A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΑΔΑ! (Άρθρο του Σεβασμιωτάτου Αττικής καί Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου)

Σχετική εικόνα

Εν Αχαρναίς : 7/20-1-2018
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω!
      Με βαθύ το σεβασμό στους ήρωες που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία της πατρίδας μας και με περισσή την αγάπη σε αυτήν, γράφω τα παρακάτω ιστορικά αδιαμφησβήτητα γεγονότα ως ένας από τους πολλούς της χώρας μας, θέλοντας να μεταφέρω προβληματισμό και αφύπνιση στο Ορθόδοξο Ελληνικό ποίμνιο που διακονώ, με την ευχή και τη προσδοκία να γίνουν περισσότερες οι φωνές διαμαρτυρίας για τη μεγάλη προδοσία που βιώνει η Ελλάδα μας.
      Χρόνια ακούμε από τα Μέσα Ενημέρωσης ότι το νεοσύστατο κράτος των Σκοπίων διεκδικεί ως παιδί της το Μέγα στρατηλάτη των Ελλήνων, τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα.
      Ιστορικά είναι αποδεδειγμένο και αδιαμφισβήτητο ότι ο Μέγας Αλέξανδρος ο Μακεδών, ήταν Έλληνας και μάλιστα με βαθύτερη καταγωγή από το Άργος της Πελοποννήσου. Αργείοι άποικοι ήταν οι πρόγονοί του από την πλευρά του πατέρα του Φιλίππου, «πρόπαππος επί Μαρδονίου υπήρξεν Αλέξανδρος ο Αμύντου, του δε Αλεξάνδρου τούτου έβδομος πρόπαππος υπήρξεν Περδίκκας Τημενίδης, ελθών εξ’ Άργους εις την Μακεδονίαν», όπως σημειώνει ο ιστορικός Ηρόδοτος και πιστοποιεί η επιστημονική κοινότητα.
      Γιος του Φιλίππου Β’ και της Μυρτάλης της Ηπειρώτισσας πριγκίπισσας, η οποία ύστερα από τη νίκη του Φιλίππου στους Ολυμπιακούς Αγώνες -που μόνον Έλληνες είχαν δικαίωμα συμμετοχής- ονομάστηκε Ολυμπιάδα, μαθητής του μεγάλου αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου Αριστοτέλη και συνεπώς γνήσιος Έλλην, έχων άριστη ελληνική παιδεία, με «θρυλική καταγωγή» από τον Αχιλλέα και τον Ηρακλή, δεν ήταν απλώς Έλλην, αλλά περήφανος Έλλην!
      Το 336 π.Χ. το Συνέδριο της Κορίνθου, ανακηρύσσει τον Αλέξανδρο «στρατηγό αυτοκράτορα της Ελλάδος», Ηγεμόνα της Πανελλήνιας Συμμαχίας -αξίωμα που μόνο σε Έλληνα μπορούσε να δοθεί- για την εκστρατεία εναντίον των Περσών, διαχρονικών εχθρών των αρχαίων Ελλήνων.
      Με το γεγονός αυτό σχετίζεται αναφορά στην Παλαιά Διαθήκη (Α΄ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ, Κεφ. Α’ στιχ. 1 - 10) «Και εγένετο μετά το πατάξαι Αλέξανδρον τον Φίλιππον τον Μακεδόνα, oς εξήλθεν εκ της γης Χεττειείμ, και επάταξε τον Δαρείον βασιλέα Περσών και Μήδων και εβασίλευεν αντ’ αυτού πρότερος επί την Ελλάδα… Και εβασίλευεν Αλέξανδρος έτη δώδεκα και απέθανε…». «Ο Αλέξανδρος δηλαδή, ο υιὸς του Φιλίππου, ο Μακεδών, έπειτα από την νίκην του εναντίον των Περσών, κατά την οποίαν ενίκησε τον βασιλέα των Περσών και των Μήδων Δαρείον, εξώρμησεν από την χώραν των Χετταίων και έγινε βασιλεύς αντί εκείνου εις τας χώρας αυτάς, αφού προηγουμένως είχε ανακηρυχθεί βασιλεύς ολοκλήρου της Ελλάδος…»
      Αλλά και στην Καινή Διαθήκη (Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ. Ιστ στιχ. 9) ο Ευαγγελιστής Λουκάς, αναφέρει ότι στο όραμα που είδε ο Απόστολος Παύλος «ένας άνδρας Μακεδόνας στεκόταν όρθιος, και τον παρακαλούσε λέγοντάς του: Πέρασε στη Μακεδονία και βοήθησέ μας». Η περιοδεία του Αποστόλου Παύλου η οποία ακολουθεί, αφορά στη Μακεδονία, τη μία, την Ελληνική.
      Πέρα λοιπόν από την επιστημονική τεκμηρίωση, η αναφορά στα θεόπνευστα αυτά βιβλία, καθιστά αδιαμφισβήτητη την ιστορία. Πλήθος αναφορών για το πρόσωπο αυτό γίνονται και από τους Αγίους Πατέρες, αλλά και από αρχαίους ιστορικούς και φιλοσόφους.
      Ο Αλέξανδρος είναι αυτός που διέδωσε με την εκστρατεία του τον Ελληνικό πολιτισμό και τα Ελληνικά γράμματα στην Ανατολή. Μέλημά του ήταν η εξάπλωση της Ελληνικής γλώσσας. Αυτοί που σήμερα διεκδικούν -με ανεκδιήγητο θράσος για τα διεθνή δεδομένα- την οιαδήποτε ιστορική συσχέτιση με τον Έλληνα Στρατηγό και στρατηγιστή, οι Σκοπιανοί, μιλούν Σλάβικα, μια γλώσσα που ήρθε στην περιοχή των Βαλκανίων χίλια χρόνια μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
      Το κομμάτι αυτό, της έως πρότινος Γιουγκοσλαβίας, τα σημερινά Σκόπια, που διεκδικεί την ιστορική αυτή ονομασία «Μακεδονία» και μάλιστα κατ’ αποκλειστικότητα, αποτελούσε μέρος της τεράστιας αυτοκρατορίας που είχε δημιουργήσει ο Μέγας Αλέξανδρος και που εκτείνονταν από την Αίγυπτο ως την Συρία και το Αφγανιστάν. Ο Έλληνας Στρατηγός ίδρυσε πόλεις και δημιούργησε εκπαιδευτικά ιδρύματα, επιγραφές των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα, γραμμένες βέβαια στα Ελληνικά και οι οποίες βρίσκονται στις πιο απομακρυσμένες χώρες στα βάθη της Ανατολής. Οι κάτοικοι της περιοχής εκείνης, διοικούνταν από τον Έλληνα - Μακεδόνα Βασιλιά, αλλά δεν έγιναν ποτέ Μακεδόνες ή Έλληνες, όπως Μακεδονικός δεν ονομάστηκε κανένας από τους λαούς που διοικούνταν από τον Αλέξανδρο στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας.
      Το κράτος-μόρφωμα δημιουργήθηκε πριν από 26 χρόνια, όταν το 1991 μέρος της τότε Γιουγκοσλαβικής χώρας αυτονομήθηκε. Έκτοτε, διεθνή συμφέροντα ενισχύουν μία άνευ προηγουμένου προπαγάνδα ενάντια στην ιστορία, ενάντια στην αλήθεια. Με τη χρήση πάντα της Σλαβικής γλώσσας των Σκοπιανών, στοιχείο οξύμωρο και απόδειξη που τους αυτό-αναιρεί, οι Σκοπιανοί, κάτοικοι της περιοχής από το 7ο αιώνα μ.Χ. και μετά (καμία σύνδεση, σχέση δεν υφίσταται με τον Μακεδόνα Έλληνα Βασιλιά) δημιουργούν χαρτονομίσματα, χάρτες, ημερολόγια και επικοινωνούν με κάθε τρόπο ψευδείς πληροφορίες που αλλοιώνουν την ιστορία. Κάνουν σημαία τους τον ήλιο της Βεργίνας (αρχαιοελληνικό σύμβολο) και αυτοαποκαλούνται Μακεδόνες, πράξη «βλάσφημη» εις βάρος της ιστορίας, της επιστήμης που βασίζεται στην έρευνα, τη μελέτη για την απόδειξη της αλήθειας.
      Η παραχάραξη της ιστορίας, στην οποία επιδίδονται αυτοί και οι συνεργοί τους, υπηρέτες διεθνών συμφερόντων, είναι πράξη εγκληματική, εφόσον συνιστά ψεύδος και μάλιστα με θλιβερές συνέπειες.
      Ο σφετερισμός της ιστορίας από εποίκους μιας περιοχής που ως «πέρασμα» και κατάκτηση συνδέεται με την ιστορία και το όνομα του Έλληνα βασιλιά, και μάλιστα μια ιστορία που διαδραματίστηκε χίλια χρόνια πριν την εποίκηση των Σλαβικών αυτών στοιχείων στην περιοχή, συνιστά καθαρή απάτη. Πολύ δε περισσότερο, όταν η ιστορία συνδέεται με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό και την παγκόσμια ιστορία. Συμβαίνει ωστόσο όπως φαίνεται, όταν οι λαοί αυτοί ούτε ιστορία διαθέτουν, ούτε παρελθόν, ούτε ταυτότητα, δεν υφίστανται δηλαδή εθνικά και ιστορικά!
      Όπως αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, καταδιώκουν την πίστη μας και την Ορθοδοξία μας, έτσι καταδιώκουν και την ιστορία μας, τους αγώνες μας, τις καταβολές μας, τους εθνικούς μας ήρωες, τις ρίζες μας, τα πρότυπά μας, την ταυτότητας μας, το όνομά μας, την ύπαρξη μας.
      Και δεν είναι η πρώτη φορά που βάλλονται τα βόρεια σύνορα της χώρας μας και η βαριά κληρονομιά που μας συνδέει με τη Μακεδονία μας. Η Μακεδονία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το Έθνος των Ελλήνων και την νεότερη ιστορία μας. Δεν ξεχνάμε τους αγώνες των προγόνων μας από τη δεκαετία του 1870, αλλά και νωρίτερα, όταν άρχισαν να κινούνται απειλητικά οι Βούλγαροι ενάντια στους Έλληνες της Μακεδονίας. Μετά την πραξικοπηματική προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας, η Ελλάδα μας μπήκε για άλλη μια φορά σε ένα πόλεμο ετών με σκοπό την αντιμετώπιση της βάρβαρης βουλγαρικής επίθεσης και βέβαια την αποτροπή της διαστρέβλωσης της ιστορικής αλήθειας. Μέσα από τους Μακεδονικούς Αγώνες και τις θυσίες Ελλήνων Μακεδονομάχων απ’ όλη την Ελλάδα, την Κρήτη, τη Μάνη, τη Στερεά, ακόμη και την Κύπρο, του Ελληνικού στρατού, αλλά και εθελοντών, γράφτηκε άλλο ένα μέρος της Ελληνικής ηρωικής ιστορίας.
      Έχουμε χρέος και ευθύνη, οι σημερινοί Έλληνες, να αντισταθούμε και τώρα, όπως και τότε, κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνος, όπως αντισταθήκαμε στις φασιστικές διαθέσεις των υπαίτιων του Β Παγκοσμίου Πολέμου, όπως αντισταθήκαμε στον τουρκικό ζυγό, όπως ιστορικά αντιστεκόμαστε ως Έλληνες, ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ως άνθρωποι υπεύθυνοι, ευσυνείδητοι.
      Το γεγονός αυτό αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, δεν απασχολεί μόνον εμάς, τους Έλληνες που διαμένουμε στη χώρα αυτή, αφορά στην ομογένεια, τον οικουμενικό Ελληνισμό, τους ακαδημαϊκούς και την επιστημονική κοινότητα σ΄ όλο τον κόσμο.
      Θα ήταν πραγματικά πρωτοφανές και απαράδεκτο εκ μέρους της διεθνούς κοινότητας, να επιτρέψει σήμερα, στο κράτος των Σκοπίων, να συμμετέχει ως μέλος σε διεθνείς Οργανισμούς και Ενώσεις με όνομα κλεμμένο και ταυτότητα πλαστή.
      Θα ήταν θλιβερό, μια τέτοια ανέντιμη και ανήθικη πράξη να συνδεθεί με κάτι τόσο ηρωικό και μεγάλο, όπως το όνομα και την καταγωγή του μεγάλου Έλληνα Στρατηγού, αυτού που έζησε και πολέμησε για τη διάδοση του Ελληνικού πνεύματος. Σε μια τέτοια περίπτωση θα επαναστατούσε η ίδια η Ελληνική γη, η αιματοβαμμένη από πατριώτες που την αγάπησαν και θυσιάστηκαν γι' αυτήν, τους οποίους έχει στα σπλάχνα της!
      Σήμερα, βρισκόμαστε πάλι μπροστά σε έναν άλλου είδους «Μακεδονικό Αγώνα» στον οποίο οφείλουμε να ανταποκριθούμε με θάρρος, γενναιότητα και αγάπη για την πατρίδα. Έναν αγώνα που χρωστάμε στις γενιές που θα έρθουν, αλλά και στους ήρωες της Ελληνικής ιστορίας, έναν αγώνα που να τιμά τη μνήμη του ίδιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Κολοκοτρώνη, του Παύλου Μελά.
Αγαπητοί εν χριστώ αδελφοί, η εκχώρηση του ονόματος Μακεδονία σε οιονδήποτε και με τον οποιονδήποτε τρόπο, συνιστά προδοσία!
Δεν θα το επιτρέψουμε!
† ο Αττικής καί  Βοιωτίας Χρυσόστομος

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

ΠΑΡΟΝ ΣΤΟ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ

Σχετική εικόνα


Στὴν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης τὴν προσεχὴ Κυριακὴ 8/21 Ιανουαρίου 2018
θὰ πραγματοποιηθεῖ συλλαλητήριο γιὰ τὸ Μακεδονικὸ ζήτημα. Προτρέπουμε στὸ εὐσεβὲς πλήρωμα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς Θεσσαλονίκης νὰ παραστεῖ μὲ εἰρηνικὸ τρόπο στὶς 2:00μμ στὸ Λευκὸ Πύργο. 

+ ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος

Πηγή


Στην πόλη της Θεσσαλονίκης την ερχόμενη Κυριακή 8/21 Ιανουαρίου 2018 στις 2:00 μ.μ., έχει προγραμματιστεί μεγάλο συλλαλητήριο για το Μακεδονικό ζήτημα.

Παροτρύνουμε το ευσεβές πλήρωμα της Ιεράς Μητροπόλεως μας, που επιθυμεί να δώσει το παρόν στην ειρηνική διαμαρτυρία, να βρίσκεται στην Θεσσαλονίκη την ερχόμενη Κυριακή στις 2:00 μ.μ. μπροστά από τον Λευκό Πύργο.

Για τον λόγο αυτό, έχει ναυλωθεί λεωφορείο για την μετάβαση στην Θεσσαλονίκη από τον Βόλο.

Το όνομα της Μακεδονίας δεν διαπραγματεύεται, καθώς αυτό έχει κατακτηθεί με τους αγώνες και το αίμα των προγόνων μας.

"Η Μακεδονία ήταν, είναι και θα παραμείνει Ελληνική".

+ Ο Δημητριάδος Φώτιος
Πηγή


Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

ΠΕΡΙ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ (Ἃγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος)

Α. Τί σημαίνει τό «γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν;»
«Νά προσεύχεσαι, λέγει, νά μήν εἰσέλθεις σέ πειρασμούς τῆς πίστης σου. Νά προσεύχεσαι νά μήν εἰσέλθεις στόν πειρασμό τοῦ δαίμονα τῆς βλασφημίας καί τῆς ὑπερηφάνειας μέ τήν οἴηση τοῦ νοῦ σου. Νά προσεύχεσαι νά μήν εἰσέλθεις, κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, στούς φανερούς πειρασμούς τῶν αἰσθήσεων, πού ὁ διάβολος ξέρει πῶς νά σοῦ δημιουργεῖ ὅταν τό ἐπιτρέπει ὁ Θεός λόγω τῶν ἀνόητων λογισμῶν πού καλλιεργεῖς. Νά προσεύχεσαι νά μήν εἰσέλθεις στούς πειρασμούς τῆς ψυχῆς μέσα ἀπό ἀμφιβολίες καί προκλήσεις, μέ τίς ὁποῖες ἡ ψυχή σύρεται βίαια σέ μεγάλη σύγκρουση. Ἀκόμα καί ἔτσι, ἑτοιμάσου νά δεχτεῖς ὁλόψυχα σωματικούς πειρασμούς. Νά τούς διαπλεύσεις μέ ὅλα σου τά μέλη καί νά γεμίσεις τά μάτια σου μέ δάκρυα, ἔτσι ὥστε ὁ ἄγγελος πού σέ φυλάει νά μή σέ ἐγκαταλείψει. Ἐπειδή χωρίς δοκιμασίες δέν φαίνεται ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦκαί δέν μπορεῖς νά ἀποκτήσεις παρρησία μπροστά στόν Θεό, οὔτε νά μάθεις τή σοφία τοῦ Πνεύματος, οὔτε μπορεῖ νά ἑδραιωθεῖ μέσα σου ὁ θεῖος πόθος.
Πρίν ἀπό τούς πειρασμούς ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται στόν Θεό σάν νά εἶναι ξένος, ἀλλά ὅταν εἰσέρχεται στούς πειρασμούς γιά χάρη τῆς ἀγάπης του καί δέν ἀφήνεται νά ἐκτραπεῖ, τότε ἄμεσα ἔχει, οὕτως εἰπεῖν, τόν Θεό ὡς χρεώστη του καί ὁ Θεός τόν ὑπολογίζει ὡς ἀληθινό φίλο, διότι γιά χάρη τοῦ θελήματός Του πολέμησε ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ του καί τόν νίκησε. Αὐτό σημαίνει «προσεύχεσθε ἵνα μή εἰσέλθετε εἰς πειρασμόν». Καί πάλι, νά προσεύχεσαι νά μήν εἰσέλθεις στό φοβερό πειρασμό τοῦ διαβόλου γιά τήν ἀλαζονεία σου, ἀλλά ἐπειδή ἀγαπᾶς τόν Θεό, ὥστε ἡ δύναμή Του νά σοῦ εἶναι ἀρωγός, καί διά μέσου σου νά συντρίψει τούς ἐχθρούς Του. Νά προσεύχεσαι νά μήν εἰσέλθεις σέ τέτοιες δοκιμασίες ἐξαιτίας τῆς ἀφροσύνης τῶν λογισμῶν καί τῶν ἔργων σου, ἀλλά ἀντίθετα γιά νά δοκιμαστεῖ ἡ ἀγάπη σου πρός τόν Θεό καί γιά νά δοξαστεῖ ἡ δύναμή Του στήν ὑπομονή σου».
Β. Γιατί ὁ Θεός παραχωρεῖ τούς πειρασμούς;
«Ἔχοντας πείρα τῶν πολλῶν ἐπεμβάσεων τῆς θείας συνδρομῆς στούς πειρασμούς, ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ ἐπίσης σταθερή πίστη. Ἀπ’ ἐκεῖ καί ἔπειτα γίνεται ἄφοβος καί μέ τήν ἄσκηση πού ἔκανε ἀποκτᾶ θάρρος στούς πειρασμούς. Ὁ πειρασμός ὠφελεῖ τόν καθένα… Οἱ ἀγωνιστές δοκιμάζονται γιά νά αὐξήσουν τόν πλοῦτο τους. Οἱ ὀκνηροί δοκιμάζονται γιά νά προφυλαχθοῦν ἀπ’ ὅ,τι εἶναι βλαβερό σ’ αὐτούς. Οἱ νυσταλέοι δοκιμάζονται, γιά νά παρασκευαστοῦν γιά ἀγρυπνία. Ἐκεῖνοι πού βρίσκονται μακριά δοκιμάζονται γιά νά μπορέσουν νά πλησιάσουν τόν Θεό. Αὐτοί πού εἶναι τοῦ Θεοῦ, δοκιμάζονται γιά νά εἰσέλθουν μέ παρρησία στόν οἶκο του. Δέν ὑπάρχει κανένας ἄνθρωπος πού νά μήν αἰσθάνεται συνθλιμμένος τόν καιρό τῆς ἄσκησής του. Καί δέν ὑπάρχει κανένας ἄνθρωπος, πού νά μή βρίσκει πικρό τόν καιρό πού ποτίζεται μέ τό φαρμάκι τῶν δοκιμασιῶν. Χωρίς πειρασμούς ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἀποκτήσει ἰσχυρή κράση…».
Γ. Οἱ πειρασμοί μᾶς φέρνουν πιό κοντά στόν Θεό;
«Μόλις ἡ θεία Χάρις καταστήσει τό φρόνημά του ἀσφαλές…, ὥστε νά στηρίξει τήν ἐμπιστοσύνη του στόν Θεό, ἀρχίζει, λίγο λίγο, νά τόν εἰσάγει στούς πειρασμούς. Ἐπιτρέπει νά τοῦ στέλλονται πειρασμοί πού νά ταιριάζουν στά μέτρα του, γιά νά μπορεῖ νά βαστάξει τήν ἰσχύ τους. Ἀλλά μέσα σ’ αὐτούς τούς πειρασμούς, ἡ βοήθεια τῆς Χάριτος βρίσκεται ὁλοφάνερα κοντά του, γιά νά παίρνει θάρρος, ἕως ὅτου σιγά σιγά γυμναστεῖ, ἀποκτήσει σοφία καί περιφρονήσει τούς ἐχθρούς του, ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Διότι δέν εἶναι δυνατόν χωρίς πειρασμούς νά ἀποκτήσει ἕνας ἄνθρωπος σοφία στόν πνευματικό πόλεμο, νά γνωρίσει τόν Εὐεργέτη του, νά αἰσθανθεῖ τόν Θεό καί νά στερεωθεῖ μυστικά ἡ πίστη του, παρά μέ τή δύναμη τῆς ἐμπειρίας πού ἔχει κερδίσει…Ἡ θαυμαστή ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο δέν τοῦ γίνεται γνωστή παρά ὅταν βρίσκεται μέσα σέ περιστάσεις πού τοῦ στεροῦν τήν ἐλπίδα. Ἐδῶ εἶναι πού ὁ Θεός δείχνει τή δύναμη Τοῦ σώζοντάς τον».
Δ. Πότε ἔχουμε περισσότερους πειρασμούς;
«Ὅσο ταξιδεύεις στήν ὁδό πρός τήν πόλη τῆς Βασιλείας, καί πλησιάζεις τήν πόλη τοῦ Θεοῦ, τοῦτο νά σοῦ γίνει δείκτης: ἡ δύναμη τῶν πειρασμῶν πού συναντᾶς. Ὅσο πλησιάζεις καί προοδεύεις στήν πορεία σου, τόσο οἱ ἐναντίον σου πειρασμοί πληθύνονται. Ὁπότε αἰσθάνεσαι στή ψυχή σου διάφορους καί ἰσχυρότερους πειρασμούς στόν δρόμο σου, νά ξέρεις πώς ἐκείνη τή στιγμή ἡ ψυχή σου ἔχει ὄντως εἰσέλθει μυστικά σ’ ἕνα ἀνώτερο ἐπίπεδο καί ὅτι τῆς προσετέθη Χάρις στήν κατάσταση ὅπου βρέθηκε. Διότι ὁ Θεός ὁδηγεῖ τή ψυχή στίς θλίψεις τῶν δοκιμασιῶν κατά τό μέτρο τῆς Χάριτος πού παραχωρεῖ».
Ε. Τί γίνεται μέ αὐτόν ποὺ δέν ἀντέχει τούς πειρασμούς;
«Ἄν ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει κάποια ἀδυναμία καί δέν διαθέτει ἀρκετή δύναμη γιά μεγάλους πειρασμούς καί συνεπῶς ζητᾶ νά εἰσέλθει σ’ αὐτούς, καί τήν εἰσακούσει ὁ Θεός, τότε γνώριζε σαφῶς πώς ὅσο ἡ ψυχή εἶναι ἀνεπαρκής γιά μεγάλες δοκιμασίες, στόν ἴδιο βαθμό εἶναι ἀνεπαρκής καί γιά τά μεγάλα χαρίσματα. Καί ὅσο ἀποτρέπονται οἱ μεγάλοι πειρασμοί ἀπό τό νά εἰσέλθουν στή ψυχή, στόν ἴδιο βαθμό παρακρατοῦνται ἀπό αὐτήν καί τά μεγάλα χαρίσματα. Ὁ Θεός δέν χορηγεῖ ἕνα μεγάλο χάρισμα χωρίς μιὰ μεγάλη δοκιμασία. Ὁ Θεός, κατά τή σοφία Του, πού βρίσκεται πέρα ἀπό τήν κατανόηση τῶν πλασμάτων Του, ὅρισε τά δῶρα Του νά παραχωροῦνται ἀνάλογα μέ τούς πειρασμούς».
ΣΤ. Οἱ πειρασμοί βοηθοῦν τήν πνευματική μας πρόοδο;
«Οἱ δοκιμασίες πού ἐπιβάλλονται γιά τήν προκοπή καί τήν αὔξηση τῆς ψυχῆς καί ἐκεῖνες μέ τίς ὁποῖες ἀσκεῖται, εἶναι οἱ ἑξῆς: ἡ ὀκνηρία καί ἡ κατάπτωση τοῦ σώματος, ἡ χαύνωση τῶν μελῶν, ἡ κατάθλιψη, ἡ σύγχυση τῆς διάνοιας, οἱ σωματικοί πόνοι, ἡ προσωρινή ἀπώλεια τῆς ἐλπίδας, ὁ σκοτισμός τῶν λογισμῶν, ἡ ἀπουσία ἀνθρώπινης βοήθειας, ἡ ἔνδεια γιά τίς σωματικές ἀνάγκες καί τά παρόμοια. Μέ αὐτούς τούς πειρασμούς ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου αἰσθάνεται ἔρημη καί ἀνυπεράσπιστη, ἡ καρδιά του ἀπονεκρώνεται καί ταπεινώνεται, δοκιμάζεται δέ μ’ αὐτό τόν τρόπο γιά νά φτάσει νά ἐπιθυμεῖ τόν Δημιουργό της. Ἡ θεία Πρόνοια, ὡστόσο, κατανέμει αὐτές τίς δοκιμασίες ἀνάλογα μέ τή δύναμη καί τίς ἀνάγκες ἐκείνων πού τίς ὑφίστανται. Σ’ αὐτές ἀναμιγνύονται ἡ παρηγοριά καί οἱ θλίψεις, τό φῶς καί τό σκοτάδι, οἱ πόλεμοι καί ἡ βοήθεια…Αὐτό εἶναι τό σημάδι τῆς προκοπῆς τοῦ ἀνθρώπου μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ».

Πηγή: alopsis.gr

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

Η Ψευδοσύνοδος της Κρήτης: Προς Νέα Εκκλησία (Μέρος η΄ - τελευταίο)



(Απάντηση στο κείμενο του Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου Κατερέλου «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης: Νέα Εκκλησιολογία ἢ Πιστότητα στὴν Παράδοση;»)
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΕΔΩ: https://krufo-sxoleio.blogspot.gr/2018/01/blog-post_8.html

Νικολάου Μάννη
εκπαιδευτικού

ΚΑ. Για τα όσα θίγει ο Σ. στις «Συμπερασματικές θεωρήσεις» έχει, λίγο πολύ, γίνει λόγος. Θα σταθούμε μόνο σε λίγα σημεία:
i.         Στη σελ. 89 γράφει ο Σ.: «Εἶναι εὔκολο πρᾶγμα μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Μιχαὴλ Κηρουλάριο νὰ ἀναθεματίζεις τοὺς Δυτικούς. Εἶναι δύσκολο πρᾶγμα νὰ κατανοεῖς τὴν ταυτόχρονη θέση τοῦ Πέτρου Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος ἔβλεπε τότε ἀκόμα, ὡς τὴ μόνη οὐσιαστικὴ διαφορὰ τὸ Filioque, γιὰ τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ γίνει διάλογος καὶ ὄχι νὰ ἐπιβληθεῖ ἀναθεματισμός». Δυστυχώς ο Σ. αδικεί τον εαυτό του με τέτοιες άδικες και ανιστόρητες θέσεις. Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι η αποκοπή των Παπικών από την Εκκλησία το 1054, έγινε με τον ίδιο τον Αφορισμό στον οποίο προέβησαν οι Παπικοί Λεγάτοι, υπό τον Καρδινάλιο Ουμβέρτο στις 16 Ιουνίου. Στο αφοριστικό έγγραφο αναθεματίζονται οι Ορθόδοξοι ως Σιμωνιακοί, Αρειανοί, Δονατιστές, Νικολαΐτες, Σεβηριανοί και Μανιχαίοι[232]! Η δε αντίδραση των Ορθοδόξων (σαφέστατα επιβεβλημένη απέναντι σε τέτοιο κατηγορητήριο) δεν ήταν ένα… «εύκολο ανάθεμα του Κηρουλάριου», αλλά ένα επιβαλλόμενο  Ανάθεμα του κατάπτυστου εκείνου εγγράφου, των συντακτών του, καθώς και όσων αποδέχονται το εν αυτώ κατηγορητήριο και έγινε όχι μόνο από τον Πατριάρχη Μιχαήλ, αλλά από την Τοπική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (στις 24 Ιουλίου του έτους εκείνου), ενώ με το Ανάθεμα αυτό συμφώνησαν και οι άλλοι τρεις Πατριάρχες της Ανατολής, και αυτός ακόμη ο Πέτρος Αντιοχείας, ο οποίος μάλιστα στην πρώτη απάντησή του διαβεβαιοί πως η Εκκλησία της Αντιοχείας δεν μνημονεύει τον Πάπα στα Δίπτυχα ήδη από τεσσαρακονταπενταετίας! Πολύ σωστά έπραξε ο Πέτρος Αντιοχείας συστήνοντας μετριοπάθεια (χωρίς να παραλείπει επίσης να συνιστά στον Κηρουλάριο «μή παύσαιτό ποτε περί τούτου ἐνισταμένη καί πείθουσα, ἀπό τε τῶν ἁγίων γραφῶν, καί τῶν ἀναγεγραμμένων εὐαγγελικῶν κηρυγμάτων, μέχρις ἄν αὐτούς ἕξεις συντιθεμένους τῇ ἀληθείᾳ»[233]), αλλά πολύ σωστά έπραξε και ο Μιχαήλ, ο οποίος αφού πρώτα πρότεινε Διάλογο με τους Λεγάτους, ζητώντας παράλληλα, να ανακαλέσουν το αφοριστικό έγγραφο - πράγματα που αρνήθηκαν οι τελευταίοι -, τότε μόνο συνεκάλεσε Σύνοδο και έπραξε αυτό που έπρεπε[234]. Ξεκάθαρα η ευθύνη για το Σχίσμα, ή πιο σωστά για την Αποστασία της Ρώμης από την Εκκλησία, βαρύνει τον Ουμβέρτο, αλλά και τους,  από το 1054, Πάπες[235]. Αυτή είναι η αλήθεια εν προκειμένω[236].
Το ίδιο άδικη και ανιστόρητη είναι η άποψη του Σ. όταν γράφει: «Εἶναι εὔκολο νὰ καταδικάζωνται οἱ κακοδοξίες τοῦ Λουθηρανισμοῦ ἅμα τῇ ἐμφανίσει του, κατέστη ὅμως ἀντικειμενικὰ ἀδύνατο στὴν Ἀνατολή, νὰ συναισθανθεῖ τὴν ἀντίδραση τῆς Διαμαρτύρησης καὶ νὰ τὴν κατευθύνει πρὸς τὴ σωστὴ πορεία». Γιατί παραλείπει να αναφερθεί στην αγωνιώδη προσέγγιση των Ορθοδόξων Ποιμένων της εποχής, όπως του Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου του Τρανού (+1595), του Αλεξανδρείας Μελετίου του Πηγά (+1601), του Κωσταντινουπόλεως Κυρίλλου του Λουκάρεως (+1638) και του Αλεξανδρείας Μητροφάνους του Κριτόπουλου (+1639), οι οποίοι με σωστούς (χωρίς «συλλείτουργα» και πνεύμα δογματικού μινιμαλισμού) Διαλόγους[237], προσπάθησαν να κατευθύνουν την Διαμαρτύρηση προς την σωστή πορεία; Και αν απέτυχαν γιατί να ευθύνονται εκείνοι και όχι οι εμμένοντες πεισματωδώς στις πλάνες τους Διαμαρτυρόμενοι, οι οποίοι στη θέση ενός «αλάθητου», τοποθέτησαν τόσους «αλάθητους» όσο και το πλήθος αυτών με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό τους σε εκατοντάδες «εκκλησίες»;
Αντιθέτως είναι δίκαιη η παρακάτω επίκριση του Σ. με τις εξής ερωτηματικές προτάσεις: «Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες δὲν ἔχουν καμιὰ εὐθύνη, ζώντας τὴ νάρκη τῆς αὐτάρκειας τῆς ἐκκλησιαστικῆς τους αὐτοκεφαλίας καὶ ταυτόχρονα τὴν ἀτροφία τῆς συνοδικῆς τους συνείδησης, γιὰ τὴν μὴ πλήρη εὐόδωση τοῦ διαλόγου μὲ τοὺς Προχαλκηδονίους ἢ τοὺς Παλαιοκαθολικούς; Ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἀποστροφὴ καὶ ἐν πολλοῖς ἡ ἐγκατάλειψη δὲν εἶναι στίγμα γιὰ τὴν ὀρθόδοξη συνείδησή μας, ὅταν εἶναι δεδομένο ὅτι ὅλα αὐτὰ ὁδηγοῦν ἐπὶ πλέον σὲ νέες διαφορές;». Βεβαίως και υπάρχει ευθύνη των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ποιοι όμως ποιμαίνουν τις Ορθόδοξες Εκκλησίες τα τελευταία εκατό χρόνια αν όχι οι Οικουμενιστές; Αυτοί λοιπόν φέρουν ακεραία την ευθύνη της αποτυχίας! Αντιθέτως, όπου υπήρξαν αληθινοί Ορθόδοξοι Ποιμένες (όπως το καύχημα της Παγκοσμίου Ορθοδοξίας του Κ΄ αιώνος ο Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς), τότε και οι αληθινοί Διάλογοι Ορθοδόξου Μαρτυρίας στέφονται με επιτυχία και οι ετερόδοξοι προσέρχονται μαζικώς στην Εκκλησία του Χριστού, εγκαταλείποντας την πλάνη τους! Ας ανέβουν στους επισκοπικούς θρόνους πραγματικά Ορθόδοξοι στο φρόνημα Αρχιερείς και θα δούμε αν ευοδωθεί το έργο της επιστροφής στην Εκκλησία των ετεροδόξων[238]! Η δε Ψευδοσύνοδος της Κρήτης σε καμία περίπτωση δεν δίνει «μιὰ νέα ὤθηση πρὸς τὴν κοινὴ πανορθόδοξη συναντίληψη τοῦ χρέους ἑνὸς διαλόγου καταλλαγῆς ἐν ἀγάπῃ καὶ ἀληθείᾳ». Αντιθέτως, νομιμοποιεί την πολιτική της αποτυχίας του Οικουμενισμού…
ii.        Οι αντιλήψεις του Σ. περί συμμετοχής του Πάπα Ρώμης (και μάλιστα χίλια σχεδόν χρόνια μετά την αποστασία του από την Καθολική Εκκλησία) στο σύστημα της Πενταρχίας είναι παρωχημένες, αφού οι τέσσερις Πατριάρχες με την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο του 1593«ἀναγνωρίζοντες μετ᾿ ἀγάπης τὸν Πατριάρχην τῆς Μόσχας συναδελφὸν αὐτῶν ἀντὶ τοῦ τῆς Ῥώμης, ἀποσπασθέντος, ἔδωκαν αὐτῷ τὸν πέμπτον βαθμὸν ἐν τῇ ἱεραρχία τῆς Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας»[239]. Στην ίδια Σύνοδο επίσης, εκτός από την αναγνώριση της Μόσχας ως Πατριαρχείου, με αφορμή την εισαγωγή νέου ημερολογίου από την Ρώμη (1582) και την εξ αυτής μετάθεση του Πάσχα, διακηρύχθηκε και η έκπτωση από την Εκκλησία όλων όσων εορτάζουν το Πάσχα[240].
Συμφωνούμε όμως με τον Σ. σχετικά με το ότι είναι «ἄδικη ἡ κατηγορία κατὰ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ὅτι ὑπῆρξε Σύνοδος Προκαθημένων καὶ ὄχι Σύνοδος Ἐπισκόπων»[241]. Αφενός μεν διότι έλειπε ο ένας εκ των πέντε Προκαθημένων, ήτοι ο Πατριάρχης της Ρωσίας, αφετέρου δε επειδή τελικώς το κριτήριο για την αποδοχή ως Ορθοδόξου μίας Συνόδου Αγίας και Μεγάλης ή και Οικουμενικής ακόμη, δεν είναι ούτε το αν αυτή αποτελεί Σύνοδο Προκαθημένων ή όλων των Επισκόπων[242], ούτε φυσικά αν υπάρχει η ομοφροσύνη μόνο των πέντε Πατριαρχών (όπως ισχυρίζεται το κακόδοξο κείμενο του Chieti[243]), αλλά αν υπάρχει η αποδοχή από την ορθόδοξη συνείδηση, δηλαδή αν είναι αποδεκτή από τον «λαό του Θεού» (κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς). Και αυτό διαπιστώνει και η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος του 1848  όταν τονίζει πως «παρ᾿ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι, οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ»[244].
iii.         Για τους Διαλόγους, ο Σ. προτείνει (σελ. 92) «ὡς πρότυπο τὴ μετριοπαθῆ στάση τοῦ Μ. Βασιλείου ἔναντι τῶν Πνευματομάχων, γιὰ τοὺς ὁποίους, προκειμένου νὰ διευκολύνει τὴν ἔνταξή τους στὴν Ἐκκλησία ἐπισημαίνει: «Μηδὲν τοίνυν πλέον ἐπιζητῶμεν, ἀλλὰ προτεινώμεθα τοῖς βουλομένοις ἡμῖν συνάπτεσθαι ἀδελφοῖς τὴν ἐν Νικαίᾳ πίστιν. Κἂν ἐκείνη συνθῶνται, ἐπερωτῶμεν καὶ τὸ μὴ δεῖν λέγεσθαι κτίσμα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, μηδὲ κοινωνικοὺς εἶναι αὐτῶν τοὺς λέγοντας. Πέραν δὲ τούτων ἀξιῶ μηδὲν ἐπιζητεῖσθαι παρ᾽ ἡμῶν. Πέπεισμαι γὰρ ὅτι τῇ χρονιωτέρα συνδιαγωγῇ καὶ τῇ ἀφιλονείκῳ συγγυμνασίᾳ καὶ εἴ τι δέοι πλέον προστεθῆναι εἰς τράνωσιν, δώσει Κύριος ὁ πάντα συνεργῶν εἰς ἀγαθὸν τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν»». Και συνεχίζει (σελ. 93) επικριτικά: «Πῶς ἀκούγεται στοὺς σύγχρονους «ὑπερορθοδόξους» ὁ λόγος τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅτι ἡ «συνδιαγωγή» καί «συγγυμνασία» θὰ ἐξαλείψουν διαφορές, ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχει συμφωνία στὰ θεμελιώδη; Δὲν εἶναι ἀβάσιμη ἡ ὑπόθεση, ὅτι οἱ σύγχρονοι «ὑπερορθόδοξοι» θὰ ἀποδοκίμαζαν σκληρὰ καὶ τὸ Μ. Βασίλειο!»
Εκ μέρους των συγχρόνων «υπερορθοδόξων» (χαρακτηρισμός ο οποίος μπορεί να είναι είτε τιμητικός, είτε υποτιμητικός, αναλόγως από ποιους και εναντίον ποίων εκστομείται) οφείλω να πω πως είναι ατυχής ο παραλληλισμός. Οι Πνευματομάχοι, σε αντίθεση με τους σημερινούς αιρετικούς της Δύσεως, ήταν τυπικώς ακόμη εντός Εκκλησίας τότε, ως «μὴ ἐληλεγμένοι συνοδικῶς»[245], και με μια απλή συμφωνία να μην αποκαλούν κτίσμα το Άγιο Πνεύμα και να μην έχουν εκκλησιαστική κοινωνία με όσους το πράττουν, θα υπήρχε επισύναψη με τους Ορθοδόξους στο φρόνημα οπαδούς της «ἐν Νικαίᾳ» πίστεως. Αποτελεί διαστρέβλωση της ποιμαντικής αυτής θέσεως του Μεγάλου Βασιλείου η εφαρμογή της σε «παντελῶς ἀπερρηγμένους» σχισματοαιρετικούς, όπως οι Δυτικοί. Μήπως άραγε μόνο το filioque μας χωρίζει; Πρέπει να είναι κανείς είτε πολύ αφελής, είτε πολύ... Οικουμενιστής, αν το πιστεύει αυτό πραγματικά.
iv.        Εν συνεχεία ο Σ. θίγει το ζήτημα του τρόπου αποδοχής των αιρετικών στην Εκκλησία κατακρίνοντας την θέση του Αγίου Κυπριανού Καρχηδόνος σε σχέση με τις θέσεις άλλων Πατέρων ή Συνόδων και αναφέροντας περιπτώσεις (σ. ημ. φαινομενικής) ασυμφωνίας μεταξύ Ιερών Κανόνων για το ζήτημα αυτό, ενώ προβαίνει και σε μια σειρά ρητορικών ερωτήσεων (σελ. 94-96) πριν καταλήξει ως εξής: «Εἶναι δυνατὸν μὲ τέτοιος κανόνες νὰ προσδιορίσουμε σήμερα, στὸν 21. αἰῶνα, τὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς σύγχρονους ἑτεροδόξους, οἱ ὁποῖοι δὲν ὑπῆρχαν τὴν ἐποχὴ θεσπίσεως τῶν κανόνων;». Επειδή μια γενική απάντηση περί του τρόπου αποδοχής των αιρετικών θα ξέφευγε από τα πλαίσια της παρούσης απαντήσεως, παραπέμπεται ο κάθε ενδιαφερόμενος στην εξαιρετική εργασία για το ζήτημα (περί του οποίου θα βρει διαφωτιστικές απαντήσεις) του π. Γεωργίου Μεταλληνού, Ομοτίμου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με τίτλο «Ὁμολογῶ ἒν βάπτισμα»[246].
Εδώ θα σταθούμε μόνο σε ένα σημείο. Ισχυρίζεται ο Σ. πως «στὴν Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο εἰκονομάχοι ἐπίσκοποι ἐγένοντο δεκτοὶ στὴν Ἐκκλησία, ἀναγνωρισθέντες τοῦ βαπτίσματος τοῦ χρίσματος καὶ τῆς Ἱερωσύνης ποὺ ἔλαβαν ἐκτὸς Ἐκκλησίας»! Όπως όμως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω (στην §Η) η Εκκλησία αποδέχεται τα Μυστήρια των πεσόντων σε αίρεση, αλλά «μὴ ἐληλεγμένων» ακόμη «συνοδικῶς», μελών Της, όπως ήταν μέχρι την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο οι Εικονομάχοι!
v.        Παραβλέποντας την (εν πολλοίς όχι άδικη) κριτική του Σ. απέναντι στη στάση των επισήμων Τοπικών Εκκλησιών που δεν προσήλθαν στο Κολυμπάρι, θέλω να σταθώ στην υποσ. 279 της σελ. 101 του Κειμένου, και συγκεκριμένα στην θέση του Σ. πως η αντιμετώπιση ημών των Ζηλωτών «ἀπαιτεῖ σύνεση, μετριοπάθεια καὶ κυρίως ἕνα αὐθεντικὸ διάλογο ἀγάπης». Συγχαίρω ιδιαιτέρως τον Σ. και εύχομαι να μην πρόκειται μόνο για μεγάλα λόγια. Είμαστε έτοιμοι για ένα τέτοιον Διάλογο Αγάπης και Αληθείας. Η αρχή θα μπορούσε να γίνει με την δημόσια συγγνώμη εκ μέρους της επίσημης Εκκλησίας για τους φρικτούς διωγμούς των προγόνων μας, οι οποίοι για την άρνησή τους να δεχθούν μία μονομερή και παράνομη ημερολογιακή μεταρρύθμιση (χάριν της ενότητος με τους ετεροδόξους, όπως δηλώνει ξεκάθαρα η Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1920), αντιμετώπισαν όχι μόνο την χλεύη, αλλά και την ωμή βία. Οι μαθητές του Χριστού και διάδοχοι των Αποστόλων, των οποίων τα χείλη έσταζαν μέλι για κάθε είδους αιρετικούς, τα ίδια τα παιδιά τους τα εδίωξαν ποικιλοτρόπως. Οι πιστοί μας ξυλοκοπήθηκαν επανειλημμένως (ενώ κάποιοι μαρτύρησαν, με γνωστότερη περίπτωση εκείνην της Αικατερίνης Ρούττη), οι ναοί μας σφραγίστηκαν ή γκρεμίστηκαν, οι ιερείς μας ξυρίστηκαν βιαίως σε γραφεία Μητροπόλεων και αστυνομικά τμήματα, οι μοναχοί μας αφορίστηκαν και εξορίστηκαν, τα Μυστήριά μας θεωρήθηκαν βέβηλα και καταπατήθηκαν[247]. Παρόλα αυτά πρέπει να μην κρατούμε κακία και να ευχόμαστε ο Θεός να ελεήσει και να συγχωρήσει τους διώκτες των προγόνων μας. Προσωπικά είμαι πρόθυμος να ανταποκριθώ σε έναν τέτοιον Διάλογο και πιστεύω ότι και αυτή η απάντηση αποτελεί τρόπον τινά μέρος ενός άτυπου Διαλόγου. Επειδή όμως τυγχάνω ένας απλός λαϊκός, αν οι Οικουμενιστές θέλουν έναν επίσημο Διάλογο, ας απευθυνθούν στην Ιεραρχία μας.
vi.        Συμφωνούμε με τα γραφόμενα του Δοσιθέου Ιεροσολύμων και του Παναγιώτου Τρεμπέλα, όπως και με την παρατήρηση του Σ. περί περιστασιακής πλειοψηφίας ή μειοψηφίας (σελ. 102). Διαφωνώ όμως με την εκτίμησή του «ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου δὲν ἔχουν καὶ δὲ θὰ ἔχουν πρόβλημα στὴν ἀποδοχή τους». Αυτό θα το δείξει το μέλλον. Παραβλέποντας δε την ατυχή σύγκριση μεταξύ Απολλιναριστών και «ενισταμένων Ζηλωτών» (σελ. 103), στέκομαι στην πολύ σημαντική φράση του Πρεβέζης Μελετίου: «Τὴν Ἐκκλησία ἀνέκαθεν ταλαιπωροῦσαν καὶ ταλαιπωροῦν ἐκεῖνοι ποὺ φαντάζονται ὅτι ἐνεργοῦν σωστά· ὅτι ἐνεργοῦν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ». Πολύ σωστά! Πάρα πολύ σωστά! Αυτό ακριβώς λέμε και μεις! Ελάτε, ω επικριτές μας, κοιτάξτε στον καθρέφτη και αναλογιστείτε: μήπως ισχύει για σας, αυτό; Μήπως; Για βάλτε έναν λογισμό μετανοίας και αυτοκριτικής…
vii.       Πριν κλείσουμε δεν θα πρέπει να παραλειφθεί ακόμη μία παρερμηνεία (θέλω να πιστεύω όχι εσκεμμένη) δύο ιερών Κανόνων (του Δ΄ της Δ΄ και του ΞΔ΄ της Πενθέκτης) και της θέσεως ενός ακόμη Αγίου (Θεοδώρου του Στουδίτου). Γράφει ο Σ. (σελ. 104): «Ὑπάρχουν καὶ κάποιοι μοναχοί «τῷ μοναχικῷ κεχρημένοι προσχήματι», οἱ ὁποῖοι δὲν κατάλαβαν ὅτι ὀφείλουν «ὑποτετάχθαι τῷ ἐπισκόπῳ καὶ τὴν ἡσυχίαν ἀσπάζεσθαι καὶ προσέχειν μόνῃ τῇ νηστείᾳ καὶ τῇ προσευχῇ, ἐν οἷς τόποις ἀπετάξαντο προσκαρτεροῦντες», ἀλλὰ προτιμοῦν νὰ κάνουν τὸ δάσκαλο ὑπερβαίνοντας τὰ ὅριά τους. Ξεχνοῦν αὐτὰ ποὺ ἔγραφε ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης γιὰ τὸν ἑαυτό του: «...τὶς γὰρ εἰμι ἐγὼ ὁ τάλας ἵνα ἀντινομοθετῶ; πλὴν ὅτι συμβουλευτικῶς καὶ ἃ ἐν τοῖς ἄλλοις κεφαλαίοις...ἐρωτηθεὶς ἀπεκρίθην, οὐ κανονικῶς, οὐ νομοθετικῶς...ἐπὶ μὴ θεμιτὸν μηδὲ ἐξουσιαστικὸν· ἱερεὺς γὰρ εἰμι, εἰ καὶ ἀνάξιος, οὐκ ἱεράρχης· τοῦ τοιούτου γὰρ καὶ τῶν αὐτῷ ὁμοταγῶν καθολικῶς κανονίζειν καὶ νομοθετεῖν». Ἐὰν ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης μιλάει ἔτσι γιὰ τὸν ἑαυτό του, τὶ θὰ ἔπρεπε νὰ πράττουν σήμερα κάποιοι μοναχοὶ ἢ μοναχές; Ἴσως νὰ παύσουν νὰ ὁμιλοῦν καὶ μάλιστα μὲ τὴν αὐθεντία Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπείκοντες στὰ πατερικὰ κελεύσματα: «Τὶ σεαυτὸν ποιεῖς ποιμένα, πρόβατον ὤν; τὶ γίνῃ κεφαλή, ποῦς τυγχάνων; τὶ στρατηγεῖν ἐπιχειρεῖς, τεταγμένοι ἐν στρατιώταις;»».
Ο Κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου δεν αφορά την στάση των μοναχών στην περίπτωση που κηρύτττεται αίρεση στην Εκκλησία, αλλά αναφέρεται σε εκείνους που «μεταχειρίζονται τὸ μοναχικὸν σχῆμα πρὸς ἐπίδειξιν καὶ δέλεαρ διὰ νὰ τιμῶνται, καὶ συγχέουσι τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ πολιτικὰ πράγματα, θέλοντες νὰ διοικοῦσιν αὐτά»[248]. Επίσης όταν ο Κανών συνιστά «ὑποτετάχθαι τῷ ἐπισκόπῳ» δεν εννοεί κάθε επίσκοπο, πόσο μάλλον τον ψευδεπίσκοπο[249], εκείνον δηλαδή που έχει χάσει (διά της εκτροπής του από την ορθή πίστη) τα δικαιώματά του ως επισκόπου. Τρανή απόδειξη, η στάση των μοναχών εν καιρώ αιρέσεως. Εκ των πλείστων παραδειγμάτων που συναντά κανείς στην Εκκλησιαστική Ιστορία[250] ας αναφερθεί μόνο ένα. Περί το 365 περίπου, και ενώ στην Αντιόχεια επίσημος Επίσκοπός της ήταν ο Ευζώιος, κάποιος μοναχός, που ασκήτευε έξω από τα τείχη της πόλεως, ονόματι Αφραάτης εγκατέλειψε τον τόπο της ασκήσεώς του και ήλθε στην πόλη διδάσκοντας τους πιστούς τα ορθόδοξα φρονήματα ενάντια στις αρειανίζουσες απόψεις του Ευζωΐου. Τότε λοιπόν τον συνάντησε ο φιλοαρειανός αυτοκράτορας, Ουάλης και τον ρώτησε γιατί άφησε την ησυχία και ήλθε στην πόλη. Ο Αφραάτης του απάντησε: «πες μου, βασιλιά, αν εγώ ήμουν μία παρθένος κόρη κρυμμένη μέσα στο ιδιαίτερο δωμάτιο (κατά την τότε συνήθεια) και έβλεπα κάποιον να βάζει φωτιά στην οικία του πατέρα μου, τι θα με συμβούλευες να κάνω; Βεβαίως θα με συμβούλευες να τρέξω να σβύσω την φλόγα. Αυτό λοιπόν συμβούλευσέ με και τώρα, διότι βλέπω ότι καίγεται ο οίκος του πατρός μου Θεού, και για αυτό τρέχω και αγωνίζομαι πώς να σβήσω την φλόγα· εάν με κατηγορείς, ότι άφησα την ησυχίαν μου, κατηγόρησε περισσότερο τον εαυτό σου, που έβαλες την φωτιά στον οίκο του Θεού, και μη κατηγόρεις εμένα, που αγωνίζομαι να την σβήσω». Και όμως αυτόν τον μοναχό που θα εγκαλούσε ο Σ., και οι ομόφρονές του, ως παραβάτη ιερών Κανόνων, τον τιμούν σήμερα ως Άγιο στις 29 Ιανουαρίου, αφού η Εκκλησία τον τίμησε και αναγνώρισε την αγιότητά του! Η υπακοή στον επίσκοπο λοιπόν δεν είναι απροϋπόθετη.
Περί του αποσπάσματος του Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου που παραθέτει ο Σ. παρατηρούμε πως ξεκινά με τελίτσες… Επειδή είναι πολύ διαφωτιστικό το σημείο που παραλείπεται παραθέτω εδώ ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα της επιστολής του Οσίου: «Περὶ οὗ εἴρηκας διὰ στόματος τοῦ γραμματηφόρου ὀγδόου κεφαλαίου ἐλλιπῶς ἔχειν διὰ τὸ ὑπὸ κανόνα κεῖσθαι τοῦ Ἁγίου Πέτρου ἠγνόουν. Κρατείτω ὁ κανών· τίς γάρ εἰμι ἐγὼ ὁ τάλας ἵνα ἀντινομοθετῶ; πλὴν ὅτι συμβουλευτικῶς καὶ ἃ ἐν τοῖς ἄλλοις κεφαλαίοις καὶ ἐν οἷς ἄρτι ἐπεζήτησας καὶ ἐφ' οἷς παρ' ἄλλων ἐρωτηθεὶς ἀπεκρίθην, οὐ κανονικῶς, οὐ νομοθετικῶς ὅσον εἰς προῦπτον πρὸς τοὺς ἔξω, ἐπεὶ μὴ θεμιτὸν μηδὲ ἐξουσιαστικόν· ἱερεὺς γάρ εἰμι, εἰ καὶ ἀνάξιος, οὐκ ἱεράρχης· τοῦ τοιούτου γὰρ καὶ τῶν αὐτῷ ὁμοταγῶν καθολικῶς κανονίζειν καὶ νομοθετεῖν». Όπως παρατηρεί κανείς, ο Όσιος απαντώντας στον μαθητή του Ναυκράτιο σχετικά με έναν Κανόνα συστήνει να επικρατήσει ο Κανόνας, διότι, όπως γράφει με ταπείνωση «ποιος είμαι εγώ ο ταλαίπωρος για να αντινομοθετήσω;» και τα λοιπά. Καμία σχέση δηλαδή με την ταπεινολογική τακτική αλόγων προβάτων που συστήνει ο Σ. στους μοναχούς (και όχι μόνο) θέλοντας να επιβάλλει την - μακράν του πνεύματος της Ορθοδοξίας - τυφλή υπακοή! Απόδειξη ότι ο Όσιος Θεόδωρος καθόλου δεν συμφωνεί με την θέση του Σ., αλλά αντιθέτως με την δική μας, είναι τα πάμπολλα κείμενά του περί του θέματος εκ των οποίων αποδεικνύεται φερ᾿ ειπείν ποιο θεωρεί ο Άγιος ως κύριο έργο του μοναχού («Ἔργον δὲ μοναχοῦ, μηδὲ τὸ τυχὸν ἀνέχεσθαι καινοτομεῖσθαι τὸ Εὐαγγέλιον· ἵνα μὴ ὑπόδειγμα τοῖς λαϊκοῖς προτιθέμενοι αἱρέσεως καὶ αἱρετικῆς συγκοινωνίας, τῆς ὑπὲρ αὐτῶν ἀπωλείας λόγον ὑφέξωσι»[251]), τι συστήνει όχι μόνο στους μοναχούς να πράττουν εν καιρώ αιρέσεως («Ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ, ἐν ᾧ ὁ Χριστὸς διώκεται διὰ τῆς εἰκόνος αὐτοῦ, οὐ μόνον εἰ βαθμῷ τις καὶ γνώσει προέχων ἐστὶν ὀφείλει διαγωνίζεσθαι, λαλῶν καὶ διδάσκων τὸν τῆς ὀρθοδοξίας λόγον, ἀλλὰ γὰρ καὶ εἰ μαθητοῦ τάξιν ἐπέχων εἴη, χρεωστεῖ παρρησιάζεσθαι τὴν ἀλήθειαν καὶ ἐλευθεροστομεῖν»[252]), αλλά και σε κάθε πιστό, μέχρι και τον πιο ελάχιστο («Ἐντολὴ γὰρ Κυρίου μὴ σιωπᾷν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως. Λάλει γάρ, φησί, καὶ μὴ σιώπα. Καί, ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται. Ὥστε ὅτε περὶ πίστεως ὁ λόγος, οὐκ ἔστιν εἰπεῖν. Ἐγὼ τίς εἰμι; Ἱερεύς; Ἀλλ᾿ οὐδαμοῦ. Ἄρχων; Καὶ οὐδ᾿ οὕτως. Στρατιώτης; Καὶ ποῦ; Γεωργός; Καὶ οὐδ᾿ αὐτὸ τοῦτο. Πένης, μόνον τὴν ἐφήμερον τροφὴν ποριζόμενος. Οὐδείς μοι λόγος καὶ φροντὶς περὶ τοῦ προκειμένου. Οὐά, οἱ λίθοι κράξουσι, καὶ σὺ σιωπηλὸς καὶ ἄφροντις; Ἡ ἀναίσθητος φύσις Θεοῦ ἐπακήκοε, καὶ αὐτὸς λαιλαπιστής; Ὅ μὴ ἐψύχωται, μηδὲ ἐν κριτηρίῳ λελογοθέτηται, δεδοικὸς οἱοναὶ τὸ πρόσταγμα φωνοβολεῖ· καὶ σὺ ὁ μέλλων εὐθύνεσθαι ὑπὸ Θεοῦ ἐν καιρῶ ἐτάσεως, καὶ περὶ ἀργοῦ ῥήματος, κἄν ἐπαίτης εἶ, διδόναι λόγον· λέγεις ἀλογῶν· Τίς μοι ἐν τοῦτο φροντίς; Ταῦτα, ὦ δέσποτα, φησὶν ὁ Παῦλος, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτὸν καὶ Ἀπολλὼ δι᾿ ὑμᾶς· ἵνα ἐν ἡμῖν μάθητε τὸ μὴ ὑπὲρ ὅ γέγραπται φρονεῖν. Ὥστε καὶ αὐτὸς ὁ πένης πάσης ἀπολογίας ἐστέρηται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, μὴ τανῦν λαλῶν ὡς κριθησόμενος καὶ διὰ τοῦτο μόνον»[253]), αλλά και ποιοι είναι οι αληθινοί σοφοί («πολλοὶ δοκησίσοφοι καὶ ἀρχιεροφανεῖς καὶ ἀγιόδοκοι ἐν τοῖς πάλαι ἑαλώκεσαν ἔλαμψαν δὲ ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ ὀλίγοι καὶ ἀληθινοί σοφοί, οἵτινές είσι φόβῳ Θεοῦ διαζώντες, ἐπείπερ ἀρχὴ σοφίας φοβεῖσθαι τὸν Κύριον, καὶ μὴ οἰηθέντες εἶναι πολλοῦ ἄξιοι ἐπειδὴ ἄνθρωπος εἰς πρόσωπον, Θεὸς δὲ εἰς καρδίαν ὁρᾷ»[254]).  
Σχετικά με το απόσπασμα του ΞΔ΄ Κανόνος της Πενθέκτης («Τὶ σεαυτὸν ποιεῖς ποιμένα, πρόβατον ὤν; τὶ γίνῃ κεφαλή, ποῦς τυγχάνων; τὶ στρατηγεῖν ἐπιχειρεῖς, τεταγμένοι ἐν στρατιώταις;»[255]) ενός Κανόνος που ορθά απαγορεύει στους λαϊκούς να διδάσκουν. Ο Κανόνας αυτός θέλει να προφυλάξει την Εκκλησία από την αναρχία και τις συγχύσεις που θα επέρχοντο στην περίπτωση που όλοι ήθελαν να γίνουν αυτόκλητοι διδάσκαλοι!  Απαραιτήτως λοιπόν για να διδάξει ένας λαϊκός πρέπει να έχει την άδεια του Επισκόπου, διότι όπως γράφει ο Βαλσαμών, στην ερμηνεία του εν λόγω Κανόνος, «τὸ διδάσκειν τὸν τοῦ Κυρίου λαὸν, καὶ ἑρμηνεύειν τὰ θεία δόγματα, μόνοις ἐδόθη παρὰ τῆς χάριτος τοῦ παναγἰου Πνεύματος τοῖς ἀρχιερεῦσι, καὶ τοῖς παρὰ τούτων ἐπιτρεπομένοις»[256]. Ο Σ. προφανώς και οι υπόλοιποι Οικουμενιστές[257] χρησιμοποιούν τον Κανόνα αυτόν ως όπλο για την φίμωση των Ορθοδόξων, αλλά τελικώς στρέφεται εναντίον τους. Διότι ποια άδεια από Ορθοδόξους Επισκόπους έχει η στρατιά αυτή των «θεολόγων» που προπαγανδίζει επί τόσες δεκαετίες, διά τύπου και διαδικτύου, τις οικουμενιστικές θεωρίες; Καμία! Αλλά το πράττουν εξαιτίας του πτυχίου που θεωρούν ότι τους καθιστά «Διδασκάλους» και «Θεολόγους»! Αντιθέτως, οι περισσότεροι εξ ημών κατόπιν ευλογίας Ορθοδόξου Επισκόπου (ή ελλείψει τούτου στην περιοχή, - διά την χαλεπότητα των καιρών - ευλογία Πνευματικού, ο οποίος έλαβε από Ορθόδοξο Επίσκοπο το «δεσμείν και λύειν», διά του οφφικίου της πνευματικής πατρότητας) εκφράζουμε τις ενστάσεις μας, στηλιτεύοντας ακόμη και εκείνους που άνευ ευλογίας και δι’ υπερβάλλοντος ζήλου, προσπαθούν να πολεμήσουν την μία αίρεση (τον Οικουμενισμό), πέφτοντας σε άλλες αιρέσεις και πλάνες (π.χ. ακραίο Ζηλωτισμό).
  Ας μην προσπαθεί λοιπόν ο σεβαστός Σ. να κατηγορήσει και να φιμώσει τους ενισταμένους Ορθοδόξους. Αντιθέτως, να κατηγορήσει εκείνους που έβαλαν την φωτιά στον οίκο του Θεού, και όχι εκείνους που αγωνίζονται να την σβήσουν!
viii.      Κλείνοντας την ανασκόπηση του τελευταίου κεφαλαίου στέκομαι με απορία στα εξής: «Ἐμμένουν (σ. μιλά για μας τους «φανατικούς») στὶς ἀποκλειστικὲς ἐκκλησιολογικὲς θεωρήσεις τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ ποὺ ἐμπνέουν φόβο καὶ τρόμο καὶ δημιουργοῦν ἐνοχές. Ἀδυνατοῦν νὰ συμμετάσχουν στὴν πασχάλεια ἀνεκλάλητη χαρὰ καὶ πνευματικὴ εὐφροσύνη τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴ πλήρη της βεβαιότητα, ὅτι «συν-ανέστησεν ὁ Χριστὸς παγγενῆ (!) τὸν Ἀδὰμ ἀναστὰς ἐκ τοῦ τάφου»». Τί θέλει να μας πει εδώ ο Σ. με τούτα τα γραφόμενά του, τα οποία, κατά την γνώμη μου, έχουν μια κάποια ωριγενιστική[258] χροιά; Ότι δεν υπάρχει Κόλαση και μάλιστα αιώνιος, για όσους αρνηθούν να δεχθούν ως Σωτήρα τους τον Χριστό και να εισέλθουν (με τους τρόπους που Εκείνος γνωρίζει) στην σωστική Κιβωτό, την Εκκλησία Του; Και τι θέλει να μας πει με το «συν-ανέστησεν ὁ Χριστὸς παγγενῆ τὸν Ἀδὰμ ἀναστὰς ἐκ τοῦ τάφου»! Ότι άπαντες θα σωθούν; Δεν διάβασε άραγε το του Δεσπότου Χριστού «ὅτι ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως»[259];
ΚΒ. Αυτές γενικώς ήταν οι σκέψεις που ήθελα να καταθέσω με την παρούσα Απάντηση. Συνοψίζοντας, πρέπει να επαναληφθεί πως αναγνωρίζοντας οι Οικουμενιστές, διά της Ψευδοσυνόδου της Κρήτης, την εκκλησιαστικότητα των αιρετικών ομάδων περιττεύει κάθε διακήρυξη ότι συναποτελούν μετ’ αυτών Υπερ-Εκκλησία, αφού ήδη αισθάνονται ότι αποτελούν μέλη Μίας Εκκλησίας προς το παρόν αοράτου, τα οποία, κατά την δική τους ομολογία, αγωνίζονται και για την ορατή ενότητα! Ιδού η Νέα Εκκλησία που ευαγγελίζονται και η οποία θα ιδρυθεί επισήμως με την διακήρυξη και της ορατής τους ενότητας. Μια Νέα Εκκλησία, με παπικό σύστημα διοίκησης (οι θεωρίες του Περγάμου Ιωάννου Ζηζιούλα ήδη θεμελίωσαν τον επισκοποκεντρισμό), προτεσταντικό τρόπο σκέψης (δεν αξιώνεται από κάθε «εκκλησία» να εγκαταλείψει τις δικές της εκκλησιολογικές και εν γένει θεολογικές της θεωρήσεις)[260] και ορθόδοξο τυπικό (υπό το σύνθημα «επιστροφή στην αρχαία Εκκλησία», εννοώντας την όχι ως επιστροφή στην  Ορθή Πίστη, αλλά στις τελετές και την πρακτική της αρχαίας Εκκλησίας[261])!
Μπροστά σε μια τέτοια εκκολαπτόμενη «Νέα Εκκλησία», οι πραγματικά Ορθόδοξοι δεν μπορούμε παρά να σταθούμε ενάντιοι και, έχοντας συναίσθηση της αιωνιότητος, να αδιαφορήσουμε εάν μας θεωρούν «σχισματικούς», «κυπριανικούς», «φωτειανούς», «παλαμιστές», «εκτός Εκκλησίας», «φανατικούς», «ζηλωτές» ή όπως αλλιώς θέλουν να μας αποκαλούν, και να μη παύσουμε να αγωνιούμε μόνο για ένα πράγμα: για το αν μας αναγνωρίσουν ως Ορθοδόξους και Φίλους, εκείνοι οι οποίοι έχουν ήδη κερδίσει την Βασιλεία των Ουρανών, ήτοι οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτό μας διδάσκει και ο Μέγας Αντώνιος, ένας ακόμη μοναχός που ύψωσε το ανάστημά του απέναντι σε μια επίσημη Εκκλησία, την οποία διοικούσαν οι τότε παντοδύναμοι Αρειανόφρονες: «Σπουδάσατε δὲ μᾶλλον καὶ ὑμεῖς ἀεὶ συνάπτειν ἑαυτοὺς, προηγουμένως μὲν τῷ Κυρίῳ, ἔπειτα δὲ τοῖς ἁγίοις ἵνα μετὰ θάνατον ὑμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σκηνὰς, ὡς φίλους καὶ γνωρίμους, δέξωνται καὶ αὐτοί»[262]. Την ίδια αγωνία ευχόμαστε να αποκτήσουν και οι ημέτεροι Οικουμενιστές και να βάλουν λογισμούς μετανοίας τους απευθύνουμε δε τα λόγια του Αγίου Μελετίου του Πηγά: «Ὅταν ἀναστῶμεν πάντες τῷ φοβερῷ βήματι παριστάμενοι, τίνας ἐπιγνώσονται οἰκείους οἱ Πατέρες, τοὺς τὴν πατρώαν πίστιν, τοὺς τὰς παραδόσεις τὰς πατρικάς ἀθετήσαντας, ἢ ἡμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους, τοὺς μηδὲν κατὰ μηδὲν παραλάττοντας; Οὐκ ἐκείνους, οἶμαι, ἀλλ᾿ ἡμᾶς»[263].


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ


[232] Αγίου Νεκταρίου, Μελέτη ιστορική περί των αιτιών του σχίσματος, τόμ. β΄, Αθήνα, 1912, σελ. 29.
[233] P.G. 120, 809.
[234] Επομένως το Ανάθεμα δεν έγινε για το filioque, όπως εσφαλμένως ισχυρίζεται ο Σ..
[235] Ήταν στο χέρι των Παπών να απορρίψουν τον αφοριστικό έγγραφο που κατέθεσε εκ μέρους της Ρώμης ο Ουμβέρτος και να μην υποπέσουν στο Ανάθεμα της Εκκλησίας, αλλά δεν το έπραξαν∙ αντιθέτως στερέωσαν τις αιρέσεις και τις καινοτομίες τους, καταδικάζοντας μάλιστα με πολλές Ψευδοσυνόδους, όσους δεν τις αποδέχονταν.
[236] Όποιος αμφιβάλει ας ανατρέξει, στο προαναφερθέν σύγγραμμα του Αγίου Νεκταρίου, αλλά και στα διαφωτιστικά κείμενα των Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου (Ιστορία της Εκκλησίας Αντιοχείας, Αλεξάνδρεια, 1951, σελ. 848-860), Βλασίου Φειδά (Εκκλησιαστική Ιστορία Β΄, Αθήνα, 1994, σελ. 164-175 και λ. Μιχαήλ Κηρουλάριος στο ΘΗΕ 8, 1195-1200) και Παναγιώτου Μπούμη (Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και η κανονικότης της άρσεως αυτών, Αθήνα, 1980).
[237] Ποιος εχέφρων Ορθόδοξος έχει αντίρρηση για τέτοιους Διαλόγους, οι οποίοι όντως αποτελούν Ορθόδοξη Μαρτυρία;
[238] Όχι βεβαίως όλων (όπως ψευδώς ευαγγελίζεται ο «ορθόδοξος» οικουμενισμός), διότι, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, υπάρχει και το αυτεξούσιο και αρκετοί από αυτούς θα παραμείνουν με πεισμονή στην πλάνη τους.
[239] Θεοδώρου Βαλλιάνου, Ιστορία της Ρωσσικής Εκκλησίας, Αθήνα, 1851, σελ.  147-148.
[240] «Κανὼν ὄγδοος. Ἀσάλευτον διαμένειν βουλόμεθα τὸ τοῖς πατρᾶσι διορισθὲν περὶ τοῦ ἁγίου καὶ σωτηρίου Πάσχα· ἔχει δὲ οὕτως: (σ. ημ. από εδώ και κάτω επαναλαμβάνεται ο Α΄ Κανόνας της εν Αντιοχεία Συνόδου) ἅπαντας τοὺς τολμῶντας παραλύειν τοὺς ὅρους τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς μεγάλης συνόδου, τῆς ἐν Νικαία συγκροτηθείσης ἐπὶ παρουσία τῆς εὐσεβείας τοῦ θεοφιλεστάτου Βασιλέως Κωνσταντίνου περὶ τῆς ἁγίας ἑορτῆς τοῦ σωτηριώδους Πάσχα, ἀκοινωνήτους καὶ ἀποβλήτους εἶναι τῆς Ἐκκλησίας, εἰ ἐπιμένοιεν φιλονεικότερον ἐνιστάμενοι πρὸς τὰ καλῶς δεδιδαγμένα· καὶ ταῦτα εἰρήσθω περὶ τῶν λαϊκῶν, εἰ δὲ τις τῶν προεστώτων τῆς Ἐκκλησίας ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, ἤ διάκονος, μετά τόν ὅρον τοῦτον τολμήσειεν ἐπὶ διαστροφῇ τῶν λαῶν καὶ ταραχῇ τῶν Ἐκκλησιῶν ἰδιάζειν καὶ μετὰ τῶν Ἰουδαίων ἐπιτελεῖν τὸ Πάσχα, τοῦτον ἡ ἁγία Σύνοδος, ἐντεῦθεν ἤδη ἀλλότριον ἔκρινε τῆς Ἐκκλησίας» (Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος Αγάπης, Ιάσιο, 1698, σελ. 547). Και μόνο η Ημερολογιακή Καινοτομία του 1582 λοιπόν, που έθιξε το Πάσχα, θα αρκούσε για να θέσει την Τοπική Εκκλησία της Ρώμης εκτός της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα, πως η Σύνοδος αυτή του 1593 επαναλαμβάνει το ανάθεμα (αλλοτρίωση εκ της Εκκλησίας) της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, υπενθυμίζοντας την ποινή καθαιρέσεως των παρανόμων κληρικών (βλ. Κανόνες Ζ΄ Αποστολικό και Α΄ της εν Αντιοχεία), που τολμούν να θίξουν τον Πασχάλιο κανόνα. Τώρα που στην εποχή μας τόλμησε η Τοπική Εκκλησία της Φινλανδίας να αλλάξει το Πασχάλιο (και ακολουθώντας το νέο ημερολόγιο και για το Πάσχα, να συνεορτάζει μετά των Παπικών - εκπληρώνοντας πρώτη αυτή το όνειρο και την από αιώνος επιδίωξη όλων των Οικουμενιστών) δεν είναι οι εν Φινλανδία καινοτομήσαντες ορθόδοξοι αναθεματιστέοι και καθαιρετέοι; Δεν θα είναι υπόδικοι ενώπιον μιάς πράγματι Αγίας Συνόδου, τόσο αυτή (η Εκκλησία της Φινλανδίας) όσο και οι κοινωνούντες με αυτήν, που συνευδοκούν ή σιωπούν ενόχως, αντί να κάνουν το παν για να απαλλάξουν τους αδελφούς Φινλανδούς από το ανάθεμα και την επικειμένη καθαίρεση και να επανέλθουν η κανονικότητα και η ομόνοια στην καθόλου Εκκλησία;
[241] Οι υπερασπιστές αυτής της κατηγορίας προβαίνουν σε αυτήν με σαφή στόχο να απαξιωθούν οι αποφάσεις της Ψευδοσυνόδου ως δήθεν μη έχουσες καμία επίπτωση στο εκκλησιαστικό σώμα. Έτσι με τον στρουθοκαμηλισμό αυτόν αρνούνται να λάβουν υπεύθυνη θέση, είτε αποδεχόμενοι τις αποφάσεις της, είτε απορρίπτοντάς τες και εν τη πράξει (διακόπτωντας την εκκλησιαστική κοινωνία με τους αποδεχόμενους αυτές), υιοθετώντας ουσιαστικά έναν στείρο «αντιοικουμενισμό»
[242] Ενδεικτικά, από την Β΄ Οικουμενική απουσίαζε ο Πάπας Ρώμης Δάμασος, αλλά και όλοι οι Δυτικοί επίσκοποι∙ στην Γ΄ Οικουμενική καταδικάστηκε ως αιρετικός και καθαιρέθηκε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος, όπως και ο Πατριάρχης Αντιοχείας Ιωάννης (φίλος του Νεστορίου) επειδή δεν προσήλθε στην Σύνοδο, ενώ απουσίαζαν και πάνω από πενήντα επίσκοποι∙ από την Ε΄ Οικουμενική απουσίαζε ο Πάπας Ρώμης Βιγίλιος (την αναγνώρισε αργότερα).
[243] Κείμενο που συντάχθηκε από κοινή Επιτροπή Ορθοδόξων (;) και Παπικών… Φανταστείτε δηλαδή πόσο ορθόδοξο θα ήταν ένα κείμενο αν το είχαν συντάξει από κοινού, υπέρμαχοι του Ομοουσίου (όπως ο Μέγας Αθανάσιος, ο Μέγας Βασίλειος, ο Άγιος Μελέτιος κ.α.) με τους αιρετικούς της εποχής τους (τον Ἀρειο, τον Απολλινάριο Λαοδικείας και τον Μακεδόνιο)!!!
[244] Mansi 40, 407. Είναι φοβερό πάντως το γεγονός πως η «Αγία και Μεγάλη» Ψευδοσύνοδος της Κρήτης έρχεται σε αντίθεση με τις τελευταίες Συνόδους, που είχαν την προσωνυμία «Αγία και Μεγάλη», ήτοι την του 1593 και την του 1848.
[245] Πρβλ. §Η.  Η αποκοπή των Πνευματομάχων από την Εκκλησία. και τυπικώς. έγινε με την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο.
[246] Αθήνα, 1983, σ.σ. 95.
[247] Μία μικρή εικόνα μπορεί να έχει κανείς σε ημέτερο πόνημα περί των πρώτων διωγμών, των ετών 1924-1928, εδώ: http://www.hsir.org/pdfs/2016/04/09/20160409eDiogmoi.pdf.
[248] Από την ερμηνεία του κανόνος υπό του Αγίου Νικοδήμου στο Πηδάλιον, ό.π., σελ. 158.
[249] Πρβλ. ΙΕ΄ Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
[250] Ο φιλαλήθης αναγνώστης ας διαβάσει την εξαιρετική, επί του θέματος, εργασία του μακαριστού πνευματικού μας διδασκάλου π. Θεοδωρήτου Μαύρου (θεολόγου), Μοναχισμός και αίρεσις, Αθήνα, 1977.
[251] P.G. 99, 1049.
[252] Αυτόθι, 1120.
[253] Αυτ., 1321.
[254] Theodori Studitae Epistulae, vol. 2,  ed. De GruyterBerlin, 1992, p. 277.
[255] Το απόσπασμα αυτό χρησιμοποίησε η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος από κείμενο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου (βλ. P.G. 36, 188).
[256] Γ. Α. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, τόμ. Β΄, Αθήνα, 1852, σελ. 455.
[258] Η συγγένεια μεταξύ Ωριγενισμού και Οικουμενισμού είναι τεράστια! Αν δεν υπάρχει αιώνια Κόλαση, όπως διδάσκει ο Ωριγένης, τότε άπαντες σώζονται, όπως διδάσκει ο Οικουμενισμός! Δεν είναι δε τυχαίο πως οι Οικουμενιστές εκφράζονται θετικώς για τις θέσεις αυτές του Ωριγένη. Ο μέγας Οικουμενιστής Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βασίλειος ο Γ΄ (Γεωργιάδης, πατρ. 1925-1929) είχε δηλώσει τα εξής αποκαλυπτικά για το θέμα: «Ἡ ἐπικοινωνία τῶν ἐκκλησιῶν εἶνε ἐπιβεβλημένη, ἡ ἕνωσις ἀπαραίτητος. Ἄλλώς τε καθ᾿ ἑκάστην τὸ λέγομεν: «καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως». Αἱ γνώμαι τῶν θεολόγων δὲν εἶνε ἐπιταγαί, ὅταν ἡ πίστις εἶνε κοινή. Βάσις εἶνε τὸ σύμβολον τῆς πίστεως, παράδειγμα ἡ ἀρχαία ἐκκλησία. Ἴσως σ᾿ αὐτὰ νὰ μὴ συμφωνῶ μὲ πολλούς. Κρίνω ὅμως φιλελεύθερα. Ὁ εὐσεβέστατος Ὠριγένης, εἰς τὸ ὕψος τῆς διανοίας του, διέγνωσε ὅτι δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ ὑφίσταται αἰωνία κόλασις. Αἱ ἐκκλησία λοιπὸν πρέπει καλλίτερον νὰ γνωρισθοῦν μεταξύ των, νὰ ἐπικοινωνήσουν καὶ ἀργότερον νὰ ἐπέλθει ἡ ἕνωσις διὰ νὰ πολεμηθεῖ ἡ ἀθρησκεία» (εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ της 29ης/8/1925).
[259] Ἰω. ε΄, 28-29.
[260] Ο Άγιος πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης (+1955) είχε ήδη από την εποχή του εντοπίσει και στηλιτεύσει την προτεσταντική αυτήν αρχή, που εισήγαγε το, προδρομικό της Ψευδοσυνόδου της Κρήτης, «Πανορθόδοξο» (Ψευδορθόδοξο) Συνέδριο του 1923. Δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από κείμενά του:  «Ὁ ἐκλιπὼν Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Φώτιος τῇ ἰδίᾳ πρωτοβουλίᾳ, ἢ καθ᾿ ὑπόδειξιν ἄλλων, ἄγνωστον, ἀπηύθυνε μίαν ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Μακαριώτατον ὡς Πρόεδρον τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος, δι᾿ ἧς είσηγεῖτο τὴν παραδοχὴν τῆς ἐν τῷ Συνεδρίῳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως τεθείσης Προτεσταντικῆς ἀρχῆς, καθ᾿ ἣν δικαιοῦται μία ἐπὶ μέρους Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, εἰς τὰ δευτερευούσης σημασίας Ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, ἐν οἷς καὶ τὸ τοῦ Πασχαλίου, νὰ προβαίνῃ εἰς ἀποφάσεις ἄνευ τῆς γνώμης καὶ τῆς συναινέσεως τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, χωρὶς αἱ τελευταῖαι αὗται νὰ διακόπτωσι τὴν πνευματικὴν καὶ Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν μετ᾿ αὐτῆς» (Αναίρεσις του «Ελέγχου» του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου, Κάιρο, 1937, σελ. 66). «Ἐπίσης ἐν τῷ Συνεδρίῳ τούτῳ καθιερώθῃ ἡ ἀντορθόδοξος ἀρχή, ὅπως μία ἢ καὶ πλείονες ἐπὶ μέρους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἔχωσι τὸ δικαίωμα νὰ προβαίνωσι μονομερῶς εἰς διαῤῥυθμίσεις Ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν ἀφορόντων τὴν Καθόλου Ὀρθοδοξίαν χωρὶς αἱ λοιπαὶ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι νὰ ἔχωσι τὸ δικαίωμα νὰ διακόπτωσι τὴν πνευματικὴν ἐπικοινωνίαν μετ’ αὐτῶν, ἐξ’ αἰτίας τῶν μεταῤῥυθμίσεων τούτων, ἃς διὰ λόγους Ἐκκλησιαστικοὺς καὶ Κανονικοὺς δὲν δύνανται αὗται νὰ ἐγκρίνωσι καὶ νὰ ἀποδεχθῶσι» (Επιστολή προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Νικόλαο τον Ε΄ [10 Απριλίου 1936] στο Υπομνήματα-Επιστολαί-Απολογίαι, Αθήνα, 1941, σελ. 30). 
[261] Αποκαλείται «λειτουργική ανανέωση», και περιλαμβάνει τη συμμετοχή όλου του λαού στη λατρεία, την μετάφραση των λειτουργικών κειμένων, την επαναφορά του θεσμού των διακονισσών, ως προστάδιο της «ιερωσύνης» των γυναικών, η οποία ήδη υφίσταται σε μερικές «εκκλησίες» κ.α..
[262] P.G. 26, 972.
[263] Eudoxiu Hurmuzaki, Documente privitóre la istoria românilor, vol. 13 , Bucuresti, 1909, p. 416.