A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΖΗΛΟΥ ΤΩΝ ΣΑΜΟΣΑΤΕΩΝ

AgiosEusebios

Ο ΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΟΣ μὲ τὴν μελέτην τῆς μακραίωνος Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας συναντᾷ εἰς τοὺς καιρούς, καθ’ οὕς ἡ ὀρθόδοξος πίστις ἐδιώκετο ὑπὸ αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν, μερικὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα ὁσονδήποτε μεμονωμένα καὶ ἄν παρουσιάζονται, εἶναι χαρακτηριστικώτατα τοῦ θείου Ζήλου καὶ τῆς πεπαρρησιασμένης Ὁμολογίας τῶν λαϊκῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι παρὰ τὸ πλευρὸν τῶν Ἐπισκόπων των ἱστάμενοι, κατ’ οὐδένα τρόπον ἔστεργον νὰ ἐπικοινωνήσωσι μὲ ἐπισκόπους κακοδόξου φρονήματος. Πολλάκις ἡ κοσμικὴ ἐξουσία, νοσοῦσα καὶ αὐτὴ κακοδοξίαν, ἐπροστάτευε καὶ ἐνίσχυε τοὺς κακοδόξους ἐπισκόπους, τοὺς ὁποίους διὰ πολλῶν μέσων ἐπεχείρει νὰ ἐγκαταστήσῃ εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους Πατριαρχικούς, Μητροπολιτικοὺς, Ἀρχιεπισκοπικοὺς καὶ Ἐπισκοπικοὺς Θρόνους, συλλαμβάνουσα καὶ ἀδίκως καὶ παρανόμως καθαιροῦσα καὶ ἐξορίζουσα ἤ ἐνίοτε καὶ δολοφονοῦσα τοὺς κανονικῶς κατέχοντας αὐτοὺς Ἱεράρχας. Ὁ λαὸς ὅμως μίαν τοιαύτην τῶν κακοδόξων βίαν οὐδέποτε ἠνείχετο, ἀλλὰ διὰ παντοίων τρόπων ἀπεδοκίμαζεν, ὥστε οἱ αἱρετικοὶ ἐπίσκοποι παρ’ ὅλην τὴν ἀνάπτυξιν τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, ἠναγκάζοντο ἀπὸ τὴν ἔκδηλον τοῦ λαοῦ περιφρόνησιν νὰ ἐγκαταλείψωσι τοὺς θρόνους, εἰς τοὺς ὁποίους δυναστικῶς καὶ ἀντικανονικῶς ἀνέβησαν.

Ὁ Θεοδώρητος Ἐπίσκοπος Κύρου συγγράψας Ἐκκλησιαστικὴν Ἱστορίαν, ἀναφέρει δύο ἀξιοσημείωτα περιστατικὰ ἐν Βιβλ. Β’, Κεφ. ΙΕ’, τὰ ὁποῖα συνέβησαν εἰς Σαμόσατα, καὶ τὰ ὁποῖα ἐν συντομίᾳ καὶ ἡμεῖς θὰ γράψωμεν.


Εἰς τὸν θρόνον τῆς Ἐπισκοπῆς Σαμοσάτων εἶχεν κανονικῶς ἀνέλθει ὁ θεῖος Ἱερομάρτυς Εὐσέβιος, ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας ἑορταζόμενος τὴν 22αν Ἰουνίου. Ἐπειδὴ ὅμως κατὰ τοὺς χρόνους τούτους ἡ αἵρεσις τοῦ Ἀρείου ὑποστηριζομένη ὑπὸ τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας ἐτάραττε τὴν Ἐκκλησίαν, ὁ θεῖος Εὐσέβιος διὰ παντὸς τρόπου ἐπολέμει τὴν κακοδοξίαν, προφυλάττων τὸ Ποίμνιόν του καὶ ἀψηφῶν τὰς κατ’ αὐτοῦ ἀπειλὰς τῶν τυράννων. Οἱ Ἀρειανοὶ ἐν τέλει κατώρθωσαν νὰ συλλάβωσι τὸν Εὐσέβιον καὶ ἐξορίσωσι μακρὰν τοῦ Ποιμνίου του. Ἐγκατέστησαν δὲ εἰς τὴν πόλιν Σαμόσατα ἐπίσκοπον τὸν Ἀρειανὸν Εὐνόμιον. Οἱ Σαμοσατεῖς ὅμως Χριστιανοὶ κατ’ οὐδένα λόγον ἐδέχοντο νὰ ἀνεχθῶσι τὴν στέρησιν τοῦ κανονικοῦ Ποιμένος των καὶ διὰ τοῦτο τὴν ἐγκατάστασιν τοῦ Εὐνομίου βαρέως ἔφερον. Καὶ ἵνα τὰς διαθέσεις των ἐκδηλώσωσιν, ἰδοὺ κάποτε τὶ ἔπραξαν.


Ὁ Εὐνόμιος ἡμέραν τινὰ μετέβη εἰς βαλανεῖον (λουτρὸν) ἵνα λουσθῇ. Μετὰ τοῦτο, πλῆθος πολὺ τοῦ λαοῦ συνεκεντρώθη πρὸ τῶν πυλῶν τοῦ βαλανείου. Οἱ ὑπηρέται τοῦ βαλανείου ἠθέλησαν νὰ κλείσωσι τὰς πύλας, ἀλλ’ ὁ Εὐνόμιος διέταξε νὰ ἐπιτρέψουν εἰς τοὺς ἀνθρώπους νὰ εἰσέλθουν, νομίζων ὅτι καὶ αὐτοὶ διὰ νὰ λουσθῶσιν ἦλθον. Μάλιστα, διέταξε νὰ δοθῇ καὶ εἰς αὐτοὺς θερμὸν ὕδωρ, διὰ νὰ φανῇ ἑλκυστικώτερος πρὸς τὸν λαόν. Παρὰ τὰς προτροπάς του ὅμως, ὅπως ἐλευθέρως εἰσέλθωσιν εἰς τὸ λουτρόν, οἱ ἔξω αὐτοῦ εὑρισκόμενοι ἐκεῖνοι ἐσιώπουν. Τοῦτο ὁ Εὐνόμιος ἀπὸ τιμὴν καὶ σεβασμὸν πρὸς αὐτὸν ὑπέθεσεν ὅτι ἔπραττον, καὶ διὰ τοῦτο ἐφρόντισε νὰ τελειώσῃ τὸ λουτρόν του ταχύτερον, μεθ’ ὅ ἐξῆλθε. Τότε ὁ λαὸς εἰσώρμησεν εἰς τὸ λουτρὸν καὶ ὅσα ὕδατα ζεστὰ καὶ κρύα εἶχε τὸ λουτρὸν ὅλα τὰ ἔχυσεν εἰς τοὺς ὑπονόμους, ἀπήτησε δὲ νέα ὕδατα νὰ ἀντληθῶσι καὶ παρασκευασθῶσι διὰ νὰ λουσθῶσι καὶ τοῦτο ἔπραξαν «τοῦ τῆς αἱρέσεως ἄγους καὶ τὸ ὕδωρ (τοῦ βαλανείου) μετεσχηκέναι νομίσαντες», ὡς γράφει ὁ Θεοδώρητος.


Τὴν πρᾶξιν ταύτην τοῦ λαοῦ πληροφορηθεὶς ὁ Εὐνόμιος, ἠναγκάσθη κατησχυμένος νὰ ἐγκαταλείψῃ τὴν πόλιν, ἀντ’ αὐτοῦ δὲ οἱ Ἀρειανοὶ ἐγκατέστησαν ἐπίσκοπον ἕτερόν τινα Λούκιον ὀνομαζόμενον. Εἰς τὸν Λούκιον ἐπεφυλάσσετο ἕτερόν τι ἐκπληκτικὸν ἐπεισόδιον ἀπὸ τοὺς παῖδας τῶν Ὀρθοδόξων Σαμοσατέων.


Ἡμέραν τινὰ ὁ Λούκιος ἐπὶ ὄνου καθήμενος, διήρχετο τὴν ἀγοράν. Ἐκεῖ συνέβη νὰ παίζουν μὲ μίαν σφαῖραν (μπάλαν – τόπι) μικρὰ παιδία Ὀρθοδόξων γονέων. Ἐνῷ δὲ πλησίον αὐτῶν διήρχετο ὁ Λούκιος, συνέβη ἡ σφαῖρα, τὴν ὁποίαν «τὰ μειράκια ἀλλήλοις ἀντέπεμπον, τῇ παιδιᾷ τερπόμενα», νὰ ἐκφύγῃ τῶν χειρῶν των, καὶ νὰ διέλθῃ διὰ τῶν ποδῶν τοῦ ὄνου, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁ Λούκιος ἐκάθητο. Ἄς ἀφήσωμεν ἤδη τὰ μετέπειτα νὰ διηγηθῇ ὁ Θεοδώρητος.


«Τότε οἱ μείρακες (μικροὶ παῖδες) ἀνωλόλυξαν ἀναπλησθῆναι μίσους τὴν σφαῖραν ὑπειληφότες. Ὁ δὲ (Λούκιος) συνεὶς ἐκέλευσεν ἑνὶ τῶν ἑπομένων προσμεῖναι, καὶ γνῶναι τὸ ὁρώμενον. Οἱ δὲ παῖδες πῦρ ἀνάψαντες, καὶ τὴν σφαῖραν διὰ τοῦ πυρὸς ἀκοντίσαντες, οὕτω καθαίρειν ὑπέλαβον. Καὶ οἶδα μὲν (λέγει ὁ Θεοδώρητος) ὡς μειρακιῶδες τοῦτο καὶ τῆς παλαιᾶς λείψανον συνηθείας· ἱκανὸν δὲ ὅμως τεκμήριον τὸ μῖσος ὁπόσον εἶχεν ἡ πόλις ἐκείνη (τῶν Σαμοσάτων) περὶ τὴν Ἀρείου συμμορίαν».


Περὶ δὲ τοῦ ἐξορισθέντος Ἁγίου Εὐσεβίου λέγονται τὰ ἑξῆς περίεργα, ὅτι «διήρχετο τὴν Συρίαν, τὴν Παλαιστίνην καὶ τὴν Φοινίκην, μετεμφιεσμένος εἰς στρατιώτην, ἐνθαρρύνων τοὺς Ὀρθοδόξους εἰς τὸν Ἀγῶνα των, καὶ χειροτονῶν Ἐπισκόπους, Ἱερεῖς καὶ Διακόνους, εἰς ὅσας Ἐκκλησίας ἐστεροῦντο» (βλ. Ἥρωες τοῦ Χριστιανισμοῦ, τόμ. 6ος, Ἰούνιος, σελ. 161).


Ὁ Ἅγιος Εὐσέβιος ἐφονεύθη ὑπὸ Ἀρειανῆς γυναικός, ριψάσης ἀφ’ ὑψηλοῦ μέρους κατὰ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ κέραμον.

Ἀρχιμ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΝΑΣΛΙΜΗΣ

(Περιοδ. «Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας», ἀριθ. 49/19.4.1948, σελ. 7-8).


Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Εὐαγγέλιον - Λόγος εἰς τόν δαιμονιζόμενον τῶν Γεργεσηνῶν (Ἁγίου Βασιλείου Ἐπισκόπου Σελευκείας)





Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ ᾿Ιησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. Καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· Τί ἡμῖν καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; ῏Ην δὲ μακρὰν ἀπ᾿ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. Οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ῾Υπάγετε. Οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων· καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. Οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. Καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ ᾿Ιησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.

Ἀπόδοση:

Τον καιρώ εκείνο, όταν έφτασε στην απέναντι όχθη, στην περιοχή των Γεργεσηνών, τον συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι που έρχονταν από τα μνήματα, τόσο φοβεροί, που κανένας δεν τολμούσε να περάσει από εκείνον το δρόμο. Και με κραυγές του έλεγαν: «Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμάς, Υιέ του Θεού; Ήρθες εδώ να μας βασανίσεις πριν την ώρα μας;» Μακριά απ’ αυτούς έβοσκε ένα μεγάλο κοπάδι χοίρων. Και οι δαίμονες τον παρακαλούσαν λέγοντας: «Αν είναι να μας διώξεις, άφησέ μας να πάμε στο κοπάδι των χοίρων». Κι εκείνος τους είπε: «Πηγαίνετε». Αυτοί βγήκαν και πήγαν στο κοπάδι των χοίρων. Και όλο το κοπάδι όρμησε και γκρεμίστηκε στη λίμνη και πνίγηκαν μέσα στα νερά. Οι βοσκοί έφυγαν, πήγαν στην πόλη και ανήγγειλαν όλα τα συμβάντα και ό,τι έγινε με τους δαιμονισμένους. Βγήκε τότε όλη η πόλη να συναντήσει τον Ιησού, κι όταν τον είδαν, τον παρακάλεσαν να φύγει από την περιοχή τους. ο Ιησούς επιβιβάστηκε στο πλοίο, διέσχισε τη λίμνη και ήρθε στην πόλη του.



(Επιμέλεια κειμένου: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη)


Ἁγίου Βασιλείου Ἐπισκόπου Σελευκείας: 

Λόγος εἰς τόν δαιμονιζόμενον



Πολλές είναι οι επιβουλές των δαιμόνων κατά των ανθρώπων. Πολλαπλάσια όμως η βοήθεια του Θεού προς τους ανθρώπους. Πράγματι, εάν δεν μας υπερήσπιζε η άνωθεν συμμαχία, θα είχεν εξαφανισθή προ πολλού το γένος μας από τις πολιορκίες των δαιμόνων. Διότι ποία ευκαιρία η ποίον χρόνον άφησαν χωρίς πειρασμούς; Πότε έπαψαν να ετοιμάζουν παγίδες στην ανθρώπινη φύση και να σχεδιάζουν τις συμφορές μας;

Δεν είναι πονηρά η φύσις του διαβόλου, αλλά απεδείχθη η προαίρεσίς του. Σ’ αυτόν είχε αναθέσει ο Δημιουργός τη διοίκηση του αέρος, όπως ο ακροατής των ουρανίων Παύλος μας αποκάλυψε λέγοντας: «Κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος, του πνεύματος του νυν ενεργούντος εν τοις υιοίς της απειθείας». Έπειτα όμως, επιθυμώντας να υπερβή την φύση του, εξέπεσε της αξίας του, χάνοντας τον θρόνο εξ αιτίας του υψηλού φρονήματός του. Έγινε δηλαδή ο όγκος του φρονήματος μέτρο της στερήσεως του Πνεύματος. Γι’ αυτό λοιπόν ήρχισε να ασχολήται με τους ανθρώπους, εκδηλώνοντας έτσι την αποστροφή του προς τον Δημιουργό, και να προσπαθή με διάφορες μηχανορραφίες να αμαυρώση την εικόνα του Κτίστου. Επειδή, δηλαδή, δεν ημπορούσε να πολεμήση τον Θεό, μεθοδεύει αλλιώς την μάχη, διδάσκοντας τα κτίσματα να επαναστατούν κατά του Κτίστου. Έτσι, αμέσως μόλις επλάσθη ο πρώτος άνθρωπος και έφερε τα χαρακτηριστικά της εικόνος, τον συνεβούλευσε να μελετήση την αντιθεϊα λέγοντας: «Η αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, διανοιχθήσονται υμών οι οφθαλμοί, και έσεσθε ως θεοί». Καθώς δε επλήθαινε το γένος, του βάζει λογισμούς ειδωλολατρίας. Κατήντησε το κτίσμα σε τόσο σκοτασμόν, ώστε να προσκυνή την κτίση, αγνοώντας τον Κτίστη. Και έβλεπες παντού βωμούς και ναούς και κατασκευές ειδώλων, αίματα και χορούς δαιμόνων.

Δεν ηρκέσθησαν όμως σ’ αυτήν την αποπλάνηση των ανθρώπων οι δαίμονες, ούτε στις τιμές που απελάμβαναν από αυτούς, αλλά και τιμωρούσαν τους αθλίους ανθρώπους, και εισχωρώντας μέσα τους κατοικούσαν σ’ αυτούς. Δεν αφήνει όμως ο Θεός αβοήθητο το πλάσμα του, αλλά αφού εχρησιμοποίησε διάφορες μεθόδους θεραπείας, τελευταία, θέτει σε ενέργεια το σοφό σχέδιο της εν Χριστώ οικονομίας, προξενώντας έτσι το αύτανδρο ναυάγιο των δαιμόνων. Αναγγέλλοντας δε την ελευθερία με τα λόγια, επεβεβαίωνε την υπόσχεση με θαύματα.

Αυτό μας παρέστησε με σαφήνεια η διήγησις του Ευαγγελίου που μόλις ανεγνώσθη. Ελέγχει την επήρεια των δαιμόνων και δεικνύει την βοήθεια που παρέχει ο Θεός προς τους ανθρώπους: «Εξελθόντι δε αυτώ επί την γην υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως, ος είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών, και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο και εν οικία ουκ έμενεν, αλλά εν τοις μνήμασιν». Αυτός είναι ο θυμός των δαιμόνων κατά των ανθρώπων. Επιθυμούν να τους καταλάβουν όλους, λυπούνται όμως που δεν ημπορούν ούτε καν να τους επηρεάσουν όλους. «Υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως». Η μία συμφορά πιο τρομερά από την άλλη. Οι δαίμονες κατοικούσαν μέσα του και ο ίδιος κατοικούσε στα μνήματα, ώστε κατοικώντας εκεί και συγχρόνως κατοικούμενος να αναγκάζεται να συγκατοική με τους νεκρούς. Μάλλον ήταν καταδικασμένος να υπομένη μία ζωή βαρυτέρα από τον θάνατο. Διότι σ’ εκείνους που απέρχονται, ο θάνατος κλέπτει την αίσθηση των παθημάτων και ο τάφος χαρίζει στους νεκρούς ελευθερία από τα λυπηρά. Ενώ εκείνος ήταν μεν κατά τα άλλα νεκρός, εζούσε δε μόνο τόσον όσο να αισθάνεται την ταλαιπωρία του και δεν ημπορούσε να απαλλαγή απ’ αυτήν. «Και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο». Πόσον αλλοπρόσαλλη είναι η κακία του διαβόλου! Τον Αδάμ, που ήταν σωστά γυμνός, τον ενέδυσε με αισχύνη. «Και εδεσμείτο αλύσεσι και πέδαις φυλασσόμενος, και διαρρήσων τα δεσμά ηλαύνετο υπό του δαίμονος εις τας ερήμους». Εδάνειζε και δύναμη στον πάσχοντα για να διαρρήξη τα δεσμά. Διότι στο πάθος αυτό υποχωρεί ακόμη και ο σίδηρος και αποδεικνύεται ανίσχυρος. Δεν άφηνε κανέναν να περάση απ’ αυτό το μέρος. Ως λυσσώδη είχε εξαπολύσει ο δαίμονας τον άνθρωπον εναντίον των ανθρώπων. Όμως αν και με τόσες συμφορές τον είχε δέσει ο δαίμονας, δεν κατόρθωσε να τον εμποδίση να συναντηθή με τον Κύριο. Το πρώτο μέσον που εχρησιμοποίησε η Πρόνοια ήταν αυτό: οι δαίμονες, μη υποφέροντας την λαμπρότητα εκείνου που ήταν ενώπιόν τους, εφώναζαν: «Τι ημίν και σοί, Ιησού;» Αντιδρούν μόνο στο σώμα που φαίνεται, μη γνωρίζοντας ότι σ’ αυτό το σώμα είναι κρυμμένη η θεότης. Διότι πώς ημπορεί ο δούλος να φωνάζη στoν Δεσπότη: «Τι εμοί και σοί»; Περιφρονούν αυτόν που βλέπουν, επειδή δεν βλέπουν αυτόν που τους βασανίζει.

Τι σχέση έχουμε εμείς μαζί σου; Ω, πόσους δικαίους έχουμε συναντήσει, και δεν εδοκιμάσαμε από αυτούς παρόμοιο μαστίγωμα! Μας είναι αφόρητος ο εχθρός, ανυπόφορα τα βέλη του. «Τι ημίν και σοί;» Από τότε που ήλθες στην γη εκήρυξες τον πόλεμο εναντίον μας. Σε είδαν οι μάγοι όταν εγεννήθης και σε προσεκύνησαν, δραπετεύοντας από εμάς. Σε ήκουσαν οι τελώνες που ομιλούσες και απέδρασαν από τα ιδικά μας τελώνια. Τις πόρνες, τα θύματά μας, τις συνέλαβες εσύ με την μετάνοια. Μία παρηγορία μας είχε μείνει, τα παθήματα των ανθρώπων, και αυτήν την απόλαυση μας την εστέρησες. Εκεί ανόρθωσες τους παραλύτους, αλλού απήλλαξες τους κωφούς από το πάθος τους. Εκεί εχάρισες τις ηλιακές ακτίνες στους τυφλούς. Εκεί απέλυσες τους νεκρούς από τους τάφους. Ετοιμόρροπο κατήντησες το δεσμωτήριον του θανάτου, το οποίον εμείς με τόσους κόπους οικοδομήσαμε. Όσες θεραπείες προσέφερες στους ανθρώπους, τόσες τιμωρίες προεκάλεσες σ’ εμάς.

«Τι ημίν και σοί, Ιησού, Υιέ του Θεού»; Τον αποκαλούν μεν Υιό του Θεού, δεν γνωρίζουν όμως ότι ο Υιός είναι Θεός. Επειδή υιοί του Θεού αποκαλούνται και όσοι για την μεγάλην αρετή τους εξοικειώθησαν με τον Θεόν. Με αυτήν την έννοια λέγει: «Υιός πρωτότοκός μου Ισραήλ». Και πάλι «Εγώ είπα: Θεοί εστέ και υιοί Υψίστου πάντες». Και πάλι: «Ιδόντες δε οι υιοί του Θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων». Αυτό το όνομα, δηλαδή, δεν είναι γνώρισμα μόνο της φύσεως, αλλά και της οικειότητος. Αυτήν την άγνοια έδειξεν ο διάβολος και σ’ αυτά που συνέβησαν στον Ιορδάνη. Διότι ακούγοντας την φωνήν την ερχομένην από τον ουρανόν «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός», του έλεγε, επειδή αγνοούσε, «ει Υιός ει του Θεού, βάλε σεαυτόν κάτω». Εάν εγνώριζε ότι ομιλεί σε Θεόν, πώς προσπαθεί να τον φοβήση προστάζοντάς τον να πέση κάτω; Διότι η φύσις του Θεού δεν γνωρίζει ούτε ύψος ούτε βάθος.

Ο Ευαγγελιστής Μάρκος έτσι εδιηγήθη τα λόγια των δαιμόνων: «Τι ημίν και σοί, Ιησού Ναζαρηνέ». Δεν απευθύνεται σ’ αυτόν ως ποιητήν των ανθρώπων, αλλά σαν πολίτη της Ναζαρέτ. Αφού είσαι ορατός, λέγει, να ενεργής αναλόγως. Άνθρωπο βλέπουμε, αλλά σαν από Θεό διωκόμεθα. Το μαστίγωμά σου δεν ομοιάζει με Ναζαρηνού, δείχνεις να έχης κατεβή από τον ουρανό. Αποκάλυψε την φύση με τα έργα σου.

«Τι ημίν και σοί, Ιησού, Υιέ του Θεού; Ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς;» Τι λέγεις, διάβολε; Σ’ αυτόν που εδημιούργησε τον μετρητόν χρόνο και έθεσε τους όρους της Κρίσεως τολμάς να φωνάζης: Τώρα ήλθες; Αλλά δεν γνωρίζει ότι αυτή που τώρα ήλθε είναι η αθάνατος φύσις, επιβεβαιώνοντας την άφιξή της με την δουλικήν μορφή. Δεν γνωρίζει ότι ο Κύριος και Θεός των όλων φορά την στολή που έλαβε από τον Δαυϊδ. Παρακινείται μεν προς καταφρόνηση από την θέα, μαστιγώνεται δε αοράτως από την ενέργεια της θεότητας, γι’ αυτό εκστομίζει λόγια θρασύτητος μαζί και ικεσίας. «Τι ημίν και σοί, Ιησού; Δέομαί σου, μη με βασανίσης». Δειλία και θρασύτητα έχουν τα λόγια του. Δυναμώνει την φωνή σαν δούλος αυθάδης, αλλά και ικετεύει σαν κατάδικος που μαστιγώνεται. «Ήλθες ώδε προ καιρού». Από πού έμαθε ότι δεν είναι τώρα η ώρα της κρίσεως; Πώς γνωρίζουν ότι βασανίζονται πριν την ώρα τους; Γνωρίζουν από αυτά που κάνουν ότι θα τιμωρηθούν για τα έργα τους. Έβλεπαν ότι τώρα δεν τους τιμωρούσε, αλλά μόνον τους εδίωκε από τους ανθρώπους. Από το ότι λοιπόν δεν τιμωρούνται, συμπεραίνουν ότι δεν έχει έλθει ο καιρός των βασάνων. Υποφέρουν πριν από την Κρίση, επειδή διατάζονται να παύσουν να ταλαιπωρούν τους ανθρώπους. «Παρήγγειλε γαρ τω πνεύματι τω ακαθάρτω εξελθείν από του ανθρώπου». Δεν τους έσυρε ακόμη στο Δικαστήριο, δεν τους έδειχνε ακόμη το φοβερόν του Βήμα, δεν άναβε ακόμη την φλόγα της Κρίσεως, αλλά μόνον με απειλές ανεχαίτιζε την ορμή τους. Τόση ήταν η δύναμις του πάθους!

Θέλοντας όμως ο Δεσπότης να δείξη στους παρόντες ακόμη και μέσα στα δεινά, την ανέκφραστο πρόνοιά του για τους ανθρώπους, ερωτά: «Τι όνομά σοι; Και απεκρίθη λέγων: Λεγεών όνομά μοι, ότι πολλοί εσμέν». Δεν ερωτά επειδή αυτός είχεν ανάγκη να ερωτήση, αλλά για να αποκαλύψη σ’ εμάς πόσοι φονείς δαίμονες είχαν καταλάβει το ανθρώπινο σώμα και παρ’ όλα ταύτα εκείνο δεν είχε αφανισθή. Ότι πλήθος δαιμόνων, εκστρατεύοντας εναντίον ενός ανθρώπου, δεν υπερίσχυσε, δεν τον εκρήμνισε στους βράχους, δεν τον κατετεμάχισε, δεν κατεσπάραξε τον άνθρωπο μαζί με τα σίδερα που εφορούσε. Αλλά άντεξε στις τρικυμίες των δαιμόνων, προστατευόμενος μέσα στα βασανιστήρια από το χέρι του Θεού. Και μάλιστα ο Ευαγγελιστής φιλοτιμείται να προσθέση το ακόμη σημαντικότερο: «Πολλοίς γαρ χρόνοις συνηρπάκει αυτόν» (τον είχε κυριεύσει δηλαδή). Τι ανυπέρβλητος κηδεμονία! Δεν εβασανίζοντο λιγότερον από ό,τι εβασάνιζαν, αφού ο τρόπος τους ήταν φονικός, αλλά δεν επέτρεπε ο Θεός να επιτύχουν αυτό που επιθυμούσαν, μέχρι την στιγμή όπου έφθασε η φανερά απόφασις του Βασιλέως, χαρίζοντας την ελευθερία σ’ αυτόν που τόσο υπέφερε.

«Ην δε εκεί αγέλη χοίρων ικανών βοσκομένων εν τω όρει. Και παρεκάλουν αυτόν ίνα επιτρέψη αυτοίς εις εκείνους εισελθείν. Και επέτρεψεν αυτοίς. Εξελθόντα δε τα δαιμόνια από του ανθρώπου εισήλθον εις τους χοίρους, και όρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις την λίμνην και απεπνίγη». Για ποίον λόγο το επιτρέπεις αυτό στους δαίμονες, Κύριε; Γιατί, αφού γνωρίζεις την πονηρία τους, επείσθης στα λόγια τους; Για να μάθωμε, άνθρωποι, ότι και από τους χοίρους είναι πιο αδύνατοι, όταν τους εμποδίζει ο Θεός. Εκτός αυτού, θέλει να διδάξη τους ανθρώπους ότι είναι χαρά στους δαίμονες η απώλεια των ανθρώπων και ότι εκείνοι διασκεδάζουν με τις συμφορές τις ιδικές μας. Διότι δεν δείχνουν κανέναν οίκτον για την φύση των ανθρώπων. Εφ’ όσον εκδηλώνουν μέχρι και στους χοίρους την κακία τους, τι δεν θα έκαμναν εναντίον των ανθρώπων εάν τους επετρέπετο; Από όλα αυτά, λοιπόν, θα παρακινηθούμε να μισήσωμε την απανθρωπία, γνωρίζοντας την έχθρα τους, και να αποφεύγωμε τις συμβουλές αυτών των οποίων δεν αντέχουμε τις επιβουλές.

Αλλά εκτός από αυτά μας εδίδαξε και την κηδεμονία του Θεού προς τους ανθρώπους. Διότι όλα θα εξηφανίζοντο ακαριαίως και κανένα από τα όντα δεν θα απέμενε, αφού θα κατεσπαράζοντο από τις δαιμονικές ορμές, εάν δεν επροστατεύοντο από το κεκρυμμένο και ακαταγώνιστο χέρι του Θεού. Επιτρέπει λοιπόν τα μικρότερα για να μάθωμε τα μεγαλύτερα, και πότε πότε μας παραδίδει στις δυσκολίες για να έχωμε την αίσθηση των υψηλοτέρων. Δεν θα άφηνε ποτέ να πάθωμε το παραμικρόν, εάν δεν ελησμονούσαμε εύκολα την θεία συμπαράσταση. Επέτρεψε να γίνη ζημία στους χοίρους, για να διδαχθούμε την ωφέλεια που προξενεί στους ανθρώπους.

Ας ομολογούμε λοιπόν την πρόνοια την οποία απολαμβάνουμε. Να υμνούμε την κηδεμονίαν από την οποία φυλαττόμεθα. Ας κηρύττωμε την βοήθεια του Θεού, από την οποία προστατευόμεθα. Από αυτήν να εξαρτήσωμε τους εαυτούς μας και προς αυτήν προσβλέποντας πάντοτε να αναφωνούμε: «Συ, Κύριε, βοηθός ημών και σκεπαστής».

Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας.
Αμήν.

(5ος αιών - Migne, P.G., τόμ. 85, στ. 269. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 177 και εξής. Επιμέλεια κειμένου Δημήτρης Δημουλάς , πηγή: www.alopsis.gr)

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

Ὁ Ἃγιος Παΐσιος ὁ Μέγας καί Θεοφόρος (19 Ἰουνίου)





Μια φορά, ενώ ο Oσιος Παίσιος προσευχόνταν στο κελί του πήγαν σ΄αυτόν ο Χριστός και δύο άγγελοι,όπως είχαν κάποτε πάει στον πατριάρχη Αβραάμ και του είπαν:''Χαίρε Παίσιε,σήμερα πρέπει να μας φιλοξενήσεις!''Ο Παίσιος τους δέχθηκε με χαρά,δεν ετοίμασε όμως φαγητά όπως ο Αβραάμ,αλλά έφερε νερό για να πλύνει τα πόδια Του.Και επειδή όταν φιλοξενείς καποιον δεν υπάρχει πιο σημαντικό πράγμα από το να του πλύνεις τα πόδια,ο Παίσιος αυτό έκανε.Ο Χριστός του είπε:''Ειρήνη Σοι δούλε Μου''! και έφυγε. 


Ο Άγιος Παίσιος καιόμενος  από τη θεική αγάπη έτρεξε και ήπιε το νερό με το οποίο είχε πλύνει τα πόδια του Ιησού και άφησε και λίγο για τον υποτακτικό του ο οποίος έλειπε στην Αίγυπτο.
Ερχόμενος ο υποτακτικός από το ταξίδι και όντας πολύ κουρασμένος του είπε ο όσιος:''Πήγαινε να πιείς νερό από το δοχείο εκείνο για να σβήσεις τη δίψα σου!''.Ο υποτακτικός υπάκουσε αλλά έλεγε από μέσα του:''Εγώ ταξίδεψα μέσα σε αφόρητο καύσωνα και ο γέροντας αντί να με στείλει στην πηγή να πιώ νερό δροσερό με στέλνει να πιω νερό βρώμικο και στάσιμο!''.
Αυτά σκεφτόνταν ο υποτακτικός όταν ο όσιος τον έστειλε για δεύτερη φορά και ενώ είπε ότι θα πάει δεν πήγε,Ο όσιος του το είπε για τρίτη φορά και αυτός δεν υπάκουσε.
Τότε του είπε'Τώρα θα πάρεις τον μισθό της ανυπακοής σου.δηλαδή θα χάσεις τα θεικά δώρα!''.Ακούγοντας αυτό ο υποτακτικός στενοχωρήθηκε και έτρεξε αμέσως να πιεί νερό από το δοχείο,αλλά αυτό είχε εξαφανιστεί,και είπε;;''Γέροντα,δε βρίσκω το νερό για να το πιώ΄΄

-Πως να το βρεις αφού έγινες ανάξιος;Επειδή η ανυπακοή διώχνει τη χάρη από τον 
ανυπάκουο,όπως η υπακοή φέρνει τη χάρη στον υπάκουο
-Ποιό ήταν αυτό το μεγάλο δώρο που έχασα και πως εξαφανίστηκε;
-Επειδή έκανες ανυπακοή,ενώ τρεις φορές σου είπα να πιείς από το νερό εκείνο,άγγελος Κυρίου κατέβηκε από τον ουρανό  και πήρε το αγιασμένο νερό.

Ακούγοντας αυτό ο υποτακτικός συγκλονίστηκε και έμεινε άφωνος για πολύν ώρα.Ερχόμενος εις εαυτόν,έκλαιγε και θρηνούσε:''Τι έχασα ο άθλιος,τι έχασα!Ο διάβολος δεν μ΄άφησε να το αποκτήσω!''                                                                                                                                                                                                
Αφού έκλαψε πολύ  μετάνοιωσε και ζητούσε έλεος.
Ο όσιος του είπε:''Γιέ μου,ο Αδάμ έφυγε από τον παράδεισο για την ανυπακοή του.Επειδή
 όμως λυπήθηκες πολύ και μετανόησες,σήκω από την πτώση της ανυπακοής,κάνε υπακοή και ζήτα από τον Κύριο συγχώρεση.Ο Κύριος ελεεί όσους μετανοούν πραγματικά και προσεύχονται'' 



Ο Όσιος Παΐσιος καταγόταν από την Αίγυπτο και γεννήθηκε το έτος 300 μ.Χ. από γονείς πολύ πλούσιους, αλλά και ευσεβείς. Ήταν επτά αδέλφια και ο μικρότερος ήταν ο Παϊσιος. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα και η στοργική μητέρα του τον ανέθρεψε σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου. 

Σε νεαρή ηλικία ο Παΐσιος, πήγε στη έρημο κοντά στον διάσημο για την αρετή, του αββά Παμβώ. Με οδηγό αυτόν τον έμπειρο πνευματικό πατέρα, ο Παΐσιος απέκτησε πολλές θείες αρετές. Όταν πέθανε ο Παμβώ, ο Παΐσιος αναχώρησε στο δυτικό μέρος της ερήμου και εκεί έστησε τη διαμονή του, όπου πλήθος ανθρώπων πήγαιναν προς αυτόν, για να ζητήσουν το δρόμο της σωτηρίας και να ακούσουν από το στόμα του λόγια πνευματικά και ψυχωφελή.
Όταν ο Παΐσιος έφτασε σε βαθιά γεράματα, τον 
παρακάλεσαν πολλοί αδελφοί, ν’ αφήσει την έρημο και να κατεβεί στην κοντινότερη πόλη, για να μπορέσουν πολλοί άνθρωποι να ωφεληθούν από τους άγιος λόγους του. Πράγμα που έγινε και έτσι δόθηκε σε πολλούς η ευκαιρία να γνωρίσουν τον δρόμο της σωτηρίας, από τα θεόπνευστα λόγια του Παϊσίου. Μαθητής του Οσίου, υπήρξε και ο Όσιος Παύλος.

Αφού ο Όσιος Παΐσιος ωφέλησε πολλούς συνανθρώπους του, πέθανε σε πολύ προχωρημένη ηλικία και τον έθαψαν στην έρημο όπου ασκήτευσε. Μετά από χρόνια, ο πατήρ Ισίδωρος, ανακόμισε τα άγια λείψανά του και τα μετέφερε στην Πισιδία, όπου τα εναπόθεσε στο εκεί Μοναστήρι του.  



Ο Όσιος Παίσιος ο Μέγας και Θεοφόρος εορτάζει στις 19 Ιουνίου 


proskynitis.blogspot.gr

Η Μονή του Οσίου Παισίου στην Αιγυπτο


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν Μοναστῶν κορωνίς, ὁ ἄσαρκος ἄνθρωπος, τῶν οὐρανῶν οἰκιστής, ὁ θεῖος Παΐσιος, χαίρει τὴ αὐτοῦ μνήμη, σὺν ἠμὶν ἑορτάζων, νέμει τοὶς κοπιώσι, δι' αὐτὸν θεῖον χάριν διὸ ἐν προθυμίᾳ πολλὴ τοῦτον τιμήσωμεν



Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Ο ΚΑΡΠΟΣ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ (Ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου)

Ὁ ἄνθρωπος πού φοβᾶται τό Θεό δέν καταφρονεῖ τό νόμο τῆς νηστείας. Θά σᾶς μιλήσω γι᾿ αὐτό τό θέμα, γιατί ὁ πονηρός διάβολος, πού μισεῖ ὅλα τά καλά, πηγαίνει σέ κάθε χριστιανό καί, δένοντάς τον ἀόρατα μέ τήν ἀμέλεια καί τήν ὀκνηρία, τόν πείθει νά καταφρονήσει τήν ἁγία νηστεία, πού γεννάει τόσα πνευματικά ἀγαθά καί συντελεῖ στή σωτηρία μας. 


Γι᾿ αὐτό σᾶς παρακαλῶ, νά μήν ἀκούσετε καθόλου τόν ἐχθρό τῆς ψυχῆς μας οὔτε νά ὑποκύψετε στό πάθος τῆς γαστριμαργίας οὔτε νά ξαναγυρίσετε σέ περασμένη κακή συνήθεια.

Καθένας μας ἄς μήν ξεχνάει τήν ὠφέλεια πού προξενεῖ ἡ νηστεία. Εἶναι ὁ γιατρός τῶν ψυχῶν μας. Ἄλλου ταπεινώνει τή σάρκα. Ἄλλου καταπραΰνει τό θυμό. Ἀπό ἄλλον διώχνει τόν ὕπνο. Σέ ἄλλον φέρνει τήν προθυμία νά κάνει ἀγαθοεργίες. Ἄλλου καθαρίζει τόν νοῦ καί τόν ἐλευθερώνει ἀπό πονηρούς λογισμούς. Ἄλλου δαμάζει τήν ἀδάμαστη καί ἀσυγκράτητη γλῶσσα, γιά νά μή λέει λόγια περιττά καί ἄπρεπα. Ἄλλου ἐμποδίζει τά μάτια νά βλέπουν ἐδῶ κι ἐκεῖ καί νά περιεργάζονται πράγματα μάταια ἤ βλαβερά.

Ἡ νηστεία σιγά-σιγά λεπταίνει τό στρῶμα τῆς ἁμαρτίας, πού καλύπτει τήν ψυχή, καί διώχνει τήν ὁμίχλη, καθαρίζει τά ψυχικά μας μάτια καί μᾶς ἀποκαλύπτει τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ νηστεία, μαζί μέ τήν ἀγρυπνία, μαλακώνει τή σκληρότητα τῆς καρδιᾶς καί μᾶς φέρνει σέ κατάνυξη, ὁπότε εὔκολα περνοῦμε, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τή θύελλα τῶν παθῶν καί τή φουρτούνα τῶν πειρασμῶν, καί φτάνουμε στό λιμάνι τῆς ἀπαθείας.

Αὐτά βέβαια, ἀδελφοί μου, δέν εἶναι δυνατό νά γίνουν μέσα σέ μιά μέρα οὔτε μιά βδομάδα, ἀλλά κατορθώνονται, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, μέσα σέ μεγάλο χρονικό διάστημα καί μέ πολύ κόπο, ἀνάλογα μέ τήν προθυμία καί τήν προαίρεση τοῦ καθενός, τό μέτρο τῆς πίστεώς του, τή διάθεση καταφρονήσεως τῆς ἁμαρτίας, τό βάθος τῆς ἀδιάκοπης μετάνοιας, τή θερμότητα καί συχνότητα τῆς προσευχῆς. Ὅλων αὐτῶν, ὅμως, βάση καί προϋπόθεση καί ἀρχή εἶναι ἡ νηστεία. Ὅσες ἀρετές χτίσουμε πάνω στό θεμέλιο τῆς νηστείας, εἶναι ἄσειστες καί ἀσάλευτες, σά νά χτίστηκαν πάνω σέ στερεή πέτρα. Ὅταν βγάλουμε τό θεμέλιο τῆς νηστείας καί στή θέση του βάλουμε τό χορτασμό τῆς κοιλιᾶς, τότε μᾶς παρασύρουν οἱ πονηροί λογισμοί καί οἱ σαρκικές ἐπιθυμίες καί τά ψυχοφθόρα πάθη, ὅπως σέρνεται ἡ ἄμμος ἀπό τό ποτάμι, καί γκρεμίζεται ὁλόκληρη ἡ οἰκοδομή τῶν ἀρετῶν.

Γιά νά μή συμβεῖ λοιπόν σέ μᾶς αὐτό τό κακό, ἄς χτίσουμε τό οἰκοδόμημα τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς πάνω στή νηστεία. Αὐτό ὅμως νά γίνει μέ τή θέλησή μας, χωρίς τήν πίεση ἄλλων. Πρέπει ἐλεύθερα καί ἑκούσια νά ἐκτιμήσουμε καί ν᾿ ἀγκαλιάσουμε τή νηστεία, πού ἡ ἀναγκαιότητά της ὑπογραμμίζεται ὄχι μόνο ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, τούς κανόνες τῶν ἁγίων Συνόδων καί τίς ὑποθῆκες τῶν Πατέρων, ἀλλά καί ἀπό τό ἱερό Εὐαγγέλιο.

Πρῶτα-πρῶτα ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, πρίν ἀναμετρηθεῖ στήν ἔρημο μέ τό διάβολο, νήστεψε σαράντα μέρες καί σαράντα νύχτες. Κι αὐτό τό ἔκανε, ὄχι γιατί Τοῦ χρειαζόταν ἡ νηστεία γιά νά καταλάβει τόν πονηρό, ἀφοῦ εἶναι Θεός παντοδύναμος, ἀλλά γιατί θέλησε νά μᾶς δώσει, ὅπως καί σ᾿ ἄλλες περιπτώσεις, ἄμεσο καί προσωπικό παράδειγμα γιά μίμηση. Ἐκεῖνος, σάν Θεός, ὄχι, ἀλλά ἐμεῖς, σάν ἄνθρωποι, ναί, ἔχουμε ἀνάγκη τή νηστεία γιά νά διώξουμε μακριά μας τό γένος τῶν δαιμόνων «ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν (ἀπό τόν ἄνθρωπο) εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ». Ὅπως λοιπόν ὁ ἀγώνας τοῦ Κυρίου κατά τοῦ διαβόλου θεμελιώθηκε στή νηστεία, ἔτσι καί ὁ δικός μας ἀγώνας.

Ἀλλά καί στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων διαβάζουμε, ὅτι στήν ἐκκλησία τῆς Ἀντιόχειας ἦταν κάποιοι «προφῆται καί διδάσκαλοι», τούς ὁποίους τό Ἅγιο Πνεῦμα πρόσταξε νά στείλουν τόν Παῦλο καί τόν Βαρνάβα στό ἀποστολικό ἔργο. Πότε καί πῶς ὅμως τούς μίλησε τό Ἅγιο Πνεῦμα; «Λειτουργούντων αὐτῶν τῷ Κυρίῳ καί νηστευόντων». Καί πράγματι, «ἐπιθέντες τάς χεῖρας αὐτοῖς (τῷ Βαρνάβα καί τῷ Παύλῳ) ἀπέλυσαν». Πῶς καί πάλι; «Νηστεύσαντες καί προσευξάμενοι». Καί ὅταν οἱ δύο αὐτοί Ἀπόστολοι ἐπισκέφθηκαν ἀργότερα τίς τοπικές ἐκκλησίες τῆς Μ. Ἀσίας, «χειροτονήσαντες πρεσβυτέρους κατ᾿ ἐκκλησίαν, προσευξάμενοι μετά νηστειῶν παρέθεντο αὐτούς τῷ Κυρίῳ».

Σέ μιά ἐπιστολή του, ἐξάλλου, ὁ πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος συμβουλεύει τούς συζύγους νά ἐγκρατεύονται «ἐκ συμφώνου πρός καιρόν, ἵνα σχολάζωσι τῇ νηστείᾳ καί τῇ προσευχῇ».

Βλέπουμε τώρα καθαρά, μέσ᾿ ἀπό τή Γραφή, τή σημασία τῆς νηστείας. Αὐτή διώχνει τό διάβολο. Αὐτή ἑλκύει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτή μᾶς σηκώνει νοερά ἀπό τή γῆ, ὅπου τρεφόμαστε μέ «τήν βρῶσιν τήν ἀπολλυμένην», καί μᾶς ἐμπνέει τή λαχτάρα γιά τά οὐράνια, γιά «τήν βρῶσιν τήν μένουσαν εἰς ζωήν αἰώνιον». Αὐτή μᾶς κάνει ὅμοιους μέ τούς ἄσαρκους ἀγγέλους, πού ποτέ δέν τρῶνε καί ἀκατάπαυστα δοξολογοῦν τό Θεό. Αὐτή δίνει φτερά στό θεῖο πόθο, στήν προσευχή καί τή δοξολογία τοῦ Κυρίου, στή μελέτη τοῦ λόγου Του. Γιατί εἶναι γραμμένο: «Οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπί παντί ῥήματι ἐκπορευομένῳ διά στόματος Θεοῦ».

Ἄς χορταίνουμε, λοιπόν, ὄχι τήν κοιλία μας μέ γήινες τροφές, ἀλλά τήν ψυχή μας μέ τά θεῖα λόγια τῆς Γραφῆς καί τίς θεόπνευστες διδαχές τῶν ἁγίων Πατέρων μας. Κάθε γήινη τροφή «οὐκ εἰσπορεύεται εἰς τήν καρδίαν, ἀλλ᾿ εἰς τήν κοιλίαν, καί εἰς τόν ἀφεδρῶνα ἐκπορεύεται». Ἡ οὐράνια τροφή τοῦ θείου λόγου, ὅμως, μπαίνει στήν καρδιά, τρέφει τήν ψυχή, φωτίζει τό νοῦ, ἁγιάζει ὅλο τόν ἄνθρωπο. Ἄς διώξουμε τήν ἀμέλεια καί τή ραθυμία. Ὅποιος κάθεται στό τραπέζι καί δέν ἔχει ὄρεξη γιά φαγητό, εἶναι ἄρρωστος σωματικά. Ἔτσι καί ὅποιος δέν ἀκούει καί δέν μελετάει τό λόγο τοῦ Θεοῦ μέ πόθο κι εὐχαρίστηση μεγάλη, εἶναι ἄρρωστος ψυχικά, ἄγευστος ἀπό πνευματικά χαρίσματα, ἑτοιμοθάνατος ἀπό πείνα καί δίψα πνευματική.

Ἄς συνειδητοποιήσουμε λοιπόν τήν ἀναγκαιότητα τῆς παθοκτόνου καί ψυχωφελοῦς νηστείας, πού θά ζωογονήσει τά πάθη καί θά παρακινήσει τή βούλησή μας σέ πνευματικά παλαίσματα, σέ καρποφόρα ἄσκηση, σέ πείνα καί δίψα καί πόθο Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού εἶπε: «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μή πεινάσῃ καί ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή διψήσῃ πώποτε».

(Ἀπό τό βιβλίο: “ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ” Βασισμένο σέ κείμενο τοῦ Ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ) Πηγή: alopsis.gr 

Πηγή: “Εγκόλπιον Ορθοδοξίας”)


Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ (Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου)






Συλογίσου, ἀγαπητέ, ὅτι ὁ διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ διδάσκαλος τῶνδιδασκάλων καί ὁ ἱεροκήρυκας τῶν ἱεροκηρύκων. Μᾶλλον ὁ Κύριος εἶναι ὁ ἕνας καί μοναδικός διδάσκαλος,ὅπως ὁμολόγησε ὁ νυκτερινός μαθητής Νικόδημος:
«Ῥαββί, οἴδαμεν ὅτι ἀπό Θεοῦ ἐλήλυθας διδάσκαλος»1. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μιλώντας στό λαό καίτούς μαθητές Του, εἶπε: «Ὑμεῖς δέ μή κληθῆτε ῥαββί· εἶς γάρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός»2. Γι᾿ αὐτόἦρθε στόν κόσμο, ὄχι μόνο γιά νά τόν λυτρώσει, ἀλλά καί νά τόν διδάξει τήν ἀλήθεια, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἴδιοςπάλι: «Ἐγώ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τόν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ»3. Καί γιά νά ἐπιβεβαιώσει αὐτή τήδιδασκαλία ὁ οὐράνιος Πατέρας, μᾶς πρόσταξε ν᾿ ἀκοῦμε αὐτό τό διδάσκαλο «αὐτοῦ ἀκούεττε»4, ὅτανμάλιστα δέν διδάσκει μόνο μέ λόγια, ἀλλά πολύ περισσότερο μέ ἔργα.
Ὑπολόγισε τώρα, πόσο βαρύ φορτίο σήκωσε ὁ Λυτρωτής μας, γιά νά μᾶς διδάξει τήν ἀλήθεια. Γιατί, ἐνῶγιά τή δημιουργία ὅλων τῶν ὄντων δέν ξόδεψε παρά μόνο ἕνα λόγο «ὅτι αὐτός εἶπε, καί ἐγενήθησαν, αὐτόςἐνετείλατο, καί ἐκτίσθησαν»5, ὅμως, γιά νά μᾶς διδάξει τά θελήματά Του καί τούς θησαυρούς τῆς σοφίας Του, γυμνώθηκε ἀπό τή μεγαλειότητά Του, πῆρε μορφή δούλου καί σχῆμα ἀνθρώπου ἁμαρτωλοῦ – «μορφήν λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος», κατά τόν Ἀπόστολο 6  καί μ᾿ αὐτή τή μορφή ὑποβλήθηκεσέ τόσους κόπους, σ᾿ ὅσους δέν ὑποβλήθηκαν ποτέ οἱ δάσκαλοι καί κήρυκες τοῦ θείου λόγου.
Τί λοιπόν περισσότερο μποροῦσε νά κάνει ἡ ἄψευστη Ἀλήθεια, παρά νά γίνει, μέ τήν αὐτοπρόσωπηδιδασκαλία Της, καί δική μας ἀλήθεια; «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια»7. Μέ ποιόν ἄλλο τρόπο μποροῦσε νά δείξει πώςμᾶς ἀγαπάει ὁ γλυκύτατός μας διδάσκαλος, παρά μέ τό νά ὑποφέρει τόσους κόπους, τρέχοντας ἐδῶ κι ἐκεῖ καίὀργώνοντας ὅλη τήν Ἰουδαία μέ τά ἴδια Του τά πόδια; «Καί περιῆγεν ὅλην τήν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς διδάσκων... καίκηρύσσων τό εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας»8. Καί δέν ἔφτανε αὐτό. Ὑπέμεινε ἐπιπλέον καί τήν ἀτίμωση, ἀφοῦΤόν ὀνόμαζαν φάγο, οἰνοπότη καί δαιμονισμένο, μόνο καί μόνο γιά νά μᾶς διδάξει τό δρόμο πού ὁδηγεῖ στήζωή.
Λοιπόν, ποιά δικαιολογία θά βρεῖς νά πεῖς στόν Κύριο, πού δέν δέχθηκες τή θεία Του διδασκαλίακαί δέν φωτίστηκες ἀπό τό φῶς Του; «Εἰ μή ἦλθον καί ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον· νῦν δέ πρόφασινοὐκ ἔχουσι περί τῆς ἀμαρτίας αὐτῶν»9.
Νά ντραπεῖς λοιπόν, πού τόσες φορές ἀκολούθησες τίς ἀπατηλές διδασκαλίες τοῦ κόσμου, τῆς σάρκαςκαί τοῦ διαβόλου· πού προτίμησες τίς συμβουλές τῆς ἐπίγειας σοφίας, τῆς τιποτένιας καί δαιμονικῆς, ἀπό τίςσυμβουλές τῆς θείας σοφίας· πού δέν θέλησες τίποτ᾿ ἄλλο ψηλότερο, παρά ἔκανες τό πᾶν γιά ν᾿ ἀποκτήσειςδόξα καί τιμή ἀνθρώπινη· πού ἀγωνίστηκες νά ἱκανοποιήσεις τίς αἰσθήσεις καί τά πάθη σου, ν᾿ ἀπολαύσεις τίςἡδονές καί, τέλος, νά μαζέψεις χρήματα.
Ὑπάρχει μεγαλύτερο χάρισμα ἀπ᾿ αὐτό πού σοῦ δόθηκε, ν᾿ ἀκοῦς δηλαδή ἀπό τό ἴδιο τό στόμα τοῦσαρκωμένου Λόγου ἐκεῖνα τά λόγια, πού θέλησαν ν᾿ ἀκούσουν προφῆτες καί βασιλεῖς καί δέν τ᾿ ἄκουσαν; «Λέγω ὑμῖν, ὅτι πολλοί προφῆται καί βασιλεῖς ἠθέλησαν... ἀκοῦσαι ἅ ἀκούετε, καί οὐκ ἤκουσαν»10. Ὅτανἀνοίγεις γιά νά διαβάσεις τό Εὐαγγέλιο, πού περιέχει τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά τό κάνεις σά ν᾿ἀνοίγεις τόν ἴδιο τόν οὐρανό, ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Ἡ τῶν γραφῶν ἀνάγνωσις τῶν οὐρανῶν ἐστινὑπάνοιξις»11. Πρέπει νά τό μελετᾶς μέ φόβο καί τρόμο, σά νά μιλᾶς μέ τόν ἴδιο τό Θεό. Ἐσύ ὅμως δέναἰσθάνεσαι κανένα φόβο στήν καρδιά σου, ὅταν ἀκοῦς νά σοῦ μιλάει μέ τό στόμα Του ὁ Θεός, σάν τόν φόβο πού αἰσθανόταν ἀκόμα καί ὁ σκληροκάρδιος λαός τοῦ Ἰσραήλ, καί ἔλεγε στό Μωϋσῆ:
«Λάλησον σύ ἡμῖν, καί μή λαλείτω πρός ἡμᾶς ὁ Θεός, μή ἀποθάνωμεν»12.
Συλλογίσου τή διδασκαλία πού κάνει σ᾿ ὅλο τό θεῖο Εὐαγγέλιο Αὐτός ὁ οὐράνιος διδάσκαλος, ἰδιαίτεραὅμως στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία Του, καί ἐξέτασε τίς τρεῖς ποιότητες πού περιέχει ἡ θεία διδασκαλία: τόὕψος, τήν ἀλήθεια καί τήν ὠφέλεια.
Τό ὕψος  τῆς διδασκαλίας, πού ἦταν κρυμμένο καί ἀκατανόητο μέχρι τότε ἀπό τή διάνοια ὅλων τῶνσοφῶν, γίνεται φανερό μ᾿ ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ Κύριος: «Ἐρεύξομαι κεκρυμμένα ἀπό καταβολῆς κόσμου»13. Γιατί μέχρι ἐκείνη τήν ἐποχή ὁ κόσμος νόμιζε, ὅτι εὐτυχισμένος εἶν᾿ ἐκεῖνος πού ἔχει περισσότερα πλούτη, τιμές καίἀπολαύσεις. Ἄς συλλογιστοῦμε λοιπόν πόσο ἐκστατικό ἔμεινε τό ἀνθρώπινο γένος, ὅταν γιά πρῶτη φοράἄκουσε τόν Κύριο νά διατυπώνει μιά τόσο ὑψηλή καί οὐράνια διδασκαλία, ὅτι δηλαδή εἶναι μακάριοι οἱ φτωχοί,οἱ ταπεινοί, οἱ πρᾶοι, οἱ πεινασμένοι, οἱ εἰρηνοποίοι, οἱ καθαροί στήν καρδιά, αὐτοί πού καταδιώκονται καίκατηγοροῦνται ἄδικα. Καί ἀπεναντίας, ὅτι ἄθλιοι καί ταλαίπωροι εἶναι οἱ πλούσιοι, πού ἔχουν τήν καρδιά τους προσκολλημένη στ᾿ ἀγαθά τοῦ κόσμου, οἱ χορτασμένοι μέ τίς τρυφές, ἐκεῖνοι πού χαίρονται, πού γελοῦν, πού ξεφαντώνουν, πού τιμῶνται καί θαυμάζονται ἀπό τούς ἀνθρώπους.
Ποιός μπορεῖ ὅμως νά καταλάβει τό ἀκατάληπτο ὕψος πού περιέχει ἡ διδασκαλία τοῦ θείου Εὐαγγελίου;Γι᾿ αὐτό πολύ σοφά ὁ ἀπόστολος Βαρθολομαῖος ὀνόμασε τό Εὐαγγέλιο μικρό καί μεγάλο: Μικρό στόμῆκος, καί μεγάλο στό πλάτος καί στό ὕψος τῶν νοημάτων (Διονυσίου, κεφ. α΄ τῆς μυστικῆς θεολογίας). ΤόΕὐαγγέλιο, προσθέτει ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος, εἶναι ἕνα πέλαγος, ὅπου βρίσκεται τό σύνολο τῶν χαρισμάτωνκαί ἡ θάλασσα τῶν πνευματικῶν μυστηρίων, καί ὅπου πλέει ὁ μυστικός ΙΧΘΥΣ – Ἰησοῦς Χριστός ΘεοῦΥἱός Σωτήρ, κατά τήν ἀρχαία συμβολική ἀκροστιχίδα. Ἐπιτομή τῆς θεολογίας ὀνόμασε ἀκόμα τό Εὐαγγέλιοὁ ἅγιος Ἱερώνυμος. Ἄν τώρα ὁλόκληρη ἡ Ἀγία Γραφή χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ἱερό Αὐγουστίνο σάνἐγκυκλοπαίδεια ὅλων τῶν ἐπιστημῶν, καί ἀπό τό Μέγα Βασίλειο σάν ἐργαστήριο ψυχῶν καί ἀποθήκητῶν πνευματικῶν βοτάνων, καταλαβαίνουμε πόσο ὑπερέχει τό Εὐαγγέλιο, ἡ Καινή Διαθήκη, πούἐπικυρώθηκε μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καί εἶναι, κατά τόν ἁγιο Μάξιμο, «πρεσβεία Θεοῦ πρός ἀνθρώπους, δι᾿Υἱοῦ σαρκωθέντος, μισθόν δωρουμένου τοῖς πειθομένοις αὐτῷ τήν ἀγέννητον θέωσιν».
Ἡ ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι αὐταπόδεικτη, γιατί προέρχεται ἀπό τό στόμα τῆςαὐτοσοφίας τοῦ Ὑψίστου, πού εἶναι ἡ Ἀλήθεια: «Ἐγώ (δηλ. ἡ σοφία) ἀπό στόματος Ὑψίστου ἐξῆλθον»14. Κι ἄνὅλοι μαζί οἱ ἄνθρωποι, ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι τή συντέλεια τοῦ κόσμου, βρεθοῦν ψεῦτες, μόνο ὁ Θεός δένπρόκειται νά βρεθεῖ ποτέ ψεύτης. Πάντα θά ἐκφράζει τήν ἀλήθεια, ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος: «Γινέσθω δέὁ Θεός ἀληθής, πᾶς δέ ἄνθρωπος ψεύστης»15.
Ἡ ὠφέλεια  τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι φανερή, γιατί ὁδηγεῖ στή σωτηρία. Δηλαδή δίνει «γνώσιν σωτηρίας τῷ λαῷ»16. Καί ἀκόμα, σάν διδασκαλία τοῦ Θεοῦ, ἔχει μέσα της τό Πνεῦμα καί μεταδίδει ζωή, ὅπως λέει ὁ Κύριος: «Τά ῥήματα ἅ ἐγώ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμα ἐστι καί ζωή ἐστι»17.
Ἡ εὐαγγελική διδασκαλία περιέχει ὅλες τίς ἀρχές τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς. Μᾶς δείχνει ποιό εἶναιτό καλό καί ποιό τό κακό. Βγάζει ἀπό πάνω μας τόν παλιό ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, καί μᾶς ντύνει μέ τό νέο, «τόν κατά Χριστόν κτισθέντα». Μεταβάλλει τούς ἀνθρώπους σέ ἀγγέλους.
Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτά ἐσύ τί κάνεις; Μήπως δείχνεις μέ τά ἔργα σου μιά πίστη ἀντιφατική; Ὅταν δηλαδή σέδιδάσκει τό Εὐαγγέλιο τίς θεωρητικές ἀλήθειες καί τά δόγματα τῆς πίστεως, ἐσύ τά δέχεσαι. Ὅταν ὅμως σοῦὁρίζει τίς πρακτικές ἀλήθειες, μέ τίς ὁποῖες θά διορθώσεις τά ἤθη σου, τότε ξεσηκώνονται ὅλες οἱ ἐπιθυμίεςσου καί σέ πιέζουν νά μή δεχθεῖς τούς νόμους του. Ἔτσι, ἀπό τή μιά πιστεύεις, ὅπως λές, γι᾿ ἀληθινή τήδιδασκαλία του, κι ἀπό τήν ἄλλη ζεῖς σά νά τήν πίστευες γιά ψεύτικη. Πρόσεξε ὅμως, γιατί αὐτό τό ἴδιο τόΕὐαγγέλιο θά σέ καταδικάσει, καθώς βεβαιώνει ὁ Κύριος: «Ὁ μή λαμβάνων τά ῥήματά μου, ἔχει τόν κρίνοντααὐτόν· ὁ λόγος ὅν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτόν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ»18.
Χρειάζεται λοιπόν ἔμπρακτη πίστη. Γιατί, θεωρητικά μόνο, «καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καίφρίσσουσι»19. Ἡ ἔμπρακτη πίστη ὅμως εἶναι τό χαρακτηριστικό τῶν ἀληθινῶν χριστιανῶν: «κἀγώ δείξω σοιἐκ τῶν ἔργων μου τήν πίστιν μου»20.
Ξύπνα λοιπόν κι ἔλα στόν ἑαυτό σου. Ἄναψε πάλι μέσα σου τή φλόγα τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης στόθεῖο σου Διδάσκαλο. Νά ντρέπεσαι, γιατί μέχρι τώρα ἔθρεψες τήν καρδιά σου μέ πράγματα ἀντίθετα ἀπόκεῖνα πού Αὐτός δίδαξε μέ τό παράδειγμα καί τά λόγια Του.
Παρακάλεσε, τέλος, τό Χριστό νά κάνει τήν καρδιά σου ταπεινή, ὑπάκουη καί γενναία, γιά νάἐφαρμόζεις ἐκεῖνα πού σέ διδάσκει. «Οὐ γάρ οἱ ἀκροαταί τοῦ νόμου δίκαιοι παρά τῷ Θεῷ ἀλλ᾿ οἱ ποιηταί τοῦνόμου δικαιωθήσονται»21.

_____________

1 Ἰω. γ΄:2.

2 Ματθ. Κγ΄:8.

3 Ἰω. ιη΄:37.

4 Ματθ. Ιζ΄:5.

5 Ψαλμ. 148:5.

6 Φιλιπ. Β΄:7.

7 Ἰω. Ιδ΄:6.

8 Ματθ. Δ΄:23.

9 Ἰω. Ιε΄:22.

10 Λουκ. Ι΄:24.

11 Λόγ. Β΄ εἰς τόν Ἡσαΐαν.

12 Ἐξ. Κ΄:19.

13 Ματθ. Ιγ΄:35.

14 Σοφ. Σειρ. 24:3.

15 Ρωμ. Γ΄:4.

16 Λουκ. Α΄:77.

17 Ἰω. Στ΄:63.

18 Ἰω. Ιβ΄:48.

19 Ἰακ. Β΄:19.

20 Ἰακ. Β΄:18.

21 Ρωμ. Β΄:13.

(Ἀπό τό βιβλίο: «ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ», Ἐκδόσεις: Ι. Μ. Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς)



Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Νέο Βιβλίο - Ἐπισκόπου Γαρδικίου Κλήμεντος: Ὁ Ἅγιος Φιλάρετος τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς - Ἕνας Σύγχρονος Ἀσκητὴς καὶ Ὁμολογητὴς Ἱεράρχης (1903-1985)

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ: ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ - Ἀπόστολος - (Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ)




Ἀδελφοί, δικαιωθέντες ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν  Ἰησοῦ Χριστοῦ, 2 δι᾿ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν, καὶ καυχώμεθα ἐπ᾿ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. 3 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, 4 ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, 5 ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος  Ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν. 6 ἔτι γὰρ Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανε. 7 μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν. 8 συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε. 9 πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δι᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. 10 εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ·


Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ


Εἰρήνευση μἐ τόν Θεό


Στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα ο απόστολος Παύλος μας εξηγεί πώς οι άνθρωποι, που με την αποστασία μας είχαμε γίνει εχθροί του θεού, ειρηνεύσαμε μαζί Του. Λέει λοιπόν ότι το έργο αυτό το επιτέλεσε ο Κύριός μας.
Αυτός ειρήνευσε όλους εμάς τους αποστάτες ανθρώπους με τον Θεό Πατέρα μας. Με την ενανθρώπησή του και το απολυτρωτικό του έργο μας χάρισε τη συγχώρηση και τη σωτηρία μας. Τώρα πλέον όσοι πιστεύουμε σ’ Αυτόν «ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν». Διότι ο Κύριος μάς έχει ήδη οδηγήσει από την κατάσταση της εχθρότητας στην κατάσταση της χάριτος. Όσοι ζούμε πλέον σ’ αυτήν την κατάσταση δεν τρέμουμε πλέον, όπως οι άνθρωποι της Παλαιάς Διαθήκης, την οργή του Θεού. Αντίθετα επειδή ζούμε την κοινωνία και την αγάπη του Θεού καυχιόμαστε ελπίζοντας ότι θα απολαύσουμε και τη δόξα του. Καυχιόμαστε ακόμη και για τις θλίψεις μας· διότι γνωρίζουμε ότι κάθε θλίψη που υπομένουμε καλλιεργεί σιγά-σιγά μέσα μας την υπομονή και την κάνει τέλεια. Κι έτσι η υπομονή αυτή θα μας βοηθήσει να αποκτήσουμε δοκιμασμένη αρετή, κι αυτή με τη σειρά της θα μας γεμίσει με την ελπίδα στον Θεό. και η ελπίδα αυτή δεν θα μας διαψεύσει ποτέ.

Μέσα σε λίγες γραμμές ο άγιος Απόστολος μας περιγράφει την ασύλληπτη αλλαγή που έφερε ο Κύριός μας στις σχέσεις των ανθρώπων με τον Θεό. Και μας εξηγεί ότι οι άνθρωποι με τις αμαρτίες μας είχαμε γίνει εχθροί του Θεού. Τυφλοί και παράλυτοι ούτε είχαμε τις δυνάμεις, αλλά ούτε και ξέραμε το δρόμο να πλησιάσουμε κοντά Του και να βρούμε την ειρήνη που αναζητούσαμε. Μας πήρε λοιπόν από το χέρι ο Ιησού Χριστός και μας έφερε κοντά στον Θεό Πατέρα. Και μας χάρισε όχι μόνο την ειρήνη μας μαζί Του αλλά και την αποκατάσταση της κοινωνίας μαζί Του.

Τι όμως σημαίνει ειρήνευση με τον Θεό; και πώς μπορούμε να ζήσουμε την κατάσταση αυτή σήμερα; Ζούμε την ειρήνευση με τον Θεό, σημαίνει, ζούμε ζωή μετανοίας και αγάπης, ζούμε μέσα στην κατάσταση της χάριτος. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ευτυχία που μπορούμε να ζήσουμε, η αδιάλειπτη σχέση μας με τον Θεό της αγάπης. Αυτό μας πρόσφερε ο Χριστός: τη δυνατότητα να ζούμε μέσα στη χάρη του Θεού, μια χάρη που δεν έχει όρια. Και όσο περισσότερο ζούμε στην κατάσταση αυτή, τόσο περισσότερο αποκτούμε ανώτερα βιώματα. Η κατάσταση της χάριτος είναι ουσιαστικά μια εμπειρία που αρχίζει από αυτή τη ζωή και συνεχίζεται στην αιωνιότητα. Είναι μια κατάσταση που ζούμε ιδιαιτέρως μετά από μία ειλικρινή εξομολόγηση, ή από τη βιωματική μας συμμετοχή στη θεία λατρεία και πολύ περισσότερο στο ποτήριο της ζωής. Για να ζούμε όμως μόνιμα μέσα μας αυτήν την ιερή εμπειρία της ειρηνεύσεώς μας με τον Θεό, χρειάζεται μεγάλη προσοχή και αγώνας. Διότι πολύ εύκολα μπορεί να τη χάσουμε όταν είμαστε αμελείς και ράθυμοι και επανερχόμαστε εύκολα στις πτώσεις μας. Ας αγωνιζόμαστε λοιπόν για να ζούμε διαρκώς την ειρήνη του Θεού και την αίσθηση της χάριτός του.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ


Στη συνέχεια ο απόστολος Παύλος περιγράφει το μεγαλείο της αγάπης του Θεού. Η αγάπη που έδειξε σε μας ο Θεός, λέει, εκχύθηκε και πλημμύρισε τις καρδιές μας: «Η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών». Και είναι μοναδική η αγάπη που μας έδειξε ο Θεός. Διότι ενώ εμείς ήμασταν πνευματικά ασθενείς, ο Χριστός πέθανε για να σώσει εμάς τους αμαρτωλούς. Αυτό αποδεικνύει τη μεγάλη αγάπη του Θεού· διότι ενώ με πολύ δυσκολία μπορεί να βρεθεί άνθρωπος να πεθάνει για κάποιον δίκαιο, ο Χριστός όμως δεν πέθανε για κάποιους δίκαιους, αλλά για μας που ήμασταν γεμάτοι αμαρτίες, για να σωθούμε από την οργή της κολάσεως.

Πόσο πολύ λοιπόν μας αγάπησε ο Χριστός; Ο απόστολος Παύλος παρομοιάζει την άπειρη αγάπη του με ένα ποτάμι αστείρευτο που πλημμυρίζει τις καρδιές μας· ένα ποτάμι που εκχύνεται από τον ωκεανό της αγάπης του στις καρδιές μας. εκχύνεται σαν μύρο κάνοντας την ψυχή μας να ευωδιάζει. Εκχύνεται σαν βροχή του ουρανού που καθιστά την ψυχή μας καρποφόρα. Και σε ποιους εκχύνεται η αγάπη του Θεού; Έχουμε σκεφθεί ποτέ ποιους αγάπησε ο Θεός; Εμάς που ήμασταν αρνητές και προδότες της αγάπης του. Δεν έδειξε ο Θεός την αγάπη του σε φίλους του αλλά σε μας τους εχθρούς του. Κι αυτό ακριβώς δείχνει το μεγαλείο της αγάπης του Θεού. Για τέτοιους αποστάτες θυσιάστηκε ο Ιησούς Χριστός. Αλλά και από τον ουράνιο θρόνο του, όπου κάθισε με την Ανάληψή του, ως Μέγας Αρχιερεύς εξακολουθεί να εκχέει διαρκώς την ανεξάντηλη χάρη της αγάπης του σε μας τους αμαρτωλούς και να μεσιτεύει για μας. Μας προσφέρει μία αγάπη που δεν θα μπορέσουμε ποτέ να την κατανοήσουμε. Σ’ όλη την αιωνιότητα θα προσπαθούμε να την εξιχνιάσουμε και θα λατρεύουμε όλο και περισσότερο τον Κύριό μας. Κι αν αυτήν την αγάπη του Χριστού δεν μπορούμε να την εννοήσουμε τώρα, πώς θα μπορέσουμε κάπως να υποψιαστούμε πόση ακόμη αγάπη θα μας δείχνει ο Κύριός μας στην αιωνιότητα; Σ’ Αυτόν λοιπόν που μας αγαπά άπειρα, ας αντιπροσφέρουμε τη δική μας φτωχή αγάπη· αγάπη όμως έμπρακτη και αληθινή.

Περιοδικό «Ο Σωτήρ», αριθ. 2003


Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΙΤΙΟΣ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ Ο ΘΕΟΣ (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ)


Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η Αγία Γραφή συνηθίζει να αποκαλεί την παραχώρηση του Θεού, «ενέργεια». Λέει, για παράδειγμα, ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους Επιστολή του: «Μήπως δεν έχει εξουσία ο αγγειοπλάστης, χρησιμοποιώντας το ίδιο υλικό, να κατασκευάζει άλλα σκεύη για τι­μητική χρήση και άλλα για ατιμωτική;».

Ο ίδιος δηλαδή τεχνίτης πλάθει και τα πρώτα και τα δεύτερα. Ο Θεός είναι ο Δημιουργός των πάντων, αλλ’ όμως δεν είναι Εκείνος που κατασκευάζει αγγεία για διαφορετικές χρήσεις, αλλά η προσωπική προ­αίρεση του κάθε ανθρώπου. Αυτό το λέει ξεκάθαρα ο Απόστολος Παύλος στην Δεύτερη Επιστολή του προς τον Τιμόθεο: «Σ’ ένα αρχοντόσπιτο», λέει, «δεν υπάρχουν μονάχα χρυσά και ασημένια σκεύη, αλλά και ξύλινα και οστράκινα και προορίζονται άλλα για τιμητική χρήση και άλλα για ατιμωτική. Αν λοιπόν κάποιος καθαρίσει τον εαυτό του από τις αμαρτίες είναι σκεύος που θα τιμηθεί, θα αγιασθεί και θα είναι πολύ χρήσιμο στον Θεό που το εξου­σιάζει και επιπλέον θα είναι ετοιμασμένο για κάθε έργο αγαθό».

Είναι βέβαια ολοφάνερο ότι αυτή η κάθαρση γίνεται, αν ο ίδιος ο άνθρωπος το θελήσει. «Αν κά­ποιος καθαρισθεί», λέει ο Απόστολος. Αν όμως δεν το κάνει, αν δεν καθαρίσει δηλαδή τον εαυτό του, θα είναι αγγείο για ατιμωτική χρήση, άχρηστο στον Δεσπότη Χριστό, δοχείο που θά ’πρεπε καλύτερα να γίνει κομμάτια.

Το ρητό λοιπόν του ’Αποστόλου Παύλου που λέει «επέτρεψε ο Θεός να πέσουν όλοι μαζί στην απείθεια», καθώς και το άλλο που λέει «τους έδωσε ο Θεός πνεύμα κατανύξεως, μάτια που δεν μπορούσαν να δουν και αυτιά που δεν μπορούσαν να ακούνε», πρέπει να τα εννοήσουμε ότι έγιναν, όχι γιατί τα θέλησε και τα δημιούργησε έτσι ο Θεός, αλλά γιατί τα παραχώρησε ο Θεός.

Γιατί το καλό είναι δημιούργημα της ελευ­θερίας του ανθρώπου και κατά συνέπεια, δεν μπορεί να επιβληθεί με τη βία.

Συνηθίζει λοιπόν η Αγία Γραφή να ονομάζει την παραχώρηση του Θεού, ενέργεια και δημιουργία. Όταν όμως λέει ότι «ο Θεός δημιουργεί κακά» και «δεν υπάρχει κακία σε μια πόλη που να μην τη δημιούργησε ο Θεός·», δεν εννοεί ασφαλώς ότι ο Θεός είναι αίτιος του κακού.

Η λέξη κακία έχει δύο έννοιες και δύο ση­μασίες. Άλλοτε σημαίνει το κακό κατά τη φύση του. Αυτό δηλαδή που είναι αντίθετο προς την αρετή και προς το θέλημα του Θεού. Άλλοτε πάλι φανερώνει αυτό που το αντιλαμβάνεται η αίσθησή μας ως κακό και κοπιαστικό, δηλαδή οι θλίψεις και οι συμφορές. Οι θλίψεις όμως φαινομενικά είναι κακό πράγμα, γιατί μας προξενούν πόνο. Στην πραγματικότητα όμως οι θλίψεις -για εκείνους που καταλαβαίνουν την αλήθεια των πραγμάτων- είναι καλές και ευερ­γετικές, γιατί γίνονται αιτία να επιστρέψουμε στον Θεό και να σωθούμε.

Αυτού του είδους οι θλίψεις, η Αγία Γραφή θεωρεί ότι συμβαίνουν «κατά παραχώρησιν» του Θεού.

Πρέπει όμως να γνωρίζουμε καλά ότι και γι’ αυτές τις θλίψεις, εμείς πάλι είμαστε υπεύθυνοι. Γιατί τα ακούσια κακά είναι καρποί εκείνων που εμείς ελεύθερα επιλέγουμε να κάνουμε.

Πρέπει ακόμα να ξέρουμε ότι η Αγία Γραφή συνηθίζει να ονομάζει μερικά πράγματα, που είναι αποτέλεσμα κάποιων άλλων ενεργειών μας, ως αιτία. Για παράδειγμα, το αγιογραφικό χωρίο που λέει: «Ενώπιον Σου έχω αμαρτήσει και απέναντι σε Σένα έχω κάνει την παρανομία. Το ομολογώ αυτό δημόσια, ώστε να μη θεωρήσουν Εσένα άδικο για όποια τιμωρία μου δώσεις. Έτσι δεν θα κατακρίνουν Εσένα, αλλά θα αναγνωρίσουν όλοι ότι δίκαια μου επιβάλεις ό,τι όρισες για τιμωρία μου».

Δεν αμάρτησε δηλαδή ο Προφήτης για να αποδειχθεί δικαιοκρίτης ο Θεός, ούτε είχε ανάγκη ο Θεός την αμαρτία μας, για να φανερώσει τη δικαι­οσύνη Του. Αναδεικνύεται νικητής και υπερέχει στη δόξα και στη δύναμη έναντι όλων των ανθρώπων, ακόμα και έναντι εκείνων που δεν εμπλέκονται στις αμαρτίες. Γιατί είναι ο Ίδιος Δημιουργός, ακατάληπτος, άκτιστος και έχει τη δόξα ως φυσικό ιδίωμα και όχι ως κάτι που έλαβε εκ των υστέρων. Ο Θεός αναδεικνύεται επιπλέον ως νικητής έναντι της κακίας μας, όταν δεν μας τιμωρεί τη στιγμή που αμαρτάνουμε, αλλά αντίθετα μας συγχωρεί μόλις μετανοήσουμε. Δεν αμαρτάνουμε, συνεπώς, γιατί έτσι έχει ορίσει για μας ο Θεός, αλλά γιατί η αμαρτία είναι επακόλουθο της πτώσεως του ανθρώπου.

Αν πούμε δηλαδή ότι ο Θεός δημιούργησε το κακό, είναι σαν να λέει κάποιος, που δέχεται την επίσκεψη ενός φίλου του, ότι αυτός ήρθε για να μην μπορέσω να δουλέψω σήμερα. Ο φίλος βέβαια δεν έκανε την επίσκεψη, για να εμποδίσει τον νοικοκύρη από τη δουλειά, αλλά αυτό ήρθε ως συνέπεια της επίσκεψής του. Επειδή δηλαδή έπρεπε να ετοιμασθεί κατάλληλα η υποδοχή, δεν ήταν δυνατόν παράλληλα και να εργάζεται. Αυτές λοιπόν οι εκφράσεις βασίζο­νται στο αποτέλεσμα και αναφέρονται στο πως εξε­λίσσονται, ως επακόλουθο προγενέστερης πράξης, τα διάφορα γεγονότα.

Ο Θεός όμως δεν θέλει να είναι Εκείνος μόνο Άγιος, -ώστε να μας περάσει η ιδέα ότι δημιούργησε το κακό, για να αποκλείσει εμάς από την αγιότητα- αλλά θέλει όλοι, κατά το μέτρο τους, να αγιασθούν και να γίνουν όμοιοι με Αυτόν «κατά Χάριν».
Πηγή: lllazaros.blogspot.ca



Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΣΟΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΟΜΟΡΡΩΝ

Μετά τη φιλοξενία του Αβραάμ, όταν ο Κύριος έφευγε από το σπίτι του είπε στον Αβραάμ: «Η κακή φήμη των Σοδόμων και των Γομόρρων διαδόθηκε πολύ και η αμαρτία τους είναι πολύ βαριά. Θα κατεβώ, λοιπόν, να εξακριβώσω αν αληθεύουν όλες αυτές οι διαδόσεις που έφτασαν ως εμένα». Οι δυο άγγελοι έφυγαν από το σπίτι του Αβραάμ και κατευθύνθηκαν προς τα Σόδομα. Αλλά ο Κύριος παρέμεινε ακόμη μαζί με τον Αβραάμ.

Πλησίασε τότε ο Αβραάμ και του είπε: «θα καταστρέψεις τους δικαίους μαζί με τους αμαρτωλούς; Ίσως υπάρχουν κάποιοι δίκαιοι στην πόλη. θα τους καταστρέψεις κι αυτούς; Δε θα συγχωρήσεις την περιοχή για χάρη των λίγων δικαίων που βρίσκονται σ' αυτήν; Δε γίνεται να θανατώσεις δικαίους κι αμαρτωλούς μαζί, σαν να ήταν όλοι το ίδιο. Δεν είναι δυνατό! Ο κριτής όλης της γης δεν πρέπει να αποδώσει δικαιοσύνη;»

Ο Κύριος του απάντησε: «Αν βρω στην πόλη των Σοδόμων έστω και δέκα δικαίους, δε θα καταστρέψω την πόλη και την περιοχή για χάρη των δέκα».

Οι δυο άγγελοι έφτασαν στα Σόδομα το βράδυ. Ο Λωτ τους φιλοξένησε, τους περιποιήθηκε και τους ετοίμασε το δείπνο. Πριν όμως κοιμηθούν, οι άντρες των Σοδόμων περικύκλωσαν από παντού το σπίτι. Ήταν εκεί όλος ο αντρικός πληθυσμός της πόλης, νέοι και γέροι. Φώναζαν στο Λωτ και του έλεγαν: «Πού είναι εκείνοι οι άνθρωποι που ήρθαν σπίτι σου απόψε; Φέρ' τους μας έξω, να συνευρεθούμε μαζί τους!»

Τότε ο Λωτ τους παρακάλεσε και τους έλεγε, «μην τους κάνετε κανένα κακό, γιατί είναι φιλοξενούμενοι μου κι ήρθαν να προστατευτούν στο σπίτι μου».

Εκείνοι όμως φώναζαν και έλεγαν: «Ήρθε ένας ξένος και θέλει να μας κρίνει!» «Τώρα θα σου κάνουμε χειρότερα απ' ότι σ' εκείνους». Και σπρώχνοντας με βία το Λωτ προσπαθούσαν να του σπάσουν την πόρτα.

Τότε οι δύο άγγελοι άπλωσαν το χέρι τους και τράβηξαν το Λωτ μέσα στο σπίτι και έκλεισαν την πόρτα. Κατόπιν τύφλωσαν όλους όσοι ήταν απ' έξω, μικρούς και μεγάλους, έτσι που άδικα προσπαθούσαν να βρουν την πόρτα του σπιτιού.

Είπαν τότε οι δυο άγγελοι στο Λωτ: «Πάρε τη γυναίκα σου, το γαμπρό σου, τους γιους σου και τις κόρες σου και όποιον δικό σου έχεις στην πόλη και φύγετε γιατί θα καταστρέψουμε αυτό τον τόπο. Είναι μεγάλη η κατακραυγή που υψώνεται στον Κύριο ενάντια στους κατοίκους της περιοχής και ο Κύριος μας έστειλε να καταστρέψουμε τα Σόδομα».

Ο Λωτ πήγε και μίλησε στους γαμπρούς του, που επρόκειτο να παντρευτούν τις θυγατέρες του και τους είπε: «Σηκωθείτε και φύγετε από 'δω, γιατί ο Κύριος θα καταστρέψει την πόλη». Αυτό όμως φάνηκε αστείο στους γαμπρούς του και τον ειρωνεύτηκαν.

Όταν ξημέρωσε, οι άγγελοι είπαν στο Λωτ: «Σήκω, πάρε τη γυναίκα σου και τις δυο σου κόρες, για να μην καταστραφείς για τις αμαρτίες της πόλης. Φύγε και μην κοιτάξεις πίσω σου και μη σταθείς πουθενά σε όλη την περιοχή».

Όταν ο Λωτ απομακρύνθηκε, τότε ο Κύριος άφησε από τον ουρανό να βρέξει θειάφι και φωτιά στα Σόδομα και στα Γόμορρα. Οι πόλεις εκείνες και οι κάτοικοί τους καθώς και όλη η γύρω περιοχή και η βλάστηση της καταστράφηκαν. Η γυναίκα όμως του Λωτ παρέβη την προειδοποίησή του αγγέλου και κοίταξε πίσω για να δει τι συνέβαινε και αμέσως έγινε στήλη άλατος. Σε όλη την περιοχή ανέβαινε από τη γη καπνός, σαν να έβγαινε από καμίνι.

Τρίτη 16 Ιουνίου 2015

Ἁγίες Μάρθα καί Μαρία οἱ ἀδελφές τοῦ Λαζάρου (4 Ἰουνίου)



Χαίρετε αὐτάδελφοι ἱεραί, Μάρθα καὶ Μαρία, σεμναὶ ἤθεσι καὶ ζωῆς χαίρετε Λαζάρου, αἱ σύγγονοι αἱ θεῖαι, μεθ᾿ οὗ ἡμῖν αἰτεῖσθε, τὸ θεῖον ἔλεος.

Ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό τους Λάζαρο, ἦταν γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ἡ πιὸ ἀγαπητὴ καὶ ἁγία οἰκογένεια τῆς Βηθανίας. 

Τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς παρουσιάζει τὴν Μαρία νὰ ἀποῤῥοφᾶται ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ, ἐνῷ ἡ Μάρθα, ποὺ ἦταν μεγαλύτερη ἀδελφή, φροντίζει πολὺ γιὰ τὸ τραπέζι τῆς φιλοξενίας. Γι᾿ αὐτὸ ἀκούει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Διδασκάλου τὸ πασίγνωστο καὶ διδακτικότατο «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς» (Λουκ. ι´ 38-42). 

Ἡ Μαρία ἐπίσης ἄλειψε καὶ μὲ πολύτιμο μύρο τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ σπόγγισε ὕστερα με τὴν παρθενική της κόμη. 

Καὶ οἱ δυὸ ἀδελφές, εὐσεβῆ καὶ διακεκριμένα μέλη τῆς πρώτης χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ἀξιώθηκαν νὰ πεθάνουν εἰρηνικὰ καὶ ὄχι ἐν διωγμῷ. Διότι ὁ Κύριος δὲν θέλησε ν᾿ ἀφήσει νὰ πονέσουν οἱ καρδιές, τῶν ὁποίων κάτω ἀπὸ τὴν στέγη τοῦ σπιτιοῦ τους, εἶχε ἀπολαύσει τόση ἁγία γαλήνη τὶς παραμονὲς τῶν παθῶν Του.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α´. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.

Τῷ Σωτῆρι ἀμέμπτως διακονήσασαι, αἱ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου θεῖαι αὐτάδελφοι, σὺν τῇ Μάρθᾳ τῇ κλεινῇ, Μαρία πάνσεμνε, καὶ τὴν Ἀνάστασιν Αὐτοῦ, σὺν Μυροφόροις Γυναιξί, μαθοῦσαι ἐκ τοῦ Ἀγγέλου, φωτὸς ἐμπλήσθητε θείου, ἡμῖν αἰτοῦσαι τὰ σωτήρια.

Κοντάκιον
Ἦχος β´. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τῶν ἀδελφῶν τὴν δυάδα τὴν πάντιμον, τὰς τοῦ Λαζάρου συγγόνους τιμήσωμεν, Μαρίαν καὶ Μάρθαν ἐν ᾄσμασιν, ὡς ἂν αὐτῶν ἱκεσίαις πρὸς Κύριον, πταισμάτων συγχώρησιν λάβωμεν.

Κάθισμα
Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.
Χριστοῦ διάκονοι, ὄντως ἐδείχθησαν, ὡς πλήρεις πίστεως, καὶ σκεύη τίμια, αἱ τοῦ Λαζάρου ἀδελφαί, ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία· ἡ μὲν γὰρ ἐδέσματα, τούτῳ πίστει ἡτοίμασεν, ἡ δὲ μύρῳ ἤλειψε, καὶ θριξὶ κεφαλῆς αὐτῆς, ἐξέμαξε Κυρίου τοὺς πόδας· ὅθεν αὐτὰς ἄμφω τιμῶμεν.

Ὁ Οἶκος
Τῷ σαρκωθέντι δι᾿ ἡμᾶς, καὶ σώσαντι τὸν κόσμον, Χριστῷ τῷ πάντων Βασιλεῖ, πιστεύσασαι προθύμως, τούτου μαθήτριαι ἀληθεῖς, καὶ μυροφόροι ὤφθητε, ὦ Μάρθα καὶ Μαρία, δυὰς ἡγιασμένη· καὶ τὸν ὁμαίμονα ὑμῶν, ἤδη τετραήμερον καὶ ὀδωδότα ἐν τάφῳ κείμενον, τῇ ζωοποιῷ αὐτοῦ φωνῇ ζῶντα ἀπολαβοῦσαι, τὰ τῆς θεότητος Αὐτοῦ μεγαλεῖα, καὶ τὴν μεγίστην ἐξουσίαν ᾐνέσατε φωνῇ μεγάλῃ· καὶ ἑκουσίως θανόντι καὶ ταφέντι, καὶ τάφῳ τεθειμένῳ, μύρα προσκομίσασαι σὺν ταῖς λοιπαῖς Ἁγίαις Μυροφόροις, καὶ τῆς ἐγέρσεως Αὐτοῦ κήρυκες πᾶσιν ὤφθητε· ὅν δυσωπεῖτε δεόμεθα, ὡς ἄν πταισμάτων συγχώρησιν λάβωμεν.

Μεγαλυνάριον
Χαίρετε αὐτάδελφοι ἱεραί, Μάρθα καὶ Μαρία, σεμναὶ ἤθεσι καὶ ζωῆς χαίρετε Λαζάρου, αἱ σύγγονοι αἱ θεῖαι, μεθ᾿ οὗ ἡμῖν αἰτεῖσθε, τὸ θεῖον ἔλεος.