καί σέ κάθε θυσία προσέφεραν άζυμα) ή κάτι άλλο παρόμοιο, ας καθαίρεται, ή αν είναι λαϊκός, ας αφορίζεται. Γιατί, αν καί αυτοί, πού τά δέχθηκαν, συννηστεύοντας καί συνεορτάζοντας, δέν είναι ομόφρονες μέ τούς Ιουδαίους (γιατί αν ήταν τέτοιοι, δέν έπρεπε νά καθαιρεθούν ή νά αφορισθούν, αλλά νά παραδοθούν στό ανάθεμα, κατά τόν κθ΄ της εν Λαοδικεία), αλλ’ όμως δίδουν αφορμή σκανδάλου καί υποψία ότι τιμούν τίς εορτές των Ιουδαίων, τό οποίο είναι αλλότριο των Ορθοδόξων, καί μολύνονται οι ίδιοι μέ τήν συναναστροφή των Χριστοκτόνων, πρός τούς οποίους λέει ο Θεός : «νηστείαν καί αργίαν καί τάς εορτάς υμών μισεί η ψυχή μου».
Από τόν παρόντα Κανόνα γίνεται φανερό πόσο αξιοκατάκριτοι είναι οι Λατίνοι, πούκαινοτόμησαν τό μυστήριο της θείας Ευχαριστίας καί εισήγαγαν σ’αυτό τά Ιουδαϊκά άζυμα. Από τήν εποχή του Χριστού μέχρι τό 1053 μ.Χ. η Εκκλησία των Δυτικών λειτουργούσε μέ ένζυμο άρτο. Κατ’αυτό τό έτος ο Λέων ο Θ΄ έγινε ο πρώτος εφευρετής των αζύμων. Ψευδέστατο αποδείχθηκε αυτό, πού πρότειναν οι Λατίνοι, ότι ο Κύριος τέλεσε τόν μυστικό Δείπνο μέ άζυμο άρτο, διότι : Α) βρέθηκε ένζυμος άρτος, πού παραδόθηκε από τόν Κύριο. Διηγείται ο Νικόλαος ο Υδρούντος στό «Κατά αζύμων»[2]έργο του ότι, όταν οι Φράγγοι κατέλαβαν τήν Κωνσταντινούπολη, βρήκαν στό Βασιλικό σκευοφυλάκιο τά τίμια ξύλα, τό ακάνθινο στεφάνι, τά σανδάλια του Σωτήρος καί ένα καρφί. Βρήκαν, όμως, καί σ’ ένα χρυσό λιθομαργαρητοκόλλητο σκεύος άρτο, από τόν οποίο έδωσε ο Κύριος στούς Αποστόλους. Γι’αυτό είχε καί αυτή τήν επιγραφή˙ «Ενθάδε κείται ο θείος άρτος, ον ο Χριστός τοις μαθηταίς εν τη ώρα του Δείπνου διένειμεν, ειπών˙ Λάβετε, φάγετε, τουτό εστι τό Σώμα μου». Επειδή, όμως, ήταν ένζυμος, οι Δυτικοί, πού τόν βρήκαν, δηλ. ο Επίσκοπος Αλβεστανίας καί ο υποψήφιος Βηθλεέμ, θέλησαν νά τόν κρύψουν. Τήν αλήθεια της ιστορίας αυτής μαρτυρεί καί ο Γεώργιος ο Κερκύρας, πού ήκμασε κατά τό 1146ο έτος. Καί Β) πρώτος ο Ιωάννης ο Ιεροσολύμων καί ύστερα ο πολυμαθής Ευστράτιος ο Αργέντης, πού έλαβε αφορμή από τόν προρηθέντα Ιωάννη, συνέγραψαν κατά αζύμων καί απέδειξαν μέ γραφικούς καί αναντιρρήτους λόγους ότι ο Κύριος δέν έφαγε τό νομικό φάσκα καί ακολούθως δέν τέλεσε τόν μυστικό Δείπνο μέ άζυμα[3].
Ερμηνεύοντας ο Όσιος Νικόδημος τό δεύτερο τροπάριο της θ΄ ωδής του κανόνος της Μεγάλης Πέμπτης, «Άπιτε τοις μαθηταίς, ο Λόγος έφη, τό Πάσχα, εν υπερώω τόπω, ω νους ενίδρυται, οις μυσταγωγώ σκευάσατε, αζύμω αληθείας λόγω˙ τό στερρόν δέ της χάριτος μεγαλύνατε», αναφέρει ότι ο Κύριος προτρέπει τούς Μαθητές Του νά ετοιμάσουν τό Πάσχα μέ άζυμο μέν λόγο της αληθείας καί απλότητος, όχι όμως καί χωρίς τόν ένζυμο καί αρτώδη καί στερεό˙ διότι, τόν ένζυμο άρτο αινιγματωδώς φανέρωσε ο Μελωδός όσιος Κοσμάς Μαϊουμά μέ τήν προσθήκη του «τό στερρόν δέ της χάριτος μεγαλύνατε». Της χάριτος είναι τό ένζυμο, επειδή μέ ένζυμο άρτο και ο Κύριος τότε παρέδωσε τό Μυστήριο, γιατί ακόμη δέν ήταν καιρός των αζύμων, καθότι αυτά τρώγονταν μέ τόν αμνό καί τίς πικρίδες τήν νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου, καί όλη η Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού μέ ένζυμο άρτο εκτελεί τό Μυστήριο. Επειδή είναι της χάριτος, γι’αυτό ακολούθως είπε ο Μελωδός νά μεγαλύνουν τό ένζυμο. Μέ τό νά μεταχειριζόταν ο παλαιός Νόμος σέ όλες σχεδόν τίς ιεροπραξίες τά άζυμα, γι’αυτό ο Μελωδός δέν τά ονομάζει της χάριτος, ούτε λέει νά τά μεγαλύνουν οι πιστοί. Γιατί, όμως, αναφέρει ο Μελωδός εδώ άζυμα; Γιά νά δείξει μυστικώς ότι ο Κύριος έφαγε τότε τό παλαιό Πάσχα, τό οποίο έγινε μέ άζυμα, καθώς καί άλλοι πολλοί άγιοι Πατέρες έτσι υπέλαβαν. Ότι δέν τό έφαγε κατ’εκε~ινον τόν χρόνο, μας παραπέμπει ο Όσιος Νικόδημος στόν λόγο του Ιωάννου Ιεροσολύμων «Κατά αζύμων»[4]καί στό «Περί Μυστηρίων Βιβλιάριον» του Ευστρατίου Αργέντου[5].
Ότι μέν τά άζυμα είναι αποβεβλημένα από τά Μυστήρια της Εκκλησίας του Χριστού, τά δέ ένζυμα μόνο είναι αποδεκτά σ’αυτήν καί τί αυτά δηλώνουν, μας φανερώνει ο όσιος Ιωσήφ ο Βρυέννιος. Στήν πρώτη διάλεξη, πού έκανε, του λατίνου Σκαράνου, λέει˙ «Πρώτον υμών (των Λατίνων) αποσχιζόμεθα, ότι αντί ενζύμων εν ταις υμών λειτουργίαις προσφέρετε άζυμα˙ περί αυτού γάρ ούτως η εβδόμη Οικουμενική Σύνοδος τίθησιν˙ Ει τις ου τίθησιν εις τήν προσφοράν προζύμην καί άλας καί ει τις προσφέρει άζυμα, ανάθεμα έστω»[6]. Καί ο Μέγας Βασίλειος στήν ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας λέει˙ «Διά των ενταύθα τελουμένων σημαίνομεν τήν τελείαν ανθρωπότητα του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού καί δείκνυμεν τούτο τέλειον Θεόν είναι καί τέλειον άνθρωπον˙ άλευρον η σάρξ, πρόζυμον η ψυχή, άλας ο νους˙ καί διά τούτο ονομάζομεν. Αλλά καί τάς πέντε αισθήσεις αποπληρούμεν εν ταις ιεραίς προσφοραίς˙ όρασις τό άλευρον, όσφρησις τό πρόζυμον, ακοή τό πυρ, γεύσις τό άλας καί αφή τό ύδωρ»[7].
Στό σημείο αυτό ωφέλιμο είναι νά θυμηθούμε καί τούς δεκατρείς αγίους ενδόξους Οσιομάρτυρες καί Ομολογητές της Ορθοδόξου πίστεως της Ιεράς Μονής Καντάρας της Κύπρου, Ιωάννη, Κόνονα, Ιερεμία, Μάρκο, Κύριλλο, Θεόκτιστο, Βαρνάβα, Μάξιμο, Θεόγνωστο, Ιωσήφ, Γεννάδιο, Γεράσιμο καί Γερμανό, οι οποίοι, επειδή δέν δέχθηκαν τά άζυμα καί τήν νοθευμένη ομολογία των Λατίνων, κάηκαν απ’τους Λατίνους στίς 19 Μαΐου 1231[8].
Γ) Το
ζέον
Σύμφωνα μέ τόν Όσιο Νικόδημο, διπλό στάθηκε τό θαύμα της ακηράτου πλευράς του Κυρίου, όχι μόνο γιατί εξέβλυσε αίμα καί ύδωρ, τό μέν αίμα ως άνθρωπος, τό δέ ύδωρ, ως υπέρ άνθρωπον, κατά τόν Θεολόγο Γρηγόριο, αλλά καί γιατί αυτά εξέβλυσαν ζεστά καί ζωντανά, σά νά ήταν ζωντανή εκείνη η πλευρά καί ζωοποιός, εξαιτίας της καθ’υπόστασιν ενώσεως της ζωοποιού Θεότητος, κατά τόν άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης. Γιά νά παριστάνεται μέν τό πρώτο θαύμα, νομοθετήθηκε νά εκχέεται αίμα καί ύδωρ στό άγιο Ποτήριο. Γιά νά παριστάνεται δέ τό δεύτερο, διατάχθηκε άνωθεν καί εξ αρχής, όπως λέει ο Βαλσαμών καί ο Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως, νά εκχέεται αυτό τό ύδωρ ζεστό καί κοχλάζον στόν καιρό του Κοινωνικού, όχι ψυχρό ή χλιαρό, ώστε καί αυτός ο ιερεύς καί οι υπόλοιποι, πού τά μεταλαμβάνουν έτσι ζεστά, νά διατίθενται ότι τά μεταλαμβάνουν, καθώς τότε εξήλθαν από τήν ζωοποιό πλευρά του Σωτήρος. Σφάλλουν, λοιπόν, πολύ οι ιερείς εκείνοι, πού αμελούν σ’αυτό, καί δέν ζεσταίνουν καλά τό άγιο ζέον, αλλά τό βάζουν χλιαρό στό Θείο Ποτήριο. Γιατί, πρέπει νά είναι βραστό καί κοχλάζον, όταν εκχέεται (ώστε νά ζεσταίνεται καί τό άγιο Ποτήριο απ’αυτό), καθώς καί αυτό τό όνομα δηλώνει˙ γιατί ζέον θά πει βραστό νερό. Γι’αυτό καί ο θείος Νικηφόρος στόν ιγ΄ Κανόνα[9] του λέει ότι, χωρίς ζέον καί θερμό ύδωρ, δέν πρέπει νά λειτουργήσει Πρεσβύτερος. Οι δέ Λατίνοι, μή λειτουργώντας μέ θερμό ύδωρ, παριστάνουν μ’αυτό νεκρή τήν ζώσα θεότητα καί τήν από αυτήν ζωοποιουμένη θεία πλευρά του Σωτήρος. Πρέπει δέ οι ιερείς νά προσέχουν καί στήν μέν πρώτη έγχυση του ύδατος στό Ποτήριο στήν πρόθεση νά βάζουν λιγότερο ύδωρ, ύστερα δέ νά βάζουν περισσότερο τό θερμό γιά δύο αίτια : α) γιά νά θερμανθεί η προτέρα ένωση στό Ποτήριο καί β) γιά νά γίνει μετρία η κράση του οίνου καί του ύδατος καί όχι νά γίνεται τό εναντίον καί νά δίνουμε αφορμή στούς Λατίνους νά μας κατηγορούν ότι φθείρουμε τήν κράση του Ποτηρίου μέ τό υπερβολικό νερό[10].
Δ) Ο
τρόπος κοινωνίας
Αναφερόμενος ο Όσιος Νικόδημος στήν Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία, μεταξύ των άλλων λέει καί ότι αυτοί, πού δέν χρίουν τόν άγιο Άρτο μέ τό πανακήρατο Αίμα, όπως διατάσσεται στά Ευχολόγια, καί τόν φυλάττουν χωρίς νά είναι χρισμένος, γιά νά γίνει μ’αυτόν η Προηγιασμένη, προφανώς λατινοφρονούν. Γιατί, αυτό είναι χαρακτηριστικό της δυσσέβειας των Λατίνων, τό νά μεταδίδουν στούς λαϊκούς από ένα είδος, δηλ. μόνο από τόν άρτο, τό Μυστήριο της Ευχαριστίας, όπως παρανόμως νομοθέτησε η δυτική σύνοδος, πού συγκροτήθηκε στήν Κωνσταντία της Γερμανίας τό 1414 μ.Χ.[11]. Στήν πρώην ορθοδοξούσα δυτική Εκκλησία οι γυναίκες δέν ελάμβαναν τόν άγιο άρτο μέ γυμνά χέρια, αλλά, αφού άπλωναν στά χέρια τους κάποια λευκά οράρια, δηλ. άσπρα μανδηλάκια, έτσι δέχονταν τόν άγιο άρτο, καθώς τό διορίζει αυτό η εν Αντισιοδώρω τοπική Σύνοδος στόν λστ΄ Κανόνα της καί ο ιερός Αυγουστ~ινος στόν 252ο λόγο του. Αυτό τό μανδηλάκι ονομαζόταν Δομενικάλε, πού στά Λατινικά σημαίνει Κυριακό, επειδή τό έφερναν κατά τίς Κυριακές στήν Εκκλησία, γιά νά λάβουν τό Σωμα του Χριστού[12].
Ε) Τα
Κυριακά λόγια
Σχολιάζοντας ο Όσιος Νικόδημος τόν 91ο Κανόνα του Μ. Βασιλείου, επισημαίνει ότι, ας αισχυνθούν οι παπιστές, βλέποντας εδώ τόν Μεγάλο Βασίλειο, τόν 13ο Απόστολο, νά λέει ότι δέν είναι αρκετά τά Κυριακά λόγια, δηλαδή τό «Λάβετε, φάγετε...» καί τό«Πίετε...»[13], για τήν τελείωση των θείων Μυστηρίων, όπως αντιθέτως κακώς καί σφαλερώς λένε αυτοί, αλλά μαζί μ’αυτά είναι αναγκαίες καί οι ευχές καί οι επικλήσεις, πού λέγονται μυστικώς από τόν Ιερέα. Ότι δέ αυτό είναι πανάληθες καί του Ηλίου φαεινώτερον, τό αποδεικνύει μέ αναντίρρητες καί γενναιότατες αποδείξεις ο πολυμαθέστατος ανήρ Ευστράτιος ο Αργέντης στό βιβλίο του «περί Μυστηρίων»[14]. Μέ άλλα λόγια, η αιρετική παρασυναγωγή του Παπισμού υποστηρίζει ότι ο καθαγιασμός του άρτου καί του οίνου γίνεται κατά τήν εκφώνηση των ιδρυτικών λόγων του Χριστού«Λάβετε, φάγετε...» καί «Πίετε...». Η Ορθόδοξη Εκκλησία, όμως, δέχεται ότι ο καθαγιασμός γίνεται μέ τήν επίκληση του Αγίου Πνεύματος «κατάπεμψον τό Πνεύμα σου τό Άγιον εφ’ημάς καί επί τά προκείμενα δώρα ταύτα καί ποίησον...». Η διαφωνία μεταξύ Παπισμού καί Ορθοδόξου Εκκλησίας αρχίζει επίσημα από τήν ενωτική ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, ενώ είναι γνωστή από τόν 9ο αιώνα. Ο Ζυγαβηνός (12ος αιώ.) καί ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας (14ος αιώ.) αντιπαραθέτουν μέ έμφαση τήν ορθόδοξη θεώρηση στήν παπική αυτή διδασκαλία. Η παπική αντίληψη γιά τόν καθαγιασμό των τιμίων δώρων αποτελεί άμεση συνέπεια της αλλοιώσεως του Τριαδικού δόγματος μέ την αίρεση του Filioque. Προβάλλεται μέ έμφαση ο Χριστός καί ατονεί ο ρόλος του Αγίου Πνεύματος. Παράλληλα, η διδασκαλία αυτή οφείλεται σέ μιά χριστοκεντρική αντίληψη της Θείας αποκαλύψεως καί της Θείας Ευχαριστίας. Όλα αυτά εξυπηρετούν άριστα τήν προβολή του παπικού πρωτείου καί διευκολύνουν πολύ τήν απαίτηση των παπών γιά διοικητική υπεροχή στήν όλη Εκκλησία. Αντιθέτως η ορθόδοξη θεώρηση τονίζει τόν τριαδοκεντρικό χαρακτήρα της Εκκλησίας καί φανερώνει τήν πνευματολογική βάση της ορθοδόξου Εκκλησιολογίας. Επίσης, η ορθόδοξη θεώρηση θεμελιώνεται σέ μαρτυρίες των αγίων πατέρων, στίς αρχαίες λειτουργίες, πού περιέχουν τήν επίκληση καί γενικότερα στήν όλη ιερά παράδοση[15].
Πηγή:
aktines.blogspot.gr
[1] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σ.
90.
[2] ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΥΔΡΟΥΝΤΟΣ, Κατά
αζύμων.
[3] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Δωδεκάβιβλος,
βιβλίο 8ο, κεφ. 12ο, §δ΄, σσ. 396-397, ΝΙΚΟΛΑΟΣ
ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, Ιερά Κατήχησις, ΑΓΙΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 96-97.
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 96-97.
[4] ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατά
αζύμων.
[5] ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΑΡΓΕΝΤΗΣ, Περί
μυστηρίων.
[6] ΑΓΙΟΣ ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΝΙΟΣ, Κατά
λατίνου Σκαράνου, Τά ευρεθέντα, τ. α΄-γ΄,
εκδ.Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη
1990-1.
[7] Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Λειτουργία..., PG 31,
1629-1658, ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ,Εορτοδρόμιον ήτοι ερμηνεία
εις τούς ασματικούς κανόνας των
Δεσποτικών καί Θεομητορικών εορτ~ων, τ. Β΄,
εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη
1995, σσ. 168-169.
[8] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Συναξαριστής
των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, εκδ.
Ορθόδοξος Κυψέλη, τ. Ε΄, Θεσσαλονίκη
2003, σ. 480
καί ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ - ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΧΙΟΥ - ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ – ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΡΙΟΣ, Συναξαριστής Νεομαρτύρων, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη,Θεσσαλονίκη 1996, σ. 534.
καί ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ - ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΧΙΟΥ - ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ – ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΡΙΟΣ, Συναξαριστής Νεομαρτύρων, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη,Θεσσαλονίκη 1996, σ. 534.
[9] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον,
σ. 727.
[10] Ό. π., σσ. 248-249.
[11] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον,
σ. 268.
[12] Ό. π., σ. 311.
[13] Ματθ. 26, 26-28.
[14] Ό. π., σσ. 645-646 καί ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ
ΑΡΓΕΝΤΗΣ, Περί μυστηρίων βιβλιάριον,
σσ. 92-250.
[15] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Δυτική
θεολογία καί πνευματικότητα˙ σημειώσεις
από τίς πανεπιστημιακές παραδόσεις,
εκδ. Υπηρεσία Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ.,
Θεσσαλονίκη, σσ. 54-55.