A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ (τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου)




Σταχυολόγηση καί διασκευή κειμένων
ἀπό τά «Πνευματικά Γυμνάσματα»
ΤΟΥ ὅσίου Νικοδήμου ΤΟΥ Ἁγιορείτο Υ


Ἄς  σκεφτοῦμε,  ἀγαπητοί,  ὅτι  τρεῖς  εἶναι  οἱ  σπουδαιότεροι  λόγοι,  πού  μᾶς  παρακινοῦν  –   καλύτερα  μᾶςἀναγκάζουν  –  ν᾿  ἀγαπᾶμε  τό  Θεό.   πρῶτος  εἶναι,  ὅτι   Ἴδιος  μᾶς  προστάζει  νά  Τόν  ἀγαπᾶμε·   δεύτερος,  ὅτιΑὐτός  εἶναι  ἄξιος  ἀγάπης  περισσότερο  ἀπό  κάθε  ἄλλο·  καί   τρίτος,  ὅτι  Αὐτός  προκαλεῖ  τήν  ἀγάπη  μας  μέ  τήδική  Του  ἀγάπη  καί  μέ  ἀναρίθμητες  εὐεργεσίες.   πρώτη  ἀπ᾿  ὅλες  τίς  ἐντολές  εἶναι:  « Ἀγαπήσεις  Κύριον  τόνΘεόν  σου  ἐν  ὅλη  τῇ  καρδίᾳ  σου  καί  ἐν  ὅλῃ  τῇ  ψυχῇ  σου  καί  ἐν  ὅλῃ  τῇ  διανοίᾳ  σου·  αὕτή  ἐστί  πρώτη  καί  μεγάληἐντολή » 1 .  Εἶναι  πρώτη,  γιατί  ἀποτελεῖ  τό  θεμέλιο  ὅλης  τῆς  χριστιανικῆς  ἠθικῆς  καί  τελειότητος.  Γι᾿  αὐτό  πρέπεινά  ἔχει  τήν  πρώτη  θέση  στήν  καρδιά  τῶν  χριστιανῶν.   ἀγάπη  στόν  πλησίον  καί  κάθε  ἄλλη  ἀρετή  κρέμεταικαί  τρέφεται  ἀπό  τήν  ἀγάπη  στόν  Θεό.

Εἶναι  πρώτη,  γιατί  ἐναντιώνεται  λιγότερο  ἀπό  τίς  ἄλλες  ἐντολές  στήν  ἐλευθερία  τοῦ  ἀνθρώπου.  Δένμπορεῖ  ποτέ   ἄνθρωπος  νά  ἐκπληρώσει  τήν  ἐντολή  αὐτή,  ἄν  δέν  θελήσει.

Εἶναι  πρώτη,  γιατί  ἀποτελεῖ  τήν  ψηλότερη  πνευματική  κορυφή,  πού  μπορεῖ  νά  φτάσει   ψυχή.

Εἶναι  πρώτη,  γιατί  δέν  ἔχει  ποτέ  τέλος.  Γι᾿  αὐτό  εἶπε   Ἀπόστολος  Παῦλος,  ὅτι  «νυνί  μένει  πίστις,  ἐλπίς,ἀγάπη,  τά  τρία  ταῦτα·  μείζων  δέ  τούτων   ἀγάπη» 2 .

Ὕστερα  ἀπ᾿  αὐτά,  ἄς  σκεφτοῦμε  πόσο  πρέπει  νά  τιμᾶμε  αὐτή  τήν  ἀρετή  καί  πόση  προθυμία  καίἐπιμέλεια  πρέπει  νά  δείχνουμε  στήν  ἐφαρμογή  της.  Ἀκόμα  κι  ἄν   Θεός  μᾶς  ἀπαγόρευε  νά  Τόν  ἀγαπᾶμε,ἐμεῖς  θά  ἔπρεπε  ἀκατάπαυστα  νά  Τόν  παρακαλοῦμε,  ζητώντας  Του  νά  μᾶς  ἐπιτρέψει  τήν  ἐκπλήρωσηαὐτῆς  τῆς  ὕψιστης  ἀρετῆς.  Καί  τώρα  μάλιστα,  πού  μᾶς  προστάζει  τόσο  ἔντονα,  εἶναι  δυνατό  νά  μήνὑπακούσουμε  στήν  ἐντολή  Του;

Μά  τί  ἄλλο  θά  μποροῦσαν  ν᾿  ἀποζητήσουν  οἱ  κολασμένοι  στόν  ἅδη,  παρά  τή  θεία  ἀγάπη;  Ἄν  κηρυσσότανστόν  Ἅδη  μιά  τέτοια  ἐντολή,  αὐτή  καί  μόνο  μποροῦσε  νά  μεταβάλει  ἀμέσως  σέ  γλυκιά  θαλπωρή  ἐκείνη  τήβασανιστική  καί  ἄσβεστη  φωτιά  τῆς  κολάσεως.   μεγαλύτερη  δυστυχία  τῶν  κολασμένων  εἶναι  πού  δένἀγάπησαν  τό  Θεό .  Γι᾿  αὐτό  ἀθέτησαν  τίς  ἐντολές  Του.  Καί  στήν  ἄλλη  ζωή  τούς  κολάζει  ἀκριβῶς   ἔλλειψηαὐτῆς  τῆς  ἀγάπης ,  ὅπως  λέει   ἅγιος  Ἰσαάκ   Σύρος :  «Οἱ  ἐν  τῇ  γεέννῃ  κολαζόμενοι,  τῇ  μάστιγι  τῆς  ἀγάπηςμαστίζονται...  Τουτέστιν  ἐκεῖνοι  οἵτινες  ᾐσθήθησαν  ὅτι  εἰς  τήν  ἀγάπην  ἔπταισαν,  μείζονα  τήν  κόλασιν  ἔχουσαπάσης  φοβουμένης  κολάσεως» 3 .  Ὑπάρχει  μεγαλύτερο  ἀπ᾿  αὐτό  τό  θαῦμα  τῆς  συγκαταβάσεως  τοῦ  Θεοῦ,  πού  μᾶςπροστάζει  νά  Τόν  ἀγαπᾶμε  σά  νά  ἔχει  ἀνάγκη  ἀπό  τήν  ἀγάπη  μας ;  Κι  ἐμεῖς  τόσο  ἀναίσθητοι  εἴμαστε,  πού  δένκαταλαβαίνουμε  τό  μέγεθος  τῆς  εὐεργεσίας;  Ἄς  διαλέξουμε  λοιπόν  ἕν᾿  ἀπό  τά  δυό,  γιατί  ἐνδιάμεση  λύση  δένὑπάρχει:   θά  αἰσθανόμαστε  εὐχάριστα  τή  φλόγα  τῆς  ἀγάπης  τοῦ  Θεοῦ  καί  ἐδῶ  καί  στόν  Παράδεισο,  ἤθά  καιγόμαστε,  χωρίς  ἐλπίδα  σωτηρίας,  ἀπό  τήν  αἰώνια  φλόγα  τοῦ  ἅδη.  μιά  φλόγα  εἶναι  σωτήρια  καίζωογόνα,   ἄλλη  κολαστήρια  καί  θανατηφόρα.  Ὅμως  καί  οἱ  δυό  φλόγες  ξεπετάγονται  ἀπό  τήν  ἴδια  φωτιά,  τήνἀγάπη  τοῦ  Θεοῦ.  Αὐτή  θά  εὐφραίνει  στόν  παράδεισο  ἐκείνους  πού  τή  φύλαξαν.  Αὐτή  θά  κολάζει  στόν  ἅδηἐκείνους  πού  τήν  ἀθέτησαν.  «Ἐνεργεῖ  γάρ   ἀγάπη  ἐν  τῇ  δυνάμει  αὑτῆς  κατά  διπλοῦν  τρόπον·  τούς  μένἁμαρτωλούς  κολάζουσα...,  τούς  δέ  τετηρηκότας  τά  δέοντα  εὐφραίνουσα  ἐν  αὐτῇ» 4 .  Ἄς  μή  φανοῦμε  λοιπόν  τόσοἀνόητοι,  καί  προτιμήσουμε  τή  θανάσιμη  φλόγα  τοῦ  ἅδη  ἀπό  τή  ζωογονά  φλόγα  τῆς  θείας  ἀγάπης.

 ἀγάπη  μας  στό  Θεό  δέν  πρέπει,  βέβαια,  νά  περιορίζεται  στά  λόγια,  ἀλλά  ν᾿  ἀποδεικνύεται  κι  ἀπό  τάπράγματα.  «Τέκνία  μου,  μή  ἀγαπῶμεν  λόγῳ  μηδέ  τῇ  γλώσσῃ  ἀλλ᾿  ἐν  ἔργῳ  καί  ἀληθείᾳ » 5 ,  παραγγέλλει  ὁἈπόστολος.  Καί  πρέπει  νά  εἶναι  μιά  ἀγάπη  δυνατή  τόσο,  πού  ὅταν  ἔρθει  ἀντιμέτωπη  μέ  ὁποιαδήποτε  ἄλληἀνθρώπινη  ἀγάπη,  νά  τή  νικάει  καί  νά  ἐπικρατεῖ  –  «ὅτι  κραταιά  ὡς  θάνατος  ἀγάπη» 6 .

Ἄς  ντραποῦμε  λοιπόν,  πού  μέχρι  τώρα  προτιμήσαμε  τήν  ἁμαρτία  ἀπό  τό  Θεό.  Ἄς  ἀγαπήσουμε  ἀπότώρα  τόν  Κύριο  μ᾿  ὅλη  μας  τή  δύναμη.  Ἄς  προτιμήσουμε  νά  πεθάνουμε,  παρά  νά  δεχθοῦμε  στήν  καρδιάμας  ἄλλη  φορά  τήν  ἁμαρτία.  Καί  ἐπειδή  μέ  κάθε  τρόπο   Θεός  μᾶς  παρακινεῖ  νά  Τόν  ἀγαπᾶμε  –  πότε  μέτίς  ὑποσχέσεις  τῶν  ἀγαθῶν  Του  καί  πότε  μέ  τίς  φοβέρες  τῆς  κολάσεως  – ,  ἄς  Τόν  παρακαλέσουμε  νά  μᾶςδυναμώσει,  γιά  νά  φυλᾶμε  πάντα  τήν  ἐντολή  τῆς  ἀγάπης  σ᾿  Ἐκεῖνον,  λέγοντας  μαζί  μέ  τόν  ἱερόΑὐγουστίνο:  «Κελεύεις  σέ  ἀγαπᾶν;  Δός   κελεύεις» 7 .

Ἀξίζει  ν᾿  ἀγαπᾶμε  τό  Θεό  περισσότερο  ἀπό  κάθε  ἄλλο  καλό,  γιατί   Θεός  εἶναι  τό  πλήρωμα  ὅλωντῶν  τελειοτήτων  καί  ὅλων  τῶν  ἀγαθῶν  πού  μπορεῖς  νά  βάλεις  μέ  τό  νοῦ  σου:  τῆς  ὡραιότητος,  τῆςσοφίας,  τῆς  δυνάμεως,  τῆς  ἁγιότητος,  τῆς  μεγαλειότητος,  τῆς  ἀγαθότητος,  τῆς  ἀπειρίας,  τῆς  ζωῆς,  τῆςεἰρήνης,  τῆς  ἀλήθειας,  τῆς  βασιλείας,  τῆς  δικαιοσύνης  καί  τῆς  σωτηρίας.  Καί  πάλι,  ὅλ᾿  αὐτά  δέν  εἶναι  ὁΘεός,  ἀλλά  «τά  περί  τόν  Θεόν».   Θεός  εἶναι  ὕπαρξη  ἄπειρα  ἀνώτερη  ἀπ᾿  ὅλ᾿  αὐτά.  Τό τονίζει ἐπιγραμματικά Ο θεοφόρος  Μάξιμος , γράφοντας:

                           ὁ Θεός νά Τόν βάλουμε στό κέντρο τῆς καρδιᾶς μας ὄχι γι ἄλλο λόγο, ΑΛΛΑ  ΓΙΑ  ΝΑ μᾶς κάνειμετόχους Των ἀγαθῶν Του  πού ἀναφέραμε. Ἄν λοιπόν μέχρι τώρα δέν Τόν ἀγαπήσαμε ὅπως ἔπρεπε, ἄςἀποφασίσουμε νά διορθώσουμε ὅλα τά σφάλματά μας καί νά Τοῦ προσφέρουμε τόν ἑαυτό μας, γιά νάνιώσουμε στή ζωή μας τή γλυκιά θεϊκή Του ἀγάπη. Καί τότε, εἶναι βέβαιο, θά κλάψουμε γιά τό χρόνο πούχάσαμε μακριά ἀπό τό Θεό, καί θά ποῦμε μαζί μέ τόν ἱερό Αὐγουστίνο:  «Ὀψέ σε ἠγάπησα, κάλλος οὕτωςἀρχαῖον, ὀψέ σε ἠγάπησα · φεῦ τῷ χρόνῳ ἐκείνῳ ὅτε σε οὐκ ἠγάπων» 9 .

Καί ἐπειδή ὁ Κύριος ἦρθε ἀπό τόν οὐρανό γιά ν ἀνάψει στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων τή φωτιά τῆς θείας Του ἀγάπης -  «πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπί τήν γῆν, καί τί θέλω εἰ ἤδη                                         αἰώνιον, ἐπίλαμψον τήν ψυχήν μου, ἵνα σέ νοῇ καί γινώσκῃ καί ἀγαπᾷ · διά τοῦτο γάρ, Κύριε, οὐκ ἀγαπᾷ σε, ὅτι οὐ γινώσκει σε » 11 Ἀπροσμέτρητη ἀγάπη στό Θεό αἰσθανόταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πού ἔλεγε:  «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἔν ἐμοί Χριστός · ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ » 12 .

Τό ἴδιο ζοῦσε ΚΑΙ Ο θεοφόρος  Ιγνάτιος , ὅταν ἔγραφε πρός τούς Ρωμαίους:  «Τόν Ἰησοῦν φιλῶ, τόν ὑπέρἐμοῦ παραδοθέντα. Τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ περί πάντων ὧν ἀνταπέδωκέ μοι? ».  Καί ἀκόμα:  «Ὁ ἐμός ἔρωςἐσταύρωται. Πόμα θέλω τό πόμα αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἀγάπη ἄφθαρτος καί αἰώνιος ζωή ».  Πῶς εἶναι δυνατό νά μήν ἀγαπᾶμε τό Θεό καί Πατέρα μας, ἀφοῦ Αὐτός πρῶτος μᾶς ἀγάπησε?  «Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτόςπρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς» 13 .  ΚΑΙ τό  μεγαλύτερο ΔΕΙΓΜΑ Της Αγάπης Του  ΕΙΝΑΙ, ΟΤΙ  μᾶς ἐλευθέρωσε ΑΠΌ ΤΗΝ κατάρα ΤΟΥ ἅδη ΚΑΙ μᾶς χάρισε ΤΗΝ εὐδαιμονία ΤΟΥ ΜΕ ΤΗ παραδείσου λυτρωτική θυσία ΤΟΥ Υἱοῦ Του«Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενή ἔδωκεν» 14 .

Κανένα  ἄλλο  πλάσμα   πράγμα,  εἴτε  στόν  οὐρανό  εἴτε  στή  γῆ,  δέν  ἐξαγοράστηκε  μέ  τό  θεῖο  αἷματοῦ  μονογενοῦς  Υἱοῦ  τοῦ  Θεοῦ.  Γιά τήν ἀγάπη τῶν ἐννέα ἀγγελικῶν ταγμάτων δέν χύθηκε οὔτε μία ρανίδαἀπό τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ.

ΓΙΑ  ΤΗΝ αγαπη ΤΗΝ δική μας ὅμως τό ὅλο χύθηκε ΑΙΜΑ Του. Ὕστερ ἀπ αὐτό, πῶς μποροῦμε νά μήν                                 τώρα καί πέρα ὁ Θεός ἄς ἔχει τήν πρώτη θέση στήν καρδιά μας, ὅπως στήνκαρδιά τοῦ Προφήτη:  «Ὁ Θεός τῆς καρδιάς μου καί ἡ μερίς μου ὁ Θεός εἰς τόν αἰῶνα» 15 Ἄς ποῦμε, ​​τέλος, κι ἐμεῖς μαζί μέ τόν ἱερό Αὐγουστίνο:  «Κύριε, δός μοι καρδίαν διαλογιζομένην τά σά, διάνοιαν ἀγαπῶσάν σε, μνήμηνἀναπολοῦσάν σε, νοῦ σέ νοοῦντα, λόγον ἐχόμενόν σου ἰσχυρῶς τοῦ ἄκρως ἡδέος καί ἀγαπῶντά σε σοφῶς, τήνσοφήν ἀγάπην» 16

-------------------------------------------------- ------------------------------------

1 Ματθ. Κβ: 37-38.

2 Α Κορ. ιγ: 13.
3 Λόγος πδ.
4 Ἅγ. Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ὅ.π.
5 Α Ἰω. Γ: 18.
6 Ἆσμα 8: 18.
7 Εὐχή η ἤ ιθ.
8 Μθ, Α ἑκατ. περί θεολογίας.
9 Εὐχή λ.
10 Λουκ. Ιβ: 49.
11 Εὐχ. ἐρωτ. Α.
12 Γαλ. Β: 20.
13 Α Ἰω. Δ: 19.
14 Ἰω. γ: 16.
15 Ψαλμ. 72: 26.
16 Εὐχή ἐρωτ. α.

(ΑΠΌ  τό  Βιβλίο:  «ΜΑΘΗΤΕΙΑ  ΣΤΟΝ  ΑΓΙΟ  ΝΙΚΟΔΗΜΟ », Ἐκδόσεις:  . Ι  . Μ  Παρακλήτου  Ωρωπός  Αττικής)



Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία,... (Χερουβικός ὓμνος Μεγάλου Σαββάτου)


Κατά τήν Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ἀντί τοῦ Χερουβικοῦ ὓμνου «Οἱ τά Χερουβίμ μυστικῶς εἰκονίζοντες ...» ψάλλεται ὁ ἑξῆς συγκλονιστικός ὓμνος:


«Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία, καί στήτω μετά φόβου καί τρόμου, καί μηδέν γήινον ἐν ἑαυτῇ λογιζέσθω˙ ὁ γάρ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων, καί Κύριος τῶν κυριευόντων, προσέρχεται σφαγιασθῆναι, καί δοθῆναι εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς˙ Προηγοῦνται δέ τούτου, οἱ χοροί τῶν ἀγγέλων, μετά πάσης ἀρχῆς καί ἐξουσίας, τά πολυόμματα Χερουβίμ καί τά ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ, τάς ὂψεις καλύπτοντα καί βοῶντα τόν ὓμνον˙ Ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα. »

Ἐξαίσια εἶναι ἡ μουσική σύνθεση σέ ἦχο πλάγιο τοῦ α 'τοῦ Ἰακώβου τοῦ Πελοποννησίου († 1800), Πρωτοψάλτου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
Ὁ ὑμνογράφος ξεκινᾶ μέ τήν προστακτική «σιγησάτω», μέ τήν ὁποία ἀπευθύνεται πρός ὃλους τούς θνητούς («πᾶσα σάρξ βροτεία», βροτός = θνητός) καί ζητεῖ σιγή. Ἀκολουθοῦν δύο ἀκόμα προστακτικές:  «στήτω μετά φόβου καί τρόμου καί μηδέν γήινον ἑαυτῇ λογιζέσθω» . Μέ αὐτές προτρέπει τούς πιστούς νά σταθοῦν ὀρθοί μέ φόβο καί τρόμο γιά τό μέγα γεγονός τό ὁποῖο συντελεῖται καί νά κρατοῦν τόν νοῦ καθαρό ἀπό κάθε γήινη σκέψη καί μέριμνα.

            Ὁ ὑμνωδός «βλέπει» τό φοβερό μυστήριο νά συντελεῖται πρό τῶν ὀφθαλμῶν του: 

! «Ο Βασιλεύς Των βασιλευόντων ΚΑΙ Ο Κύριος Των κυριευόντων προσέρχεται οἰκειοθελῶς ΓΙΑ ΝΑ σφαγιασθεῖ ΚΑΙ ΝΑ δοθεῖ Ως τροφή στούς πιστούς
Προπορεύονται ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΟΙ χοροί Των αγγέλων ΜΕ ΤΗΝ ὁρισμένη Τάξη ΚΑΙ ἐξουσία: Τά πολυόμματα Χερουβίμ καί τά ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ καλύπτοντας ἀπό δέος τά πρόσωπά τους καί ψάλλοντας μέ δυνατή φωνή τόν ὓμνο˙ Ἀλληλούϊα »

            Ὁ ὑμνογράφος προβάλλει μέ τόν τρόπο αὐτό τό μεγαλεῖο τοῦ Κυρίου καί δημιουργεῖ στήν ψυχή μας τήν εὐλαβεία καί τό δέος πού καί ὁ ἲδιος αἰσθάνεται κατά τήν ἱερή στιγμή πού ὁ ἱερέας ἑτοιμάζεται γιά τήν Μεγάλη Εἲσοδο.

            Ὁ ὓμνος αὐτός ἀπαντᾶται ὡς Χερουβικός ὓμνος στήν Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου.

            Ἡ ἑλληνική γλώσσα μέ τήν πολυμορφία, τήν πλαστικότητα καί τόν πλοῦτο της δίνει στόν δημιουργό τοῦ ὓμνου τήν δυνατότητα νά ἀποτυπώνει καί νά ἐκφράζει τόσο τήν δική ψυχή του ὃσο καί τῶν προσευχομένων πιστῶν.

--------------------------------------------------

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Τριώδιον, Ἐκδόσεις «ΦΩΣ», Ἀθῆναι 1983, σελ. 500.


Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΘΡΥΛΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΙΩΑΝΝΗ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ (1797-1864), ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΥ, ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ, ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ





«Όταν μου πειράξουν την πατρίδα και τη θρησκεία μου, θα μιλήσω, θα’ νεργήσω κι’ ό,τι θέλουν ας μου κάνουν»

Τότε, εκεί που καθόμουν εις το περιβόλι μου και έτρωγα ψωμί, πονώντας από τις πληγές, όπου έλαβα εις τον αγώνα και περισσότερο πονώντας δια τις μέσα πληγές όπου δέχομαι δια τα σημερινά δεινά της Πατρίδος, ήλθαν δύο επιτήδειοι, άνθρωποι των γραμμάτων, μισομαθείς και άθρησκοι, και μου ξηγώνται έτσι: «Πουλάς Ελλάδα, Μακρυγιάννη».

Εγώ, στην άθλιαν κατάστασίν μου, τους λέγω: «Αδελφοί, με αδικείτε. Ελλάδα δεν πουλάω, νοικοκυραίγοι μου. Τέτοιον αγαθόν πολυτίμητον δεν έχω εις την πραμάτειαν μου. Μα και να τό’ χα, δεν τό’ δινα κανενός. Κι’ αν πουλιέται Ελλάδα, δεν αγοράζεται σήμερις, διότι κάνατε τον κόσμον εσείς λογιώτατοι, να μην θέλει να αγοράσει κάτι τέτοιο».

Έφυγαν αυτοί. Κι’ έκατσα σε μίαν πέτραν μόνος και έκλαιγα. Μισός άνθρωπος καταστάθηκα από το ντουφέκι του Τούρκου, τσακίστηκα εις τις περιστάσεις του αγώνα και κυνηγιέμαι και σήμερον. Κυνηγιώνται και άλλοι αγωνιστές πολύ καλύτεροί μου, διότι εγώ είμαι ο τελευταίος και ο χειρότερος. Και οι πιο καλύτεροι όλων αφανίστηκαν.

Αυτοί που θυσίασαν αρετή και πατριωτισμόν, για να ειπωθεί ελεύτερη η Ελλάδα κι’ εχάθηκαν φαμελιές ολωσδιόλου, είπαν να ζητήσουν ένα αποδειχτικόν που να λέγει ότι έτρεξαν κι’ αυτοί εις την υπηρεσίαν της Πατρίδος και Τούρκο δεν άφηκαν αντουφέκιγο.

Πήγε να’ νεργήσει η Κυβέρνηση και βγήκαν κάτι τσασίτες και σπιγούνοι, που δουλεύουν μίσος και ιδιοτέλεια, και είπαν «όχι». Και είπαν και βρισιές παλιές δια τους αγωνιστές. Για να μην πάρουν το αποδειχτικόν, ένα χαρτί που δεν κάνει τίποτες γρόσια.
Πατρίδα να θυμάσαι εσύ αυτούς όπου, δια την τιμήν και την λευτερίαν σου, δεν λογάριασαν θάνατο και βάσανα. Κι’ αν εσύ τους λησμονήσεις, θα τους θυμηθούν οι πέτρες και τα χώματα, όπου έχυσαν αίματα και δάκρυα.

Θεέ, συχώρεσε τους παντίδους, που θέλουν να μας πάρουν τον αγέρα που αναπνέομεν και την τιμήν που με ντουφέκι και γιαταγάνι πήραμε. Εμείς το χρέος, το κατά δύναμιν, επράξαμεν. Και αυτοί βγήκαν σήμερον να προκόψουν την Πατρίδα. Μας γέμισαν φατρία και διχόνοιαν. 
Και την Πατρίδα δεν την θέλουν Μητέρα κοινή. Αμορόζα εις τα κρεβάτια τους την θέλουν. Γι’ αυτό περνούν και ρεθίζουν τον κόσμον με τέχνες και καμώματα. 

Και καζαντίσαν αυτοί πουγγιά και αγαθά και αφήκαν τους αγωνιστές, τις χήρες και τα ορφανά εις την άκρην. Αυτοί είναι οι ανθρώπινοι λύκοι, που φέραν δυστυχήματα και κίντυνον εις τον τόπον. Ας όψονται.

Τότε που η Τουρκιά εκατέβαινε από τα ντερβένια και ολίγοι έτρεχαν με ολίγα ντουφέκια, με τριχιές δεμένα, να πολεμήσουν, θέλοντας 
λευτεριάν ή θάνατον, οι φρόνιμοι ασφάλιζαν τις φαμελιές τους εις τα νησιά κι’ αυτοί τρέχαν εις ρεματιές και βουνά, μη βλέποντας ποτέ Τούρκου πρόσωπον. Κι’ όταν ακούγαν τα ντισμπάρκα των Τούρκων, τρέχαν μακρύτερα. Τώρα θέλουν δικήν τους την Πατρίδα και κυνηγούν τους αγωνιστές.

Εγίναμε θηρία που θέλουν κριγιάτα (κρέατα) ανθρωπινά να χορτάσουν. Και χωρίζουν τον κόσμον σε πατριώτες και αντιπατριώτες. Αυτοί γίναν οι σημαντικοί της Πατρίδος και οι άλλοι να χαθούν. Δεν ξηγιώνται γλυκότερα να φυλάξωμεν Πατρίδα και να δούμεν λευτερίαν πραγματικήν. Ρωμαίγικον δεν φτιάχνεται χωρίς ούλλοι να θυσιάσουν αρετήν και πατριωτισμόν. Και χωρίς να πάψει η μέσα, η δική μας τυραγνία.

Και βγήκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνήτες, Έλληνες, σπορά της εβραιουργιάς, που είπαν να μας σβήσουν την Αγία Πίστη, την Ορθοδοξία, διότι η Φραγκιά δεν μας θέλει με τέτοιο ντύμα Ορθόδοξον. Και εκάθησα και έκλαιγα δια τα νέα παθήματα. Και επήγα πάλιν εις τους φίλους μου τους Αγίους. Άναψα τα καντήλια και ελιβάνισα λιβάνιν καλόν αγιορείτικον.

Και σκουπίζοντας τα δάκρυά μου τους είπα: «Δεν βλέπετε που θέλουν να κάμουν την Ελλάδα παλιόψαθα; Βοηθείστε, διότι μας παίρνουν, αυτοί οι μισοέλληνες και άθρησκοι, ό,τι πολυτίμητον τζιβαϊρικόν έχομεν. Φραγκεμένους μας θέλουν τα τσογλάνια του τρισκατάρατου του Πάπα. Μην αφήσετε, Άγιοί μου αυτά τα γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας να μασκαρέψουν και να αφανίσουν τους Έλληνες, κάνοντας περισσότερα κακά από αυτά που καταδέχθηκεν ο Τούρκος ως τίμιος εχθρός μας».

Ένας δικός μου αγωνιστής μου έφερε και μου διάβασεν ένα παλαιόν χαρτί, που έγραψεν ο κοντομερίτης μου Άγιος παπάς,
ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Τον εκρέμασαν εις ένα δέντρον Τούρκοι και Εβραίοι, διότι έτρεχεν ο ευλογημένος παντού και εδίδασκεν Ελλάδα, Ορθοδοξία και Γράμματα.

Έγραφεν ο μακάριος εκείνος ότι: 
«Ένας άνθρωπος να με υβρίσει, να φονεύσει τον πατέρα μου, την μητέρα μου, τον αδελφόν μου και ύστερα το μάτι να μου βγάλει, έχω χρέος σαν χριστιανός να τον συγχωρήσω. Το να υβρίσει τον Χριστόν μου και την Παναγία μου, δεν θέλω να τον βλέπω». 

Το χαρτί του πατέρα Κοσμά έβαλα και μου το εκαθαρόγραψαν. Και το εκράτησα ως Άγιον Φυλαχτόν, που λέγει μεγάλην αλήθειαν. Θα πω να μου γράψουν καλλιγραφικά και τον άλλον αθάνατον λόγον του, 
«τον Πάπαν να καταράσθε ως αίτιον». Θέλω να το βλέπω κοντά στα’ κονίσματά μου, διότι τελευταίως κάποιοι δικοί μας ανάξιοι λέγουν ότι αν τα φτιάξουμε με τον δικέρατον Πάπαν, θα ολιγοστέψουν οι κίντυνοι, τα βάσανα και η φτώχεια μας, τρομάρα τους.

Και είπαν οι άθρησκοι που εβάλαμεν εις τον σβέρκο μας να μη μανθάνουν τα παιδιά μας Χριστόν και Παναγίαν, διότι θα μας παρεξηγήσουν οι ισχυροί. Και βγήκαν ακόμη να’ ποτάξουν την Εκκλησίαν, διότι έχει πολλήν δύναμη και την φοβούνται. Και είπαν λόγια άπρεπα δια τους παπάδες.

Εμείς, με σκιάν μας τον Τίμιον Σταυρόν, επολεμήσαμεν ολούθε, σε κάστρα, σε ντερβένια, σε μπογάζια και σε ταμπούργια. Και αυτός ο Σταυρός μας έσωσε. Μας έδωσε την νίκη και έχασε (οδήγησε σε ήττα) τον άπιστον Τούρκον. Τόση μικρότητα στον Σταυρό, τον σωτήρα μας!

Και βρίζουν οι πουλημένοι εις τους ξένους και τους παπάδες μας, τους ζυγίζουν άναντρους και απόλεμους.
Εμείς τους παπάδες τους είχαμε μαζί εις κάθε μετερίζι, εις κάθε πόνον και δυστυχίαν. Όχι μόνον δια να βλογάνε τα όπλα τα ιερά, αλλά και αυτοί με ντουφέκι και γιαταγάνι, πολεμώντας σαν λεοντάρια. Ντροπή Έλληνες! 

Πηγή: https://sites.google.com/site/orthodoxy1054/

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΗΡΥΓΜΑ


Των Ὑψηλάντηδων τ’ ἀρχοντικό, στὸ Κισνόβι τῆς Ρωσίας,
δεκάξη τοῦ Φλεβάρη 1821.


Γύρω στὸ τραπέζι, ἀπ’ τὰ πέντε ἀδέρφια οἱ τέσσερες, Ἀλέξανδρος, Δημήτρης, Νικόλας καὶ Γιώργης· κι ἀντικρύ τους οἱ δυὸ γραμματικοί, Λασσάνης καὶ Τυπάλδος,  γράφουν τὴν προκήρυξη. Ἡ ἀπόφαση πιὰ ἡ τρανὴ εἶναι παρμένη. Μένει νὰ δοθῆ τὸ σύνθημα τοῦ ἀγώνα καὶ στὶς καρδιὲς τῶν Ἑλλήνων τὸ σάλπισμα ν’ ἀντιλαλήση κι ἀπὸ  τὰ θεμέλια της νὰ σείση τὴν Τουρκιά.

Μέσα στὴν ἐπίσημη σιωπή, τοῦ Ἀλέξανδρου ἡ φωνὴ ἀργὴ καὶ γαλήνια χύνεται τριγύρω:

Ναί, ἀδέρφια, λέει, ὅλα τὰ προσφέρομε θυσία πατριωτική, καὶ τὰ δυὸ ἑκατομμύρια, ποὺ ἡ Ὀθωμανικὴ Κυβέρνηση, κατὰ τὴ συνθήκη, θὰ μᾶς πληρώση τὸν ἐρχόμενο  Μάη. Δὲν μποροῦμε νὰ περιμένωμε! Ἡ ἑταιρία ἀνακαλύφτηκε! Ἂς προσφέρωμε καὶ τὰ κτήματά μας στὴ Βλαχία· ἀξίζουν ἕξη ἑκατομμύρια. Καὶ τοὺς μισθοὺς ποὺ παίρνομε  ἀπὸ τὴ Ρωσία. Ἂς δώσωμε καὶ τοὺς ἴδιους τοὺς ἑαυτούς μας στὸ βωμὸ τῆς Πατρίδας. Ἔτσι θὰ ἐκτελέσωμε


oikogeneia ipsilanti



τὴν παραγγελία τοῦ πατέρα μας καὶ θὰ πάρωμε ἐκδίκηση γιὰ τὰ βασανιστήρια ποὺ ὑπέφερε ὁ πάππος μας καὶ πέθανε ἀπ’ αὐτά. Ὅλα ἂς τὰ δώσωμε στὴν πατρίδα. Ἂς κινήσωμε τὸν ἱερὸ ἀγώνα. Διάβασε, Λασσάνη, τὴν προκήρυξη.

Διαβάστηκε ἡ προκήρυξη καὶ γίνηκε δεχτὴ μὲ μιὰ καρδιά.

Εἶναι καὶ κάποια ἄλλη θυσία, εἶπε ὁ μονόχερος Ἀλέξανδρος.

Σηκώθηκε, βγῆκε ἀπὸ τὸ θάλαμο, πέρασε ἀπ’ ἄλλον καὶ μπῆκε ἴσια στῆς μητέρας του.
Τὴ βρῆκε μὲ τὸ πιὸ μικρὸ ἀδέρφι, τὸ Γρηγόρη, δεκατεσσάρων χρονῶν ἀγόρι, καθισμένο στὸ πλάϊ της.

Ἀφοῦ προσκύνησε τὰ πολυσέβαστα γεράματα τῆς μάνας, τῆς τρανῆς Ἀρχόντισσας, τῆς ἔδωσε τὸ χέρι καὶ τὴν ἔσυρε σιγὰ στὸ θἀλαμο, ποὺ βρίσκονταν τ’ ἀδέρφια του.

Μητέρα, εἶπε, ἡ σωτηρία τῆς πατρίδας μπορεῖ ν’ἀπαιτήση καὶ τὴ θυσία τοῦ κτήματος ποὺ ἔχομε στὴν Κοζνίτσα. Μᾶς δίνει πενήντα τέσσερες χιλιάδες ρούβλια τὸ χρόνο.

Χαρίζεις  αὐτὸ τὸ κτῆμα, μητέρα, στὴν Πατρίδα;


ipsilantis mitera


Ἡ Ἀρχόντισσα Ὑψηλάντισσα ἀναδάκρυσε γλυκά.
Παιδιά μου, εἶπε, ἐγὼ χαρίζω ἐσᾶς, τὰ φίλτατά μου, καὶ θὰ λυπηθῶ τὰ δυὸ ἑκατομμύρια ρούβλια;

Μὲ τὰ τελευταῖα αὐτὰ λόγια ἦταν κι ἡ προκήρυξη τελειωμένη. Ὑπόγραψε κι ὁ γιός :

Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης.


Γιάννης Βλαχογιάννης

Πηγή Αναγνωστικό ΣΤ 1952


ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ




«Θεοτόκε, μητέρα του παντός, το καύχημα της παρθενίας, το καύχημα της αρετής και τα πάντα της αγαθότης, προστρέχομεν οι αμαρτωλοί, οι αδύνατοι, εις εσπλαχνίαν της αγαθότης σου, να λυπηθείς τους αθώους εκείνους οπού φέρνουν την αμαρτωλή τους προσευχή ειλικρινώς εις τον παντουργόν και εις την βασιλείαν του, εκείνους οπού ’τρεξαν ξιπόλυτοι και γυμνοί, εκείνους οπού αφήσαν χήρες και αρφανά, εκείνους οπού ’χυσαν το αίμα τους, κατά τον όρκον τους, ν’ αναστηθεί διά της δυνάμεως του Παντοκράτορα η σκλαβωμένη τους πατρίδα και να λαμπρυθεί ο Σταυρός της Ορθοδοξίας, και δι’ αυτόν τον όρκον αυτείνοι πέθαναν δι αυτείνη την πατρίδα και θρησκεία, και θυσίασαν και το έχει τους, και πολλών οι γυναίκες τους, τα παιδιά τους, οι συγγενείς τους διακον
εύουν και ταλαιπωρούνται ξυπόλυτοι, γυμνοί, νηστικοί στα σοκάκια εκείνης της ματοκυλισμένης πατρίδος οπού ζύμωσαν οι γονέοι τους και οι συγγενείς τους με το αίμα τους, και την γοδέρουν σήμερα και την τρώνε και την προδίνουν οι γουρνόλυκοι με τ’ ακονισμένα δόντια και οι σύντροφοί τους αυτεινών οι τοιούτοι. Θεοτόκο, μήτηρ του παντός, αυτούς τους αθώους να λυπηθείς, αυτούς τους γυμνούς και ταλαίπωρους… Προστρέχομεν οι αμαρτωλοί, οι ανάξιοι δούλοι σου και οι σκλάβοι σου εις το έλεός σου και εις την εσπλαχνίαν σου...».

Πηγή: ahdoni.blogspot.gr


ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ

Ἀγαπητοί μου Γαλαξιδιῶται,

Ἦτο θέλημα Θεοῦ νὰ ἁρπάσωμεν τὰ ὅπλα μίαν ἡμέραν καὶ νὰ ριφθῶμεν κατὰ τῶν τυράννων μας.

Τί τὴν θέλομεν, ἀδελφοί μου, τὴν πολυπικραμένην ζωὴν τοῦ δούλου; Δὲν βλέπετε, ὅτι δὲν μᾶς ἀπέμεινε τίποτε; Καὶ αὐταὶ αἱ ἐκκλησίαι μας  ἔγιναν τζαμιὰ καὶ στάβλοι τῶν Τούρκων. Δὲν εἶναι πρέπον νὰ σταυρώσωμεν τὰς χεῖρας. Ἄς ἐρωτήσωμεν τὴν καρδίαν μας καὶ ὅ,τι  ἀποφασίσωμεν, νὰ τὸ βάλωμεν ἐμπρὸς σύντομα. Ἄν βραδύνωμεν, θὰ μετανοήσωμεν καὶ τότε ἄδικα θὰ κτυπῶμεν τὴν κεφαλὴν μας.

Τὴν ἐποχὴν αὐτὴν ἡ Τουρκία εἶναι ἀπησχολημένη εἰς πολέμους. Ἄς ὠφεληθῶμεν ἀπὸ τὴν περίστασιν αὐτήν, τὴν ὁποίαν μᾶς ἔστειλεν ὁ Θεὸς  εἰσακούων τα δίκαια παράπονά μας.

Εἰς τὰ ὅπλα, ἀδελφοί! Ἤ νὰ ἐλευθερωθῶμεν ἦ νὰ ἀποθάνωμεν ὅλοι. Καλύτερον θάνατον δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐπιθυμήσῃ Ἕλλην καὶ χριστιανός. Ἐγώ, καθὼς γνωρίζετε, ἠμπορῶ νὰ ζήσω λαμπρὰ μὲ πλούτη καὶ τιμὰς καὶ δόξαν. Ὅ,τι καὶ ἂν ζητήσω, οἱ Τοῦρκοι προθύμως θὰ μοῦ τὸ  δώσουν, διότι φοβοῦνται τὸ σπαθὶ τοῦ Ἀνδρούτσου. Ἀλλὰ σᾶς λέγω τὴν ἀλήθειαν, ἀδελφοί μου, δὲν θέλω νὰ καλοπερνῶ ἐγὼ καὶ τὸ Γένος  μου νὰ ὑποφέρῃ εἰς τὴν δουλείαν.

Ἀπὸ τὴν Πελοπόννησον μοῦ γράφουν, ὅτι εἶναι ὅλοι ἓτοιμοι μὲ τὰ παλικάρια των. Θέλω ὅμως νὰ εἶμαι βέβαιος, ὅτι θὰ μὲ ἀκολουθήσετε. Ἄν  κάμετε σεῖς ἀρχὴν ἀπὸ τὸ ἕν μέρος καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸ ἄλλο, θὰ σηκωθῇ ὅλη ἡ Ρούμελη.

Περιμένω ἀπάντησιν μὲ τὸν κομιστὴν τῆς ἐπιστολῆς μου.

Τὴν μπαρούτην καὶ τὰ βόλια τὰ ἔλαβα καὶ τὰ ἐμοίρασα.

22 Μαρτίου 1821

Σᾶς χαιρετῶ καὶ σᾶς γλυκοφιλῶ

Ὁ ἀγαπητός σας
Ὀδυσσεὺς Ἀνδροῦτσος

Πηγή : Αναγνωστικό ΣΤ΄Δημοτικού 1943



Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΠΛΑΤΥΤΕΡΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ





Μέ τόν ὄρο Πλατυτέρα ἤ καί Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν ὀνομάζεται ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας πού ἁγιογραφεῖται στό ἐσωτερικό ἄνω μέρος τῆς κεντρικῆς κόγχης τοῦ Ἁγίου Βήματος (κοινῶς Ἱεροῦ) τῶν ναῶν. Ἡ Πλατυτέρα ἀποδίδεται συνήθως καθισμένη σέ θρόνο φέροντας στήν ἀγκάλη της τόν Ἰησοῦ Χριστόν παιδίον, ἔχοντας ὡς ὑποπόδιο νέφος. Πολλές ὅμως φορές ἀποδίδεται καί σέ ὄρθια στάση μέ τά χέρια ἁπλωμένα καί ἐλαφρά ἀνυψωμένα. Ἡ ὀνομασία προέρχεται ἀπό τόν στίχο τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου: 
«Χαῖρε σκέπη τοῦ κόσμου, πλατυτέρα νεφέλης». 

Τί ἐννοοῦμε λοιπόν μ' αὐτή τήν προσωνυμία τῆς Θεοτόκου; Δέν χωρεῖ καμμιά ἀμφιβολία ὅτι ἡ Παναγία ὀνομάστηκε «Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν» γιατί ἐχώρεσε στή γαστέρα της «τόν ἀχώρητον Θεόν». Οἱ οὐρανοί δέν τόν χωροῦσαν καί τόν ἐχώρεσε ἡ μήτρα τῆς Παρθένου! Γι' αὐτό ὁ ὑμνωδός διερωτᾶται θαυμαστικῶς: «Ὁ ἀχώρητος παντί πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί»;

Αὐτή ὅμως εἶναι μόνο ἡ μία πλευρά τοῦ νομίσματος. Ὑπάρχει καί ἡ ἄλλη, πού ἔχει κι αὐτή τή σπουδαιότητά της. «Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν» λέγεται ἡ Παναγία, ὄχι μονάχα γιατί ἐχώρεσε τόν «ἀχώρητον Θεόν», ἀλλά γιατί χωρεῖ καί ἄλλους, πού γιά πολλούς λόγους δέν χωρεῖ ὁ οὐρανός! Στόν οὐρανό, δηλαδή στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, δέν χωροῦν ὅλοι. Θέση καί δικαίωμα ἐκεῖ ἔχουν μόνο οἱ ἅγιοι, οἱ ἐκλεκτοί. Οἱ ἁμαρτωλοί καί βέβηλοι δέν ἔχουν ἐκεῖ θέση. Ὅμως στῆς Παναγίας τήν καταφυγή καί προστασία τολμοῦν νά πλησιάσουν κι αὐτοί ζητώντας ἔλεος καί πρεσβεῖες καί μεσιτεία. Γνωρίζοντας οἱ ἁμαρτωλοί πώς εἶναι ἀπό τή γῆ ἡ Παναγία, τήν ἀναγνωρίζουν μάνα ὅλου του κόσμου:
«Καί Σέ μεσίτριαν ἔχω πρός τόν φιλάνθρωπον Θεόν...», ψάλλουμε στήν Παράκληση. Ἡ Παναγία λοιπόν χωρεῖ περισσότερα ἀπό τόν οὐρανό καί ἐν σχέσει μέ μᾶς τούς ἀνθρώπους. Γι' αὐτό εἶναι καί ἀπό αὐτή τήν ἄποψη τῶν οὐρανῶν Πλατυτέρα!

Ἄς εὐχηθοῦμε νά μή στερηθεῖ κανείς πιστός καί κανείς ἄνθρωπος τή σωτήρια πρεσβεία Της πρός τόν Υἱό Της καί Λόγο καί Σωτήρα τοῦ κόσμου!

Πηγή: www.in-ad.gr




Νὰ μὴν ἀπελπίζεται κανένας, οὑδἑποτε, γιὰ ὁτιδἡποτε

Αποτέλεσμα εικόνας για Μετανοια

«Δεῦτε πρός με πᾶντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι,
κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. 11, 28). 




Ἑρμηνευτική ἀπόδοσις μέρους τοῦ περὶ Μετανοίας Λόγου,
ἐκ τοῦ ἀποδιδομένου εἰς τὸν Ἅγιον Ἀμφιλὁχιον, Ἐπίσκοπον Ἰκονίου. 

Ἀντὶ προλόγου
Ὁ θεοχειροτόνητος ἐπίσκοπος Ἰκονίου Ἅγιος Ἀμφιλόχιος, ἐξάδελφος Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, μαθητής καὶ φίλος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, εἰς τὸν «Περὶ μετανοίας» ἐπιγραφόμενον εἰς αὐτὸν Λόγον του, μεταξὺ ἄλλων περὶ μετανοίας φιλανθρώπων διηγήσεων, ἀναφέρει καὶ τὸ ἀκόλουθον παράδοξον περιστατικόν.
«Βούλομαι δὲ καὶ ἑτέραν ἀφήγησιν, ὦ φίλοι, ὠφέλιμον οὖσαν ὑμῖν διηγήσασθαι, δεικνύουσαν καθαρῶς Θεὸν μηδένα ἀποστρέφεσθαι τῶν προσπελαζόντων αὐτῷ. Καὶ τοῦτο... ἀπὸ τῆς βίβλου τῶν Πατέρων πειράσομαι διηγήσασθαι».
-Θέλω, ὦ φίλοι, λέγει, νὰ σᾶς διηγηθῶ καὶ μίαν ἄλλην ὠφέλιμον διήγησιν ἡ ὁποία φανερώνει πολὺ καθαρὰ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀποστρἑφεται κανένα ἀπὸ ὅσους θέλουν διὰ μετανοίας νὰ τὸν πλησιἀσουν, μὲ σκοπὸν νὰ σωθοῦν. Καὶ αὐτὸ θὰ τὸ ἀνασὐρω ἀπὸ τὴν βίβλο τῶν πατερικῶν διηγήσεων.
Διηγεῖται λοιπὸν ὁ Ἅγιος καὶ τὸ ἀπροσδόκητον αὐτὸ γεγονός, ὡς ἔνδειγμα τῆς ἄκρας τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας πρὸς τοὺς ἁμαρτἀνοντας, ὥστε νὰ μὴ διστάζουν ὡς πρὸς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἐὰν θελήσουν ἀληθινὰ νὰ μετανοήσουν.
Ἀπὸ τὴν διήγησιν αὐτὴν πληροφορούμεθα ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ ἀφἡνῃ ποτὲ τὸν ἑαυτὸν του εἰς λογισμοὑς ἀπελπισίας καὶ ἀπογνώσεως ὡς πρός τὴν σωτηρίαν του, ἀκόμη καὶ ἐὰν καθ' ὑπόθεσιν ἦτο τόσον ἀμαρτωλός, ὡς νἀ ἧτο δαίμων, καὶ ἤθελε εἰλικρινῶς νὰ μετανοήσῃ.

«Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀναβάλλουμε, οὔτε νὰ βραδύνουμε δι' ἐκεῖνον ποὺ πρόκειται νὰ καταπονισθῆ. Διότι ἄν θελήσεις δι' ὁλίγον χρόνον νὰ ἀναβἀλῃς τὴν σωτηρία του, θὰ τὸν ἐγκαταλείψῃς στὴν ἀγριότητα τῆς τρικυμίας. Δι' αὐτὸ σὲ τέτοιες συμφορές χρειάζεται ταχύτης, ταχύτης καὶ προσπάθεια ἐντατικἡ... Ἄς γινὡμεθα, λοιπόν, προνοητικοὶ διὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀδελφῶν μας».
(Ἅγ. Ἰωάν. Χρυσόστομος)




Λέγει λοιπόν ἡ ἐκ παραδὁσεως ἐρχομένη αὐτὴ διήγησις ὅτι:

Κάποιος Γέρων ἀσκητὴς μέγας καὶ διορατικός εἶχε φθάσει εἰς μέτρα ἀσκἡσεως ὑπερἀνω τῶν δαιμονικῶν πειρασμῶν, τῶν ὁποίων τὴν ἐπἡρεια εὐθαρσῶς κατεφρόνει. Εἶχαν ἀνοίξει μὲ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ τῆς ψυχῆς του τὰ μάτια καὶ ἔβλεπε ὁφθαλμοφανῶς Ἀγγέλους καὶ δαίμονας, πῶς ὁ καθένας ἀπὸ τὴν ἰδικήν του παράταξιν ἀγωνιζόμενος ἐπηρεἀζει τῶν ἀνθρώπων τὸν βίον. Τόσον μέγας ἦταν ὁ Γέρων αὐτός εἰς τὸ νὰ περιφρονῇ καὶ νὰ περιπαίζῃ ἐμφανῶς τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ὥστε πολλές φορές τοὺς ἐμέμφετο καὶ τοὺς ἔθλιβε, ὑπενθυμίζων εἰς αὐτούς και τὴν ἔκπτωσίν των ἀπὸ τὸν οὐρανὸν και τοῦ αἰωνίου πυρός τὴν κόλασιν, ἡ ὁποία ὡς ὑποδίκους τούς ἀναμἑνει.
Οἱ δαίμονες, ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, κοινολογὡντας τὴν προκοπὴν καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ θεοφόρου αὐτοῦ Γέροντος, κατέλιξαν εἰς τὴν γνώμην νὰ μὴν τὸν πλησιάσῃ κανείς πλέον ἀπὸ μέρους των εἰς τὸ ἑξῆς μήτε νὰ τολμήσῃ νὰ παλαίσῃ μαζὶ του μήπως καὶ πληγωθῇ ἀπὸ αὐτόν, διότι μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔφθασε εἰς μέτρα τελειώσεως ὑπερβαίνοντα τὴν κοινὴν ἀνθρωπίνην φύσιν.
Ἐδῶ περίπου εὑρίσκοντο πνευματικῶς, ἐν σχέσει μὲ τὸν μέγαν Γέροντα τὰ πράγματα, ὅταν μίαν ἡμέραν ἕνας τῶν δαιμόνων λέγει εἰς ἕνα ἄλλον συνταλαίπωρον ὅμοιον του, Ζερέφερ τὸ ὄνομα -ἐὰν ἔχουν οἱ ἀκατονόμαστοι ὄνομα.
-Ζερἑφερ· τοῦ λέγει, ἔχω ἔνα λογισμόν· Ἆραγε, ἐὰν κάποιος ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς δαίμονας ἤθελε μεταμεληθῇ - ἀλλάξῃ γνώμην, τὸν δέχεται ἆραγε εἰς μετάνοιαν ὁ Θεός;
Τὶ λέγεις; ναὶ ἢ ὄχι; Καὶ ποιός ἐνδεχομένως θα ἠμποροῦσε νὰ τὸ γνωρίζῃ αὐτό;
Περίεργον ἀπίθανον τὸ ἐρώτημα.
Τοῦ ἀποκρίνεται ὁ Ζερέφερ·
-Θέλεις, τοῦ λέγει· να ὑπάγω εἰς τὸν μέγαν Γέροντα ποὺ μᾶς περιφρονεῖ καὶ μᾶς περιπαίει νὰ τὸν πειράξω μὲ τὸ ἐρώτημα αὐτό, νὰ λάβωμε ἀπάντησι;
Τοῦ λέγει ὁ πρῶτος·
-Πήγαινε, ἀλλὰ πρόσεχε καλά, διότι ὁ Γέροντας εἶναι ἀνεβασμένος πνευματικα, εἶναι διορατικός καὶ θὰ γνωρίσῃ τὸν δόλον· καὶ δὲν θὰ πεισθῇ νὰ ἐρωτήσῃ περὶ τοῦ ζητήματος αὑτοῦ τὸν Θεόν. Ὅμως πήγαινε· καὶ ἢ ἐπιτυγχάνεις τόν σκοπόν σου, ἢ δοκιμὰζεις καὶ φεύγεις.
Ἐπῆγε λοιπὸν πρός τὸν μέγαν Γέροντα ὁ Ζερέφερ, σχηματίζοντας τὸν ἑαυτόν του ὡς ἄνθρωπον παναμαρτωλόν, θρηνοῦντα καὶ ὀδυρόμενον τὴν ἀπὡλειάν του. Ὁ δὲ Θεός, θέλων να δείξῃ ὅτι οὑδένα μετανοημένον ἀποστρέφεται, ἀλλὰ δέχεται τούς πάντας, ἐὰν εἰλικρινῶς εἰς Αὐτὸν ἐπιστρέφουν, δὲν ἐφανέρωσε εἰς τὸν Γέροντα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν περἱπτωσιν αὐτὴν τῆς πανουργίας τοῦ δαίμονος, ἀλλ' ὡς ἄνθρωπον ὁ Γέρων ἔβλεπε τὸν πονηρὸν καὶ τίποτε περισσότερον.
Θρηνεῖ λοιπὸν γοερῶς ὁ ἀπατεὡν.
Καὶ τὸν ἐρωτᾶ ὁ Γέρων·
-Τὶ ἔχεις, ᾶνθρωπε, καὶ κλαίεις καὶ ὀλοφὑρεσαι τόσον ἀπὸ καρδίας, συντρίβων μὲ τὸν ὀδυρμόν σου καὶ τὴν ἰδικήν μου καρδίαν;
Ἀποκρίνεται ὁ δαίμων·
-Ἐγώ, Πάτερ ἅγιε, δὲν εἶμαι ἄνθρωπος, ἀλλά διάβολος πονηρός, καθώς συμπεραίνω ἐκ τοῦ ἀπείρου πλήθους τῶν ἀνομιῶν μου.
Τοῦ λέγει ὁ Γέρων·
-Καὶ τὶ θέλεις ἀπὸ ἐμὲ νὰ σοῦ κάμω;
Διότι ἐνόμισεν ὁ Πατήρ ὅτι ἀπὸ πολλῆς ταπεινώσεως ἀπεκάλει ὁ ὁδυρόμενος τὸν ἑαυτόν του δαίμονα· ὁ δὲ Θεός, πρός τὸ παρόν, δὲν ἀποκαλύπτει τὸ γινόμενον.
Λέγει ὁ δαίμων·
-Τίποτε ἄλλο δὲν παρακαλῶ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, παρὰ νὰ δεηθῇς ἀπὸ καρδίας πρός Κύριον τὸν Θεόν σου νὰ σοῦ φανερὡσῃ, ἐἀν δέχεται τόν διάβολον εἰς μετἀνοιαν· διότι, ἐὰν ἐκεῖνον εἰς μετάνοιαν δεχθῇ, δέχεται καὶ ἐμένα, ὁ ὁποῖος εἰς τίποτε δὲν διαφέρω ἀπὸ ἐκεῖνον.
-Καλά, τοῦ λέγει ὁ Γέρων, ὅπως θέλεις θὰ κάμω· Τώρα πήγαινε στὸ καλό σου, καὶ αὔριον ἔλα πάλι ἐδῶ να σοῦ ἀναγγείλω τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἔφυγε ὁ δαίμων. Καὶ τὴν νύκτα ἐκείνην ἀπλὡνει καρδίαν καὶ χεῖρας εἰς ἱκεσίαν ὁ ὅσιος Γέρων, παρακαλῶν τὸν Πανὰγαθον νὰ τοῦ φανερώσῃ, ἐὰν ἆραγε δέχεται τὸν διάβολον ἐπιστρέφοντα εἰς μετάνοιαν.
Ἀμέσως τότε τοῦ ἐμφανίζεται Ἄγγελος παρὰ Κυρίου ἐξαστράπτων καὶ λέγων·
-Τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεός σου!
-Διατὶ παρεκάλεσες ὑπέρ δαίμονος τὴν ἐξουσίαν μου;

Καὶ τὶ ἦλθε αὐτός ζητῶν, ἐκπειράζων σε μὲ δόλον;

Ὁ Γέρων ἔμεινε ἐκστατικός πρός τὸν Ἄγγελον.
-Καὶ πῶς, λέγει, ὁ Κύριος δὲν μοῦ ἀπεκάλυψε τὸ ἐνεργούμενον, ἀλλὰ μοῦ τὸ ἀπέκρυψε νὰ μὴν τὸ ἐννοήσω;
Καθησυχάζων αὐτὸν ὁ Ἄγγελος τοῦ λέγει·
-Μή ταραχθῇς δι' αὐτὸ ὅπου ἔγινε. Διότι κάποιαν θαυμαστἡν οἱκονομίαν μετέρχεται ὁ Θεός εἰς ὡφέλειαν τῶν ἀμαρτωλῶν, ὥστε να μὴν ἀπελπίζωνται. Διότι κανένα ἐκ τῶν προσερχομένων εἰς αὐτὸν ἐν μετανοία δὲν αποστρέφεται ὁ πανυπεράγαθος Κύριος· κἄν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Σατανᾶς καὶ Διάβολος ἤθελε δεόντως προσέλθει· ὥστε μέ τὴν δοκιμὴν αὐτὴν νὰ γίνῃ φανερὰ ἡ ἐξ αὐτῶν τῶν ἰδίων δαιμόνων προερχομἐνη σκληρότης καί θανάσιμος αὐτῶν ἀπόγνωσις. Ὅταν λοιπὸν ἔλθη αὔριον ὁ πειρἀζων πρός σέ, μὴν τὸν ἀποπάρῃς ἐξ ἀρχῆς, ἀλλ' εἶπέ του τὰ ἑξῆς·
-Διὰ νὰ γνωρίζῃς ὅτι εἶναι φιλάνθρωπος ὁ Θεός καὶ δὲν ἀποστρέφεται κανένα ἐξ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐπιστρέφουν εἰς Αὐτὸν ἐν μετανοίᾳ, καθ'οἰονδἡποτε τρόπον καὶ ἄν εἶχαν προηγουμένως ἁμαρτἡσει, μοῦ ὑπεσχέθῃ ὅτι καὶ ἐσένα θὰ δεχθῇ· ἀλλὰ ἐὰν τηρήσης ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δι' ἐμοῦ σὲ προστἀζει.
Ὅταν ἐδῶ φθάσουν τὰ πράγματα, καὶ σὲ ἐρωτήσει·
-Καὶ ποῖα ἄραγε εἶναι αὐτὰ ποὺ μοῦ δίνεις ἐντολὴν νὰ τηρἡσω;
Τότε νὰ τοῦ εἰπῇς τὰ ἑξῆς:
-Τάδε λἑγει Κὐριος·
Ἐγώ Κύριος ὁ Θεός σὲ γνωρίζω ποῖος εἶσαι καὶ ἀπὸ ποῦ ἔχεις ἔλθει πειράζων. Σὺ εἶσαι ἀρχαῖον κακόν. Καὶ συνήθισες νὰ πορεύεσαι κατὰ τὴν βέβηλόν σου ὑπερηφἀνειαν. Καὶ πῶς θὰ ἠμπορέσῃς νὰ ἀφιερώσῃς τὸν ἑαυτόν σου εἰς ἀληθινὴν μετάνοιαν; Ὅμως, διὰ νὰ μὴν ἔχῃς πρόφασιν ἀπολογίας τὶς δικαιολογίες αὐτές κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως, ὅτι δῆθεν ἡθέλησα νὰ μετανοήσω καὶ ὁ Θεὸς δὲν μὲ ἐδέχθη, πρόσεχε εἰς αὐτὰ ποὺ σοῦ λέγω, πῶς ὁφείλεις νὰ ἐνεργήσῃς τὸν τρόπον τῆς σωτηρίας σου.
Αὐτή εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου τῶν Δυνάμεων·
-Θἀ μείνης ἐπὶ τρία ἔτη εἰς ἕνα τόπον ἀκίνητος. Στραμμἐνος κατὰ ἀνατολἀς. Νύκτα καὶ ἡμέρα θἀ ἱκετεύῃς: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὸ ἀρχαῖον κακόν». Σὺ θὰ τὸ λέγῃς αὐτὸ ἑκατὸ φορές. Μὲ φωνή δυνατή.
Καὶ πάλιν ἐκατὁ φορές: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως».
Καὶ πάλιν ἄλλες ἑκατὸ φορές: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὴν ἐσκοτισμένην ἀπάτην»!
Αὐτἀ νὰ κρἀζῃς πρός τον Κύριον ἐπὶ τρία ἔτη διαδοχικῶς καὶ ἀδιαλείπτως, τὴν μίαν ἑκατοντἀδα μετὰ τὴν ἄλλην. Καὶ ἐἀν τὰ κάνῃς αὐτὰ καθώς πρέπει μὲ τὴν ταπεινοφροσύνην ποὺ ἁρμόζει, θὰ συναριθμηθῇς μὲ τοὺς Ἀγγέλους Θεοῦ τοῦ Παντοκράτορος.
Αὐτὰ νὰ τοῦ εἰπῇς, λέγει ὁ Ἄγγελος, εἰς τὸν Γέροντα. Ἐἀν λοιπὸν συμφωνἡσῃ νὰ τὰ κάμῃ, δέξου αὐτὸν εἰς μετἀνοιαν.
Ἀλλὰ γνωρίζω, λέγει Κύριος, ὅτι ἀρχαῖον κακὸν νέον καλὸν δὲν γίνεται.
Καὶ ὅσα ἀκολουθήσουν σημείωσέ τα διὰ τὶς ἔσχατες ἡμἐρες, νὰ μὴν ἔρχωνται οἱ ἄνθρωποι εἰς ἀπελπισίαν καὶ ἀπόγνωσιν, ἐφόσον ἀπὸ καρδίας θελήσουν νὰ μετανοἡσουν.

Διότι πάρα πολὺ θὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὴν διἡγησιν αὐτὴν οἱ βαρέως ἀμαρτήσαντες, πληροφορούμενοι γιὰ τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ μὴ ἀπελπίζωνται εἰς τὴν προσπἀθειαν τῆς μετανοίας διὰ τὴν σωτηρίαν των.

Αὑτἀ εἶπεν ὁ Ἄγγελος καὶ ἀνέβη εἰς τους οὐρανούς.
Τὴν ἐπομένην ἐνωρίς τὸ πρωΐ ἐμφανίζεται πάλιν κλαίων ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ μακρὁθεν ὁ δαίμων, καὶ ἐρχόμενος πρὸς τὸν Γέροντα.
Ὁ Γέρων κατ' ἀρχἀς δὲν ἐθεάτρισε τὴν ἀπἀτην τοῦ προσερχομένου· μόνον ἔλεγε ἀπὸ μέσα του εἰς τὸν λογισμόν του: -Κακῶς ἦλθες, ἀρχαῖον κακόν, κλέπτη διάβολε, σκορπιὲ μὲ τὸ δηλητἡριο, ἀποστάτα τῆς θείας δόξης, ἀντἀρτη κακότροπε, κακοσήμαντε, παραχαραγμἐνε, παραμορφωμένε.
Καὶ ὅταν ἐπλησίασε, τοῦ λέγει·
-Νὰ γνωρίσης ὅτι παρεκἀλεσα τὸν Θεόν, καθώς σοῦ ὑπεσχέθην, καὶ σὲ δέχεται εἰς μετάνοιαν, ἐὰν ὅμως κάμῃς ἔργον αὐτὰ ποὺ σοῦ παραγγέλει δι' ἐμοῦ ὁ κραταιὸς τῶν Δυνάμεων Κύριος.
Λέγει ὁ δαίμων· -Καὶ ποῖα εἶναι αὐτὰ ποὺ Αὐτὸς μοῦ ὥρισε νὰ κάμω;
Καὶ ὁ Γέρων εἶπε·
-Προστάζει ὁ Θεός νὰ σταθῇς εἰς ἕνα τόπον ἀκίνητος ἐπὶ τρία ἔτη βλέπων κατὰ ἀνατολἀς καί κρἀζων ἡμέρα καὶ νύχτα ἀδιαλείπτως ἀνὰ ἑκατὸ φορές: «Ὁ Θεός ἐλἑησὁν με τὸ ἀρχαῖον κακόν»· καὶ πάλιν ἑκατὸ φορές· «Ὁ Θεός, ἐλἑησόν με τό βδἑλυγμα τῆς ἐρημὡσεως»· καὶ πάλιν ἑκατὸ φορές· «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὴν ἐσκοτισμἑνην ἀπἀτην».

 Συνεχῶς ἐπαναλαμβανὁμενα αὐτὰ ἀνὰ ἐκατό, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, ἐπὶ τρία ἔτη. Ὅταν τά κάμῃς αὐτὰ καθώς πρέπει, θὰ δεχθῇ τὴν μετάνοιάν σου καὶ θὰ συναριθμηθῇς καθὼς ἤσουν ἐξ ἀρχῆς μὲ τούς Ἀγγέλους Αὐτοῦ.

Καθὼς ῆκουσεν αὐτὰ ὁ Ζερέφερ ἀστραπιαίως ἀπἑβαλε τὸ ἐπίπλαστον τοῦ θρἡνου προσωπεῖον του· ἔκαμε ἔνα δαιμονιώδη ἀπαίσιον καγχασμόν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ εἶπε εἰς τὸν Γέροντα·
-Ὦ σαπρόγηρε, ἐλεεινὲ καὶ ἄθλιε, τρισάθλιε γέρον! Ἐάν ἐγὼ ἤθελα νὰ ἀποκαλέσω τὸν ἑαυτόν μου βδέλυγμα καὶ ἀρχαῖον κακὸν καὶ ἐσκοτισμένην ἀπἀτην καὶ ἐζοφωμένον καὶ ἀνωφέλητον, ἀπὸ εὺθὐς ἐξ ἀρχῆς θὰ εἶχα διαλέξει νὰ τὸ κάνω αὐτὸ καὶ θὰ ἐσωζόμουν ἀμέσως, ἀπὸ τότε.
Ἀλλἀ, τώρα ἐγώ, ἀρχαῖον κακόν; Μὴ γένοιτο! Καὶ πῶς εἶμαι ἀρχαῖον κακόν; Τώρα μάλιστα ποὺ ἔχω γίνει τόσον θαυμαστός; καὶ ὅλοι μοῦ ὑποτἀσσονται καὶ μὲ φοβοῦνται καὶ μὲ τρέμουν;
Τώρα ἐγώ νὰ ἀποκαλέσω τὸν ἑαυτόν μου βδέλυγμα καὶ ἀπάτην καὶ ἑζοκρωμένον καὶ ἀνωφέλητον; Ὄχι, Γέρον! Ὄχι! Ὄχι!
Τώρα ἰδίως ποὺ δεσπόζω ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν, νἀ γίνω διὰ τῆς μετανοἰας ἐγὼ ἔνα τίποτε, ἔνα παίγνιον, ἔνα ξεπεσμένο ἄβουλο ὄν; ἕνας δοῦλος ταπεινός, ἐλεεινός, εὑτελἡς καὶ ἀχρεῖος; Ὄχι, Γέρον! Ὄχι! Ὄχι! Ποτέ! ποτέ!
Αὐτἀ εἶπε τὸ ἀκἀθαρτον πνεῦμα καὶ μὲ ένα ἀλλόκοτον συριγμὸν καὶ ἀλαλαγμὸν, ἔγινε ἄφαντον ἀπὸ προσώπου τοῦ Γέροντος.
Ὁ δὲ Γέρων, καθώς εἶδε καὶ ἄκουσε αὐτὰ ἐσύναξε τὸν ἑαυτόν του εἰς προσευχἡν, εὐχαριστῶν τῷ Θεῷ ἀπὸ ἐμπειρίας καὶ λέγων·
-Ἀληθῶς εἶπας, Κύριε, ὅτι ἀρχαῖον κακόν νέον ἀγαθὸν δὲν γίνεται!



Ὡς ἐπίλογος
Αὐτά, ἀγαπητοὶ δὲν τὰ κοινολογῶ ἀπλῶς καί ὡς ἔτυχε, ἀλλὰ γιὰ νὰ γνωρίσετε τοῦ Δεσπότου τὸ πολὺ καὶ ἀνεκδιήγητον ἔλεος καὶ τὴν ἄπειρον Αὐτοῦ ἀγαθότητα. Διότι, ἐὰν καὶ τὸν διἀβολον δέχεται μετανοοῦντα, πολὺ περισσότερον τοὺς ἀνθρώπους, ὑπὲρ τῶν ὁποίων τὸ αἶμα Του ἔχυσε, θὰ δεχθῇ ἐπιστρέφοντας, ἐὰν τὸν ἱκετεύσουν ἀπὸ καρδίας ἐν μετανοίᾳ μὲ ἐξομολόγησιν καὶ διόρθωσιν βίου, καθώς ὁρίζει ἡ Ἁγία μας Ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Καθολική καὶ Ἀποστολική Ἐκκλησία.

(Ἡ ἐρμηνευτική ἀπόδοση ἔγινε ἀπὸ τὸν ὁσιολ. Μοναχόν Λ.Φ, Ἀγιορείτη,
τὸν ὁποῖον καὶ εὐχαριστοῦμε θερμῶς).

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞ0Σ ΚΥΨΕΛΗ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012





Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΤΑ ΠΑΘΗ (Ὃσιος Θεοφάνης ὁ Ἒγκλειστος)

Υπάρχουν μέσα μας πάθη, αλλά δεν αποτελούν ουσιώδη και εγγενή μέρη της ψυχής. Ο λόγος, π.χ., δηλαδή το λογικό, είναι μέρος της ψυχής. Γι’ αυτό δεν μπορεί να αφαιρεθεί, χωρίς να καταστραφεί η ψυχή. Με τα πάθη, όμως, δεν συμβαίνει το ίδιο. Επειδή είναι ξένα προς τη φύση μας, μπορούν ν’ απομακρυνθούν χωρίς αυτή ν’ αλλοιωθεί. Απεναντίας μάλιστα, όταν απομακρυνθούν, τότε γινόμαστε αληθινοί άνθρωποι, ενώ, όσο υπάρχουν μέσα μας, μας κάνουν από ορισμένες τουλάχιστον απόψεις, χειρότερους κι από ζώα. Όταν αγαπάμε τα πάθη που μας εξουσιάζουν, τότε αυτά δένονται τόσο στενά με την ανθρώπινη φύση, ώστε, ενώ ενεργούμε με εμπάθεια, φαίνεται ότι ενεργούμε φυσιολογικά. Κι αυτό, γιατί, όταν είμαστε υποταγμένοι στα πάθη, όχι μόνο κάνουμε πρόθυμα ό,τι θέλουν, μα και πιστεύουμε ακράδαντα πως η φύση είναι τέτοια και πως, επομένως, αλλιώς δεν μπορεί να γίνει.

Όλα τα πάθη προέρχονται και συντηρούνται από την επιθυμία της αυτοϊκανοποιήσεως και της απολαύσεως, από τη φιλαυτία και την υπερηφάνεια. Μόλις ο άνθρωπος αποκτήσει ταπείνωση και αυταπάρνηση, κυριεύεται από τον πόθο της ευαρεστήσεως του Θεού. Τότε όλα τα πάθη χάνουν το έρεισμά τους και συνακόλουθα τον έλεγχο της αυτοσυνειδησίας και της βουλήσεως. Χάνοντας το έρεισμά τους, στερούνται τη χαρακτηριστική εκείνη δύναμη, με την οποία έσερναν τον άνθρωπο όπως σέρνει ο αγωγιάτης ένα γαϊδουράκι από το σκοινί. Πρωτύτερα, με τον πρώτο πειρασμό, ο άνθρωπος έσπευδε να ικανοποιήσει το αντίστοιχο πάθος. Τώρα, απεναντίας όχι μόνο δεν θέλει να υποκύψει σε κανέναν πειρασμό, μα και φεύγει αμέσως μακρυά του.

Να σε ποια κατάσταση βρίσκεσαι κι εσύ, αφότου έβαλες σκοπό να εργαστείς για τον Κύριο με θέρμη, χωρίς να λυπάσαι τον εαυτό σου. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι τα πάθη δεν είχαν προλάβει να θεριέψουν και να ριζώσουν γερά μέσα σου. Υπάρχουν, πάντως, κι εσύ ενεργούσες σύμφωνα μ’ αυτά, χωρίς να γνωρίζεις ότι έτσι έβλαπτες τον εαυτό σου, καμιά φορά μάλιστα και τα επαινούσες, όπως έκανες με τη δίκαιη αγανάκτηση και την υπερήφανη αυτοδικαίωσή σου. Κι αυτές, βλέπεις, όταν προκόβουμε στην αρετή, πρέπει να τις θεωρούμε –και είναι- εμπαθείς εκδηλώσεις της ψυχής.

Υπάρχουν, λοιπόν, μέσα σου τα πάθη, αλλά είναι κρυμμένα. Κάθε τόσο εμφανίζονται, διεκδικώντας τα κυριαρχικά τους δικαιώματα, αλλά εσύ δεν πρέπει να υποκύπτεις στις απαιτήσεις τους. Θα ήθελα να πιστεύω ότι δεν θα σε ενοχλήσουν άλλη φορά, γιατί τώρα, χάρη στην αποφασιστικότητά σου, έχουν χάσει τη δύναμή τους. Την έχασαν από τότε που αποφάσισες να μη λυπάσαι τον εαυτό σου για τον Θεό. Ωστόσο δεν ξέρω πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, γιατί μια απόφαση δεν φτάνει∙ πρέπει και να πραγματοποιηθεί, ή μάλλον να πραγματοποιείται κάθε στιγμή, χωρίς δισταγμούς, συμβιβασμούς, παραχωρήσεις ή υπαναχωρήσεις.

Μολονότι, δηλαδή, ήδη έχεις αποφασίσει να ευαρεστήσεις τον Θεό και έχεις κατανοήσει τί ζητάει από σένα, πρέπει να εφαρμόσεις με συνέπεια τους ακόλουθουςκανόνες:

α) «Προσέχετε καλά πώς ζείτε∙ μη ζείτε ως ασύνετοι αλλά ως συνετοί. Να χρησιμοποιείτε σωστά το χρόνο σας, γιατί ζούμε σε καιρό κυριαρχίας του κακού» (Εφ. 5:15-16). Στον καιρό μας κυριαρχεί το κακό λόγω των παθών που υπάρχουν μέσα μας.

β) «Να είστε νηφάλιοι και άγρυπνοι» (Α΄ Πετρ. 5:8).

γ) «Προσέχετε, αγρυπνείτε και προσεύχεσθε» (Μαρκ. 13: 33).
Γιατί πρέπει να προσέχεις και ν’ αγρυπνείς; Για να μην κινηθεί ύπουλα κάποιο πάθος, κατορθώνοντας να σε απατήσει και να σε ρίξει στην αμαρτία. Ακόμα κι αν βρεθείς ασυναίσθητα κάτω από την επήρεια ενός πάθους, εφόσον αυτό θα σε εξωθήσει σε μια εφάμαρτη πράξη, έστω κι ασήμαντη, θα ευαρεστήσεις τον εχθρό και όχι τον Θεό. Πρέπει, λοιπόν, να είσαι άγρυπνη, νηφάλια και προσεκτική, ώστε ο εχθρός να μην αποκομίζει ούτε το ελάχιστο κέρδος από σένα.

Πιο αναλυτικά: Να είσαι άγρυπνη, δηλαδή να μην κοιμάσαι. Τί σημαίνει αυτό; Να μην παραδίνεσαι στην αμέλεια, αλλά να βρίσκεσαι σε επαγρύπνηση και ετοιμότητα, ώστε, αν ο εχθρός κινηθεί ύπουλα εναντίον σου, να τον αντιληφθείς αμέσως. Να είσαι νηφάλια, δηλαδή ξεμέθυστη. Τί σημαίνει αυτό; Να μην προσκολλάς την καρδιά σου παρά στον Θεό μονάχα, γιατί κάθε άλλη προσκόλληση μεθάει την ψυχή και της αφαιρεί την φρόνηση. Να είσαι προσεκτική. Τί σημαίνει αυτό; Να παρατηρείς προσεκτικά τι συμβαίνει μέσα σου, ώστε κανένα κακό να μην εμφανιστεί και να μη σταθεί στην καρδιά σου.

Η προσοχή και η επαγρύπνηση έχουν κεφαλαιώδη σημασία στον πόλεμο με τα πάθη. Αν παραβλέψεις τον εχθρό και τον αφήσεις να περάσει μέσα σου, περίμενε είτε να πληγωθείς είτε ολότελα να συντριβείς. Αν, όμως, τον αντιληφθείς έγκαιρα, θα το βάλει στα πόδια. Έτσι κάνουν σχεδόν πάντα οι πνευματικοί μας αντίπαλοι. Εξαφανίζονται μόλις γίνουν αντιληπτοί, για να μας ξαναπλησιάσουν στα κλεφτά, όταν εφησυχάσουμε. Υπάρχουν, πάντως, και πνεύματα ιδιαίτερα σκληρά και επίπονα, που επιδιώκουν να μας κυριέψουν με κάθε τρόπο και σε κάθε περίπτωση.

(Από το βιβλίο: ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ, «Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ γράμματα σε μια ψυχή», ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ)