A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

Η ΠΟΝΗΡΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΜΕΝΕΙΝ ΑΧΡΙ ΚΑΙΡΟΥ



Ήταν γύρω στα 1993, όταν στο βιβλιοπωλείο το ''Άγιον Όρος'', ο συμπαθέστατος και ευσεβής καθ' όλα κύριος Νίκος αντιμετώπιζε την μήνη και την απαξίωση ενός αγιορείτη Ιερομονάχου, που επέχαιρε διθυραμβικά για την δογματική ''ευστοχία'' του βιβλίου του π. Επιφανίου ''Τα Δύο Άκρα''. Ο κύριος Νίκος θυμόσοφος, ακραιφνής και ετοιμόλογος αναρωτιόταν σχηματικά με παιδική γλαφυρότητα και νηπιακό -σχεδόν- αυθορμητισμό, όταν ακολούθησε -περίπου- ο εξής διάλογος: ''... -- Λέτε ότι οι Οικουμενιστές είναι αιρετικοί, επειδή κοινωνούν με όλες τις ''χριστιανικές'' αιρέσεις. Τότε, εσείς, γιατι κοινωνείτε με τους Οικουμενιστές, αφού είναι αιρετικοί;  Υπάρχει οικονομία της Αγίας Εκκλησίας στην κοινωνία με την αίρεση; Και πότε τελειώνει αυτή η οικονομία; Το ''άχρι καιρού'' του π. Επιφανίου δεν έχει ημερομηνία λήξης; -- Όταν φθάσουμε στο κοινόν ποτήριον με τους Οικουμενιστές, τότε θα τους κόψουμε το μνημόσυνο... --Μα τότε -γέροντα- δεν θα υπάρχει Ορθόδοξος για δείγμα! Κοντεύουμε σχεδόν έναν αιώνα και οι χριστιανοί μας έχουν ήδη αλλοιωθεί πνευματικά και μια ένωση με τους παπικούς δεν θα τους πείραζε καθόλου! Δεν το καταλαβαίνετε, πως τότε θα' ναι αργά; Είναι σαν να έχει εμφανισθεί ο αντίχριστος και εσείς λειτουργείτε, προσεύχεσθε και κοινωνείτε μαζί του, αλλά -ταυτόχρονα- του λέτε: ''Αν μας πειράξετε την Εκκλησία, εμείς θα σας αποκηρύξουμε...!''. Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο του μακαριστού Ιερομονάχου π. Θεοδωρήτου Μαύρου ''Το Αντίδοτο'', που αποτελεί την Ορθόδοξη απάντηση στο βιβλίο  ''Τα Δύο Άκρα'', που εγκατέστησε στην καινοτόμο Εκκλησία την ψυχοκτόνο ιδεοληψία της κοινωνίας με την αίρεση... άχριν καιρού... Μέχρι τότε που, όπως έλεγε ο αγαπητός αδελφός: ''... Δεν θα υπάρχει Ορθόδοξος για δείγμα...''. Εύχεσθε! Γ. Δ.



Ερωτήσωμεν όμως τον π. Επιφάνιον: Που είδε καν κίνησιν προετοιμασίας έστω, πολέμου, ίνα μη είπω καν αντιστάσεως, και αν μας πληροφορήσει δια τα ανωτέρω θετικώς, θα ηρεμήσωμεν πλήρως! Επίσης, το ''άχρι καιρού'', το οποίον ''κνήθει'' πολλάς ακοάς υπευθύνων και αξιωματικών, πότε θα τελειώσει, δηλαδή θα παραχωρήσει την θέσιν του εις την αντίδρασιν; Και το έτι σπουδαιότερον: Πότε ηρύσθη την πληροφορίαν, ότι εις δογματικά θέματα έχομεν χρονικά όρια αναμονής, και ότι δεν αρχίζομεν αμέσως με την αντίδρασιν, διακόπτομεν δε με την καθαίρεσιν και απομάκρυνσιν των αιρετικών; Εν πρώτοις, η ''οικονομία'' έχει όρια και μέτρα (ομιλώ περί της απλής οικονομίας και δεν είναι παντοτινή και αόριστος) Άγιος Νικόδημος. Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος  βοά: ''Ικανώς ωκονομήσαμεν, μήτε το αλλότριον προσλαμβάνοντες και το ημέτερον φθείροντες, ο κακών όντως εστίν οικονόμων (Εγκώμια εις Μ. Αθανάσιον).



Όταν η οικονομία δεν προσβάλλει τα της πίστεως δόγματα είναι δυνατόν να γίνει δι' ορισμένον χρόνον και πάλιν να επανέρχεται η ακρίβεια. Όταν όμως η οικονομία αναφέρεται εις τα της πίστεως θέματα, ω τότε, ο μέγας της Ορθοδοξίας Πρόμαχος, ο της Εφέσσου Πρόεδρος, ιδού τι βροντοφωνεί: ''Ου συγχωρεί συγκατάβασις εις τα της Ορθοδόξου πίστεως'', ο δε Άγιος Δάμασος, περί της παρανόμου οικονομίας αποφαίνεται ούτως: ''Εις τις των δοκούντων, τοις Θεοφόροις Πατράσοι σαλεύοι τι, ουκ έτι τούτο οικονομία κλητέον, αλλά παράβασιν και προδοσίαν δόγματος και περί το Θείον ασέβειαν''. Παραθέτω τη τιμία οσιότητί σου, τι έγραφον το 1718 οι Ορθόδοξοι Πατριάρχαι της Ανατολής περί τούτων: ''Εάν γαρ τοις θείοις δόγμασιν ουδαμού χώραν έχει ποτέ η οικονομία ή συγκατάβασις. ταύτα γαρ απαρασάλευτά εστί, και υπό πάντων Ορθοδόξων ως απαράβατα εν πάσει ευλαβεία διαφυλλάττονται. και ως μικρόν τι τούτων παραβαίνων, ως σχισματικός κατακρίνεται και αναθεματίζεται και ακοινώνητος πάρα πάσι λογίζεται'': Ιδού και η Συνοδική πράξις του 1828 τι λέγει: ''Επί των δογματικών και όσα οι ιεροί Κανόνες διακελεύονται περί εκείνων, ούτε φρονήσαί τι εναντίον όλως ημίν δυνατόν, ούτε προσθήκην ή αφαίρεσιν μέχρι και της κεραίας αυτής διαπράξαι θεμιτόν''. Όπως βλέπεις λοιπόν π. Νέστωρ, η Εκκλησία μας ουδέποτε επέτρεψεν οικονομίαν εις την περιοχήν του δόγματος και της ευσεβείας. Βεβαίως με αυτά που σου αναφέρω δεν θέλω άπαντας τους Ελλαδικούς Ιεράρχας να θεωρήσεις της ''αυτής μοίρας'', αλλ' επειδή ο π. Επιφάνιος έλαβε θέσιν συνηγόρου και ομίλησεν περί ''βράχων Ορθοδοξίας'' και ότι μόνον ''6 - 7 τυγχάνουν οι φιλαθηναγορικοί'' επίσκοποι, σου έγραψα τα αντωτέρω. Αλλά δυστηχώς αδελφέ μου, οι ποικίλοι αιρετικοί της σήμερον ''εξωτερικοί'' και ''εσωτερικοί'', οι και χειρότεροι, οι οποίοι ''ως κύματα θαλάσσης επαφρίζοντα τας εαυτών αισχύνας'' (Ιούδα 17) επιπίπτουν κατά του ποιμνίου, ουδένα ''βράχον'' συναντούν εις την καταστρεπτικήν πορείαν των, δια να συντριβούν και επιστρέψουν κατησχυμμένοι εις τας αβυσσαλέας πηγάς των! Δια τούτο παραπονούμεθα, δια τούτο θρηνούμεν. Ουδόλως επιθυμούμεν να ερχόμεθα εις θέσιν ελεγκτού, πλην όμως ουδέποτε θα ανεχθώμεν να προδοθούν τα αγιώτατα! Και αν δεν παρατηρούνται ''βράχοι'', διότι όντως δεινή η εποχή μας και μεστή μετριότητος, ας πάψουν να μας σκανδαλίζουν με Καταστάσεις και Διατάγματα, Υπομνήματα και Νόμους περί Αποστολικής Διακονίας, Οφφικίων και Μετοχικών Ταμείων, την στιγμήν που ο εχθρός έχει σαρρώσει κάθε γραμμή του μετώπου! Δια τούτο αδελφέ μου π. Νέστωρ σκανδαλιζόμεθα υπό υφηγητάς και συνηγόρους της πονηράς ''οικονομίας'' και δια μερικά έτερα τα οποία θα σου είπω κατωτέρω, ερμηνεύων τον περιώνυμον ΙΕ' κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου.


ΠΕΡΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ



Τα επιχειρήματα της σελίδος (60) περί εφαρμοσμένης ''Οικονομίας'' από το 867 - 1054, είναι τελείως ανεδαφικόν και στερείται παντάπασι κύρους και σοβαρότητος. Διότι θα πρέπει να γνωρίζει η Οσιότης σου, ότι δια της συνόδου του 879 το σχίσμα ήρθη, κατά την σύμφωνον γνώμην Ανατολικών και Δυτικών. Ιδού σύγχρονος ερμηνευτής, πως συνοψίζει τα πορίσματα: ''Η Σύνοδος του 879, χάρις εις τον Μ. Φώτιον, κατέληξεν εις την επανένωσιν των Εκκλησιών, απορρίψασα τας περί πρωτείου αξιώσεως του Νικολάου Α', αποδοκιμάσασα την προσθήκην του FILIOQUE και αναγνωρίζασα τον Φώτιον κανονικόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως. Ο Πάπας Ιωάννης ο Η' επεδοκίμασε τα γεγονότα εις την Σύνοδον, απέκρουσε το FILIOQUE, δυσαρεστηθείς όμως, διότι δεν επεδόθη η Εκκλησία της Βουλγαρίας εις την Ρώμην''. Κατόπιν τούτων, σε ερωτώ αγαπητέ π. Νέστωρ, τι έπρεπε ο Μ. Φώτιος, να μη απαντήσει εις την πλήρην φιλοφροσύνης επιστολήν του Πάπα Ιωάννου του Η'; Σημείωσε, ότι μέχρι του 1054, αι ίδιες σχέσεις διετηρήθησαν με μερικάς εναλλαγάς, μέχρι της στιγμής όπου απεκόπη η Ρώμη του δένδρου της Μιας, Αγίας Εκκλησίας, ιταμώς και εκουσίως. Το χρυσόχαρτον, ότι ''η Εκκλησία - οικονομία χρωμένη - ηνείχετο (μέχρι του 1054) και τον Πάπαν και τας κακοδοξίας αυτού'', ενώ εκφράζει γεγονότα, δεν ερμηνεύει όμως ταύτα, αλλά διαστρέφει: Ή αγνοεί ο π. Επιφάνιος ότι: α) ''η προσθήκη εις το Σύμβολον της Πίστεως, ναι μεν αναφέρετο ως διδασκαλία αόριστος των Παπών, αλλά δεν είχεν οριστικοποιηθεί, ου μην αλλά και ενηλλάσσετο με το ακαινοτόμητον; Ότι αξίωσις πρωτείου επεδιώκετο μεν, αλλ' ουδέποτε επεβλήθη; Ότι το αλάθητον δεν υπήρχε; Ότι τόσαι λειτουργικαί καινοτομίαι δεν υφίσταντο, αλλά εισήχθησαν μετά το Σχίσμα; Ότι παραφθοραί εν τοις Μυστηρίοις, ως εγένετο αργότερον δεν υπήρχον; Ότι εκλείψαντος του λόγου Οικονομίας και εφαρμοσθέντων των Ι. Κανόνων, η Εκκλησία έκτοτε δεν ήτο δυνατόν να επανέλθει εις την περίοδο της οικονομίας, πολλώ μάλλον ότε η Ρώμη εστερεώθη εις τας αιρετικάς δοξασίας, πράγμα βεβαιωθέν από τας πολλάς αποτυχούσας αποπείρας προς ένωσιν, όσον και από τας αποφάσεις μεγάλων Συνόδων; Που λοιπόν το κοινόν της Οικονομίας της περιόδου 867 - 1054 και της σήμερον;


Ο ΜΕΓΑΣ ΦΩΤΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΠΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Η'



Τα αναφερόμενα εγκώμια του Αγίου Φωτίου προς τον Πάπαν Ιωάννην Η' εν έτει 885 έχουν την θέσιν τους την δικαίαν, διότι ο Πάπας ούτος ήδη από το 879 εις επιστολήν του προς τον αυτοκράτορα, απεδέχθη τον Φώτιον ως κανονικόν Πατριάρχην και τας συνόδους της Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης, που τον έχουν αναθεματίσει εκήρυττεν αδίκους και ακύρους! Μεταξύ άλλων έγραφε: ''Αποδέξασθε Φώτιον τον θαυμασιότατον και ευλαβέστατον Αρχιερέα του Θεού και Πατριάρχην, αδελφόν ημών και συλλειτουργόν... Αναμανθάνομεν γαρ σχεδόν πάρα πάντων των προς ημάς εκ των αυτόθι φοιτώντων τον άνδρα πάσι προτερήμασι τοις κατά Θεόν κομάν, τούτο μεν σοφία και συνέσει τη περί τα Θεία και τα ανθρώπινα πάντων διαφέροντα, τούτο δε, περί την άλλην πρακτικήν αρετήν και επιμέλειαν των θείων ενταλμάτων ανεπαίσχυντον εργάτην διαβοώμενον...''. Όπως βλέπεις π. Νέστωρ, τα ανωτέρω πείθουν πάντα καλόπιστον, ότι είχε αλλάξει η τακτική των Παπών και ως επισφράγισμα ήλθε η Σύνοδος του 879 εν Κωνσταντινουπόλει να επικυρώσει τας εκατέρωθεν προσπαθείας αγάπης και ομονοίας. Ιδού, τι ανεφώνησαν οι αντιπρόσωποι του Πάπα εν αυτή: ''Εις τις αυτόν (Φώτιον) ουκ έχει Πατριάρχην άγιον και την μετ' αυτού κοινωνίαν ου ασπάζεται, έστω η μερίς αυτού μετά του Ιούδα και μη συγκαταλέγεται όλως μετά Χριστιανών''. Σε ερωτώ τώρα π. Νέστωρ, έπρεπε μετά από τοιαύτην Συνοδικήν αναγνώρισιν να έχει εχθρόν εισέτι τον Πάπαν; Και τι το υπερβάλλον, εάν έγραψε μετά από τόσα εγκώμια του Πάπα, την φράσιν, ''Ούτος τοίνυν ο Ιωάννης, ο τον νουν ανδρείος, ανδρείος δε την ευσέβειαν...''; Οποία όντως διαστροφή της Ιστορίας, όταν το πάθος υφηγείται και η καρδία αδυνατεί να αντισταθεί... Προχωρών ο πανοσιολογιώτατος εισέρχεται εις το θέμα της Εκκλησίας και εμφανίζεται να πιστεύει, ότι Εκκλησία είναι μόνον οι Επίσκοποι!... Θα γνωρίζει ασφαλώς η Οσιότης σου άπειρα γεγονότα εις την Ιστορία της Εκκλησίας μας, όπου ολίγαι ψυχαί, κάποτε δε μία ή δύο, αντέστησαν εις ολόκληρον Σύνοδον, πλην ψεύδους και πλάνης γεννήτριαν... Δεν θέλω να αναφερθώ λεπτομερώς εις την διαγωγήν του π. Επιφανίου προ ολίγων ετών, εις το θέμα του μεταθετού, όστις κατήντησεν Υπέρ - Εκκλησία ο ίδιος και Υπέρ - Σύνοδος και μάλιστα εις θέμα κανονικής φύσεως. Οίδε η τιμιότης σου τας λεπτομερείας, διότι και προφορικώς τα είχομεν συζητήσει. Σου αναφέρω μόνον και πάλιν, ως βασικόν και θεμελιώδες, ότι δηλαδή σχεδόν τα πάντα εν τη Εκκλησία κρίνονται υπό της Συνειδήσεως του Λαού, όστις αποτελεί τον φύλακα και Φρουρόν της Ορθοδοξίας. Αλλά επί τούτου κατωτέρω περισσότερα.


ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ



Τα ανακολουθούντα τρία παραδείγματα του π. Επιφανίου εις τας σελίδας (60/1), ως θα επρόσεξες, ευρίσκονται εκτός θέσεως και θέματος, διότι αναφέρονται εις παραβάσεις ή οικονομίας διοικητικής φύσεως, όπου επιτρέπεται η οικονομία. Κατά συνέπειαν εζάλισεν αδίκως (πλην ουχί ασκόπως) τον π. Νικόδημον, διότι οι Κανόνες αποφαίνονται ότι εις τα δογματικής φύσεως θέματα μόνον δεν επιτρέπεται οικονομία. Δηλαδή αφήκεν την ουσίαν και εστράφη εις επουσιώδεις διαφοράς και εξετάσεις, ενώ το θέμα είναι ηλίου φαεινότερον, δηλαδή εάν εις κηρυττομένην αίρεσιν επιτρέπεται οικονομία. Αφήνω την μετάθεσιν που ενήργησε του θέματος εις την περιοχήν των Ελλαδικών επισκόπων και λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών, ενώ έπρεπε να το εξετάσει κατ' ευθείαν ως υπόθεσιν αγιορειτικής Συνοδείας ενώπιον του αιρετικού επισκόπου της! Θα ήτο δυνατόν να αναιρεθούν λέξις προς λέξιν τα επιχειρήματα του π. Επιφανίου, αλλά γνωρίζω ότι η οσιότης σου σέβεται τον χρόνον και την σαφήνειαν της απλότητος, κατά το Κυριακόν: ''έστω υμών το ναι ναι και το ου ου, το δε πλείον εκ του πονηρού''. Δια τούτο και δεν επεκτείνομαι προς το παρόν περισσότερον. Γνωρίζων λοιπόν αδελφέ κατά τα ανωτέρω, ότι ο Λαός αποτελεί φρουρόν της Ορθοδοξίας, σε ερωτώ, ο φρουρός όταν ίδει τον αξιωματικόν του να βλέπει τον εχθρόν και να αδιαφορεί, ου μην αλλά και να κρύπτει τα όπλα, τι λέγεις, θα τον αφήσει να εισέλθει εις το έδαφος και φυλάκιόν του; Ασφαλώς ουδέποτε! Θα αντισταθεί και εν ανάγκη και του αξιωματικού του θα δέσει χείρας και πόδας, αρκεί να διασωθεί η χωρική ακεραιότης της φυλαττομένης Πατρίδος! Παρομοίως ενεργούμεν και δια την διαφύλαξιν της εν τη Εκκλησία δογματικής ή κανονικής αληθείας. Μοναχοί πολλάκις, ίνα μη είπω μυριάκις, απλοί πρεσβύτεροι και διάκονοι, αλλά και ο ''απλούς λαός του Θεού'', ενώ οι Επίσκοποι είχον τελείως προδόσει ή υποχωρήσει ενώπιον της αιρέσεως και της βίας, αντέστησαν ηρωικώς και έθλασαν κεφαλάς ορατών και αοράτων εχθρών και η ιστορία τους εδικαίωσε και ο Χριστός τους εστεφάνωσε, ως τρανότατα τούτο φαίνεται εις τους ομολογητάς του Αγιολογίου μας αθλήσαντας, οι πλείστοι προ Συνοδικής διαγνώμης ή μετά τας αποφάσεις Ληστρικών συνόδων. Αλλά περί τούτων περισσότερα εις την ερμηνείαν του ΙΕ' της Πρωτοδευτέρας (ΑΒ) Συνόδου.


ΤΟ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΝ



Και τώρα ας εισέλθομεν εις το δεύτερον εξεταζόμενον υπό του π. Επιφανίου θέμα, το Παλαιοημερολογιτικόν. Χωρίς ν' αναφερθεί καν εις τα αίτια που το εγέννησαν, το μεγαλειώδες του αγωνιστικού φρονήματος της ευγενούς ταύτης μερίδος του Ελληνικού λαού, την αντίθεσιν απασών των αυτοκεφάλων Εκκλησιών εις την καινοτομίαν, άρχεται ωσεί εισαγγελεύς ζητεί την κεφαλή ''των αθλησάντων'' επί πίνακι! Ουδόλως ψέγομεν την τακτικήν του ταύτην. Οίδαμεν τον άνδρα και τον δικαιολογούμεν πλήρως! Δυστηχώς κινείται εις περιοχάς συναισθήματος, ποιήσεως και μυστικών διαθέσεων, διο και δεν συνεκινήθη από τους αγώνας των... Πριν όμως ακούσωμεν τα ''εισαγγελικά'' ρήματα, ερωτώμεν και ημείς τον επικριτήν του ελληνικού λαού: 1) Ποία Σύνοδος καθιέρωσεν την ημερολογιακήν μεταρρύθμισιν; 2) Ποία Σύνοδος κατεδίκασε τους εναντιωθέντας προς την ημερολογιακήν μεταρρύθμισιν επί παλαιοημερολογιτισμώ; 3) Κατά συνέπειαν, εφ' όσον η ανά την Οικουμένην Ορθόδοξος Εκκλησία δεν συνήλθεν εν Συνόδω δια να καθιερώσει ημερολογιακήν μεταρρύθμισιν, ποίος εκ των δυο βρίσκεται εν αρμονία με την έννοιαν της Εκκλησίας, οι αποδεχθέντες την μεταρρύθμισιν ή οι αρνηθέντες αυτήν; Επιτίθεται λοιπόν ο π. Επιφάνιος εναντίον των δύο αρχιερέων, οίτινες παρέστησαν του αγώνος των Γ. Ο. Χ., Χρυσοστόμου και Γερμανού. Αποφαίνεται ότι ήσαν σχισματικοί, ου μην αλλά και καθηρημένοι. Και ερωτά: Ποία Σύνοδος αποκατέστησεν αυτούς και απήλλαξε της καθαιρέσεως; Ορθόδοξος Σύνοδος δια να τους αποκαταστήσει στην ομολογία και Ορθοδοξία ντε φάκτο δεν υπήρχεν! Εξάλλου το έλλαττον ευλογείται υπό του κρείττονος και ουχί αντιστρόφως! Αυτοί ήδη δια της επιστροφής εις το παλαιόν, αυτομάτως μετέστησαν εις την περιοχήν του κρείττονος και της ομολογίας! Ούτε επίσης ήσαν σχισματικοί ή καθηρημένοι, αφού η αντίδρασίς των ήτο Κανονική και επιβεβλημένη. Δεν είχον δια της ''καθαιρέσεως'' στερηθεί της χάριτος της Ιερωσύνης, ούτε διότι παρέμειναν στην καινοτομίαν από το 1924 - 35, απλώς ήσαν υπόδικοι ενώπιον της μελλούσης να κρίνει το θέμα, Πανορθοδόξου Συνόδου. Ούτε επίσης οι δικαστές των είχον στερηθεί της χάριτος ή της Ιερωσύνης των! Ήσαν όμως δυνάμει σχισματικοί δια την καινοτομίαν και σήμερον δυνάμει αιρετικοί δια τας συμπροσευχάς με τους αιρετικούς και τας αιρετικάς των υπέρ αυτών ομολογίας! Αυτή και μόνη είναι η εν προκειμένω αλήθεια. Το ότι αι τοπικαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι κοινωνούν προς την καινοτομήσασαν Ελλαδικήν Εκκλησίαν, αυτό ποσώς δεν μειώνει την αντικανονικήν πράξιν της δευτέρας. Μήπως και σήμερα, μετά από τόσες αντικανονικότητες και προδοσίες του Φαναρίου δεν συνεχίζουν να κοινωνούν άπασαι αι ανωτέρω Εκκλησίαι μετ' αυτού;! Τι σημαίνει αυτό, ότι πάει καλά ο Οικουμενικός θρόνος; Ασφαλώς μυριάκις όχι! Απλώς αποτελεί εναργή εικόνα της πτώσεως των σύγχρονων ποιμένων, οι οποίοι εν συγκρίσει προς τους παλαιούς αποτελούν παρωδίαν ποιμένων, καίτοι αι Σλαυικαί Εκκλησίαι θα ηδύναντο να επικαλεσθούν προς δικαιολογίαν των τον κομμουνιστικόν ζυγόν, που δεν τις αφήνει να εκφρασθούν ελευθέρως.



Η παραμονήν των όμως εις το παλαιόν ημερολόγιον, τι άλλο φανερώνει, παρά ότι αι θυγατέρες σωφρονούν εν αντιθέσει προς την απεμπολούσαν τας ιεράς Παραδόσεις, Μητέρα των; Όταν δε οι Γ.Ο.Χ. επεκαλούντο Πανορθόδοξον Σύνοδον προς εκδίκασιν του ημερολογιακού ζητήματος, εννοούσαν ακριβώς τις Σλαυικές Εκκλησίες και λοιπά Πατριαρχεία, διότι τότε (1924 - 40), υπήρχε πολλή η δυνατότης διευθετήσεώς του. Δεν εξετάζω την θέσιν των ανωτέρω Εκκλησιών μετά τα σύγχρονα γεγονότα, αλλά υπό το πρίσμα της εποχής που ελέχθησαν τα ανωτέρω, ότε δηλαδή υπήρχε μόνον η ημερολογιακή καινοτομία. Το θέμα της κοινωνίας προς την καινοτομήσασαν Εκκλησίαν ουδόλως σημαίνει, ότι κατεδικάζουν την στάσιν των Γ.Ο.Χ. Ελλάδος. Η στάσις των αύτη υφηγείται από λόγους ουχί εκκλησιαστικούς, αλλά ''διπλωματικής αβροφροσύνης'', διο και ψέγομεν την τοιαύτην πολιτικήν! Απόδειξις, ότι μέχρι σήμερον συχνάκις δηλώνουν, ότι το παλαιόν είναι το ορθόν και κακώς εγένετο η αλλαγή! Συνεχίζεται...  



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.  Απόσπασμα εκ του βιβλίου του μακαριστού Ιερομονάχου π. Θεοδωρήτου Μαύρου ''ΤΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟΝ'', σελίδες 19 - 28, Αθήνα 1990.


Μακαριστός Ιερομόναχος π. Θεοδώρητος Μαύρος


Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ (Ἀββᾶς Δωρόθεος)





Ὅταν ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο, ἔβαλε μέσα του ἕνα θεῖο σπέρμα, σάν ἕνα εἶδος λογισμοῦ πιό θερμοῦ καί φωτεινοῦ, νά ἔχει τή θέση τῆς σπίθας, γιά νά φωτίζει τό νοῦ καί νά τοῦ δείχνει νά ξεχωρίζει τό καλό ἀπό τό κακό1. Αὐτό ὀνομάζεται συνείδηση, καί εἶναι ὁ φυσικός νόμος (Ἰωαν. Χρυσ. P. G.49, 131-133). Αὐτός εἶναι τά πηγάδια πού ἄνοιγε ὁ Ἰακώβ, ὅπως ἀκριβῶς εἶπαν οἱ Πατέρες, καί τά παράχωναν οἱ Φιλισταῖοι (Γεν. 26, 15). Μ’ αὐτό τό νόμο, δηλαδή μέ τή συνείδηση, συμμορφώθηκαν οἱ Πατέρες καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι πού ἔζησαν πρίν ἀπό τό γραπτό νόμο καί εὐαρέστησαν στόν Θεό. Ἐπειδή ὅμως αὐτή παραχώθηκε καί καταπατήθηκε ἀπό τούς ἀνθρώπους μέ τήν προοδευτική ἐξάπλωση τῆς ἁμαρτίας, χρειαστήκαμε τό γραπτό νόμο, χρειαστήκαμε τούς ἁγίους Προφῆτες, χρειαστήκαμε τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Ἴδιου τοῦ Δεσπότη μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά νά τήν ξαναφέρει στό φῶς καί νά τήν ἀναστήσει, γιά νά ξαναδώσει ζωή, μέ τήν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, σ’ ἐκείνη τήν σπίθα πού ἦταν παραχωμένη.

 Τώρα λοιπόν, εἶναι στό χέρι μας ἤ νά τήν παραχώσουμε πάλι ἤ νά τήν ἀφήσουμε νά λάμπει καί νά μᾶς φωτίζει, ἄν συμμορφωνόμαστε μέ τίς ὑποδείξεις της. Γιατί ὅταν ἡ συνείδησή μας μᾶς ὑπαγορεύει νά κάνουμε αὐτό καί ἀδιαφοροῦμε, καί πάλι μᾶς λέει νά κάνουμε ἐκεῖνο καί δέν τό κάνουμε, ἀλλά σταθερά καί ἀδιάκοπα τήν καταπατοῦμε, ἔτσι τή θάβουμε καί δέν μπορεῖ πιά νά φωνάξει δυνατά μέσα μας, ἀπό τό βάρος πού τή σκεπάζει. Ὅπως ἀκριβῶς τό λυχνάρι πού δίνει θαμπό φῶς, ἔτσι καί αὐτή ἀρχίζει νά μᾶς δείχνει ὅλο πιό θολά, ὅλο πιό σκοτεινά τά πράγματα, ὅπως συμβαίνει καί μέ τό θολωμένο ἀπό τά πολλά χώματα νερό, πού δέν μπορεῖ νά δεῖ κανείς μέσα τό πρόσωπό του. Ἔτσι σιγά – σιγά καταντᾶμε νά μήν αἰσθανόμαστε ἐκεῖνα πού μᾶς ὑπαγορεύει ἡ συνείδησή μας καί νά φτάνουμε στό σημεῖο νά νομίζουμε ὅτι δέν τήν ἔχουμε καθόλου. Ὅμως δέν ὑπάρχει κανένας πού νά μήν τήν ἔχει. Γιατί αὐτό εἶναι κάτι θεϊκό, ὅπως ἤδη εἴπαμε, καί δέν χάνεται ποτέ, ἀλλά πάντα μᾶς θυμίζει ἐκεῖνο πού ὀφείλουμε νά κάνουμε. Ἐμεῖς ὅμως δέν τήν αἰσθανόμαστε γιατί, ὅπως εἶπα, τήν καταφρονοῦμε καί τήν καταπατοῦμε.

41.—. Γι’ αὐτό ὁ Πρόφήτης θρηνεῖ τόν Ἐφραίμ καί λέει: «Καταδυνάστευσε ὁ Ἐφραίμ τόν ἀντίπαλό του καί κατέπνιξε τή φωνή του» (Ὡσ. 5, 11). Ἀντίπαλο ὀνομάζει τή συνείδηση. Γι’ αὐτό καί στό Εὐαγγέλιο λέει: «Νά ἔχεις καλές σχέσεις μέ τόν ἀντίπαλό σου, ὅσο περπατᾶτε ἀκόμη μαζί στό δρόμο, μήπως κάποτε σέ παραδώσει στόν κριτή, καί ὁ κριτής στούς ὑπηρέτες καί σέ βάλουν στή φυλακή. Ἀληθινά, σοῦ λέω, δέν θά βγεῖς ἀπό ἐκεῖ μέχρις ὅτου ξεπληρώσεις καί τήν τελευταία δεκάρα τοῦ χρέους σου» (Ματθ. 5, 25-26)2. Γιατί ὅμως ὀνομάζει τή συνείδηση ἀντίπαλο; Ἀντίπαλος λέγεται, ἐπειδή ἐναντιώνεται πάντοτε στό θέλημά μας τό κακό, καί μᾶς ἐλέγχει γι’ αὐτά πού πρέπει νά κάνουμε καί δέν τά κάνουμε καί μᾶς κατηγορεῖ γι’ αὐτά πού κάνουμε ἐνῶ δέν πρέπει νά τά κάνουμε. Γι’ αὐτό τήν ὀνομάζει ἀντίπαλο καί μᾶς παραγγέλει λέγοντας: «Νά ἔχεις καλές σχέσεις μέ τόν ἀντίπαλό σου, ὅσο περπατᾶτε ἀκόμα μαζί στό δρόμο. Ὁ δρόμος εἶναι, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος, αὐτός ὁ κόσμος.

42.—.  Ἄς φροντίσουμε λοιπόν, ἀδελφοί μου, νά φυλᾶμε τή συνείδησή μας, ὅσο ἀκόμα βρισκόμαστε σ’ αὐτόν τόν κόσμο, χωρίς νά τήν προκαλοῦμε νά μᾶς ἐλέγξει γιά κάποιο πράγμα, χωρίς νά τήν καταπατοῦμε σέ τίποτα ἀπολύτως οὔτε καί στό ἐλάχιστο. Γιατί ξέρετε καλά ὅτι ἀπό τά μικρά αὐτά καί ἀσήμαντα, ὅπως λένε, φτάνουμε νά καταφρονοῦμε καί τά μεγάλα. Γιατί ὅταν ἀρχίσει κανείς νά λέει: «Τί σημασία ἔχει, ἄν πῶ αὐτό τό λόγο. Τί σημασία ἔχει ἄν φάω λιγάκι; Τί σημασία ἔχει ἄν δώσω προσοχή σ’ αὐτό τό πράγμα»; Ἀπό τό «τί σημασία ἔχει αὐτό καί τί σημασία ἔχει ἐκεῖνο», ἀποκτάει κανείς κακή καί διεστραμμένη διάθεση3 καί ἀρχίζει νά καταφρονεῖ καί τά μεγάλα καί βαρύτερα, καί νά καταπατεῖ τήν ἴδια τή συνείδησή του.

Γι’ αὐτό, προσέξτε, ἀδελφοί μου, νά μήν ἀμελήσουμε τά μικρά, προσέξτε νά μήν καταφρονήσουμε αὐτά σάν ἀσήμαντα. Δέν εἶναι μικρά, γιατί ἀπ’ αὐτά τρέφεται ἡ ψυχή, ἀπ’ αὐτά δημιουργεῖται κακή συνήθεια. Ἄς ἀγρυπνήσουμε, ἄς φροντίσουμε τά ἐλαφρά, ὅσο εἶναι ἀκόμη ἐλαφρά, γιά μή γίνουν βαριά. Καί ἡ πρόοδός μας στήν ἀρετή καί ἡ ἁμαρτία, ξεκινᾶνε ἀπό τά μικρά καί κατραλήγουν σέ μεγάλα, εἴτε καλά εἴτε κακά4. Γι’ αὐτό μᾶς προτρέπει ὁ Κύριος νά φυλᾶμε τή συνείδησή μας, σάν νά θέλει νά κάνει κάποιον ἰδιαίτερα προσεκτικό καί τοῦ λέει: «Πρόσεξε τί κάνεις, ταλαίπωρε, ξύπνα, δημιούργησε καλές σχέσεις μέ τόν ἀντίπαλό σου, ὅσο ἀκόμη βρίσκεσαι στό δρόμο μαζί του». Καί προσθέτει τό φόβο καί τόν κίνδυνο πού ἔχει ἡ ὑπόθεση λέγοντας: «Μήπως κάποτε σέ παραδώσει στόν κριτή καί ὁ κριτής στούς ὑπηρέτες καί σέ βάλουν στή φυλακή». Καί τί ἄλλο; «Ἀληθινά, σοῦ λέω, δέν θά βγεῖς ἀπό ἐκεῖ, μέχρις ὄτου ξεπληρώσεις καί τήν τελευταία δεκάρα τοῦ χρέους σου». Γιατί ἡ συνείδηση μᾶς ἐλέγχει, ὅπως εἶπα, γιά τό καλό καί γιά τόκακό, καί μᾶς ὑποδεικνύει τί νά κάνουμε καί τί ὄχι. Καί αὐτή πάλι θά μᾶς κατηγορήσει καί στή μέλλουσα ζωή. Γι’ αὐτό λέει: Μήπως κάποτε σέ παραδώσει στόν κριτή» κ.τ.λ.

43.—.  Ἡ προσπάθειά μας, γιά νά φυλάξουμε τή συνείδησή μας ἄγρυπνη καί νά συμμοργωνόμαστε μέ τίς ὑποδείξεις της, παίρνει πολλές καί ποικίλες μοργές. Γιατί πρέπει νά ἐνεργεῖ κανείς «κατά συνείδηση» καί πρός τόν Θεό καί πρός τόν πλησίον καί πρός τά πράγματα. Πρός μέν τό Θεό, γιά νά μήν καταφρονεῖ τίς ἐντολές Του, καί ὅταν δέν τόν βλέπει ἄνθρωπος καί ὅταν κανείς δέν ἀπαιτεῖ τίποτε ἀπ’ αὐτόν. Αὐτός ἐνεργεῖ «κατά συνείδηση» ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ μυστικά. Νά, τί θέλω νά πῶ. Ἀμέλησε τήν προσευχή, ἀνέβηκε στήν καρδιά του «ἐμπαθής λογισμός» καί δέν πρόσεξε καί δέν πίεσε τόν ἑαυτό του, ἀλλά συγκατατέθηκε. Εἶδε τόν πλησίον του νά λέει ἤ νά κάνει κάτι καί κατά τή φαντασία του τόν ὑποψιάστηκε καί τόν κατέκρινε. Καί μέ λίγα λόγια, σέ ὅσα γίνονται ἐσωτερικά, μυστικά, πού κανένας δέν ξέρει, παρά μόνο ὁ Θεός καί ἡ συνείδησή μας, σ’ αὐτά πρέπει νά συμμορφωνόμαστε μέ τή φωνή τῆς συνειδήσεως. Αὐτό σημαίνει τό νά τηροῦμε τή συνείδησή μας πρός τό Θεό.

44.—.  Ἡ τήρηση τῆς συνειδήσεως πρός τόν πλησίον εἶναι νά μήν κάνει κανείς τίποτε ἀπολύτως πού καταλαβαίνει ὅτι θλίβει ἤ πληγώνει τόν πλησίον, εἴτε μέ ἔργο, εἴτε μέ λόγο, εἴτε μέ κάποια κίνηση εἴτε μ’ ἕνα βλέμμα, γιατί μπορεῖ κανείς καί μέ μιά κίνηση, ὅπως πολλές φορές λέω, νά πληγώσει τόν πλησίον, μπορεῖ καί μ’ ἕνα βλέμμα. Καί μέ λίγα λόγια, ὁ ἄνθρωπος μολύνει τή συνείδησή του μέ ὅσα καταλαβαίνει ὅτι κάνει ἐπίτηδες γιά νά προκαλέσει λογισμό στόν πλησίον, ἐπειδή ξέρει ὅτι τό κάνει ἐπίτηδες γιά νά τόν βλάψει ἤ νά τόν στεναχωρήσει. Τό νά φυλάξει λοιπόν τή συνείδηση καί νά μήν κάνει κάτι τέτοιο, εἶναι αὐτό πού λέμε, «νά ἐνεργεῖ κατά συνείδηση» πρός τον πλησίον.

45.—.  Νά ἐνεργεῖ κανείς «κατά συνείδηση» πρός τά ὑλικά πράγματα σημαίνει νά μήν κάνει κατάχρηση κανενός πράγματος, νά μήν ἀφήνει κάτι νά καταστραφεῖ ἤ νά πεταχθεῖ. Ἀλλά, καί ἄν ἀκόμα δεῖ κάτι πεταμένο, νά μήν τό ἀγνοήσει, ἔστω καί ἄν εἶναι ἀσήμαντο, ἀλλά νά τό μαζέψει καί νά τό βάλει στή θέση του. Νά μή χρησιμοποιεῖ ἀπρόσεκτα τά ροῦχα του. Γιατί, ἄς ὑποθέσουμε ὅτι μπορεῖ νά φορέσει κανείς τό ροῦχο του ἄλλη μιά ἤ δυό ἑβδομάδες καί πηγαίνει καί τό βάζει καί τό πλένει, πρίν τῆς ὥρας του, καί τό φθείρει. Καί ἀντί νά τό χρησιμοποιήσει ἄλλους πέντε μῆνες ἤ καί περισσότερο, μέ τό πλῦνε-πλῦνε το παλιώνει καί τό ἀχρηστεύει. Καί αὐτό γίνεται «παρά συνείδηση».
Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τό στρῶμα. Πολλές φορές μπορεῖ κανείς νά βολευτεῖ μ’ ἕνα παπλωματάκι καί ζητάει παχύ στρῶμα. Ἄλλοτε πάλι ἔχει τρίχινο καί θέλει νά τό ἀλλάξει καί νά πάρει ἄλλο καινούργιο καί ὄμορφο ἀπό ματαιοδοξία ἤ ἀπό ἀκηδία. Μπορεῖ ν’ ἀρκεστεῖ σ’ ἕνα παλιόρουχο καί ζητάει μάλλινο καί δημιουργεῖ ζητήματα, ἄν δέν τοῦ τό δώσουν. Ἄν δέ καί ἀρχίσει νά προσέχει τόν ἀδελφό του καί νά λέει: «Γιατί αὐτός ἔχει αὐτό καί ἐγώ δέν ἔχω»; Ἔ, αὐτός εἶναι μακάριος! Τότε πρόκοψε!5. Ἄλλοτε πάλι ἁπλώνει κανείς τό ροῦχο του ἤ τό σκέπασμά του στόν ἥλιο καί ἀμελεῖ νά τό μαζέψει καί τό ἀφήνει καί καίγεται. Καί αὐτό εἶναι «παρά συνείδηση».
Παρόμοια καί μέ τά φαγητά. Μπορεῖ κανείς νά βολευτεῖ μέ μικρό λάχανο ἤ μέ λίγα ὄσπρια ἤ λίγες ἐλιές, καί δεν τό σηκώνει, ἀλλά ζητάει ἄλλο φαγητό πιό γευστικό καί πιό πολυτελές. Ὅλα αὐτά εἶναι «παρά συνείδηση»6.

46.—.  Οἱ Πατέρες ὅμως λένε ὅτι δεν πρέπει ὁ μοναχός ν’ ἀφήσει ποτέ τή συνείδησή του νά τόν κατατυραννεῖ γιά ὁποιοδήποτε θέμα7. Πρέπει λοιπόν, ἀδελφοί μου, ν’ ἀγρυπνοῦμε πάντοτε καί νά φυλαγόμαστε ἀπ’ ὅλα αὐτά, γιά νά μήν πέσουμε σέ κίνδυνο. Καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς τό προεῖπε, ὅπως τό ξανάπαμε. Ὁ Θεός νά δώσει νά τά ἀκοῦμε καί νά τά τηροῦμε ὅλα αὐτά, γιά νά μήν μᾶς κατακρίνουν οἱ λόγοι τῶν Πατέρων μας. Ἀμήν.



Ἀπό τό βιβλίο,
«Ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος, ἔργα ἀσκητικά»
Ἐκδ. «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα


Τρίτη 31 Μαΐου 2016

ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΩΝ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ "ΜΕΓΑΛΗ" ΣΥΝΟΔΟ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ


Μήνυµα Ἐγρηγόρσεως

Μήνυµα
Ἐγρηγόρσεως καὶ Πιστότητος 
εἰς τὴν «Ὀρθὴν τῆς Πίστεως Ὁµολογίαν» τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν

† Κυριακὴ τῆς Σαµαρείτιδος, 16η Μαΐου 2016 ἐκ. ἡµ.
 
Ἡ «Ὑγιαίνουσα Διδασκαλία» τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων  καὶ τῶν Πατέρων καὶ τῶν Συνόδων καὶ ἡ λεγοµένη Μεγάλη Σύνοδος τῶν Οἰκουµενιστῶν 

Ἡ Γνησία Ὀρθοδοξία ἔναντι τῆς Αἱρέσεως τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουµενισµοῦ
 

Α’. Εἰσαγωγὴ-Κριτικὴ στάσις καὶ προετοιµασία

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφοὶ καὶ Συλλειτουργοί·
Ἀγαπητὰ ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῇ Γνησίᾳ Ὀρθοδοξίᾳ τέκνα·
 
1. Ἡµεῖς, οἱ ἀξιωθέντες, ἐλέῳ καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Σωτῆρος ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ διακονοῦµε τὸ Μικρὸν Ποίµνιον τῆς Γνησίας Ἐκκλησίας, εὐχόµεθα ἐκ µέσης καρδίας διὰ τὸν στηριγµόν Σας εἰς τὴν «῾Υγιαίνουσαν Διδασκαλίαν» τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων καὶ τῶν Συνόδων, καὶ Σᾶς ἀσπαζόµεθα ἐν τῷ Φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς ἀµωµήτου ἡµῶν Πίστεως.

2. Κατὰ τὰς ἡµέρας αὐτάς, Χάριτι Θεοῦ καὶ βοηθείᾳ τῆς Θεοτόκου, ἔχουµε συνέλθει Ἕλληνες, Ρῶσοι καὶ Ρουµᾶνοι Ποιµένες καὶ Ἀντιπρόσωποι τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουµένην Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, προκειµένου νὰ συµµετάσχουµε εἰς τὸ ἐξαιρετικὸν πράγµατι Γεγονὸς τῆς ἐπισήµου συµπεριλήψεως εἰς τὸ Ὀρθόδοξον Ἁγιολόγιον τοῦ Ὁµολογητοῦ Ἱεράρχου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόµου (Καβουρίδου, † 1955), ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ δὲ αὐτῇ, συσκεπτόµενοι ἀπὸ κοινοῦ, νὰ Σᾶς ἀπευθύνουµε λόγον εἰρήνης, παραµυθίας, ἐνισχύσεως καὶ ἐνηµερώσεως.

3. Τοῦτο θεωροῦµεν ἀναγκαῖον, ἐφ᾿ ὅσον ἐπίκειται ἡ σύγκλησις, µετὰ ἀπὸ τρεῖς ἑβδοµάδας, ὑπὸ τῶν Οἰκουµενιστῶν, ἤτοι τῶν λεγοµένων ἐπισήµων Ἐκκλησιῶν, τῆς ἀπὸ δεκαετηρίδων ἑτοιµαζοµένης καὶ καλουµένης ὑπ᾿ αὐτῶν Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, τῆς ὁποίας τὸ κῦρος ἀµφισβητεῖται ἤδη ἰσχυρότατα ἀκόµη καὶ ἀπὸ τοὺς ἐν Καινοτοµίᾳ θεολόγους καὶ εἰδήµονας, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πλέον συνειδητοποιήσει πλήρως, ὅτι ὁ Οἰκουµενισµὸς ἀποτελεῖ µίαν ἐκκλησιολογικὴν παναίρεσιν κατά τε τὴν πρᾶξιν καὶ τὴν θεωρίαν.

4. Βεβαίως, πρὸ τῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου αὐτῆς τῶν Οἰκουµενιστῶν καὶ πρὸ τῶν τελικῶν αὐτῆς ἀποφάσεων δὲν δυνάµεθα νὰ ἐκφέρωµεν λόγον ὁριστικὸν καὶ ἀποφαντικὸν περὶ αὐτῆς· ἐν τούτοις, δυνάµεθα νὰ τηρήσωµεν κριτικὴν στάσιν ἔναντι τῆς Συνόδου αὐτῆς καὶ νὰ ἑτοιµασθοῦµε διὰ τὰ µετὰ ἀπὸ αὐτήν, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι γνωστὰ καὶ ἀπολύτως τεκµηριωµένα τόσον ἡ ἀφετηρία, ἡ ἐξέλιξις, τὰ στάδια καὶ αἱ µεταλλάξεις αὐτῆς, τὰ θεµέλια καὶ τὰ δοµικὰ αὐτῆς ὑλικά, ὅσον καὶ τὰ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ἐπὶ ἕνα καὶ πλέον αἰῶνα εἰργάσθησαν µεθοδικὰ πρὸς ἐπίτευξιν τῆς Συνόδου αὐτῆς, χωρὶς ὅµως τὰς γνησίας ὀρθοδόξους ἁγιοπατερικὰς καὶ ἁγιοσυνοδικὰς προϋποθέσεις.

* * *

Β’. Τύποις καὶ οὐσίᾳ, ὄχι «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος»
 

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφοὶ καὶ Συλλειτουργοί·
Ἀγαπητὰ ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῇ Γνησίᾳ Ὀρθοδοξίᾳ τέκνα·
1. Ἐν πρώτοις, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκαλῆται καὶ θεωρῆται Ἁγία, ἡ Σύνοδος αὐτὴ τῶν Οἰκουµενιστῶν, διότι δὲν ὑπάρχει προοπτικὴ ἐπικυρώσεως τῶν πρὸ αὐτῆς Ἁγίων Οἰκουµενικῶν καὶ Πανορθοδόξων Συνόδων, ἀλλὰ µᾶλλον ἔχει προγραµµατισθῆ νὰ ἀντινοµοθετήσῃ πρὸς αὐτάς, ἐφ᾿ ὅσον –ὡς εἶναι γνωστὸν– αἱ ποικίλαι ἐκκλήσεις διὰ τὴν ἀναγνώρισιν τῶν Ἁγίων Η’ καὶ Θ’ Οἰκουµενικῶν Συνόδων ἀπερρίφθησαν, προκειµένου νὰ µὴ δυσαρεστηθοῦν οἱ ἑτερόδοξοι τῆς Δύσεως, οὕτω δὲ οἱ Οἰκουµενισταὶ ἀρνοῦνται ἐν τῇ πράξει τὴν συνέχειαν τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καὶ τὸν χρυσοῦν κανόνα τοῦ Ἁγίου Βικεντίου Λερίνης: «Id teneamus quod ubique, quod semper, quod ab omnibus creditum est», ἤτοι: τοῦτο κρατῶµεν, ὅπερ ἁπανταχοῦ, ὅπερ ἀείποτε, ὅπερ ὑφ᾿ ἁπάντων ἐπιστεύθη.

2. Ἐπὶ πλέον, βάσει τῆς σχετικῆς θεµατολογίας καὶ τῶν κειµένων πρὸς τελικὴν ἔγκρισιν ὑπὸ τῆς Συνόδου τῶν ἐκτρεποµένων Οἰκουµενιστῶν, διαπιστώνεται, ὅτι ἡ λεγοµένη αὐτὴ Μεγάλη Σύνοδος δὲν θὰ εἶναι καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρῆται Μεγάλη οὔτε κατὰ τὸν τύπον οὔτε κατὰ τὴν οὐσίαν· ἀντιθέτως µάλιστα: θὰ εἶναι µικρὰ καὶ ἐλαχίστη, κατὰ τὸν λόγον τοῦ Σωτῆρος µας (πρβλ. Ματθ. ε’ 19), ὁπωσδήποτε δὲ θὰ ἀποκλεισθῇ ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς γνησίας Ὀρθοδόξου Συνειδήσεως.

3. Δὲν θὰ εἶναι τυπικῶς αὐτὴ ἡ Σύνοδος ὄντως Μεγάλη, ὅσον ἀφορᾶ τὸν ἀριθµὸν τῶν Συνέδρων, διότι –βάσει τοῦ Κανονισµοῦ αὐτῆς– θὰ ἀποτελῇ τελικῶς µίαν διευρυµένην Σύναξιν Προκαθηµένων, βασιζοµένην εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς ἀντιπροσωπεύσεως, κατὰ τὴν ὁποίαν ἑκάστη Τοπικὴ Ἐκκλησία θὰ ἔχῃ µίαν µόνο ψῆφον, πρᾶγµα τὸ ὁποῖον εἶναι ἀδιανόητον διὰ µίαν γνησίαν Ἐκκλησιαστικὴν Σύνοδον τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεώς µας.

4. Τοιουτοτρόπως, ἡ Σύνοδος αὐτὴ τῶν καινοτόµων Οἰκουµενιστῶν δὲν πληροῖ τοὺς ὅρους µιᾶς ὄντως Συνόδου τῆς Παραδόσεως, διότι τὸ αὐθεντικὸν Συνοδικὸν Ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ ἔκφρασιν τῆς οὐσίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀπαιτεῖ τὴν κατάθεσιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐµπειρίας ὑπὸ τοῦ συνόλου τῶν Ἐπισκόπων καὶ ἐξ ὀνόµατος τοῦ χριστωνύµου Λαοῦ ἑκάστης Ἐπισκοπῆς, ἐφ᾿ ὅσον –κατὰ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησιολογίαν– ὁ Ἐπίσκοπος ἐκπροσωπεῖ τὴν ὑπ᾿ αὐτὸν Τοπικὴν Ἐκκλησίαν εἰς τὴν Σύνοδον, ἡ δὲ γνησιότης τῆς τριπλῆς αὐτοῦ Διακονίας (Διακονία Μυστηρίων, Διδασκαλίας καὶ Διοικήσεως), συνιστᾶ καὶ ἐπιβεβαιώνει τὴν πιστότητα καὶ τὸ ἀσάλευτον, τόσον Αὐτοῦ, ὅσον καὶ τοῦ περὶ αὐτὸν Κλήρου καὶ Λαοῦ, εἰς τὴν Εὐαγγελικὴν Ἀλήθειαν, ἤτοι εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ζωῆς.

5. Τὸ ἀντιπροσωπευτικὸν σύστηµα εἶναι κατ᾿ οὐσίαν ἀντι-συνοδικὸν σύστηµα, διότι ἀποκλείει τὴν συµµετοχὴν εἰς τὴν Σύνοδον ἐκείνων τῶν Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐξέφραζαν τὴν διαφωνίαν αὐτῶν πρὸς τὴν θεωρίαν καὶ τὴν πρᾶξιν τοῦ ἐκκλησιοµάχου Οἰκουµενισµοῦ, ταυτοχρόνως δὲ εἶναι σαφές, ὅτι ἐπιδιώκει τὴν ἀνάδειξιν τῆς γνώµης τῶν ἐλαχίστων –προεκλεγέντων καταλλήλως– ἀντιπροσώπων, ὡς ἔκφρασιν δῆθεν πανορθοδόξου συµφωνίας

6. Κατὰ δὲ τὴν οὐσίαν, δὲν θὰ εἶναι ὄντως Μεγάλη ἡ Σύνοδος αὐτὴ τῶν ψευδοδιδασκάλων Οἰκουµενιστῶν, ἐφ᾿ ὅσον τὰ θέµατα, τὰ ὁποῖα θὰ τὴν ἀπασχολήσουν οὔτε µεγάλα εἶναι οὔτε καίρια οὔτε σωτήρια, ἀλλ᾿ εἶναι ὄντως µικρὰ καὶ ἐλάχιστα, ἐπουσιώδη καὶ ὁπωσδήποτε ἐγκοσµιοκρατικῆς προοπτικῆς, οὐδόλως ἀφορῶντα ἀφ᾿ ἑνὸς µίαν ζῶσαν Ἐκκλησίαν, ποντοποροῦσαν ἐν µέσῳ ποικίλων προκλήσεων τῆς συγχρόνου ζωῆς, ἀφ᾿ ἑτέρου ἕνα κόσµον πληττόµενον θανασίµως ἀπὸ τὴν Φιλοδοξίαν, τὴν Φιλαργυρίαν καὶ τὴν Φιληδονίαν, βυθιζόµενον δὲ ἔτι καὶ ἔτι εἰς τὴν σύγχυσιν καὶ τὴν ἀπουσίαν νοήµατος ζωῆς.

7. Μία ὄντως Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας θὰ ἔπρεπε σήµερα νὰ ἀσχοληθῆ ἐπισταµένως, ὄχι µὲ θέµατα, τὰ ὁποῖα εἶναι αὐτονόητα καὶ ἔχουν ἤδη λυθῆ ἐπαρκῶς καὶ τελεσιδίκως ὑπὸ τῆς Εὐαγγελικῆς καὶ Κανονικῆς Παραδόσεως (Γάµος, Νηστεία, Εἰρήνη καὶ Συµφιλίωσις Λαῶν κ.τ.ὅ.)· ἀλλά, µὲ πολὺ σοβαρὰ καὶ ἐπίκαιρα Θέµατα Πίστεως-Δόγµατος καὶ Ζωῆς-Ἤθους, ἐν σχέσει µάλιστα µὲ λίαν ἐπικινδύνους συγχρόνους µας αἱρέσεις, ποικιλοµόρφους πλάνας καὶ ἰδεολογικὰ ρεύµατα, διαβρώνοντα σταδιακῶς, σταθερῶς καὶ ἐνίοτε ἀνεπαισθήτως τὴν χριστιανικὴν ἰδιαιτέρως κοινωνίαν οὕτως, ὥστε

 νὰ ἀκυρώνουν τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Σωτηρίας (αἵρεσις τοῦ πολυµόρφου Διαχριστιανικοῦ καὶ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουµενισµοῦ, σχετικοποίησις τῆς Ἀληθείας, ἐκκλησιολογικὴ περιεκτικότης [comprehensivness], ἐκκοσµίκευσις, συγκρητιστικὰ κινήµατα «Νέας Ἐποχῆς»)·

 νὰ ἀναιροῦν τὸ Εὐαγγελικὸν Ἦθος (Βιοηθική, διαστροφὴ Ἀνθρωπολογίας, κοινωνικο-οικονοµικαὶ θεωρίαι), ἐν τέλει δέ,

 νὰ κηρύττουν «ἕτερον εὐαγγέλιον, παρ᾿ ὃ εὐηγγελίσθηµεν καὶ παρελάβοµεν» (ἀκαδηµαϊκή, στοχαστική, φιλοσοφίζουσα καὶ οἰκουµενιστικὴ θεολογία κ. ἄ.).

8. Εἶναι δὲ ἀκόµη µικροτέρα καὶ ἐλαχίστη ἡ Σύνοδος αὐτή, διότι προδίδει τὴν ἐλπίδα τοῦ κόσµου, προδίδει τὴν προσδοκίαν τῶν καλοπροαιρέτων ἀναζητητῶν τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ζωῆς, µέσῳ τῆς ἀντορθοδόξου διδασκαλίας αὐτῆς περὶ Ἐκκλησίας, κατὰ τὴν ὁποίαν εἰς τὰ Κανονικὰ καὶ Χαρισµατικὰ Ὅρια τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας περιλαµβάνονται δῆθεν καὶ αἱ νοθεύσασαι ποικιλοτρόπως τὸ Εὐαγγελικὸν Μήνυµα πολυώνυµοι αἱρετικαὶ θρησκευτικαὶ Κοινότητες Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ἐν τέλει δὲ τὸ Θεοΐδρυτον Οἰκοδόµηµα τῆς Μιᾶς καὶ Μοναδικῆς Ἐκκλησίας τίθεται εἰς θέσιν καὶ σχέσιν ἰσότιµον καὶ παράλληλον πρὸς τὰς λεγοµένας Θρησκείας τοῦ Κόσµου, καταργουµένης τοιουτοτρόπως τῆς Ἱεραποστολικῆς-Εὐαγγελικῆς Κλήσεως πρὸς µετάνοιαν, ἐπιστροφὴν καὶ ἔνταξιν εἰς τὸ Ἓν καὶ Μοναδικὸν Σῶµα Αὐτῆς τῶν ἑτεροδόξων καὶ ἑτεροθρήσκων.

9. Ἐπιπροσθέτως, εἶναι ἐνδεικτικὸν τῆς ἀπουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος ἀπὸ τὴν προετοιµασίαν τῆς λεγοµένης Μεγάλης Συνόδου τῶν ποικιλοτρόπως ἐκτρεποµένων Οἰκουµενιστῶν, τὸ ὅτι ἀκόµη καὶ τὰ κείµενα, τὰ ὁποῖα προ-
ωθοῦνται πρὸς ἔγκρισιν, δὲν διέπονται ἀπὸ τὴν ζῶσαν καὶ ζωοποιοῦσαν πνοὴν τοῦ εὐαγγελικοῦ καὶ πατερικοῦ λόγου, οὔτε ἐµπνέονται ἀπὸ τὴν χριστοφόρον, ἐλπιδοφόρον καὶ ἀνακαινιστικὴν µαρτυρίαν τοῦ Θείου Παρακλήτου.

10. Τὰ θέµατα καὶ τὰ κείµενα τῆς Συνόδου αὐτῆς δὲν εἰσάγουν µόνον καινὰς καὶ αἱρετικὰς δοξασίας· εἰσάγουν ἐπίσης νεοφανῆ καὶ κενὸν τρόπον, κυριολεκτικῶς ἐγκοσµιοκρατικὸν καὶ χαµηλοτάτου ἐπιπέδου, ἀπευθυνόµενα δῆθεν πρὸς τὸν κόσµον, µὲ κανόνας µιᾶς γλώσσης γραφειοκρατικῆς, ἰδεολογικῆς, ἐπαγγελµατικῆς, ψυχρῆς καὶ ἀκάµπτου, ὁπωσδήποτε δὲ εἰς ἕνα κλῖµα νοσηρᾶς ἐσωστρεφείας.

 Ἆρά γε, αὐτὸ θὰ ἀνέµενεν, ὡς Φωνὴν τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, ὁ ἀποπροσανατολισµένος σύγχρονός µας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀσφυκτιᾷ καὶ βιώνει τὴν κατάθλιψιν καὶ τὸν πνευµατικὸν θάνατον ἐντὸς ἑνὸς Νεο-ειδωλατρικοῦ Πολιτισµοῦ;

* * *

Γ’. Ἱστορικὴ Ἀναδροµὴ-Πορεία Ἀποστασίας
 

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφοὶ καὶ Συλλειτουργοί·
Ἀγαπητὰ ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῇ Γνησίᾳ Ὀρθοδοξίᾳ τέκνα·
1. Θὰ πρέπει ὅµως νὰ ὑπογραµµισθῇ, ὅτι ἡ ἐκ τῶν προτέρων κριτικὴ στάσις καὶ ἐν τέλει ἀπόρριψις ἐκ µέρους τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας τῆς λεγοµένης
Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῶν πεπτωκότων Οἰκουµενιστῶν καὶ ὁ χαρακτηρισµὸς αὐτῆς ὡς µικρᾶς καὶ ἐλαχίστης καὶ ὁπωσδήποτε ὡς ψευδοσυνόδου, δὲν ὀφείλεται µόνον εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς ἀντιπροσωπεύσεως, ὡς καὶ εἰς τὴν θεµατολογίαν καὶ τὰ κείµενα αὐτῆς, ἀλλὰ πρωτίστως καὶ θεµελιωδῶς εἰς τὰ πρόσωπα καὶ τὴν ἱστορικὴν πορείαν αὐτῆς, ἀναγοµένης εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ Κ’ αἰῶνος, καὶ πάντοτε βεβαίως ἐν συναρτήσει τόσον µετὰ τῆς προϊστορίας τοῦ Συγκρητισµοῦ, ὅσον καὶ µετὰ τῆς γενέσεως καὶ τῆς ἐξελίξεως τῆς συγχρόνου µας παναιρέσεως τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, τῆς ὁποίας αἱ ἁπαρχαὶ ἀνιχνεύονται εἰς τὸν συγκρητιστικὸν Γνωστικισµόν, τὸν καταδικασθέντα ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας συνοδικῶς καὶ διδάσκοντα σωτηρίαν «µόνον ἐν ἔργοις ἀγαθοῖς».

2. Εἶναι γνωστόν, ὅτι ἡ λεγοµένη Οἰκουµενικὴ Κίνησις, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τῆς συνεργασίας τῶν διαφόρων Χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν, προκειµένου δῆθεν νὰ διακονήσουν ἀπὸ κοινοῦ τὸν κόσµον, µὲ τελικὸν σκοπὸν τὴν ἕνωσιν αὐτῶν, ἐνεφανίσθη τὸ πρῶτον κατὰ τὰ µέσα τοῦ ΙΘ’ αἰῶνος ἐντὸς τοῦ προτεσταν-τικοῦ κόσµου τῆς Δύσεως, ἑτοιµάζουσα ποικιλοτρόπως τὸ ἔδαφος διὰ µίαν οἰκουµενικὴν συνεργασίαν πάντων τῶν Χριστιανῶν, θεσµικῶς ἐκφραζοµένην, µὲ τὴν σύµπηξιν ἑνὸς Παγχριστιανικοῦ Ὀργανισµοῦ, τοῦ ὁποίου ὅµως τὰ µέλη δὲν θὰ ἀληθεύουν ἐν τῇ Ἀγάπῃ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἀλλὰ θὰ δραστηριοποιοῦνται συγκρητιστικῶς εἰς τὸ πλαίσιον µιᾶς ἐγκοσµιοκρατικῆς Ἀγάπης καὶ Διακονίας.

3. Ἀκριβῶς εἰς τὸ κρίσιµον αὐτὸ σηµεῖον, εἰσέρχεται ἐπισηµότατα εἰς τὰ οἰκουµενιστικὰ δρώµενα τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀναλαµβάνει πρωτοβουλίας, αἱ ὁποῖαι ἀποτελοῦν ὄντως Καινοτοµίαν καὶ ἀνατρέπουν πλήρως τὸν ἀκριβῆ Κανόνα καὶ Ὅρον τῆς εὐσεβοῦς Διδασκαλίας, τοῦ Ἀποστολικοῦ «Τύπου Διδαχῆς» (πρβλ. Ρωµ. Ϛ’ 17).

4. Κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ Κ’ αἰῶνος, ἐπικρατοῦντος ἤδη κλίµατος καινοτοµιῶν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Πατριάρχης Ἰωακεὶµ Γ’ ἀποστέλλει πρὸς τὰς ἄλλας Τοπικὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας δύο Συνοδικὰς Ἐγκυκλίους (1902 καὶ 1904), διὰ τῶν ὁποίων τίθεται τὸ ζήτηµα τῶν σχέσεων, ὡς καὶ τὸ θέµα τῆς ἑνώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας «ἐν τῷ παρόντι καὶ ἐν τῷ µέλλοντι», «µετὰ τῶν δύο µεγάλων τοῦ χριστιανισµοῦ ἀναδενδράδων (τ.ἐ. ἀναρριχοµένων ἀµπέλων, κληµαταριῶν), τῆς Δυτικῆς δηλονότι καὶ τῆς τῶν Διαµαρτυροµένων Ἐκκλησίας»· ἐπίσης, προτείνονται τρόποι προλειάνσεως τῆς ὁδοῦ πρὸς τὴν παγκόσµιον χριστιανικὴν ἑνότητα, καὶ τέλος ἀπευθύνεται προτροπὴ διὰ σπουδὴν πρὸς ἕνωσιν εἰδικὰ µὲ τοὺς Παλαιοκαθολικοὺς καὶ Ἀγγλικανούς, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζονται ὡς «διϊστάµενοι», ἤτοι ὄχι ὡς Χριστιανοὶ ἀποκεκοµµένοι τῆς Μιᾶς καὶ Μοναδικῆς Ἀµπέλου, ἑποµένως δὲ κείµενοι εἰς πτῶσιν, ἀλλ᾿ ὡς ἱστάµενοι ἐν τῇ Πίστει, µὴ κοινωνοῦντες ὅµως πρὸς τὸ παρὸν µὲ τοὺς ᾿Oρθοδόξους.

5. Εἰς τὰς δύο αὐτὰς Ἐγκυκλίους ἀπηχεῖται σαφέστατα ἡ ἀγγλικανικὴ Θεωρία τῶν Κλάδων καὶ εἰς αὐτὰς εὑρίσκονται αἱ ρίζαι καὶ ἀπαρχαὶ τόσον τῆς ἐµπλοκῆς, ἐν πράξει καὶ θεωρίᾳ, τῶν ᾿Oρθοδόξων εἰς τὴν προτεστατικὴν Οἰκουµενικὴν Κίνησιν, ὅσον καὶ τῆς ἤδη ἀναµενοµένης Μεγάλης Συνόδου τῶν ψευδοδιδασκάλων Οἰκουµενιστῶν.

6. Τὸν Ἰανουάριον τοῦ 1920, ἡ Κωνσταντινούπολις, διὰ µέσου τοῦ Πατριαρχικοῦ Διαγγέλµατος, τῆς «ἱδρυτικῆς» αὐτῆς «χάρτας τῶν συγχρόνων οἰκουµενικῶν κινήσεων», κηρύσσει πλέον ἐπισήµως καὶ µὲ τρόπον πρωτοφανῆ, ἀπροκαλύπτως καὶ γυµνῇ τῇ κεφαλῇ, τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, ἐφ᾿ ὅσον κατὰ κύριον λόγον ἀναγνωρίζει τὰς πολυωνύµους αἱρέσεις ὄχι «ὡς ξένας καὶ ἀλλοτρίας, ἀλλ᾿ ὡς συγγενεῖς καὶ οἰκείας ἐν Χριστῷ καὶ “συγκληρονόµους καὶ συσσώµους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ”»· ἐπίσης, προτείνει, διὰ τὴν ὠφέλειαν δῆθεν «τοῦ ὅλου τῆς Ἐκκλησίας σώµατος», ἐντὸς τοῦ ὁποίου νοοῦνται ὀρθόδοξοι καὶ ἑτερόδοξοι, τὴν ἵδρυσιν µιᾶς «Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν», ἡ ὁποία τελικῶς ἐπραγµατοποιήθη, ὡς γνωστόν, ἐν ἔτει 1948 µὲ τὴν σύµπηξιν τοῦ οὕτω καλουµένου Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν.

7. Εἰς τὰ θεµέλια τῆς προτεινοµένης ὑπὸ τοῦ Διαγγέλµατος τοῦ 1920 Διαχριστιανικῆς Ὁµοσπονδίας κεῖνται αἱ τρεῖς κύριαι κακοδοξίαι τοῦ πολυ-αιρετικοῦ Οἰκουµενισµοῦ: ἡ Βαπτισµατικὴ Θεολογία, ὁ Δογµατικὸς Συγκρη-τισµὸς καὶ ἡ Ἐγκοσµιοκρατικὴ Προοπτική, αὐταὶ δὲ αἱ κακοδοξίαι ἔκτοτε εὑρίσκονται εἰς τὸ κέντρον τῆς Οἰκουµενικῆς Κινήσεως καὶ διὰ µέσου αὐτῶν οἱ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουµενισταὶ ἔχουν τὴν αἴσθησιν, ὅτι ἀνήκουν πλέον εἰς µίαν Νέαν Οἰκουµενικὴν Ἀδελφότητα καὶ ἀποκτοῦν µίαν νέαν ἐκκλησιολογικὴν αὐτο-συνειδησίαν.

8. Ἄµεσος ἀπόρροια τοῦ Πατριαρχικοῦ Διαγγέλµατος τοῦ 1920 ἦτο ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡµερολογίου κατὰ τὸ ἔτος 1924, ἐφ᾿ ὅσον τὸ οἰκουµενιστικὸν Διάγγελµα εἶχε προτείνει, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, τὴν παραδοχὴν «ἑνιαίου Ἡµερολογίου πρὸς ταυτόχρονον ἑορτασµὸν τῶν µεγάλων χριστιανικῶν ἑορτῶν ὑπὸ πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν», τῆς δὲ ἀλλαγῆς εἶχε προηγηθῆ τὸ λεγόµενον Πανορθόδοξον Συνέδριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως (10.5-8.6.1923), τοῦ ὁποίου οἱ σύνεδροι, ὑπὸ τὸν Καινοτόµον-Νεωτεριστὴν-Τέκτονα πατριάρχην Μελέτιον Μεταξάκην, εἶχον τὴν συνείδησιν, ὅτι ἀποτελοῦσαν «µέλη τῆς παγχριστιανικῆς ἀδελφότητος» καὶ ἐπεδίωκον τὴν ἀλλαγὴν τοῦ Ἡµερολογίου, ὥστε νὰ ἐπιτευχθῇ ἡ «προσέγγισις τῶν δύο χριστιανικῶν κόσµων τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως», εἶναι δὲ γνωστόν, ὅτι ἐν ὀνόµατι τῆς προσεγγίσεως αὐτῆς ἐν τέλει διεσπάσθη ἡ µακραίων καὶ καθηγιασµένη Ἑορτολογικὴ Ἑνότης τῶν Ὀρθοδόξων.

9. Αἱ Ἐγκύκλιοι τοῦ 1902 καὶ 1904, ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ 1920 καὶ τὸ Πανορθόδοξον Συνέδριον τοῦ 1923, ἀλλὰ βεβαίως καὶ ἡ Προκαταρκτικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ 1930 (Ἱερὰ Μονὴ Βατοπεδίου, Ἁγίου Ὄρους), θεωροῦνται ἑνιαίως, µὲ οἰκουµενιστικὴν προοπτικὴν καὶ ἀναφορὰν πρὸς τὴν συγκληθησοµένην Μεγάλην Σύνοδον καὶ ἀποτελοῦν «ἐκφάνσεις µιᾶς µακροπνόου ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς» τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ἡ δὲ θεµατολογία αὐτῶν εἶναι ὁ κύριος ἄξων µιᾶς προβληµατικῆς, ἡ ὁποία ἐξεδηλώθη πλέον συγκεκριµένως εἰς τὰς Πανορθοδόξους Διασκέψεις ἐν Ρόδῳ (1961-Α’, 1963-Β’, 1964-Γ’) καὶ ἐν Γενεύῃ (1968-Δ’).

10. Δὲν θὰ πρέπει νὰ λησµονῆται, ὅτι ἡ ἀπὸ µακροῦ παρασκευαζοµένη Μεγάλη Σύνοδος τῶν καινοτόµων Οἰκουµενιστῶν ἔχει ἀναµφιβόλως καὶ ὁµολογουµένως ὡς βάσιν αὐτῆς τὴν Ἐγκύκλιον τοῦ 1920· τοῦτο εἶχεν ἀποφασισθῆ καὶ δηλωθῆ εἰς τὸ πρῶτον θεµατολόγιον, ἐν Ρόδῳ (1961-Α’): 
«Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουµενικὴ Κίνησις -α. Ἡ ἐν τῷ πνεύµατι τῆς Πατριαρχικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920 παρουσία καὶ συµµετοχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῇ Οἰκουµενικῇ Κινήσει»·

●  δὲ ἀντορθόδοξος Ἐγκύκλιος αὐτὴ ἀποτελεῖ, ὡς ἔχει ὀρθῶς ἐπισηµανθῆ, «ἐπιστολὴν τοῦ Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη».

11.  προγραµµατιζοµένη ὑπὸ τῆς λεγοµένης Μεγάλης Συνόδου ἀναγνώρισις τῆς ἐκκλησιαστικότητος τῶν αἱρετικῶν Κοινοτήτων Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς δὲν εἶναι ζητούµενον ὑπὸ τῶν ἐκκλησιοµάχων Οἰκουµενιστῶν, διότι αὐτὴ ἔχει ἤδη διακηρυχθῆ, ἔχει γίνει συλλογικῶς/πανορθοδόξως δεκτή, βιώνεται ἀδιαταράκτως καὶ σκοπίµως ἐπὶ ἕνα περίπου αἰῶνα, τώρα δὲ ἁπλῶς θὰ θεσµοθετηθῆ συνοδικῶς καὶ τοιουτοτρόπως ἡ πολύµορφος αἵρεσις τοῦ Οἰκουµενισµοῦ θὰ δογµατοποιηθῇ µὲ πολὺ συγκεκριµένον τρόπον, ὅπως προέβλεπεν τὸ γράµµα καὶ τὸ πνεῦµα τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920:

 Αἱ ἁπανταχοῦ ἐκκλησίαι τοῦ Χριστοῦ, αἱ συναποτελοῦσαι τὴν Νέαν Οἰκουµενικὴν Ἀδελφότητα, δὲν ἀντικρύζουν ἀλλήλας ὡς ἀγνώστους καὶ ξένας, ἀλλ᾿ ὡς συγγενεῖς καὶ ἀποτελούσας τὴν οἰκοδοµὴν τοῦ Χριστοῦ καὶ οὔσας συγκληρονόµους καὶ συσσώµους καὶ συµµετόχους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ.

* * *

Δ’. Ἐπίλογος: Ἐµµονὴ εἰς ὃ εὐηγγελίσθηµεν καὶ παρελάβοµεν

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφοὶ καὶ πεφιληµένα ἐν Κυρίῳ τέκνα·

1. Εὐχόµεθα νὰ µὴ ἐπιτρέψῃ ἡ ἄµαχος θεοµητορικὴ Σκέπη τοιαύτην κατά-πτωσιν τῶν λεγοµένων ἐπισήµων Ἐκκλησιῶν, ἅπαντες δὲ οἱ πλανηθέντες καὶ πεπτωκότες Οἰκουµενισταί, ἐν συντριβῇ καὶ µετανοίᾳ, νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὴν Ὁδὸν τῶν Πατέρων ἡµῶν καὶ νὰ µὴ συµµετάσχουν εἰς µίαν κακέκτυπον Σύνοδον ἢ µᾶλλον εἰς ἕνα κατ᾿ ἀκρίβειαν Οἰκουµενιστικὸν Συνέδριον, εἰς τὸ πνεῦµα τῆς λεγοµένης Β’ Βατικανῆς Συνόδου τοῦ παναιρετικοῦ Παπισµοῦ (1962-1965).

2. Οἱ καλοπροαίρετοι ἀδελφοί µας, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, οἱ εὑρισκόµενοι ἀκόµη εἰς κοινωνίαν µὲ τοὺς καινοτόµους ποιµένας αὐτῶν, ἂν καὶ ἔχουν σαφῆ γνῶσιν τῶν Δογµατικῶν καὶ Κανονικῶν ἐκτροπῶν τοῦ παναιρετικοῦ Οἰκουµενισµοῦ, µάλιστα δὲ οἱ ἁγιορεῖται Μοναχοί, εἶναι πλέον καιρὸς νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ σκότος καὶ τὸ ψεῦδος τῆς αἱρέσεως καὶ νὰ εἰσέλθουν εἰς τὸ Φῶς καὶ τὴν Ἀλήθειαν τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας, διότι «ἐὰν εἴπωσιν ὅτι κοινωνίαν ἔχουσι µετὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν τῷ σκότει περιπατοῦσι, ψεύδονται καὶ οὐ ποιοῦσι τὴν Ἀλήθειαν» (πρβλ. Α’ Ἰωάν. α’ 6).

3. Ὁ Κλῆρος καὶ ὁ Λαός µας, τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς διαφόρους χώρας, ἐµπνεόµενοι ἀπὸ τοὺς Μάρτυρας καὶ τοὺς Ὁµολογητάς, ἔχουν πρωτοστατήσει ἀπ᾿ ἀρχῆς τῆς ἐµφανίσεως τοῦ ἐκκλησιοµάχου Οἰκουµενισµοῦ, ἀγωνιζόµενοι «τὸν Ἀγῶνα τὸν Καλόν»· ἔχουν τηρήσει ἀκεραίαν καὶ Γνησίαν τὴν Πίστιν τῶν Πατέρων αὐτῶν, βαστάσαντες τὸν καύσωνα καὶ τὸ ψῦχος δεινῶν διωγµῶν· καὶ σήµερον, ἐν ὄψει τῆς ἀποκορυφώσεως τῆς συγκρητιστικῆς Ἀποστασίας, αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκην νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Σωτῆρα µας Χριστόν, διότι ἠξίωσεν αὐτοὺς νὰ παραµείνουν ἑδραῖοι καὶ ἀµετακίνητοι εἰς τὴν «῾Υγιαίνουσαν Διδασκαλίαν» τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων καὶ τῶν Συνόδων, ἤτοι εἰς τὴν «Ὀρθὴν τῆς Πίστεως Ὁµολογίαν» καὶ νὰ δίδουν περὶ Αὐτῆς Μαρτυρίαν, ἔργῳ καὶ λόγῳ.

4. Τὰ τέκνα τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας, ἐµµένοντα ἀκλινῶς εἰς τὴν θεόπνευστον Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ παραπέµποντα διαρκῶς «ἐπὶ τὸν εὐκλεῆ καὶ σεµνὸν τῆς Παραδόσεως ἡµῶν Κανόνα», κατὰ τὸν Ἅγιον Κλήµεντα Ρώµης, εἶναι ἕτοιµα, ὅταν ὁ καιρὸς καλέσῃ τοῦτο, νὰ ἐπαναλάβουν καὶ συλλογικῶς, ἐν Συνόδῳ Γνησίᾳ καὶ Ἀντι-οικουµενιστικῇ, αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἔπραξαν κατὰ τὸ παρελθὸν διὰ Συνόδων Τοπικῶν, ἤτοι τὸ Ἀποστολικόν:

«Καὶ ἐὰν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ἡµῖν παρ᾿ ὃ εὐηγγελίσθηµεν, ἀνάθεµα ἔστω!... Εἴ τις ἡµᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾿ ὃ παρελάβοµεν, ἀνάθεµα ἔστω!» (πρβλ. Γαλ. α’ 8-9).
 
Κείμενον διαμορφωθὲν καὶ ἐγκριθὲν ὑπὸ τῆς Διορθοδόξου Συσκέψεως τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (13/26.5.2016)
 

ΕΙΡΗΝΗ (Ὃσιος Θεοφάνης ὁ Ἒγκλειστος)


Ἡ ταραχή τῆς ψυχῆς καί τά πάθη, ἐπηρεάζουν τήν κυκλοφορία τοῦ αἵματος καί ὑποσκάπτουν τήν ὑγεία. Ἡ ἐσωτερική εἰρήνη, ἡ νηστεία καί ἡ ἐγκράτεια βοηθοῦν στήν διατήρησι τῆς ὑγείας.


Ὁ γερμανός Γκούφελανδ σ’ ἕνα σύγγραμμά του γιά τήν μακροζωῒα, τονίζει τήν ὠφέλεια τῆς νηστείας. Οἱ ὀπαδοί του πρέπει νά τόν ὑπακούουν. Ἐμεῖς ὅμως ἔχουμε ἄλλους διδασκάλους, περισσότερο ἀξιόλογους. Ἡ προσευχή ἀνεβάζει τήν ψυχή πρός τήν πηγή τῆς ζωῆς. Ἡ ταπείνωσις καί τά δάκρυα τῆς μετανοίας δημιουργοῦν στήν ψυχή καί στό σῶμα κατάστασι γαλήνης καί ἠρεμίας…Ἐπιθυμεῖτε βέβαια νά μή σᾶς λείπουν τά δάκρυα καί ἡ συντριβή. Καλύτερα νά ἐπιθυμῆτε νά βασιλεύῃ πάντοτε μέσα σας μιά βαθεία ταπείνωσις. Ἀπ’ αὐτή θά πηγάσουν τά δάκρυα καί ἡ συντριβή.

***
Ὁ ἴδιος ὁ Θεός ξυπνᾶ μέσα σας τήν ἀνησυχία γιά τήν σωτηρία σας, θέλοντας νά σᾶς ὁδηγήσῃ στήν αὐτογνωσία καί στήν μετάνοια. Ἄν ἀκούσετε τήν φωνή Του, θά βρῆτε ἀνάπαυσι καί εἰρήνη. Ἄν παρακούσετε, θά ζῆτε στήν ταραχή. Μπορεῖ ὅμως νά σᾶς ἐγκαταλείψῃ τελείως ὁ Θεός καί νά παύσῃ νά σᾶς διεγείρῃ πνευματικές ἀνησυχίες. Θά συμβῆ τοῦτο ἄν παραμείνετε ἀδιόρθωτος. Καί τότε θ’ ἀποκτήσετε εἰρήνη, εἰρήνη ὅμως θανάσιμη.

***
Δέν ἀπολαύσατε ἀκόμη τήν ἡσυχία καί τήν εἰρήνη. Ζητῆστε την καί θά σᾶς δοθῇ. Δέν μπορῶ νά σᾶς εὐχηθῶ τίποτε τό καλύτερο. Νά ἔχετε ὅμως ὑπ’ ὄψιν σας ὅτιἡ ἀληθινή εἰρήνη δέν βρίσκεται ἐκτός, ἀλλ’ ἐντός τῆς ψυχῆς μας. Δέν πηγάζει ἀπό τίς ἐξωτερικές συνθῆκες, ἀλλ’ ἀπό τήν ἐσωτερική καλή τακτοποίησι. Ὅταν ὑπάρχῃ, τότε ὅλα τά ἐξωτερικά ἐναρμονίζονται μ’ αὐτή.

***

Ἡ ἀοργησία εἶναι σπουδαία ἀρετή. Καλλιεργεῖται μέ τήν παράδοσι τοῦ ἑαυτοῦ μας στό θεῖο θέλημα καί τήν συναίσθησι ὅτι ὁ Θεός ἐπιτρέπει τίς δοκιμασίες. Ἔτσι συγκρατοῦμε τόν ἑαυτό μας, γαληνεύουμε, πιστεύοντας ὅτι ὁ Κύριος μᾶς παρακολουθεῖ τήν δύσκολη ὥρα τοῦ πειρασμοῦ. Ἡ σκέψις σας ὅτι ἐκεῖνος πού σᾶς βλάπτει καί σᾶς ἀδικεῖ, γίνεται ὄργανο τοῦ ἐχθροῦ, εἶναι πολύ σωστή. Γι’ αὐτό πίσω ἀπό κάθε ἐνόχλησι καί δυσάρεστη κατάστασι νά διακρίνετε τόν πραγματικό ἔνοχο καί νά μήν ἐξάπτεσθε ἐναντίον τοῦ θύματός του

(Ἀπό τό βιβλίο «ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ», Ὁσίου Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ)

Πηγή: alopsis.gr

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΣΚΕΨΗ: Ἐναρκτήρια Ὁμιλία τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου κ.κ. Καλλινίκου

diorth3

Πέμπτη 13/26-5-2016
Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα κ. Ἀγαθάγγελε·
Σεβασμιώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι Ἀρχιερεῖς·
γιοι Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες, τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά·

Ἀντιπρόσωποι τῶν Ὁμοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς καὶ τῶν Ἐπισκόπων μας, ἐκ 
Ρωσίας, Ρουμανίας, Εὐρώπης, Ἀμερικῆς, Ἀφρικῆς, Ἀσίας καὶ Αὐστραλίας·


Σᾶς ἀσπάζομαι ὅλους μαζὶ καὶ καθ᾿ ἕναν ξεχωριστὰ μὲ τὸν κο-σμοχαρμόσυνο καὶ σωτήριο χαιρετισμό:
Χριστὸς νέστη!... ληθῶς νέστη!...
Μ ἄφατη εὐαγγελικὴ χαρὰ καὶ συγκίνησι Σᾶς καλωσορίζω ἐκ μέρους τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μας στὴν Ἀποστολοβάδιστη καὶ Ἁγιοτόκο Ἑλλάδα μας.
Σᾶς εὐχαριστῶ, διότι ἀνταποκριθήκατε στὴν ἀδελφική μας πρόσκλησι νὰ προσέλθετε καὶ νὰ συμμετάσχετε σὲ δύο πράγματι Ἱστορικὰ Γεγονότα τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ Διορθόδοξος Σύσκεψίς μας, γιὰ τὴν Ὁποία εὑρισκόμεθα σήμερα ἐδῶ.
Τ δεύτερο εἶναι ἡ Ἁγιοκατάταξις τοῦ Μακαριστοῦ πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου, ἡ ὁποία –σὺν Θεῷ– θὰ πραγματοποιηθῆ τὸ προσεχὲς Σάββατον.
Εὑρισκόμεθα σὲ μία κρίσιμη ἱστορικὴ καμπή, διότι μετὰ ἀπὸ ἕναν περίπου αἰῶνα ἀγώνων Ὁμολογιακῶν καὶ Μαρτυρικῶν, ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας δικαιώνεται γιὰ τὴν ἀνυποχώρητη ἀντίστασί Της στὴν λαίλαπα τοῦ ἐκκλησιομάχου Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς συμφυοῦς μὲ αὐτὸν κατάκριτης Ἡμερολογιακῆς Καινοτομίας.
ξιοι τιμῆς, ἐπαίνου καὶ ἐγκωμίων εἶναι οἱ Ἅγιοι Προπάτορές μας στὴν Ἑλλάδα, Ρουμανία, Ρωσία καὶ ἀλλοῦ, οἱ ὁποῖοι μὲ διορατικότητα ἀλάνθαστη εἶχαν ἀντιληφθῆ, εἶχαν πληροφορηθῆ ἀπὸ τὸν Κύριό μας, ποῦ ὁδηγεῖ καὶ ποῦ θὰ καταλήξη ἡ λεγομένη προσπάθεια γιὰ τὴν ἕνωσι τῶν Χριστιανῶν· μία προσπάθεια, ἡ ὁποία ὠνομάσθηκε Οἰκουμενικὴ Κίνησις καὶ ἡ ὁποία ἐξ ἀρχῆς δὲν εἶχε ὑγιεῖς ἐκκλη-σιολογικὲς βάσεις.
Τ σαθρὸ θεμέλιο τῆς λεγομένης Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἦταν μία σαφὴς καὶ ρητὴ διακήρυξις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταν-τινουπόλεως, τὴν ὁποία δυστυχῶς ἀπεδέχθησαν σὺν τῷ χρόνῳ ὅλες οἱ ἐπίσημες ὀρθόδοξες τοπικὲς ἐκκλησίες.
Ποία ἦταν ἡ διακήρυξις αὐτή;
τι ὅλες οἱ ἑτερόδοξες χριστιανικὲς Κοινότητες, Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, εἶναι «σεβάσμιες Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες»· εἶναι «ἐπὶ μέρους Ἐκκλησίαι τοῦ ὅλου χριστιανικοῦ σώματος», «τοῦ ὅλου τῆς Ἐκκλησίας σώματος»· οἱ «Ἐκκλησίες» δὲ αὐτὲς στὸ ἑξῆς θεωροῦν πλέον «ἀλλήλας ὄχι ὡς ξένας καὶ ἀλλοτρίας, ἀλλ’ ὡς συγγενεῖς καὶ οἰκείας ἐν Χριστῷ καὶ “συγκληρονόμους καὶ συσσώμους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ”» (Ἐγκύκλιος τοῦ 1920).
κτοτε, γιὰ τοὺς πεπτωκότες Οἰκουμενιστὲς ἐτέθη ἕνας κοινὸς στόχος: ἡ δῆθεν ὑπάρχουσα αὐτὴ ἀόρατος ἑνότης μεταξὺ τῶν ἑτεροδόξων Κοινοτήτων, ἔπρεπε νὰ καταστῆ ὁρατὴ μὲ ποικίλους τρόπους: διὰ μέσου τοῦ κοινοῦ Ἡμερολογίου, τῆς κοινῆς Λατρείας, τῆς κοινῆς Διακονίας τοῦ Κόσμου, τῶν κοινῶν ποικίλων δράσεων, τῆς ἀλληλο-αναγνωρίσεως τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς Ἱερωσύνης τους καὶ ἄλλων πολλῶν, ἰδιαιτέρως μάλιστα στὸ πλαίσιο τοῦ παμπροτεσταν-τικοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν».
τσι, ἡ λεγομένη Οἰκουμενικὴ Κίνησις ἐρρίζωσε, καλλιεργήθηκε καὶ ἐμπεδόθηκε, ὥστε σήμερα νὰ ἔχη διαβρώσει ὅλες τὶς λεγόμενες ἐπίσημες ὀρθόδοξες τοπικὲς ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες σὲ τρεῖς περίπου ἑβδομάδες συνέρχονται στὴν Κρήτη, προκειμένου νὰ ἐπικυρώσουν, νὰ θεσμοποιήσουν καὶ νὰ ἐπισημοποιήσουν τὴν νέαν πλέον ταυτότητά τους, τὴν ἀντορθόδοξη οἰκουμενιστική τους συνείδησι, δηλαδὴ τὴν πλήρη ἀπομάκρινσι καὶ ἔκπτωσί τους ἀπὸ τὴν Μία καὶ Μοναδικὴ Ἀλήθεια τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων Πατέρων, τῶν Ἁγίων Συνόδων τῆς Ὀρθοδοξίας μας.
νεξαρτήτως τῶν ἀποφάσεων τῆς λεγομένης Μεγάλης Συνόδου τῶν Οἰκουμενιστῶν, πρέπει νὰ κατανοηθῆ, ὅτι καὶ μόνον ἐκ τοῦ ὅτι πρῶτον, δὲν θὰ τεθῆ πρὸς ἐξέτασιν κανένα θέμα αἱρέσεως· δεύτερον, θὰ μετέχουν σὲ αὐτὴν ἐπίσκοποι συνειδητοὶ καὶ ἐνεργοὶ Οἰκουμενιστές, δηλαδὴ ψευδοδιδασκάλοι καὶ ψευδεπίσκοποι· τρίτον, τὰ πρὸς συζήτησιν θέματα ἔχουν τεθῆ ἐξ ἀρχῆς «συμφώνως ταῖς ἀπαιτήσεσι τῆς συγχρόνου ἐποχῆς»· καὶ τέλος, ἔχει σαφῆ οἰκου-μενιστικὸ προσανατολισμό, βάσει τῆς κακοδόξου Ἐγκυκλίου τοῦ 1920· καὶ μόνον, ἐπαναλαμβάνω, ἐξ αὐτῶν τῶν δεδομένων, ἡ Σύν-οδος τῶν Οἰκουμενιστῶν θὰ εἶναι ὁπωσδήποτε μία ψευδο-σύνοδος, μία σύνοδος ὄχι τῆς Ὀρθοδοξίας, μία σύνοδος ὑπὲρ τοῦ Οἰκου-μενισμοῦ καὶ ἐναντίον τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μία πραγματικὴ ἀντι-σύνοδος.
 Γνησία Πατερικὴ Παράδοσις περὶ Ὀρθοδόξων Συνόδων, ὅπως λόγου χάριν τὴν ἐκφράζει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας, προβλέπει τὰ ἑξῆς διαυγέστατα κριτήρια:
α. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μετάσχουν σὲ Ὀρθόδοξη Σύνοδο οἱ ἀσεβοῦντες περὶ τὴν Πίστιν: «οὐ γὰρ οἷον τε Συνόδῳ συναριθμηθῆναι τοὺς περὶ τὴν Πίστιν ἀσεβοῦντας».
β. Δὲν πρέπει νὰ προκρίνεται ἡ ἐξέτασις ἄλλου πράγματος· πρῶτίστος θὰ ἐξετασθοῦν τὰ προκύψαντα θέματα Πίστεως καὶ κατόπιν τὰ ἄλλα: «οὐδὲ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος ἐξέτασιν τῆς περὶ Πίστεως ἐξετάσεως».
γ. Πρέπει πρῶτον νὰ ἐκκόπτεται κάθε διαφωνία περὶ τῆς Πίστεως καὶ κατόπιν νὰ γίνεται ἔρευνα τῶν λοιπῶν θεμάτων: «χρὴ γὰρ πρῶτον πᾶσαν περὶ Πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καὶ τότε τὴν περὶ τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι» (ΒΕΠΕΣ, 31, 260).
 λεγομένη λοιπὸν Μεγάλη Σύνοδος τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι ἐκ τῶν προτέρων ἀπαράδεκτος, διότι –ὅπως προκύπτει άπὸ τὴν προετοιμασία– δὲν ἔχει τὴν συνείδησιν, ὅτι τὸ ἁπανταχοῦ Ὀρθόδοξο Ποίμνιο ἀπειλεῖται ἀπὸ τὶς μεγάλες αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τοῦ περιεκτικοῦ αὐτῶν Οἰκουμενισμοῦ, τοῦ Σεργιανισμοῦ, ἄλλων ἀντιχρίστων ρευμάτων καὶ ἰδεολογιῶν καὶ ψευδο-θεολογιῶν, τὰ ὁποῖα ἔχουν συγκρητιστικὸ χαρακτῆρα καὶ «σοφίαν διαμονιώδη» (πρβλ. Ἰακ. γ’ 15).
Παρὰ ταῦτα, σήμερα ἔχουμε συναχθῆ νὰ συσκεφθοῦμε ὄχι ὡς μία πλήρης καὶ κανονικὴ Ὀρθόδοξος Σύνοδος, ἀλλὰ γιὰ νὰ συσκεφθοῦμε καὶ νὰ ἑτοιμάσουμε τὸ ἔδαφος πρὸς μίαν τοιαύτην Σύνοδον, καταδι-καστικὴν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Πρὸς τὸ παρὸν καὶ ἐν ὄψει τῆς ψευδο-συνόδου τῶν Οἰκουμε-νιστῶν, δυνάμεθα νὰ διακηρύξουμε ἀπὸ κοινοῦ τὴν κατὰ πάντα Γνησίαν Ὀρθόδοξον Πίστιν μας μέσῳ δύο βασικῶν Κειμένων, τὰ ὁποῖα ἤδη γνωρίζετε καὶ τὰ ὁποῖα θὰ ἀποτελέσουν τὸ ἀντικείμενο τῆς διαβουλεύσεώς μας ἐν πνεύματι ἁγάπης, ἀλληλοσεβασμοῦ καὶ προσευχῆς.
Κλείνω τὶς ταπεινές μου αὐτὲς εἰσαγωγικὲς σκέψεις, θέσεις καὶ διευκρινίσεις, μὲ τὴν ἐγκάρδια εὐχή, ὅπως ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες σκεπάζουν καὶ καθοδηγοῦν ἡμᾶς, ὥστε νὰ ὀρθοτομοῦμε καὶ σήμερα καὶ πάντοτε τὸν λόγον τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Σωτηρίας, πρὸς δόξαν τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Εὐχαριστῶ!


Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Καλλίνικος 
τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν