A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΟΘΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (Ὃσίος Ἰσαάκ ὁ Σύρος)






Ἀληθῶς εἶπεν ὁ Κύριος, ὅτι δὲν δύναταί τις μετὰ τοῦ πόθου τοῦ κόσμου ν' ἀποκτήσῃ καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, οὔτε μετὰ τῆς συναναστροφῆς τοῦ κόσμου ν' ἀποκτήσῃ καὶ τὴν συναναστροφὴν τοῦ Θεοῦ, οὔτε μετὰ τῆς φροντίδος τοῦ κόσμου δύναται νὰ ἔχῃ καὶ τὴν φροντίδα τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν ἀφήσωμεν τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν κενοδοξίαν τῶν ἀνθρώπων, ἢ πολλάκις καὶ διὰ τὴν ἔνδειαν τῶν ἀναγκαίων χρειῶν τοῦ σώματος, τότε πολλοὶ ἐξ ὑμῶν ἐκκλίνουσιν εἰς πολλὰ σφάλματα, οἵτινες ὑπεσχέθησαν νὰ ἐργάζωνται τὰ ἔργα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ δὲν ἐνθυμοῦνται τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ Κυρίου, εἰπόντος, ὅτι ἐὰν καταβάλλητε πᾶσαν ὑμῶν τὴν φροντίδα διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, δὲν θέλω σᾶς ὑστερήσει τῶν ἀναγκαίων χρειῶν τοῦ σώματος• διότι δὲν θέλω ἀφήσει ὑμᾶς νὰ φροντίζητε περὶ αὐτῶν.
Περὶ τῶν ἀψύχων πετεινῶν, τὰ ὁποῖα ἐκτίσθησαν δι' ἡμᾶς, φροντίζει ὁ Κύριος, καὶ θέλει ἀμελήσει δι' ἡμᾶς; ποσῶς•
διότι ὅστις φροντίζει διὰ τὰ πνευματικὰ αὑτοῦ ἔργα, ἢ καταγίνεται εἴς τινα ἐξ αὐτῶν ψυχικά, τὰ ἀναγκαῖα του σώματος ἑτοιμάζονται δὶ αὐτὸν χωρὶς στενοχωρίαν καὶ φροντίδα εἰς τὸν καιρὸν αὐτῶν•
ὅστις ὅμως ἐπασχολεῖται ὑπὲρ τὸ δέον εἰς τὰ σωματικά, ὁ τοιοῦτος ἐκπίπτει χωρὶς νὰ θέλῃ ἐκ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ•
ἀλλ' ἐὰν ἡμεῖς φροντίσωμεν ἀγωνιζόμενοι καὶ μεριμνῶντες περὶ ἐκείνων, τὰ ὁποῖα γίνονται διὰ τὴν ἀγάπην καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, αὐτὸς θέλει φροντίσει καὶ περὶ τῶν δύο, τῶν ψυχικῶν καὶ σωματικῶν, κατὰ τὸ μέτρον τοῦ ἀγῶνος ἡμῶν.


Ἡμεῖς ὅμως ἂς μὴ ζητῶμεν νὰ δοκιμάσωμεν τὸν Θεὸν εἰς τὰ σωματικὰ ἀντὶ τῶν ψυχικῶν ἡμῶν ἔργων, ἀλλὰ τὸν σκοπὸν ὅλων τῶν πράξεων ἡμῶν ἂς μετατρέψωμεν εἰς τὴν ἐλπίδα τῶν μελλόντων αἰωνίων ἀγαθῶν•
διότι ὅστις ἅπαξ ἐκθέσει ἑαυτὸν διὰ τὴν ἀγάπην τῆς ψυχῆς αὑτοῦ εἰς τὴν ἐργασίαν τῆς ἀρετῆς, καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ τελειώσῃ αὐτήν, αὐτὸς πλέον δὲν πρέπει νὰ φροντίζῃ διὰ τὰ σωματικά, εἴτε ὑπάρχουσιν, εἴτε μή•
καθόσον ταῦτα πολλάκις ὁ Θεὸς συγχωρεῖ νὰ λείψωσιν, ἵνα δοκιμασθῶσιν εἰς τὰ τοιαῦτα οἱ ἐνάρετοι, καὶ παραχωρεῖ διὰ παντὸς μέσου νὰ διεγερθῶσι κατ' αὐτῶν πειρασμοί, καὶ πληγώνει αὐτοὺς διὰ σωματικῶν ἀσθενειῶν, καθὼς τὸν Ἰώβ•
ἔτι δὲ καὶ εἰς πτωχείαν ἐμβάλλει αὐτούς, καὶ εἰς χεῖρας τῶν κακῶν ἀνθρώπων, καὶ περιπλέον πληγόνει αὐτοὺς καὶ δι' ἐκείνων, τὰ ὁποῖα ἔχουσι, μόνον εἰς τὰς ψυχὰς αὐτῶν δὲν πλησιάζει καμμία βλάβη•
διότι ἀδύνατον εἶναι, ὅταν περιπατῶμεν τὴν ὁδὸν τῆς ἀρετῆς, νὰ μὴ ἀπαντήσωμεν καὶ λυπηρά τινα, καὶ νὰ μὴ ταλαιπωρῆται τὸ σῶμα ἡμῶν δι' ἀσθενειῶν καὶ κόπων, ἀλλὰ νὰ μένῃ πάντοτε ἀνενόχλητον•
ἐὰν ἀγαπῶμεν νὰ ζήσωμεν ἐναρέτως, πρέπει νὰ ὑποφέρωμεν πάντα.

Ὅστις διέρχεται τὴν ζωὴν αὑτοῦ κατὰ τὸ θέλημα αὑτοῦ, ἢ κυριεύεται ἀπὸ φθόνον καὶ δειλίαν, ἢ καταγίνεται εἰς τὸν ἀφανισμὸν τῆς ἰδίας αὑτοῦ ψυχῆς, ἢ εἰς ἕτερόν τι ἐξ ἐκείνων, τὰ ὁποῖα βλάπτουσιν αὐτὸν ψυχικῶς, ὁ τοιοῦτος κατακρίνεται παρὰ Θεοῦ.
Ὅταν δέ τις ἀκολουθῇ τὴν ὁδὸν τῆς ἀρετῆς, καὶ ζῇ κατὰ Θεόν, καὶ ἔχει πολλοὺς ὁμοίους αὑτῷ εἰς τὴν ἀρετήν, μετὰ τῶν ὁποίων συγκατοικεῖ, ἐὰν αὐτὸς ἀπαντήσῃ καὶ κανὲν ἀπὸ τὰ ῥηθέντα λυπηρά, δὲν πρέπει νὰ παρεκτρέπηται ἀπὸ τὴν ὁδὸν τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ μετὰ χαρᾶς νὰ ὑποδεχθῇ αὐτὸ ἀνεξετάστως, καὶ νὰ εὐχαριστῇ τὸν Θεόν, διότι ἔπεμψεν εἰς αὐτὸν ταύτην τὴν χάριν, καὶ ἠξιώθη δι' αὐτὸν νὰ πέσῃ εἰς πειρασμόν, καὶ νὰ γείνῃ κοινωνὸς τῶν παθημάτων τῶν προφητῶν καὶ ἀποστόλων καὶ τῶν λοιπῶν ἁγίων, εἴτε ἐξ ἀνθρώπων ἔλθει ὁ πειρασμός, εἴτε ἐκ δαιμόνων, εἴτε ἐξ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου αὑτοῦ σώματος, (διότι χωρὶς θέλημα Θεοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ παραχωρηθῇ εἰς τὰ τοιαῦτα), ἵνα γίνῃ ἀφορμὴ εἰς αὐτὸν ὁ πειρασμὸς πρὸς πρόοδον τῆς ἀρετῆς•
διότι δὲν εἶναι δυνατὸν ἄλλως πως νὰ κάμῃ ὁ Θεός, ὥστε νὰ εὐεργετηθῇ ἐκεῖνος, ὅστις ἐπιθυμεῖ νὰ ᾖναι μετ' αὐτοῦ, παρὰ νὰ ἐπιφέρῃ εἰς αὐτὸν πειρασμοὺς πρὸς ἀγάπην τῆς ἀρετῆς•
ἐπειδὴ αὐτὸς ἀφ' ἑαυτοῦ δὲν δύναται ν' ἀξιωθῇ ταύτης τῆς μεγαλωσύνης, καὶ χάριν τῶν θείων τούτων εὐεργεσιῶν νὰ εἰσέλθῃ εἰς τοὺς πειρασμούς, καὶ νὰ χαίρῃ χωρὶς νὰ λάβῃ χάρισμα παρὰ τοῦ Χριστοῦ•
μαρτυρεῖ δὲ τοῦτο ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος•
διότι τοῦτο εἶναι τόσον μέγα, ὥστε φανερῶς ὀνομάζει αὐτὸ χάρισμα, τὸ νὰ προετοιμάζηταί τις εἰς πειρασμοὺς διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ•
διότι λέγει, τοῦτο ἐδόθη εἰς ἡμᾶς παρὰ Θεοῦ, ὄχι μόνον τὸ νὰ πιστεύωμεν εἰς τὸν Χριστόν, ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ πάσχωμεν δι' αὐτὸν•
ὡς καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἔγραφεν εἰς τὴν ἐπιστολὴν αὐτοῦ, λέγων, ὅταν πάσχητε διὰ τὴν δικαιοσύνην, εἶσθε μακάριοι•
διότι ἐγείνατε κοινωνοὶ τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ.

Λοιπὸν ὄχι ὅταν ἀναπαύησαι πρέπει νὰ χαίρῃς, καὶ ὅταν σοὶ ἐπέλθωσι θλίψεις καὶ στενοχωρίαι νὰ στυγνάζῃ τὸ πρόσωπόν σου, καὶ νὰ λογίζησαι ταύτας ὡς ξένας τῆς ὁδοῦ τοῦ Θεοῦ•
καθότι ἀπ' ἀρχῆς κόσμου καὶ ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν αὕτη ἡ ὁδὸς τοῦ Θεοῦ διὰ σταυροῦ καὶ θανάτου περιπατεῖται.
Πόθεν δέ σοι ἐπῆλθε τοῦτο, τὸ νὰ μὴ θέλῃς νὰ σοὶ ἐπέλθωσι πειρασμοί; γνώριζε ὅμως ὅτι ἄνευ πειρασμῶν εὑρίσκεσαι ἐκτὸς τῆς ὁδοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν περιπατεῖς εἰς αὐτήν, οὐδὲ ὁδεύεις κατ' ἴχνος τῶν ἁγίων, ἢ ἴσως θέλεις νὰ διαχαράξῃς εἰς ἑαυτὸν ἄλλην ὁδόν, ἵνα περιπατῇς χωρὶς κακοπάθειαν καὶ στενοχωρίαν. 


Ἡ ὁδὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι καθημερινὸς σταυρὸς καὶ θάνατος•
διότι οὐδεὶς ἀνῆλθεν εἰς τὸν οὐρανὸν μετ' ἀνέσεως•
ἐπειδὴ ἡ ὁδὸς τῆς ἀνέσεως καὶ ἀναπαύσεως, γνωρίζομεν, ποῦ καταντᾷ καὶ τελειώνει.

Ὅστις ἀφιερώσει ἑαυτὸν ἐξ' ὅλης καρδίας εἰς τὸν Θεόν, δὲν θέλει ποτὲ ὁ Θεὸς νὰ μένῃ ὁ τοιοῦτος ἀμέριμνος, ἀλλὰ νὰ φροντίζῃ ἀδιακόπως περὶ τῆς ἀρετῆς•
καὶ ἐκ τοῦ ἑξῆς δὲ γνωρίζεται, ὅτι ὁ Θεὸς προνοεῖ διὰ τὸν ἄνθρωπον, ὅταν πάντοτε πέμπῃ εἰς αὐτὸν λύπας καὶ πειρασμούς.


Ὅσοι διάγουσι τὴν ζωὴν αὐτῶν μὲ πειρασμούς, αὐτοὶ οὐδέποτε παραχωροῦνται ὑπὸ τῆς θείας προνοίας νὰ ἐμπέσωσιν εἰς τὰς χεῖρας τῶν δαιμόνων, καὶ μάλιστα ἐὰν ταπεινούμενοι καταφιλῶσι τοὺς πόδας τῶν ἀδελφῶν, καὶ σκεπάζωσι τὰ σφάλματα αὐτῶν, καὶ κρύπτωσιν αὐτά, ὡς τὰ ἴδια αὑτῶν.
Ὅστις θέλει καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ ᾖναι ἀμέριμνος εἰς τοῦτον τὸν κόσμον χωρὶς πειρασμῶν, συγχρόνως δὲ ἀγαπᾷ νὰ περιπατῇ καὶ τὴν ὁδὸν τῆς ἀρετῆς, ὁ τοιοῦτος εὑρίσκεται κενὸς καὶ στερημένος ταύτης τῆς ὁδοῦ•
διότι ὅλοι οἱ δίκαιοι ὄχι μόνον θεληματικῶς ἀγωνίζονται εἰς τὰ καλὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ καὶ ἀθελήτως εὑρίσκονται εἰς μέγαν ἀγῶνα τῶν πειρασμῶν, ἵνα δοκιμασθῇ ἡ ὑπομονὴ αὐτῶν•
διότι ὅταν ἡ ψυχὴ ἔχῃ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, δὲν φοβεῖται ἀπὸ κανὲν πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον βλάπτει τὸ σῶμα•
ἐπειδὴ ἐλπίζει εἰς τὸν Θεόν, εὑρισκομένη εἰσέτι εἰς τοῦτον τὸν κόσμον, καὶ εἰς τὸν μέλλοντα αἰῶνα τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.

Πηγή: orthodoxfathers.com

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Ὁ Ὃσιος Παρθένιος ὁ Χίος (8 Δεκεμβρίου)




Ἐγεννήθη εἰς τὸ χωρίον Δαφνῶν τῆς Χίου κατὰ τὸ ἔτος 1815 ἀπὸ
εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Μιχαὴλ καὶ Ἀντωνία Φραγκοσκούφη (ἢ Μενή). Περὶ
τῆς γεννήσεώς του προεφήτευσε ὁ Ἅγιος Μακάριος Κορίνθου ὁ Νοταρᾶς
(ὁ καὶ τελικῶς ἀσκητεύσας εἰς τὴν προσφιλήν του Χίον) στὴ µητέρα τοῦ
Ὁσίου, οὖσαν ἐν προκεχωρηµένῃ ἡλικίᾳ,τὰ ἑξῆς: «θὰ κάµεις ἀγόρι, θὰ τὸ
ὀνοµάσεις Πολύδωρον, θὰ γίνει µοναχὸς καὶ διὰ αὐτοῦ θὰ σωθοῦν πολλὲς
ψυχές». Ἐγεννήθη ὁ Πολύδωρος, ἠνδρώθη, καταγίνηκε µὲ τὸ ἐµπόριο καὶ
παραλλήλως ἀρραβωνίσθη εἰς ἡλικίαν 20 ἐτῶν. Σ’ ἕνα χρόνο ἡ µνηστή
του πεθαίνει. Γυρίζοντας ἀπὸ ταξίδι ἐπισκέπτεται τὸν τάφο της καὶ
ἀνοίγοντας τὴν πλάκα ἀντικρίζει τὴ σεσηπυῖα σωρό της γεµάτη
σκώληκες. Παίρνει µερικὰ στὸ χέρι του καὶ φιλοσοφεῖ περὶ τοῦ θανάτου
καὶ τὴ µαταιότητα τῶν ἐγκοσµίων. Κι ἀποφασίζει νὰ τὰ ἐγκαταλείψει
ὀριστικά.
Λαµβάνει τὸ Μέγα Ἀγγελικὸ σχῆµα εἰς τὴν Νέαν Μονὴν τῆς Χίου
(ἱδρυθεῖσαν τὸν 10ον αἰώνα) µετονοµασθεὶς ἀπὸ Πολύδωρος Παρθένιος.
Σὲ µητρῶο τῆς Νέας Μονῆς µὲ ἡµεροµηνία 7/5/1843 γράφεται τοῦτο: «Ὁ
Γεροπαρθένιος ἴδιον τοῦ Φραγκοσκούφη γρ. 200».Δὲν ἦταν ἀκόµη οὔτε 35
χρονῶν καὶ τὸν προσαγόρευαν γερο-Παρθένιο. Ἀνακαλύπτει ἐπὶ τοῦ
Ὄρους Πενθόδου ἀπόκρηµνο σπήλαιο,εἰς τὸ ὁποῖο ἀποφασίζει νὰ
ἐγκαταβιώσει. Σὲ ἐνύπνιο βλέπει τὸν Ἅγιον Ἀπόστολον καὶ Εὐαγγελιστὴν
Μάρκο µὲ µοναχικὴ ἐνδυµασία νὰ τὸν ἀποκαλεῖ «γείτονα» καὶ νὰ τὸν
προσκαλεῖ νὰ ἔρθει νὰ τὸν βρεῖ. Πράγµατι λίγα µόνο µέτρα παραπάνω
ἀπὸ τὸν τόπο ἀσκήσεώς του ἀνακάλυψε ἐρηµωµένο ναΰδριον ἐπ’ ὀνόµατι
τοῦ Ἁγίου Μάρκου καὶ τότε ἀρχίζει νὰ ἀνεγείρει µικρὴ Μονὴ ἐπ’ ὀνόµατι
τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου.
Σύντοµα κοντά του συρρέει ἀρκετὰ µεγάλος ἀριθµὸς µοναχῶν, οἱ
ὁποῖοι ζοῦσαν ὑποδειγµατικὴ «καλογερική»,βαθειὰ ἐµπνευσµένη καὶ
καταλυτικὰ ἐπηρεασµένη ἀπὸ τὴν κολλυβαδικὴν παράδοση τῶν Ἁγίων
Μακαρίου Νοταρᾶ, Ἀρσενίου τοῦ Παρίου καὶ Νικηφόρου τοῦ Χίου.
Ἔτρωγαν µία φορὰ τὴν ἡµέρα, χειµώνα – καλοκαίρι, κύρια ἀπασχόλησίς
τους ἦταν οἱ γεωργικὲς ἐργασίες, στὶς 3 τὸ µεσηµέρι τελοῦσαν τὴν Θ’ Ὥρα
µὲ τὸν Ἑσπερινὸ καὶ λάµβαναν τὸ ἀντίδωρο. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς
ἀναπαύσεως δὲ ρέµβαζαν οὔτε ἀργολογοῦσαν παρὰ κατεσκεύαζαν
µικροὺς ξύλινους σταυροὺς ἀπὸ κυπαρίσσι (τοὺς ὁποίους µοίραζε ὁ Ὅσιος
γιὰ εὐλογία) κι ἕνας µοναχὸς ἔκανε ἀνάγνωση. Ἡ µονολόγιστος εὐχὴ
σιγοψιθυριζόταν ἀπ’ ἄκρη εἰς ἄκρην τῆς Μονῆς. Ἡ καθηµερινὴ
διδασκαλία πρὸς τοὺς ὑποτακτικούς του περιεστρέφετο γύρω ἀπὸ τὸ
µυστήριον τοῦ θανάτου καὶ τὴν ὥρα τῆς ἐξόδου τῆς ψυχῆς προτρέποντας
τοὺς µοναχοὺς νὰ ἐξετάζουν κάθε βράδυ τὸν ἐαυτό τους καὶ νὰ
κοιµοῦνται πάντα µὲ δακρυσµένους ὀφθαλµούς. Τὴν αὐτὴν Κοινοβιακὴν
τάξιν βρῆκε κι ὁ Μακαριστὸς Μητροπολίτης Χίου,Στέφανος,ὅταν
ἐνετάχθη εἰς τὴν ἀδελφότητα τοῦ Ἁγίου Μάρκου τὸ 1941. Εὔχυµος
πνευµατικὸς καρπὸς καὶ µεγάλο πνευµατικὸ ἀνάστηµα τοῦ Ὁσίου
Παρθενίου ἦτο καὶ ὁ γέρων Γαβριήλ,µετέπειτα Ἡγούµενος τῆς Μονῆς,
ὅστις καὶ ἀνεδείχθη ὑπέρµαχος τῶν πατρώων Παραδόσεων κατὰ τὴν
περίοδο τῆς ἐπάρατης ἑορτολογικῆς καινοτοµίας.
Ὁ Ὅσιος Παρθένιος κοιµήθηκε εἰρηνικὰ τὸν αἰώνιον ὕπνον εἰς τὰς 8
Δεκεµβρίου τοῦ ἔτους 1883 καὶ ἐτάφη ἐντὸς τοῦ νάρθηκα τοῦ ταπεινοῦ
Καθολικοῦ τῆς Μονῆς του.
1KDLPGJPjjjDKOYΣύµφωνα µὲ µαρτυρίες πνευµατικῶν του τέκνων καὶ τῶν ἐπιγόνων
τους, ὁ Ὅσιος εἶχε ἀξιωθεῖ τοῦ προορατικοῦ χαρίσµατος. Προέγνωσε τὸν
θάνατο ἑνὸς νέου στὴν ἡλικία καλογήρου του καὶ τὸν προέτρεψε νὰ
προετοιµασθεῖ. Ἀνήµερα τῆς καταστροφῆς τῆς Χίου ἀπὸ τὸ φονικὸ σεισµὸ
τῆς 22ας Μαρτίου τοῦ 1881 ὁ Ὅσιος θρηνώντας φώναζε «Ἕνα µεγάλο βουνὸ
θὰ πέση καὶ θὰ κτυπήση τὴ Χίον». Μάλιστα ἀπέτρεψε ἕνα λαϊκό, ὀνόµατι
Κωνσταντίνο, νὰ ἐγκαταλείψη τὸ µοναστήρι τὴν ὥρα τοῦ σεισµοῦ. Παρὰ
µόνο ὅταν κόπασε τὸ κακὸ τοῦ εἶπε «πήγαινε τῶρα νὰ ξεπλακώσης τὴ
γυναίκα σου καὶ τὰ παιδιά σου, µὲ προσοχὴ µὴν τοὺς κτυπήσεις,διότι ὅλοι
ζοῦνε». Καὶ πράγµατι ὁ Κωνσταντίνος βρῆκε τὴν οἰκογένειά του σώα κι
ἀβλαβή. Τὸ κήρυγµά του πρὸς ὅσους ἔσπευδαν στὸ µοναστηράκι γιὰ
βοήθεια ἦταν: «Μετανοεῖτε παιδιά µου, εἰδάλλως θὰ βουλιάξει ἡ Χίος». Ὁ
Κύριος τοῦ φανέρωνε τὰ κρύφια τῶν καρδιῶν πολλῶν πιστῶν καὶ τοὺς
διηυκόλυνε κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἐξαγορεύσεως τῶν ἀµαρτιῶν νὰ
ὁµολογήσουν.
Πολλοὶ ἦταν αὐτοὶ ποὺ διένυαν ἀπόσταση 12 ὡρῶν νηστικοί, γιὰ νὰ
λάβουν χάριν εὐλογίας τὸ ἀντίδωρο ἀπὸ τὸ χέρι του.
Ἄλλοι ἐπικαλοῦντο τὸ ὄνοµά του καὶ τὰς πρεσβείας τοῦ Ὁσίου, ὅσο ἦταν
ἀκόµη ἐν ζωῇ,ὅπως εἷς καπετάνιος, τοῦ ὁποίου τὸ ἀνάθηµα, σὲ ἀσηµένιο
καραβάκι, βρίσκεται εἰσέτι εἰς τὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάρκου.
Ὁ Μακαριστὸς Μητροπολίτης Χίου,Στέφανος,τὸ 1948 ἐπικαλούµενος τὰς
εὐχὰς τοῦ Ὁσίου Παρθενίου καὶ τοποθετώντας τὰ ἱερὰ λείψανά τοῦ ( τὰ
ὁποία κατὰ διαστήµατα ἐκχέουν ἁπαλὴ εὐωδία) ἐπὶ δαιµονιζοµένης
µοναχῆς ἐξέβαλε ἰσχυρὸ δαιµόνιο,τὸ ὁποῖο ταλάνιζε αὐτὴν ἐπὶ 17 ἔτη.
Μεγάλη Παρασκευὴ ἡ µικρὴ κόρη τοῦ Σταµατίου Μανίδη εἶδε τὸν Ὅσιο
νὰ κάθεται ἐπὶ τοῦ µνήµατός του ἐντὸς τοῦ νάρθηκα.
Τὸ 1952 ἡ Ἀγγέλα Μανίδη, τοῦ Σταµατίου καὶ τῆς Μαρίας, εἰς ἡλικίαν 20
ἐτῶν ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ δαιµόνιο καὶ βρῆκε τὴν ἀκοή της,ἀφοῦ
προσεκύνησε στὸν τάφο τοῦ Ὁσίου.
Τὸ 1961 ὁ Χίου Στέφανος χάριν εὐλογίας ἐπῆρε τρία µικρὰ ἀποτµήµατα
τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ὁσίου διὰ νὰ τὰ µεταφέρει σὲ Μονύδρια τῆς
Ἀττικῆς ἔχοντα πνευµατικὴ συγγένειαν µὲ τὸ µοναστήρι τοῦ Ἁγίου
Μάρκου. Ἀφοῦ τὰ φύλαξε µέσα σὲ ντουλάπα πρὶν τὸ ταξίδι του, ἡ
ντουλάπα ἦρχισε νὰ σείεται τόσο πολὺ ποὺ κατάλαβε πὼς δὲν ἦταν
θέληµα τοῦ Ὁσίου Πατρὸς αὐτὸ τὸ τόλµηµα.
Ἀπὸ τότε πόσα ἄλλα θαυµαστὰ ἔχει ἐπιτελέσει ἡ σωρὸς τῶν ἱερῶν
λειψάνων τοῦ Ὁσίου, τὰ ὁποῖα περιῆλθαν στὴ λήθη τοῦ χρόνου,διότι ἡ
παλαιὰ ἀδελφότης ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Παντελεήµονος Φωστίνη (ἡ
ὁποία τηροῦσε ἀπαρασάλευτα τὴν παράδοση τοῦ Παλαιοῦ Ἡµερολογίου)
διασκορπίστηκε ἀπὸ τὸν ἀντίθεο κατατρεγµὸ τοῦ 1947 – 1951 κι ἔτσι
ἀπωλέσθη ὁ συνδετικὸς κρίκος µὲ τὸ σήµερα.
Κατακλείοντας αὐτὴν τὴν µικρή µας ἀναφορὰ στὸ ἁγιασµένο πρόσωπο
τοῦ Ὁσίου Πατρὸς Παρθενίου τοῦ Χίου, φρονοῦµε ὅτι ἡ ἀναγραφὴ αὐτοῦ
εἰς τὰς ἁγιολογικὰς δέλτους τῆς ἐν Ἑλλάδι Γνησίας Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας καὶ ἡ συµπερίληψή του εἰς τὸ Χιακὸν Λειµωνάριον, ἀποτελεῖ
θεάρεστη πράξη καὶ σηµεῖο ἀναφορᾶς τῆς παρουσίας τῶν Γ.Ο.Χ. εἰς τὴ
νῆσον Χίον.
Ὑπάρχει ἤδη Ἀκολουθία Ἑσπερινοῦ καὶ Ὄρθρου ποιηθεῖσα παρὰ
τοῦ Γερασίµου µοναχοῦ Μικραγιαννανίτου, καθὼς καὶ Παρακλητικὸς
Κανὼν µετὰ Χαιρετιστηρίων Οἴκων καὶ Ἐγκωµίων ὑπὸ Δρος
Χαραλάµπους Μπούσια.



Ἀπολυτίκιον
Τον της Χίου προστάτην και Πενθόδου το καλύχημα, Ευαγγελιστού θείου Μάρκου 
της Μονής τον Δομήτορα υμνήσωμεν εν ύμνοις οι πιστοί Παρθένιον τον νέον 
ασκητήν, θεραπεύη γαρ νοσούντας, και τον μελλόντων προλέγη την έκβασιν. 
Δόξα τω σε στεφανώσαντι Χριστώ, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τον της 
Χίου, σεισμόν προκαταγγείλαντι. 





Ἡ Ἁγιοκατάταξη τοῦ Ὁσίου Παρθενίου τοῦ Χιοπολίτου

1KDLPGJPjjjDKOY

Τὸ ἡλιόλουστο πρωινὸ τῆς Κυριακῆς, τῆς 8ης τοῦ Δεκεμβρίου, στὴν ἐκπνοὴ τοῦ πολιτικοῦ ἔτους 2014, τὰ πιστὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων βίωσαν μία ἀκόμα πνευματικὴ χαρὰ καὶ εὐλογία ὡς ἐπιστέγασμα ἄλλων πολλῶν παρομοίων πανευφρόσυνων στιγμῶν, τὶς ὁποῖες μᾶς ἐπεφύλασσε ὁ Ἅγιος Θεὸς κατὰ τὸ διαρρεῦσαν ἔτος.
  Στὴν Ἱ. Μ. Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου Κορωπίου Ἀττικῆς τελέστηκε Πολυαρχιερατικὸ Συλλείτουργο γιὰ τὸν πρῶτο ἐπίσημο συνοδικὸ ἑορτασμὸ τῆς μνήμης τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Παρθενίου, τοῦ ἐν Πενθόδῳ ὄρει τῆς Χίου ἀσκήσαντος.    Προεξῆρχε ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπός μας Ἀθηνῶν, κ. Καλλινίκος, μὲ τὴ συμμετοχὴ τῶν Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν: τοῦ Ποιμενάρχου μας, Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας, κ.Χρυσοστόμου, Πειραιῶς καὶ Σαλαμῖνος, κ. Γεροντίου, Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς,κ. Κυπριανοῦ, καθὼς καὶ τῶν Θεοφιλεστάτων Ἐπισκόπων: Μαραθῶνος,κ. Φωτίου καὶ Γαρδικίου, κ. Κλήμεντος, Ἀρχιγραμματέως καὶ Γραμματέως ἀντίστοιχα, τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, δύο ἱερέων καὶ τεσσάρων Διακόνων.
  Τοὺς ὕμνους ἀπέδωσε μὲ ἄριστη ἐπιτυχία καὶ κατάνυξη  ἡ Ο.Ε.ΒΥ.Χ. τοῦ Μουσικολογιωτάτου χοράρχου κ. Μιχαὴλ Μακρῆ.
 Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ τόπου τοῦ ἑορτασμοῦ δὲν ἦταν τυχαία. Τὸ ταπεινὸ μοναστηράκι τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου στὸ Κορωπὶ τῆς Ἀττικῆς ἔχει ἄμεση πνευματικὴ συγγένεια μὲ τὸν τιμώμενο σήμερα Ὅσιο Παρθένιο. Κτήτωρ τυγχάνει ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Χίου, κυρὸς Στέφανος Τσίκουρας , ὁ ὁποῖος, ὅταν ὡς νέος πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ ἀφιερωθεῖ στὴ μοναστικὴ ζωή, τὰ βήματά του τὸν ὁδήγησαν στὰ πρόπυλα τῆς Ἱ. Μ. Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου στὸ Ὄρος Πένθοδο τῆς Χίου, τοῦ ὁποίου κτήτωρ ἦταν ὁ Ἅγιος Παρθένιος. Ἐκεῖ ὁ μακαριστὸς ἐκάρη  μοναχὸς καὶ πέρασε τὰ πρῶτα χρόνια τῆς μοναστικῆς του ζωῆς.
 Ὅταν πλέον μετέβη μόνιμα στὴν Ἀττική, ὁ πόθος του ἦταν νὰ ἐγείρει μικρὸ μοναστήρι πρὸς τιμὴν τοῦ προστάτου Ἁγίου τῆς Μονῆς τῆς μετανοίας του. Πρᾶγμα τὸ ὁποῖο κι ἔγινε.
 Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Παρθενίου, τὸ ὁποῖο καὶ δέσποζε σήμερα στὸ μέσον τοῦ Καθολικοῦ τοῦ Μοναστηριοῦ, εὐπρεπισμένο ἐντὸς λειψανοθήκης, ἀποθησαύρισε ὁ ἀείμνηστος κυρὸς Στέφανος μὲ θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τοῦ Ὁσίου.
 Τὸν πανηγυρικὸ τῆς ἡμέρας ἐκφώνησε ὁ Ποιμενάρχης μας, κάνετε κλικ εδώ , ὁ ὁποῖος καὶ εἶχε ἀναλάβει πρὸ μηνῶν τὴ σύνταξη σχετικῆς εἰσηγήσεως, κάνετε κλικ εδώπερὶ τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς ἁγιότητος τοῦ Ὁσίου, ἡ ὁποία κατετέθη καὶ ἔγινε δεκτὴ στὴ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τοῦ περασμένου Σεπτεμβρίου.  Ὁ χορὸς τῶν καλλίφωνων ἱεροψαλτῶν ἔψαλε τὸ ἀπολυτίκιο καὶ κοντάκιο τῆς πεντηκοστῆς μὲ τὸ ἀπολυτίκιο τοῦ Ὁσίου Παρθενίου , τὴ δὲ  συνοδικὴ πράξη τῆς ἁγιοκατάξεως ἀνέγνωσε ὁ Θεοφιλέστατος Μαραθῶνος, κ. Φώτιος, ἐνῶ οἱ ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, μὲ πρῶτο τὸ Μακαριώτατο, τὴν ὑπέγραψαν ψάλλοντος τοῦ χοροῦ τὴ δοξολογία.   
    Ὁ Μακαριώτατος ὕψωσε τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου εὐλογώντας τὸ πολυπληθὲς ἐκκλησίασμα ,τὸ ὁποῖο συμμετεῖχε σ' αὐτὴν τὴν πνευματικὴ χαρά, καὶ εὐθὺς ἀμέσως ἀνεγνώσθη ἡ εὐχὴ τῶν κολλύβων. Ἡ ἀδελφότητα τῆς Μονῆς ὑπὸ τὴν Ὁσιωτάτη Καθηγουμένη Στεφανία μοναχὴ ἐφιλοξένησε, ὅπως πάντα, μὲ ἀβραμιαία τράπεζα τοὺς παρισταμένους κληρικούς, τὶς μοναστικὲς ἀντιπροσωπεῖες καὶ τὸ πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ συμμετεῖχε σ΄ αὐτὴ τὴν πνευματικὴ σύναξη τῆς Ἐκκλησίας μας.
  Εὐχόμαστε αὐτὲς οἱ μοναδικὲς στιγμὲς  πνευματικῆς χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως ποὺ βιώσαμε καὶ  βιώνουμε  σὲ ὅλη τὴ διάρκεια αὐτοῦ τοῦ ἔτους νὰ μὴ σταματήσουν ...!
 Ταῖς τοῦ Ὁσίου Παρθενίου πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός,
 ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

4KJFJKF
1ALKRGSRHKL

2KJEAGJK

7EIJSGIU

11JEGJIJIJ

2GGGGJJJ

5WJEKGWGJG

6WEJKGGJ

30SGGSRSRG

31ADGRR

2OZOHFHOH

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ (Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946)

teleutaios mathitis


Ἄκουσε, Γιαννάκη, ἄρχισε νὰ μοῦ λέη μιὰ μέρα ὁ πατέρας μιου: Στὴν ἡλικία σου ἤμουν κι ἐγὼ παιδὶ ἔξυπνο καὶ προκομμένο. Ὁ πατέρας μου ἤταν πολὺ εὐχαριστημένος μ’ ἐμένα κι ὅλος ὁ κόσμος μὲ εἶχε γιὰ καλὸ παιδί. Ἄκουσα τόσους ἐπαίνους, ποὺ στὰ τελευταῖα τὸ πῆρα κι ἐγὼ ἐπάνω μου καὶ κατήντησα ἕνας ἐγωιστής. Κανένα ἀπὸ τοὺς συμμαθητές μου δὲ λογάριαζα, ὅλους τοὺς περιφρονοῦσα. Γι’ αὐτὸ μοῦ ἄξιζε νὰ πάρω ἕνα καλὸ μάθημα καὶ τὸ πῆρα, ἀπὸ ποιόν, νομίζεις; Ἀπὸ τὸν τελευταῖο τῆς τάξης!
Ὁ μαθητὴς αὐτὸς ἦταν ἕνας τόσος δὰ ἀνθρωπάκος, ἀδύνατος, μὲ πρόσωπο χλομὸ καὶ μαραμένο. Ἡ ματιά του ἦταν πάντα φοβισμένη  καὶ γεμάτη θλίψη. Τὸν ἔλεγαν Μιχάλη Λεμονά. Ἀπὸ τὰ φορέματά του φαινόταν πὼς ἦταν φτωχός.
῏Ηταν ὁ τελευταῖος στὴν τάξη. Ποτέ του δὲν εἶπε μάθημα κι οὔτε παρουσίαζε γραπτά. Ὅταν ὁ δάσκαλος τοῦ ἔλεγε μὲ τὴ βαριὰ φωνή  του: «Λεμονά, τὸ τετράδιό σου», ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε σιγανὰ καὶ ντροπιασμένα: «Δὲ βρῆκα καιρό, κύριε». Κι ὁ δάσκαλος τὸν μάλωνε  συχνά.
Κάποτε ἡ τύχη τὸν ἔφερε γείτονά μου.
Εκεῖνο ποὺ μοῦ ἔκαμε μεγάλη ἐντύπωση, ἦταν πὼς ὁ Λεμονὰς ἐρχόταν στὴν τάξη πάντα  νυσταγμένος. Πολλὲς φορὲς μάλιστα κοιμόταν ἐπάνω στὸ θρανίο. Κι ὅταν τὸν φώναζε ὁ δάσκαλος, ἐγὼ τὸν σκουντοῦσα μὲ τὸν ἀγκώνα μου νὰ ξυπνήση.
Ὁ Λεμονὰς ξυπνοῦσε τότε τρομαγμένος.
Μιὰ μέρα ὁ δάσκαλος φώναξε πάλι τ’ ὄνομά του.
Τὸν σκούντησα, τὸν ξανασκούντησα, μὰ ποῦ νὰ ξυπνήση! Μὲ τὰ πολλὰ ὁ Λεμονὰς ξύπνησε. Σὰν ἄνοιξε ὅμως τὰ μάτια του κι ἀντίκρισε  τὸ δάσκαλο, ἔκρυψε τὸ πρόσωπο μέσα στὶς φοῦχτες του.
-Λεμονά, πές μας τὸ μάθημά σου! Εἶπε μὲ βαριὰ φωνὴ ὁ δάσκαλος κάνοντας πὼς δὲν κατάλαβε τίποτε. Ὁ Λεμονὰς σηκώθηκε  κατακόκκινος, ἔσκυψε γιὰ μιὰ στιγμὴ ἐπάνω μου καὶ μοῦ εἶπε στ’ αὐτὶ παρακαλετικά.
-Ἄχ! πές μου το, σὲ παρακαλῶ, Ἀντρέα! Ποτέ του δὲ μοῦ εἶχε ζητήσει τέτοιο πράμα! Ἦταν κατατρομαγμένος. ῎Εμοιαζε σὰν τὸ ἐλάφι,  ποὺ τὸ ἀπόκλεισε ο κυνηγὸς καὶ ζητοῦσε χάρη. Κρεμόταν ἀπὸ ἐμένα.
Ἄχ Γιαννάκη μου, παιδί μου, νά ξερες τί ντροπὴ αἰσθάνομαι αὐτὴ τὴν ὥρα, ποὺ σοῦ τὸ λέω. Καὶ νάξερες τί δάκρυα ἔχυσα γιὰ τὴν κακία  μου αὐτή! Δὲν τὸν λυπήθηκα λοιπὸν καθόλου! Δὲ σκέφτηκα ἄλλο, παρὰ πῶς θὰ τὸν κάμω νὰ τὰ χάση, γιὰ νὰ γελάση ἡ τάξη μαζί του.
᾽Εκείνη τὴ μέρα εἴχαμε ἱστορία γιὰ τὸν Περικλῆ. Τοῦ Λεμονᾶ τὰ σαγόνια ἔτρεμαν ἀπὸ τὴ σαστιμάρα του. Ἄρχισε λοιπὸν νὰ λέει:
-Ὁ Περικλῆς ἦταν... ἦταν γιὸς τοῦ Ξανθίππου καί...καί...
Ὕστερα σταμάτησε καὶ γυρνώντας παρακαλετικὰ, σ’ ἐμένα μοῦ ἔριξε μιὰ ματιά, γεμάτη ἀγωνία. Τότε μοῦ πέρασε ἀπ’ τὸ νοῦ μιὰ  διαβολικὴ ἰδέα καὶ βάζοντας τὸ χέρι μου στὸ στόμα, τοῦ φώναξα:
-Καὶ τῆς Μαργαρίτας!
Ὁ Λεμονὰς τὸ ξαναεῖπε φωναχτὰ κι ἡ τάξη ξεκαρδίστηκε στὰ γέλια.
-Κάθισε κάτω, Λεμονά! Τοῦ εἶπε ὁ δάσκαλος θυμωμένος.
Τίποτε δὲν ἔκαμες ὡς τώρα! Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ δίνεις τὸ κακὸ παράδειγμα καὶ στοὺς ἄλλους.
Κι ὁ Λεμονὰς ἀπὸ τὴν ντροπή του δὲν ξαναπάτησε πιὰ στὸ σχολεῖο.
Οἱ διακοπὲς πλησίαζαν νὰ τελειώσουν. Μιὰ μέρα μοῦ λέει ὁ πατέρας μου:
-῎Εχεις ὄρεξη γιὰ κυνήγι, Ἀντρέα; Αὔριο τὸ πρωὶ θα σηκωθοῦμε στὶς τέσσερεις καὶ πρὶν ἀπὸ τὰ χαράματα θὰ ξεκινήσωμε γιὰ τὶς πέρδικες.  ᾽Εσὺ θὰ σηκώνης τὸ σακίδιο. Ἔτσι θὰ συνηθίσης νὰ κουβαλᾶς καὶ τὸ δικό σου μεθαύριο, προσέθεσε χαμογελώντας.
Ἀκοῦς ἐκεῖ! Ὅλη τὴ μέρα μὲ τὸν πατέρα καὶ μὲ τὸ σκύλο μας τὸ Σγουρή! Εἶχα μιὰ χαρὰ ποὺ δὲ λέγεται. Στὶς τρεῖς τὸ πρωὶ ἤμουν κιόλα  στὸ πόδι.
Βγήκαμε ἀπὸ τὴν πόλη καὶ προχωρούσαμε μὲ βῆμα γοργό, ὃταν ἔξαφνα εἶδα νὰ ἔρχεται ἀπ’ ἀντίκρυ ἓνα καροτσάκι. Τὸ ἔσερνε ἕνας  μικρός, στὴν ἡλικία μου.
karotsakiΤὸ καροτσάκι ἦταν φορτωμένο λαχανικά. Ὅσο γιὰ τὸ μικρό, ποιὸς νομίζεις πὼς ἦταν, Γιαννάκη; Ὁ Λεμονάς! Ναί, ὁ Μιχάλης.
Ἀπὸ τότε ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὸ σχολεῖο, ποτέ μου δὲν τὸν εἶχα συλλογιστῆ τὸ μικρὸ Λεμονά. Οὔτε καὶ ἀνησύχησα ποτὲ γιὰ τὴ σκληρὴ καὶ  πρόστυχη πράξη μου!
Καὶ ὅμως ἔτσι ποὺ τὸν εἶδα, καὶ τὴν ὥρα ἐκείνη μάλιστα, αἰσθάνθηκα τὸν ἑαυτό μου κάπως στενοχωρημένο. Δὲ θέλησα νὰ προσπεράσω,  χωρὶς νὰ τοῦ πῶ δυὸ λόγια.
-Καλημέρα! Τοῦ φώναξα. Γιὰ ποῦ μὲ τὸ καρότσι τέτοια ὥρα, Λεμονά;
-Ἄσε με ἥσυχο, μουρμούρισε ὁ Λεμονάς, ποὺ μὲ εἶχε γνωρίσει κι ἐκεῖνος.
Πειράχτηκα καὶ ζήτησα κι ἐγὼ νὰ τὸν πειράξω. Καὶ μένοντας λιγάκι πίσω ἀπὸ τὸν πατέρα μου, τοῦ εἶπα:
-Δὲ μοῦ λές, Λεμονά, κοιμᾶσαι ἀκόμα, ὅπως τότε στὸ σχολεῖο;
-Φτάνει πιά! Μοῦ ἀπάντησε ἔξω φρενῶν. Δὲ σοῦ φτάνει τὸ κακὸ ποὺ μού καμες! Ἐσύ ᾽σουν ἡ αἰτία ποὺ ἔφυγα ἀπὸ τὸ σχολεῖο κι ἐννοεῖς  ἀκόμα νὰ μὲ πειράζης;
Γιὰ μιὰ στιγμὴ σώπασε. ᾽Εγὼ αἰσθάνθηκα τὸ πρόσωπό μου ν’ ἀνάβη. Γιὰ πρώτη φορὰ κατάλαβα πόσο σκληρὸς στάθηκα τότε.
-Ἄκουσε λοιπόν, ξαναεῖπε μὲ μιὰ φωνὴ βραχνὴ ὁ Λεμονάς, καὶ θὰ τὰ μάθης ὅλα: γιατὶ κοιμόμουν μέσα στὴν τάξη, γιατὶ ἤμουν ὁ τελεταῖος καὶ γιατὶ μὲ βρίσκεις τὴν ὥρα αὐτὴ νὰ σπρώχνω τὸ καροτσάκι. Πρέπει νὰ σοῦ τὸ πῶ, γιὰ νὰ καταλάβης τὸ κακὸ ποὺ μούκαμες.
Ὁ πατέρας μου ἦταν ἄρρωστος ἀπὸ καιρό. Ὁ γιατρὸς μᾶς εἶπε νὰ τὸν στείλωμε μακριὰ σ’ ἕνα βουνὸ καὶ πὼς ἔπρεπε νὰ μείνη ἐκεῖ  ἀρκετοὺς μῆνες. Τὸν στείλαμε. Ἀπὸ τότε ὅμως ἄρχισε στὸ σπίτι μας ἡ φτώχεια κι ἡ στενοχώρια.
Τὰ λίγα χρήματα ποὺ εἴχαμε, τὰ ξοδέψαμε γιὰ τὸ ταξίδι του καὶ γιὰ τὸν πρῶτο μήνα. ῎Ετσι κι ἡ μάνα μου ἀναγκάστηκε ν’ ἀνοίξη ἕνα  λαχανοπωλεῖο στὴ γειτονιά. Νὰ περνοῦμε ἐμεῖς, νὰ στέλνωμε καὶ τοῦ πατέρα μου.
Μὰ πῶς μποροῦσε νὰ τὰ βγάλη πέρα μονάχη της ἡ μάνα μου; Ἔπρεπε νὰ τὴ βοηθήσω κι ἐγώ. ῎Ετσι τὰ βράδυα, σὰ γυρνοῦσα ἀπὸ τὸ  σχολεῖο τακτοποιοῦσα τὸ μαγαζί ἔβλεπα τοὺς λογαριασμοὺς καὶ τὰ μεσάνυχτα πάλι ξεκινοῦσα μὲ τὸ καροτσάκι ν’ ἀγοράσω λαχανικὰ ἀπὸ τὰ περιβόλια, ὅπως τώρα ποὺ μὲ βλέπεις.
-Μὰ καὶ τὸ χειμώνα τὸ ἴδιο; ρώτησα.
-Βέβαια καὶ τὸ χειμώνα. Τί πάει νὰ πῆ κρύο, ὅταν πρόκειται γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ πατέρα;
-Τώρα τὰ κατάλαβα Μιχάλη, ὅλα (δέν ξέρω γιατὶ μοῦ ἤρθε ἐκείνη τὴ στιγμὴ στὸ στόμα τὸ μικρό του ὄνομα). Συχώρα με, σὲ παρακαλῶ,  ἐσὺ εἶσαι καλός, ἐνῶ ἐγὼ τότε ἤμουν περήφανος καὶ κακός!... Καὶ τώρα πρέπει νὰ διορθώσω τὸ κακὸ ποὺ σοῦ ἔκαμα...
-Ἄχ εἶναι πολὺ ἀργά, φίλε μου! Ἀπάντησε ὁ Μιχάλης, κουνώντας θλιβερὰ τὸ κεφάλι.
Σ’ αὐτὸ τὸ μεταξὺ ὁ πατέρας μου εἶχε σταματήσει σ’ ἕνα μαγαζάκι, ποὺ ἦταν ἐκεῖ κοντά, νὰ πιῆ ἕναν καφέ. Ἔτρεξα καὶ τοῦ τὰ εἶπα ὅλα.
Τ’ ἄκουε σκυφτὸς καὶ τὸ πρόσωπό του ἦταν γεμάτο στενοχώρια. Σὰν τελείωσα, σηκώνει τὸ κεφάλι καὶ μοῦ λέει μὲ φωνὴ αὐστηρή:
-Αὐτὸ λοιπὸν ἂς σοῦ γίνει μάθημα. Ὁ Μιχάλης ὁ Λεμονὰς εἶναι παιδὶ μὲ ἀξία! Ὅσο γιὰ σένα, ἂς μὴν πῶ τίποτε. Μὲ καταλαβαίνεις!
᾽Εμένα μὲ πῆραν τὰ δάκρυα.
-῎Ελα, παρηγορήσου κι ὅλα θὰ διορθωθοῦν, ξαναεῖπε ὁ πατέρας μου. Τώρα, ἂς γυρίσωμε σπίτι. Τὸ σημερινό μας κυνήγι πρέπει νὰ σοῦ  γίνη τὸ καλύτερο μάθημα τῆς ζωῆς σου. ᾽Ελπίζω νὰ μὴν ξεχάσης ποτέ σου τὴ συνάντηση αὐτή.
Στὸ δρόμο βρήκαμε τὸ δάσκαλό μας. Σὰν ἔμαθε τὸ περιστατικὸ ἀπὸ τὸν πατέρα μου, εἶπε καταλυπημένος:
-Τὸ κακόμοιρο τὸ παιδί, πόσο τὸ ἀδικήσαμε!
Ὁ πατέρας μου ἔμεινε πολλὴν ὥρα μὲ τὸ δάσκαλο.
Σκέπτονταν κι οἱ δυὸ τί ἔπρεπε νὰ γίνη γιὰ τὸ ἀδικημένο παιδὶ, τὸ Μιχάλη τὸ Λεμονά. Ἀργότερα τὸ διηγήθηκαν στοὺς γνωστοὺς κι ἀπὸ ἐκεῖ τὸ ἔμαθε ὅλος ὁ κόσμος.
Ἀπὸ τότε ὅλες οἱ μητέρες τῶν παιδιῶν ψώνιζαν τὰ λαχανικά τους ἀπὸ τὸ λαχανοπωλεῖο τοῦ Μιχάλη.
Σύντομα ἔκαμαν στὴ γειτονιὰ κι ἕναν ἔρανο. Μὲ τὰ λεπτὰ ποὺ μαζεύτηκαν, πληρώθηκαν τὰ ἔξοδα τοῦ ἀρρώστου κι ἔτσι ὁ Μιχάλης δὲν  ἦταν πιὰ ἀναγκασμένος νὰ σηνώνεται τὴ νύχτα καὶ νὰ πηγαίνη στὰ περιβόλια. Ξαναγύρισε στὸ σχολεῖο κι ὁ δάσκαλος τοῦ ἔδειξε μεγάλη  συμπάθεια κι ἀγάπη.
῾Ο Μιχάλης ὁ Λεμονὰς σιγὰ σιγὰ ἄλλαξε. ῎Εγινε ἄλλος ἄνθρωπος. ῏Ηταν χαρούμενος, ἔπαιζε μαζί μας, ἀλλὰ κι ἐμεῖς τοῦ φερνόμαστε σὰν  καλοὶ φίλοι. Δὲν ἦταν πιὰ ὁ τελευταῖος μέσα στὴν τάξη. Κάθε ἄλλο. Κι ὁ δάσκαλός μας τὸ ὁμολόγησε στὸ τέλος, πὼς ἔγινε ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα παιδιὰ τοῦ σχολείου.
Μιὰ μέρα ὁ Λεμονὰς ἦρθε σπίτι μας βιαστικὸς καὶ γεμάτος χαρά.
-Ὁ πατέρας μου γύρισε ἀπὸ τὸ βουνό! Γιατρεύτηκε ὁλότελα!
Ὕστερα γυρνώντας σὲ μένα μοῦ εἶπε:
-Σ’ εὐχαριστῶ, Ἀντρέα μου, μᾶς παραστάθηκες σὰν καλὸς φίλος.
-᾽Εγὼ πρέπει νὰ σ’ εὐχαριστήσω, Μιχάλη, τοῦ εἶπα μὲ φωνὴ χαμηλή. Μοῦ γιάτρεψες τὴν περηφάνια καὶ μ’ ἔμαθες νὰ εἶμαι καλός.

Πηγή: www.kapodistrias.info




Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ (Αναγνωστικό Δ' Δημοτικού 1946)

1. Τὸ πλοῖο «Ἄφοβος» ταξίδευε κάποτε ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ γυρίζοντας πίσω στὴν ῾Ελλάδα.
Εἶχε προχωρήσει ἀρκετὸ δρόμο καὶ βρισκόταν τώρα μακριὰ ἀπὸ τὰ παράλια τῆς Ἀμερικῆς. ῎Εσκιζε περήφανα τὸν ᾽Ωκεανό.
῎Εξαφνα ὅμως φοβερὴ τρικυμία ξέσπασε, ποὺ κράτησε πέντε ὁλόκληρες μέρες. Τὸ πλοῖο βρέθηκε σὲ πολὺ δύσκολη θέση. Ὅλοι ὅσοι ἦταν μέσα, ἀπελπίστηκαν καὶ νόμιζαν, ὅτι ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα θὰ βουλιάξη σύψυχο.
Ὁ ἄνεμος φυσοῦσε μὲ λύσσα καὶ τὸ πλοῖο, σὰ νὰ ἦταν καρυδότσοφλο, τὸ ἔπαιρναν τὰ κύματα, τὸ τράνταζαν, τὸ ἀνεβοκατέβαζαν, ὅπως ἤθελαν καὶ πάσκιζαν νὰ τὸ κατακομματιάσουν.
Σ’ ἕνα δυνατὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου λήθηκε ἡ σταύρωση στὸ μεγάλο κατάρτι κι ἦταν ἀνάγκη νὰ δεθῆ ἀμέσως, γιατὶ ἀλλιῶς ὁ κίνδυνος ἦταν μεγάλος.
Ποιός ὅμως, μέσα στὴ μεγάλη αὐτὴ θαλασσοταραχή, στὴ μανία τοῦ ἀνέμου, ποὺ τὰ σάρωνε ὅλα, θὰ μποροῦσε ν’ ἀνεβῆ ἐκεῖ ψηλά; Αὐτὸ βέβαια ἦταν  ἀδύνατο. Ὅποιος θ’ ἀνέβαινε, ἔπρεπε νὰ ξεγράψη τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴ ζωή. Ὁ θάνατος τὸν περίμενε δίχως ἄλλο.
Ἔπρεπε ὃμως χωρὶς ἀναβολὴ νὰ δεθῆ ἡ σταύρωση κι ὁ καπετάνιος δὲ δίστασε. Μὲ δυὸ ξερὰ λόγια πρόσταξε ἓνα ναυτόπουλο ν’ ἀνεβῆ στὸ  κατάρτι καὶ νὰ τὴ δέση.

2. Τὸ ναυτόπουλο αὐτό, παιδὶ δεκατεσσάρω χρονῶ, ἦταν ὁ μοναχογιὸς μιᾶς χήρας. Ἡ κακομοίρα, φτωχὴ ὃπως ἦταν, δὲν κατόρθωνε νὰ  κερδίζη τὸ ψωμί της κι ἔβαλε τὸ παιδί της μοῦτσο στὸ καράβι ἐκεῖνο.
Τὸ ναυτόπουλο, μόλις ἄκουσε τὴν προσταγὴ τοῦ καπετάνιου, κοίταξε ἐπάνω ψηλὰ τὴν κορφὴ τοῦ καταρτιοῦ, κοίταξε καὶ τὰ κύματα, ποὺ  χτυποῦσαν ἐπάνω στὸ κατάστρωμα καὶ τὸ γέμιζαν νερά. Ἄκουσε τὰ δυνατὰ τοῦ ἀνέμου σφυρίγματα, εἶδε τὴν ἀφρισμένη θάλασσα. Δὲ δίστασε ὅμως. Ἄν δὲ δενόταν ἡ σταύρωση, ἦταν φόβος ν’ ἀναποδογυριστῆ τὸ πλοῖο.
Χωρὶς δισταγμὸ ἀπαντᾶ στὸν καπετάνιο:
-Ἀμέσως, καπετάνιο μου!
Τρέχοντας κατέβηκε κάτω στὴν καμπίνα του καὶ σὲ δυὸ λεπτὰ τῆς ὣρας γύρισε πίσω καὶ σκαρφάλωσε ἀποφασιστικὰ καὶ γρήγορα ἐπάνω στὸ  κατάρτι.

3. Οἱ ναῦτες κοίταζαν φοβισμένοι τὸ ναυτόπουλο, ποὺ σκαρφάλωνε. Μιὰ στιγμὴ κοντοστάθηκε στὴ μέση τῆς σκοινένιας σκάλας. Θὰ ζαλίστηκε, φαίνεται.
Κάποιος ἀπὸ τὸ πλοῖο ρώτησε τότε τὸν καπετάνιο:
-Γιατί, καπετάνιε, ἔβαλες τὸ μικρὸ αὐτὸ ναυτόπουλο ν’ ἀνεβῆ ἐκεῖ ἐπάνω; Βέβαια, δὲ θὰ κατεβῆ ζωντανό.
-Οἱ μεγάλοι πέφτουν! Ἀπαντᾶ ὁ καπετάνιος. Τὰ παιδιὰ μποροῦν νὰ σκαρφαλώνουν. Νά, δές τον αὐτόν! Σκαρφαλώνει σὰν ἀγριόγατος!
Κι ἀλήθεια, τὸ μικρὸ ναυτόπουλο ξανάρχισε ν’ ἀνεβαίνη πάλι γρήγορα γρήγορα.
Τώρα εἶχε ἀνεβῆ ὡς τὴν κόφα τοῦ καταρτιοῦ. Κρεμόταν ἄφοβα ἀπ’ ἐκεῖ καὶ προσπαθοῦσε ν’ ἀνεβῆ πιὸ ψηλὰ. Ἡ τρικυμία δυνάμωνε περισσότερο κι ὁ ἄνεμος φυσοῦσε μὲ μανία σὰ νὰ ἤθελε ν’ ἁρπάξη τὸ παιδί, νὰ τὸ πετάξη στὴ θάλασσα. Τὸ καράβι ἔγερνε τόσο, ποὺ τὸ  κατάρτι λίγο ἀκόμη καὶ θ’ ἄγγιζε τ’ ἀφρισμένα κύματα. Τὸ ναυτόπουλο ὅμως κρατιόταν σφιχτά. Πέρασαν ἔτσι δέκα, δεκαπέντε λεπτά. Ἡ σταύρωση δέθηκε καὶ τὸ ναυτόπουλο γελαστὸ καὶ χαρούμενο κατέβηκε κάτω.

4. Ὅλοι τὸ κοίταζαν μὲ θαυμασμὸ καὶ τὸ καμάρωναν. Ὁ ταξιδιώτης, ποὺ εἶχε κάμει τὴν ἐρώτηση ἐκείνη στὸν καπετάνιο, πλησιάζει τὸ  ναυτόπουλο καὶ τὸ ρωτᾶ, ἄν φοβήθηκε.
-Βέβαια φοβήθηκα! Ἀπαντᾶ τὸ ναυτόπουλο.
-Τὸ κατάλαβα, εἶπε ὁ ταξιδιώτης, γιατί, πρὶν ἀνεβῆς, κατέβηκες κάτω στὴν καμπίνα σου, γιὰ νὰ τὸ καλοσκεφτῆς.
-Ἄ, ὄχι! Δὲν κατέβηκα γι’ αὐτό. Ἅμα μὲ διάταξε ὁ καπετάνιος, τὸ πῆρα ἀπόφαση.
Ἤθελα ὅμως νὰ κάμω τὴν προσευχή μου πρῶτα καὶ νὰ  φιλήσω τὴν φωτογραφία τῆς μητέρας μου. Σκέφτηκα, πὼς ζωντανὸς βέβαια δὲ θὰ κατέβαινα καὶ γι’ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ κάμω τὴν προσευχή μου. Μόλις ὅμως εἶπα τὴν προσευχή μου, ὁ φόβος μου κόπηκε πιά. Δὲ λησμόνησα ἐκεῖνο, ποὺ μοῦ εἶχε πεῖ ἡ μητέρα μου, ὅταν ἔφευγα ἀπὸ τὸ σπίτι:

«Παιδάκι μου, νὰ κάνης πάντα τὴν προσευχή σου κι ὁ Θεὸς δὲ θὰ σ’ ἀφήση νὰ πάθης τίποτε κακό! Τὸ ἴδιο θὰ κάνω κι ἐγὼ καὶ θὰ παρακαλῶ  τὸ Θεὸ γιὰ σένα».
Αὐτὰ θυμήθηκα, κύριε, κι ὁ φόβος μοῦ πέρασε. Ἤμουν βέβαιος πιά, πὼς θὰ γύριζα πίσω γερός. ῾Η προσευχὴ μοῦ ἔδωσε δύναμη.

Πηγή: www.kapodistrias.info

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

ΣΕ ΠΟΙΟΥΣ ΦΑΝΕΡΩΝΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ (Ἃγιος Συμεῶν ὁ Νέος Θεολόγος)

http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/0/0c/SYMEON-icon.jpg

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, μέσω (και) της ποίησης, μας χαρίζει ως πνευματική κληρονομιά την δική του θεία εμπειρία. Ακολουθεί απόσπασμα από ύμνο του αγίου, με θέμα «σε ποιους φανερώνεται ο Θεός και ποιοι κάνουν συνήθειά τους το καλό με την εκτέλεση των εντολών». 

«Πως βλέπεις ενώ είσαι κρυμμένος, πως εποπτεύεις τα πάντα, πως ενώ εμείς δεν σε βλέπουμε, Εσύ μας βλέπεις όλους; Δεν αναγνωρίζεις όμως, Θεέ μου, όλους όσους βλέπεις αλλά μόνο όσους σε αγαπούν αγαπάς κι αναγνωρίζεις και κάνοντας εξαίρεση φανερώνεσαι σ’ αυτούς.

Είσαι ήλιος κρυμμένος για όλη την ανθρώπινη φύση κι ανατέλλεις στους δικούς σου κι αυτοί σε βλέπουν κι ανατέλλουν σ’ εσένα όσοι ήταν πρώτα στο σκοτάδι, πόρνοι, μοιχοί και άσωτοι, αμαρτωλοί, τελώνες. Όταν μετανιώσουν γίνονται γιοί του θείου σου φωτός.

Το φως γεννά φως, είναι λοιπόν και αυτοί ζωή, όπως έχει γραφεί, τέκνα Θεού και θεοί κατά χάρη. Όσοι φυλάξουν καλά τις θεϊκές εντολές σου, όσοι αρνηθούν τον μάταιο κόσμο και πλάνο, όσοι μισήσουν, χωρίς μίσος όμως, γονείς και αδέλφια,

θεωρώντας τους σαν ξένους και παροδίτες της ζωής, όσοι μείνουν γυμνοί από πλούτο και χρήματα και το δεσμό τους με τα πάθη αρνηθούν τέλεια, όσοι την κούφια δόξα και τους επαίνους των ανθρώπων διώξουν με βδελυγμία απ’ την ψυχή για χάρη της άνω δόξας,

όσοι έκοψαν ολότελα το δικό τους θέλημα και συμπεριφέρονται όπως άκακα πρόβατα στους ποιμένες, όσοι νέκρωσαν το σώμα τους για κάθε κακή πράξη χύνοντας ιδρώτες στους μόχθους των αρετών και ζουν μόνο στο θέλημα του κυβερνήτη,

νεκρωμένοι με την υπακοή και πάλι ξαναζώντας, όσοι από φόβο Θεού και μνήμη του θανάτου χύνουν δάκρυα κάθε νύχτα και κάθε μέρα και πέφτουν νοερά στα πόδια του Δεσπότη ζητώντας έλεος και συγχώρηση των σφαλμάτων,

αυτοί αποχτούνε το καλό θρηνώντας σε όλη την εργασία των καλών την κάθε μέρα κι επίμονα χτυπώντας αποσπούν το έλεος. Αυτοί με αδιάκοπες δεήσεις και φωνές ανεκλάλητες Και με τη ροή των δακρύων καθαίρουν την ψυχή.

Και βλέποντάς την να καθαίρεται ο πόθος τους παίρνει φωτιά κι ανάβει η επιθυμία τους για να τη δούνε τέλεια καθαρμένη. Επειδή όμως είναι ανίσχυροι να βρουν το τέλος του φωτός, η κάθαρσή τους μένει ανολοκλήρωτη.
 

Γιατί όσο και αν καθαρθώ και λάμψω ο δύστυχος, όσο κι αν δω το Πνεύμα που με καθαίρει, πάντα νομίζω είναι η αρχή του καθαρμού και της θέας. Σε βυθό απεριόριστο και σε ύψος αμέτρητο ποιος μπορεί να βρει τη μέση ή το τέλος;

Ξέρω πως είναι πολύ, πόσο ακριβώς δεν γνωρίζω· επιθυμώ το περισσότερο και στενάζω συνέχεια και αν και το θεωρώ πολύ, είναι λίγο ότι μου δόθηκε, όσο φαντάζομαι αυτό που υπάρχει μακριά από μένα, που το ποθώ βλέποντάς το και νομίζω ότι δεν έχω τίποτε, αφού δεν έχω συνείδηση για τον πλούτο που μου δόθηκε».
 
(Απόσπασμα από τον Ύμνο Η’, του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Φ. ΕΠΕ 19 Ε, σελ. 94). 

Πηγή: eggolpio.blogspot.gr

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

Χριστούγεννα στό Μέτωπο (Αναγνωστικό ΣΤ' Δημοτικού 1952)

statiotes proseyxomenoi




Ὅλοι ὑπερήφανοι. Ξαστεριά· κλαράκι δὲν κουνιέται.Τὸ φεγγάρι φωτίζει καθαρά, κατακάθαρα τὰ βουνὰ τῆς Μανωλιάσας καὶ τοῦ Ὀλύτσικα, ποὺ τέτοια ὥρα μᾶς φαίνονται διπλὰ στὸν ὄγκο καὶ στὸ ὕψος. Μπορεῖ κανεὶς νὰ  διακρίνη τὶς προφυλακές μας ἐπάνω σ’ αὐτά, σωροὺς ἀπὸ φαντάρους ριγμένους τὸν ἕνα ἐπάνω στὸν ἄλλο, νὰ  ξεκουράζωνται στὴν ἀστροφεγγιά, ποὺ εἰναι γι’ αὐτοὺς πολύτιμη· γιατὶ δὲν ἀφήνει τοὺς Ἀρβανίτες νὰ μεταχειριστοῦν ἕναν ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς τρόπους ποὺ ξέρουν, τὸν αἰφνιδιασμό, γιὰ νὰ φτάσουν στὴ γραμμὴ καὶ νὰ τοὺς ἐπιτεθοῦν. Θ’ ἀναπαυτοῦν ἀπόψε.
Ποῦ καὶ ποῦ κανένας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες μας πετιέται ξαφνικὰ καὶ δός του ἐπάνω κάτω νὰ ζεστάνη λίγο τὸ παγωμένο του κορμί.
Τὸ δυνατὸ κρύο μᾶς περονιάζει τὰ κόκκαλα καὶ κάνει τὴ μέση μας καὶ τὶς πλάτες νὰ πονοῦν.
Μιὰ βραδυὰ εἶναι καὶ αὐτὴ καὶ θὰ περάση, βρὲ παιδιά· ὅλοι ὑποφέρουν σήμερα γιὰ τὴν πατρίδα· ὅλα θὰ περάσουν, εἶπα. Οὔτε κουβέντα πιά... Γύριζα καὶ δὲν μποροῦσα νὰ βγάλω ἀπὸ τὸ μυαλό μου, ὅτι ἡ βραδυὰ ἐκείνη ἡταν  Χριστουγεννιάτικη. Ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες μου κανένας δὲν τὸ εἶχε σκεφτῆ. Ἤμουν νευρικὸς καὶ προσπαθοῦσα νὰ  συνηθίσω τὸν ἐαυτό μου στὴ συγκίνηση ποὺ θὰ δοκίμαζα μὲ τὴ χαρὰ τῶν στρατιωτῶν μου γιὰ κάτι ἔκτακτο ποὺ τοὺς προετοίμαζα.
Βρισκόμουν ἀπέξω ἀπὸ τὸ καλυβάκι μας, όταν ἄκουσα τὸ στρατιώτη, ποὺ ἔγραφε ἕνα γράμμα, νὰ ρωτᾶ πόσες τοῦ μηνὸς εἴχαμε.
Ρώτα τὸν κὺρ λοχία, τοῦ εἶπε ἕνας.
Εἴκοσι τέσσερες, τοῦ φώναξα κι ἀποτραβήχτηκα βιαστικός.
Βρὲ παιδιά, εἴκοσι τέσσερες! Παραμονὴ Χριστούγεννα σήμερα καὶ δὲν τὸ σκεφτήκαμε... Γιὰ σκεφτῆτε, βρὲ παιδιά... Ἔφτασαν στ’ αὐτιά μου τὰ λόγια αὐτὰ ἀπὸ δέκα στόματα.
Εἶχα ἀρκετὰ τραβηχτῆ ἀπὸ τὸ φυλάκιο, ὅταν εἶδα τοὺς φαντάρους μου ἕνα ἕνα νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὸ καλυβάκι καὶ νὰ μὲ πλησιάζουν· σὲ λίγο ἦταν ὅλοι γύρω μου.
Ἀκοῦς, Χριστούγεννα, κὺρ λοχία, καὶ νὰ μὴν τὸ καταλάβωμε καθόλου. Πῶς θὰ τὴν περάσουν τὴν αὐριανὴ μέρα τὰ  καημένα τὰ σπίτια μας... Ἄχ! δόλια μάνα!
Καὶ κοίταζαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ὅλοι μαζὶ ἐμένα. Τὶ ζητοῦσαν ἀπὸ μένα; Κι ἐγὼ εἶχα σπίτι καὶ μάνα· ἡ ἀλήθεια εἶναι  ὅτι ἐγὼ ἤμουν ὁ μόνος ἀνώτερός τους ἐκεῖ.
Ἤμαστε ὅλοι περισσότερο περήφανοι, γιατὶ μιὰ τέτοια μέρα τόσο ὑποφέραμε· ἤμουν ἀκόμη πιὸ εὐτυχὴς ἐγώ, γιατὶ  περίμενα ἔπειτα ἀπὸ λίγο κάτι νὰ παρουσιάσω στοὺς στρατιῶτες μου, ποὺ ἀπὸ μέρες τώρα ζοῦσαν μόνο μὲ ψωμί, καὶ αὐτὸ σὰν ἀντίδωρο.
Σὲ λίγο ἕνας ἕνας τραβήχτηκαν στὸ καλυβάκι, κι ἔμεινα μόνος.
Παραμονὴ Χριστούγεννα! Πῶς περνούσαμε ἄλλες  χρονιὲς μὲ τὸν πατέρα, τὴ μητέρα καὶ τ’ ἀδερφάκια μας! Ἀπὸ νωρὶς ψώνια καὶ ψώνια, Τὰ μικρὰ τί χαρές! Γέμιζε τὸ σπίτι ἀπὸ γέλια κι ἀπαιτήσεις.
Μαμά, τὸ βράδυ νὰ μὲ σηκώσης νὰ πάω στὴν ἐκκλησία.
stratiotis koimomenos
Καλά, κοιμήσου τώρα, ἂν θέλης νὰ σηκωθῆς.
Πῶς πεταγόμαστε τὴ νύχτα ἀπὸ τὸν ὕπνο, όταν ἀκούγαμε τὸ γλυκό, χαρμόσυνο ἦχο 
τῆς καμπάνας. Στὸ δρόμο ἐκεῖνο τὸ βράδυ κανένας φόβος· ἕνας ἕνας, νέοι, γέροι, γριές, παιδιά, χωμένοι στὰ παλτά τους, τραβοῦσαν γιὰ τὴν   ἐκκλησία· ἀλήθεια, πῶς μᾶς ἄρεσε κι ἐμᾶς τῶν παιδιῶν ἡ ἐκκλησία ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα τί χαρά!  Χριστόψωμα, γαλοποῦλες, φροῦτα· παντοῦ ἑορτάσιμα ροῦχα, στὰ σπίτια, στοὺς δρόμους, παντοῦ. Οὔτε σχολεῖο  ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες οὔτε τίποτε.
Καὶ τώρα, ἐπάνω στὸν ᾽Ολύτσικα, ἔχομε τὸ κανόνι γιὰ καμπάνα καὶ τὸ ὕπαιθρο γιὰ ἐκκλησία· κάτι εἴμαστε κι ἐμεῖς τώρα. Πολλὲς φορὲς ὁ στρατηγὸς θὰ σκέφτηκε: «καὶ ἀπὸ κεῖ καλὰ εἴμαστε ἀσφαλισμένοι». Καὶ οἱ στρατιῶτες ἐπάνω στὴ Μανωλιάσα, ποὺ τοὺς φυλάγαμε τὰ πλευρά, πάντα πιὸ ῆσυχα θὰ κοιμόνταν, ὅταν μᾶς ἔνιωθαν πλάϊ τους.
Τί τιμὴ ἀλήθεια! Καλὰ ἧταν τὰ περασμένα Χριστούγεννα, ἀλλὰ τὰ τωρινὰ εἶναι ἐκεῖνα ποὺ δὲ θὰ ξεχάσωμε ποτέ. Οἱ στρατιῶτες μου κοιμοῦνται· τί ὄνειρα νὰ βλέπουν; Ἀσφαλῶς οἱ περισσότεροι θὰ εἶναι στὰ σπίτια τους, μερικοὶ καὶ  στὴν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ τους.
Ἑτοιμασίες. Βήματα ἀπὸ τὸ μονοπάτι, ποὺ εἶχα προσδιορίσει γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Δεναξᾶ καὶ τοῦ Πράγια, μὲ  ἔκαναν νὰ τρέξω πρὸς τὰ ἐκεῖ.
Καλῶς ὥρισες, Δεναξᾶ· τί γίνεται, βρὲ παιδί; ποῦ εἷναι ὁ Πράγιας;
Γειά σου, κὺρ λοχία· χρόνια πολλά· μὲ τὸ καλὸ στὰ σπίτια μας, καὶ τοῦ λόγου σου μὲ μακρὺ σπαθί.
Μὲ μακρὺ σπαθί· ὥστε τὸ καταλάβαιναν οἱ στρατιῶτες μου, ὅτι κάτι μπορoῦσε νὰ βγῆ καὶ γιὰ μένα ἀπὸ τὴ νίκη, σκέφτηκα.
Ὁ Πράγιας, κὺρ λοχία, ἐξακολούθησε ὁ Δεναξᾶς, ψήνει τὸ κρέας κάτω στὴ ρεματιά· σὲ μιὰ ὥρα θὰ εἶναι ἕτοιμο· ἕξη ὀκάδες χοιρινὸ πρώτης γραμμῆς· ἔχομε κι ἁλάτι καὶ πιπέρι· ἕνα παγούρι κονιάκ, τρία κουτιὰ λουκούμια καὶ δυὸ ψωμιὰ χωριάτικα, φίνα· μοῦ εἶπε ὁ ὑποσιτιστής, ότι θά μᾶς στείλουν καὶ χριστόψωμα, ἀλλὰ αὐτά, νὰ σοῦ πῶ, κὺρ  λοχία, δὲν τὰ περιμένω· εἶδα νὰ δουλεύουν δυὸ τρεῖς στοὺς φούρνους, ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ δὲν ἔλεγαν καλημέρα σὲ  φούρναρη στὴν πατρίδα.
Ἄφησε τὰ σακκίδια, Δεναξᾶ, ἀπέξω ἀπὸ τὸ καλύβι καὶ πήγαινε, παιδί μου, νὰ βοηθήσης τὸν Πράγια.
Πραγματική λειτουργία Ἔφυγε κι ἐγὼ τράβηξα στὸ καλύβι. Τοὺς βρῆκα ὅλους νὰ κοιμοῦνται.
Ἔ, παιδιά, σηκωθῆτε, τοὺς εἶπα ἐπιτακτικά· δὲ σεβάστηκα ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸν ὕπνο τους.
Ξαφνιασμένοι πετάχτηκαν ὅλοι ἐπάνω καὶ ἅπλωσαν τὰ χέρια στὰ τουφέκια,
Τί εἶναι; τί τρέχει, κὺρ λοχία; Εἶχαν συνηθίσει τόσον καιρὸ σὲ τέτοια ξυπνήματα.
Καθίστε κάτω, τοὺς εἶπα· ἀφῆστε τὰ ὅπλα δὲν εἶναι τίποτε· κάτι ἤθελα νὰ σᾶς πῶ.
Κάθισαν ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλο, τακτοποιώντας τοὺς μανδύες καὶ τὶς παλάσκες τους, ποὺ τόσον καιρὸ τώρα ἔγιναν ἀναπόσπαστες ἀπὸ τὴν τουαλέττα τοῦ ὕπνου τους.
Ἀκοῦστε, παιδιά, νὰ σᾶς πῶ. Τέτοια μέρα καὶ ὥρα — ἦταν περασμένα μεσάνυχτα — οί καμπάνες στὰ χωριὰ καὶ  στὶς πόλεις χτυποῦν καὶ οἱ Χριστιανοὶ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία, νὰ γιορτάσουν τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ μας καὶ νὰ  τοῦ ζητήσουν τὴν εὐλογία του. Κι ἐμεῖς ἐδῶ ἐπάνω, ποὺ εἴμαστε, δὲν πάψαμε νὰ εἴμαστε Χριστιανοὶ καὶ νὰ ἔχωμε ἀκόμη περισσότερη ἀνάγκη ἀπὸ τὴ βοήθειά του. Γι’ αὐτὸ κι ἐγὼ σᾶς ξύπνησα, νὰ κάνωμε τὴν προσευχή μας καὶ νὰ ποῦμε κανένα χριστουγεννιάτικο τροπάριο· ἐγὼ ξέρω μερικά, καί, ἂν ξέρη καὶ κανένας ἀπὸ σᾶς, τὸ λέει· δὲν ἔκανα καλά, παιδιά;
Καλὰ ἔκανες, κὺρ λοχία.
Γονάτισα καὶ γονάτισαν καὶ οἱ στρατιῶτες μου· ἔκανα τὸ σταυρό μου, τὸν ἔκαναν κι αὐτοὶ μὲ τὸ κεφάλι κάτω.
«Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε...», ἀκούστηκε σιγανή, ραγισμένη ἀπὸ τὴ συγκίνηση, ἡ φωνή μου
magoi-2
Μερικοὶ στρατιῶτες μου σταυροκοποῦνται διαρκῶς καὶ ἄλλοι σταματοῦν γιὰ λίγο, γιὰ νὰ ξαναρχίσουν πάλι· ὅλοι μουρμουρίζουν καὶ βοηθοῦν. Τὰ δάκρυά μας κατρακυλοῦν στὶς ἄπλυτες γενειάδες μας· ἡ συγκίνηση μᾶς παραλύει τὰ σαγόνια καὶ μᾶς κόβει τὴ φωνὴ στὸ λαρύγγι.
Δὲν ξέρω πῶς τελείωσε ἐκεῖνο τὸ τροπάρι· ἕνας στρατιώτης ἀρχίζει τώρα δυνατώτερα:
«Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει...».
Βοηθοῦμε ὅλοι, κρατοῦμε τὸ ἴσο. Ἡ πρώτη συγκίνηση πέρασε καὶ ἡ ψαλμωδία μας τώρα ἀκούγεται πιὸ ἁρμονική. Δυὸ στρατιῶτες μου κρυφομιλοῦν καὶ πιάνοντας τὰ τουφέκια τους ἑτοιμάζονται νὰ βγοῦν. Τοὺς κοίταξα στὰ μάτια.
Νὰ ἔρθουν κι ἐκεῖνοι οἱ καημένοι, ν’ ἀκούσουν λίγη λειτουργία, μοῦ εἶπαν καὶ ὑπονοοῦσαν τοὺς διπλοσκοπούς.
Κι ἔφυγαν.
Τὰ λόγια αὐτὰ μὲ συγκίνησαν τόσο πολύ, ποὺ νόμισα γιὰ μιὰ στιγμή, ότι θὰ σταματήση ἡ καρδιἀ μου. Τὸ στῆθος μου στένευε, τὰ μάτια μου ἔτρεχαν, τὁ σῶμα μου ἔτρεμε. Λειτουργία! Πραγματικὴ λειτουργία ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ εἶχε  ἐξαγνίσει ὁ πόλεμος καὶ ποὺ τὴν καρδιά τους πλημμύριζαν τὰ πιὸ εὐγενικὰ αἰσθήματα. Ἠταν πραγματικὴ προσευχὴ  ἐκείνη
«Ἡ γέννησίς Σου, Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν», ψάλλαμε τώρα. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη οἱ διπλοσκοποί, ποὺ τοὺς ἄλλαξαν οἱ  ἄλλοι δυό, ποὺ βγῆκαν πρωτύτερα, πρόβαλαν τὸ κεφάλι τους στὸ καλύβι. Ἔκαναν τὸ σταυρό τους καὶ γονάτισαν κι αὐτοί.
Δὲν ξέραμε τίποτε ἄλλο νὰ ποῦμε κι ἡ λειτουργία τελείωσε.
Ἡ συγκίνησή μας. Οἱ στρατιῶτες μου σταυροκοπιόνταν ἀκόμη, ὅταν γύρισα μὲ τὸ σακκίδιο, ποὺ εἶχε ἀφήσει ἔξω ἀπὸ τὸ καλύβι ὁ Δεναξᾶς. Ἄνοιξα ἕνα κουτὶ λουκούμια καὶ τὸ πρότεινα στοὺς στρατιῶτες μου νὰ πάρουν ἀπὸ ἕνα· τὸ πῆραν. Τοὺς ἔδωσα καὶ τὸ παγούρι μὲ τὸ κονιάκ.
Πιέτε λιγάκι, παιδιά, νὰ ζεσταθῆτε καὶ νὰ εὐχηθῆτε γιὰ τὴ σημερινὴ ἡμέρα.
Ἥπιαν ὁλοι καὶ τελευταῖος ἐγώ. Ἐτρέμαμε ὁλοι· μερικοὶ δὲν μπορούσαμε οὔτε νὰ εὐχηθοῦμε· σηκώναμε μόνο τὸ  παγούρι στὴν ὑγειὰ τῶν ἄλλων, χωρὶς νὰ μιλοῦμε καθόλου.
Νὰ καὶ ὁ Δεναξᾶς μὲ τὸν Πράγια μὲ τὸ ψημένο κρέας τεμαχισμένο σ’ ἕνα ἀντίσκηνο· οἱ στρατιῶτες τὰ ἔχασαν.
Ἄ! κὺρ λοχία, ποιός τὸ περίμενε!
Κι ἔνιωθα τὰ χέρια τους νὰ μοῦ χαϊδεύουν τὰ γένεια, τὰ μαλλιά, τὶς πλάτες· ἡ εὐγνωμοσύνη τους γιὰ τὴ μικρή μου  φροντίδα γι’ αὐτοὺς μιὰ τέτοια μέρα ξέσπασε στὰ χάδια ἐκεῖνα. Πόσο ἤμουν εὐχαριστημένος γιὰ τὴ δική τους εὐχαρίστηση.
Ἐμπρός, παιδιά· τρῶτε καὶ ὁ Θεὸς νὰ δώση τὸ Πάσχα νὰ τὸ κἀνωμε στὰ σπίτια μας νικητές.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι ὅλοι ψαχουλεύαμε, χωρὶς νὰ τρώη κανείς. Ἡ συγκίνηση μᾶς εἶχε κόψει τελείως τὴν ὄρεξη.
Ὅποτε τὰ θυμήθηκα τὰ Χριστούγεννα ἐκεῖνα, ποτὲ δὲν μπόρεσα νὰ συγκρατήσω τὴν καρδιά μου νὰ μὴν τρέμη καὶ τὰ  μάτια μου νὰ μὴν τρέχουν...


Χαράλαμπος Βασιλογιώργης


Πηγή: kapodistrias.info

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ: «ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΝΑ ΚΑΤΑΡΑΣΘΕ» ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΑΠΟΦΙΛΟΥΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ (ΝΕΟ ΒΙΝΤΕΟ Π. Θ. ΖΗΣΗΣ)




ΠΗΓΗ ''Ι.Μ. ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ'' 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ' ΛΟΥΚΑ: Εὐαγγέλιο - " Ἡ κραυγή τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς"







  Τῷ καιρῷ εκείνω, εγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν Ἰησοῦν εἰς Ἱεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν· ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα.
Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. Καὶ ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με· καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυίδ, ἐλέησόν με.
Σταθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. Εγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω; Ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω.
Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. Καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.

Κωνσταντίνος Κορναράκης: "Η κραυγή του τυφλού της Ιεριχούς" 
(Κυριακή ΙΔ΄ Λουκά)


Περιγραφή της περικοπής: Στην ευαγγελική περικοπή της ημέρας αυτής, παρακολουθούμε τον Κύριο σε μία από τις περιοδείες του, η οποία έλαβε χώρα στην Ιεριχώ. Στην περιοδεία αυτή, όπως και σε κάθε άλλη περιοδεία του, τον ακολουθούσε πλήθος ανθρώπων, άλλοι από τους οποίους επειδή ενδιαφέρονταν για τη διδασκαλία του, άλλοι επειδή είχαν περιέργεια για το πρόσωπό του αλλά και πολλοί άλλοι, οι οποίοι προσπαθούσαν να προσελκύσουν την προσοχή του διδασκάλου, ίσως ένα βλέμμα του, επιζητώντας μια ελάχιστη επαφή μαζί του για κάποιο λόγο παρηγοριάς, για τη θεραπεία κάποιου νοσήματος.
Θα μπορούσαμε μάλιστα να φανταστούμε την εικόνα του Ιησού ανάμεσα στο πλήθος ή και να ακούσουμε την οχλοβοή του πλήθους που τον ακολουθούσε και που αναμφισβήτητα θα πλαισίωνε την παρουσία μίας τόσο σπουδαίας προσωπικότητας, όπως εκείνης του διδασκάλου.

Είναι ευνόητο ότι όλες εκείνες οι φωνές, οι διαγκωνισμοί, τα παράπονα δημιουργούσαν μεγάλο θόρυβο, τον οποίο αντιλήφθηκε κάποιος τυφλός που επαιτούσε στους δρόμους της Ιεριχούς και ζήτησε να πληροφορηθεί για το τι συνέβαινε γύρω του. Ενημερώθηκε λοιπόν ότι λίγο πιο πέρα από εκείνον βάδιζε ο Ιησούς, πληροφορία που προκάλεσε τις κραυγές του. Κραύγαζε στον Ιησού για να τον σώσει. Ο Ιησούς, ακούγοντας τη φωνή ζήτησε να μάθει ποιος ήταν ο άνθρωπος εκείνος και τι ζητούσε. Αφού ενημερώθηκε από τους μαθητές του, ο Κύριος πήγε κοντά του, συζήτησε μαζί του και του χάρισε και πάλι τη δυνατότητα της όρασης, καθιστώντας του σαφές ότι «τον είχε σώσει η πίστη του».


Μια κραυγή που υπερισχύει ανάμεσα στις κραυγές του πλήθους.

Αυτή είναι σε αδρές γραμμές η ευαγγελική διήγηση, η οποία όμως με την απλότητά της εγείρει ένα ερμηνευτικό πρόβλημα. Τι σημαίνει το ότι ο Χριστός άκουσε μέσα στην οχλαγωγία μια φωνή; Δεν είναι λίγο οξύμωρο το γεγονός ότι ανάμεσα σε φωνές και διαμαρτυρίες, επευφημίες αλλά και εκνευρισμό άκουσε μία κραυγή; Όταν όλοι κραύγαζαν, ο Κύριος άκουσε μια «κραυγή»;

Οπωσδήποτε ένας σκεπτόμενος άνθρωπος θα εκπλησσόταν, ωστόσο μια τέτοια περιγραφή δεν είναι σπάνια στα ευαγγελικά κείμενα. Μπορούμε να θυμηθούμε την κραυγή της Χαναναίας, τις κραυγές των λεπρών και βέβαια το άγγιγμα της αιμορροούσης γυναικός, η οποία θεραπεύτηκε αγγίζοντάς τον. Μάλιστα για την περίπτωση εκείνη θα παρατηρούσε κάποιος ότι αφού τον απωθούσε τόσος κόσμος, πώς εκείνος ρώτησε «ποιος τον άγγιξε»; Με βάση λοιπόν τις πιο πάνω περιπτώσεις, μια αρχική διαπίστωση θα μπορούσε να είναι το ότι ο διδάσκαλος, παρά την ασφυκτική παρουσία του όχλου, φροντίζει να προβάλλει τη σημασία του ανθρώπινου προσώπου, εξατομικεύοντας τις ανάγκες του ανθρώπου.

Για να αντιληφθούμε όμως το ποιμαντικό αυτό έργο του Χριστού χρειάζεται να κατανοήσουμε την αιτία που προκαλεί την προσοχή του. Με αφορμή λοιπόν την ευαγγελική περικοπή που εξετάζουμε θα μπορούσαμε να εστιάσουμε το ενδιαφέρον της παραβολής μας στο θέμα της κραυγής.


Η ποιότητα της κραυγής που ελκύει το έλεος του Θεού.

Τι ορίζουμε ως κραυγή; Συνήθως τη δυνατή εκείνη φωνή δια της οποίας εκδηλώνεται ψυχική ένταση. Κραυγάζουν πολλοί. Σε συλλογικό επίπεδο (ας θυμηθούμε τους φιλάθλους στο γήπεδο ή τους οπαδούς ενός πολιτικού κόμματος), αλλά και σε διαπροσωπικό επίπεδο. Αν και συνήθως προκαλεί θόρυβο, εντούτοις έστω και με αρνητικό τρόπο, η κραυγή δεν χάνει την ιδιότητα μιας μορφής επικοινωνίας, ή ενός τρόπου αναφοράς.

Ποια κραυγή όμως προσελκύει την προσοχή του Κυρίου; Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας βοηθά με τη σκέψη του να κατανοήσουμε ποια είναι η αυθεντική κραυγή. Κατά τον ι. πατέρα, για να κατανοήσει ο άνθρωπος ποια κραυγή εισακούεται από τον Κύριο, αρκεί να σκεφθεί από τον καθημερινό του βίο τι συμβαίνει όταν κραυγάζει για κάτι με όλη του τη δύναμη. Αναφέρει λοιπόν ότι, κατά τον ίδιο τρόπο που κάποιος κραυγάζοντας δυνατά αισθάνεται ότι μαζί με τη φωνή «αδειάζει» ο ίδιος από την πνοή του, έτσι και εκείνος που κραυγάζει στον Κύριο χωρίς να χρησιμοποιεί τα χείλη του, αλλά την καρδία του, αδειάζει από κάποια εσωτερική δυσκολία ή κάποιο καταπιεστικό προβληματισμό. Δηλαδή, εκείνη που κραυγάζει είναι η καρδία και όχι τα χείλη. Όσο περισσότερο κραυγάζει η καρδία προς τον Κύριο τόσο εκείνος γίνεται μόνη μέριμνά της, τόσο ο νους αδειάζει από τις μέριμνες που τον απασχολούν και στρέφεται μέσα στον άνθρωπο, και τότε ο άνθρωπος προσανατολίζεται στο κύριο μέλημά του, δηλαδή το θέλημα του Θεού.

Ο άγιος Ιωάννης, με τις συχνές αναφορές του στα προβλήματα της υπάρξεως, μας υπενθυμίζει ότι αρκεί κάποιος να μελετήσει τους Ψαλμούς για να αντιληφθεί πόσες φορές συναντάται το ρήμα «κράζω», και έτσι να διαπιστώσει πόσο συχνά ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να κραυγάσει προς τον Κύριο. Κατά τον ι. πατέρα, παρατηρώντας την ανθρώπινη κραυγή στους Ψαλμούς πρέπει να έχουμε κατά νου ότι όταν ο άνθρωπος κραυγάζει, για να τον ακούσει ο Κύριος, πρέπει να διακρίνεται η κραυγή του από ορισμένα χαρακτηριστικά ένα από τα οποία είναι το πάθος, η προθυμία που λέει ο άγιος Ιωάννης ή άλλως η δύναμη της διάνοιας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει φλεγόμενος ζήλος που θα προκαλέσει το έλεος του Κυρίου, διότι στην περίπτωση αυτή σημαίνει ότι ο άνθρωπος κραυγάζει με όλη του την καρδία.

Ένα άλλο θεμελιώδες χαρακτηριστικό είναι το στοιχείο των δακρύων. Ήκουσα του κλαυθμού της φωνής σου , καταθέτει ο ψαλμωδός, δηλαδή της ψυχής σου ερμηνεύει ο ι. Χρυσόστομος. Εισακούει ο Κύριος τις ψυχές εκείνων που θρηνούν. Οπωσδήποτε είναι σημαντικά τα δάκρυα των οφθαλμών, αλλά τα δάκρυα αυτά πρέπει να εκπηγάζουν από τον θρήνο της ψυχής . Αυτός ο θρήνος είναι αυθεντικός και γνήσιος γιατί προσδιορίζει την κραυγή της πραγματικής ανάγκης του ανθρώπου, δηλαδή τη νοσταλγία του χαμένου παραδείσου.

Τέλος, ο άγιος θυμάται τον Ψαλμό εκείνο που αναφέρει ότι ο Θεός, «ουκ επελάθετο της φωνής των πενήτων». Ο Κύριος εισακούει εκείνους οι οποίοι είναι πτωχοί τω πνεύματι δηλαδή οι συντετριμμένοι από αγάπη προς τον Κύριο, των οποίων η καρδιά έγινε ταπεινή για να μπορεί να ακουστεί, γιατί η κραυγή προς τον Κύριο ακούγεται μόνο όταν πηγάζει από το βάθος της ταπείνωσης.


Μια διαχρονική παθολογία κραυγής.

Πάντοτε ο άνθρωπος κραύγαζε προς τον Θεό. Αλλά και σήμερα πολλοί άνθρωποι κραυγάζουν προς τον Κύριο, καθώς αισθάνονται ότι ασφυκτιούν από τον σύγχρονο τρόπο ζωής καθώς προκύπτουν περίπλοκες ανάγκες και προβλήματα πάνω σε θέματα επιβίωσης και υγείας και κυρίως δοκιμασιών της υπάρξεως.

Φαίνεται όμως πως η κραυγή του σύγχρονου ανθρώπου διακρίνεται από μια διαχρονική παθολογία. Δεν είναι η κραυγή της ταπείνωσης και του κλάματος της ψυχής, αλλά η κραυγή του θυμού γιατί ο Κύριος αδίκησε τον άνθρωπο. Είναι η κραυγή της αίσθησης της αδικίας, όπως εκφράζεται από το διαχρονικό ερώτημα, «γιατί ο Κύριος επέτρεψε να μου συμβεί αυτή η συμφορά αν και εγώ ήμουν απέναντι του εντάξει»; Έτσι, η κραυγή αυτή είναι συχνά «ακάθαρτη» γιατί είναι γεμάτη από θυμό και αγριότητα, υστεροβουλία και διάθεση συναλλαγής και θεοδικίας. Ίσως διότι η πίστη του ανθρώπου είναι πολύ αδύνατη «για να τον σώσει» , αδυναμία που διαπιστώνεται στο ότι δεν αντέχει τη δικαιοσύνη του Θεού. Τότε όμως πώς θα ακουστεί η κραυγή του αφού βγαίνει από τα χείλη και όχι από την καρδιά;

Είναι λοιπόν γόνιμη η ευαγγελική αυτή περικοπή του ευαγγελιστή Λουκά, διότι μπορεί να αποτελέσει αφορμή σπουδής στη σημασία της κραυγής. Σύμφωνα με τα πιο πάνω, ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να διδαχθεί από τον φτωχό και εξαθλιωμένο τυφλό της Ιεριχούς πώς πρέπει να κραυγάζει, ώστε η κραυγή του να μην προκαλεί απλώς θόρυβο, αλλά να είναι φωνή δακρύων, ταπείνωσης και εμπιστοσύνης προς τον Κύριο.

Κωνσταντίνος Κορναράκης


Πηγή: paterikakeimena.blogspot.gr

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ (Τοῦ ἀββᾶ Ζωσιμᾶ)




Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀκολουθεῖ πάντα τὴν προαίρεσή μας. Καὶ μὲ τὴ χάρη κατορθώνουμε κάθε ἀγαθό. Ἐμεῖς ὅμως δὲν ζητᾶμε νὰ κάνουμε ἀρχὴ στὸ ἀγαθὸ οὔτε δείχνουμε μεγάλη καὶ πρόθυμη προαίρεση, ὥστε νὰ ἑλκύσουμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ σὲ βοήθειά μας. Ἀλλὰ κι ἂν ποτὲ φανοῦμε ὅτι δείχνουμε κάποια προαίρεση, εἶναι νωθρή, ἀσήμαντη καὶ ἀνάξια νὰ λάβει κάποιο ἀγαθὸ ἀπὸ τὸ Θεό.

Δὲν ξέρουμε ὅτι ὁλόκληρος ὁ πνευματικὸς ἀγῶνας μας εἶναι σὰν τὴ σπορὰ καὶ τὴν καρποφορία; Ὁ γεωργὸς δηλαδὴ σπέρνει τὸ χωράφι του, ὕστερα ὅμως περιμένει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Θεὸς στὴ συνέχεια, στέλνει τὴ δωρεά Του, προξενώντας βροχὲς στὸν κατάλληλο καιρὸ καὶ εὐνοϊκοὺς ἀνέμους, κάνοντας νὰ φυτρώσουν καὶ ν᾿ αὐξηθοῦν καὶ νὰ τελειοποιηθοῦν τὰ σπέρματα ποὺ ἔριξε ὁ γεωργὸς στὴ γῆ, καὶ βοηθώντας τον ἔτσι νὰ κερδίσει πολλὰ ἀπὸ τὰ λίγα.

Ἔτσι κι ἐμεῖς, ἂν σπείρουμε στὰ καλὰ ἔργα πλούσια καὶ μεγαλόψυχη προαίρεση, τότε καὶ ἡ χάρη, ποὺ θὰ βροῦμε ἀπὸ τὸ Θεό, θὰ εἶναι ἀνάλογη. Μ᾿ αὐτὴ θὰ μπορέσουμε στὴ συνέχεια, χωρὶς πίεση καὶ κόπο, νὰ κατορθώσουμε ὅλα τὰ ἀγαθά.

Τὸ ἴδιο βλέπουμε νὰ συμβαίνει καὶ στὶς τέχνες. Ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ ἔρχεται γιὰ νὰ μάθει μία τέχνη, στὴν ἀρχὴ κοπιάζει καὶ δυσκολεύεται καὶ πολλὲς φορὲς ἀποτυχαίνει. Δὲν χάνει ὅμως τὸ κουράγιο του οὔτε ἀπογοητεύεται, ἀλλὰ πάλι προσπαθεῖ. Ὅσες φορὲς κι ἂν ἀποτύχει, ἄλλες τόσες ζητάει νὰ διορθωθεῖ, φανερώνοντας ἔτσι στὸ μάστορα τὴν προαίρεσή του. Ἂν ὅμως λιποψυχήσει καὶ κάνει πίσω, δὲν μαθαίνει τίποτα. Ἔτσι, καθὼς συχνὰ κάνει σφάλματα καὶ διορθώνεται ἀπὸ τὸ μάστορα καὶ πάλι ἐπιμένει καὶ ἐργάζεται μὲ κόπο καὶ ὑπομονή, σιγὰ-σιγὰ μαθαίνει καλὰ τὴν τέχνη. Καὶ τότε κάνει ἄνετα τὴ δουλειά του καὶ βγάζει μ᾿ αὐτὴ τὸ ψωμί του.

Ἔτσι πρέπει νὰ κάνει κι αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ καταπιαστεῖ μὲ τὴν ἐργασία κάποιας ἀρετῆς: Πρῶτα δηλαδὴ νὰ δείξει μεγάλη γενναιότητα καὶ καλὴ προαίρεση, κι ἔπειτα νὰ ἀσχολεῖται ὑπομονετικὰ μὲ τὴν ἐργασία τοῦ ἀγαθοῦ, ζητώντας τὴ βοήθεια καὶ τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ. Νὰ μὴ λιποψυχεῖ οὔτε ν᾿ ἀπελπίζεται ἀπὸ τὶς πτώσεις καὶ νὰ ἐγκαταλείπει τὸν ἀγῶνα - γιατὶ ἔτσι δὲν θὰ μπορέσει νὰ πετύχει ποτὲ κάτι καλὸ - ἀλλά, ὅσες φορὲς κι ἂν πέφτει, νὰ ξανασηκώνεται, νὰ τροφοδοτεῖ τὴν προθυμία του μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεὸ καὶ νὰ περιμένει τὸ ἔλεός Του. Αὐτὸ δηλαδὴ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωϋσῆς: «Ἡ δύναμη αὐτῶν ποὺ θέλουν ν᾿ ἀποκτήσουν τὶς ἀρετές, ἐδῶ φαίνεται: «Ἂν πέσουν, νὰ μὴ λιποψυχήσουν, ἀλλὰ νὰ προσπαθήσουν πάλι».

ΠΥΡΙΝΗ ΟΜΙΛΙΑ +ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ ΜΕΘΟΔΙΟΥ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΑΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞ/ΠΟΛΗ





Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948)





Εἶναι παραμονὴ Χριστουγέννων. Βράδυ καὶ τὸ κρύο ἔξω εἶναι τσουχτερό. Τὸ χιόνι σὰν ἄσπρο σεντόνι σκεπάζει τοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ καὶ τὰ γύρω βουνά. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα πῆγαν στὴν ἐκκλησία. Τὰ παιδιὰ εἶναι λυπημένα, γιατὶ δὲν πῆγαν κι ἐκεῖνα. Τότε ἡ γιαγιά, γιὰ νὰ διώξη τὴ στενοχώρια τῶν παιδιῶν, ἄρχισε νὰ τοὺς λέη τὴ χριστουγεννιάτικη ἱστορία.

- Μιὰ φορά, ξεκίνησε ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν καλύβα του νὰ βρῆ φωτιά. Γύριζε ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα, χτυποῦσε νὰ τοῦ ἀνοίξουν κι ἔλεγε:
- Βοηθῆστε με, καλοί μου ἄνθρωποι! Ἡ γυναίκα μου γέννησε ἕνα παιδάκι... Πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιά, γιὰ νὰ ζεστάνω κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό. Μὰ ἦταν νύχτα. Ὅλοι κοιμόνταν κλεισμένοι στὰ σπίτια τους καὶ κανένας δὲν ἔδινε ἀπάντηση στὰ παρακάλια του. Ὁ ἄνθρωπος ὅλο καὶ προχωροῦσε καὶ ξεμάκραινε ἀπὸ τὴ φτωχή του καλύβα.
Κάποτε εἶδε μακριὰ ἕνα μικρό φῶς. Ὅλος χαρά, πὼς θάβρισκε πιὰ φωτιά, κίνησε κατὰ κεῖ. Ὅταν πλησίασε, εἶδε πὼς ἦταν μιὰ μεγάλη φωτιὰ κι ὁλόγυρά της ἦταν ξαπλωμένα ἕνα κοπάδι ἄσπρα πρόβατα.
Τὸ κοπάδι τὸ φύλαγε ἕνας γεροβοσκός.
Κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ χρειαζόταν τὴ φωτιά, πλησίασε τὰ πρόβατα καὶ εἶδε, πὼς στὰ πόδια τοῦ βοσκοῦ ἦταν ξαπλωμένα τρία μεγάλα σκυλιά.
Ὅταν πλησίασε ὁ ἄνθρωπος τὰ σκυλιά, ἐκεῖνα ξύπνησαν κι ἄνοιξαν τὰ μεγάλα τους στόματα, γιὰ νὰ γαβγίσουν. Μὰ ἡ φωνή τους παράλυσε στὸ στόμα τους καὶ κανένα γάβγισμα δὲν τάραξε τὴ νυχτερινὴ ἡσυχία.
Τότε ὁ ἄνθρωπος εἶδε, πὼς ἀνασηκώθηκε ἡ τρίχα τους, πὼς γυάλισαν τὰ δόντια τους καὶ πὼς ρίχτηκαν ἐπάνω του. Ἔνιωσε πὼς ἕνα σκυλὶ τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ γόνατα, τ’ ἄλλο ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ τρίτο κρεμάστηκε ἀπὸ τό λαιμό του. Μὰ τὰ δόντια τους ἔμειναν παράλυτα καὶ τὰ σκυλιά,  χωρὶς νὰ τοῦ κάνουν κανένα κακό, τραβήχτηκαν.

voskos xristosΤότε ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε νὰ πλησιάση στὴ φωτιά, μὰ τὰ πρόβατα στριμώχτηκαν τὸ ἕνα κοντὰ στό ἄλλο, τόσο πολύ, ποὺ δὲν εἶχε ποῦ νὰ πατήση. Τότε κι αὐτὸς ἄρχισε νὰ πατάη στὶς πλάτες τους, μὰ κανένα ἀπὸ τὰ πρόβατα οὔτε κουνήθηκε,οὔτε ξύπνησε.
Τότε ὁ Γιαννάκης ρώτησε:
- Γιατί, γιαγιά, τὰ πρόβατα ἐξακολούθησαν ἥσυχα τὸν ὕπνο τους, ἀφοῦ ξέρομε πόσο δειλὰ εἶναι;
- Ἔχε λίγη ὑπομονὴ καὶ θὰ τὸ μάθης, εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε τὴ διήγησή της:
- Ὅταν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πλησίασε σχεδὸν τὴ φωτιά, ὁ βοσκὸς σήκωσε τὸ κεφάλι του.
Ἦταν ἕνας κατσουφιασμένος γέρος, παράξενος καὶ σκληρὸς καὶ μιλοῦσε ἀπότομα σὲ ὅλους. Ὅταν εἶδε τὸν ἄγνωστο, ποὺ πλησίαζε, ἔριξε ἐπάνω  του τὴ μακριά του γκλίτσα, ποὺ ἦταν στὴν ἄκρη μυτερή. Μὰ ἡ γκλίτσα λοξοδρόμησε κι ἔπεσε μὲ πολὺ κρότο στὴ γῆ, χωρὶς νὰ βλάψη τὸν  ἄγνωστο.
Ἡ γιαγιὰ ἤθελε νὰ ἐξακολουθήση, μὰ ὁ Κωστάκης τώρα μὲ τὴν ἀράδα του τὴ ρώτησε: - Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν πέτυχε ἡ γκλίτσα; Μὰ ἡ γιαγιά, χωρὶς νὰ προσέξη τὴν ἐρώτηση τοῦ Κωστάκη, ἐξακολούθησε:
- Τότε ὁ ἄγνωστος πλησίασε τὸ βοσκὸ καὶ τοῦ εἶπε:
- Καλέ μου ἄνθρωπε, βοήθησέ με καὶ δῶσε μου λίγη φωτιά. ῾Η γυναίκα μου γέννησε καὶ πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιὰ νὰ ζεσταθῆ κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό.
Ὁ βοσκὸς θέλησε νὰ τοῦ ἀρνηθῆ. Θυμήθηκε ὅμως, πὼς τὰ σκυλιὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν δαγκάσουν, τὰ πράβατα δὲν τὸν φοβήθηκαν καὶ δὲν  σκορπίστηκαν καὶ πὼς ἡ μαγκούρα του δὲν τὸν πέτυχε καὶ δείλιασε. Δὲν τόλμησε λοιπὸν νὰ ἀρνηθῆ στὸν ἄγνωστο.
- Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις! εἶπε ὁ βοσκός.

Μὰ ἡ φωτιὰ εἶχε χωνέψει πιὰ καὶ δὲν εἶχε κανένα μακρὺ ξύλο ἢ κλαδί. Ἦταν μονάχα ἕνας μεγάλος σωρὸς ἀπὸ ἀναμμένα κάρβουνα. Καὶ ὁ ἄγνωστος δὲν εἶχε οὔτε φτυάρι, οὔτε κανέναν τενεκέ, οὔτε τίποτ’ ἄλλο, γιὰ νὰ τὰ βάλη καὶ νὰ τὸν πάη σπίτι του.
Ὁ βοσκός, ποὺ τόνιωσε αὐτό, τοῦ ξαναεῖπε:
- Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις καὶ ἀπὸ μέσα του χαιρόταν, πὼς δὲ θὰ μπορέση νὰ πάρη φωτιά.
Μὰ ὁ ἄγνωστος ἔσκυψε, παραμέρισε μὲ τὸ χέρι του τὴ στάχτη ἀπὸ τὰ κάρβουνα, ὕστερα ἀνασήκωσε τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ φόρεμά του καὶ τὰ ἔβαλε  ἐκεῖ. Τί περίεργο ὅμως! Τὰ κάρβουνα, οὔτε τὰ χέρια του ἔκαιγαν, ὅταν τάπιανε, οὔτε τώρα τὸ φόρεμά του. Τὰ πήγαινε σπίτι του, σὰ νὰ μὴν  ἦταν ἀναμμένα κάρβουνα, ἀλλὰ μῆλα ἢ καρύδια.
Ἐδῶ γιὰ τρίτη φορὰ τὰ παιδιὰ ρώτησαν τὴ γιαγιά:
- Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν ἔκαψαν τὰ κάρβουνα;
- Τώρα θὰ ἰδῆτε γιατί, περιμένετε! Εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε.
Ὅταν εἶδε αὐτὰ ὁ κακὸς βοσκός, ἀπόρησε.
- Μὰ τί νύχτα εἶναι αὐτή, συλλογίστηκε, ποὺ τ’ ἀγριόσκυλα δὲ δαγκάνουν, τὰ πρόβατα δὲν τρομάζουν, ἡ γκλίτσα δὲν πληγώνει καὶ τὰ κάρβουνα  δὲν καῖνε;
Σταμάτησε τὸν ἄγνωστο καὶ τὸν ρώτησε:
- Τί νύχτα εἶναι ἡ σημερινὴ καὶ γιατί ὅλα ἔχουν τόση καλοσύνη γιὰ σένα;

- Ἄν δὲν τὸ βλέπεις μόνος σου, δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ σοῦ ἐξηγήσω, ἀποκρίθηκε ὁ ἄγνωστος, καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του, γιὰ νὰ προφτάση νὰ  ζεστάνη τὴ γυναίκα του καὶ τὸ βρέφος.
Ὁ βοσκὸς ἀποφάσισε ν᾽ ἀκολουθήση τὸν ἄγνωστο καὶ νὰ μάθη τί σημαίνουν ὅλα αὐτά. Πήγαινε λοιπὸν ἀπὸ πίσω του, ὥσπου ὁ ἄγνωστος ἔφτασε στὴν καλύβα του.

Εἶδε τότε ὁ βοσκός, πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν εἶχε οὔτε καλύβα καὶ πὼς ἡ γυναίκα του καὶ τὸ μωρὸ ἦταν ξαπλωμένοι μέσα σὲ μιὰ γυμνὴ σπηλιά, ποὺ δὲν εἶχε τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ τοὺς τέσσερεις γυμνοὺς τοίχους. Ὁ βοσκὸς σκέφτηκε τότε, πὼς τὸ μικρὸ καὶ ἀθῶο βρέφος θὰ πάγωνε μέσα στὴ  σπηλιὰ κι ἂν καὶ ἡ καρδιά του ἦταν σκληρή, τὸ λυπήθηκε. Ξεκρέμασε τότε τὸ σακούλι, ποὺ εἶχε κρεμασμένο στὸν ὦμο του, ἔβγαλε μιὰ κάτασπρη μαλακὴ προβιὰ καὶ τὴν ἔδωσε στὸν ἄγνωστο νὰ τὴ στρώση κάτω ἀπὸ τὸ παιδάκι.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ποὺ αὐτὸς ὁ σκληρὸς ἄνθρωπος ἔνιωσε συμπόνια γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους κι ἔκαμε μιὰν ἐλεημοσύνη, ἄνοιξαν τὰ μάτια του. Εἶδε αὐτά, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε νὰ ἰδῆ κι ἄκουσε ἐκεῖνο, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε ν’ ἀκούση.
Εἶδε, πὼς ὁλόγυρα ἦταν ἄγγελοι μ᾽ ἀσημένιες φτεροῦγες καὶ πὼς στὰ χέρια τους κρατοῦσαν κιθάρες. Κι ἄκουσε ποὺ ἔψαλλαν, πὼς τὴ νύχτα ἐκείνη γεννήθηκε ὁ Σωτὴρας τοῦ κόσμου.
Τὸτε κατάλαβε ὁ βοσκός, γιατί τὴ νύχτα ἐκείνη δὲν μποροῦσε κανένας νὰ κάμη κακὸ στὸν ἄγνωστο.
Ἔπειτα εἶδε ὁ βοσκός, πὼς ἄγγελοι ἦταν παντοῦ. Κάθονταν στὴ σπηλιά, κατέβαιναν ἀπ᾽ τὸ βουνό, πετοῦσαν στὸν οὐρανό, περπατοῦσαν πολλοὶ μαζὶ στοὺς δρόμους, σταματοῦσαν στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς καὶ κοίταζαν τὸ βρέφος. Παντοῦ ἦταν σκορπισμένη ἡ χαρά, τὸ τραγούδι καὶ μιὰ  λεπτὴ ψαλμωδία. Κι ὅταν ὁ βοσκὸς στὴ σκοτεινὴ ἐκείνη νύχτα εἶδε κι ἄκουσε, ὅσα πρὶν οὔτε ἔβλεπε οὔτε ἄκουε, ἔνιωσε μεγάλη χαρά, ποὺ ἄνοιξαν  τὰ μάτια του καὶ γονάτισε κι εὐχαρίστησε τὸ Θεό.

Τότε κι ὁ Γιαννάκης, ποὺ ἡ γιαγιὰ πιὰ σταμάτησε τὴ διήγησή της, εἶπε:
- Τώρα, γιαγιά, κατάλαβα κι ἐγώ, γιατί ἐκείνη τὴ νύχτα τὰ σκυλιὰ δὲ δάγκωναν, τὰ πρόβατα δὲν ξυπνοῦσαν ἀπὸ τὸ φόβο τους, ἡ γκλίτσα δὲν πλήγωνε καὶ τὰ κάρβουνα δὲν ἔκαιαν. Εἶχαν ὅλα τὴν καλοσύνη τοῦ Χριστούλη μας, γιατὶ τὸ μωρό, ποὺ γεννήθηκε ἐκείνη τὴ νύχτα, ἦταν ὁ  Χριστός!
῎Ε, γιαγιάκα;
- Ναί, παιδάκια μου, εἶπε ἡ γιαγιὰ καὶ φίλησε τὰ ἐγγονάκια της. ᾽Ελᾶτε τώρα καὶ σεῖς στὰ κρεβατάκια σας νὰ κοιμηθῆτε.

Πηγή : Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1948 - www.kapodistrias.info

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΒΑΠΤΙΣΘΟΥΜΕ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ;;;




ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥΜΕ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ;;;

Πριν από λίγο καιρό και πολύ πριν από την πρόσφατη επίσκεψη του Πάπα στον Πατριάρχη και τα όσα πολύ «όμορφα» έγιναν εκεί, ένας γνωστός Τούρκος δημοσιογράφος με τον  οποίο κατά καιρούς επικοινωνώ και για τον οποίο πάντα υποψιαζόμουν ότι ίσως έχει κάποιες  κρυπτοχριστιανικές καταβολές, μου έγραψε το εξής που μου είχε έρθει σαν ηχηρό «χαστούκι». «Πως μπορεί κάποιος σήμερα στην Τουρκία να  τρέφει συμπάθεια στην Ορθοδοξία και να επιδιώξει να γνωρίσει τα δόγματα της, όταν ο ίδιος Πατριάρχης σας έχει χαρακτηρίσει δημόσια πως το Κοράνι είναι ιερό βιβλίο και μάλιστα δεν χάνει τη ευκαιρία να το δωρίζει με όλες τις τιμές που του προσάπτει;».

Προσπάθησα τότε να δικαιολογήσω τον Πατριάρχη όπως έκανα όταν ήμουν στην Τουρκία σαν ανταποκριτής και έγραφα συχνά για την καταπίεση του Πατριαρχείου από τις τουρκικές αρχές, αλλά τότε όλα τα σχετικά μου άρθρα κόβονταν στην Αθήνα από τους σημερινούς όψιμους, ένθερμους υποστηρικτές του Βαρθολομαίου. Μέσα μου όμως κάτι «κρύωνε» συνεχώς για τον προκαθήμενο.

Πριν από λίγες μέρες σε επικοινωνία που έχω με κάποιον Έλληνα φίλο   που ζει πολλά χρόνια στην Γερμανία μου έγραψε το έξης που με  προβλημάτισε έντονα.  Όπως μου ανέφερε, εδώ και τρία χρόνια ένας φίλος Γερμανός, παπικός και πολύ θρησκευόμενος που έρχονταν συχνά να λειτουργηθεί στην δικιά μας ελληνορθόδοξη εκκλησία, είχε δείξει τάση να βαπτιστεί Ορθόδοξος. Δυστυχώς όμως, όπως μου ομολόγησε ο φίλος από την Γερμανία, εδώ και ένα χρόνο ο ιερέας της εκκλησίας μας έχει φορέσει παπικά άμφια, αφήνει τους παπικούς να μπαινοβγαίνουν ελευθέρα μέσα στην εκκλησία, ακόμα και στο ιερό, σαν να έχει ήδη γίνει η ένωση των εκκλησιών και το πιο φρικτό, όπως μου ανέφερε αλλά δεν μπορώ να το επιβεβαιώσω, κάνουν… κοινό ποτήρι. Βουτούν την Όστια στο δισκοπότηρο και κοινωνούν!!! Ο Γερμανός προσήλυτος μετά από όλα αυτά, όπως ανέφερε ο φίλος από την Γερμανία, διστάζει πλέον να βαπτιστεί γιατί όπως αναρωτιέται, αφού δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ Παπικών και Ορθοδόξων, αφού οι Παπικοί και οι Ορθόδοξοι είναι σε διαδικασία ένωσης τότε ποιος είναι ο λόγος να βαπτιστεί Ορθόδοξος ;;

Υπάρχουν Ορθόδοξοι ποιμένες που κηρύττουν, (ακόμα),  πως η Ορθοδοξία είναι η μόνη οδός της Αλήθειας, είναι η μόνη Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Πως μπορεί όμως αυτό να καταξιωθεί σήμερα με όλα όσα γίνονται τα τελευταία χρόνια, με την θρησκευτική αποστασία να οργιάζει, με τον Οικουμενισμό να σαρώνει τα πάντα, με Πατριάρχες να δωρίζουν το Κοράνι σαν ιερό βιβλίο, με Ορθόδοξους ιερείς που εμφανίζονται εν πλήρη σύμπνοια με τους Παπικούς αλλά και ότι άλλο θρησκευτικό μόρφωμα μπορεί να φανταστεί κανείς ;

Ο πάτερ Παΐσιος είχε πει κάποτε πως, «για αλλού ξεκινήσαμε και αλλού πάμε». Ο διάλογος με τους Παπικούς και τα αλλά χριστιανικά δόγματα είχε αρχίσει με την καλή θέληση να καταδειχτεί πως η μόνη Αλήθεια είναι η Ορθοδοξία και για να τους δοθεί η ευκαιρία να μετανοήσουν και να επιστρέψουν. Σήμερα ο διάλογος γίνεται για να καταδειχτεί πως όλα τα χριστιανικά δόγματα και ακόμα περισσότερο όλες οι θρησκείες, είναι τμήματα μιας «αλήθειας» και πως όλοι έχουν δίκιο και στο τέλος πως η θρησκεία είναι για τον καθένα ότι του αρέσει και ότι του βολεύει, όλα «ωραία» και «όμορφα». Έτσι δεν χρειάζεται να υπάρχει φόβος Θεού γιατί στο τέλος όλα συγχωρούνται και όλα είναι ανεκτά και γιατί όχι και οι ομοφυλόφιλοι ιερείς, οι γυναίκες επίσκοποι και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Η πανθρησκεία της φαντασίας! Για όλους αυτούς δεν υπάρχει καμία Κρίση των πράξεων μας, αλλά όλα είναι μυθεύματα που χρειάζονταν για άλλες καθυστερημένες και σκοτεινές εποχές.

Αλήθεια για αλλού ξεκινήσαμε και αλλού πήγαμε!  Η ευθύνη την ποιμένων που οδήγησαν τα πράγματα ως εδώ είναι τεράστια, αλλά και η ευθύνη του ποιμνίου που δεν αντιδρά γιατί θεωρεί πως κάνει «υπακοή» και πως δεν πρέπει να κάνουμε «κατάκριση» σε αυτούς τους ποιμένες, είναι επίσης τεράστια

Τι έχουμε να πούμε τώρα σε όλους αυτούς τους αλλόδοξους, ακόμα και αλλόθρησκους, (όπως γνώρισα προσωπικά  πολλούς στην Τουρκία), που διψούν να ακούσουν από εμάς την γλώσσα της Αλήθειας ;

Νίκος Χειλαδάκης, Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος

Πηγή: aktines.blogspot.gr

῾Ο ἀείμνηστος ῾Ομολογητὴς Μητροπολίτης Φιλάρετος, Πρωθιεράρχης τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς