Ο ΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΟΣ μὲ
τὴν μελέτην τῆς μακραίωνος Ἐκκλησιαστικῆς
Ἱστορίας συναντᾷ εἰς τοὺς καιρούς,
καθ’ οὕς ἡ ὀρθόδοξος πίστις ἐδιώκετο
ὑπὸ αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν, μερικὰ
γεγονότα, τὰ ὁποῖα ὁσονδήποτε μεμονωμένα
καὶ ἄν παρουσιάζονται, εἶναι
χαρακτηριστικώτατα τοῦ θείου Ζήλου
καὶ τῆς πεπαρρησιασμένης Ὁμολογίας
τῶν λαϊκῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν, οἱ
ὁποῖοι παρὰ τὸ πλευρὸν τῶν Ἐπισκόπων
των ἱστάμενοι, κατ’ οὐδένα τρόπον
ἔστεργον νὰ ἐπικοινωνήσωσι μὲ
ἐπισκόπους κακοδόξου φρονήματος.
Πολλάκις ἡ κοσμικὴ ἐξουσία, νοσοῦσα
καὶ αὐτὴ κακοδοξίαν, ἐπροστάτευε καὶ
ἐνίσχυε τοὺς κακοδόξους ἐπισκόπους,
τοὺς ὁποίους διὰ πολλῶν μέσων ἐπεχείρει
νὰ ἐγκαταστήσῃ εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους
Πατριαρχικούς, Μητροπολιτικοὺς,
Ἀρχιεπισκοπικοὺς καὶ Ἐπισκοπικοὺς
Θρόνους, συλλαμβάνουσα καὶ ἀδίκως καὶ
παρανόμως καθαιροῦσα καὶ ἐξορίζουσα
ἤ ἐνίοτε καὶ δολοφονοῦσα τοὺς κανονικῶς
κατέχοντας αὐτοὺς Ἱεράρχας. Ὁ λαὸς
ὅμως μίαν τοιαύτην τῶν κακοδόξων βίαν
οὐδέποτε ἠνείχετο, ἀλλὰ διὰ παντοίων
τρόπων ἀπεδοκίμαζεν, ὥστε οἱ αἱρετικοὶ
ἐπίσκοποι παρ’ ὅλην τὴν ἀνάπτυξιν
τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, ἠναγκάζοντο
ἀπὸ τὴν ἔκδηλον τοῦ λαοῦ περιφρόνησιν
νὰ ἐγκαταλείψωσι τοὺς θρόνους, εἰς
τοὺς ὁποίους δυναστικῶς καὶ ἀντικανονικῶς
ἀνέβησαν.
Ὁ Θεοδώρητος Ἐπίσκοπος Κύρου συγγράψας Ἐκκλησιαστικὴν Ἱστορίαν, ἀναφέρει δύο ἀξιοσημείωτα περιστατικὰ ἐν Βιβλ. Β’, Κεφ. ΙΕ’, τὰ ὁποῖα συνέβησαν εἰς Σαμόσατα, καὶ τὰ ὁποῖα ἐν συντομίᾳ καὶ ἡμεῖς θὰ γράψωμεν.
Εἰς τὸν θρόνον τῆς Ἐπισκοπῆς Σαμοσάτων εἶχεν κανονικῶς ἀνέλθει ὁ θεῖος Ἱερομάρτυς Εὐσέβιος, ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας ἑορταζόμενος τὴν 22αν Ἰουνίου. Ἐπειδὴ ὅμως κατὰ τοὺς χρόνους τούτους ἡ αἵρεσις τοῦ Ἀρείου ὑποστηριζομένη ὑπὸ τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας ἐτάραττε τὴν Ἐκκλησίαν, ὁ θεῖος Εὐσέβιος διὰ παντὸς τρόπου ἐπολέμει τὴν κακοδοξίαν, προφυλάττων τὸ Ποίμνιόν του καὶ ἀψηφῶν τὰς κατ’ αὐτοῦ ἀπειλὰς τῶν τυράννων. Οἱ Ἀρειανοὶ ἐν τέλει κατώρθωσαν νὰ συλλάβωσι τὸν Εὐσέβιον καὶ ἐξορίσωσι μακρὰν τοῦ Ποιμνίου του. Ἐγκατέστησαν δὲ εἰς τὴν πόλιν Σαμόσατα ἐπίσκοπον τὸν Ἀρειανὸν Εὐνόμιον. Οἱ Σαμοσατεῖς ὅμως Χριστιανοὶ κατ’ οὐδένα λόγον ἐδέχοντο νὰ ἀνεχθῶσι τὴν στέρησιν τοῦ κανονικοῦ Ποιμένος των καὶ διὰ τοῦτο τὴν ἐγκατάστασιν τοῦ Εὐνομίου βαρέως ἔφερον. Καὶ ἵνα τὰς διαθέσεις των ἐκδηλώσωσιν, ἰδοὺ κάποτε τὶ ἔπραξαν.
Ὁ Εὐνόμιος ἡμέραν τινὰ μετέβη εἰς βαλανεῖον (λουτρὸν) ἵνα λουσθῇ. Μετὰ τοῦτο, πλῆθος πολὺ τοῦ λαοῦ συνεκεντρώθη πρὸ τῶν πυλῶν τοῦ βαλανείου. Οἱ ὑπηρέται τοῦ βαλανείου ἠθέλησαν νὰ κλείσωσι τὰς πύλας, ἀλλ’ ὁ Εὐνόμιος διέταξε νὰ ἐπιτρέψουν εἰς τοὺς ἀνθρώπους νὰ εἰσέλθουν, νομίζων ὅτι καὶ αὐτοὶ διὰ νὰ λουσθῶσιν ἦλθον. Μάλιστα, διέταξε νὰ δοθῇ καὶ εἰς αὐτοὺς θερμὸν ὕδωρ, διὰ νὰ φανῇ ἑλκυστικώτερος πρὸς τὸν λαόν. Παρὰ τὰς προτροπάς του ὅμως, ὅπως ἐλευθέρως εἰσέλθωσιν εἰς τὸ λουτρόν, οἱ ἔξω αὐτοῦ εὑρισκόμενοι ἐκεῖνοι ἐσιώπουν. Τοῦτο ὁ Εὐνόμιος ἀπὸ τιμὴν καὶ σεβασμὸν πρὸς αὐτὸν ὑπέθεσεν ὅτι ἔπραττον, καὶ διὰ τοῦτο ἐφρόντισε νὰ τελειώσῃ τὸ λουτρόν του ταχύτερον, μεθ’ ὅ ἐξῆλθε. Τότε ὁ λαὸς εἰσώρμησεν εἰς τὸ λουτρὸν καὶ ὅσα ὕδατα ζεστὰ καὶ κρύα εἶχε τὸ λουτρὸν ὅλα τὰ ἔχυσεν εἰς τοὺς ὑπονόμους, ἀπήτησε δὲ νέα ὕδατα νὰ ἀντληθῶσι καὶ παρασκευασθῶσι διὰ νὰ λουσθῶσι καὶ τοῦτο ἔπραξαν «τοῦ τῆς αἱρέσεως ἄγους καὶ τὸ ὕδωρ (τοῦ βαλανείου) μετεσχηκέναι νομίσαντες», ὡς γράφει ὁ Θεοδώρητος.
Τὴν πρᾶξιν ταύτην τοῦ λαοῦ πληροφορηθεὶς ὁ Εὐνόμιος, ἠναγκάσθη κατησχυμένος νὰ ἐγκαταλείψῃ τὴν πόλιν, ἀντ’ αὐτοῦ δὲ οἱ Ἀρειανοὶ ἐγκατέστησαν ἐπίσκοπον ἕτερόν τινα Λούκιον ὀνομαζόμενον. Εἰς τὸν Λούκιον ἐπεφυλάσσετο ἕτερόν τι ἐκπληκτικὸν ἐπεισόδιον ἀπὸ τοὺς παῖδας τῶν Ὀρθοδόξων Σαμοσατέων.
Ἡμέραν τινὰ ὁ Λούκιος ἐπὶ ὄνου καθήμενος, διήρχετο τὴν ἀγοράν. Ἐκεῖ συνέβη νὰ παίζουν μὲ μίαν σφαῖραν (μπάλαν – τόπι) μικρὰ παιδία Ὀρθοδόξων γονέων. Ἐνῷ δὲ πλησίον αὐτῶν διήρχετο ὁ Λούκιος, συνέβη ἡ σφαῖρα, τὴν ὁποίαν «τὰ μειράκια ἀλλήλοις ἀντέπεμπον, τῇ παιδιᾷ τερπόμενα», νὰ ἐκφύγῃ τῶν χειρῶν των, καὶ νὰ διέλθῃ διὰ τῶν ποδῶν τοῦ ὄνου, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁ Λούκιος ἐκάθητο. Ἄς ἀφήσωμεν ἤδη τὰ μετέπειτα νὰ διηγηθῇ ὁ Θεοδώρητος.
«Τότε οἱ μείρακες (μικροὶ παῖδες) ἀνωλόλυξαν ἀναπλησθῆναι μίσους τὴν σφαῖραν ὑπειληφότες. Ὁ δὲ (Λούκιος) συνεὶς ἐκέλευσεν ἑνὶ τῶν ἑπομένων προσμεῖναι, καὶ γνῶναι τὸ ὁρώμενον. Οἱ δὲ παῖδες πῦρ ἀνάψαντες, καὶ τὴν σφαῖραν διὰ τοῦ πυρὸς ἀκοντίσαντες, οὕτω καθαίρειν ὑπέλαβον. Καὶ οἶδα μὲν (λέγει ὁ Θεοδώρητος) ὡς μειρακιῶδες τοῦτο καὶ τῆς παλαιᾶς λείψανον συνηθείας· ἱκανὸν δὲ ὅμως τεκμήριον τὸ μῖσος ὁπόσον εἶχεν ἡ πόλις ἐκείνη (τῶν Σαμοσάτων) περὶ τὴν Ἀρείου συμμορίαν».
Περὶ δὲ τοῦ ἐξορισθέντος Ἁγίου Εὐσεβίου λέγονται τὰ ἑξῆς περίεργα, ὅτι «διήρχετο τὴν Συρίαν, τὴν Παλαιστίνην καὶ τὴν Φοινίκην, μετεμφιεσμένος εἰς στρατιώτην, ἐνθαρρύνων τοὺς Ὀρθοδόξους εἰς τὸν Ἀγῶνα των, καὶ χειροτονῶν Ἐπισκόπους, Ἱερεῖς καὶ Διακόνους, εἰς ὅσας Ἐκκλησίας ἐστεροῦντο» (βλ. Ἥρωες τοῦ Χριστιανισμοῦ, τόμ. 6ος, Ἰούνιος, σελ. 161).
Ὁ Ἅγιος Εὐσέβιος ἐφονεύθη ὑπὸ Ἀρειανῆς γυναικός, ριψάσης ἀφ’ ὑψηλοῦ μέρους κατὰ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ κέραμον.
Ἀρχιμ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΝΑΣΛΙΜΗΣ
(Περιοδ. «Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας», ἀριθ. 49/19.4.1948, σελ. 7-8).