A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας (22 Αὐγούστου)

Δεν διατίθεται αυτόματο εναλλακτικό κείμενο.


Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου «ἐν τῷ Πυρσῷ τῆς Εὐρυτανίας»



Ψηλά, στις ελατόφυτες βουνοκορφές της νοτιοδυτικής Ευρυτανίας, και σφηνωμένη ανάμεσα σε κάθετους γκριζωπούς βράχους με άγρια μεγαλοπρέπεια, προβάλλει η ιερά μονή του Προύσου. Είναι σταυροπηγιακό και ιστορικό μοναστήρι, με μεγαλόπρεπα τριώροφα κτίρια. Ανάμεσα τους υπάρχει σπήλαιο λαξευμένο, που φιλοξενεί στο εσωτερικό του τον πρώτο και παλαιό ναό της μονής. Μέσα σ' αυτόν φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που επονομάζεται Προυσιώτισσα και εορτάζει με κάθε εκκλησιαστική και βυζαντινή μεγαλοπρέπεια στις 22-23 Αυγούστου.

Τη θαυματουργή αυτή εικόνα της Θεοτόκου λέγεται ότι την ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς και ήλθε από την Προύσα της Μικράς Ασίας (σύμφωνα με το χειρόγραφο 3 του κώδικα της Ιεράς Μονής Προυσιωτίσσης). Την έφερε από την Προύσα κάποιος ευγενής νέος στα χρόνια της εικονομαχίας (829 μ.Χ.) επί εικονομάχου βασιλέως Θεοφίλου. Στο δρόμο όμως για την Ελλάδα, στην Καλλίπολη της Θράκης, την έχασε και η εικόνα αποκαλύφθηκε θαυματουργικά σ' ένα τσοπανόπουλο, με μια στήλη φωτός σαν πυρσός - γι' αυτό πήρε και την επωνυμία Πυρσός - στο μέρος όπου ήταν κρυμμένη. Ο νέος, που είχε εγκατασταθεί στην Πάτρα, όταν το έμαθε θέλησε να την πάρει. Αλλά η εικόνα θαυματουργικά γύρισε και πάλι στο άγριο μέρος της Ευρυτανίας, όπου αποκαλύφθηκε στους ντόπιους βοσκούς τη νύχτα από 22 προς 23 Αυγούστου. Τότε ο νέος, μαζί μ' έναν υπηρέτη του, πήγαν και αυτοί εκεί, όπου έγιναν μοναχοί μετανομασθέντες Διονύσιος και Τιμόθεος αντίστοιχα.

Η εικόνα της Παναγίας είναι τύπου Οδηγήτριας και είναι επιχρυσωμένη με αργυροεπίχρυση ένδυση, δώρο του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη που φιλοξενούνταν στη Μονή την περίοδο της επανάστασης του 1821 μ.Χ. Την ένδυση, την κατασκέυασε ο χρυσοχόος Γεωργίος Καρανίκας το 1824 μ.Χ., όπως μας αποκαλύπτει η ανάγλυφη επιγραφή πάνω από τον δεξιό ώμο της Παναγίας: «Η Παντάνασσα. Δι εξόδων του γενναιοτάτου στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη, χειρί Γεωργίου Καρανίκα, 1824».

Στο ιστορικό της μονής αναφέρεται ότι επί τουρκοκρατίας καταστράφηκε πολλές φορές. Η τελευταία όμως καταστροφή, που μετέβαλε τα κτίρια σε σωρούς ερειπίων, έγινε το 1944 μ.Χ. από τους γερμανούς. Μετά την καταστροφή των κτισμάτων, ένας αξιωματικός θέλησε να κάψει και την εκκλησία. Προσπάθησε πολλές φορές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ενώ λοιπόν στεκόταν άπ' έξω κι έδινε διαταγές, τιμωρήθηκε παραδειγματικά από το χέρι της Παναγίας. Μια αόρατη δύναμη τον έριξε με ορμή πάνω στο πλακόστρωτο. Το χτύπημα ήταν δυνατό, και ο γερμανός ανίκανος να σηκωθεί. Τον σήκωσαν οι στρατιώτες και τον έβαλαν πάνω σε ζώο για να τον μεταφέρουν στο Αγρίνιο. Έτσι ο ναός παρέμεινε αβλαβής, όπως διαφυλάχθηκε ακέραιος δια μέσου των αιώνων.

Πέρασαν τέσσερα χρόνια. Ο εμφίλιος πόλεμος τώρα μαίνεται στην ελληνική ύπαιθρο. Οι κάτοικοι της Ευρυτανίας και ορεινής Ναυπακτίας εγκαταλείπουν τα χωριά τους και προσφευγουν για ασφάλεια σε άλλα μέρη της Ελλάδος. Μαζί τους προσφεύγει και η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Ακολουθεί κι αυτή την τύχη των παιδιών της και μεταφέρεται από τους μοναχούς του Προύσου στη ακρόπολη της Ναυπάκτου. Το μοναστήρι παραμένει τελείως έρημο.

Ύστερα από καιρό αρχίζουν οι επιχειρήσεις του στρατού. Η ενάτη μεραρχία αναλαμβάνει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Ευρυτανία. Μερικά τμήματα περνούν από τον Προυσό. Ορισμένοι αξιωματικοί και στρατιώτες πλησιάζουν στη σκοτεινή εκκλησούλα της σπηλιάς και μπαίνουν για να προσκυνήσουν. Εκεί μέσα αντικρίζουν ένα παράδοξο θέαμα: Μπροστά το τέμπλο, στ' αριστερά της ωραίας πύλης, να αναμμένο καντήλι και μια καλόγρια γονατιστή. Οι στρατιώτες απορούν. Πως ζει αυτή η μοναχή εδώ,τι στιγμή που η Ευρυτανία είναι τελείως έρημη από κατοίκους; Πως συντηρείται, τι τρώει, που βρίσκει λάδι για το καντήλι; Την ερωτούν λοιπόν, κι εκείνη σεμνά και πονεμένα τους απαντά: «Παιδιά μου, ζω εδώ μοναχή μου δυόμισι τώρα χρόνια. Για τη δική μου ζωή δεν χρειάζονται φαγητό και ψωμί. Μου αρκεί ότι έχω το καντήλι μου αναμμένο». Οι στρατιώτες, κουρασμένοι από τις επιχειρήσεις και βιαστικοί να φύγουν, δεν έδωσαν προσοχή στα λόγια της.

Την επομένη όμως, όταν τα έφεραν πάλι στη μνήμη τους, κατάλαβαν πως επρόκειτο νια κάτι θαυμαστό. Κι όταν αργότερα περνούσαν από τη Ναύπακτο, ζήτησαν με επιμονή άδεια από τον διοικητή τους νια να επισκεφθούν τον μητροπολίτη. Ο επίσκοπος Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Χριστόφορος τους υποδέχθηκε με αγάπη, κι αφού τους άκουσε συγκινημένος, έριξε φως στο μυστήριο. «Ο ναός, τους είπε, που επισκεφθήκατε, ανήκει στην έρημη τώρα ιερά μονή Προυσιώτισσας, της οποίας η θαυματουργή εικόνα βρίσκεται πάνω από δύο χρόνια εδώ, στο παρεκκλήσι της μητροπόλεως μας, στον άγιο Διονύσιο. Πηγαίνετε να την προσκυνήσετε, και θα καταλάβετε».

Πήγαν πράγματι και προσκύνησαν. Τότε αυθόρμητα στον καθένα δόθηκε η εξήγηση στην απορία του: Στην εικόνα της Θεομήτορος αναγνώρισαν τη μοναχή εκείνη που συνάντησαν στο εκκλησάκι της σπηλιάς, ψηλά στον Προυσό!


Ἀπολυτίκιον

Ήχος α'.



Της Ελλάδος απάσης συ προΐστασαι πρόμαχος και τερατουργός εξαισίων τη εκ Προύσσης εικόνι Σου, Πανάχραντε Παρθένε Μαριάμ, και γαρ φωτίζεις εν τάχει τους τυφλούς δεινούς τε απελαύνεις δαίμονας και παραλύτους δε συσφίγγεις αγαθή. Κρημνών τε σώζεις και πάσης βλάβης τους σοι προστρέχοντας. Δόξα τω σω ασπόρω τοκετώ, δοξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα το ενεργούντι δια σου τοιαύτα θαύματα.




Μεγαλυνάριον


Δεύτε την εικόνα την ιερά, της Προυσιωτίσσης, ασπαζόμεθα ευλαβώς, βρύουσαν παντοίων νόσων και πάσης βλάβης, ρώσιν δαψιλεστάτην και χάρην άφθονον.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον



Σφαίρας ουρανίους φωταγωγείς, αχράντω οικήσει την υδρόγειον δε βολαις, αρρήτων θαυμάτων, αυγάζεις όθεν πίστει, πάντες σε προσκυνούμεν ω Προυσιώτισσα.


Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

Ἃγιοι Ἀπόστολοι Βαρθολομαῖος καί Τίτος (25 Αὐγούστου)




Ὁ Ἅγιος Βαρθολοµαῖος ὁ Ἀπόστολος (Ἀνακοµιδὴ ἱεροῦ λειψάνου του)

Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Βαρθολοµαῖος µαρτύρησε µὲ σταυρικὸ θάνατο στὴν Ἀρµενία. Τὸ ἅγιο λείψανό του οἱ χριστιανοὶ τὸ ἔβαλαν µέσα σὲ µία πέτρινη θήκη καὶ τὸ ἔκρυψαν στὴν Οὐρβανούπολη. Ἐπειδή, ὅµως, ἡ θήκη γιάτρευε πολλὲς ἀσθένειες, συνέρρεαν σ᾿ αὐτὴν πλήθη λαοῦ. Γι᾿ αὐτὸ οἱ εἰδωλολάτρες, ὅταν βρῆκαν τὴν κατάλληλη εὐκαιρία, πέταξαν τὴν θήκη στὴν θάλασσα, µαζὶ µὲ ἄλλες τέσσερις θῆκες µαρτύρων. Τότε ἔγινε κάτι τὸ θαυµαστό. Ἡ θήκη µὲ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Βαρθολοµαίου, συνοδείᾳ τῶν ἄλλων τεσσάρων θηκῶν, ἀφοῦ πέρασαν τὴν Μαύρη Θάλασσα, τὰ στενά του Ἑλλησπόντου, τὸ Αἰγαῖο πέλαγος καὶ τὸ Ἀδριατικό, ἔφθασαν ἀριστερὰ τῆς Σικελίας, στὸ νησὶ Λιπαρά. Ἔπειτα, οἱ θῆκες ποὺ συνόδευαν τὴν θήκη τοῦ Ἁγίου Βαρθολοµαίου πῆγε ἡ κάθε µία σὲ διαφορετικοὺς τόπους τῆς Ἰταλίας. Τότε λοιπόν, ὁ Ἅγιος του Θεοῦ ἀποκαλύφθηκε στὸν ἐπίσκοπο τῆς Λίπαρος, Ἀγάθωνα, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ κατέβηκε στὴν παραλία καὶ εἶδε τὴν θήκη, ἔµεινε ἐκστατικός. Μὲ σεβασµὸ τότε, συνόδευσαν τὴν θήκη µὲ τὸ ἅγιο λείψανο ἐκεῖ ὅπου θαυµατουργικὰ ὑπέδειξε ὁ Ἀπόστολος τοῦ Θεοῦ καὶ ὅπου κτίστηκε µεγαλοπρεπὴς ναός. Δίκαια, ἔτσι, µπορεῖ νὰ πεῖ κανείς: «Θαυµαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ». Θαυµαστὸς εἶναι ὁ Θεὸς στὶς προστασίες ποὺ παρέχει στοὺς Ἁγίους Του, ποὺ εἶναι ἀφοσιωµένοι σ᾿ Αὐτόν.

Ὁ Ἅγιος Τίτος ὁ Ἀπόστολος, ἐπίσκοπος Γόρτυνος Κρήτης

Ὁ Τίτος ἦταν Ἕλληνας στὴν καταγωγή, καὶ µάλιστα ἀπὸ τοὺς πιὸ διακεκριµένους ὅσον ἀφορᾶ τὴν µόρφωση καὶ τὸ γένος. Ἔγινε χριστιανὸς ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, µὲ τὸν ὁποῖο καὶ συνεργάστηκε γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀκολούθησε τὸν Ἀπ. Παῦλο στὴν δεύτερη ἄνοδό του στὴν Ἱερουσαλὴµ καὶ κατόπιν ἐπιφορτίσθηκε µὲ ἀποστολὴ στὴν Κόρινθο, γιὰ νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τὴν κατάσταση τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας. Ὅταν ἐπέστρεψε συνάντησε τὸν Ἀπ. Παῦλο στὴν Μακεδονία. Ἔπειτα µαζί του, περίπου τὸ ἔτος 58, πῆγαν στὴν Κρήτη, ὅπου ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κατέστησε τὸν Τίτο ἐπίσκοπο γιὰ νὰ κηρύξει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐγκαταστήσει σ᾿ ὅλο τὸ νησὶ πρεσβύτερους. Ἀπὸ τὴν δεύτερη πρὸς Τιµόθεον ἐπιστολὴ µαθαίνουµε, ὅτι ὁ Τίτος πῆγε καὶ στὴν Δαλµατία, ἄγνωστο γιὰ ποιὸν σκοπό. Ὁ Παῦλος ἔστειλε καὶ τὴν γνωστὴ πρὸς Τίτον ἐπιστολή, ἀπὸ τὴν ὁποία µαθαίνουµε, ὅτι ὁ Ἕλληνας µαθητής του τιτλοφορεῖται ἀπ᾿ αὐτὸν «τέκνον» του «γνήσιον». Ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ἐπίσης, µαθαίνουµε ὅτι ὁ Τίτος εἶχε λαµπροὺς συνεργάτες στὴν Κρήτη, δηλαδὴ τὸν Ζήνα τὸν νοµικὸ καὶ τὸν περίφηµο Ἀπολλώ. Ὁ Τίτος πέθανε στὴν Κρήτη, κατὰ τὸ ἔτος 105 µετὰ Χριστόν.


Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Προκληθείς ουρανόθεν προς γνώσιν ένθεον, την εν σαρκί του Δεσπότου επιδημίαν εν γη, αυτοψεί εωρακώς φωτός πεπλήρωσαι, όθεν του Παύλου κοινωνός, θεηγόρος γεγονώς, την Κρήτην πάσαν πυρσεύεις, της ευσεβείας τω λόγο, Τίτε απόστολε μακάριε.



Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐξ Ἑῴας ὡς ὄρθρος ὤφθη πολύφωτος, ποντοπορήσασα ξένως Βαρθολομαῖε σοφέ, πρὸς τὴν Δύσιν ἡ σορὸς ἡ τῶν λειψάνων σου· τοῦ γὰρ Ἡλίου τῆς ζωῆς, δᾳδουχεῖ τὰς δωρεάς, καὶ σκότος παντοίων νόσων, ὁλοσχερῶς διαλύει, τῶν προσιόντων ταύτῃ πάντοτε.


Ο ΦΛΟΓΕΡΟΣ ΆΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΗΜΙΜΑΘΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ

Σχετική εικόνα

Από τις λαμπρές φυσιογνωμίες πού σφράγισαν με την μαρτυρική και μαρτυριακή τους παρουσία τα μαύρα χρόνια της οθωμανικής σκλαβιάς, ως υπέρλαμπρον άστρον της Εκκλησίας, εθνομάρτυρας και ιερομάρτυρας ξεχωρίζει ο γενναίος άγιος των Ελληνικών Γραμμάτων, Κοσμάς ο Αιτωλός.

Γεννημένος στο Μεγάλο Δένδρο Αιτωλίας, μυήθηκε στα ελληνικά και τα Ιερά Γράμματα- άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους μέσα στους ρωμαίικους αγώνες- στο Κρυφό Σχολειό κάποιου Ιερομονάχου Γιαννέλου, στο ευλογημένο αυτό καταφύγιο και αναμορφωτήριο των σκλαβωμένων ελληνοπαίδων, πού οι σημερινοί φραγκοπροσκυνημένοι γραικύλοι το θέλουν μύθο και απάτη, υπακούοντας στις προσταγές μιας απνευμάτιστης αντίχριστης εποχής.
Με την ιερή φλόγα του Χριστού και της Ελλάδας στα στήθια ο νεαρός Κώνστας- διότι αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του αγίου- καταφεύγει στην Αθωνιάδα, όπου ως έλαφος διψασμένη ποτίζεται με τα ιερά νάματα της ελληνορθοδοξίας από φημισμένους διδασκάλους. Καταλήγει στην Ιερά Μονή Φιλοθέου, όπου χειροτονείται ιερομόναχος με το όνομα Κοσμάς.

Ο Κοσμάς, πνεύμα ανήσυχο και ανύσταχτο, με μόνη του έγνοια να τον κατατρώει η πνευματική και σωματική σκλαβιά του αδελφού, ο διαφωτισμός του σκλαβωμένου και εξαθλιωμένου Γένους, φτάνει σε υψηλά επίπεδα κατανόησης χρέους και αγάπης προς τον πλησίον.

Απορρίπτει την καλογερική ραστώνη , χωρίς να εγκαταλείψει ποτέ τον καρδιακό ησυχασμό του μεγάλου ασκητή και θεωρεί εαυτόν ωφέλιμο , μόνο εκτός μοναστηρίου,στον αποστολικό και εθνεγερτήριο αμπελώνα. Υπακούει σε μεγάλη και εσωτερική κλήση να διδάξει και να διαφωτίσει τον σκλαβωμένο αδελφό, να ωφελήσει μάλλον, παρά να κρύψει τον λύχνον υπό τον μόδιον και να ωφεληθεί ο ίδιος .

Με την πνευματική άδεια του Πατριάρχου Σεραφείμ ξεκινά τις φημισμένες περιοδείες του σε όλη την υπόδουλη Γραικία . Από την Πόλη ως τη Ρόδο και από την Κάρπαθο έως την Κέρκυρα. Από τη Βόρειο Ήπειρο ως το Αίγιο και από την Ικαρία έως την Κεφαλληνία και τη Ζάκυνθο!

Απ’όπου περνά στήνει σταυρό , συναθροίζει τους χριστιανούς, Έλληνες και αλλογενείς και τους μυεί στην ευσέβεια. Νουθετεί ιερωμένους και λαϊκούς, στηλιτεύει την αδικία και κηρύττει την αδιάκριτη αγάπη. Ο λόγος του ζωντανός, λαϊκός, αλλά ηρτυμένος άλατι Πνεύματος αγίου, παρακινεί προς μετάνοια, προς αλλαγή, διαφωτίζει, διδάσκει, παρηγορεί, μεταλαμπαδεύει πίστη, ελπίδα και αγάπη στον εξαθλιωμένο ραγιά. Επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στην ίδρυση Ελληνικών Σχολείων, γιατί πιστεύει πώς μόνο δια των Ιερών και μάλιστα Ελληνικών Γραμμάτων παιδεύονται οι ευσεβείς χριστιανοί και βγαίνουν από τον ζοφο της αμαρτίας και της άγνοιας.

Έγνοια του η ελληνική γλώσσα και η ορθοδοξία. Εξορκίζει τους αλλόφωνους να ομιλούν μόνο την Ελληνική, την γλώσσα του Ευαγγαλίου, την γλώσσα πού δόξασαν οι Σοφοί των ανθρώπων και οι Ιεροί Πατέρες. 210 Ελληνικά Σχολεία, 1.100 κατώτερα, 4.000 κολυμβήθρες, χιλιάδες φωτισμένες και σεσωσμένες ψυχές μαρτυρούν το τεράστιο ιεραποστολικό του έργο.

Αξιοσημείωτη είναι η οικολογική του ευαισθησία και πρωτοπορία σε στιγμέςκαι χρόνια ανύποπτα από τα σύγχρονο προβληματισμό, αφού πίστευε και διακήρυττε πώς όταν ο άνθρωπος εγκαταλείψει τα δέντρα, δεν θα μπορέσει πλέον να επιβιώσει επι γης. Περίφημες επίσης είναι οι προφητείες του, πού ενθαρρύνουν και γεμίζουν πασχαλινές ελπίδες τους υπόδουλους και προβληματίζουν πολλούς, έως την σήμερον.

Ο άγιος έκανε εχθρούς μεταξύ των Εβραίων γιατί έπεισε τους Χριστιανούς να μεταφέρουν την ημέρα παζαριού από την ευλογημένη ημέρα της Κυριακής το Σάββατο. Ο φθόνος των χριστοκτόνων οδηγεί στην δωροδοκία του πασά του Βερατίου, ο οποίος συλλαμβάνει και απαγχονίζει τον σεβαστό σε Έλληνες, Τούρκους και αλλογενείς, ιεραπόστολο, στις 24 Αυγούστου 1779, στα εξήντα πέντε του χρόνια!

Ζούμε σε μια εποχή αμφιβήτησης των παραδοσιακών αξιών και των ιστορικών προσώπων, σε μια εποχή πού ύπουλα μια άνευ προηγουμένου κριτική ισοπέδωση των γεγονότων, οδηγεί στον χλευασμό των ιερών και των εθνομηδενισμό ενός καταπληγωμένου και αποπροσανατολισμένου γένους. Μια εποχή πού όχι μόνο δεν διακρίνει από την ισοπεδωτική της θεώρηση την ελληνορθοδοξία, αλλά ως πρωταρχικό στόχο έχει την εκρίζωση κάθε παρομοίου ιδεώδους από τα στήθη των τρομοκρατημένων και εξαθλιωμένων νεοραγιάδων, πού ονομάζονται νεοέλληνες.

Η τρομοκρατία της οικονομικής κρίσης, η χρεωκοπία της πολιτικής ζωής, η ανάγνωση της ιστορίας με διαλεκτικό τρόπο και φίλτρα αντιχριστιανικά και ανθελληνικά από τους προσκυνημένους ιθύνοντες της παιδείας και του κράτους, δηλητηρίασαν την ψυχή και άμβλυναν το αισθητήριο του Έλληνα.

Το Κρυφό Σχολειό είναι μύθος, η στάση της Μάνας Εκκλησίας στην σκλαβιά και την επανάσταση προδοτική, οι μάρτυρες του γένους φανατικοί, ο Χριστός θρησκειολογικό ανάγνωσμα, η γλώσσα η ελληνική έρμαιο σε απάτριδες αλχημιστές νεοδιδασκάλους, παραδομένους στο κόμπλεξ του γραικύλου, που ψυχανεμίζεται πως δεν θα γίνει ποτέ «εκσυγχρονισμένος» και «διαφωτισμένος» Ευρωπαίος και δείχνει ζήλο σατανικό ενάντια σε κάθε τι πατριωτικό από τυφλή εκδίκηση!

Στα ελληνικά σχολεία μαθητεύουν αθώα ελληνόπουλα, γεμάτα ενοχικά σύνδρομα για την καταγωγή τους και την φυλή τους πού πληροφορούνται πώς οι πρόσφυγες πρόγονοι τους "συνωστίζονταν" κάτω από τα βάρβαρα φάσγανα ή έφερναν αμηχανία με τις "αντάρτικες" πράξεις τους σε "φίλους" κατακτητές και τυρράνους.

Και μέσα σε όλα αυτά η μορφή του Πατροκοσμά παραγνωρισμένη και κακοποιημένη, την ίδια στιγμή πού υπερτονίζονται άψυχα, φράγκικα είδωλα ως διαφωτιστές των εθνών, άθεοι και μηδενιστές φιλόσοφοι της δεκάρας, που θέλουν τον άνθρωπο ξεκομμένο από τον Θεό, υποτελή ή υπεράνθρωπο κατά τα φληναφήματα ή τις κτηνώδεις αλλοδοξίες τους.

Η μορφή του Πατροκοσμά, οι μορφές των Αγίων Κολλυβάδων,του αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, των λαϊκών αγωνιστών και καπεταναίων του 21, τίθενται σε άνομη κριτική, ως ανυπόφορα λήμματα σε κοσμικές εγκυκλοπαίδειες. Δεν προβάλλονται για να εμπνεύσουν, να υποκινήσουν, να ωφελήσουν, να δώσουν ποταμούς δρόσου στην κάμινο της σημερινής ηθικής και πνευματικής κρίσης.

Ο νεοέλληνας κατήντησε ένα κράμα ημιμαθή ευρωπαίου και αγροίκου ανατολίτη. Μόνο όταν στραφεί στις ρίζες του, στην ρωμαίικη ελληνορθόδοξη του ταυτότητα θα ανακάμψει ηθικά και πνευματικά, θα ανακτήσει την πολιτισμική του ταυτότητα και διακριτότητα στο παγκοσμιοποιημένο στερέωμα, που θα σηματοδοτήσει την αντίσταση σε κάθε ψεύτικο και επιβαλλόμενο, σε κάθε απάνθρωπο και ανθελληνικό.

Το πνευματικό μέλλον της πατρίδας , βρίσκεται μόνον στα δικά μας χέρια. Είμαστε Γένος με βαθεία παράδοση και πολιτισμό. Επαφίεται πλέον στο έλεος του Θεού και την δική μας πατριωτική ευθύνη, όχι μόνο το μέλλον, αλλά και η επιβίωση της ίδιας της φυλής μας. Η πνευματική εστία αντίστασης πού λέγεται άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ας είναι το αιώνιο πρότυπο μας.

Πηγή: www.profitisilias.com.gr


Δείτε σχετικά: ΕΔΩ

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

ΑΓΙΟΥ ΜΑΝΔΗΛΙΟΥ (16 Ἀυγούστου)



Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Μανδηλίου


 Ἀπό τή διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας γνωρίζουμε ὅτι ἡ τιμή καί προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἔχουν ὡς βάση τους τή θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως κατά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «ὅστις ἐστιν εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κολ. 1, 5).
   Ἡ θέωση αὐτή ἀποτελεῖ -μεταξύ ἄλλων- καί τήν πλήρη τελείωση τῆς ἀναγεννημένης ἐν Χριστῷ ἀνθρώπινης φύσεως, τῆς ὁποίας τήν ἐξωτερική παράσταση καί ἔξαρση ἔχει ὡς κύριο θέμα της ἡ ὀρθόδοξη εἰκονογραφία. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Οὐ τήν ἀόρατον εἰκονίζω θεότητα, ἀλλ’ εἰκονίζω Θεοῦ τήν ὁραθεῖσαν σάρκα» (Λόγ. Ε΄, PG 94, 1236 C) καί «νῦν δέ σαρκί ὀφθέντος Θεοῦ καί τοῖς ἀνθρώποις συναναστραφέντος, εἰκονίζω Θεοῦ τό ὁρώμενον» (Λόγ. Β΄, PG 94, 1293 Β).
   Αὐτή ἡ «ὁραθεῖσα σάρκα τοῦ Θεοῦ» κατά τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀποδόθηκε γιά πρώτη φορά εἰκαστικά καί κατά τρόπο ἀξιοθαύμαστο μέ τό Ἅγιο Μανδήλιο, ὅπως δέχεται ἡ λειτουργική παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
   Ἡ ἱστορία μᾶς εἶναι γνωστή: ὁ ἄρχοντας τῆς πόλεως Ἔδεσσας στή Μεσοποταμία Αὔγαρος, καθώς ἦταν ἀσθενής, ἔστειλε τόν Ἀνανία νά προσκαλέσει τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Παράλληλα, ἐπιθυμῶντας νά δεῖ τό θεανδρικό πρόσωπο, εἶχε ζητήσει ἀπό τόν ἀπεσταλμένο του -καθώς ἦταν ζωγράφος στήν τέχνη- νά ζωγραφίσει τή μορφή τοῦ Κυρίου. Αὐτό ὅμως στάθηκε ἀδύνατο λόγῳ τῆς ἀπαστράψουσας θείας δόξας. Τότε ὁ Κύριος ἔνιψε τό πρόσωπό Του καί τό ἐσπόγγισε μέ μανδήλιο στό ὁποῖο ἀποτυπώθηκε ἡ εἰκόνα τῆς μορφῆς Του. Τό μανδήλιο αὐτό ἔστειλε στόν Αὔγαρο, μαζί μέ ἐπιστολή μέσῳ τῆς ὁποίας, ἀφοῦ τόν μακάριζε γιά τήν πίστη του, τόν ἐνημέρωνε ὅτι θά ἀποστείλει τό μαθητή του Θαδδαῖο νά τόν ἰατρεύσει καί νά τόν διδάξει. Λαμβάνοντας τό ἅγιο Μανδήλιο ὁ ἄρχοντας τό προσκύνησε καί θεραπεύτηκε ἀμέσως ἐνῶ τοποθέτησε τήν πρωταρχική αὐτή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πάνω ἀπό τήν πύλη τῆς πόλης γιά νά τιμηθεῖ ἀπ’ ὅλο τό λαό. Ἀργότερα ὅμως κι ἐπειδή ὁ τότε ἄρχοντας, ὄντας εἰδωλολάτρης, θέλησε νά στήσει στήν ἴδια θέση εἴδωλο, ὁ τοπικός ἐπίσκοπος γιά νά προστατέψει τό ἅγιο μανδήλιο, ἀφοῦ ἄναψε κανδήλι, ἔχρισε τόν τοῖχο πρό αὐτοῦ. Αἰώνες μετά, τό ἔτος 615, ὅταν ὁ βασιληᾶς τῶν Περσῶν Χοσρόης πολιορκοῦσε τήν Ἔδεσσα, ἀποκαλύφθηκε στό ἐπίσκοπο τῆς πόλεως ὁ τόπος τοῦ ἁγίου μανδηλίου, κάτι πού συνδυάστηκε καί ἀπό ἄλλα θαυμαστά γεγονότα πού εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τήν φυγή τῶν Περσῶν καί τή σωτηρία τῆς πόλεως. Τό ἔτος 941, τό ἅγιο μανδήλιο μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινούπολη ὅπου μέ διάταγμα τοῦ Κωνσταντίνου Ζ΄ τοῦ Πορφυρογέννητου καθωρίστηκε ἡ δεσποτική ἑορτή τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου καί ἡ ἀνάρτηση ἀντιγράφων τῆς εἰκόνας αὐτῆς πάνω ἀπό τήν ὡραία πύλη κάθε χριστιανικοῦ ναοῦ.

 Τό θαυμαστό γεγονός τῆς παραπάνω ἱερῆς διηγήσεως περί τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου ἐξυμνήθηκε ἀπό τήν Ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας πού ἀπό τούς πρώτους αἰώνες ἐνέταξε στά πρός χρήση Μηναῖα, σχετική ἱερή Ἀκολουθία, πρός τιμήν Τῆς ἐξ Ἐδέσσης ἀνακομιδῆς τῆς ἀχειροποιήτου Εἰκόνος, δηλαδή τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου.
   Οἱ ἱερές εἰκόνες ἀντανακλοῦν τή θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως.
Μᾶς ἀποκαλύπτουν ἐκεῖνο πού ἀποκαλύφθηκε στούς ἁγίους Ἀποστόλους πάνω στό Θαβώρ κατά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος. Αὐτό τό περιεχόμενο τῶν ἱερῶν εἰκόνων ὑπογραμμίζεται καί στήν παραπάνω Ἀκολουθία μέ παραλληλισμούς στή Μεταμόρφωση: «Πέφτοντας καταγῆς πάνω στό ἅγιον ὄρος, οἱ πρόκριτοι τῶν ἀποστόλων προσκύνησαν τόν Σωτῆρα, βλέποντάς Τον νά λάμπει στό αὐγινό φῶς τῆς θεότητος· καί τώρα ἐμεῖς προσκυνοῦμε τό ἅγιο Μανδήλιο πού ἀστράφτει πιό πολύ κι ἀπό τόν ἥλιο...» (στιχηρό τοῦ Ἑσπερινοῦ σέ ἐλεύθερη ποιητική ἀπόδοση).
  Ὅμως, Ἰησοῦς Χριστός ὁ αὐτός σήμερον καί εἰς τούς αἰῶνας!
   Τό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας μέσα, ἀπεικονίζει κυρίως τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό ἀπαύγασμα τῆς θείας οὐσίας, ἀφοῦ «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν» (Α΄ Ἰω. 4, 8-9).  Καί μέσα ἀπό τό Ἅγιο Μανδήλιο καί τίς ἀναρίθμητες ἱερές εἰκόνες πού φιλοτεχνήθηκαν ἔχοντάς το ὡς πρότυπο, ἀκτινοβολεῖ ἀμείωτα καί στίς μέρες μας καί λάμπει στίςψυχές τῶν πιστῶν τό «Φῶς Του τό ἀΐδιον» (ὕμνος ἑορτῆς Μεταμορφώσεως).
  Αὐτό τό πρόσωπο ἀτενίζοντας μέ εὐλάβεια ὁ φιλάγιος καί φιλακόλουθος ἐκδότης τοῦ παρόντος, θέλησε νά τιμήσει ὑπερβαλλόντως, μέ τήν ἔκδοση αὐτῆς τῆς Ἱερᾶς Ἀσματικῆ Ἀκολουθίας, τήν ὁποία συνέθεσε ὁ κ. Χαράλαμπος Μπούσιας, Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας. Μέσω τῆς Ἀκολουθίας αὐτῆς πού εἶναι πλήρης καί πανηγυρική θά μποροῦν οἱ πιστοί μέσα στήν εὐχαριστιακή σύναξη νά ἐξυμνοῦν τίς ἀναρίθμητες εὐεργεσίες πού ἔχει προσφέρει ὁ «σαρκί ὁφθείς καί τούς ἀνθρώπους συναναστραφείς Κύριος», αἰτούμενοι ἀπ’ Αὐτόν τό μέγα ἔλεος.
   Ἐκφράζοντας τά συγχαρητήριά μου πρός τόν ἐκδότη κ. Γεώργιο Μαγκιρίδη, θεολόγο, γνωστό ἄλλωστε στά ἑλληνικά ἐκκλησιαστικά γράμματα καί ὡς ἄριστο ἐπιμελητή ἐκδόσεων, εὔχομαι ὁλόψυχα, ὁ διά τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου, ἱερῶς εἰκονισθείς Κύριος νά εὐλογεῖ τόσο αὐτόν ὅσο καί τούς ψάλλοντας τήν ἱερή αὐτή Ἀκολουθία.

                                          Πατάπιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης.
             Γέρων τῆς Ἱερᾶς Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου Σκήτης Καυσοκαλυβίων.
                                                          Ἅγιον Ὄρος.

Πηγή: agioritikoslogos.blogspot.gr


Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

ΚΑΤΑΒΑΣΙΕΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ - Πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ,...(ΒΙΝΤΕΟ)



Ὠδὴ α'. Ἦχος α'. 


Πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ, ἡ ἱερὰ καὶ εὐκλεής, Παρθένε μνήμη Σου, πάντας συνηγάγετο, πρὸς εὐφροσύνην τοὺς πιστούς, ἐξαρχούσης Μαριάμ, μετὰ χορῶν καὶ τυμπάνων, τῷ Σῷ ᾄδοντας Μονογενεῖ· Ἐνδόξως ὅτι δεδόξασται.

Ὠδὴ γ'. 

Ἡ δημιουργική, καὶ συνεκτικὴ τῶν ἁπάντων, Θεοῦ σοφία καὶ δύναμις, ἀκλινῆ ἀκράδαντον, τὴν Ἐκκλησίαν στήριξον Χριστέ· μόνος γὰρ εἶ Ἅγιος, ὁ ἐν Ἁγίοις ἀναπαυόμενος.

Ὠδὴ δ'. 

Ῥήσεις προφητῶν καὶ αἰνίγματα, τὴν σάρκωσιν ὑπέφηναν, τὴν ἐκ Παρθένου Σου, Χριστέ, φέγγος ἀστραπῆς Σου, εἰς φῶς ἐθνῶν ἐξελεύσεσθαι· καὶ φωνεῖ Σοι ἄβυσσος, ἐν ἀγαλλιάσει· Τῇ δυνάμει Σου δόξα Φιλάνθρωπε.

Ὠδὴ ε'. 

Τὸ θεῖον καὶ ἄρρητον κάλλος, τῶν ἀρετῶν Σου, Χριστέ, διηγήσομαι· ἐξ ἀιδίου γὰρ δόξης συναΐδιον, καὶ ἐνυπόστατον λάμψας ἀπαύγασμα, παρθενικῆς ἀπὸ γαστρός, τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ, σωματωθεὶς ἀνέτειλας ἥλιος.

Ὠδὴ ς'. 

Ἅλιον ποντογενές, κητῷον ἐντόσθιον πῦρ, τῆς τριημέρου ταφῆς Σου τὶ[1] προεικόνισμα, οὗ Ἰωνᾶς, ὑποφήτης ἀναδέδεικται· σεσωσμένος γὰρ ὡς καὶ προὐπέπωτο, ἀσινὴς ἐβόα· Θύσω Σοι μετὰ φωνῆς, αἰνέσεως Κύριε.

Ὠδὴ ζ'. 

Ἰταμῷ θυμῷ τε καὶ πυρί, θεῖος ἔρως ἀντιταττόμενος, τὸ μὲν πῦρ ἐδρόσιζε, τῷ θυμῷ δὲ ἐγέλα, θεοπνεύστῳ λογικῇ, τῇ τῶν ὁσίων τριφθόγγῳ λύρᾳ ἀντιφθεγγόμενος, μουσικοῖς ὀργάνοις, ἐν μέσῳ φλογός· Ὁ δεδοξασμένος, τῶν πατέρων καὶ ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

Ὠδὴ η'. 

Αἰνοῦμεν, εὐλογοῦμεν καὶ προσκυνοῦμεν τὸν Κύριον.

Φλόγα δροσίζουσαν ὁσίους, δυσσεβεῖς δὲ καταφλέγουσαν, ἄγγελος Θεοῦ ὁ πανσθενής, ἔδειξε Παισί· ζωαρχικὴν δὲ πηγήν, εἰργάσατο τὴν Θεοτόκον, φθορὰν θανάτου καὶ ζωήν, βλυστάνουσαν τοῖς μέλπουσι· Τὸν Δημιουργὸν μόνον ὑμνοῦμεν, οἱ λελυτρωμένοι, καὶ ὑπερυψοῦμεν, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Ὠδὴ θ'. 

Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, μακαρίζομέν Σε, τὴν μόνην Θεοτόκον.

Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι, ἐν Σοὶ Παρθένε ἄχραντε· παρθενεύει γὰρ τόκος, καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος. Ἡ μετὰ τόκον παρθένος, καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα, σῴζοις ἀεί, Θεοτόκε τὴν κληρονομίαν Σου.





Ας βλέπουμε τις δικές μας αμαρτίες και όχι των άλλων (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)



Όσοι είναι όρθιοι, ας απλώσουν φιλάδελφα το χέρι τους στους πεσμένους. Όσοι βαδίζουν σταθερά στο δρόμο της σωτηρίας, ας προσελκύσουν κι εκείνους που τριγυρνούν στις γκρεμοτοπιές της απώλειας. Ας μη νοιαζόμαστε μόνο για το συμφέρον μας, αλλά και για την ωφέλεια των αδελφών μας. Όλοι φροντίζουμε ν' αυξήσουμε τα κέρδη μας, κανένας να βοηθήσει εκείνους που έχουν ανάγκη. Όλοι απλώνουμε τα χέρια για να πάρουμε, κανένας για να δώσει. Όλοι σκεφτόμαστε πώς θα παρατείνουμε την επίγεια ζωή μας, κανένας πώς θα σώσει την ψυχή του.

Όλοι φοβόμαστε την επίγεια δυστυχία, κανένας δεν τρέμει την αιώνια κόλαση. Άφατη είναι η οδύνη της ψυχής μου για την πώρωσή μας. «Ποιος μπορεί να κάνει το κεφάλι μου πηγάδι με νερό και τα μάτια μου πηγές δακρύων, για να κλαίω το λαό μου τούτο μέρα και νύχτα;» ( Ιερ. 9:1 ) .
Ίσως μερικοί από σας να λένε με δυσφορία: "Όλο για δάκρυα και θρήνους μας μιλάει αυτός εδώ, όλα μαύρα κι άραχνα τα βλέπει". Δεν θα το ήθελα , πιστέψτε με, δεν θα το ήθελα. Μόνο χαρά κι ευφροσύνη θα ποθούσα να νιώθω, μόνο επαίνους και εγκώμια ν' αναφέρω. Μα δεν είναι καιρός για τέτοια . Τι κι αν δεν κλαίω, αφού τα έργα μας είναι για κλάματα; Τι και αν δεν θρηνώ, αφού τα έργα μας είναι αξιοθρήνητα; Σας ενοχλεί η θρηνολογία μου; Αλλά γιατί δεν σας ενοχλούν οι αμαρτίες σας; Είναι αποκρουστικός ο οδυρμός μου; Αλλά μήπως δεν είναι, και περισσότερο μάλιστα , ο αντίθετος βίος σας; Μην πέσετε στην κόλαση, και δεν πενθώ.
Μην πεθάνετε ψυχικά, και δεν κλαίω. Βλέποντάς σας, όμως, να χάνεστε, πώς να μη λυπάμαι; Πατέρας σας είμαι, πατέρας πνευματικός και φιλόστοργος . Ακούστε τι λέει ο Παύλος: «Παιδιά μου, (που σας γέννησα πνευματικά), για την αναγέννησή σας πάλι περνώ τους πόνους της (πνευματικής) γέννας» ( Γαλ. 4: 19 ) . Ποια επίτοκη γυναίκα αφήνει τόσο πικρή φωνή, σαν αυτή του απόστολου;
Ω, αν μπορούσατε να καταλάβετε και τον δικό μου πόνο, αν μπορούσατε να δείτε τη φωτιά που καίει την καρδιά μου, θα διαπιστώνατε πως υποφέρω πολύ περισσότερο από τη νιόπαντρη, που χάνει τον άνδρα της, κι από τον πατέρα, που χάνει τον γιο του. Υποφέρω, γιατί η ζωή σας είναι γεμάτη ψεύδη και συκοφαντίες , διαμάχες και μίση, αδικίες και κλοπές , μοιχείες και ασέλγειες, κακουργίες και φόνους. Υποφέρω, γιατί και όσοι από σας δεν διαπράττουν τέτοια αμαρτήματα, πέφτουν καθημερινά στην κατάκριση και στην καταλαλιά. Νομίζουν πως είναι χριστιανοί, αλλά δεν φροντίζουν να είναι ευάρεστοι στο Χριστό, δεν προσέχουν τον εαυτό τους, δεν αφοσιώνονται στην θεραπεία της ψυχής τους.
Με τους άλλους ασχολούνται, τους άλλους κρίνουν, τους άλλους καταδικάζουν σαν αμείλικτοι δικαστές. "Ο τάδε είναι ανάξιος για το αξίωμα της ιερωσύνης", αποφαίνονται. "Ο δείνα είναι άσεμνος". "Ετούτος είναι υποκριτής" . "Εκείνος είναι αλήτης". "Ο άλλος είναι συμφεροντολόγος".
Αντί, όμως να λυπόμαστε και να μετανοούμε για τις δικές μας αμαρτίες, κρίνουμε τους συνανθρώπους μας. Ακόμα κι αν δεν αμαρτάναμε, ακόμα κι αν είχαμε όλα τα χαρίσματα του κόσμου, ακόμα κι αν ήμασταν ανώτεροι απ' όλους τους ανθρώπους, δεν θα έπρεπε να κρίνουμε κανέναν. «Αλήθεια», ρωτάει τον καθένα μας, ο Απόστολος Παύλος, «ποιος σ' έκανε εσένα ανώτερο από τους άλλους; Ποιο χάρισμα έχεις , που να μην το έλαβες από το Θεό; Αφού, λοιπόν, το έλαβες, γιατί καυχιέσαι σαν να μην το είχες λάβει ως δώρο; « ( Α΄ Κορ. 4:7 ) .
Πολύ περισσότερο τώρα, που καθημερινά αμαρτάνουμε με τον ένα ή το άλλο τρόπο, δεν έχουμε το δικαίωμα να ξεστομίζουμε κακό λόγο για οποιοδήποτε αδελφό μας. «Γι' αυτό», ξαναλέει ο σοφός Παύλος «είσαι αδικαιολόγητος, άνθρωπέ μου, εσύ που κρίνεις τον άλλο. Κρίνοντας τον άλλο, καταδικάζεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Γιατί κι εσύ, ο κριτής, τα ίδια κάνεις.
Έχεις τόσα ελαττώματα. Γιατί ασχολείσαι με τα ελαττώματα του αδελφού σου; «Πως μπορείς και βλέπεις το σκουπιδάκι στο μάτι του αδελφού σου και δεν νιώθεις ολόκληρο δοκάρι στο δικό σου μάτι; Πώς θα πεις στον αδελφό σου: Άφησέ με να σου βγάλω το δοκάρι στο δικό σου μάτι; Υποκριτή! Βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι, και τότε θα δεις καθαρά και θα μπορέσεις να βγάλεις το σκουπιδάκι από το μάτι του αδελφού σου». (Ματθ. 7:3-5)

από το βιβλίο: Θέματα Ζωής Β
εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου
σελ. 174-177

Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΣΚΕΦΤΟΝΤΑΙ ΝΑ ΧΩΡΙΣΟΥΝ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥΣ - ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ



Σχόλιο "Κρυφού Σχολειού": Ο μεγάλος Άγιος της Εκκλησίας μας, πάντοτε επίκαιρος, διδάσκει τον ευσεβή άνδρα, πως πρέπει να στέκεται μέσα στον Γάμο, ακόμη και αν αντιμετωπίζει δυσκολίες συνεννόησης με την σύζυγό του. Δυστυχώς σήμερα οι γάμοι δύσκολα στεριώνουν, τα ζευγάρια διαλύονται, η μοιχεία κυριαρχεί και μια από τις πιο συνηθισμένες προφάσεις είναι η "ασυμφωνία χαρακτήρων", ενώ τα μεγάλα θύματα είναι τα παιδιά. Όλοι όμως οι έγγαμοι που θέλουμε να λεγόμαστε χριστιανοί, πρέπει στις δύσκολες εποχές που ζούμε να αγωνιζόμαστε (πολύ μεγαλύτερος μάλιστα είναι ο αγώνας για όσους έχουν σύζυγο που δεν έχει χριστιανική ζωή) για να είναι στερεωμένος ο Γάμος μας. Και αυτό επιτυγχάνεται με την συμμετοχή στα Μυστήρια της Εκκλησίας, με κοινό πνευματικό πατέρα και με πατερική αγωγή. Στον τελευταίο τομέα ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, το χρυσό αυτό στόμα της Ορθοδοξίας, έχει προσφέρει πολλά και αποτελεί μέγα διδάσκαλο και των εγγάμων χριστιανών. Ας του δώσουμε το λόγο και ας τον ευχαριστήσουμε από καρδίας που με τη χάρη του Κυρίου μας, φρόντισε να συγγράψει τόσο υπέροχα κείμενα, τα οποία προσφέρουν ωφέλεια, ακόμη και εκατοντάδες χρόνια μετά, στους πιστούς του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο πρέπει η δόξα στους αιώνες των αιώνων.
(Ακολουθεί το κείμενο σε ελεύθερη απόδοση):

"Έχει η γυναίκα σου ελαττώματα; Πράξε όπως έπραξε και ο Ισαάκ· παρακάλεσε τον Θεό! Γιατί αν αυτός μέσω της επιμόνου προσευχής, έλυσε το πρόβλημα της φύσης (σ. ημ. την ατεκνία της Ρεβέκκας), πολύ περισσότερο εμείς τα ελαττώματα αυτά της προαίρεσης θα μπορέσουμε να τα διορθώσουμε όταν παρακαλούμε συνεχώς τον Θεό.

Αν σε δει ο Θεός για τον νόμο Του υπομένοντα και ανεχόμενο με γενναιότητα τα σφάλματα της γυναίκας σου, θα συμμετάσχει στην διδασκαλία σου και μισθό θα σου δώσει για την υπομονή σου. Που ξέρεις, λέει (σ. ημ. Α΄ Κορ., ζ΄ 16), άνδρα, αν θα σώσεις την γυναίκα σου; Ή που ξέρεις, γυναίκα, αν θα σώσεις τον άνδρα σου; Μην αποκάμεις, λέει, ούτε να απελπιστείς. Γιατί είναι πιθανό και αυτή να σωθεί. Αν μείνει αδιόρθωτη, εσύ τον μισθό την υπομονής δεν θα χάσεις. Αν όμως την διώξεις, το πρώτο και κύριο αμάρτημα που θα έχεις πράξει, θα είναι το ότι παράβηκες τον νόμο και ως μοιχός θα κριθείς από τον Θεό. Διότι όποιος χωρίσει την γυναίκα του, λέγει (σ. ημ. Ματθ. ε΄, 32), εκτός λόγω πορνείας, την οδηγεί στην μοιχεία.

Πολλές φορές μάλιστα και άλλη χειρότερη από εκείνη πάρεις, την μεν αμαρτία θα έχεις εργαστεί, την δε ανάπαυση δεν θα έχεις απολαύσει. Ακόμη όμως και καλύτερη να πάρεις δεν θα νιώσεις ακέραιη την ηδονή από αυτήν, εξαιτίας του χωρισμού με την προηγούμενη, ο οποίος (χωρισμός) σου καταλογίζεται ως μοιχεία, αφού μοιχεία είναι το να αφήσει κανείς την πρώτη γυναίκα.

Όταν λοιπόν δεις ότι συνέπεσε κάποια δυσκολία, είτε στον γάμο, είτε σε άλλα πράγματα, παρακάλεσε τον Θεό! Διότι αυτή είναι η μόνη και καλύτερη λύση για τα δεινά που μας συμβαίνουν. Επειδή το όπλο της προσευχής είναι τεράστιο".

Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

Κυριακή ΙΑ’ Ματθαίου: Περί σκληροκαρδίας (Αγίου Λουκά Κριμαίας)




Ποιός άνθρωπος δεν θα θυμώσει και δεν θα δια­μαρτυρηθεί ακούγοντας την παραβολή του κακού δού­λου στον οποίο ο Κύριος του συγχώρεσε ένα μεγάλο χρέος ενώ αυτός δεν ήθελε να συγχωρέσει στον πλη­σίον του ένα μικρό;

Ταράζεται η καρδιά μας όταν βλέπουμε τις χειρό­τερες εκδηλώσεις των παθών και της αμαρτωλότητας των ανθρώπων. Σωστά είπε ο προφήτης Δαβίδ: «Και ερρύσατο την ψυχήν μου εκ μέσον σκύμνων, εκοιμήθην τεταραγμένος υιοί ανθρώπων, οι οδόντες αυτών όπλα και βέλη, και η γλώσσα αυτών μάχαιρα οξεία» (Ψαλ. 56, 5). Και δεν το λέει για τους φονιάδες και τους κακούργους αλλά για μας τους απλούς ανθρώ­πους. Εμάς μας αποκαλεί λιοντάρια και λέει ότι τα δόντια μας είναι όπλα και βέλη και η γλώσσα ακο­νισμένο σπαθί. Και το σπαθί είναι όργανο του φόνου.

Αν η γλώσσα μας είναι σαν το αιχμηρό σπαθί τό­τε μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε για να φο­νεύουμε τους ανθρώπους. Και όντως πολλές φορές το κάνουμε και δεν θεωρούμε τους εαυτούς μας δολοφό­νους. Πληγώνουμε την καρδιά του πλησίον με συκο­φαντία και ψέμα, προσβάλλουμε τη δική του ανθρώ­πινη αξιοπρέπεια, ταράζουμε την καρδιά του με κακο­λογία΄ αυτό δεν είναι πνευματικός φόνος;

Ακούμε πως κάποιος από τους γνωστούς ανθρώ­πους μοιχεύει και θυμώνουμε μ' αυτόν. Δεν είναι δύ­σκολο να θυμώνεις με τους άλλους. Δύσκολο είναι να θυμώνεις με τον εαυτό σου. Έχουμε δικαίωμα να θυ­μώνουμε με τους άλλους ενώ οι ίδιοι δεν έχουμε την καθαρότητα που ζητά από μας ο Χριστός; Πόσοι από μας δεν έχουν κοιτάξει ποτέ γυναίκα ή άνδρα με πό­θο; Λίγοι, πολύ λίγοι.

Ο Κύριος Ιησούς Χριστός κάθε ακάθαρτο βλέμ­μα που ρίχνουμε στη γυναίκα το ονομάζει μοιχεία. Και αν ακόμα δεν την κάναμε με το σώμα, στην καρ­διά μας την είχαμε κάνει.

Ένας μεγάλος ιεράρχης, ο άγιος Τύχων του Ζαντόνσκ, λέει το εξής: «Τις αμαρτίες που βλέπουμε στους άλλους τις έχουμε και εμείς». Αυτό είναι πολύ σωστό. Όλες οι αμαρτίες που βλέπουμε στους άλλους υ­πάρχουν και μέσα μας,ίσως σε βαθμό πιο μικρό, αλλά έχουμε το ίδιο ακάθαρτη καρδιά που η ακαθαρσία της φανερώνεται με τις προσβολές του πλησίον και το μίσος εναντίον του. Τέτοια ακαθαρσία υπάρχει στην καρδιά κάθε ανθρώπου. Γι' αυτό, τον λόγο τού μεγάλου Ιεράρχη πρέπει να τον θυμόμαστε και να τον έχουμε πάντα στην καρδιά μας.

Όταν βλέπουμε την αμαρτωλότητα των άλλων πρέπει να δούμε την δική μας καρδιά και να αναρωτη­θούμε: «Εγώ είμαι καθαρός από αμαρτία, δεν υπάρχει μέσα μου το ίδιο πάθος που βλέπω στον αδελφό μου;»

Πάντα θυμόμαστε αυτά που μας προκαλούν μεγα­λύτερη εντύπωση. Θυμόμαστε, για παράδειγμα τους σεισμούς. Και όσο πιο συμπονετική είναι η καρδιά μας τόσο περισσότερο χρόνο θυμόμαστε τα δυστυχήματα. Ενώ οι σκληρόκαρδοι άνθρωποι τα ξεχνάνε πο­λύ γρήγορα.

Δεν δουλεύουν έτσι οι σεισμολόγοι. Πάντα έχουν στο νου τους τούς σεισμούς και κάθε μέρα κάνουν τις ανάλογες μετρήσεις. Απ’ αυτούς πρέπει να παίρνουμε το παράδειγμα. Όπως οι σεισμολόγοι πάντα με προ­σοχή παρακολουθούν τις δονήσεις στο εσωτερικό ή την επιφάνεια της γης, το ίδιο πρέπει εμείς να παρα­κολουθούμε ακούραστα τις κινήσεις της δικής μας καρδιάς και να διώχνουμε από μέσα της κάθε ακαθαρ­σία. Να προσέχουμε τις σκέψεις μας, τις επιθυμίες, τα κίνητρα και τις πράξεις. Να τα αναλύουμε με προσο­χή εξετάζοντας μήπως υπάρχει σ' αυτά κάτι αμαρτω­λό.

Αν μιμηθούμε τους σεισμολόγους και παρακολου­θούμε με προσοχή τις κινήσεις της δικής μας καρ­διάς, τότε θα συνειδητοποιήσουμε την δική μας αμαρτωλότητα και την αναξιότητα και δεν θα δίνουμε προσοχή σ' αυτά που κάνουν οι άλλοι και δεν θα τους κα­τακρίνουμε γι' αυτά που κάνουν.

Προκαλεί αγανάκτηση η συμπεριφορά του κακού δούλου που ο εύσπλαχνος κύριος μόλις του άφησε μεγάλο χρέος δέκα χιλιάδων ταλάντων και εκείνος μόλις είδε κάποιον που του όφειλε μόνο εκατό δηνά­ρια τον έπιασε και άρχισε να τον σφίγγει. Ο φτωχός τον παρακαλούσε και του έλεγε ίδια λόγια που μόλις πριν λίγο ο άσπλαχνος δούλος έλεγε μπροστά στον κύριο: «Μακροθύμησον επ' εμοί και αποδώσω σοι» (Μτ. 18, 29). Αλλά εκείνος δεν θέλει να περιμένει και βάζει στην φυλακή τον οφειλέτη του.

Τί πιο άδικο μπορεί να υπάρχει;

Είναι έσχατος βαθμός σκληροκαρδίας και ασπλαχνίας, είναι πλήρης απουσία της ευσπλαχνίας, της θέλησης και της ικανότητας να αφήνει κανείς στον πλησίον τα οφειλήματά του. Είναι η λήθη εκεί­νης της αίτησης που κάθε μέρα απευθύνουμε στον Θεό: «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Δεν θέλουμε να αφήνουμε στον πλησίον τα οφειλήματά του, περιμέ­νουμε όμως από τον Θεό να μας αφήσει τα δικά μας.

Την πιο σκοτεινή πλευρά της ψυχής του έδειξε αυτός ο άκαρδος άνθρωπος στον πλησίον του. Ποιά ήταν η αιτία να φερθεί τόσο σκληρά και να καταπα­τήσει το δίκαιο; Πρώτ' απ' όλα ήταν ο εγωισμός του, η φιλαυτία του. Λογάριαζε μόνο τον εαυτό του και δεν σκεφτόταν τους άλλους, μόνο για τον εαυτό του ή­θελε καλό. Όλες οι σκέψεις και επιδιώξεις του ήταν στο να αποκτήσει όσο γίνεται πιο πολλά. Ήταν πολύ μεγάλος εγωιστής. Δεν του αρκούσε ότι πήρε από τον κύριο δέκα χιλιάδες τάλαντα, δεν μπορούσε να ξεχά­σει και εκείνα τα εκατό δηνάρια που του χρωστούσε ο φτωχός.

Ας δούμε όμως τη δική μας καρδιά. Δεν υπάρχει μέσα μας σκληροκαρδία καιφιλαργυρία; Πόσοι από μας περιφρονούν τα λεφτά και δεν επιδιώκουν τον πλούτο; Λίγοι, πολύ λίγοι. Φιλαργυρία είναι η αμαρ­τία των περισσότερων ανθρώπων. Αγανακτώντας για την φιλαργυρία του καλού δούλου, πρέπει με ταπείνω­ση να παραδεχτούμε ότι και εμείς ευθυνόμαστε για την ίδια αμαρτία.Στο παράδειγμα του κακού αυτού δούλου βλέπουμε την χειρότερη εκδήλωση του πά­θους του εγωισμού και της φιλαργυρίας. Όμως δεν α­γαπάμε και εμείς τον εαυτό μας πιο πολύ από τον πλη­σίον μας; Τηρούμε την εντολή: «Αγαπήσεις τον πλη­σίον σου ως σεαυτόν» (Μτ. 19, 19);

Αγαπάμε τον εαυτό μας και για τους άλλους λίγο νοιαζόμαστε. Αυτό σημαίνει εγωισμός, είναι το πάθος που σε τέτοια άσχημη μορφή εκδηλώθηκε στην περί­πτωση του κακού δούλου. Ήταν άνθρωπος σκληρόκαρδος και άσπλαχνος. Εμείς όμως μπορούμε να πούμε για τον εαυτό μας ότι τηρούμε την εντολή του Χριστού:«Γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υ­μών οικτίρμων εστί;» (Λκ. 6, 36).

Ποιός αγαπάει τον πλησίον του σαν τον εαυτό του; Ποιός τον φροντίζει όπως φροντίζει τον εαυτό του; Μόνο οι άγιοι. Εμείς δεν είμαστε άγιοι γιατί ό­λοι έχουμε τα ίδια πάθη που βλέπουμε στους άλλους, όπως είπε ο άγιος Τύχων του Ζαντόνσκ.

Πολλές φορές δεν δείχνουμε έλεος στους οφειλέτες μας. Αλλά ο απόστολος Ιάκωβος λέει: «Η γαρ κρίσις ανέλεος τω μη ποιήσαντι έλεος» (Ιακ. 2, 13). Να τρο­μάζουμε ακούγοντας αυτά τα λόγια του αποστόλου για­τί θα έχουμε την ίδια μοίρα με τον άσπλαχνο δούλο, τον οποίο οργισμένος ο κύριος παρέδωσε στους βασα­νιστές, ώσπου να ξεπληρώσει όλο το χρέος.

Στο τέλος της παραβολής ο Χριστός είπε: «Ούτω και ο πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν, εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφώ αυτόν από των καρδιών υ­μών τα παραπτώματα αυτών» (Μτ. 18, 35).

Μία άλλη φορά ο Χριστός είπε: «Εάν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος΄ εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υ­μών αφήσει τα παραπτώματα υμών» (Μτ. 6, 14-15).

Ο Κύριός μας είπε να προσευχόμαστε με την προ­σευχή που έδωσε στους μαθητές του, η οποία λέει: «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Αυτά τα λόγια επανα­λαμβάνουμε κάθε μέρα.

Βλέπετε ότι η απαίτηση είναι μεγάλη. Δεν μπο­ρούμε όταν, βλέπουμε τις κακίες που κάνουν οι άλλοι, μόνο να αγανακτούμε΄ πρέπει να θυμόμαστε τον λόγο: «πρόσεχε σεαυτόν».

Να προσέχεις πάντα την καρδιά σου, την κάθε κί­νησή της, ακόμα και τις πιο ασήμαντες εκδηλώσεις των παθών μέσα της. Ας θυμόμαστε πάντα τον λόγο του αποστόλου Παύλου στην επιστολή προς Εφεσίους: «Γίνεσθαι δε εις αλλήλους χρηστοί, εύσπλαγχνοι, χαριζόμενοι εαυτοίς καθώς και ο Θεός εν Χρι­στώ εχαρίσατο υμίν» (Εφ. 4, 32). Πρέπει να συγχω­ρούμε τους άλλους έτσι όπως το είπε ο Χριστός στο τέλος της παραβολής΄ με όλη την καρδιά.

Ας μάθουμε να κάνουμε αυτό που ζητάει από μας ο Χριστός΄ να είμαστε σπλαχνικοί, όπως είναι εύσπλαχνος ο επουράνιος Πατέρας μας και με όλη την καρδιά να συγχωρούμε στον πλησίον τα παραπτώμα­τά του. Τότε και εμάς θα μας συγχωρήσει ο επουρά­νιος Πατέρας μας. Αμήν.

(Από το βιβλίο «Αγ. Λουκά επισκόπου Κριμαίας - Λόγοι και ομιλίες» Τόμος Γ’, Εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη»)



ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Εὐαγγέλιον - Ὁμιλία εἰς τήν Παραβολήν τοῦ τά μύρια τάλαντα ὀφείλοντος καί τά ἑκατό δηνάρια ἀπαιτούντος (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)




23 Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. 24 ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. 25 μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. 26 πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. 27 σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. 28 ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. 29 πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι. 30 ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. 31 ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. 32 τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με. 33 οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα; 34 καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. 35 Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν. 


ΑΠΟΔΟΣΗ


Η Βασιλεία των Ουρανών μοιάζει σαν άνθρωπο βασιλιά, που θέλησε να λογαριασθεί με τους ανθρώπους που δούλευαν στην περιουσία του. Και όταν άρχισε να λογαριάζεται, του έφεραν έναν που χρωστούσε δέκα χιλιάδες τάλαντα. Επειδή δε αυτός δεν ήταν σε θέση να εξοφλήσει, ο κύριος διέταξε να πουληθεί αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα όσα είχε για να εξοφληθεί το χρέος. Τότε έπεσε ο δούλος στα πόδια του κυρίου του και του έλεγε: Κύριε, κάνε υπομονή και όλα θα σου τα εξοφλήσω. Ο Κύριος εκείνου του δούλου τον λυπήθηκε, τον άφησε ελεύθερο και του χάρισε το χρέος. Αυτός ο δούλος μόλις έλαβε χάρη και βγήκε από το βασιλιά, βρήκε έναν από τους συνδούλους του, που του χρωστούσε εκατό δηνάρια· τον έπιασε λοιπόν από τον λαιμό και του έλεγε: «Δος μου όσα μου χρωστάς». Και ο σύνδουλός του έπεσε στα πόδια, τον παρακαλούσε και του έλεγε: «Κάμε υπομονή και θα σε ξοφλήσω». Αυτός όμως δεν ήθελε, αλλά πήγε και τον έβαλε στη φυλακή, ώσπου να του ξοφλήσει το χρέος. Όταν τον είδαν οι σύνδουλοί του, καταλυπήθηκαν και πήγαν κι εξήγησαν στον κύριό τους όσα έγιναν. Τότε τον κάλεσε ο κύριος και του λέγει: «Δούλε πονηρέ, όλο εκείνο το χρέος σου το χάρισα, επειδή με παρεκάλεσες. Δεν έπρεπε και συ να λυπηθείς τον σύνδουλό σου, καθώς και εγώ σε λυπήθηκα; Οργίσθηκε ο κύριός του και τον παρέδωσε στους βασανιστές, ώσπου να του ξοφλήσει ολόκληρο το χρέος. Έτσι θα κάμει σε σας ο επουράνιος Πατέρας μου, αν δεν συγχωρείτε ο καθένας στον αδελφό του μέσα από την καρδιά σας τα παραπτώματά τους.


Ὁμιλία εἰς τήν Παραβολήν τοῦ τά μύρια τάλαντα ὀφείλοντος
καί τά ἑκατό δηνάρια ἀπαιτούντος.
Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου  




Ωσάν να έχω επιστρέψει κοντά σας από μακρινό ταξίδι έτσι αισθάνομαι σήμερα· διότι γι΄ αυτούς που αγαπούν, όταν δεν μπορούν να ευρίσκονται μαζί με τους αγαπωμένους δεν έχουν κανένα όφελος, έστω και αν μένουν σε γειτονική οικία. Γι’ αυτό κι εγώ, μολονότι δεν απομακρύνθηκα από την πόλη, δεν αισθάνομαι καλλίτερα από όσον εάν απουσίαζα, επειδή τον τελευταίον καιρό δεν κατέστη δυνατόν να σας ομιλήσω. Συγχωρήστε με όμως, η σιωπή δεν ωφείλετο σε ραθυμία, αλλά σε ασθένεια. Εσείς τώρα χαίρεσθε, επειδή απαλλάχθηκα από την αρρώστια, κι εγώ επειδή απήλαυσα την αγάπη σας. Διότι και όταν ασθενούσα, οδυνηρότερον από την αρρώστια μου ήταν το ότι δεν ημπορούσα να μετέχω στην αγαπημένη αυτή σύναξη· και τώρα που έγινα καλά, πιο ποθητό μου έγινε το να απολαμβάνω άνετα την αγάπη σας. Διότι ο πυρετός του σώματος δεν κατακαίει τόσο τους ασθενείς, όσο κατακαίει τις ιδικές μας ψυχές ο αποχωρισμός από τους αγαπημένους μας· και όπως εκείνοι επιζητούν φιάλες και ποτήρια και κρύα νερά, έτσι αυτοί επιζητούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Αυτά τα γνωρίζουν καλά όσοι έχουν συνηθίσει να αγαπούν...

Μη δυσανασχετήσετε όμως για το μήκος αυτών που πρόκειται να λεχθούν· διότι θέλω να σας διδάξω κάποια θαυμαστή κιθαρωδία, μεταχειριζόμενος όχι λύραν άψυχον, αλλά τείνοντας αντί χορδών τις ιστορίες των Γραφών και τις εντολές του Θεού.

Και όπως στην περίπτωση της κιθάρας δεν αρκεί μόνον μια χορδή για να προκληθεί μελωδία, αλλά πρέπει όλες να κτυπηθούν με τον ρυθμό που ταιριάζει, έτσι και στην περίπτωση της ψυχικής αρετής δεν αρκεί για την σωτηρία μας μόνον ένας νόμος, αλλά πρέπει να τους τηρούμε όλους με ακρίβεια, εάν βέβαια έχομε διάθεση να επιτύχουμε πραγματική μελωδία.

Έμαθε το στόμα σου να μην ορκίζεται; έχει ασκηθεί η γλώσσα σου να λέγει σε κάθε περίσταση «ναι» και «ου» (Ματθ. ε΄ 37); Ας μάθη να αποφεύγει και κάθε κακολογία και να δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον γι΄ αυτή την εντολή, επειδή χρειάζεται και περισσότερο ενδιαφέρον γι΄ αυτή την εντολή, επειδή χρειάζεται και περισσότερο κόπο εκ μέρους μας. και αυτό διότι εκεί είχε να νικήσει απλώς μία συνήθεια, ενώ στην περίπτωση της οργής χρειάζεται μεγαλύτερο αγώνα, επειδή αυτό είναι πάθος τυραννικό και πολλές φορές παρασύρει όσους δεν έχουν νήψι και τους γκρεμίζει στο βάραθρο της απώλειας.

Πού λοιπόν ομίλησε ο Κύριος για την οργή και την μνησικακία; Και σε πολλά άλλα σημεία, αλλά ιδιαιτέρως στην παραβολή αυτή που είπε στους μαθητές, αρχίζοντας κάπως έτσι: «Δια τούτο ωμοιώθη η Βασιλεία των Ουρανών ανθρώπω βασιλεί, ος ηθέλησε συνάραι λόγον (να λογαριασθεί) μετά των δούλων αυτού. Αρξαμένου δε αυτού συναίρειν προσηνέχθη αυτώ εις οφειλέτης μυρίων ταλάντων...»· πρέπει όμως να πούμε για ποιό λόγο άρχισε με την αιτιολογία· πράγματι δεν είπε απλώς «ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών» αλλά «δια τούτο ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών».  Για ποιό λόγο λοιπόν προηγείται η αιτία; Στους μαθητές του μιλούσε περί ανεξικακίας και τους δίδασκε ότι πρέπει να συγκρατούμε την οργή και να μην δίδουμε πολλή σημασία στις αδικίες που μας γίνονται από άλλους, λέγοντας έτσι: «εάν αμάρτη εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνου· εάν σου ακούση, εκέρδησας τον αδελφόν σου» (Ματθ. ιη΄15).
Αυτά και άλλα παρόμοια έλεγε ο Χριστός στους μαθητές και τους δίδασκε να φιλοσοφούν τα πράγματα, όταν ο Πέτρος, ο κορυφαίος του χορού των Αποστόλων, το στόμα των μαθητών, ο στύλος της Εκκλησίας, το στερέωμα της πίστεως, το θεμέλιο της ομολογίας, ο αλιεύς της οικουμένης, αυτός που ανέβασε το γένος μας από το βυθό της πλάνης στον ουρανό, ο πάντοτε θερμός και γεμάτος από παρρησία, ή μάλλον από αγάπη και όχι από παρρησία, ενώ όλοι σιωπούσαν προσήλθε στον διδάσκαλο και λέγει: «ποσάκις αμαρτήσει εις εμέ ο αδελφός μου και αφήσω αυτώ; έως επτάκις;» (Ματθ. ιη΄ 21). Ερωτά μαζί και υπόσχεται, και πριν μάθει εκδηλώνει την φιλοτιμία του. Διότι γνωρίζοντας σαφώς την διάθεση του διδασκάλου, ότι πάντα ρέπει προς φιλανθρωπία, και μάλιστα ότι χαρίζεται πιο πολύ σ΄ αυτόν που περισσότερο από τους άλλους παραβλέπει τα αμαρτήματα των συνανθρώπων του και δεν τα εξετάζει με κακή διάθεση, θέλοντας να αρέσει στο νομοθέτη, λέγει, «έως επτάκις;».

Έπειτα για να μάθεις τι είναι ο άνθρωπος και τι ο Θεός και πως η γενναιοδωρία του ανθρώπου, όπου και αν φθάσει, συγκρινόμενη με τον πλούτο του Θεού είναι πιο ασήμαντη από κάθε πτωχεία, και ότι όσον απέχει μία σταγόνα από το απέραντο πέλαγος, τόσον απέχει η ιδική μας αγαθότητα από την ανέκφραστο φιλανθρωπία του Θεού, όταν ο Πέτρος είπε «έως επτάκις» και νόμισε πως έδειξε μεγάλη φιλοτιμία και γενναιοδωρία, άκουσε τι του λέγει: «ου λέγω σοι, έως επτάκις, αλλ' έως εβδομηκοντάκις επτά»· μερικοί νομίζουν ότι εννοούσε εβδομήντα επτά φορές, δεν είναι όμως τόσες, αλλά παρ' ολίγον πεντακόσιες· διότι εβδομήντα φορές το επτά είναι τετρακόσια ενενήντα.

Και μη νομίσεις ότι είναι δύσκολη η προσταγή, αγαπητέ. Επειδή εάν συγχωρήσεις μία και δύο φορές την ημέρα αυτόν που αμάρτησε, και αν ακόμη είναι σκληρός σαν πέτρα, και αν ακόμη αυτός που σε λύπησε είναι αγριότερος από τους δαίμονες, δεν θα είναι τόσον αναίσθητος ώστε να πέσει πάλι στα ίδια, όμως από την συχνότητα της συγχωρήσεως θα συνετισθεί και θα γίνει καλύτερος και πιο επιεικής. Και συ πάλιν, εάν είσαι προετοιμασμένος να περιφρονείς τόσες φορές τα αμαρτήματα που γίνονται εναντίον σου, αφού εξασκηθείς από την πρώτη και δεύτερη και τρίτη συγχώρηση, δεν θα σου είναι κοπιαστική πλέον αυτή η φιλοσοφία, αφού μια για πάντα εκπαιδεύθηκες από την συχνότητα της συγχωρήσεως να μη βλάπτεσαι καθόλου από τα αμαρτήματα του πλησίον σου.

Μόλις τα άκουσε αυτά ο Πέτρος έμεινε εμβρόντητος, επειδή φρόντιζε όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για εκείνους που ο Κύριος επρόκειτο να του εμπιστευθεί. Για να μη κάνει λοιπόν το ίδιο που είχε κάνει και σε άλλες εντολές, του απέκλεισε προκαταβολικώς κάθε ερώτηση. Και τί έκανε στις άλλες εντολές; Αν κάποτε πρόσταζε ο Χριστός κάτι που φαινόταν δύσκολο, έσπευδε και ρωτούσε πριν από τους άλλους να μάθει περί της εντολής. Πράγματι, όταν πλησίασε ο πλούσιος και τον ρώτησε περί της αιωνίου ζωής και έμαθε πως αποκτάται η τελειότητα, «απήλθε λυπούμενος» εξ αιτίας των χρημάτων, ο δε Χριστός είπε «ευκοπώτερόν εστι κάμηλον διά τρυμαλιάς ραφίδος διελθείν, ή πλούσιον εις τήν βασιλείαν των ουρανών εισελθείν» (Μάρκ. ι΄ 25). Τότε ο Πέτρος, αν και είχε απογυμνώσει τον εαυτό του από όλα και δεν του είχε μείνει πλέον ούτε αγκίστρι, αφού είχε εγκαταλείψει και την τέχνη και το πλοιάριό του, παρ' όλα ταύτα πλησίασε τον Χριστό και τον ρώτησε: «Και τις δύναται σωθήναι»;

Πρόσεχε την μετριοφροσύνη αλλά και τη θέρμη του μαθητού· διότι δεν είπε «αδύνατα πράγματα προστάζεις, δύσκολη η προσταγή, φοβερός ο νόμος», ούτε σιώπησε, αλλά έδειξε και τη στοργή του για τους άλλους, και συγχρόνως απένειμε την οφειλομένη τιμή προς το διδάσκαλο, λέγοντας· «Και τίς δύναται σωθήναι»; Ενώ ακόμη δεν είχε γίνει ποιμένας, είχε ψυχή ποιμένος, και ενώ ακόμη δεν του είχε ανατεθεί η εξουσία έδειχνε την μέριμνα που αρμόζει σε άρχοντα, φροντίζοντας για ολόκληρη την οικουμένη. Εάν ήταν πλούσιος και διέθετε πολλά χρήματα, ίσως θα έλεγε κάποιος ότι έκαμνε την ερώτηση αυτή μεριμνώντας όχι για τους άλλους αλλά για τον εαυτόν του και φροντίζοντας για τα ιδικά του. Τώρα όμως η πενία του τον απαλλάσσει από αυτήν την υποψία, και αποδεικνύει ότι μεριμνούσε και ήθελε να μάθει την οδό της σωτηρίας από ενδιαφέρον για την σωτηρία των άλλων.  Γι' αυτό και ο Χριστός ενθαρρύνοντάς τον του είπε: «τα αδύνατα παρ' ανθρώποις, παρά τω Θεώ δυνατά έστι». Μη νομίσεις, ότι εγκαταλείπεσθε έρημοι· εγώ συμπαρίσταμαι στην προσπάθειά σας αυτήν και κάνω τα ακατόρθωτα κατορθωτά και μάλιστα εύκολα. Όταν πάλιν ο Χριστός ομιλούσε για το γάμο και τη γυναίκα και έλεγε «ο απολύων γυναίκα παρεκτός λόγου πορνείας, ποιεί αυτήν μοιχάσθαι» (Ματθ. ε΄ 32) και συνεβούλευε να υπομένει κανείς κάθε κακία της γυναικός εκτός μόνον από την πορνεία, ο Πέτρος, ενώ οι άλλοι σιωπούσαν, πλησίασε τον Χριστό και του είπε: «ει ούτος έστιν η αιτία (σχέσις) του ανθρώπου μετά της γυναικός, ου συμφέρει γαμήσαι (να έλθη κανείς σε γάμο)». Πρόσεχε και εδώ πως και τη τιμή που αρμόζει σε διδάσκαλο απέδωσε, και για τη σωτηρία των άλλων φρόντισε, χωρίς και εδώ να μεριμνά για τον εαυτό του. Για να μην ειπεί λοιπόν και τώρα κάτι παρόμοιο, ανέτρεψε με την παραβολή εκ των προτέρων την αντίρρησή του. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίον ο Ευαγγελιστής είπε: «διά τούτο ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί, ος ηθέλησε συνάραι λόγον μετά των δούλων αυτού», δείχνοντας ότι γι’ αυτό λέγει την παραβολήν αυτή, για να μάθεις ότι και αν «εβδομηκοντάκις επτά» την ημέρα συγχωρείς στον αδελφό σου τα αμαρτήματά του, δεν έκαμες ακόμη τίποτε μεγάλο, αλλά υστερείς πολύ, απερίγραπτα από την φιλανθρωπία του Κυρίου και δεν δίδεις τόσον όσο λαμβάνεις.

 
Ας ακούσουμε λοιπόν με προσοχή την παραβολή· διότι αν και φαίνεται πως από μόνη της είναι σαφής, έχει όμως κρυμμένο μέσα της και κάποιον ανέκφραστο θησαυρό νοημάτων. «Ωμοιώθη η βασιλεία των ουρανών ανθρώπω βασιλεί, όστις ηθέλησε συνάραι λόγον μετά των δούλων αυτού». Μη προσπεράσεις επιπόλαια την φράση, αλλά ανάπτυξε παρακαλώ το δικαστήριο εκείνο και, εισερχόμενος στη συνείδησή σου, αναλογίσου όσα έχεις πράξει σε όλη σου την ζωή· και όταν ακούσης ότι λογαριάζεται με τους δούλους του, να σκεφθείς ότι εννοεί και βασιλείς, και στρατηγούς, και επάρχους, και πλουσίους και πτωχούς, και δούλους και ελευθέρους: «Πάντας γαρ ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του Χριστού»... (Β΄ Κορ. ε΄ 10) Βάλε με τον νου σου πώς θα είναι τότε το δικαστήριο, αναλογίσου όλα τα αμαρτήματα που έχεις κάμει. Και αν μάλιστα εσύ λησμονήσεις όσα επλημέλησες, ο Θεός δε θα τα λησμονήσει ποτέ, αλλά θα τα στήση όλα ενώπιον των οφθαλμών μας, εάν δεν προλάβομε να τα εξαλείψομε τώρα με μετάνοια και εξομολόγηση και με το να μη μνησικακούμε ποτέ προς τους συνανθρώπους μας. Για ποιό λόγο όμως κάμει το λογοθέσιον; Όχι επειδή ο ίδιος αγνοεί (πώς θα αγνοούσε αυτός που γνωρίζει τα πάντα πριν γίνουν;), αλλά για να πείσει εσέ τον δούλο του ότι δικαίως οφείλεις αυτό που οφείλεις. Ή καλλίτερα όχι μόνον για να μάθεις, αλλά και για να καθαριστείς τελείως· επειδή και τον προφήτη γι’ αυτό τον πρόσταξε να λέγει τα αμαρτήματα των Ιουδαίων: Διότι λέγει «λέγε τας ανομίας αυτών τω οίκω Ιακώβ και τας αμαρτίας αυτών τω οίκω Ισραήλ» (Ησ. νη΄ 1) όχι μόνον για να ακούσουν, αλλά για να διορθωθούν.

«Αρξαμένου δε αυτού συναίρειν, προσηνέχθη αυτω εις οφειλέτης μυρίων ταλάντων» [Η ανωτάτη νομισματική μονάς. Ένα τάλαντο στην Ελλάδα του 4ου π.Χ. αιώνος ισοδυναμούσε με 42,5 κιλά χρυσού]. Αραγε πόσα του είχε εμπιστευθεί, αφού κατέφαγε τόσα πολλά; Μεγάλος ο όγκος του χρέους· και δεν ήταν μόνον αυτό το φοβερό, αλλά το ότι τον έφεραν και πρώτο στον Κύριό του. Επειδή εάν μεν τον έφερναν ύστερα από πολλούς άλλους που φάνηκαν ευγνώμονες, δεν θα ήταν τόσο θαυμαστό το να μη εξοργισθεί ο Κύριος, επειδή η ευγνωμοσύνη των προηγουμένων θα τον είχε κάνει ημερότερο προς τους αγνώμονες που ηκολούθησαν· το να φανεί όμως αχάριστος αυτός που εισήλθε πρώτος και μολονότι φάνηκε τόσο αγνώμων να αντιμετωπιστεί με τόση φιλανθρωπία από τον Κύριό του, αυτό είναι το ιδιαιτέρως θαυμαστό και παράδοξο.

Οι άνθρωποι λοιπόν, όταν εύρουν τους οφειλέτες τους, χαίρονται σαν να ευρήκαν κυνήγι και θήραμα και κάνουν τα πάντα για να απαιτήσουν όλο το χρέος. Και αν δε το κατορθώσουν εξ’ αιτίας της πτωχείας των οφειλετών, εκδηλώνουν την οργή τους για τα χρήματα στο ταλαίπωρο σώμα των δυστυχών εκείνων, βασανίζοντας και κτυπώντας και προξενώντας σ’ αυτό μύρια κακά. Ο Θεός όμως αντιθέτως, επενόησε και μετεχειρίσθη όλα τα μέσα για να τον απαλλάξει από τα χρέη. Διότι σε μας, ο πλούτος είναι το να απαιτήσομε τα οφειλόμενα, ενώ για το Θεό, είναι πλούτος το να συγχωρήσει. Εμείς, όταν λάβομε τα οφειλόμενα, τότε γινόμεθα ευπορώτεροι· ενώ ο Θεός όταν συγχωρήσει τα αμαρτήματα, τότε κυρίως πλουτίζει. Επειδή πλούτος του Θεού είναι η σωτηρία των ανθρώπων, όπως λέγει ο Παύλος: «ο πλουτών εις πάντας, και επί πάντας τους επικαλουμένους αυτόν» (Ρωμ. ι΄ 12).

Αλλά ίσως κάποιος ειπεί: και πως αυτός που θέλει να χαρίσει και να συγχωρήσει τα ανομήματα διέταξε να τον πωλήσουν; Αυτό ακριβώς είναι που φανερώνει πάρα πολύ την φιλανθρωπία του. Όμως ας μη βιαζόμεθα, αλλά ας προχωρούμε με την σειρά στην διήγηση της παραβολής: «Μη έχοντος δε αυτού αποδούναι» λέγει. Τί σημαίνει «μη έχοντος αυτού αποδούναι». Πάλιν επίτασιν αγνωμοσύνης· επειδή όταν λέγει ότι δεν ημπορούσε να τα επιστρέψει, δεν εννοεί τίποτε άλλο παρά ότι ήταν στερημένος κατορθωμάτων και δεν είχε κανένα έργον αγαθόν, για να λογαριασθεί στην απαλλαγή των αμαρτημάτων του. Διότι λογαριάζονται,οπωσδήποτε λογαριάζονται τα κατορθώματα για την απαλλαγή των αμαρτημάτων μας, όπως και η πίστη λογαριάζεται για δικαιοσύνη. «Τω γαρ μη εργαζομένω, πιστεύοντι δε επί τον (Θεόν τον) δικαιούντα τον ασεβή, λογίζεται η πίστις αυτού εις δικαιοσύνην» (Ρωμ. δ΄ 5). Και τί λέγω για πίστη και κατορθώματα, αφού και οι θλίψεις μας λογαριάζονται για την εξάλειψη των αμαρτημάτων; Και αυτό το φανερώνει ο Χριστός με την παραβολή του Λαζάρου, παρουσιάζοντας τον Αβραάμ να λέγει προς τον πλούσιο, ότι ο Λάζαρος απήλαυσε στην ζωή του τα κακά και γι’ αυτό εδώ ηύρε παρηγορία. Το φανερώνει και ο Παύλος γράφοντας στους Κορινθίους για εκείνο που πόρνευσε, προς τους οποίους λέγει τα εξής: «παράδοτε τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή» (Α΄ Κορ. ε΄ 5). Και άλλους επίσης που ημάρτησαν τους παρηγορεί λέγοντας «δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι (ελαφρά και βαρειά) και κοιμώνται ικανοί. Ει γάρ εαυτούς εκρίνομεν, ουκ αν εκρινόμεθα· κρινόμενοι δε υπό Κυρίου, παιδευόμεθα, ίνα μη συν τω κόσμω κατακριθώμεν» (Α΄ Κορ. ια΄ 30-32). Εάν δηλαδή κρίναμε εμείς τους εαυτούς μας, δεν θα εκρινόμεθα· γι’ αυτό κρινόμενοι από τον Κύριο παιδευόμεθα (εδώ), για να μη καταδικασθούμε μαζί με τον κόσμο. Και εάν ο πειρασμός και η νόσος και η ασθένεια και ο αφανισμός του σώματος, τα οποία υπομένουμε ακουσίως, χωρίς να τα δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι, μας λογαριάζονται στην εξάλειψη της αμαρτίας, πολύ περισσότερο τα κατορθώματα, τα οποία πραγματοποιούμε εκουσίως και με την ιδική μας προσπάθεια.

Αυτός όμως και στερημένος από κάθε αγαθόν ήταν, και αφόρητο φορτίο αμαρτημάτων είχε· γι’ αυτό λέγει «μη έχοντος αυτού αποδούναι, εκέλευσεν αυτόν πραθήναι»· αυτό μας φανερώνει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την φιλανθρωπία του Δεσπότου, ότι και τον κάλεσε να λογοδοτήσει και να πωληθεί διέταξε. Επειδή και τα δύο τα έκαμε ώστε αυτός να μη πωληθεί. Από πού γίνεται αυτό φανερό; Από το τέλος· διότι αν ήθελε να πωληθεί αυτός, ποίος του το απαγόρευε; ποίος τον εμπόδιζε;

Γιατί λοιπόν διέταξε να πωληθεί, αφού δεν επρόκειτο να το κάνει; Με την απειλή του αύξησε το φόβο για να τον παρακινήσει σε ικεσία· τον παρεκίνησε δε σε ικεσία, για να λάβει από αυτό αφορμή συγχωρήσεως. Βεβαίως ημπορούσε και πριν από την παράκληση να τον απαλλάξει από το χρέος, αλλά δεν το έπραξε για να μη πέσει σε χειρότερα. Ημπορούσε και πριν από το λογοθέσιο να δώσει τη συγχώρηση, αλλά για να μη γίνει απανθρωπότερος και ωμότερος προς τους συνανθρώπους του αγνοώντας το πλήθος των αμαρτημάτων του, γι’ αυτό τον βοήθησε πρώτα να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του χρέους του, και τότε του το χάρισε όλο. Διότι εάν αφού πρώτα έγινε η λογοδοσία και απεκαλύφθη το χρέος και άκουσε την απειλή, και έγινε φανερά η καταδίκη της οποίας ήταν άξιος, φάνηκε τόσον άγριος και σκληρός προς τον σύνδουλό του, σε πόση αγριότητα θα είχε φθάσει, αν τίποτε από αυτά δεν είχε συμβεί;

Γι’ αυτό τα έκαμνε όλα αυτά ο Θεός και τα επιχειρούσε, για να συγκρατήσει εκ των προτέρων εκείνη τη σκληρότητα. Εάν όμως με κανένα από αυτά δε διορθώθηκε, αίτιος δεν είναι ο διδάσκαλος, αλλά εκείνος που δεν εδέχθη την διόρθωση.

Ας ιδούμε όμως πώς προσπαθεί να θεραπεύσει την πληγή. «Πεσών ουν», λέγει, «παρά τους πόδας αυτού, παρεκάλει αυτόν λέγων· μακροθύμησον επ εμοί, και πάντα σοι αποδώσω». Και μάλιστα δεν είπε ότι δεν είχε να του τα επιστρέψει· έτσι όμως συνηθίζουν να κάνουν όσοι χρεωστούν· και αν ακόμη δεν ημπορούν να επιστρέψουν τίποτε, υπόσχονται, ώστε να απαλλαγούν από τα παρόντα δεινά. Ας ακούσομε όσοι ραθυμούμε στην προσευχή, πόση είναι η δύναμη των παρακλήσεων. Αυτός δεν επέδειξε νηστεία, ούτε ακτημοσύνη, ούτε τίποτε παρόμοιο, αλλά αν και ήταν έρημος και γυμνός από κάθε αρετή, επειδή μόνο παρεκάλεσε τον Κύριο, κατόρθωσε να το παρακινήσει σε ευσπλαχνία. Ας μην αποκάμνομε λοιπόν στις παρακλήσεις. Διότι ποίος θα ημπορούσε να γίνει αμαρτωλότερος από αυτόν, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τόσα ανομήματα, ενώ κατόρθωμα δεν είχε κανένα, ούτε μικρόν, ούτε μεγάλο; Δεν είπε όμως μέσα του «δεν έχω παρρησία, είμαι γεμάτος εντροπή, πώς ημπορώ να τον πλησιάσω; πώς ημπορώ να παρακαλέσω;», πράγμα που πολλοί επιβαρημένοι με αμαρτίες το λέγουν, πάσχοντες από διαβολική ευλάβεια. Σου λείπει η παρρησία; Γι’ αυτό πλησίασε, για να αποκτήσεις παρρησία πολλή. Μήπως είναι άνθρωπος αυτός που πρόκειται να συμφιλιωθεί μαζί σου, για να εντραπείς και να κοκκινίσεις; Είναι ο Θεός, που περισσότερο από εσένα θέλει να σε απαλλάξει από τα ανομήματα. Δεν επιθυμείς εσύ τόσον την ασφάλειά σου, όσον εκείνος ποθεί την σωτηρία σου. Και αυτό μας το δίδαξε με τα ίδια του τα έργα.
Δεν έχεις παρρησία; Γι’ αυτό ακριβώς θα ημπορέσεις να αποκτήσεις παρρησία, επειδή έχεις αυτήν την αίσθησι· διότι η μεγαλυτέρα παρρησία είναι το να μη νομίζεις ότι έχεις παρρησία. Όπως ακριβώς η μεγαλυτέρα καταισχύνη είναι το να δικαιώνει κανείς τον εαυτό του ενώπιον του Κυρίου· εκείνος είναι ακάθαρτος, έστω και αν είναι ο αγιώτερος από όλους τους ανθρώπους· όπως ακριβώς δίκαιος γίνεται εκείνος που έπεισε τον εαυτόν του ότι είναι ο τελευταίος από όλους. Και μάρτυρες για τα λεγόμενα είναι ο Φαρισαίος και ο Τελώνης. Μην απελπιζόμεθα λοιπόν για τις αμαρτίες μας, ούτε να απογοητευόμεθα, αλλά ας προσερχώμεθα στο Θεό, ας γονατίζομε ενώπιόν του, ας παρακαλούμε, καθώς έκαμε και αυτός, αφού μέχρι το σημείο αυτό έδειξε τη καλή του διάθεση. Και το ότι δεν έχασε το θάρρος του, και το ότι δεν απελπίσθηκε, και το ότι ομολόγησε τις αμαρτίες του, και το ότι ζήτησε κάποια αναβολή και παράταση, όλα αυτά είναι καλά και φανερώνουν συντριβή διανοίας και ψυχή ταπεινωμένη. Αυτά που ακολούθησαν όμως δεν είναι όμοια με τα προηγούμενα. Διότι όσα συγκέντρωσε με την ικεσία, αυτά τα σκόρπισε όλα σε μία στιγμή με την οργή κατά του πλησίον.

Αλλά ας έλθομε πρώτα στον τρόπον της συγχωρήσεως· ας ιδούμε πώς τον απήλλαξαν από το χρέος και από ποιά αιτία οδηγήθηκε ο Κύριος σ’ αυτό. «Σπλαγχνισθείς ο Κύριος αυτού», λέγει, «απέλυσεν αυτόν, καί τό δάνειον αφήκεν αυτώ». Εκείνος εζήτησε αναβολήν, αυτός έδωσε συγχώρησι δηλαδή έλαβε περισσότερον από αυτό πού εζήτησε. Γι’ αυτό και ο Παύλος λέγει: «τω δυναμένω πάντα ποιήσαι υπερεκπερισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν». Διότι ούτε να φανταστείς δεν ημπορείς τόσα πολλά, όσα εκείνος είναι έτοιμος να σου δώσει. Μην εντραπείς λοιπόν, μη κοκκινήσης· ή μάλλον να εντρέπεσαι για τις αμαρτίες σου, να μην απελπίζεσαι όμως, ούτε να απομακρυνθείς από την προσευχή, αλλά πλησίασε, έστω και να του δώσεις την ευκαιρία να επιδείξει την φιλανθρωπία του με την συγχώρηση των αμαρτιών σου. Εάν όμως φοβηθείς να τον πλησιάσεις, τότε εμπόδισες την αγαθότητά του, συνεκράτησες την αφθονία της καλοσύνης του, όσον βεβαίως εξαρτάται από εσένα.

Ας μη δειλιάζομε λοιπόν, ούτε να διστάζομε στις προσευχές. Επειδή, και αν ακόμη πέσομε σ’ αυτό το ίδιο το βάραθρο της κακίας, έχει τη δυνατότητα γρήγορα να μας ανασύρει από εκεί. Κανείς δεν έκαμε τόσες αμαρτίες, όσες αυτός· διότι πράγματι διέπραξε κάθε είδος πονηρίας· αυτό φανερώνουν τα μύρια τάλαντα. Κανείς δεν ήταν τόσον έρημος όσον αυτός, δεν είχε να πληρώσει το χρέος του. Αλλ’ όμως αυτόν που είχε προδοθεί από παντού, ημπόρεσε να τον σώσει η δύναμη της προσευχής. Και έχει τόσο μεγάλες δυνατότητες η προσευχή, θα ειπεί κάποιος, ώστε να απαλλάξει από την ποινή και την τιμωρία αυτόν που με έργα και με μύριους τρόπους ήλθε σε σύγκρουση με τον Κύριο; Ναι, άνθρωπε, τόσο μεγάλες δυνατότητες έχει. Διότι δεν κατορθώνει αυτή μόνη της τα πάντα, αλλ’ έχει σύμμαχο και πολύ μεγάλο βοηθό την φιλανθρωπία του δεχομένου την προσευχή Θεού, η οποία και τα κατόρθωσε όλα στην περίπτωσιν αυτήν, και κατέστησε ισχυρά την προσευχή. Αυτό λοιπόν υπονοούσε όταν έλεγε «σπλαγχνισθείς ο Κύριος αυτού απέλυσεν αυτόν, και το δάνειον αφήκεν αυτώ», για να μάθεις ότι μαζί με την προσευχή και πριν από την προσευχή όλα τα έκαμνε η φιλανθρωπία του Κυρίου. «Εξελθών δε εκείνος εύρε ένα των συνδούλων αυτού, ος όφειλε αυτώ εκατόν δηνάρια· και κρατήσας αυτόν έπνιγε λέγων· απόδος μοι, ει τι (ότι) οφείλεις». Αραγε τί θα ημπορούσε να υπάρξει αισχρότερο από αυτό; ενώ η ευεργεσία ηχούσε ακόμη στην ακοή του, λησμόνησε την φιλανθρωπία του Κυρίου.

Βλέπεις πόσον μεγάλο αγαθόν είναι το να ενθυμείτε κανείς τις αμαρτίες του; Διότι και αυτός, εάν τις είχε διαρκώς στη μνήμη του, δεν θα γινόταν τόσον σκληρός και απάνθρωπος. Γι’ αυτό συνεχώς λέγω, και δεν θα παύσω να το λέγω, ότι είναι πάρα πολύ χρήσιμο και αναγκαίο το να κρατούμε διαρκώς στη μνήμη μας όλα μας τα πταίσματα· διότι τίποτε δεν ημπορεί να καταστήσει την ψυχή τόσον φιλόσοφο καιεπιεική και ήπια, όσον η διαρκής μνήμη των αμαρτημάτων. Γι’ αυτό ο Παύλος κρατούσε στη μνήμη του όχι μόνον τα μετά το λουτρό του βαπτίσματος αμαρτήματα, αλλά και αυτά που προηγήθησαν από αυτό, μολονότι βεβαίως είχαν εξαφανισθεί ολοτελώς. Εάν δε εκείνος κρατούσε στη μνήμη του τα πριν από το βάπτισμα, πόσο μάλλον εμείς πρέπει να μη λησμονούμε τα μετά το βάπτισμα· διότι με την ανάμνηση όχι μόνον τα εξαφανίζουμε, αλλά και προς όλους τους ανθρώπους θα συμπεριφερόμεθα με περισσότερη επιείκεια, και το Θεό θα τον υπηρετήσομε με μεγαλύτερη αφοσίωση, αφού μαθαίνουμε πολύ καλά με την ανάμνησή τους την ανέκφραστο φιλανθρωπία του.

Αυτό το πράγμα όμως εκείνος δεν το έκαμε, αλλά ξεχνώντας το μέγεθος των οφειλών του λησμόνησε και την ευεργεσία. Και αφού λησμόνησε την ευεργεσία, έγινε κακός με τον σύνδουλό του και με την κακία που έδειξε σ’ εκείνον έχασε όλα όσα κέρδισε από την φιλανθρωπία του Θεού. «Κρατήσας γαρ αυτόν έπνιγε λέγων, απόδος μοι, ει τι οφείλεις». Δεν είπε «δώσε μου πίσω τα εκατό δηνάρια», επειδή ντρεπόταν το ασήμαντον του χρέους, αλλά «ότι οφείλεις». «Ο δε πεσών επί τους πόδας αυτού, παρεκάλει αυτόν, λέγων· μακροθύμησον επ’ εμοί και πάντα σοι αποδώσω». Με τα ίδια λόγια, που ηύρε και εκείνος την συγχώρηση, με τα ίδια και αυτός αξιώνει να σωθεί. Εκείνος όμως από την υπερβολική του σκληρότητα ούτε με αυτά τα λόγια κάμφθηκε, ούτε σκέφθηκε ότι ο ίδιος με τα λόγια αυτά σώθηκε. Και αν ακόμη τον συγχωρούσε, ούτε έτσι θα ήταν φιλανθρωπία αλλά οφειλή και χρέος. Διότι εάν το έκαμνε αυτό πριν γίνει η λογοδοσία και πριν ληφθεί εκείνη η απόφαση και απολαύσει τόσο μεγάλη ευεργεσία, το γεγονός θα μπορούσε να αποδοθεί στην ιδική του μεγαλοψυχία. Τώρα όμως, μετά από τόσον μεγάλη δωρεά και άφεση τόσων πολλών αμαρτημάτων, ήταν πλέον υποχρεωμένος να φερθεί στον σύνδουλό του με ανεξικακία, σαν κάποια αναγκαία οφειλή. Αλλ’ όμως ούτε αυτό έκαμε, ούτε σκέφθηκε πόση ήταν η διαφορά της αφέσεως την οποίαν και αυτός απήλαυσε και που έπρεπε να δείξει στο σύνδουλό του. Διότι όχι μόνον στο ποσό των οφειλών, ούτε στο αξίωμα των προσώπων, αλλά και σ’ αυτόν τον ίδιον τον τρόπο θα ημπορούσε κανείς να ιδεί μεγάλη διαφορά. Επειδή εκείνα μεν ήσαν μύρια τάλαντα, ενώ αυτά εκατό δηνάρια [Ρωμαϊκόν αργυρούν νόμισμα βάρους περίπου 4,5 γραμμαρίων]. Και αυτός μεν προσέβαλε τον Κύριο του, ενώ ο οφειλέτης τον σύνδουλό του· αυτός επομένως, αφού είχε ευεργετηθεί είχε υποχρέωση να του χαρισθεί· ενώ ο Κύριος τον είχε απαλλάξει από όλο το χρέος χωρίς να ιδεί να γίνεται εκ μέρους του κάποιο μικρό ή μεγάλο αγαθό.

Δεν έβαλε όμως τίποτε από αυτά στο νου του, αλλά εντελώς τυφλωμένος από την οργή τον έπιασε από το λαιμό και τον έκλεισε στην φυλακή. Βλέποντας όμως οι σύνδουλοί του, λέγει, αγανάκτησαν· και τον καταδικάζουν πριν από τον Κύριο οι σύνδουλοι, για να μάθεις πόσον ήμερος είναι ο Κύριος. Όταν ο Κύριός του τα άκουσε αυτά τον κάλεσε και λογαριάζεται πάλι μαζί του, και δεν αποφασίζει έτσι απλώς την καταδίκη, αλλά προηγουμένως δικαιολογείται. Και τί λέγει «Δούλε πονηρέ, πάσαν οφειλήν εκείνην αφήκα σοι». Ποίος θα ημπορούσε να δείξει μεγαλύτερη καλοσύνη από αυτήν του Κυρίου; Όταν του όφειλε τα μύρια τάλαντα, ούτε καν με λόγο τον ελύπησε, ούτε πονηρόν τον απεκάλεσε, αλλά μόνον διέταξε να πωληθή· και αυτό, για να τον απαλλάξει από τα χρέη. Όταν όμως έγινε κακός στον σύνδουλό του, τότε οργίζεται και θυμώνει· για να μάθεις ότι ευκολότερα συγχωρεί τα αμαρτήματα που έγιναν σ’ αυτόν παρά αυτά που έγιναν στους συνανθρώπους μας. Και δεν το κάνει μόνον εδώ αυτό αλλά και σε άλλη περίπτωση. «Εάν γαρ προσφέρεις το δώρο σου», λέγει, «επί το θυσιαστήριο, κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, ύπαγε, πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου» (Ματθ. ε΄ 23-24). Βλέπεις πως προτιμά παντού τα ιδικά μας από τα ιδικά του και δεν θεωρεί τίποτε ανώτερο από την ειρήνη και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο; και αλλού πάλιν· «ο απολύων την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας, ποιεί αυτήν μοιχευθήναι» (Ματθ. ε΄ 32). Και με τον Παύλο νομοθέτησε έτσι· «ει τις ανήρ γυναίκα έχει άπιστον, και αυτή συνευδοκει οικείν μετ’ αυτού, μη αφιέτω αυτήν» (Α΄ Κορ. ζ΄ 12). Εάν πορνεύσει, λέγει να την διώξεις, εάν όμως είναι άπιστος, μη την διώξεις· εάν δηλαδή αμαρτήσει σε σένα, χώρισέ την· εάν αμαρτήσει σε μένα, κράτησέ την. Έτσι και εδώ όταν αμάρτησε τόσον πολύ σ’ αυτόν, τον συνεχώρησε· όταν αμάρτησε στον σύνδουλό του με λιγότερα και μικρότερα αμαρτήματα από αυτά που αμάρτησε στον Κύριο του, δεν τον συγχώρησε, αλλά τον τιμώρησε αυστηρά. Και εδώ μεν τον απεκάλεσε πονηρό, ενώ εκεί ούτε καν με λόγια δεν τον λύπησε. Γι’ αυτό και εδώ προστίθεται και τούτο, ότι ωργίσθη και τον παρέδωσε στους βασανιστάς· ενώ όταν του ζητούσε να απολογηθεί για τα μύρια τάλαντα, τίποτε παρόμοιο δεν προσέθεσε, για να μάθεις ότιεκείνη μεν η απόφαση δεν ήταν αποτέλεσμα οργής, αλλά φροντίδας που απέβλεπε στην συγχώρησιν· αυτή λοιπόν, η προς τον σύνδουλό του αμαρτία ήταν που τον εξόργισε τόσον πολύ.

Αραγε τί θα μπορούσε να υπάρξει χειρότερο από την μνησικακία, αφού ανακαλεί και την ήδη αποφασισμένη φιλανθρωπία του Θεού, και αυτά που δεν κατόρθωσαν να του τα προξενήσουν τα αμαρτήματα, αυτά κατορθώνει να του τα προξενήσει η κατά του πλησίον οργή; Μολονότι έχει γραφή ότι «αμεταμέλητα τα χαρίσματα του Θεού» (Ρωμ. ια΄ 29). Πώς λοιπόν εδώ μετά την ανακοίνωση της δωρεάς, μετά την εκδήλωση της φιλανθρωπίας, ανεκλήθη πάλιν η απόφαση; Εξ’ αιτίας της μνησικακίας· ώστε δε θα έσφαλλε κάποιος αν ονόμαζε αυτή πιο φοβερά από κάθε αμαρτίαν· διότι όλες οι άλλες κατέστη δυνατόν να βρουν συγχώρηση, ενώ αυτή όχι μόνον δεν μπόρεσε να επιτύχει συγνώμη, αλλά και τις άλλες, που είχαν αφανισθεί ολοτελώς, τις ανανέωσε πάλι.
Ώστε η μνησικακία είναι διπλό κακό, διότι και καμία απολογία δεν έχει ενώπιον του Θεού, και τα υπόλοιπα αμαρτήματα μας, και αν ακόμη συγχωρηθούν, πάλι τα ανακαλεί και τα στρέφει εναντίον μας· πράγμα το οποίον έκαμε και εδώ. Επειδή τίποτε, τίποτε δεν μισεί και αποστρέφεται ο Θεός, όσον άνθρωπο που είναι μνησίκακος και διατηρεί την οργή του. Αυτό μας το έδειξε εδώ ιδιαιτέρως, αλλά και στην προσευχή που μας παρέδωσε παρήγγειλε να λέγομε έτσι: «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».

Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά, και αφού γράψουμε την παραβολή αυτή στις καρδιές μας, όταν έλθουν στον νου μας όσα έχουμε πάθει από τους συνδούλους μας, ας αναλογισθούμε και αυτά που έχουμε κάνει στον Κύριον· και με τον φόβο των ιδικών μας αμαρτημάτων θα μπορέσουμε να απομακρύνομε γρήγορα τον θυμό για τα ξένα παραπτώματα. Εάν πρέπει να ενθυμούμεθα αμαρτήματα, μόνον τα ιδικά μας πρέπει να ενθυμούμεθα. Διότι εάν κρατήσομε στη μνήμη τα ιδικά μας, ποτέ δεν θα δώσομε σημασία στα ξένα· όπως ακριβώς εάν λησμονήσομε τα ιδικά μας, εύκολα εκείνα θα εισχωρήσουν στους λογισμούς μας. Πράγματι, και αυτός εάν είχε κρατήσει στη μνήμην του τα μύρια τάλαντα, δε θα ενθυμείτο τα εκατό δηνάρια· επειδή όμως τα λησμόνησε εκείνα, γι’ αυτό έπιασε από το λαιμό τον συνδούλον του, και θέλοντας να  απαιτήσει τα ολίγα, ούτε αυτό επέτυχε, αλλά επέσυρε στην κεφαλή του και τον όγκο των μυρίων ταλάντων. 
Γι’ αυτό θα τολμούσα να ειπώ ότι αυτή είναι η φοβερότερη από όλες τις αμαρτίες· ή μάλλον δεν το λέγω αυτό εγώ, αλλά ο Χριστός το φανέρωσε με την παραβολή αυτή. Διότι αν δεν ήταν φοβερότερη από μύρια τάλαντα, εννοώ από τα αναρίθμητα αμαρτήματα, δε θα ανακαλούσε εξ αιτίας της και εκείνα. Τίποτε λοιπόν ας μη φροντίζομε τόσον, όσον το να καθαρεύομε από την οργή, και το να συμφιλιωνόμεθα προς εκείνους που είναι δυσαρεστημένοι μαζί μας, γνωρίζοντας πως ούτε η κοινωνία των μυστηρίων, ούτε τίποτε άλλο από αυτά, θα ημπορέσει να μας βοηθήσει εκείνη την ημέρα. Όπως πάλιν εάν νικήσομε αυτήν την αμαρτία, έστω και αν έχομε μύρια πλημμελήματα, θα ημπορέσομε να επιτύχομε κάποια συγγνώμη. Και δεν είναι ιδικός μας ο λόγος, αλλά του ιδίου του Θεού, ο οποίος πρόκειται να μας κρίνει. Διότι όπως είπε εδώ, ότι «ούτω ποιήσει και ο πατήρ μου, εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφώ αυτού από των καρδιών υμών τα παραπτώματα αυτών», έτσι και αλλού λέγει «εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος» (Ματθ. στ΄ 14).

Για να έχομε λοιπόν και εδώ γαλήνια και ήρεμη ζωή και εκεί να επιτύχομε συγχώρηση και άφεση, ας προσπαθούμε και ας φροντίζομε να συμφιλιωνόμεθα με όσους εχθρούς έχουμε· διότι έτσι και τον Κύριο μας θα συμφιλιώσομε μαζί μας, και τα μέλλοντα αγαθά θα επιτύχομε, των οποίων είθε όλοι να αξιωθούμε «χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων». Αμήν. 


(4ος – 5ος αιών – ΕΠΕ, Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, τομ. 26, σελ.18, Απόσπασμα από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελ. 229-242, Εκδότης: Ι. Μ. ΧΙΛΙΑΝΔΑΡΙΟΥ Ι. ΚΕΛΛΙΟΝ ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΠΟΥΡΑΖΕΡΗ)


Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΑΤΘΙΑΣ (9 Αὐγούστου)




Πώς ο Ματθίας κατατάχθηκε στο χορό των δώδεκα Αποστόλων, το γνωρίζουμε από τις Πράξεις των Αποστόλων.

Μετά την προδοσία και τον απαγχονισμό του Ιούδα και μετά την Ανάληψη του Κυρίου, οι έντεκα μαθητές με την Παναγία βρίσκονταν στο υπερώον. Τότε ο Πέτρος πρότεινε να εκλεγεί άλλος αντί του Ιούδα, από τους άνδρες που ακολουθούσαν υπηρετώντας το Χριστό. Η πρόταση έγινε δεκτή και τέθηκαν δύο υποψήφιοι: ο Ιωσήφ ο καλούμενος Βαρσαββάς και ο Ματθίας. Τότε έβαλαν κλήρο, και δίνοντας σε όλους εμάς παράδειγμα εναπόθεσης κάθε εκλογής μας στο Θεό, προσευχήθηκαν όλοι μαζί ως εξής: «Σὺ Κύριε, καρδιογνῶστα πάντων, ἀνάδειξαν ὃν ἐξελέξω ἐκ τούτων τῶν δυὸ ἕνα, λαβεῖν τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης καὶ ἀποστολῆς» (Πράξεις των Αποστόλων, α' 23-26). Δηλαδή: Συ Κύριε, που γνωρίζεις τις καρδιές όλων, φανέρωσε καθαρά εκείνον που εξέλεξες, ένα από αυτούς τους δύο, για να επωμισθεί το αξίωμα της αποστολικής διακονίας. Στη συνέχεια ο κλήρος έπεσε στο Ματθία. Και έτσι προστέθηκε στους έντεκα Αποστόλους.

Από τη μετέπειτα ζωή του Ματθία, γνωρίζουμε ότι κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Αιθιοπία, όπου και τελείωσε τη ζωή του μαρτυρικά.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείω Πνεύματι, κεκληρωμένος, συνεπλήρωσας, τῶν Ἀποστόλων, τὴν δωδεκάριθμον φάλαγγα ἔνδοξε, μεθ' ὧν κηρύξας τοῦ Λόγου τὴν κένωσιν, ἐθαυμαστώθης Ματθία Ἀπόστολε. Ἀλλὰ πρέσβευε, δοθήναι τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε ἅγιε Ματθία, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Φωταυγὴς ὡς ἥλιος, εἰς πάντα κόσμον, ἐξελθὼν ὁ φθόγγος σου, καταφωτίζει τῶν ἐθνῶν, τὴν Ἐκκλησίαν ἐν χάριτι, θαυματοφόρε, Ματθία Ἀπόστολε.