A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !

ⲬⲢⲒⲤⲦⲞⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ ! ⲀⲖⲎⲐⲰⲤ ⲀⲚⲈⲤⲦⲎ !
✞ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος ✞
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π.ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΝΑΣΣΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π.ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΝΑΣΣΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

«ΕΠΙ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΜΕΤΕΜΟΡΦΩΘΗΣ» (π. Νικηφόρου Νάσσου)

Η ΦΩΤΟΦΟΡΟΣ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

ΚΑΙ ΤΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ 


Picture


ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου 


«Δεῦτέ μοι πείθεσθε λαοί, ἀναβάντες εἰς τὸ ὄρος τὸ Ἅγιον, τὸ ἐπουράνιον, ἀΰλως στῶμεν ἐν πόλει ζῶντος Θεοῦ, καὶ ἐποπτεύσωμεν νοῒ Θεότητα ἄϋλον, Πατρὸς καὶ Πνεύματος, ἐν Υἱῷ μονογενεῖ ἀπαστράπτουσαν». 1

 Ἡ Μεγάλη Δεσποτική Ἑορτή τῆς Θείας Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου στό Ὄρος Θαβώρ εἶναι μιά ἑορτή Φωτός καί Χάριτος, μιά φαεσφόρος Πανήγυρις πνευματική! Εἶναι κυρίως μιά θεολογική Ἑορτή, χαρμόσυνη καί λαμπροτάτη, ἡ ὁποία «μεθᾶ νηφαλίως» καί πλημυρίζει φωτιστικῶς καί ἀπλέτως ὅσους τήν ἑορτάζουν μέ ἀγάπη καί μέθεξιν Θεοῦ. Περιλλάμπει δέ, ἡ Ἑορτή αὐτή μέ θεία Χάρη, ὅσους τήν προσεγγίζουν μέ ὑπαρξιακή ἀγωνία καί ἐπίμοχθη ἀναζήτηση τῆς Χάριτος πού αὐτή προχέει. Πολλά εἶναι τά θεολογικά μηνύματα πού ἐκπέμπει ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ἔχει κεντρική θέση στήν Ἐκκλησία καί στή Θεολογία. Ἐπιλεκτικῶς θά παρουσιάσουμε κάποια ἀπό αὐτά, στηρίζοντας τά γραφόμενα στήν ἁγιοπνευματική, πατερική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἡ ἐπί τοῦ Ὄρους Θαβώρ Φρικτή Μεταμόρφωση ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἄμεσα αἰσθητή φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ κατά τήν ἐπίγειο ζωή Του. Ὁ μεγάλος δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός θά γράψει σχετικά: «Ὡράθη τά τοῖς ἀνθρώποις ἀθέατα ὄμμασι, σῶμα γήινον θείαν ἀπαυγάζον λαμπρότητα, σῶμα θνητόν δόξαν ἀπαυγάζον θεότητος».2 Κατά τήν Μεταμόρφωση, ὁ Θεάνθρωπος Σωτῆρας τοῦ κόσμου ὁ Χριστός φανερώνει μέσα ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση Του τήν ἄκτιστη Δόξα τῆς θεότητός Του. Ταυτόχρονα προσλαμβάνει στήν ἄκτιστη θεϊκή δόξα τούς ἀνθρώπους πού τόν περιβάλλουν3. Ὁ Κύριος μέ τήν θεία Του Μεταμόρφωση ἐνισχύει τούς Μαθητές πρό τοῦ Πάθους Του ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία στό Κοντάκιον τῆς Ἑορτῆς. Οἱ Μαθητές χρειάζονταν τήν ἐνίσχυση αὐτή, γιά νά ἀντιμετωπίσουν τόν Σταυρό τοῦ Διδασκάλου τους, ὅπως καί τόν δικό τους σταυρό ἀργότερα, χάριν τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ.

Κατ᾿ ἐκείνη τήν ἀνεπανάληπτη ἡμέρα, οἱ πρόκριτοι τῶν Μαθητῶν ἀξιώθηκαν νά δοῦν τό μοναδικό γεγονός τῆς ἀνατολῆς δύο ἡλίων, τοῦ αἰσθητοῦ καί τοῦ νοητοῦ, ὅπως τό παρουσιάζει ποιητικά ἡ Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἕνα τροπάριο τοῦ Κανόνος τῆς Ἑορτῆς κάνει λόγο γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς τό γεγονός: «Ὡς μέγα καί φοβερόν, ὡράθη θέαμα σήμερον, ἐξ οὐρανοῦ αἰσθητός, ἐκ γῆς δέ ἀσύγκριτος, ἐξήστραψεν ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, νοητός ἐπί τοῦ ὄρους Θαβώρ». Ἀναλύεται δέ θαυμάσια ὁ ὕμνος αὐτός ἀπό τόν ἅγιο Νικόδημος τόν Ἁγιορείτη στό περίφημο «Ἑορτοδόμιο». Εἶναι ἕνα βιβλίο ἑρμηνευτικό τῶν Κανόνων τῶν Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν, στό ὁποῖο κενώνεται τό μέγα πέλαγος τῆς πολυμαθείας τοῦ Ἁγιορείτου Πατρός. Ὁ ἱερός Νικόδημος, στή θεολογική ἑρμηνεία του ἀναφέρεται στούς δύο ἡλίους πού ἀνέτειλαν τήν ἡμέρα ἐκείνη. Σημειώνει δέ ὅτι ὁ ἕνας ἥλιος εἶναι ὁ αἰσθητός ὁ ὁποῖος καθημερινά ἀνατέλλει στόν κόσμο ἀπό τόν οὐρανό καί ὁ ἄλλος εἶναι ὁ νοητός Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Κύριος τῆς Δόξης, ὁ Ὁποῖος ἀνέτειλε ἀπό τή γῆ μέ τήν ἀπαστράπτουσα Δόξα τῆς θεότητός Του. Καί εἶναι γεγονός ὅτι τόν αἰσθητό ἥλιο ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τόν βλέπουν, ἐνῶ τόν νοητό, μόνον οἱ κεκαθαρμένοι, ὅπως διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἡ θέα τοῦ νοητοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ μιά μοναδική ὑπαρξιακή ἐμπειρία γιά τόν πηλοβάτη ἄνθρωπο, ἐμπειρία πού προϋποθέτει ἀγῶνα ἐπίπονο καί ἐπίμοχθο, καθαρότητα καί «ἄνοιγμα» τῆς καρδίας στήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό μᾶς διαβεβαιοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι διά μέσου τῶν αἰώνων ἀξιώθηκαν νά δοῦν τήν «Δόξαν» καί νά μετάσχουν σ᾿ αὐτήν.

Στό Ὄρος Θαβώρ ἐκπληρώνεται ἡ προφητεία τοῦ Κυρίου μας στούς Μαθητές του, τήν ὁποία λίγες μέρες πρίν εἶχε ἐξαγγείλει σ᾿ αὐτούς. Τό ἀψευδές στόμα τοῦ Θεανθρώπου εἶπε ὅτι ὑπάρχουν κάποιοι ἀνάμεσά στούς Μαθητές, οἱ ὁποίοι δέν θά γευθοῦν θάνατο μέχρι νά δοῦν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ νά ἔρχεται μέ δύναμη. «Ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινές τῶν ὧδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου ἕως ἄν ἴδωσι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληληθεῖαν ἐν δυνάμει».4 Αὐτό πραγματοποιεῖται μετά ἀπό λίγο κατά τήν Μεταμόρφωση ὅπου φανερώνεται «ἐν δυνάμει» ἡ θεία Βασιλεία (ἄκτιστη Χάρη) τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἑρμηνεύουν πολλοί Πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς, λ.χ. Ἐφραίμ Σῦρος, Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ζηγαβηνός κ.ἄ. Ὁ ἱερός Θεοφύλακτος ἐν προκειμένῳ γράφει: «Εἰσι τινές τῶν ὧδε ἐστηκότων…οἵτινες οὐ μή ἀποθάνωσιν, ἄχρις ἄν δείξω αὐτοῖς ἐν τῇ Μεταμορφώσει μετά ποίας δόξης μέλλω παραγενέσθαι ἐν τῇ δευτέρᾳ παρουσίᾳ. Οὐδέν γάρ ἕτερον ἡ Μεταμόρφωσις ἦν, ἀλλ᾿ ἤ τῆς δευτέρας παρουσίας προμήνυμα».5

Ἡ προφητεία αὐτή περί τῆς ἐλεύσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τίθεται ἀπό τούς τρεῖς συνοπτικούς Εὐαγγελιστές, Μάρκο, Ματθαῖο καί Λουκᾶ ἀμέσως πρίν τήν διήγηση τῶν περί τῆς Μεταμορφώσεως. Γι᾿ αὐτό βλέπουμε στόν ἀμέσως ἑπόμενο εὐαγγελικό στίχο τοῦ κατά Μᾶρκον, ἀλλά καί στούς ἄλλους Εὐαγγελιστές, νά ἀναφέρεται ἔπειτα τό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως:«Καί μεθ᾿ ἡμέρας ἕξ παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τόν Πέτρον καί Ἰάκωβον καί Ἰωάννην καί ἀναφέρει αὐτούς εἰς ὄρος ὑψηλόν…».6 Ἐδῶ πρέπει νά διευκρινιστεῖ, ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὡς ἄναρχη καί ἀτελεύτητη δέν περιορίζεται στό χρόνο, ἀλλά τόν ὑπερκαλύπτει καί τόν μεταμορφώνει. Δέν ἀρχίζει μετά τό τέλος τῆς ἱστορίας, ἀλλά ὑπάρχει ἤδη μέσα σ᾿ αὐτήν καί πάνω ἀπό αὐτήν, καί θά ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει πέρα ἀπό αὐτήν.7

Κατά τήν θεία ἔνδοξο Μεταμόρφωση, ἐπίσης, ἔχουμε τήν ἐμφάνιση τῶν δύο Προφητῶν, Μωυσέως καί Ἠλία, ὡς ἐκπροσώπων τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν. Κοντά στούς «προκρίτους τῆς χάριτος»βρίσκονται καί οἱ «πρόκριτοι τοῦ νόμου» γιά νά φανεῖ ἀρίδηλα ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁἈρχηγός καί τό κέντρο τῶν δύο Διαθηκῶν, ὁ Κύριος τοῦ Νόμου καί τῆς Χάριτος καί νά δηλωθεῖ ἡ μυστική ἐνότητα τῶν δύο Διαθηκῶν, Παλαιᾶς καί Καινῆς. Ὑπάρχει καί μιά ἐκπληκτική διατύπωση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ σέ ὁμιλία του στήν Μεταμόρφωση, περί συνδέσεως τῶν δύο Διαθηκῶν. Σήμερα, λέγει, στόν Παρθένο τῆς Νέας Διαθήκης, ὁ Παρθένος τῆς Παλαιᾶς εὐαγγελίζεται τόν Παρθένο Υἱό τῆς Παρθένου Μητέρας. Δηλαδή ὁ Ἠλίας εὐαγγελίζεται τόν Χριστό στόν Ἰωάννη. «Σήμερον τῷ παρθένῳ τῆς Νέας, ὁ παρθένος τῆς Παλαιᾶς, τόν ἐκ παρθένου παρθένον εὐαγγελίζεται Κύριον».8 Ἀξιοπρόσεκτο ἐπίσης εἶναι τό γεγονός ὅτι οἱ δύο μεγάλοι Προφῆτες πού ἐμφανίσθηκαν «ἐν δόξῃ» κατά τήν θεία Μεταμόρφωση καί συνομιλοῦσαν μέ τόν Κύριο εἶναι αὐτοί οἱ πνευματέμφοροι ἄνδρες πού εἶδαν στήν ἐπίγεια ζωή τους τήν Δόξα τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ μέν Μωυσῆς, ἐπάνω στό Σινᾶ, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τή θεία Γραφή, εἰσῆλθε στόν γνόφο«οὐ ἤν ὁ Θεός».9 Ὁ δέ ἄλλος, ὁ εἰσέτι ζωντανός καί πύρινος Προφήτης Ἠλίας εἶδε τήν Δόξα τοῦ Θεοῦ στήν «φωνή αὔρας λεπτῆς».10 Θά μπορούσαμε ἀκόμη νά ὑπενθυμίσουμε πώς αὐτή ἡ παράδοξη ἐμφάνιση τῶν δύο Προφητῶν κατά τήν θεία Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ἐπιβεβαιώνει περίτρανα τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας στήν μετά θάνατον ζωή. Ὁ Μωυσῆς εἶχε ζήσει περισσότερα ἀπό χίλια τριακόσια χρόνια πρίν ἀπό τήν Γέννηση τοῦ Κυρίου καί ὁ Ἠλίας πάνω ἀπό ὀκτακόσια. Καί ὅμως, ἐμφανίστηκαν ζωντανοί στό Θαβώρ, «συλλαλοῦντες τῷ Ἰησοῦ».11

Ὁ Μεταμορφωθείς Κύριος, ὁ Ὁποῖος εἶναι τό θεῖον Ἀρχέτυπο τοῦ ἀνθρώπου, ἐπάνω στό Θαβώρ ἀπεκάλυψε «τό ἀρχέτυπον κάλλος τῆς εἰκόνος»12 καί ἐφανέρωσε τήν θεϊκή Του Δόξα ἐνώπιον τῶν τριῶν προκρίτων Μαθητῶν. Οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου δέν μπόρεσαν νά ἀντέξουν αὐτή τήν ὑπερκόσμια ἐμπειρία, τήν ἀπαστράπτουσα θείαν λαμπρότητα καί ὅπως μᾶς δαβεβαιώνει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος, «ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα».13

Αὐτή ἡ φανέρωση τῆς θεϊκῆς Δόξης εἶναι οὐσιαστικά φανέρωση «ἐν δυνάμει» τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καί ἡ Βασιλεία συνδέεται πάντοτε μέ τόν Βασιλέα καί δέν μπορεῖ νά χωριστεῖ ἀπό αὐτόν. Ὅπου ὁ Βασιλεύς, ἐκεῖ καί ἡ Βασιλεία. Εἶναι πολύ σημαντικό νά κατανοηθεῖ ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού εἶδαν ἔκθαμβοι οἱ Μαθηταί τοῦ Κυρίου στό Θαβώρ ἦταν ἡ φανέρωση τῆς θεουργηθεῖσης ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Εἶδαν δηλαδή ἕνα ἤδη συντελεσμένο γεγονός. Δέν ἦρθε τότε κάτι πού δέν ὑπῆρχε προηγουμένως, ἀλλά φανερώθηκε αὐτό πού ὑπῆρχε καί θά ὑπάρχει πάντοτε. Ἡ φωτεινή ἐπιφάνεια στό ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως ἀποτελεῖ μιά ἀποκαλυπτική ἐκδήλωση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσλήμματος. Καί εἶναι γεγονός ὅτι «ὅπως τό Ἄκτιστο Φῶς, πού φανερώθηκε κατά τήν Μεταμόρφωση στούς Μαθητές, ὑπῆρχε ἐξαρχῆς καί παραμένει αἰώνια στή θεανθρώπινη ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού ἦρθε στόν κόσμο μέ τόν Χριστό, φανερώνεται μερικές φορές στούς πιστούς, ὡς προανάκρουσμα τοῦ Μέλλοντος Αἰῶνος».14

Εἶναι γνωστόν ὅτι κατά τήν δογματική Διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τήν ἐκφράζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐθεώθη ἀπό τήν ὑποστατική ἕνωση καί κοινωνία της μέ τόν Θεό Λόγο, ἡ ὁποία ἕνωση ἔλαβε χώρα τή στιγμή τῆς συλλήψεως τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν ἡγιασμένη γαστέρα τῆς Παναγίας. Τότε ἀκριβῶς, ἡ θεότητα, σύμφωνα μέ τήν Δογματική, ἐθέωσετήν ἀνθρώπινη φύση. Καί κατά τήν Μεταμόρφωση στό Θαβώρ φανερώνεται στούς Μαθητές αὐτό ἀκριβῶς τό γεγονός, δηλαδή ἡ θεουργηθεῖσα ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν πρόσληψή της ἀπό τόν Θεό Λόγο.

Ἐπιπλέον, σημειώνεται ἡ θεολογική ἀλήθεια ὅτι κατά τήν Φρικτή Μεταμόρφωση τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἐπέλαμψε τό φῶς τῆς θεότητος, τό ὁποῖο ἐλάμπρυνε τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου, αὐτή ἡ ὁποία εἶναι ἡ πηγή τοῦ φωτός καί τῆς ἀκτίστου Χάριτος. Ὑπάρχει βεβαίως τό ἐρώτημα, πῶς μπόρεσαν, χοϊκά μάτια νά δοῦν τό φῶς, νά κατοπτεύσουν τά «ὑπέρ φύσιν»; Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τούς σωματικούς ὀφθαλμούς νά δεῖ τό ἄκτιστο, τό αἰώνιο καί ἄχρονο, τό ἄπειρο καί ἀπερίγραπτο; Ἔχουμε ἐν προκειμένῳ τήν Πατερική, θεολογική ἀπάντηση. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὁμιλεῖ γιά «μετασκευή» τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Μαθητῶν, ὥστε νά δοῦν τό φῶς, τό ὁποῖο, ὡς ἄκτιστο εἶναι κατ᾿ οὐσίαν διάφορο ἀπό κάθε κτιστό φῶς. Ὁ Ἁγιορείτης μεγάλος καί ἐμπειρικόςθεολόγος15 γράφει ὅτι οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι, μέ μιά ἁγιοπνευματική ἐναλλαγή τῶν αἰσθήσεωνμπόρεσαν καί εἶδαν τό ἄκτιστο, Θαβώριο φῶς, τό ὁποῖο ὁ ἴδιος ἀποκαλεῖ «προοίμιον τῆς Βασιλείας». Οὔτε τό φῶς, λέγει, ἦταν αἰσθητό, οὔτε οἱ Μαθητές τό εἶδαν μέ αἰσθητούς ὀφθαλμούς, ἀλλά μέ ὀφθαλμούς πού εἶχαν πρωτίστως μετασκευαστεῖ μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.«Οὐκοῦν, οὐδέ τό φῶς ἐκεῖνο αἰσθητόν, οὐδέ οἱ ὁρῶντες αἰσθητικοῖς ἁπλῶς ἑώρων ὀφθαλμοῖς, ἀλλά μετασκευασθεῖσι τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος. Ἐνηλλάγησαν οὖν, καί οὕτω τήν ἐναλλαγήν εἶδον».16 Ἔτσι, ὁ θεοφόρος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔρχεται νά μᾶς διασαφίσει ὅτι ἡ θέα τοῦ Θεοῦ, ἡ κατόπτευση τοῦ ἀκτίστου φωτός τῆς Χάριτος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἱκανώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Παράκλητο. Αὐτό ἔλαβε χώρα κατά τήν Μεταμόρφωση. Πρόκειται δηλαδή περί Μεταμορφώσεως τῶν Μαθητῶν ἐπάνω στό Θαβώρ, προκειμένου νά δοῦν τό θεῖον φῶς.

Στόν Δ΄ Ἀντιρρητικό λόγο του ὁ ἁγιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Γρηγόριος θά ἐπανατονίσει τήν ἴδια θεολογική θέση, παρουσιάζοντας σχετική γνώμη τοῦ πρό αὐτοῦ μεγάλου θεολόγου, ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Ὁ ἱερός Μάξιμος, γράφει ὅτι οἱ μύσται τοῦ Λόγου καί Μαθηταί ἀνεβιβάσθησαν ἀπό τήν σάρκα στό πνεῦμα μέ τήν μεταβολή τῶν αἰσθήσεων τήν ὁποῖα ἐνήργησε σ᾿ αὐτούς τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Καί μετά ἀπό τήν παράθεση αὐτῆς τῆς θέσεως, ἐρωτᾶ ἀποφαντικῶς ὁ Ἀθωνίτης θεολόγος, Γρηγόριος: «Ὁρᾶς ὡς Πνεῦμα γεγονότας καί Πνεύματι ὁρῶντες ἐκεῖνο ἐθεάσαντο το φῶς»; Βλέπεις ὅτι εἶδαν ἐκεῖνο τό φῶς, ἀφοῦ ἔγιναν πνεῦμα καί εἶδον μέ Πνεῦμα; Πάντως, κατά τόν αὐτόν Πατέρα, τό φῶς δίδεται σέ ὅσους τό ζητοῦν, κατά τό μέτρο τοῦ καθενός καί μπορεῖ νά εἶναι μικρή ἤ μεγάλη ἡ ἐμπειρία τοῦ φωτός, ἀνάλογα μέ τήν ἀξία αὐτῶν πού τή δοκιμάζουν. «Καί τό μέν θεῖον τοῦτο φῶς, μέτρῳ δίδοται, καί μᾶλλον καί ἧττον ἐπιδέχεται, κατά τήν ἀξίαν τῶν ὑποδεχομένων ἀμερίστως μεριζόμενον»17…

Αὐτό τό θεῖον φῶς τῆς Μεταμορφώσεως πού περιβάλλει τόν Κύριο καί τούς Μαθητές καί εἶναι Χάρις καί ἄκτιστη ἐνέργεια Θεοῦ, ὁ ἐκ τῆς Δύσεως Βαρλαάμ Καλαβρός, ἐκπροσωπώντας τήν θεολογική ἀλλοίωση τοῦ δυτικοῦ κόσμου ἐξελάμβανε ὡς κτιστό. Τό θεωροῦσε ὡς ἀστραπή πού γίνεται καί ἀπογίνεται, δηλαδή ἕνα «σύμβολο», ἕνα φαινόμενο περιορισμένο μέσα στό χῶρο καί τόν χρόνο. Τότε ἀκριβῶς, τόν 14ο αἰῶνα ἔλαβε χώρα ἡ μεγάλη μάχη περί τοῦ φωτός καί περί τοῦ μεθεκτοῦ τοῦ Θεοῦ. Στήν κορυφαία αὐτή θεολογική σύγκρουση τῶν δύο κόσμων, πρωτοστάτης ὑπῆρξε ὁ Κορυφαῖος τῶν Ἡσυχαστῶν, ὁ φωτόμορφος Πατήρ, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, αὐτός ὁ βιωματικός καί ὄχι διανοούμενος διδάσκαλος, ὁ «κῆρυξ τῆς Χάριτος καί τοῦ φωτός». Οἱ ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου ἱεράρχου ὑπῆρξαν ἀνυπέρβλητοι! Ἔπρεπε νά θεολογηθεῖ ἀπλανῶς ἡ φύση τοῦ Θαβωρίου φωτός καί νά ἐξασφαλισθεῖ ἁγιοπνευματικά τό δυνατόν τῆς σωτηρίας καί θεώσεως πού συντελεῖται μέ τή μετοχή στήν ἄκτιστη Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τή δυνατότητα τῆς σωτηρίας καί θεώσεως ἀπέκλειαν οἱ ὀρθολογιστές τῆς Δύσεως, ἀφοῦ ταύτιζαν οὐσία καί ἐνέργεια στόν Θεό. Ἡ διαφοροποίηση τούτη δέν εἶναι καθόλου ἀσήμαντη! Διότι, κατά τούς παπικούς, ὁ Θεός εἶναι ἕνας ἥλιος ὁ ὁποῖος κρατάει «γιά τόν ἑαυτό του» τό φῶς καί τήν λαμπρότητα καί δέν τά ἐξαποστέλλει στή γῆ. Ἀντίθετα, κατά τήν ὀρθόδοξη Θεολογία ὅπως τήν ἐξέφρασε ὁ ὑψίνους Παλαμᾶς, ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης Κύριος εἶναι «τοῖς πᾶσι μεθεκτός», ἀφοῦ οἱ θεῖες ἀκτῖνες-ἐνέργειές Του ἔρχονται δραστικῶς πρός ἐμᾶς. Οἱ θεῖες, ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Νοητοῦ Ἡλίου «πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν», ἔγραφε τόν 4ο αἰῶνα ὁ οὐρανοφάντωρ Μ. Βασίλειος καί μᾶς περιλάμπουν, φωτίζουν καί θεώνουν χαρισματικῶς. Ἡ Διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιά τήν φύση τοῦ Θαβωρείου φωτός κατοχυρώθηκε Συνοδικῶς, στίς λεγόμενες ἡσυχαστικές Συνόδους τοῦ 14ου αἰῶνος καί ἔγινε ὁμολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀκοῦμε κάθε χρόνο στό γνωστό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας» πού διαβάζουμε τήν Α΄Κυριακή τῶν Νηστειῶν.18

Πέραν τῶν ὅσων ἀκροθιγῶς τονίστηκαν, εἶναι ἀνάγκη νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, κατά τήν ὁποία ὁ Θεάνθρωπος ἐπάνω στό Θαβώρ «ἀνοίγει παράθυρο» στόν κόσμο τῆς Βασιλείας Του, δέν ἀποτελεῖ μόνο ἕνα ἱστορικό γεγονός, ἀλλά καί ἐσχατολογικό. Δέν ἔχει δηλαδή μόνο ἱστορική διάσταση, ἀλλά καί ἐσχατολογική. Τό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως ὑπογραμμίζει τήν ἐσχατολογική σπουδαιότητα πού ἔχει τό ἀνθρώπινο σῶμα γιά τήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία. Στό Ὄρος Θαβώρ, κατά τήν Φρικτή Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἡ θεία δόξα φανερώνεται καί διά τοῦ σώματος καί οἱ Μαθηταί βεβαιώνονται ὅτι «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς».19 Ὁμοίως καί γιά τούς πιστούς, ἡ μεταμόρφωση καί ἡ χαρισματική θέωσή τους δέν εἶναι μόνο γεγονός πνευματικό, ἀλλά καί σωματικό. Δηλαδή θεοῦται ὁ καθόλου ἄνθρωπος, καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα, ὅπως τονίζει πάλι ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Καί ὁ Ὁμολογητής Μάξιμος θά γράψει ὅτι «τό σῶμα συνθεοῦται τῇ ψυχῇ, κατά τήν ἀναλογοῦσαν αὐτῷ μέθεξιν τῆς θεώσεως».20 Ἔτσι, ἡ Μεταμόρφωση, ἐπισημαίνει τήν Δευτέραν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ21, ὅταν θά φανερωθεῖ «ἐν τῆ αὐτῇ δόξῃ», ὅπως καί στό Θαβώρ, φέροντας τό δεδοξασμένο σῶμα τῆς Ἀναστάσεως. Προεικονίζει δέ τήν κηρυττομένη Ἀνάσταση τῶν Νεκρῶν22, οἱ ὁποῖοι θά ἀναστηθοῦν φέροντες σώματα φωτεινά, ὅπως ἐκεῖνο τοῦ Ὄρους τῆς Μεταμορφώσεως. Ὁ μεγάλος βυζαντινός θεολόγος, Γρηγόριος Παλαμᾶς θά γράψει καί πάλι ὅτι«τό μέγα θέαμα τοῦ φωτός τῆς τοῦ Κυρίου Μεταμορφώσεως, τῆς ὀγδόης, ἤτοι τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἐστί τό μυστήριον».23

Ἡ Μεταμόρφωση, ἀκόμη, δείχνει τόν σκοπό τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός ὁ σκοπός δέν εἶναι μιά ἁπλή βελτίωση τῶν ἠθῶν, ἀλλά ἡ προσωπική ἀνάβαση τοῦ κάθε πιστοῦ στό πνευματικό Θαβώρ, ὅπου θά δεῖ τήν «Δόξαν τοῦ Θεοῦ», θά δεχθεῖ τήν κατά Θεόν ἀλλοίωση, θά «προσλάβει φῶς» καί θά μεταρσιωθεῖ ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό Δοξαστικό τῆς Λιτῆς τῆς Ἑορτῆς (ψαλλόμενο μάλιστα στόν πανηγυρικό ἦχο πλ. τοῦ α΄) ἐκφράζει ἀκριβῶς αὐτή τήν πραγματικότητα καί τή θεία στοχοθεσία. Λέγει ὁ θεολογικώτατος ὕμνος: «Δεῦτε ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου, καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, καὶ θεασώμεθα τὴν δόξαν τῆς Μεταμορφώσεως αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ Πατρός, φωτὶ προσλάβωμεν φῶς, καὶ μετάρσιοι γενόμενοι τῷ πνεύματι, Τριάδα ὁμοούσιον ὑμνήσωμεν εἰς τοὺς αἰῶνας». Ἡ φράση «φωτί προσλάβωμεν φῶς» ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, καθόσον ἡ θεία, ἄπλετος φωτοχυσία περιλάμπει τόν ἄνθρωπο, τόν ἀλλοιώνει ἐν Πνεύματι, τόν καθιστᾶ ὅπως λέμε «πνευματικόν» μέ τήν θεολογική ἔννοια τοῦ ὅρου· ὄχι διανοητικά καί λογικά καλλιεργημένο, ἀλλά κατά Θεόν πεφωτισμένο. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά ἀκολουθοῦμε τήν προτροπή τῶν Ἁγίων καί ἐν προκειμένῳ τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος μετά ἀπό μία ὁμιλία πού ἐξεφώνησε στό ποίμνιό του στήν Θεσσαλονίκη περί τοῦ φωτός, ἔδωσε αὐτή τήν πατερική προτροπή: «ὁδεύσωμεν τοίνυν προς τήν λάμψιν τοῦ φωτός ἐκείνου». Ἄς προχωρήσουμε πρός τήν λάμψη τοῦ θείου φωτός.

Εἶναι ἀνάγκη, τέλος, νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι «ἡ προσωπική Μεταμόρφωση τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας ἀποτελεῖ τόν προάγγελο καί τῆς δικῆς μας μεταμορφώσεως ἀπό τή μεταπτωτική κατάσταση τῆς φθορᾶς πού βιώνουμε, ὡς μέτοχοι τῆς πεπτωκυΐας ἀνθρωπίνης φύσεως».24 Γι᾿ αὐτή τήν πνευματική «ἐπί τά βελτίῳ» μεταμόρφωση τῶν πιστῶν κάνει λόγο ὁ θεορρήμων Παῦλος στό ἐντυπωσιακό ἐκεῖνο χωρίο: «ἡμεῖς δέ οἱ πάντες ἀνακεκαλυμμένω προσώπῳ τήν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τήν αὐτήν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπό δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ ἀπό Κυρίου Πνεύματος».25 Αὐτό ἐφαρμόζεται μέσα στόν κόσμο ἀπό τούς δούλους τοῦ Θεοῦ, τούς ἀγωνιστάς τῆς ἀρετῆς. Κυρίως ὅμως πραγματώνεται στόν Ὀρθόδοξο Μοναχισμό, μέσα στά πλαίσια τοῦ ὁποίου σημειώνονται ἀναβάσεις «ἀπό δόξης εἰς δόξαν», σέ μιά πορεία ἀνοδική καί μεταμορφωτική, ἐν μέσῳ ὠδίνων καί ὀδυνῶν. Θαβώρ καί Μοναχισμός συνδέονται ἄρρηκτα καί θαυμαστά. Γιά τούς ἀφιερωμένους στόν Θεό ὀρθοδόξους Μοναχούς, ἡ Ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως εἶναι μιά πολύ μεγάλη καί φαεσφόρος Ἐορτή. Ἔχει γραφεῖ ὅτι ἡ Μεταμόρφωση εἶναι τό «Πάσχα τῶν Μοναχῶν»! Οἱ πραγματικοί Μοναχοί, «εὐφραινόμενοι καί μεθύοντες τῷ Πνεύματι» ὅπως θά ἔλεγε ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος26, χρησιμοποιώντας τήν κατά Θεόν ἄσκηση ὡς «ἐργαλεῖο» γιά τήν κάθαρση, εἰσχωροῦν μέ μέθεξη ψυχῆς καί παφλασμούς θείας ἀγάπης στά «ἄδυτα» τοῦ θείου, ἀποφατικοῦ Μυστηρίου τῆς «ὀγδόης ἡμέρας» καί ἀξιώνονται τῆς θέας τοῦ Θαβωρείου φωτός. Ἄγνωστα εἶναι ὅλα αὐτά στούς ἐν τῷ κόσμῳ Χριστιανούς. Ἀλλά αὐτά τά «ἄγνωστα» συνιστοῦν τήν πεμπτουσία τῆς Πίστεώς μας καί αὐτά κηρύττει ἡ Ἐκκλησία διαχρονικῶς! Δέν διδάσκει μιά στεῖρα ἠθικολογία (πού μπορεῖ νά ὑπάρχει καί σέ διάφορα θρησκεύματα ἤ ἰδεολογίες), οὔτε ἕναν καθωσπρεπισμό ἤ ἀκτιβισμό, ἀλλά φανερώνει τήνὀντολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ. Αὐτή συνίσταται στήν διά τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος ἐπίτευξη τῆς θεωρία τοῦ φωτός. Ὄλες οἱ ἀρετές καί οἱ ἐντολές συντείνουν στήν ἐντός τοῦ ἀνθρώπουἐπενέργεια τῆς Χάριτος, σέ ὅποιο μέτρο μπορεῖ κανείς νά τήν ἀξιωθεῖ, ἔστω καί ὡς κάθαρση ἀπό τά πάθη. «Σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς, εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», θά μᾶς πεῖ ὁ κυριολεκτικά λουσμένος στό Θαβώριον φῶς, Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ.

Εἴθε νά μεταμορφωθοῦμε ἐν Χριστῷ καί νά βιώσουμε ὅλοι «ὅσον ἔνεστιν» ὑπαρξιακά τήν Δόξαν τοῦ Θαβωρίου φωτός, ὡς ἐσχατολογική πρόγευση τῶν ἐπουρανίων καί ἀτελευτήτων ἀγαθῶν, «ἅ ἠτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν».27

______________________________________________________


1 Τροπάριον τοῦ Κανόνος τῆς Ἑορτῆς, Ἑννάτη Ὠδή, Β΄Κανών.
2 MPG. 96, 548 C.
3 Βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, Περιοδικό «Ὀρθόδοξη Μαρτυρία» (Κύπρου), ἀρ. 49/ Ἄνοιξη-Καλοκαίρι 1996.
4 Μάρκ. 9, 1.
5 MPG. 123, 577.
6 Μάρκ. 9, 2.
7 Γ. Μαντζαρίδη ὅπου π. Ἡ Μεταμόρφωση…
8 ΕΠΕ, 9, 12.
9 Ἔξοδ. 20, 21.
10 Γ΄ Βασιλ. 19, 12.
11 Μάρκ. 9, 4.
12 Α΄ Τροπάριον τῆς Λιτῆς
13 Ματθ. 17, 6.
14 Γ. Μαντζαρίδη, ὅπου π. Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος…
15 «Ταῦτα ὑπό τῶν Γραφῶν ἐδιδάχθημεν, ταῦτα παρά τῶν ἡμετέρων Πατέρων παρελάβομεν.ταῦτα διά τῆς μικρᾶς ἔγνωμεν πεῖρας». Βλ. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἁγιορειτικός Τόμος,Φιλοκαλία, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1957-1963, τόμ. Δ', σελ. 192.
16 Ὁμιλία ΛΔ΄, Εἰς τήν Σεπτήν Μεταμόρφωσιν…, ΕΠΕ, 10, 374.
17 MPG. 151, 448 B.
18 «Τοῖς φρονοῦσι καί λέγουσι, τό λάμψαν ἀπό τοῦ Κυρίου ἐπί τῆς θείας αὐτοῦ Μεταμορφώσεως φῶς,ποτέ μέν εἶναι ἴνδαλμα, και κτίσμα, και φάσμα ἐπί βραχύ φανέν, και διαλυθέν παραχρῆμα…μή ὁμολογοῦσι δέ, κατά τάς τῶν Ἀγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα, μήτε κτίσμα εἶναι τό θειότατον ἐκεῖνο φῶς, μήτε οὐσίαν Θεοῦ, ἀλλ᾿ ἄκτιστον καί φυσικήν χάριν καί ἔλλαμψιν καί ἐνέργειαν, ἐξ αὐτῆς τῆς θείας οὐσίας ἀχωρίστως ἀεί προϊοῦσαν, ΑΝΑΘΕΜΑ».
19 Κολ. 2, 9.
20 Κεφ. Γνωστικά, 2, 88, MPG. 90, 1168A.
21 Βλ. τροπάρια Κανόνος τοῦ Ὄρθρου τῆς Ἑορτῆς: «Ἵνα δείξῃς ἐμφανῶς τήν ἀπόρρητον δευτέραν κατάβασιν, ὅπως ὁ Ὕψιστος Θεός ὀφθήσῃ ἐστώς ἐν μέσῳ θεῶν, τοῖς Ἀποστόλοις ἐν Θαβώρ, Μωσεῖ σύν Ἠλίᾳ τε ἀρρήτως ἔλαμψας».( Ὠδή Ἑννάτη).
22 Βλ. Β΄ Ἰδιόμελο τοῦ ἐσπερινοῦ: «Δεῖξαι βουλόμενος τῆς Ἀναστάσεως την λαμπρὀτητα».
23  Ὁμιλία ΛΔ΄, 6.
24 Βλ. Λ. Σκόντζου, «Ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος» (Ἄρθρο).
25 Κορ. Β΄, 3, 18.
26  Ὁμιλίαι πνευματικαί, 18, 7, MPG. 34, 640 B.
27 Α΄Κορ. 2, 9.



Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ. ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΘΕΟΥ. ΓΝΟΦΟΣ ΚΑΙ ΦΩΣ

Picture


ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου 

Εἶναι γεγονός, ὅτι κατά τούς πνευματοφόρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀλήθεια περί τοῦ Θεοῦ εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο ἐμφανῶς δυσπρόσιτη καί δυσκατανόητη, καθώς ἀνέρχεται τά πνευματικά στάδια τῆς θεογνωσίας.

Πῶς μπορεῖ, ἀλήθεια, ὁ φθαρτός καί χοϊκός ἄνθρωπος, ὁ κτιστός καί πεπερασμένος, νά ἐκφρασθεῖ ἀρκούντως γιά τόν Ἄκτιστο καί Ἄπειρο Θεό; Προσφυῶς ἔχει γραφεῖ ὅτι «τό θεῖο εἶναι ἀκατονόμαστο. Τά κατηγορούμενα πού ἀποδίδονται στόν Θεό, ὅπως, ἀσώματος, ἀγέννητος, ἄναρχος, ἄφθαρτος, δηλώνουν τί δέν εἶναι ὁ Θεός καί ὄχι τί εἶναι».1

Τά ὅσα παρακάτω θά διατυπωθοῦν, ἀπαιτοῦν ἰδιαίτερη προσοχή, διότι εἶναι πράγματα ὑψηλά καί προσεγγίζονται «ταῖς ὑψηλαῖς φρεσί», μέ νοῦ «ὑψηλό» καί διαυγῆ, μέ διάθεση πνευματική, μέ καρδιά φλεγόμενη ἀπό τό ἄυλον πῦρ. Γιατί ὁ Θεός δέν εἶναι γνώση κοσμική, ἀλλά ἐμπειρία πνευματική, γνώση ἄλλου εἶδους, μυστική. Δέν κατακτᾶται διανοητικά, ἀλλά φανερώνεται ἐσωτερικά καί μέ ἁγιοπνευματικό φωτισμό. Δέν ἀποτελεῖ προϊόν τῆς λογικῆς, ἀλλά συνιστᾶ ἀποκάλυψη καθαρῆς καρδιᾶς καί κρατεῖται ἔνδοθεν μυστικά.

Τί γνωρίζουμε ὅμως καί τί ἀγνοοῦμε ἀπό τόν Θεό; Πῶς ὑπάρχει ὁ Θεός; Σέ τί συνίσταται τό μυστήριό Του; Τί εἶναι τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ; Τί καλεῖται γνόφος καί πῶς ἑρμηνεύεται θεολογικά; Σέ ὅλα αὐτά θά καταθέσουμε τήν Πατερική μαρτυρία, ὥστε νά γίνει καταληπτός αὐτός ὁ ἀστείρευτος καί ἀναφαίρετος πνευματικός πλοῦτος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Ἀρχικά θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι γιά τόν Θεό κάνουμε λόγο καί καταφατικά καί ἀποφατικά. Τονίζουμε δηλαδή τί εἶναι, ἀλλά καί τί δέν εἶναι ὁ Θεός. Ὑπάρχουν δύο ὁδοί. Ἡ καταφατική λεγομένη ὁδός, ἤ καταφατική θεολογία, ἀναφέρεται στήν προσιτή, καταληπτή καί γνωστή ὄψη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀποφατική ὁδός, ἤ ἀποφατική θεολογία, ἀναφέρεται στήν ἀπρόσιτη, ἀκατάληπτη καί ἄγνωστη ὄψη Του. Καί ἔχει παρατηρηθεῖ ὀρθά, πώς ἡ ἀνάπτυξη τῶν δύο αὐτών θεολογικῶν ὁδῶν συνδέεται στενά μέ τήν ἀκμή τῆς πατερικῆς θεολογίας καί χαρακτηρίζει σχεδόν ὅλους τούς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Μάλιστα, «καμμία διαλεκτική ἀντίθεση δέν εἶναι νοητή μεταξύ καταφατικῆς καί ἀποφατικής θεολογίας, ὑπάρχει, μεταξύ τους καί μιά ἄρρηκτη καί λειτουργική ἑνότητα. Ποτέ μέσα στήν ὀρθόδοξη παράδοση δέν γίνεται χρήση τῆς μιᾶς αὐτόνομα καί ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἄλλη»2. Ὁ δέ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, θεωρεί ὅτι ὁ καταλληλότερος τρόπος γιά τήν ἀπόδοση τῶν διαφόρων ὀνομάτων στό Θεό δέν εἶναι ἡ αὐτόνομη καταφατική ἤ ἀποφατική θεώρηση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ λειτουργική συνάφεια καί ταυτόχρονη χρήση τῆς καταφατικής καί τῆς ἀποφατικής θεολογίας. Αὐτήν ὁ ἅγιος χαρακτηρίζει ὡς «γλυκυτάτη…ἐξ ἀμφοῖν συνάφεια».3

Ἡ ὀρθόδοξη Θεολογία, μᾶς καταθέτει ὅτι ἡ θεία Φύση «ὑπέρκειται παντός φυσικοῦ εἶναι», ξεπερνᾶ κάθε κατάληψη καί γνώση κτιστή. Γι᾿ αὐτό ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά ἐκφράσει μέ δύο μόνο λέξεις αὐτή τήν ὑπερβατικότητα τοῦ θείου Ὄντος καί θά πεῖ ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι ὁ «πάντων ἐπέκεινα». Δηλαδή, πάνω καί πέρα ἀπ᾿ ὅλα. Ὁ τριαδικός Θεός, ὡς τό ἀπόλυτο, ἄκτιστο καί αἰώνιο πνεῦμα, εἶναι φύσει ἀκατάληπτος καί ἀκατανόητος. Αὐτό θά διατυπώσει μέ τήν περιεκτική ρήση του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ἄριστος Δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας: «Ἄπειρον οὖν τό θεῖον καί ἀκατάληπτον, καί τοῦτο μόνον αὐτοῦ καταληπτόν, ἡ ἀπειρία καί ἀκαταληψία»4.

Ἠσυχία καί σιωπή περιβάλλουν τό θεῖο σ᾿ ἐκείνη τήν ἀδιερεύνητη καί ἀπόκρυφη κατάσταση τῆς ὑπερβατικότητος, τήν ὁποία ὁ μέν Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης χαρακτηρίζει ὡς «κρυφιόμυστον σιγήν», ὁ δέ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ὡς «θείαν ἀφθεγξίαν».5 Ἐπίσης, ἡ κατάσταση αὐτή τῆς ὑπερβατικότητας τοῦ Θεοῦ, χαρακτηρίζεται καί ἀπό τήν γνωστή λέξη «γνόφος». Εἶναι μάλιστα«ὑπέρφωτος γνόφος», πάλι κατά τόν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη6. Γνόφος, κατά τόν ἱερό Πατέρα, εἶναι τό ὑπέρλαμπρο καί ἀπρόσιτο ἐκεῖνο φῶς στό ὁποῖο λέγεται ὅτι κατοικεῖ ὁ Θεός. «Ὁ θεῖος γνόφος ἐστι τό ἀπρόσιτον φῶς, ἐν ᾧ κατοικεῖν ὁ Θεός λέγεται».

Ὅπως γνωρίζουμε, ἡ λέξη «γνόφος» σημαίνει, ἀντάρα, καταχνιά, ὁμίχλη. Ὑπέρφωτος δέ, γνόφος, θά λέγαμε ὅτι εἶναι ἕνα πολύ φωτεινό σκοτάδι, ἤ ἕνα πολύ δυνατό, ἤνἐκτυφλωτικό φῶς! Ὅ,τι λ.χ. θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχει, ἄν σέ ἕνα δωμάτιο τοποθετηθεῖ μία λάμπα τῶν χιλίων watt. Φῶς εἶναι αὐτό πού θά παράγει, ἀλλά φῶς πού τυφλώνει καί δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά δεῖ. Ἔτσι, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, εἶναι και ὁ Θεός. Ὅσο πλησιάζεις, τόσο σέ τυφλώνει τό φῶς καί ὅσο νομίζεις ὅτι τόν γνωρίζεις, τόσο αἰσθάνεσαι τήν ἀγνωσία Του, ἀλλά σίγουρα θεωρεῖς μυστικά τήν παρουσία Του. Τόν βλέπεις, ἀλλά οὐσιαστικά διαπιστώνεις ὅτι δέν μπορεῖς νά Τόν δεῖς. «Ἐν τούτῳ τό ἰδεῖν, ἐν τῷ μή ἰδεῖν, -θά συμπληρώσει ὁ Νύσσης Γρηγόριος -, «ὅτι ὑπέρκειται πάσης εἰδήσεως τό ζητούμενον, οἷον τινι γνόφῳ τῇ ἀκαταληψίᾳ πανταχόθεν διειλημμένον».7Δηλαδή, σ᾿ αὐτό βρίσκεται ἡ θέα, στό νά μή βλέπεις, διότι αὐτό πού ζητᾶς εἶναι πάνω ἀπό κάθε γνώση καί περιβάλλεται ἀπό παντοῦ, σάν μέ ἄλλο γνόφο, ἀπό τήν ἀκαταληψία!

Γιά τό λόγο αὐτόν ἀκριβῶς, «τόσο ὁ Διονύσιος Αρεοπαγίτης ὅσο καί ὁ Μάξιμος Ὁμολογητής ὑπογραμμίζουν μέ ἔμφαση ὅτι, ἄν ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος νά γνωρίσει πραγματικά τό Θεό, πέρα ἀπό τίς πνευματικές προϋποθέσεις τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ, πρέπει νά προσέλθει γυμνός ἀπό κάθε ἔννοια καί γνώση καί τότε μόνο θά μπορέσει νά δεῖ «ἀνομμάτως» καί νά γνωρίσει «ἀγνώστως» αὐτόν πού βρίσκεται πάνω ἀπό κάθε θέα καί γνώση8. Κι᾿ αὐτό γιατί ἡ πραγματική θεωρία καί γνώση τοῦ Θεοῦ συνίσταται γι᾿ αὐτούς στήν ἀορασία καί τήν ἀγνωσία του».9

Ὁ Θεός, λοιπόν, «δέν κρύπτεται μόνο ἀπό τήν σιγή, ἀλλά καί ἀπό τό σκότος, δέν εἶναι μόνο ὅτι δέν ἀκούγεται, ἀλλά καί ὅτι δέν βλέπεται. Κρυμμένος στό γνόφο, μένει ἄγνωστος, καί ἡ ἀγνωσία ἀποτελεῖ τόν μόνο τρόπο προσεγγίσεώς του, ἀλλά προφανῶς στήν περίπτωση αὐτή ἡ ἀγνωσία εἶναι θετική λειτουργία. Τοῦτο ὑποδεικνύει πραγματικά ὁ ἴδιος ὁ Διονύσιος, καθώς συμπληρώνει τήν εἰκόνα μέ τήν παράσταση τοῦ «ὑπερφώτου γνόφου», τοῦ ὑπερλάμπρου σκότους».10

Ὁ Θεός, ἐπίσης, ὡς πρός τήν ὑπερβατικότητά Του εἶναι καί ἀνώνυμος. Κανένα ὄνομα δέν ἀποδίδεται στό ἀπρόσιτον τοῦ Θεοῦ, στή θεία οὐσία Του. Πάλι κατά τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, τόν ἀποφατικῶς ὁμιλοῦντα, ὁ Θεός εἶναι ἀνώνυμος καί ἄγνωστος! Κατά δέ τήν Πατερική μας παράδοση, ὁ Θεός εἶναι «ἄλεκτος καί ἀνωνόμαστος».11 Αὐτά βεβαίως ἰσχύουν γιά τό ἄγνωστο μέρος τοῦ Θεοῦ, τό ὑπερβατικό. Ὅταν ὅμως ὁ Θεός ἐμφανίζεται στήν κτίση μέσῳ τῶν θείων ἐνεργειῶν Του ὅπως θά δοῦμε στά παρακάτω, τότε ἔχουμε κατά τήν καταφατική Θεολογία τήν ἀπόδοση ἰδιοτήτων στό Θεό μέ βάση τίς ἐνέργειές του πού ἐκδηλώνονται στήν Oἰκονομία12. Ἀποδίδονται δηλαδή στόν Θεό ἀπό τούς Πατέρες μας διάφορα ὀνόματα. Μέ ἄλλα λόγια, ἀνάλογα μέ τίς φανερώσεις τοῦ Θεοῦ, τίς λεγόμενες θεοφάνειες, ὀνοματίζεται μέ ποικιλία ὅρων καί εἰκόνων ἀπό τούς Ἁγίους.13 Ἔτσι, ὁ Θεός, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τον Ὁμολογητή θεωρεῖται ὡς «ὁ μόνος νοῦς τῶν νοούντων καί νοουμένων, καί λόγος τῶν λεγόντων καί λεγομένων. καί ζωή τῶν ζώντων καί ζωουμένων, καί πᾶσι πάντα καί ὤν καί γινόμενος, δι᾿ αὐτά τά ὄντα καί γινόμενα»14.

Εἶναι πρωταρχικῆς σημασίας νά γνωρίζουμε, ὅτι Ὁ Θεός μας ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια, διότι δέν ὑπάρχει φύση ἀνενέργητη. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, καί ἡ ἐνέργειά Του εἶναι ἐπίσης ἄκτιστη. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε οὐσία καί ἐνέργεια κτιστή· ἀφοῦ εἴμαστε κτίσματα, ἔχουμε ἀρχή καί βρισκόμαστε στό χρόνο καί στό χώρο. Ὁ Θεός ὅμως, ὅπως προελέχθη, εἶναι πάνω ἀπό κάθε ἀρχή, χρόνο καί τόπο, εἶναι ἄναρχος καί «φύσει ἄκτιστος», ὅπως λέγεται θεολογικά. Καί συνεπῶς, ὅ,τι δίνει ὁ Θεός, ὅ,τι παρέχει ἀπό τό θεῖο Εἶναι Του, ὁπωσδήποτε εἶναι ἄκτιστο, δέν εἶναι πεπερασμένο ὅπως τά ἀνθρώπινα.

Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι παντελῶς ἀκατάληπτη καί ἀμέθεκτη ὅπως ἀποκαλεῖται. Καί τυγχάνει ἀδύνατη κάθε προσέγγιση καί κατάληψή της ἀπό τόν πεπερασμένο ἀνθρώπινο νοῦ! Οὔτε οἱ ἄγγελοι, οὔτε οἱ Ἅγιοι κατενόησαν καί οὔτε θά κατανοήσουν ποτέ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ! Καταληπτή ἀπό τά κτίσματα εἶναι μόνο ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐνέργεια εἶναι ἡ φυσική ἔκφραση τῆς θείας οὐσίας. Αὐτή ἀποτελεῖ τήν «πρός τά ἔξω» κίνησή Του, τό ἀποκαλυπτικό καί ἐκστατικό ἅπλωμα τοῦ Θεοῦ στήν κτίση. Αὐτή ἡ θεία ἐνέργεια ὁδηγεῖ ἀγγέλους καί ἀνθρώπους, ὅλα τά νοερά καί αἰσθητά, στή θεία γνώση, τή μετοχή τοῦ Θεοῦ. Ἡ Πατερική μας Παράδοση ἐκφράζει αὐτήν τή θεία πραγματικότητα μέ τά λόγια τοῦ οὐρανοφάντωρος Μ. Βασιλείου: «Ἡμεῖς δέ ἐκ μέν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τόν Θεόν ἡμῶν, τῇ δέ οὐσίᾳ αὐτοῦ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μέν γάρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δέ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος»15.

Εἶναι λοιπόν ὁ Θεός μας, ταυτόχρονα καί ὑπερβατικός καί ἐνδοκοσμικός. Καί ἀπρόσιτος καί προσιτός. Καί ἀθέατος καί θεατός. Καί ἄγνωστος καί γνωστός. Ἄγνωστος, ἀπρόσιτος καί ἀθέατος ὡς πρός τήν θεία φύση Του, ἀλλά γνωστός καί καταληπτός ὡς πρός τήν ἐνέργειά Του. Αὐτή εἶναι θά λέγαμε ἡ γέφυρα πού παρεμβάλλεται μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῆς κτίσεως, διότι ὑπάρχει ὀντολογική διαφορά μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου καί ὁ μόνος τρόπος ἐπικοινωνίας μέ τό ἄκτιστο εἶναι μέσῳ τῶν θείων ἐνεργειῶν. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μέγας Θεολόγος καί ἐξέχων Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπογράμμισε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του αὐτή τήν «διπλόην»τοῦ Θεοῦ, λέγοντας ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἄγνωστος καθ᾿ ἑαυτόν, ἀλλά καθίσταται γνωστός ἀπό τίς ἐνέργειές Του. «Τοῦ Θεοῦ τό μέν ἄγνωστον ἐστι τό δέ γνωστόν, καί τό μέν ἄρρητον τό δέ ρητόν· ἄγνωστος ἐστιν ὁ Θεός ἐκ τῶν κατ᾿ αὐτῶν, γνωστός δέ ἐκ τῶν περί αὐτόν φυσικῶν ἐνεργειῶν».

Ὁ Θεός, βεβαίως, ὁ Ὁποῖος εἶναι πάνω ἀπό κάθε φύση καί κάθε φυσική κατάληψη τοῦ ἀνθρώπου, «οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτόν ἀφῆκεν» ὅπως διαβάζουμε στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.16Μέσῳ τῆς φυσικῆς καί ὑπερφυσικῆς ἀποκαλύψεως, φανέρωσε τόν ἑαυτό Του στήν κτίση. Ἔτσι, ὁμιλοῦμε καί κατά τρόπο καταφατικό καί λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ζωή, ὄν, ἀγάπη κλπ., προσαγορεύοντάς Τον μέ τά λεγόμενα «θεῖα ὀνόματα». Καί τελικά, ὁ «ἀνώνυμος» Θεός εἶναι καί«πολυώνυμος», λόγῳ τῶν ὀνομάτων πού Τοῦ ἀποδίδονται ἀνάλογα μέ τίς φωτοδοτικές θεοφάνειές Του στήν κτίση, τίς ποικίλες φανερώσεις Του μέσω τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν.

Στή συνέχεια θά ἀναφερθοῦμε στό φῶς, περί τοῦ ὁποίου γίνεται λόγος στήν θεολγία καί τήν Ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Τό φῶς εἶναι φυσική ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ. Βεβαίως, ὁ Θεός δέν καλεῖται φῶς κατά τήν οὐσία Του ἀλλά κατά τήν ἐνέργειά Του17. Ἡ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων, μᾶς καταθέτει ὅτι ὁ Θεός, ὑπό κατάλληλες προϋποθέσεις, ἐμφανίζεται στόν ἄνθρωπο ὡς φῶς. Αὐτό τό φῶς δέν εἶναι κτιστό, ἀλλά ἄκτιστο, δηλαδή ἀδημιούργητο, χωρίς ἀρχή καί τέλος, ἄναρχο καί προαιώνιο. Εἶναι ἡ «Δόξα» τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ἄκτιστη Χάρις, ἡ θεία ἐνέργειά Του. «Τό φῶς τοῦτο, ἤ ἡ ἔλλαμψις, δύναται νά προσδιορισθῇ ὡς ὁ ὁρατός χαρακτήρ τῆς θεότητος, τῶν ἐνεργειῶν ἤ τῆς χάριτος, διά τῆς οποίας γνωρίζεται ὁ Θεός».18 Εἶναι τό Θαβώριον φῶς πού εἶδαν οἱ πρόκριτοι τῶν Μαθητῶν κατά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Πῶς ὅμως, χοϊκά μάτια εἶδαν τά «ὑπέρ φύσιν»; Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τούς σωματικούς ὀφθαλμούς νά δεῖ τό ἄκτιστο, τό αἰώνιο καί ἀΐδιο; Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐν προκειμένῳ κάνει λόγο γιά «μετασκευή» τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Μαθητῶν. Ὁ θεόπτης καί ἐμπειρικός Μέγας θεολόγος τοῦ 14ου αἰώνος, γράφει ὅτι οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι, μέ μιά ἁγιοπνευματική ἐναλλαγή τῶν αἰσθήσεων μπόρεσαν καί εἶδαν τότε στό ὄρος Θαβώρ, το θεῖον, ἄκτιστον φῶς. Οὔτε τό φῶς ἦταν αἰσθητό, οὔτε οἱ Μαθητές τό εἶδαν μέ αἰσθητούς ὀφθαλμούς, ἀλλά μέ ὀφθαλμούς πού εἶχαν πρωτίστως μετασκευαστεῖ μέ τή δύναμη τοῦ Αγίου Πνεύματος. «Οὐκοῦν, οὐδέ τό φῶς ἐκεῖνο αἰσθητόν, οὐδέ οἱ ὁρῶντες αἰσθητικοῖς ἁπλῶς ἑώρων ὀφθαλμοῖς, ἀλλά μετασκευασθεῖσι τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος. Ἐνηλλάγησαν οὖν, καί οὕτω τήν ἐναλλαγήν εἶδον».19

Προσεγγίζοντας τίς ἔννοιες αὐτές, τοῦ φωτός καί τοῦ γνόφου, μποροῦμε νά καταθέσουμε ὅτι ἡ ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ καί ἡ «διπλόη» τῆς θείας φύσεως, δηλαδή τό ἄγνωστο καί τό γνωστό, σέ πολλές περιπτώσεις, ἐκφράζεται μέ μιά ἐναλλαγή φωτός καί σκότους, ὅπως το βλέπουμε στην περίπτωση τῆς Μεταμορφώσεως.. Ἔτσι, ἐνῶ βλέπουμε τούς Μαθητές ἐπάνω στό Θαβώρ νά βλέπουν τή θεία λαμπρότητα μέ ἐγρήγορση καί ἁγιοπνευματική ἱκάνωση, ἔπειτα ἀμέσως βλέπουμε τή νεφέλη νά τούς ἐπισκιάζει καί νά τούς φοβίζει. Ὁ γνόφος ἔγινε φωτεινός καί ἔπειτα πάλι σκοτεινός20. Ἡ ἐναλλαγή φωτός καί σκότους παρατηρεῖται καί στή θεοφάνεια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού ἐπισυνέβη κατά τήν πορεία του πρός Δαμασκό. Τόν θεοκήρυκα ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν «περιήστραψε φῶς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ» καί ἔπεσε στή γῆ. Ἄκουσε δέ, τήν φωνή τοῦ Θεοῦ:«Σαούλ, Σαούλ, τί μέ διώκεις»;21 Ὅταν ὅμως σηκώθηκε, δέν ἔβλεπε τίποτα, παρόλο πού τά μάτια του ἦσαν ἀνοιχτά. Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι «τό σκότος τοῦ ὑπερβατικοῦ παραμένει ἀκέραιο, ἀλλά εἶναι σκότος φωτεινό. Ἔτσι, ὁ θεῖος γνόφος, κατά μία ἀντινομία πού προσιδιάζει στήν διπλότητα τῆς θείας φύσεως, μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ ὡς «ἀπρόσιτον φῶς», μέσα στό ὁποῖο κατοικεῖ ὁ Θεός».22 Ὑπό αὐτήν τήν ἔννοια, μέ ἀσφάλεια μπορεῖ νά τονίσει κανείς, ὅτι τό «φῶς» καί ὁ «γνόφος» εἶναι ἀπό τίς σπουδαιότερες ἔννοιες τῆς χριστιανικῆς Θεολογίας23.

Θά πρέπει ὅμως νά κάνουμε λόγο καί γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς Φῶς , ὁ Ὁποῖος εἶναι «τό Φῶς τό Ἀληθινόν, τό φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον». Εἶναι γεγονός ὅτι μέσα ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ βλέπουμε τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως ψάλλουμε στήν Δοξολογία («ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς»). Καί στήν Ὑμνολογία τῆς Δεσποτική ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως, στό «Ἐξαποστειλάριο», τήν ἴδια θεολογική ἀλήθεια διατυπώνουμε ὑμνολογικῶς:

«Φῶς ἀναλλοίωτον Λόγε, φωτός Πατρός ἀγεννήτου ἐν τῷ φανέντι φωτί σου, σήμερον ἐν Θαβωρίῳ, φῶς εἴδομεν τόν Πατέρα, φῶς καί τό Πνεῦμα, φωταγωγοῦν πᾶσαν κτίσιν».

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «φῶς ἐκ φωτός», καθώς ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Εἶναι τό«σεσαρκωμένον φῶς», μέσῳ τοῦ ὁποίου θεᾶται ὁ ἀθέατος Πατήρ, τό ἀγέννητον φῶς. Στό σημεῖο αὐτό θά κάνουμε κάποιες διευκρινήσεις περί τοῦ δόγματος τῆς Χριστολογίας, πού συνεπάγεται γιά μᾶς τήν σωτηρία. Καί τοῦτο διότι οἱ μεγάλοι καί τιτάνειοι ἀγῶνες τῆς Ὀρθοδοξίας γιά τήν κατοχύρωση καί ἑρμηνεία τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος, ἐξηγοῦνται ἀπό τό γεγονός ὅτι στήν πίστη μας μας ἡ χριστολογία ἐπέχει θέση σωτηριολογίας, φανερώνοντας τήν ἐξύψωση, ἐκλάμπρυνση καί θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως στό ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μέσα ἀπό τήν ἄφραστη ἕνωσή της μέ τή θεία φύση.

Συνδέοντας τώρα τή χριστολογία μέ τό φῶς, μποροῦμε νά ποῦμε πώς τό μυστήριο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγκειται στό γεγονός ὅτι λαμβάνει χώρα γιά πρώτη φορά στόν κόσμο ἡ φανέρωση τοῦ φωτός, δηλαδή τῆς Χάριτος, ὅπως ἐκχέεται ἀπό τόν Πατέρα διά τοῦ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ Υἱός διά τοῦ Πνεύματος ἐκχέει αὐτή τήν Χάρη πάνω στήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἔτσι, ὁλόκληρη ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ἐμφανίζεται στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ πού θεώνεται«ἐξ ἄκρας συλλήψεως» ὅπως διατυπώνεται θεολογικά. Μέ αὐτό τό γεγονός, ὁλόκληρη ἡ κτίση, σύμπασα ἡ δημιουργία, ἑνώνεται μέ τόν Θεό καί μετέχει στή ζωή τοῦ Θεοῦ! Καί τοῦτο διότι αὐτή ἡ Χάρις εἶναι ἡ «Δόξα» τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία περιβάλλει τήν οὐσία Του. Αὐτή ἡ αἰώνια ἀκτινοβολία δόξης, ἁγιότητος, ἀπείρων δωρεῶν καί μεγάλων χαρίτων, εἶναι φῶς γνώσεως καί ζωῆς καί θεία ἔλαμψη, καθώς φῶς τό ὁποῖο δέν φωτίζει μόνο ἀλλά τρέφει καί ζωοποιεῖ καί ἀνακαινίζει, ἀφοῦ ὡς ζωντανή Χάρις καί ζωή τοῦ Θεοῦ πού ἐκδηλώνεται «πρός τά ἔξω», μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Συνεπῶς, ἀφοῦ ὁ Θεός Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος, ἔχουμε αὐτήν τήν ὑπερφυῆ ἕνωση κτιστοῦ καί ἀκτίστου διά τοῦ Λόγου, διότι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἡ πηγή τῆς ἀκτίστου Δόξης καί Χάριτος. Μέχρι τότε, στήν πρό τῆς Σαρκώσεως ἐποχή, πολλοί ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, κυρίως προφῆτες καί δίκαιοι, ἀλλά ἀκόμη καί Ἕλληνες φιλόσοφοι διά τοῦ λεγομένου σπερματικοῦ λόγου24, ἔχουν μιά αἴσθηση τῆς Χάριτος καί τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, τότε, ἦταν ἐντελῶςἀνέφικτη ἡ ἕνωση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ζωή τοῦ Θεοῦ. Δέν ἦταν δυνατόν ὁλόκληρος ὁ Θεός νά ἐγκατοικήσει μέσα στόν ἄνθρωπο καί ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Αὐτό ἔγινε μέ τήν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπό τόν Χριστό. Ἐκεῖ ἔχουμε τήν λεγομένη«ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων» τῆς καθεμιᾶς φύσεως πού ἑνώθηκαν στό Πρόσωπο τοῦ Λόγου, μέ ἄλλα λόγια τό μυστήριο τῆς συνεργίας τῶν δύο φύσεων, ὅπως διεκήρυξε θεολογικά ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνας. Τό μέγα αὐτό μυστήριο φανερώνεται στόν κόσμο διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιά τό λόγο αὐτό θά πρέπει νά κατανοοῦμε ὅτι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, σώζει τόν κόσμο, ὄχι μέ αὐτά πού κάνει, ἀλλά μέ αὐτό πού εἶναι. Ἑπομένως, αὐτά πού ἐνεργεῖ ὁ Χριστός, δηλαδή θαύματα, ἰάσεις ἀσθενῶν κλπ., μᾶς βοηθοῦν νά καταλάβουμε αὐτό πού εἶναι, διότι αὐτό συνιστᾶ τήν σωτηρία μας! Καί αὐτό εἶναι ἡ ἀπόλυτη κοινωνία τῆς Χάριτος, τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, μέ τίς ἐνέργειες τοῦ ἀνθρώπου, πού πραγματοποιεῖται στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ἔχουμε καί ἐμεῖς πλέον τόν τρόπο νά μετάσχουμε χαρισματικά στή θεία φύση μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, νά γίνουμε «θείας φύσεως κοινωνοί» ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος25. Ὅταν λ.χ. μεταλαβάνουμε «Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ», παρόλο πού τά θεῖα Δώρα εἶναι ὑλικά, κοινωνοῦμε μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὁποῖα εἶναι ἑνωμένη ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε κατά Χάριν αὐτό τό ὁποῖο Ἐκεῖνος ἔχει κατά φύσιν. Αὐτῆς τῆς δωρεᾶς ἀξιώνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν «πιστεύει στό φῶς».

Ὑπάρχει ἀκριβῶς σχετική προτροπή τοῦ Κυρίου μας στό ἱερό Εὐαγγέλιο, γιά ὅλους τούς Χριστιανούς: «Ἕως τό φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τό φῶς, ἵνα υἱοί φωτός γέννησθε».26 Ἕως ὅτου ἔχετε μεταξύ σας ἐμένα ἀνάμεσά σας, λέγει ὁ Θεάνθρωπος, πού εἶμαι τό φῶς, νά πιστεύετε στό φῶς καί νά ἀναγνωρίσετε ὅτι ἐγώ εἶμαι τό φῶς, ὥστε να γίνεται καί σεῖς παιδιά τοῦ φωτός, δηλαδή νά φωτισθεῖτε ἀπό τό δικό μου φῶς τῆς ἀληθείας καί τῆς ἁγιότητος. Δέν πρόκειται γιά ποιητική μεταφορά, σχῆμα λόγου, ἤ ἄλλη φράση, ἀλλά γιά πρόταση ἡ ὁποία ἐνέχει μέγα βάθος θεολογικό. Ὁμιλώντας στό συγκεκριμένο χωρίο ὁ Κύριος γιά τό φῶς, ἐννοεῖ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀναπαύεται σ᾿ Αὐτόν, στήν ἀνθρώπινη φύση Του. Συνεπῶς, εἶναι εὔκολο νά κατανοηθεῖ τί ἐννοεῖ ὁ Χριστός λέγοντας «πιστεύετε εἰς τό φῶς», ἐννοώντας ὅτι πρέπει νά πιστεύουμε ὑπαρξιακῶς στήν θεότητά Του, ἐκ τῆς ὁποίας λάβαμε τήν σωτηρία καί γίναμε «καινή κτίσις»27.

Καί τοῦτο διότι ὁ Γλυκύτατος Σωτῆρας μας Ἰησοῦς Χριστός εἶναι δρόσος, ὕδωρ καί ποταμός. Ἔτσι τόν προσαγορεύει ἕνας μεγάλος Πατήρ καί βαθυστόχαστος, ὁ ὁποῖος μέ ἕναν μοναδικό θά λέγαμε τρόπο εἰσέδυσε στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, καί δρόσος λέγεται καί ἐστίν· καί ὕδωρ καί πηγή καί ποταμός ὡς γέγραπται· κατά τήν ὑποκειμένην δηλονότι τῶν δεχομένων δύναμιν, ταῦτα καί ὤν καί γενόμενος».28 

______________________________________________________


1 Δ. Τσάμη, Εἰσαγωγή στή σκέψη τῶν Πατέρων τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, σελ. 294.
2 Βλ. Γ. Μαρτζέλου, Κατάφαση καί ἀπόφαση κατά τήν ὀρθόδοξη Πατερική Παράδοση (ἄρθρο).
3 MPG. 94, 848 Β.
4 Βλ. Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 1, 4, MPG. 94, 800 Β.
5 Π. Χρήστου, Τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ἐκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 35.
6 Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 5, MPG. 3, 1045 D.
7 Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τόν βίον τοῦ Μωυσέως, Εἰσαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια, ἀρχιμ. Παγκράτιος Μπρούσαλης, ἐκδ, Ἀποστολικῆς Διακονίας, σελ. 176.
8 Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, όπ. παρ., 2, PG 3, 1025 ΑΒ. Μαξίμου Ομολογητού, Πρός Θαλάσσιον, Περί διαφόρων ἀπόρων τῆς Θείας Γραφῆς 25, PG 90, 333 CD .
9 ὅπου π. Γ. Μαρτζέλου, Κατάφαση…
10 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί Μυστικῆς Θεολογίας, 5, MPG. 3, 1045 D.
11 Εὐσεβίου, Εἰς Κωνσταντῖνον βασιλέα τριακονταετηρικός 12, MPG. 20, 1385 B.
12 Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί μυστικής Θεολογίας, Πρός Τιμόθεον, 1, 2, PG 3, 1000 B. 3, PG 3, 1033 C. Μαξίμου Ομολογητού, Μυσταγωγία, Προοίμ., PG 91, 664 Β .
13 Ν. Ματσούκα, Δογματική Γ΄, σελ. 137
14 Βλ. Μυσταγωγία, Προοίμ., MPG 91, 664 Α.
15 Βλ. Μ. Βασιλείου Ἐπιστολή 234, 1, PG 32, 869 ΑΒ. Ὁ δέ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ὀνομάζει «δυνάμεις». Ἄλλοι Ἅγιοι τίς ὀνομάζουν «προόδους» κλπ., στοιχούμενοι βεβαίως στήν ἴδια ὀρθόδοξο Διδασκαλία. Αὐτήν τήν πατερική Παράδοση περί τοῦ θέματος αὐτοῦ ἀνέπτυξε διεξοδικῶς τόν 140ο αἰώνα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἔχοντας ἐνώπιόν του τίς προκλήσεις τῆς δυτικῆς θεολογίας στό πρόσωπο τοῦ Βαρλαάμ Καλαβροῦ, ὁ ὁποίος κύρηττε ἕναν ἀμέθεκτο Θεό, ἀποκλείοντας τό ἄκτιστο τῆς θείας ἐνεργείας καί τό μεθεκτόν τοῦ Θεοῦ. Οὐσιαστικά ὁ Βαρλαάμ ἀπέκλειε τήν δυνατότητα τῆς σωτηρίας, ἀφοῦ γκρέμιζε τή «γέφυρα» (τό «συνδοῦν», κατά τή φράση τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ), πού ἑνώνει τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο.
16 Πρ. ιδ΄, 17
17 Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Κατά Ἀκινδύνου: «Ὅτι φῶς ὁ Θεός οὐ κατ᾿ οὐσίαν, ἀλλά κατ᾿ ἐνέργειαν λέγεται». MPG. 150, 823.
18 Βλ. Vladimir Lossky, Ἡ Μυστική Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, σελ. 264.
19 Ὁμιλία ΛΔ΄, Εἰς τήν Σεπτήν Μεταμόρφωσιν…, ΕΠΕ, 10, 374.
20 Π. Χρήστου, Τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, σελ. 35.
21 Πράξ. 22, 7.
22 ὅπου π.
23 Π. Χρήστου, Θεολογικά μελετήματα, Νηπτικά και Ἠσυχαστικά, σελ. 217
24 Τήν ὕπαρξη τοῦ σπερματικοῦ λόγου ὡς μιᾶς προπαιδείας τῆς ἐν Χριστῷ Ἀαποκαλύψεως, δέχονται πολλοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως λ.χ. ὁ Μ. Ἀθανασιος, οἱ Καππαδόκες, ὁ ἱερός Χρυσόστομος, γράφοντας μάλιστα ὅτι «ὡς ἐν αἰνίγματι ὑπάρχει μέρος τῆς ἀληθείας» (MPG. 55, 498. 62, 20) κ.ἄ. (Βλ. Σπ. Τσιτσίγκου, περί σπερματικοῦ λόγου, ἄρθρο).
25 Β΄Πέτρ. 1, 14.
26 Ἰω. 12, 36.
27 Β΄ Κορ. 5, 17.
28  Περί θεολογίας καί τῆς ἐνσάρκου οίκονομίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, MPG. 90, 1153BC

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Ο ΠΑΥΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΟΥ

Picture


ὑπό π. Νικηφόρου Νάσσου

Κατ᾿ ἔτος, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πανηγυρίζει (29 Ἰουνίου) γηθοσύνως καί μεγαλοπρεπῶς τὴν πολιτεία καὶ τὸ ἔργο τῶν Κορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου καί τιμᾷ αὐτούς τούς ποταμούς τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, «τούς θεοκηρύκων πρωτοστάτας», κατά τό ὑμνολογικόν. Οἱ Ὀρθόδοξοι, ὀφείλουμε εὐγνωμόνως νά ἑορτάζουμε αὐτούς οἱ ὁποῖοι τόσο ἐκοπίασαν γιά τήν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. 

Στό κείμενο πού ἀκολουθεῖ, γίνεται λόγος γιά τόν πρωτοκορυφαῖο Ἀπόστολο Παῦλο, τόν ἁγιώτατο πρῶτο θεολόγο τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν, αὐτόν ὁ ὁποῖος δέν ἐγνώρισε προσωπικῶς τόν θειότατο Διδάσκαλο καί Ἀρχηγό τῆς Πίστεώς μας Ἰησοῦ Χριστό κατά τήν ἐπί γῆς διά σώματος Παρουσία Του, ἀλλ᾿ ἀξιώθηκε νά τόν γνωρίσει κατά τήν ἀποκάλυψή Του σ᾿ αὐτόν, ὅπου ἔλαβε καί τήν κλῆση στό ἀποστολικό ἀξίωμα. Θά ἀναφερθοῦμε εἰδικά στήν θεοπτική ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ «σκεύους τῆς ἐκλογῆς», Παύλου, «τοῦ φθάσαντος ἕως τρίτου οὐρανοῦ», ὥστε νά καταδειχθεῖ ἀφενός μέν ἡ μεγάλη του ἁγιότητα, ἀφετέρου δέ ἡ κοινή γιά τούς Ἁγίους ἐμπειρία τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μετοχῆς στήν «Δόξαν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ», δηλ. ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Αὐτό θά γίνει προσεγγίζοντας κάποια κείμενα καί Πατερικές ἑρμηνείες σχετικά μέ αὐτή τή μοναδική γιά τόν ἄνθρωπον τιμῆς, τῆς ὁποίας ἀξιώθηκε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δηλ. τῆς ἑνώσεώς του μετά τοῦ Θεοῦ καί τῆς μετοχῆς του «κατά Χάριν» στήν θεοποιόν «Δόξαν», μέσῳ τῶν ἀκτίστων Θείων ἐνεργειῶν.

Ὁ θεοείκελος καί πνευματέμφορος ἀπόστο­λος τῶν ἐθνῶν εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος στά θεόπνευστα κείμενά του μᾶς δια­βε­βαιώ­νει ὅτι ἀνθρώ­πι­νος ὀφθαλμός δέν εἶδε, ἀνθρώ­πι­νον αὐτί δὲν ἄκου­σε καὶ ἀνθρώ­πι­νος νοῦς καί καρ­διά δέν συ­νέ­λα­βε καί δέν μπόρεσε νά ἐπι­θυ­μή­σει ἐκεῖνα τά ἀνεί­πω­τα ἀγα­θά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, αὐτά τά ὁποῖα ἔχει ἑτοι­μά­σει ὁ Θε­ός γι᾿ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἀλη­θινά καὶ ἔμπρά­κτα Τόν ἀγά­πη­σαν ἤδη ἀπό τὴν πα­ροῦσα ζω­ή: «Ἅ ὀφθαλ­μός οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκου­σε καί ἐπί καρ­δί­αν ἀνθρώ­που οὐκ ἀνέ­βη, ἅ ἡτοί­μα­σεν ὁ Θε­ός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν»1. Τά κα­τα­θέ­τει στήν Ἐκκλη­σί­α ὁ νοῦς ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖ­ος, με­τά ἀπό τήν θε­ο­πτι­κή ἐμπει­ρί­α τὴν ὁποία εἶχε, ἄρδευ­σε πλου­σίως τήν Ἐκκλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ μέ τήν ὑψη­λή του Θεολο­γί­αν καί τίς πο­λυ­τι­μότατες Ἐπι­στο­λές του, οἱ ὁποῖες, κα­τά τόν ἱε­ρό Χρυσό­στο­μο, ἀπο­τελοῦν κι­βω­τό πνευ­μα­τι­κή, πο­λύ ἀνώτερη τῆς πα­λαιᾶς ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Νῶε, κι­βω­τοῦ, ἡ ὁποία ἅρπα­ξε ἀπό τά κύ­μα­τα τῆς ἀπι­στί­ας ὅλη τήν Οἰκουμένη, γιά νά τή σώ­σει ἀπό τόν πνευμα­τικό κα­τα­πο­ντισμό2.

Αὐτός ὁ μα­κά­ριος Παῦλος ἀξιώθηκε μιᾶς μικρᾶς γεύ­σεως αὐτῶν τῶν ὑπερ­κο­σμί­ων ἀγαθῶν, τά ὁποῖα ὑπερ­βαί­νουν κά­θε νοῦ, διάνοια καὶ σκέ­ψη, κά­θε αἴσθη­ση καὶ ἐπι­θυ­μί­α. Στήν Β’ πρὸς Κο­ριν­θί­ους Ἐπι­στο­λή του μᾶς ὁμι­λεῖ γιά «ὀπτασίας καί ἀπο­κα­λύ­ψεις Κυ­ρί­ου», τίς ὁποίας ἀξιώθηκε νά βιώσει3, ἐφόσον «ἡρπά­γη» στόν Πα­ρά­δει­σον καί ἄκου­σε «ἄῤῥη­τα ῥή­μα­τα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι»4. Περι­πά­τη­σε ὁ Παῦλος στόν Οὐρανόν, θά λέ­γαμε, ὅπως ἐμεῖς περι­πα­τοῦμε στούς δρό­μους καί τίς οἰκί­ες μας! Ἔφθα­σε «ἕως τρί­του Οὐρα­νοῦ»!

Πρίν ἀναφερθοῦμε στὰ «ἄῤῥη­τα ῥή­μα­τα» τοῦ Παῦλου, ἄς δοῦμε συνοπτικά πῶς ἡ Πατερική μας Παράδοση ἑρμηνεύει τήν οὐράνια ἄκτιστη ἀποκάλυψη, τὴν ὁποία εἶχε, δηλ. αὐτό τό ὁποῖο ὀνομάζεται ἀπό τούς θεοφόρους Ἁγίους «ἁρπαγή».

Μεταξύ τῶν σχολιαζόντων τόν ἄρρητον χαρακτῆρα τῆς «ἁρπαγῆς» τοῦ Παῦλου, αὐτὴ τήν θεωτική ἐμπειρία του, εἶναι καί ὁ «ἄριστος θεολόγος» τῆς Ἐκκλησίας μας, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, αὐτός ὁ ὁποῖος εἶχε τήν ἴδια μέ τόν θεόπτη Ἀπόστολο ἐμπειρία, καί γι᾿ αὐτό μποροῦσε νά ὁμιλεῖ καί νά τήν ἑρμηνεύει αὐθεντικά.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κάνει λόγο γιά τήν ἑνότητα τῆς θεωτικῆς ἐμπειρίας, ἡ ὁποία λειτουργεῖ σέ ὅλους τοὺς Ἁγίους, τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης (διότι πράγματι ὑφίσταται ἑνότητα ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Ἁγίων μέσα στήν Ἱστορία μέσῳ τῶν θεοφανειῶν), προκειμένου νά ἀνατρέψει τήν ἄποψη τῶν Εὐνομιανῶν περί τῆς δυνατότητος γνώσεως τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς κτιστότητος τοῦ Υἱοῦ ἀλλὰ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐφόσον δὲ ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται σέ διαφόρους Ἁγίους θεόπτες, καταλήγει στόν ἀπόστολον τῶν ἐθνῶν Παῦλον, τοῦ ὁποίου τήν ἐμπειρία ὀνομάζει «μυστήριον τῆς ἁρπαγῆς». Σέ ἄλλο δὲ σημεῖο τήν ὀνομάζει«πρόοδον, ἤ ἀνάβασιν ἤ ἀνάληψιν»5. Ὁμολογεῖ δέ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος ὅτι καί αὐτός εἶχε ἀνάλογη ἐμπειρία τῆς ἀκτίστου πραγματικότητος, τήν ὁποία περιγράφει ὡς πορεία καί ἀνάβαση ἕως ὅτου ὁ ἄνθρωπος καταληφθεῖ «ὑπό ἐκπλήξεως» ἐνώπιον τοῦ ἀκαταλήπτου ὄχι μόνο τῆς ἀπροσίτου φύσεως τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του, τίς ὁποίας καί ὀνομάζει«κρίματα». Ὁ Παῦλος, λοιπόν, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο, «πειρᾶται (προσπαθεῖ) μέν ἀφικέσθαι, οὔπω λέγω τῆς τοῦ Θεοῦ φύσεως, τοῦτο γάρ ἤδει παντελῶς ἀδύνατον ὄν, ἀλλά μόνον τῶν τοῦ Θεοῦ κριμάτων»6.

Μιάν ἄλλη πνευματικότατη ἑρμηνεία συναντοῦμε στόν Ὅσιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη, τόν συγγραφέα τῆς περιφήμου «Κλίμακος». Ἐκεῖ ἡ «ἁρπαγή» ταυτίζεται, μᾶλλον προέρχεται, ἀπό τήν τελεία προσευχή, ἡ ὁποία κατορθώνεται μετά ἀπό πολύν ἀγῶνα καί ἄνοδο πνευματική. Συγκεκριμένα ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης γράφει ὅτι «ἀρχή μέν προσευχῆς, προσβολαί μονολογίστως διωκόμενοι ἐκ προοιμίων αὐτῶν∙ μεσότης δὲ τό ἐν τοῖς λεγομένοις καί νοουμένοις εἶναι τήν διάνοιαν∙ τό δέ ταύτης τέλειον, ἁρπαγή πρὸς Κύριον»7. Ἑπομένως, μποροῦμε ἀμυδρῶς νά ἀναλογισθοῦμε πόση δύναμη προσευχῆς εἶχε ὁ Μέγας Παῦλος τῶν ἐθνῶν!... Εἶχεν τόση καί τέτοια, ὥστε νά ἀξιωθεῖ νά κατοπτεύσει τά κάλλη τοῦ πνευματικοῦ οὐρανοῦ, «ἑωρακέναι αὐτόν τοῦ παραδείσου τό κάλλος καί τάς ἐν ἐκείνῳ τῶν ἁγίων χορείας, καί τήν παναρμόνιον τῆς ὑμνωδίας φωνήν»8.

Ἐπίσης, διάφορες ἑρμηνείες παρέχουν οἱ ἱεροί σχολιασταί σχετικά καί μέ τόν «τρίτον οὐρανόν», ὅπως λέγεται, στόν ὁποῖον ἔφθασε τό «θεήλατον ὄργανον» καί «σκεῦος τῆς ἐκλογῆς» τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἀπό τίς πολλές ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τήν ἀναγωγική ἑρμηνεία, τὴν ὁποίαν παρέχει ὁ Θεοφύλακτος, γράφοντας τά ἑξῆς σημαντικά: «Ἔστι γάρ πρῶτος οὐρανός, τό πέρας καί ὁ ὅρος τῆς ἠθικῆς, ὅταν τις τά ἤθη ἑαυτοῦ ῥυθμίσῃ. Εἶτα ἡ φυσική, δεύτερος οὐρανός, ὅταν τις τήν γνῶσιν τῆς τοῦ παντός φύσεως, ὡς ἐφικτόν,περιορίσῃ. Εἶτα ἡ θεολογική, τρίτος οὐρανός, ὅταν τις τό ἐφικτόν τέως αὐτῷ μέτρῳ τῆς τῶν θειοτέρων καί ὑπέρ γνῶσιν καταλήψεως φθάσῃ διά θεωρίας»9.

Ὁ «τρίτος οὐρανός», λοιπόν, κατά τόν Θεοφύλακτο, ταυτίζεται μέ τήν κατάληψη τῶν «θειοτέρων», ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τὴ γνῶση, ἀποκτᾶται μέ τόν νοῦ καί κατορθώνεται «διά θεωρίας»10.

Στήν κατάσταση αὐτή, ὁ θεούμενος ἄνθρωπος ἁρπάζεται «ἐν τοῖς περί τήν Τριάδα τόποις», ὅπως χαρακτηριστικά λέγει ὁ προρρηθείς ἱερός Θεοφύλακτος11, καί αὐτοί οἱ «τόποι» τῆς Ἁγίας Τριάδος ταυτίζονται μέ τίς ἄκτίστες ἐνέργειες τοῦ Παναγίου Θεοῦ, ὅπως ἐξηγεῖ καί ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό Συμβουλευτικόν του Ἐγχειρίδιο.

Στό αὐτὸ ἑρμηνευτικό πλαίσιο κινεῖται καί ἡ ἀνάλυση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος καί αὐτός μέ τόν δικό του τρόπο, θεολογεῖ καὶ παρουσιάζει τήν ἴδια πνευματική καί θεοπτική ἐμπειρία τῶν Ἁγίων στήν ἱστορία. Κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, κήρυκα τῆς Χάριτος καί τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, ὑπάρχει ταυτότης πνευματικότητος καί ἐμπειριῶν στήν Παλαιά καί τὴν Καινή Διαθήκη, ἀλλ᾿ ἁπλῶς ὑφίσταται κάποια λεκτική διαφοροποίηση.

Ἡ πνευματική ἐμπειρία ἐκφράζεται ποικιλοτρόπως. Ἔτσι, βλέπουμε λ.χ. τόν Κύριό μας νά λέγει στούς Μαθητάς του: «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τόν λόγον μου τηρήσῃ, καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν»12. Αὐτή ἡ ἀναφερομένη ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό «ἔλευσις» εἶναι, κατά τόν Γρηγόριο Παλαμᾶ, «ἡ πρός αὐτόν ἡμῶν δι᾿ ἀποκαλύψεως ἄνοδος», δηλαδή ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως, τά «ἄκτιστα ῥήματα» τοῦ Παύλου τῶν ἐθνῶν. Τά ἴδια, λοιπόν, πράγματα, σημειώνονται μέ διαφορετικά ὀνόματα σέ κάθε ἐποχή. Συνεπῶς, ἡ χρῆση τῶν ὅρων «ἁρπαγή», «ὑπερουράνιος ἄνοδος», «ἔλευσις», «μονή» καὶ«ἐμφάνεια» προσδιορίζουν τήν ἴδια πραγματικότητα. Ὁ θεόπτης καί πνευματέμφορος Παλαμᾶς ἑρμήνευε τήν ἁρπαγή τοῦ Παύλου ὡς ἔχων καί αὐτός προσωπική πεῖρα τῶν ἀρρήτων μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, τῶν προσγινομένων στήν καθαρά ψυχή.

Ὡστόσο, ὁ ἴδιος «ἐπιμένει κυρίως στή συμμετοχή ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου στή θεοποιό χάρη, δόξα καί Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, σημειώνοντας ὅτι στήν κατάσταση αὐτή ὁ νοῦς ἁρπάζεται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τό σῶμα μεταστοιχειώνεται σέ σῶμα πνευματικό, δεκτικό δηλ. τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό εἶναι δυνατόν, διότι τό φῶς τῆς θεωρίας, τό ὁποῖον ταυτίζεται μέ τή δόξαν καί τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἄκτιστον καί, κατά συνέπεια, ἡ μετοχή εἰς αὐτό καταργεῖ κατά Χάριν τήν κτιστότητα τῆς δημιουργημένης φύσεως τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ἀγγέλων»13. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς, στήν περίπτωση τῆς «ἁρπαγῆς» τοῦ Παύλου θὰ μᾶς πεῖ ὅτι ὁ θεόπτης ἀπόστολος«κατά τήν ἐξαισίαν ἁρπαγήν ἐκείνην, ἀγνοεῖν ἑαυτόν φησί τί ἦν»· λέγει δηλ. ὅτι δέν γνώριζε τί ἦταν ὁ ἑαυτός του! Ἔβλεπε, λέγει τόν ἑαυτό του ὁ Παῦλος, ἀλλά πῶς; Αἰσθητῶς ἤ λογικῶς ἤ νοερῶς; Ἀλλ᾿ ἐφόσον εἶχε ὑποστεῖ «ἁρπαγήν», ἀνυψώθη ἐπάνω ἀπό αὐτές τίς δυνάμεις. Ἄρα (λέγει ὁ Γρηγόριος), ὁ ἀπόστολος «διά τοῦ τήν ἁρπαγήν ἐξειργασμένου Πνεύματος ἑώρα ἑαυτόν», δηλ. ἔβλεπε τόν ἑαυτό του διά τοῦ Πνεύματος τό ὁποῖο πραγματοποίησε τήν«ἁρπαγή».14

Ὑπογραμμίζει ἐπίσης ὁ ἱερός Γρηγόριος τήν μεγάλη ἀλήθεια ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος (ὅπως συμβαίνει μέ κάθε ἄνθρωπο πού φθάνει στήν χαρισματική θέωση), ὅταν ἔπαυσε ἀπό ἐδῶ νά ζεῖ τήν ζωή πού ἔχει χρόνο, ἀλλά τήν ἄλλη ζωή, τήν «θείαν καί ἀΐδιον» ὅπως τήν ὀνομάζει, πού προέρχεται ἀπό τό Λόγο ὁ Ὁποῖος κατοίκησε μέσα του, τότε κατέστη ἄναρχος κατά χάριν καί ἀτελεύτητος, «ἄναρχος καί ἀτελεύτητος γέγονε τῇ χάριτι». 15

Κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες τήν ἄκτιστη ἐμπειρία τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν!

Ποιά εἶναι, ὅμως, τά ἀνέκ­φρα­στα ἐκεῖνα λόγια, τά «ἄρρη­τα ρή­μα­τα», πού ἄκου­σε ὁ Ἀπό­στο­λος κα­τά τή μο­να­δι­κή ἐκείνη, γλυ­κυ­τά­τη καί πα­νευφρό­συ­νη Θεί­α «περιοδεία» στόν κό­σμον τοῦ Οὐρα­νοῦ; Ὑπάρ­χει ἐν προ­κει­μένῳ μί­α θε­ο­λο­γι­κότατη ἀνά­λυ­ση, προ­σφε­ρόμε­νη ἀπό ἄνθρω­πο, ὁ ὁποῖος ἦταν καί αὐτός θε­ό­πτης, μέ ἐμπει­ρί­ες Χά­ρι­τος, ἁγιο­πνευ­μα­τικές. Πρό­κειται γιά τόν Ἅγιο Συ­με­ών τόν Νέ­ο Θε­ο­λό­γο, ὁ ὁποῖος, ὡς θε­ού­μενος, ἐλλα­μπό­με­νος καί κα­ταυ­γα­ζό­με­νος ἀπό τὸ Θεῖο καὶ Ἄκτι­στο Φῶς τοῦ Τρια­δι­κοῦ Θε­οῦ, μπο­ροῦσε πραγ­μα­τι­κά νά ἑρμη­νεύ­σει αὐτήν τήν ἐμπει­ρί­α τοῦ Παῦλου, ὅπως καί τό ἔπρα­ξε, καί μᾶς πε­ριέ­γραψε τί εἶναι ἐκεῖνα τά «ἄρρη­τα ρήματα», πού ἀνέφε­ρε ὁ Παῦλος. Στόν 52ο λό­γο του ὁ ἅγιος Συ­με­ών ἀνα­λύ­ει τό θέ­μα αὐτό, λέ­γο­ντας ὅτι «ρῆμα» εἶναι ὁ λό­γος καί ὁ λό­γος λέ­γε­ται ρῆμα. Τὰ ρήμα­τα καί οἱ λό­γοι τῶν ἀνθρώ­πων λα­λοῦνται μέ τά στό­μα­τα καί ἀκού­γο­νται ἀπό τούς ἀνθρώ­πους μέ τά αὐτιά. Ἀλλά, ἐνῶ αὐτά ἰσχύ­ουν γιά τούς κτι­στούς ἀνθρώ­πους, στόν Ἄκτι­στον Θε­όν τά δε­δο­μένα εἶναι διαφορε­τι­κά. Ἔτσι, κατά τόν αὐτόν πνευ­μα­τέμ­φο­ρο Πατέ­ρα, τό ρῆμα καὶ ὁ λό­γος, πού ἐξέρ­χονται ἀπό τό «στό­μα» τοῦ Θε­οῦ, «εἶναι τε­λεί­ως ἀνε­κλά­λη­τος καί ἀνερ­μή­νευ­τος ἀπό ἀνθρω­πί­νην γλῶσσαν, καί πα­ντελῶς ἀχώ­ρη­τος εἰς ἀνθρω­πί­νην ἀκο­ήν»16.

Ποιό, ὅμως εἶναι τό «στό­μα» τοῦ Θε­οῦ; Κα­τά τήν ἀνω­τέ­ρω θε­ολο­γι­κή ἀνά­λυση τοῦ Ὁσίου Συμε­ών,ρῆμα ἤ λόγος τοῦ Θε­οῦ εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θε­οῦ καί Πα­τρός, ὁ Κύ­ριος Ἰη­σοῦς Χριστός. Καὶ «στό­μα» τοῦ Θε­οῦ, τό ὁποῖο λα­λεῖ τά ἄρρη­τα, εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως τό βλέ­που­με στό προ­φη­τικό χω­ρί­ο «Τό γάρ στό­μα Κυ­ρί­ου ἐλά­λη­σε ταῦτα»17. Στή συνέχεια, ὁ Ἅγιος ἀνα­λύ­ει ὅτι, ὅπως ἐδῶ στά ἀνθρώ­πι­να δε­δο­μέ­να, δέν μπορεῖ νά ἐξέλ­θει ὁ λό­γος, ἐάν δέν ἀνοί­ξουμε τό στό­μα μας, ἔτσι,«καί ὁ Υἱός τοῦ Θε­οῦ καί Λό­γος δέν δύ­να­ται να γνω­ρι­σθῇ, ἤ να ἀκου­σθῇ, ἀνί­σως καὶ δὲν ἀπο­κα­λυ­φθῇ διά τοῦ Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος». Καί ὅπως δέν ἐξέρχεται ὁ λό­γος ἀπό τό δι­κό μας στό­μα, ἄν δέν τό ἀνοί­ξου­με, ἔτσι καί τό «στό­μα» τοῦ Θε­οῦ, τό Ἅγιον Πνεῦμα, δεν μπορεῖ νά λα­λή­σει, «ἄν δέν ἀνοι­χθῇ διά τῆς ἐλλάμ­ψε­ως», δη­λα­δή, ἄν δέν φω­τι­σθεῖ ὁ δι­κός μας νοῦς μέ τή δι­κή Του ἔλλαμ­ψη. Καί, ἔπει­τα, φθά­νει πλέ­ον ὁ ἅγιος Συ­με­ών σ᾿ αὐτό τό γεγο­νός τῆς ἁρπαγῆς τοῦ Παύ­λου στόν Πα­ρά­δει­σο, γιά νά μᾶς ἐξη­γή­σει ὅτι τά ἀνε­κλά­λη­τα ἐκεῖνα ρή­μα­τα, πού ἄκου­σε ὁ κο­ρυ­φαῖος Ἀπό­στο­λος, εἶναι ἄρρη­τα, εἶναι δηλ. οὐρά­νιες καί ἀγνώ­ρι­στες γνώ­σεις καί θε­ω­ρί­ες τῆς ἀκα­ταλήπτου Δό­ξης τοῦ Θε­οῦ, πού ἀπο­κα­λύ­πτο­νται στούς ἀξί­ους νά τά δε­χθοῦν…Εἶναι «αἱ ἀπό­κρυ­φοι, καὶ ἐπ᾿ ἀλη­θεί­ας ἀνερ­μή­νευ­τοι, καί ἀθέ­α­τοι διά τῆς ἐλλάμ­ψε­ως τοῦ Ἁγί­ου Πνεύ­μα­τος θε­ω­ρί­αι, καί αἱ με­γα­λο­πρε­πεῖς καί ἀγνώ­ρι­στοι γνώ­σεις τῆς ὑπερ­φώ­του, καί ὑπε­ρα­γνώ­στου δό­ξης τε και Θε­ό­τη­τος τοῦ Υἱοῦ και Λό­γου τοῦ Θε­οῦ, αἱ ὁποῖαι ἀπο­κα­λυ­πτό­με­ναι δεί­χνονται εἰς ἐκείνους ὁποῦ εἶναι ἄξιοι φανερώτε­ρα καί κα­θα­ρώ­τε­ρα∙ αὐτά λέ­γω τά ἀνή­κου­στα ἀκούσμα­τα τῶν ἀνε­κλα­λή­των ρη­μά­των∙ ἡ μέ ἀκα­τα­νο­η­σί­αν κα­τα­νό­η­σις τῶν ἀκα­τα­νο­ή­των πραγ­μά­των»18!

Ἡ νο­ερὰ ἁρπαγὴ τοῦ ἀπο­στό­λου Παύ­λου στὰ ὑπε­ρου­ρά­νια σκηνώμα­τα, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυ­σό­στο­μο, δη­λώνει τὴν κατὰ Χά­ριν θέ­ω­ση τοῦ Ἀπο­στό­λου, ὅπου «ἐν τούτῳ γὰρ ἡ ἀληθής ἐστιν εἴδη­σις τοῦ ζη­τουμένου καὶ ἐν τούτῳ τὸ ἰδεῖν ἐν τῷ μὴ ἰδεῖν, ὅτι ὑπέρκειται πάσης εἰδήσε­ως τὸ ζη­τούμε­νο, οἷόν τι­νι γνόφῳ τῇ ἀκα­τα­ληψίᾳ πα­νταχόθεν διει­λημ­μένον»19, σύμ­φω­να μὲ τὸν σοφότατο τῆς Νύσ­σης ἐπί­σκο­πο, τον μυστιπόλο Γρη­γόριο.

Στὴν με­τα-λο­γική, ποι­η­τικὴ καὶ μυ­στικὴ αὐτὴ ἱερὰ γλῶσσα, ὁ θε­ο­λό­γος – μύ­στης, ἑνού­με­νος κατ᾿ ἐνέργειαν, μὲ τὸ Θεῖον, ἀπευ­θύ­νε­ται προ­σωπικά σ᾿ Αὐτὸ εὐχε­τικά, πα­ρα­κλη­τι­κά, εὐχαρι­στιακά καὶ δο­ξο­λο­γι­κά: «ἐλθέ τό ἀνεκ­φώ­νη­τον πρᾶγμα, ἐλθέ τό ἀκα­τα­νό­η­τον πρό­σω­πον»20, ὁμι­λῶν παρα­δο­ξο­λο­γικῶς διὰ μία ἀκα­τα­νό­η­το κα­τα­νόη­ση: «Ὅν οἱ πε­πλου­τη­κό­τες ὁρῶσιν ἀο­ρά­τως αὐτοῦ τοῦ Θε­οῦ τό ἄφρα­στον κάλ­λος· κρα­τοῦσιν ἀνε­πά­φως, κα­τα­νο­οῦσιν ἀκα­τα­νο­ή­τως τό ἀνεί­δε­ον εἶδος αὐτοῦ, τήν ἄμορ­φον μορ­φήν καί τό ἀσχη­μά­τι­στον σχῆμα ἐν ἀθε­άτῳ θέᾳ καί ἀσυν­θέτῳ κάλ­λει ἀποι­κίλ­τως πε­ποι­κιλ­μέ­νον»21.

Νά λοπόν, γιατί εἶναι μέγας θεολόγος ὁ Παῦλος! Γι᾿αὐτό τόν τιμᾶ ἰδιαζόντως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὑπέρ τῆς ὁποίας τόσο κοπίασε! Ἀλλά κατακλείοντας τήν ταπεινή αὐτή ἀναφορά, ἐνῶ θα μπορούσαμε νά ἀφήσουμε νά μιλήσει γιά τόν Παῦλο, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κατ᾿ ἐξοχήν γνώρισε, κατενόησε καί ἑρμήνευσε τόν Παῦλο καί αὐτός εἶναι τό «στόμα τοῦ Παύλου», ὅπως ἔχει χαρακτηρισθεῖ, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὁ θεορρήμων καί Χρυσόστομος ὁ ὁποῖος παρουσιάζει τό ὕψος καί τό μεγαλεῖο τοῦ ὄντως μεγίστου τῶν ἀποστόλων, μέσα ἀπό τήν ἐμπνευσμένην γραφίδα του, δεν θα το κάνουμε διότι θα ἐκφύγουμε τῶν ὁρίων τοῦ κειμένου αὐτοῦ, ἀλλά καί τοῦ θέματος πού ἐδῶ ἐξετάζουμε. Θά συστήσουμε, ὡστόσο, στούς εὐλαβεῖς ἀναγνῶστες νά μελετήσουν τούς σχετικούς χρυσοστομικούς λόγους «Εἰς τόν Ἅγιον Ἀπόστολον Παῦλον». (ΕΠΕ, 36). Θά κατακλείσουμε μόνο μέ τά ἐξυμνητικά λόγια τῆς θεοπνεύστου ὑμνολογίας πρός τόν ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν, τά σχετικά μέ τήν θεοπτική ἐμπειρία του:

«Ἐν ἐκστάσει ἐπαρθείς, τόν τρίτον φθάσας πόλον Πανόλβιε, καί ἐπακούσας ἀρρήτων λόγων βοᾶς, Δόξα τῷ Ἀνωτάτῳ Πατρί, καί τῶ Υἱῷ ἀπαυγάσματι συνθρόνῳ, τῷ ἐρευνῶντι σαφῶς Πνεύματι Θεοῦ τά βάθη».22

___________________________________________________


1 Α’ Κορ. 2, 9.
2 Εἰς τὸν Ἅγιον Παῦλον, ὁμι­λί­α Α’, Ε­ΠΕ 36, 404: «Και έ­κεῖνος μέν (ὁ Νῶε), ἑαυ­τόν μετά τῶν παί­δων διέ­σω­σε μό­νον∙ οὖτος δέ, πο­λύ χα­λε­πω­τέ­ρου τήν οἰκου­μέ­νην κα­τα­κλυ­σμοῦ κα­τα­λα­βό­ντος, οὐ σα­νί­δας πη­ξά­με­νος καί κι­βω­τόν ποι­ή­σας, ἀλλ’ἀντί σανί­δων τάς ἐπι­στο­λάς συν­θείς, οὐ δύ­ο και τρεῖς καί πέ­ντε συγ­γε­νεῖς, ἀλλά τήν οἰκου­μέ­νην ἅπα­σαν, κα­τα­πο­ντίζε­σθαι μέλ­λου­σαν, ἐκ μέ­σων ἥρπα­σε τῶν κυ­μά­των».
3 Β’ Κορ. 12, 1: «Ἐλεύ­σο­μαι γάρ εἰς ὀπτα­σί­ας καί ἀπο­κα­λύ­ψεις Κυ­ρί­ου».
4 Ὅπ.π., σ. 1-4.
5 Λόγ. 28, 20, ΕΠΕ 4, 72, MPG 36, 52 C: «Παῦλῳ δέ εἰ μέν ἔκφορα ἦν ἅ παρέσχεν ὁ τρίτος οὐρανός και ἡ μέχρις ἐκείνου πρόοδος ἤ ἀνάβασις ἤ ἀνάληψις, τάχα ἄν τι περί Θεοῦ πλέον ἔγνωμεν, εἴπερ τοῦτο τῆς ἁρπαγῆς μυστήριον. Ἐπεί δέ ἄρρητα ἦν καί ἡμῖν σιωπῇ τιμάσθῳ».
6 Λόγ. 28, 21. ΕΠΕ, 4,74. MPG. 36, 53 C.
7 Λόγ. 28, MPG. 28, 1132D.
8 Θεοδωρήτου Κύρου, Ἑρμηνεία εἰς Β΄πρός Κορ. 12, 2-5, MPG. 82, 448 C.
9 Ἐξήγ. τῆς Β΄προς Κορ. MPG. 124, 929 C
10 Βλ. Δέσπως Λιάλιου, Ἡ ἑρμηνεία τοῦ χωρίου Β΄Κορ. 12, 2-4 κατά τήν παράδοση τῶν Πατέρων,«Θεολογία»τ. 54, 1983, 4.
11 ὅπ.π.
12 Ἰω. ΙΔ’ 23.
13 ὅπου π. Δ. Λιάλιου, Ἡ ἑρμηνεία τοῦ χωρίου Β΄ Κορ. 12, 2-4…
14 Ὑπέρ τῶν Ἱερῶς Ἠσυχαζόντων, 2, 3,37, ΕΠΕ, 1, 404.
15 Γ΄πρός Ἀκίνδυνον, ΕΠΕ, Ι, 612-614.
16 Συ­με­ών τοῦ Νέ­ου Θε­ο­λό­γου, Τά Εὑρι­σκό­με­να, ἐκδ. Ρη­γο­πού­λου, Θεσ­σα­λονίκη 1977, σ. 260.
17 Ὅπ.π.
18 Ὅπ.π., σ. 261.
19 Περὶ τοῦ βί­ου Μω­ϋ­σέ­ως 2, 163,. Ε­ΠΕ 9, 256.
20 Συ­με­ών Ν. Θε­ο­λό­γου, Εὐχή μυ­στι­κή, δι᾿ ἧς ἐπι­κα­λεῖται τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ὁ αὐτό προ­ορῶν, 33, τοῦ ἰδί­ου, Λό­γος Κ’, Εὐχα­ρι­στί­α καί ἐξο­μο­λό­γη­σις σύν θε­ο­λογίᾳ˙ καί πε­ρί δω­ρεᾶς καί με­του­σί­ας Πνεύ­μα­τος Ἁγί­ου, 145: «ὅλον κα­τα­νο­οῦσα ὅλον ἀκα­τα­νό­η­τον θε­ό­τη­τι τῇ θείᾳ, τόν τοῖς πᾶσιν ἀό­ρα­τον καί ἀπο­κε­κρυμ­μέ­νον».
21 Συ­με­ών Ν. Θε­ο­λό­γου, Λό­γος Δ’, Πε­ρί ἀπα­θεί­ας καί τῶν ἐν αὐτῇ κα­τά προκοπήν χα­ρι­σμά­των καί δω­ρεῶν· καί τίς ἡ τε­λεί­ω­σις τῆς κα­τά Χρι­στόν πνευμα­τικῆς ἡλι­κί­ας, 303.
22 Τροπάριον τοῦ Κανόνος, Ὠδή Ζ΄.

Πηγή



Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΘΕΩΡΟΥΜΕΝΗ ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΑ. ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ( π. Νικηφόρος Νάσσος)

Picture



Α) ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ
Δέν θά μπορούσαμε νά ὁμιλοῦμε γιά ὀρθόδοξο ποιμαντική καί γιά πνευματική πατρότητα, στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, ἄν δέν γινόταν λόγος γιά τήν ἁμαρτία, ἀφοῦ μέ τήν ποιμαντική, αὐτή καταπολεμεῖται, καταλύεται καί νικᾶται ἐν Χριστῷ μέσα στό στάδιο τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος καί αὐτό γίνεται μέ τά «ὅπλα τοῦ φωτός». Πῶς, ὅμως, νοεῖται ἡ ἁμαρτία ὀρθοδόξως, κατά τήν Πατερική μας Παράδοση; Τό θέμα τῆς ἁμαρτίας εἶναι τεράστιο, ἀλλά ἐδῶ θά γίνουν ἐνδεικτικές ἀναφορές, γενικές, χωρίς νά παρατεθοῦν λεπτομέρειες γιά τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας, τή φύση ἤ τίς μορφές της, τίς διακρίσεις τῶν ἁμαρτιῶν κλπ., διότι θά χρειαζόταν νά γραφοῦν πάρα πολλά γιά ὅλα αὐτά. Ὑπάρχει ἕνα πλῆθος Πατερικῶν θέσεων καί ἑρμηνειῶν, ἀπό τίς ὁποῖες θά ἐπιλέξουμε τίς κυριώτερες, γιά νά κατανοήσουμε πῶς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θεωρεῖ τήν ἁμαρτία, διότι ἀπό αὐτήν τή θεώρηση ἐξαρτᾶται ἡ περαιτέρω πνευματική καί ποιμαντική ἀντιμετώπιση τῆς ἁμαρτίας, ἐν Χριστῷ.



Ἀρχικά θά ποῦμε ὅτι ἡ λέξη «ἁμαρτία» μέ τήν ἀρχαιοελληνική σημασία τοῦ ὅρου σημαίνει ἀστοχία, ἀπόκλιση ἀπό ἕναν συγκεκριμένο στόχο. Στήν ΘΗΕ διαβάζουμε τά ἑξῆς: «Ἡ ἐτυμολογία τοῦ τε ἑλληνικοῦ ὅρου ἁμαρτία και τοῦ ἀντιστίχου ἐβραϊκοῦ χαττάθ, σημαίνει ἀποτυχία εἰς τήν προσπάθειαν πρός ἐπιτυχίαν ὡρισμένου τινός σκοποῦ».1 


Ἡ ἁμαρτία θεωρεῖται ὡς ἀστοχία καί στήν ὀρθόδοξη Παράδοση, ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι, διά τοῦ Γενάρχου μας Ἀδάμ στόν ἐπίγειο Παράδεισο τῆς Ἐδέμ, ἀποτύχαμε τοῦ στόχου, πού ἦταν ἡ θέωση καί ἕνωση μέ τόν Θεό, γεγονός πού θά ἐπραγματοποιεῖτο μέ τήν καλή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου μας. Τό Προπατορικό ἁμάρτημα συνιστᾶ ὑπαρκτική ἀστοχία νά πραγματοποιήσει ὁ ἄνθρωπος τήν κατά Θεόν τελείωσή του, τήν ἐπίτευξη τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», πού κατά τούς Πατέρες εἶναι ἡ χαρισματική θέωση. Ταυτόχρονα ὅμως, ἡ ἁμαρτία εἶναι καί παρακοή στό Νόμο τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἄλλωστε ἐκφράστηκε διά τοῦ λεγομένου Προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Ὁ μεγάλος δογματολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, θά σημειώσει ἐν προκειμένῳ, ὅτι ἡ κακία, «οὐδέν ἕτερον ἐστιν, εἰμί ἁμαρτία καί ἀποτυχία καί παρακοή τοῦ δεσποτικοῦ νόμου».2 

Αὐτή ἡ ἀπόκλιση ἀπό τόν στόχο καί ἡ παρακοή στό θεῖον θέλημα, συνεχίζεται μέσα στήν ἱστορία, μέ τά ἁμαρτήματα τά λεγόμενα μεταπατορικά, τά κατοπινά. Ἡ ἁμαρτία εἶναι καί λέγεταιἀλλοτρίωση Θεοῦ καί νέκρωση. Διά τῆς ἁμαρτίας, ὁ ἄνθρωπος ἀλλοτριώνεται ἀπό τόν Θεόν, νεκρώνεται ἀπό τήν πηγή τῆς Ζωῆς. Εὔστοχα ὁ Μ. Βασίλειος γράφει ὅτι «τοῦτο ἐστι τό κακόν, ἡ τοῦ Θεοῦ ἀλλοτρίωσις».3 Καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, θά τό ἐπαναλάβει μέ αὐτά τά λόγια:«ἁμαρτία ἐστιν ἡ τοῦ Θεοῦ ἀλλοτρίωσις, ὅς ἐστίν ἡ ἀληθινή τε καί μόνη ζωή»4.

Ὅταν ἁμαρτάνουμε, ἀποχωροῦμε καί φεύγουμε «εἰς χώραν μακράν» καί ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τήν ἐπισκίαση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ· αἰθανόμαστε τήν λεγομένη «ἐγκατάλειψη» ἀπό αὐτήν. Μέ τήν Μετάνοια, νιώθουμε καί πάλι τήν ἐπανέλευση τῆς Χάριτος.

Ἡ ἁμαρτία εἶναι μιά παρά φύσιν κατάστασιν τῆς ψυχῆς. Ἡ φυσιολογική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά μήν ἁμαρτάνει, ἅπαξ καί ἔχει βαπτισθεῖ καί ἀναγεννηθεῖ ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό! Καί τοῦτο διότι μένει μέσα στόν Βαπτιζόμενο ἄνθρωπο ἡ νέα ζωή πού τοῦ μετέδωσε ὁ Θεός μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα Του, ὅπως λέγει ἡ Γραφή. Δέν εἶναι αὐτό ὑπερβολή, οὔτε παραλογισμός, τό νά μήν μπορεῖ (νά μήν ἔχει λόγο) ὁ ἄνθρωπος νά ἁμαρτήσει μετά τό Βάπτισμα, διότι αὐτό ἀναφέρεται καθαρά στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καί συγκεκριμένα στήν Α΄ Καθολική ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννου: «Πᾶς ὁ γεγενννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ, ὅτι σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει· καί οὐ δύναται ἁμαρτάνειν, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται».5 Στή φυσιολογική του κατάσταση λοιπόν ὁ ἄνθρωπος δέν ἁμαρτάνει. Αὐτό λέγεται ψυχική ὑγεία ἀπό τούς Πατέρες μας. Ἀλλά δυστυχῶς, ἐπειδή εἴμαστε τρεπτοί καί αὐτό εἶναι συστατικόν τῆς κτιστῆς φύσεώς μας (μόνο τό ἄκτιστο εἶναι ἄτρεπτο6), κάνουμε κακή χρῆση τοῦ αὐτεξουσίου καί ἁμαρτάνουμε. Ἐνῶ δέ, ὀντολογικῶς ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀνυπόστατη, μέ τήν παράχρηση τοῦ αὐτεξουσίου τήν καθιστοῦμε ὑπαρκτή. Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι στούς ἀγγέλους καί στούς ἀνθρώπους ἐδόθη ἀπό τόν Θεό ὡς δῶρο τό αὐτεξούσιο. Ἀπό τήν καλή χρῆση του σωζόμαστε. Ἀπό τήν κακή χρῆση τοῦ αὐτεξουσίου ἁμαρτάνουμε. «Ἀρχή καί ρίζα τῆς ἁμαρτίας τό ἐφ᾿ ἠμῖν καί τό αὐτεξούσιον», θά πεῖ καί πάλι ὁ φωστήρ τῆς Καισαρείας Βασίλειος. Εἶναι μάλιστα ἀξιοπρόσεκτο τό ὅτι αὐτό ἐλέχθη καί ἀπό τούς φιλοσόφους, καί συγκεκριμένα ἀπό τόν Ἀριστοτέλη, ὁ ὁποῖος στά «Ἠθικά Νικομάχειά» του γράφει: «ἐφ᾿ ἡμῖν δή καί ἡ ἀρετή, ὁμοίως δέ καί ἡ κακία».7 Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν εἶναι κανείς ἐκ φύσεως κακός - ἁμαρτωλός, ἀλλά γίνεται κατά τήν προαίρεση, ὅπως άναφέρεται στήν Πατερική Γραμματεία.«Οὐδείς κατά οὐσίαν κακός ἐστίν, ἀλλά κατά προαίρεσιν», θά γράψει, μεταξύ ἄλλων Πατέρων καί ἐκκλησιαστικπων συγγραφέων, Δίδυμος ὁ Ἀλεξανδρεύς8.

Ὅταν ἁμαρτάνουμε, ἀσθενοῦμε ψυχικῶς, ἀφοῦ ἐκπίπτουμε ἀπό τήν κατάσταση τῆς ὑγείας, τήν «κατά φύσιν». Συνεπῶς πρός τά ἀνωτέρω, ἡ ἁμαρτία εἶναι καί λέγεται νόσος τῆς ψυχῆς.«Νόσος καί τρώσις ψυχῆς ἡ ἁμαρτία»9. Αὐτή ἡ νόσος πρωτοεμφανίζεται στόν ἐπίγειο Παράδεισο μέ τήν Πτώση τῶν πρωτοπλάστων καί κληροδοτεῖται στή φύση μας ἀπό αὐτούς. Πολύ παραστατικά θά τό πεῖ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας: «Νενόσηκεν οὖν ἡ φύσις τήν ἁμαρτίαν, διά τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός, τοῦ Ἀδάμ».10 

Αὐτήν τή νόσο τῆς πεσούσης φύσεώς μας τήν ὁποία κληρονομήσαμε ἀπό τον Ἀδάμ, τήν θεραπεύει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός μέ ὅλο τό ἀπολυτρωτικό ἔργο Του, μέ τήν σωτηριώδη θεία Οἰκονομία Του ὅπως λέγεται.Γι᾿ αὐτό και ὁ Χριστός προσφωνεῖται στίς εὐχές τῆς Θ. Λειτουργίας καί σέ πολλές ἄλλες εὐχές και ὕμνους ὡς «ὁ Ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν». Καί ἡ Ἐκκλησία Του, εἶναι τό πνευματικό ἰατρεῖο, ὅπως τόσο παρασταστικά τό λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, τό ὁποῖο θεραπεύει τίς ψυχές. «Καί γάρ ἰατρεῖον θαυμαστόν τῆς Ἐκκλησίας τό διδασκαλεῖον ἐστιν· ἰατρεῖον οὐχί σωμάτων ἀλλά ψυχῶν. Πνευματικόν γάρ ἐστι, καί οὐχί τραύματα σαρκός, ἀλλ᾿ ἁμαρτήματα διανοίας διορθοῦται».11 

Β) Η ΔΥΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ.
ΔΙΚΑΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ

Πολύ διαφορετική εἶναι ἡ θεώρηση τῆς ἁμαρτίας στό δυτικό κόσμο, ὅπου ἡ ἁμαρτία νοεῖται μόνο ὡς παράβαση τοῦ νόμου, στά πλαίσια τῆς ἀνσέλμειας θεωρίας τῆς «ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης», πού εἶναι δόγμα πίστεως στόν παπισμό. Ὁ Ἄνσελμος, ἀρχιεπίσκοπος Καντεμβουρίας, συνέγραψε ἕνα ἀπολογητικό ἔργο, μιά πραγματεία σωτηριολογικῆς φύσεως, μέ τόν τίτλο: «Cur Deus Homo» (γιατί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος). Δέν θά ἀναφερθοῦμε σέ λεπτομέρειες περί τοῦ σκοποῦ τῆς πραγματείας, τοῦ ἱστορικοῦ πλαισίου ἑντός τοῦ ὁποίου συνεγράφη κ.ἄ.12 Θά ὑπογραμμίσουμε συνοπτικά13 τά περί τῆς ἐν λόγῳ θεωρίας τῆς ἱκανοποιήσεως (satisfactio), ὅπως διακηρρύσσεται στή μελέτη αὐτοῦ τοῦ δυτικοῦ θεολόγου, ὥστε νά δοῦμε τή φραγγική διαστρέβλωση στό ζήτημα τῆς σωτηριολογίας, ἀλλά καί τῆς ἁμαρτίας πού ἐδῶ ἐξετάζουμε. 

Ἡ περί «ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» κακοδοξία, ἡ πλασμένη μέ βάση τό κοσμικό-φραγγικό δίκαιο, ἔχει ἐν συντόμῳ ὡς ἑξῆς: Ὁ πρῶτος ἄθρωπος μέσα στόν ἐπίγειο παράδεισο ἁμάρτησε. Αὐτή ἡ ἁμαρτία προσέβαλε τήν τιμή καί ἀξιοπρέπεια τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων ἐξοργίστηκε ὁ Θεός, διότι διεσαλεύθη ἡ τάξη τῆς δημιουργίας τήν ὁποία Αὐτός ἔχει θέσει στήν κτίση. Βεβαίως, σχετικά μέ τήν «τιμή τοῦ Θεοῦ», ὅπως προσδιορίζεται ἀπό τόν Ἄνσελμο (honor Dei) καί ἀποτελεῖ κλειδί κατανοήσεως τῆς σωτηριολογίας του, θά πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι «ἡ ἔννοια τῆς «τιμῆς τοῦ Θεοῦ» στή Δύση συνδέεται στενά μέ τή δομή τῆς φεουδαρχικῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία κάνει κατανοητό καί τό νομικό ὑπόβαθρο τῆς τιμῆς αὐτῆς».14Δηλαδή ὁμιλοῦμε γιά μιά θεώρηση τῆς τιμῆς τοῦ Θεοῦ μέ καθαρά ἀνθρώπινα κριτήρια, νομικιστικά ἐκλαμβανόμενη, ὅπως ἄλλωστε θεωροῦνται καί ἑρμηνεύονται ὅλα μέ τό πνεῦμα (τό χωρίς Πνεῦμα) καί τό σκεπτικό τῆς ὀρθολογιζούσης Δύσεως. Ὡστόσο, ἀνάλογη ἑρμηνεία κάνει ὁ Ἄνσελμος καί στό θέμα τῆς «τάξεως τῆς δημιουργίας» καί μέσα ἀπό τίς σχετικές διατυπώσεις του γίνεται φανερό πώς «συνδέει ὀργανικά την ἔννοια τῆς τιμῆς τοῦ Θεοῦ τόσο μέ τήν ἔννοια τῆς τάξεως τῆς δημιουργίας ὅσο καί μέ τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά καί μέ τή δικαιική ἔννοια τῆς ἐξισορροπητικῆς ἱκανοποιήσεως».15 

Τί θά ἔπρεπε, λοιπόν, νά ἀκολουθήσει μετά ἀπό ὅλα αὐτά, μετά ἀπό αὐτήν τή μεγίστη (κατά τούς παπικούς) προσβολή τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ἀνατροπῆς τῆς τάξεως τῆς δημιουργίας; Θά ἔπρεπε ὁπωσδήποτε ὁ ἄνθρωπος νά πληρώσει καί μάλιστα «ἀκριβά» γι᾿ αὐτήν τή μεγάλη προσβολή! Ὅμως, δέν μποροῦσε νά λάβει χώρα αὐτό, ἀφοῦ ἡ προσβολή ἦταν τόσο μεγάλη, ὅση καί ἡ ἀξία τοῦ προσβαλομένου. Τί θά ἔπρεπε, λοιπόν, νά λάβει χώρα, ὥστε καί ἡ ἀνθρωπότητα νά ἐξιλεωθεῖ καί ἡ θεία Δικαιοσύνη νά ἱκανοποιηθεῖ; Τό πρόβλημα βρίσκει τή λύση του ὅταν ὁ Θεός…ἀποφασίζει νά στείλει τόν Μονογενῆ Του Υἱό στόν κόσμο γιά νά πεθάνει ἐπί τοῦ Σταυροῦ μέ τή στοχοθεσία αὐτή. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὡς μία ἰσοδύναμη ἐπανόρθωση, μόνον Αὐτός θά μποροῦσε νά ἀποκαταστήσει ἀντικειμενικῶς τήν διασαλευθεῖσα τάξη τῆς δημιουργίας, ὅπως καί ἔπραξε. Καί ἔτσι, ὡς ἄπειρο θῦμα, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τιμωρούμενος διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου, προσέφερε μία ἄπειρη ἱκανοποίηση στόν Θεό Πατέρα καί πέτυχε τό σκοπό αὐτό, νά ἀλλάξει ἡ στάση τοῦ Θεοῦ πρός τήν ἀνθρωπότητα καί νά δοθεῖ σ᾿ αὐτήν ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος! Κατά τόν Ἄνσελμο Καντερβουρίας τόν συστηματοποιήσαντα τήν «περί ἱκανοποιήσεως» θεωρία, ἡ θεία ἐνανθρώπηση «ἔχει τό λόγο καί τό σκοπό της κατ᾿ ἀποκλειστικότητα στό θάνατο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ. Καί τοῦτο ἐπειδή μόνον ὁ θάνατος ἑνός Θεανθρώπου θά μποροῦσε νά ἱκανοποιήσει πλήρως τόν ἀπείρως προσβληθέντα ἀπό τήν ἁμαρτία Θεό ». 16 

Μετά ἀπό αὐτά, ἀφοῦ εἴδαμε τήν ἀλλοίωση τοῦ περιεχομένου τῆς ὀρθοδόξου σωτηριολογίας, κατανοοῦμε ὅτι στή δύση ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας ἔχει διαστραφεῖ πλήρως, ἀφοῦ ἡ ἁμαρτία τίθεται σέ σχέση μέ τόν Θεό μόνο καί ὄχι μέ τόν ἄνθρωπο. Οἱ ὀρθόδοξοι πιστεύουμε ὅτι διά τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος προσβάλλεται, τραυματίζετα, προσβάλλεται, ἀσθενεῖ. Ὁ Θεός λυπεῖται βεβαίως, ἀφοῦ βλέπει τό πλάσμα του νά κατατυρρανεῖται ὑπό τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν, ἀλλά δέν πάσχει ὡς ἀπαθής, ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος πάσχει καί φθείρεται. Δέν ἔχει ἀνάγκη καταλλαγῆς ὁ Θεός, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος! Ὁ Θεός «οὐδέποτε ἐχθραίνει», ἐπισημαίνει ὀρθοδόξως ὁ χρυσοστομικός κάλαμος17. Ὁ ἄνθρωπος καθίσταται διά τῆς ἁμαρτίας ἐχθρός τοῦ Θεοῦ. Οἱ δυτικοί, ὅμως, πιστεύουν ὅτι μέ τήν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος προσβάλλει τόν Θεό καί αὐτό ἐνέχει εὐθύνες…ποινικές. Ἡ λανθασμένη, ὅμως, θεώρηση τῆς ἁμαρτίας, συνεπάγεται καί τή λανθασμένη ἀντιμετώπιση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς φορεῖς, ἐν προκειμένω τούς πνευματικούς πατέρες καί ποιμένες. Ὁ πνευματικός - ἐξομολόγος στόν παπισμό, ἀντιμετωπίζει τόν ἐξομολογούμενο ὄχι ὡς ἀσθενῆ, ἀλλά ὡς παραβάτη καί διασαλευτή μόνο τῆς τάξεως τῆς δημιουργίας, κατά τρόπο δικανικό. Ὡς ἀμείλικτος δέ καί ἄτεγκτος δικαστής, ὁ δυτικός πνευματικός, ἐπιβάλλει τόν κανόνα στον ἐξομολογούμενο, ὡς μέσον ἐξιλεώσεως και ἱκανοποιήσεως τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὡς ἄσκηση μετανοίας, ὡς φάρμακο γιά τή θεραπεία, ὅπως ἰσχύει στήν ὀρθόδοξη Παράδοσή μας. Ἡ περί «ἰκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χαριστοῦ, βλάσφημη θεωρία, ἡ ὁποῖα στηρίζεται σέ μιά ἐσφαλμένη θεωρία περί κληρονομικῆς ἐνοχῆς καί περί προελεύσεως τοῦ θανάτου ὡς ἐκ Θεοῦ τιμωρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔχει διαποτίσει τόν δυτικό κόσμο καί ἀποδίωξε πολλούς ἀπό τήν πίστη στόν Θεό! Εἰσῆλθε δε, μετά τήν τουρκοκρατία καί ἀπό διάφορες ἱστορικές συγκυρίες καί στό δικό μας χώρο, τῆς καθ᾿ ἠμᾶς Ἀνατολῆς18, ἀλλά δέν ἐπικράτησε, ἀφοῦ σήμερα οἱ περισσότεροι πνευματικοί πατέρες εἶναι πεπαιδευμένοι ἐκκλησιολογικῶς καί θεολογικῶς καί γνωρίζουν τά περί ἁμαρτίας καί κάνουν ὀρθές προσεγγίσεις, διαγνώσεις, θεραπεῖες ἐν Χριστῷ. 

Γ) ΟΡΘΗ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

Θεωροῦμε ὅτι σήμερα, ὑπέρ ποτέ καί ἄλλοτε, θά πρέπει οἱ ὀρθόδοξοι πνευματικοί - ἐξομολόγοι, ἀλλά καί οἱ ἁπλοί πρεσβύτεροι, νά ὑπογραμμίζουν μέ ἔμπονο ζῆλο καί ἀνύστακτη ποιμαντική εὐθύνη πρός τά πνευματικά τους παιδιά τήν μεγάλη και ἀνυπολόγιστη ζημία τῆς ἁμαρτίας ἐπί τῶν ἀθανάτων ψυχῶν! Νά ἐπισημαίνεται ἐπίσης ὅτι τό μόνο κακό στόν κόσμο εἶναι ἡ ἁμαρτία, ὅπως τόσο παραστατικά τό γράφει ὁ δεινός πολέμιος τῆς ἁμαρτίας, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Οὐδέν κακόν, ἁμαρτία μόνον»! Οὔτε κίνδυνοι, οὔτε ἐπιφορές, οὔτε ἀσθένειες καί θάνατοι, οὔτε θλίψεις καί ἀδικίες μποροῦν νά προξενήσουν στόν ἄνθρωπο τό κακό ποῦ προξενεῖ ἡ ἁμαρτία! Ἀντίθετα, ὅλα τα προειρημένα, χρησιμοποιοῦνται πανσόφως ἀπό τόν Φιλάνθρωπο καί Πανάγαθο Θεό ὡς μέσα πρός ἐξάληψιν τῆς ἁμαρτίας! Φρονοῦμε δέ ταπεινῶς, ὅτι οἱ πνευματικοί πατέρες θά πρέπει νά συστήσουν στά πνευματικά τους τέκνα νά μελετήσουν σε μετάφραση, μεταξύ ἄλλων, δύο περίφημες θεολογικές ἀλλά καί τά μέγιστα διδακτικές ὁμιλίες – πραγματεῖες, τῶν δύο γιγάντων τῆς πίστεως καί Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων, Μ. Βασιλείου καί ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀντίστοιχα. Ἡ πρώτη εἶναι αὐτή πού φέρει τον τίτλο «Ὅτι οὐκ ἐστίν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός» (Μ. Βασιλείου19) και ἡ δεύτερη, αὐτή πού φέρει τόν τίτλο: «Ὅτι τόν ἑαυτόν μή ἀδικοῦντα οὐδείς παραβλάψαι δύναται» (Ἰω. Χρυσοστόμου20). 

Ἐπιπλέον, πρέπει νά καθίσταται γνωστό στούς πιστούς ὅτι ἡ ἁμαρτία, ὡς ὑπαρξιακή κατάσταση τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου, δέν ἔχει νά κάνει μέ κάποιες πράξεις, τίς ὁποῖες ἀπαριθμοῦμε στόν πνευματικό μας πατέρα καί καλῶς πράττουμε, ἀλλά κυρίως πρόκειται γιά ἕναν τρόπο ζωῆς!Ἁμαρτωλός δέν εἶναι κάποιος πού κάτι κάνει, ἀλλά κάποιος πού κάπως εἶναι! Κατανοῦμε λοιπόν, ὅτι πρόκειται γιά κάτι βαθύτερο και ὑπαρξιακό μιά στάση ζωῆς χωρίς τόν Θεό. Ἕνας δεινός θεολόγος ὑπογράμμιζε τά ἑξῆς: «Ἠ ἁμαρτία δέν συνίσταται στίς λίγες ἤ πολλές ἁμαρτωλές πράξεις, ἀλλά σέ μιά ὁλοκληρωτική ἀπώλεια τῆς ζωῆς. Εἶναι ἕνας κυριολεκτικός ἀφανισμός πού συνειδητοποιεῖται ἀπό τόν ἄνθρωπο ὡς ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, ταῶν ἄλλων προσώπων, τοῦ ἑαυτοῦ του, τῶν πραγμάτων, γενικώτερα ὡς ἀπουσία σκοποῦ καί νοήματος καί κατ᾿ ἐπέκταση ὡς ἀδήριτη μοναξιά καί ἀγωνία».21 Ἔτσι, ὅταν οἱ ἄνθρωποι κατανοήσουν ὅτι μέ τήν ἁμαρτία μένουν ἔρημοι καί γυμνοί ὑπαρξιακῶς, τότε θά στραφοῦν ἐμπόνως πρός τόν Θεό, πού εἶναι ὁ μόνος ὁ Ὁποῖος μπορεῖ νά τούς «ἐνδύσει» μυστικά καί νά τούς πληρώσει ἐσωτερικά! Καί αὐτό θά ἀποτελεῖ γι᾿ αὐτούς πλέον, ἐνδόμυχον ἔφεσιν καί ποθούμενο ἀγαθό! 

Νά ὁμιλοῦν οἱ πνευματικοί, περί αὐτῆς τῆς φοβερῆς νόσου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τῆς ἁμαρτίας, ὄχι μόνο θεολογικά, ἀλλά καί ἁπλοϊκά, ἐπαγωγικά, μέσῳ παραδειγμάτων, ὥστε νά διδάσκονται και οἱ πλέον ἁπλοϊκοί! Πῶς νὰ παρομοιάζουν τὴν ἁμαρτία; Μέ τή χρῆση παραδειγμάτων ἀπό τά κείμενα τῶν Ἁγίων καί ἀπό τήν ζωή μας. Ὁ  ἱερὸς Αὐγουστῖνος, λ.χ., γράφει ὅτι ἡ ἁμαρτία ὁμοιάζει μὲ  ῥεῦμα ποταμοῦ, ποὺ τὸ καλοκαίρι  φαίνεται ἥσυχο καὶ τὸ διαβαίνεις  εὔκολα, ἀλλὰ τὸ χειμῶνα ὀγκώνεται  ξαφνικά, γκρεμίζει γεφύρια,  πλημμυρίζει κάμπους, πνίγει ζῷα καὶ  ἀνθρώπους, προκαλεῖ φόβο. Μικρὸ τὸ κακὸ  ποὺ προξενοῦν οἱ ποταμοὶ μπροστὰ στὸν  κατακλυσμὸ τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία, ἀκόμη, παρομοιάζεται ἀπό παλαιούς ἱεροκήρυκες22, μέ τήν βασίλισσα ἐκείνη, τήν Σεμίραμι, ἡ ὁποῖα κατέστρεψε τόν β σύζυγό της Νίνο, βασιλέα τῶν Ἀσυρίων, μέ τρεῖς ἐντολές! Ἡ Σεμίραμις ἀσκοῦσε γιά πολύν καιρό μεγάλη πίεση στόν βασιλέα νά τῆς παραχωρήσει γιά μιά μόνο μέρα τό θρόνο, γιά νά βασιλεύσει. Στίς πολλές πιέσεις, ὁ Νίνος ὑπέκυψε καί τῆς παραχώρησε τήν βασιλική ἐξουσία, γιά μιά μόνο μέρα. Ἡ διεστραμμένη καί ὑστερόβουλη βασίλισσα, μόλις κάθησε ἐπί τοῦ θρόνου, ἔδωσε ἀμέσως στούς ὑπηκόους της, τρεῖς ἐντολές: 1) νά συλληφθεῖ ὁ βασιλεύς, 2) νά δεθεῖ χειροπόδαρα καί 3) νά ἀποκεφαλισθεῖ! Αὐτό παθαίνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀφήσει τό αὐτεξούσιό του νά κινηθεῖ πρός τήν περιοχή τῆς ἁμαρτίας, ὅταν παραχωρήσει χώρο στήν ἁμαρτία, ἡ ὁποῖα ὑποσκελίζει καί θανατώνει πικρῶς ὡς ἡ κακή καί τυρρανική βασίλισσα, ὅσους μπορεῖ νά ἐξουσιάσει! 

Τέλος, ἀπό τίς περίφημες «Κατηχήσεις» τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, μεταφέρουμε ἕνα ἀπόσπασμα σέ μετάφραση, πολύ διδακτικό, σχετικό μέ τήν ἁμαρτία, ὥστε νά τό γνωρίζουμε ὅσοι μετερχόμαστε τοῦ ἔργου τῆς θεραπείας τῶν ψυχῶν καί νά τό διδάσκουμε στά πνευματικά μας τέκνα πρός ὡφέλειαν και ἀποφυγήν, ὅσο γίνεται, τῆς ἁμαρτίας, μέ τή μνήμη τῆς μελλούσης κρίσεως τοῦ Κυρίου: «Τί τέλος πάντων εἶναι ἡ ἁμαρτία; Εἶναι ζῶο; εἶναι ἄγγελος; εἶναι δαίμονας; Τί εἶναι αὐτό πού τήν ἐνεργεῖ; Δεν εἶναι ἐχθρός πού ἔρχεται ἀπ᾿ ἔξω, ἀλλά δικό σου κακό γέννημα (σσ. ἐννοεῖ τῆς προαιρέσεως), πού ξεφυτρώνει ἀπό σένα. Κοίταξε με καθαρά τα μάτια σου καί δέν θά ἔχεις κακή ἐπιθυμία. Κράτα τά δικά σου καί μήν παίρνεις τά ξένα πράγματα, καί ἔτσι ἡ τάση γιά ἁρπαγή θά ἀποκοιμηθεῖ. Φέρνε στό νοῦ σου τή μέλλουσα κρίση, καί δέν θά μπορέσει νά σέ νικήσει οὔτε πορνεία, οὔτε μοιχεία, οὔτε φόνος. Ὅταν, ἀντίθετα, λησμονήσεις τόν Θεό, τότε ἀρχίζουν νά ἐμφανίζονται οἱ πηγές τῶν κακῶν».23

___________________________________________________________________________


1 Βλ. «Ἁμαρτία», εἰς ΘΗΕ, 2, 250.
2 Περί τῶν δύο ἐν Χριστῷ θελημάτων, Κατά Μανιχαίων, MPG. 54, 1589C
3 Βλ. Ὁμιλία «Ὅτι οὐκ ἔστι αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός», 8, ΒΕΠ., 54, 96. 
4 Γρηγορίου Θεολόγου, Ἀντιρρητικός εἰς τήν Εὐνομίου ἔκθεσιν, ΒΕΠΕΣ, 68, 138, βλ. Ἀθανασίου Ἀγγελοπούλου, Ἡ ἁμαρτία, Ἀθήνα 2002, σελ. 18.
5 Α΄ Καθολ. ἐπιστ. Ἰω., 3, 9. 
6 Βλ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ: «Πᾶν γάρ τό κτιστόν καί τρεπτόν, μόνον δέ τό ἄκτιστον ἄτρεπτον, καί πᾶν λογικόν αὐτεξούσιον», Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Κείμενο, μετάφραση, εἰσαγωγή, σχόλια Ν, Ματσούκα, σελ. 100
7  Ἠθικά Νικομάχεια, III,(ΙΙΙ, 3b).
8  Ὑπόμνημα εἰς τούς Ψαλμούς, ΒΕΠ, 45, 351., ὅπου π. Ἀθ. Ἀγγελοπούλου, Ἡ ἁμαρτία, σελ. 26.
9 Διδύμου Ἀλεξανδρέως, Ὑπόμνημα εἰς τούς Ψαλμούς, ΒΕΠ, 45,33.
10 Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἑρμηνεία στήν πρός Ρωμαίους, MPG. 74, 789 Α.
11 MPG, 51, 354, Περί τοῦ μή δημοσιεύειν τά ἁμαρτήματα.
12 Στήν μνημονευθεῖσα περισπούδαστη μελέτη τοῦ καθηγητοῦ Δ. Τσελλεγγίδη, ὑπάρχουν πολλά στοιχεία περί ὅλων αὐτῶν καί λεπτομέρειες σημαντικές. 
13 Σέ μία ἄλλη μελέτη μας γίνεται λόγος διεξοδικά σχετικά μέ τήν κακόδοξη αὐτή θεωρία καί τήν ἀναίρεσή της ἀπό τήν Πατερική, ὀρθόδοξη Διδασκαλία. 
14 Βλ. Δ.Τσελεγγίδη ἀναφερόμενο ἔργο, «Ἡ ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης κατά τόν Ἄνσελμο Καντεμβουρίας», σελ. 49.
15 ὅπου π. σελ. 55-56.
16 ὅπου π. σελ. 118.
17 MPG., 61, 478, ( Ὁμλία ΙΑ΄, Εἰς Β΄ Κορινθίους).
18 Σέ κάποια συγγράμματα θεολόγων καί ἱεροκηρύκων τοῦ περασμένου αἰῶνος, ἡ κακόδοξη θεωρία τῆς «ἱκανοποιήσεως», ὅπως λ.χ. στοῦ π. Κωνσταντίνου Καλλινίκου ἀλλά καί στο σπουδαιότατο κατά τα ἄλλα σύγγραμμα τοῦ μεγάλου καί ἐξόχου Κεφαλονήτου ἱεροκήρυκος Ἡλία Μηνιάτη «Διδαχαί καί λόγοι» (στίς ὁμιλίες του στή Μ. Παρασκευή). Ἀλλά καί τό ἔργο τοῦ γνωστοῦ ἀρχιμανδρίτου - ἱεροκήρυκος π. Εὐσεβίου Ματθοπούλου «Ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου», ὄχι ἁπλῶς περιέχει, ἀλλά κυριολεκτικά βρίθει ἀπό τήν θεωρία αὐτή, ἡ ὁποῖα καί μετεδόθη μέσῳ τῆς μεγάλης κυκλοφορήσεώς του παρά τῶν θρησκευτικῶν Ὀργανώσεων… Φυσικά δέν ἀποδίδουμε κακή πρόθεση στούς ἀνωτέρω συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι παρεσύρθησαν εἴτε ἀπό ἄγνοια τῆς πατερικῆς Θεολογίας (δέν ὑπῆρχαν καί οἱ ἐκδόσεις τῶν Πατερικῶν κειμένων πού ὑπάρχουν σήμερα), εἴτε ἀπο τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, ἀφοῦ ὅπως ὀρθά ἔχει διατυπωθεῖ «ἡ Τουρκοκρατία προσέφερε τό κατάλληλο κλίμα γιά τήν δυνατότητα εἰσαγωγῆς τῆς «περί ἱκανοποιήσεως» διδασκαλίας στήν Ἀνατολή». (βλ. πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, Λόγος ὡς ἀντίλογος, ἐκδ. Ἀρμός, σελ. 86). 
Ὡστόσο, κάποιοι ἔγραψαν ( ὅπως λ.χ. ὁ καθηγητής Χρ. Γιανναρᾶς) ὅτι στό «Ἐξομολογητάριο» τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου ὑπάρχει ἀρκετή δυτική ἐπιροή καί ταύτιση μέ τήν ἐν λόγῳ θεωρία τῆς «ἱκανοποιήσεως». Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι μπορεῖ ὄντως νά ἐντοπίζεται λεκτικά/φραστικά ἕνας ἐπηρεασμός λόγῳ ἱστορικῶν συνθηκῶν τῆς ἐποχῆς, πλήν ὅμως, ὁ ὀρθοδοξότατος ἅγιος Νικόδημος καί δεινός Πατερικός Θεολόγος, πολύ ἀπεῖχε ἀπό τίς δογματικές παραχαράξεις καί ἀλλοτριώσεις τῶν παπικῶν! Οὔτε ἐγκλωβίστηκε ἐγνωσμένα στό δικανικό πνεῦμα! Καί αὐτό φαίνεται «ἡλίου φαεινότερον», ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ πεφωτισμένος Νικόδημος ὁμιλεῖ γιά «ἰατρεία» τῆς ψυχῆς μέσῳ τοῦ κανόνος (βλ. «Ἐξομολογητάριον», σελ. 254), γιά νοερά προσευχή καί γιά ἄσκηση τοῦ πιστοῦ, μέσα σέ πλαίσια θεραπευτικά καί ὄχι δικανικά –σχολαστικά. (Περί ἰατρείας, ἐπίσης, κάνει λόγο ὁ ἱερός Νικόδημος, καί στήν ἑρμηνεία του στόν ρβ΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Ὡς «ἱκανοποίηση» δέ, ὁ Ὅσιος δέχεται τόν κανόνα πού πρέπει νά ἐπιβάλλει ὁ πνευματικός πατήρ, ὡς ἄσκησιν μετανοίας τοῦ ἁμαρτωλοῦ, καί μάλιστα κανόνα διττόν, καί σωματικόν καί πνευματικόν (ὅπου π. «Ἐξομολογητάριον», σελ. 79).
19 ΕΠΕ, 7, 87.
20 ΕΠΕ, 31, 497.
21 Βλ. Π. Νέλλα, «Ζῶον θεούμενον», ἐκδ. Περιοδικοῦ «Σύναξη», Ἀθήνα 1981, σελ.210.
22 Βλ. Ἠλία Μηνιάτη, «Διδαχαί καί λόγοι», σελ. 224 -225.
23 Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατήχησις Φωτιζομένων Β΄.  

Κυριακή 13 Απριλίου 2014

ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ! «Ο ΠΛΗΡΗΣ ΚΕΝΟΥΤΑΙ»

Picture


Γράφει ο εφημέριος του Ιερού Ναού γενεθλίου Τιμίου Προδρόμου Βόλου,
Ιερομόναχος π. Νικηφόρος Νάσσος.


« Τόν δι᾿ ἡμᾶς σταυρωθέντα , δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν».1 

Αὐτόν τόν προτρεπτικό στίχο θά ἀκούσουμε στούς Ναούς, μέσα στήν καρδιά τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Ἐβδομάδος, κατά τήν Ἀκολουθία τῶν Ἀχράντων Παθῶν.

Μεγάλη ἐβδομάδα!

Δέν λέγεται ἔτσι ἐπειδή ἔχει μεγαλύτερα διαστήματα ἡμερῶν καί ὡρῶν! Ἀλλά λέγεται Μεγάλη, ἐπειδή κατ᾿ αὐτήν ἑορτάζουμε τό Σωτήριον Πάθος τοῦ Μεγάλου, τοῦ Κραταιοῦ καί Μόνου Βασιλέως καί Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς! Τά συντελούμενα γεγονότα κατά τή διάρκεια τῆς Μ. Ἐβδομάδος, εἶναι κοσμοσωτήρια γιά ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος, ἀφοῦ «ὅ γέγονεν ὁ Κύριος, δι᾿ ἡμᾶς γέγονεν», θά γράψει ὁ Ἁγιώτατος Ποιμήν τῆς Θεσσαλονίκης, Γργόριος ὁ Παλαμᾶς2. Ἄρα Μεγάλη ἡ Ἁγία αὐτή ἐβδομάδα, γιατί στο τέλος της συντελεῖται δια τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἡ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρωπίνου φυράματος. Καί ὁ θάνατος, αὐτός ὁ ἔσχατος καί δεινός ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου, συντρίβεται καί παύει νά ὑφίσταται, ἀφοῦ ὁ Κύριος διά τοῦ θανάτου Αὐτοῦ, «τόν θάνατον ἐθανάτωσεν» ὅπως θεολογεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ὅλα τώρα καταλάμπουν μέ φῶς, ἀφοῦ κυρίαρχος πλέον εἶναι τό ἴδιο τό Ἀνέσπερον Φῶς, ὁ Ἀρχηγός τῆς ζωῆς, ὁ νεουργός τοῦ σύμπαντος κόσμου, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.

Ἄς πάρουμε ὅμως τήν ροή τῶν σωτηριωδῶν γεγονότων ἀπό τήν ἀρχή.

Ὁ Κύριος, ἀνενδεής ὄν καί πλήρης, «κενοῦται», συγαταβαίνει, «κλίνει οὐρανούς». Σχολιάζεται ἀπό πολλούς ἱερούς ἑρμηνευτές ὅτι ἡ εἰκόνα πού ἀποδίδει τήν μεγάλη καί Μοναδική Θυσία τοῦ Θεανθρώπου γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ λέξη «κένωση»! Καί αὐτή ἡ λέξη εἶναι δανεισμένη ἀπό τήν καθημερινότητά μας (κενώνω=ἀδειάζω). Αὐτό ἔκανε ὁ Θεός! «Ἄδειασε» ἀπό τόν Ἑαυτό του,«ἐκένωσεν ἑαυτόν»! ὅπως μᾶς τό περιγράφει θαυμάσια τό σκεῦος τῆς ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν.

Ὁ Θεός, ἐξ ἀπείρου ἀγάπης πρός τό πλάσμα του, Σαρκοῦται «ἐκ τῶν ἁγνῶν καί Παρθενικῶν αἱμάτων» τῆς Μόνης Ἀγνῆς καί ἀναλαμβάνει ὅλον τον ἄνθρωπο γιά νά τόν σώσει ὁλόκληρο, ὅπως χαρακτηριστικά θά γράψει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος: «Ὅλος ὅλον ἀνέλαβέ με, και ὅλος ὅλῳ ἠνώθη, ἵνα ὅλον τήν σωτηρίαν χαρίσηται»…

Φθάνει ὁ Ἐνανθρωπήσας Λόγος «μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ», ὅπως θα πεῖ καί θά ἐξυμνήσει ὁ Παῦλος, ὁ ὑμνητικός ἐρωδιός τῆς Ἐσταυρωμένης Ἀγάπης…

«Κατῆλθε μέχρις Ἅδου ταμείων», θά ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας κατά τόν Ὄρθρο τοῦ Μ. Σαββάτου. Νωρίτερα, στόν γλυκύτατο καί τά μέγιστα κατανυκτικό Μέγα Κανόνα, ἡ Ἐκκλησία μᾶς προετοιμάζει νά δεχτοῦμε ἐν συντριβῇ ψυχῆς καί καρδίας τά Σωτηριώδη Πάθη μέ αὐτά τά ποιητικά καί δοξολογικά πρός τόν Θυσιαζόμενον Δεσπότη λόγια:

«Τὸ Σῶμά σου καὶ τὸ Αἷμα, σταυρούμενος ὑπὲρ πάντων, ἔθηκας Λόγε, τὸ μὲν Σῶμα, ἵνα ἀναπλάσῃς με, τὸ δὲ Αἷμα, ἵνα ἀποπλύνῃς με, τὸ πνεῦμα παρέδωκας, ἵνα ἐμὲ προσάξῃς, Χριστὲ τῷ σῷ Γεννήτορι».

Μένει ἔκθαμβος καί ἐνεός ὁ εὐλαβής πιστός, μπροστά στό ἀκατανόητο μυστήριο τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως στο Πρόσωπο τοῦ Λόγου! Πῶς ὁ κρεμάμενος ἐπί ξύλου εἶναι συγχρόνως ὁ «ἐν ὕδασι την γῆν κρεμάσας»;…

Τώρα πλέον, εἰσήλθαμε στό μυστήριο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης ἐβδομάδος. Μυστήριο; Βεβαίως, εἶναι ἕνα ἄγνωστο καί ἀπρόσιτο στούς ἀμυήτους Μυστήριο! Ὅποιος δέν ζεῖ ὅλο τό χρόνο πνευματικά, δοξολογικά, μετανοητικά, προσευχητικά, μέ μία λέξη, Χριστοκεντρικά, δέν θά καταλάβει σχεδόν τίποτα ἀπό τά θεῖα Γεγονότα τῆς Μ. Ἐβδομάδος! Δέν θά μυηθεῖ στό ἀπόρρητον βάθος τοῦ θείου Μυστηρίου! Δέν θά γίνει συνοδοιπόρος τοῦ Κενώσαντος Ἑαυτόν…

Ποιό, τελικά, εἶναι τό μέγα Μυστήριο πού ἑορτάζουμε την Μ. Ἐβδομάδα; Εἶναι ἀναμφίβολα ἡ Κένωσις τοῦ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ. Τό ὅτι ὁ Θεός «ἀποθνήσκει δι᾿ ἡμᾶς».

Στά ἱερά Ἐγκώμια τῆς Μ. Παρασκευῆς, θά ἀκούσουμε νά λέγεται τό ἑξῆς ἐκπληκτικό, διά τοῦ ὁποιου ἐκφράζεται ἡ ἀπροσμέτρητη Ἀγάπη τοῦ δι᾿ ἡμᾶς κενωθέντος καί Θυσιαζομένου, Λυτρωτοῦ:«Ἡ Ζωή πῶς θνήσκεις; πῶς καί τάφῳ οἰκεῖς»;

Ἰδού τό Μυστήριον! Πεθαίνει ἡ Ζωή;

Εἶναι δυνατόν ἡ Ζωή τοῦ κόσμου, ἡ πηγή κάθε μορφῆς ζωῆς καί κάθε ὑπάρξεως, νά ἀποθνήσκει, νά βαίνει στόν τάφο, νά κρύπτεται κάτω ἐν σιγῇ; Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου, στόν ἀπαράμιλλο ἐκεῖνο λόγο του «Εἰς τήν Θεόσωμον Ταφήν τοῦ Κυρίου», ἐρωτᾶ: Γιατί ἀπέραντη σιγή βασιλεύει σήμερα στή γῆ; Μεγάλη, λέγει, σιωπή, καί πολλή ἡρεμία. Μεγάλη σιωπή γιατί ὁ Βασιλεύς κοιμᾶται. Ἡ γῆ φοβήθηκε καί ἡσύχασε, γιατί ὁ Θεός μέ τό σῶμα κοιμήθηκε. Ὁ Θεός μέ τό σῶμα πέθανε καί ὁ Ἅδης ἐτρόμαξε! Ὁ Θεός γιά λίγο κοιμήθηκε καί αὐτούς πού κοιμόταν αἰῶνες ἀπό τόν Ἅδη ἀνέστησε!

Καί συνεχίζει ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος στήν θεολογκή και συγκλονιστική αὐτή ὁμιλία του λέγοντας ὅτι σήμερα (μέ τήν εἰς Ἅδου Κάθοδον τοῦ Κυρίου), σώζονται ὅλοι οἱ πιστεύοντες εἰς Αὐτόν. Σήμερα, λέγει, σώζονται καί αὐτοί πού ζοῦν ἐπάνω στη γῆ και αὐτοί πού αἰῶνες τώρα βρίσκονται κάτω ἀπό τή γῆ, και ἑννοεῖ τούς ἀνθρώπους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού πήγαιναν ὅλοι στόν Ἅδη, διότι δέν εἶχε καταργηθεῖ ἀκόμη ὁ θάνατος, ὅπως ἔγινε διά Χριστοῦ. Σήμερα, λέγει, σώζεται ὅλος ὁ κόσμος, ὁρατός και ἀόρατος! Σήμερα εἶναι διπλή ἡ παρουσία τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Διπλή ἡ εὐσπλαγχνία. Διπλή κατάβασις, μαζί και συγκατάβασις. Διπλή ἐπίσκεψη στους ἀνθρώπους. Ἀπό τον οὐρανό στή γῆ και ἀπό τή γῆ στά καταχθόνια κατεβαίνει ὁ Χριστός. Οἱ πῦλες τοῦ Ἅδου ἀνοίγονται…. Χθές, ζήσαμε τήν ὑποταγή τοῦ Χριστοῦ (ἑννοεῖ το Πάθος καί τόν Σταυρόν). Σήμερα ζοῦμε τήν κυριαρχία Του. Χθές φανερώθηκαν τά σημεῖα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς Του καί σήμερα τῆς θεϊκῆς.

Καί νά, παρουσιάζεται ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ, νά δείχνει τό θεῖο Ἐλευθερωτή. Ἔρχεται, λέγει, ὁ Χριστός, ἀκούγονται τά βήματά του. «Ὁ Κύριός μου μετά πάντων» ἀναφωνεῖ! Καί ἀπαντᾶ ὁ Χριστός: «Καί μετά τοῦ πνεύματός σου»!

Μέ αὐτή τήν εἰκόνα, ὁ ἱερός Ἐπιφάνιος δείχνει τήν ἐν τῷ Ἅδη λύτρωση τοῦ δεσμίου ἀνθρωπίνου γένους, πού προσέφερεν ὁ «καθαιρέτης τοῦ Ἅδου», ὁ Κενωθείς Θεάνθρωπος Χριστός.

Ἀλλά καί μέ ἀνάλογες εἰκόνες ἀπό τήν ὑμνολογία τοῦ Μ. Σαββάτου, παρουσιάζεται αὐτή ἡ ἔνδοξος καί περιφανῆς νίκη τοῦ Ταφέντος καί Ἀναστάντος Κυρίου μας. Ἔτσι, ἀκοῦμε στά τροπάρια:«Σήμερον ὁ Ἅδης στένων βοᾶ, συνέφερέ μοι, εἰ τόν ἐκ Μαρίας γεννηθέντα μή ὑπεδεξάμην. Ἐλθόν γάρ ἐπ᾿ ἐμέ, τό κράτος μου ἔλυσε»… Τό νόημα τῆς σωτηρίας καί ἀναπλάσεως τοῦ κόσμου διά τοῦ Πάθους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐκφράζει καί ἄλλο ἕνα τροπάριο τοῦ Μ. Κανόνος τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης:

«Εἰργάσω τὴν σωτηρίαν, ἐν μέσῳ τῆς γῆς οἰκτίρμον, ἵνα σωθῶμεν, ἑκουσίως ξύλῳ ἀνεσταύρωσαι, ἡ Ἐδὲμ κλεισθεῖσα ἀνεῴγνυτο· τὰ ἄνω, τὰ κάτω, ἡ κτίσις, τὰ ἔθνη πάντα, σωθέντα προσκυνοῦσί σε».

Κατά τήν ἐπικειμένη Ἁγιωτάτη καί Μεγάλη Ἐβδομάδα, ὅπου θά ἔχουμε τήν εὐκαιρία νά διαπιστώσουμε ὅτι μέσα σ᾿ αὐτήν ὑμνολογικῶς καί πνευματικῶς ἀνακεφαλιώνεται ὅλη ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία (Δημιουργία, Πτώση, ἐν Χριστῷ ἀνάπλαση καί σωτηρία), ἄς γίνουμε συνοδοιπόροι τοῦ ἐρασμιωτάτου Νυμφίου Χριστοῦ. Ἄς προσεγγίζουμε τα σωτηριώδη γεγονότα αὐτά ὄχι ψυχολογικά ἤ συναισθηματικά, ἀλλά ὀντολογικά καί ὑπαρξιακά! Ἄς κατανοήσουμε δέ, ὅτι ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, πιστεύουμε, ὄχι σέ ἕναν νικημένο Θεό, ὄχι σέ ἕναν ἄνθρωπο ἁπλό, κτιστό καί πεπερασμένο, ἀλλά στόν Θεάνθρωπο Λυτρωτή, ὁ Ὁποῖος «δι᾿ ὑπερβάλλουσαν Ἀγαθότητα», μέ τή δική του θέληση ἀπέθανε ὡς ἄνθρωπος ἐπι τοῦ Σταυροῦ («θέλων γάρ ἀπέθανεν»), ἀλλά ὡς Θεός Παντοδύναμος, ἐξουσιαστικῶς κατέλυσε τό βασίλειο τοῦ θανάτου καί ἀνέστησε τόν νεκρό ἀπό τήν ἁμαρτία ἄνθρωπο. Καί μέσα στήν Ἁγία μας Ἐκκλησία, μέσα ἀπο τά ἱερά Μυστήρια καί τήν ὅλη πνευματική ζωή, βιώνουμε οἱ ὀρθόδοξοι ὑπαρξιακά αὐτήν τή χαρισματική ἀνάσταση, ἐνωμένοι , μέ τόν Ζωοδότη Χριστό! Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας, δικαίως ἀποκαλεῖται ὡς Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως…

Ἄρα λοιπόν, καί ἐμεῖς, ἄς γνωρίζουμε πάντοτε, ὅτι μετά τον σταυρό, ἔρχεται ἡ Ἀνάσταση! Καί ἄς ἔχουμε ὡς παντοτινό μας φρόνημα αὐτό πού θά ἀκούσουμε ἀπό τόν περίφημο ἐκεῖνο θεολογικώτατο Κατηχητικό λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, κατά τήν πανέκλαμπρη νύκτα τῆς Ἀναστάσεως: «Μηδείς φοβείσθω θάνατον! Ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος»!


Εὐχόμεθα σέ ὅλους καλή Ἀνάσταση!

1 Κοντάκιον Ὄρθρου Μ. Παρασκευῆς.
2 «Ὅ γάρ γέγονε, δι᾿ ἡμᾶς γέγονεν ὁ Κύριος, ἀγέννητός τε καί ἄκτιστος κατά τήν οἰκείαν θεότητα και ὅν ἔζησε βίον, δι᾿ ἡμᾶς ἔζησε…καί ἅπερ ἔπαθε τῇ σαρκί, δι᾿ ἡμᾶς ἔπαθε, τά ἡμῶν ἐξιώμενος πάθη, καί διά τάς ἡμετέρας ἁμαρτίας ἤχθη εἰς θάνατον, καί δι᾿ ἡμᾶς ἀνέστη καί ἀνελήφθη, παροικονομῶν ἡμῖν τήν εἰς ἀπείρους αἰῶνας ἀνάστασιν καί ἀνάληψιν». Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὁμιλ. 21, MPG 151, 277 ΑΒ.

ΠΗΓΗ

Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

ΠΕΡΙ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΟΥ ΚΟΛΑΣΕΩΣ (π.Νικηφόρος Νάσσος)




Γράφει ὁ ἐφημέριος τοῦ Ι.Ν. Τιμίου Προδρόμου,
Ἰερομόναχος π. Νικηφόρος Νάσσος


ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ 


Ἡ Πα­τε­ρικὴ ἐμπει­ρί­α μᾶς ἑρμη­νεύ­ει τὸν προσ­δω­κόμε­νο αἰώ­νιο Παρά­δει­σο στὸ τέ­λος τῆς Ἱστο­ρί­ας, ὄχι ὡς ἕνα τό­πο αἰσθη­τό (ἀφοῦ μὲ τὴ Β’ Πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ με­τα­ποιεῖται/με­τα­στοι­χειώνε­ται ὁ χῶρος καὶ ὁ χρό­νος), ἀλλ’ ὡς ἕνα «τό­πο» πνευ­μα­τι­κό, τ.ἔ. ἄλλου εἴδους καὶ ποιό­τη­τας κα­τά­στα­ση· γιὰ τὴν ἀκρί­βεια, γί­νε­ται λό­γος, ὅπως προ­είπα­με, ὄχι γιὰ τό­πο ἀλλὰ γιὰ ΤΡΟ­ΠΟ ζωῆς. Αὐτὸ θὰ εἶναι ὁ Πα­ρά­δει­σος, ἕνας τρό­πος δηλ. ζωῆς αἰω­νί­ου μὲ τὴν αἰώ­νια κοι­νω­νί­α καὶ μέ­θε­ξη τοῦ Θε­οῦ, ὅπως στὴ συ­νέ­χεια θὰ ἀνα­πτύ­ξου­με. 

Ὁ Πα­ρά­δει­σος πα­ρου­σιά­ζε­ται ὡς Φῶς, ἀλλὰ ταυ­τό­χρο­να καὶ ὡς «γνόφος» (αὐτὸ ποὺ λέ­με ἀντά­ρα, συννε­φιά, ὁμί­χλη καὶ σκό­τος). Ἀκό­μη καὶ στὴν Ἀπο­κά­λυ­ψη τοῦ Ἀπο­στό­λου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰω­άν­νη βλέ­που­με ὅτι ἡ Βα­σι­λεία τοῦ Θε­οῦ, ὅπως ἐθε­ά­θη ἀπὸ τὸν Εὐαγ­γε­λι­στὴ―συγ­γρα­φέ­α, ταυ­τί­ζε­ται, σύμ­φω­να μὲ τὶς ἐκεῖ πε­ρι­γραφὲς, ὡς πό­λη (ἡ «τε­τρά­γω­νος πό­λις»), ἡ ὁποί­α ἐκτείνε­ται σὲ 12.000 στά­δια (δηλ. 1.500 χιλιό­με­τρα), πού εἶναι, βε­βαί­ως, ἕνας συμ­βο­λικὸς ἀριθ­μός, κατὰ τὴ Βιβλικὴ Ἀριθ­μο­λο­γί­α, καὶ ἔχει στο­λι­σμέ­να τὰ θε­μέ­λια τοῦ τεί­χους της μὲ πολύ­τι­μους λί­θους: «καὶ ὁ θε­μέ­λιος ὁ πρῶτος ἴα­σπις, ὁ δεύ­τε­ρος σάπ­φει­ρος, ὁ τρί­τος χαλκη­δών, ὁ τέ­ταρ­τος σμά­ρα­γδος….»[1]. Ὅλα αὐτὰ εἶναι πραγμα­τι­κά; Ὄχι, βε­βαί­ως, ἀλλὰ συμ­βο­λικά, καὶ πα­ρου­σιά­ζο­νται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θε­οῦ μὲ αὐτὸν τὸν τρό­πο, ὥστε νὰ «ὑπο­ψιά­σει» τὴν ἀνθρώ­πι­νη λο­γικὴ καὶ τὴν πνευ­μα­τικὴ αἴσθη­ση περὶ τοῦ ἀφθάστου καὶ ἀκτίστου μεγα­λεί­ου τῆς «ἄνω πό­λε­ως», τῆς Βασι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.

Βε­βαί­ως, νά ση­μειώ­σου­με πα­ρεν­θε­τι­κά ὅτι στὴν κατά­στα­ση αὐτὴν θὰ με­τέ­χουν τῆς ἀλή­κτου χαρᾶς τοῦ Πα­ρα­δεί­σου οἱ σε­σω­σμέ­νοι. Αὐτοί, κατά τὸν με­γά­λο δογ­μα­τολό­γο Πα­τέ­ρα τῆς Ἐκκλη­σί­ας μας, ἅγιο Ἰω­άν­νη τόν Δα­μα­σκη­νό, θὰ ἔχουν τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῆς με­τα­ξύ των ὁρά­σε­ως, θὰ βλέπο­νται, θὰ γνω­ρί­ζονται καί θά ἀλλη­λο-α­να­γνω­ρί­ζο­νται, ὅπως χα­ρα­κτηρι­στι­κά ἐπιση­μαί­νει. Πῶς, ὅμως, αὐτό θα συμ­βαί­νει, πῶς θὰ γνω­ρίζονται ἐκεῖ οἱ ἄνθρω­ποι με­τα­ξύ τους; Ὄχι ἀπό τό σχῆμα τοῦ σώ­μα­τος, λέ­γει ὁ Δα­μα­σκη­νός, ἀλλ’ ἀπό τό διορα­τι­κό (νο­ητὸ) μά­τι τῆς ψυχῆς· δηλ. θὰ ὑπάρχει ἐπικοινωνία νοῶν! «Ναί, ἕκα­στος ἀνα­γνω­ριεῖ τὸν πλη­σί­ον αὐτοῦ, οὐ τῷ τοῦ σώ­μα­τος σχή­μα­τι, ἀλλά τῷ διο­ρα­τικῷ τῆς ψυχῆς ὄμμα­τι»[2].

Ἀνα­φε­ρό­με­νοι στίς εἰκό­νες καί τούς συμ­βο­λι­σμούς, πού μᾶς πα­ρέ-χουν κά­ποιον προ­ϊ­δε­α­σμὸ γιὰ τὶς ἐπου­ρά­νιες κα­τα­στά­σεις, θά μπο­ρού­σα­με νὰ στα­θοῦμε σὲ μιὰ πα­ρα­στα­τι­κή εἰκό­να, πού δεί­χνει τὸ γε­γο­νός τῆς φωτοφα­νεί­ας τῶν Ἁγί­ων καὶ τῶν σε­σω­σμέ­νων κα­τά τὴν ἡμέ­ρα τῆς πα­γκοσμί­ου Κρί­σεως καὶ με­τέ­πειτα στὴν ἀτέρ­μο­νη αἰω­νιό­τη­τα. Ἀκοῦμε στή λε­γο­μέ­νη «Ἐξό­διον Ἀκολου­θί­αν», ὅπως καί στά ἱε­ρά Μνη­μό­συ­να ὑπὲρ τῶν κεκοιμημέ­νων ἀδελ­φῶν μας, ὅτι «οἱ δί­καιοι ἐκλάμψου­σιν ὡς φω­στῆρες», δη­λαδή θά λά­μπουν ὡς ἀστέ­ρες τη­λαυ­γεῖς. Ἀκό­μη, στήν Πα­λαιά Δια­θή­κη, στό τέταρ­το Κε­φά­λαιο τοῦ βι­βλί­ου Σο­φί­α Σο­λομῶντος, ἀνα­φέ­ρε­ται ὅτι οἱ Ἅγιοι τό­τε, ἤτοι στὴ μέλ­λουσα μα­κα­ριό­τη­τα, «ὡς σπιν­θῆρες ἐν κα­λάμῃ δια­δρα­μοῦνται»[3]. Τί μπο­ρεῖ νὰ ση­μαί­νει αὐτό καὶ πῶς ἐμεῖς θὰ τὸ κατανο­ή­σου­με;

Ἕνας Πανε­πι­στη­μια­κὸς Κα­θη­γη­τής[4], πα­ρο­μοιάζει αὐτό τό γε­γο­νός τῆς μελ­λο­ντικῆς λάμ­ψε­ως τῶν Ἁγί­ων μέ ἕνα ἐπί­γειο γε­γο­νός, μέ­σα ἀπό τό ὁποῖο μπο­ροῦμε νά ἀντι­λη­φθοῦμε πε­ρί­που τά τῆς ἐκεῖ κα­τα­στάσε­ως γε­γο­νό­τα καί πράγ­μα­τα. Ὁμι­λεῖ γιά ἕνα παι­χνί­δι, πού εἶχαν πα­λιά οἱ Ἐβραῖοι, ἀλλά καὶ σέ μᾶς τὸ συ­να­ντᾶ κα­νείς, κυ­ρί­ως στὰ χω­ριά μας, ἀφοῦ ὑπάρ­χουν κοι­νές Πα­ραδό­σεις τῶν λαῶν τῆς Ἄνα­τολῆς. Τὸ παι­χνίδι αὐτό ἔχει ὡς ἐξῆς: Κα­τά τίς με­γά­λες κα­λο­καιρι­νές νύ­χτες, τά παι­διά μιᾶς γει­τονιᾶς ἄνα­βαν φω­τιά καί ἔβα­ζαν μέ­σα με­γά­λα κα­λά­μια, γιά νά πυρω­θοῦν. Στή συ­νέ­χεια, χά­ρα­ζαν ἡμι­κύ­κλια στόν ἀέ­ρα μὲ τά πυρωμέ­να αὐτὰ κα­λά­μια. Οἱ συ­μπαῖκτες τους ἀπό τήν ἄλλη γει­το­νιά ἔκα­ναν ἀκριβῶς τό ἴδιο, πύ­ρω­ναν τά κα­λά­μια καί χά­ρα­ζαν καὶ αὐτοὶ κύ­κλους στόν ἀέ­ρα ἀπό τόν δι­κό τους χώ­ρο, γιά νά φαί­νο­νται ἀπό μα­κρυά. Ἔδι­ναν ἔτσι ση­μά­δια, σάν τίς ἀρχαῖες φρυκτω­ρί­ες, οἱ μέν πρός τούς δέ. Νά, λοι­πόν, πῶς μπο­ροῦμε κά­πως να ὑπο­ψια­στοῦμε, ἀπό τό ὑλικὸ αὐτὸ πα­ρά­δειγ­μα, τό γε­γο­νός ὅτι οἱ Ἅγιοι θά ἐκπέ­μπουν τό φῶς τῆς Χά­ρι­τος στὴ μέλ­λου­σα ζω­ή, ὅπως πνευ­μα­τικὰ τό ἐξέ­πε­μπαν μέ τήν ἀρε­τή τους ἤδη ἀπό τόν κό­σμο αὐτόν. Καί στήν ἄλη­κτη, λοι­πόν, αἰω­νιό­τη­τα, «ὡς σπιν­θῆρες ἐν κα­λά­μι δια­δρα­μοῦνται», θὰ λάμπουν καί θά ἀκτι­νο­βο­λοῦν. Εἶναι, ὄντως, μί­α εἰκό­να ἐκφα­ντι­κή! Ὅπως μέσα στὴ νύ­χτα φω­τί­ζουν οἱ σπί­θες τοῦ ἀναμ­μέ­νου κα­λα­μιοῦ, κα­τά τόν ἴδιο τρό­πο ―τη­ρου­μέ­νων πάντοτε τῶν ἀνα­λο­γιῶν― οἱ δίκαιοι θά λάμ­ψουν ὡς σπιν­θῆρες καί θά ἀκτι­νο­βο­λοῦν τὸ ἄκτι­στο Φῶς τῆς Θεί­ας Χάρι­τος!

Ἀπό αὐτὴν ἐδῶ τή ζωή οἱ Ἅγιοι, με­τέ­χο­ντας τῆς ἀκτί­στου θε­ο­ποιοῦ ἐνερ­γεί­ας τοῦ Θε­οῦ, λά­μπουν καί ἀκτι­νο­βο­λοῦν, πα­ρέ­χο­ντας σέ ὅλους τήν ἀψευδῆ μαρ­τυ­ρί­α τῆς προ­γεύ­σε­ως τοῦ γλυ­κυ­τά­του ἐσχα­το­λο­γι­κοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Μὲ ἄλλα λό­για, μᾶς δεί­χνουν τή «δόξα» καὶ τὴ λαμπρό­τη­τα τῆς πα­μπόθη­της Θεί­ας Βα­σι­λεί­ας (δηλ. τῆς Θ. Χά­ρι­τος) ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀπό ἐδῶ τὴν ἔζη­σαν, γε­νό­με­νοι «κα­τά Χά­ριν ἄναρ­χοι καί ἄκτι­στοι», ὅπως γρά­φει ὁ φα­ε­σφό­ρος καί θε­ό­πτης ἅγιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λαμᾶς. Ἄκτι­στοι καί ἄναρ­χοι γί­νονται οἱ Ἅγιοι, μο­λο­νό­τι πα­ρα­μέ­νουν ἐντὸς τῆς κτι­στῆς ἀνθρώ­πι­νης φύ­σε­ώς τους, ἀπό τήν «ἀνα­παυο­μέ­νη» σ᾿ αὐτούς Θεί­α Χά­ρη, ἡ ὁποία πρό­κει­ται καί στό μέλ­λον νά τούς ἀκο­λου­θεῖ: «Οὕτω καί οἱ ἅγιοι, κτι­στοί ὄντες κα­τά τήν οἰκεί­αν φύ­σιν, ἄκτι­στοί τε καί ἄναρ­χοι κέκλη­νται διά τήν ἐπα­να­πε­παυ­μέ­νην αὐτοῖς καί συνε­σο­μέ­νην εἰς αἰῶνας ἄκτι­στον χά­ριν τοῦ Θε­οῦ»[5].

ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ

Τὸ ἴδιο, ἀντί­στοι­χα, περὶ τρό­που (καὶ ὄχι τό­που) ζωῆς ἰσχύ­ει, ἀλλ’ ἀντί­στρο­φα, καὶ γιὰ τὴν Κό­λα­ση, ἡ ὁποί­α καὶ αὐτὴ δὲν θὰ εἶναι χῶρος ὑλικὸς καὶ αἰσθητός, ἀλλὰ κα­τά­στα­ση, τρό­πος ζωῆς αἰώνιος, χωρὶς τὴν ἀγα­πη­τικὴ μέ­θε­ξη τοῦ Θε­οῦ. Ἐντούτοις, ὅπως ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται μὲν καὶ «ἐντὸς ἡμῶν», ἀλλὰ περιλαμβάνει ἀνακαινιστικὰ καὶ ὅλο τὸ σύμπαν («ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς»), ἔτσι καὶ ἡ Κόλαση (ὡς τυραννία τοῦ διαβόλου) δὲν ὑφίσταται μόνο «ἐντὸς ἡμῶν», ἀλλά, κατὰ τοὺς Πατέρες (Ἰω. Χρυσόστομο, Ἰω. Δαμασκηνὸ κ.ἄ.) καὶ σὲ ἕνα περι-ορισμένο νοητὸ τόπο.
Βέβαια, ὁ Καθηγητὴς Ν. Ματσούκας ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ Κόλαση τῶν ἁμαρτωλῶν θὰ εἶναι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο μιὰ ἐσωτερικὴ ὑπαρξιακὰ δική τους (ἐνδοανθρώπινη) κατάσταση[6].

Μιλώντας, ὅμως, ὁ Θεολόγος Γρηγόριος γιὰ τὸ κολαστικὸ πῦρ, γράφει ὅτι δὲν ἔχει καμιά συγγένεια ἤ ὁμοιότητα μὲ ἀνθρώπινες – ψυχικὲς (συνειδησιακὲς) καταστάσεις[7]. Τὸ πῦρ τῆς Κολάσεως δὲν εἶναι μόνο συνειδησιακό, διότι τότε, ἁπλούστατα, δὲν θὰ ἦταν Θεῖο (ἄκτιστο). Ἐφόσον, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, τὰ σώματα καὶ οἱ ψυχὲς τῶν ἁμαρτωλῶν θὰ εἶναι στερημένα τῆς Θείας δόξας, δηλ. τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, ἀδυνατοῦν νὰ «κοινωνοῦν», ἔστω καὶ ἀρνητικά, αὐτῆς τῆς Θείας θέας, καὶ μάλιστα κατ’ ἄκτιστο τρόπο, εἰμὴ μόνο ὡς συνεχῆ ὑπὸ τοῦ ἁμαρτωλοῦ αἴσθηση τῆς καυστικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ διδασκαλία, ὅτι τὸ πῦρ τῆς Κολάσεως εἶναι ψυχικό, εἶναι Ὠριγενική, ὅπως θὰ ἀναπτύξουμε ἐκτενέστερα σὲ ἄλλο Κεφάλαιο τοῦ παρόντος. Πάντως, στὴν Ἁγί­α Γραφὴ βλέπουμε νὰ πα­ρου­σιά­ζε­ται ἡ Κό­λαση πό­τε ὡς φωτιά («πῦρ αἰώ­νιον»), καὶ πό­τε ὡς σκο­τά­δι («σκό­τος ἐξώ­τε­ρον»)· ἤ ὡς ἕνα ἀπληστόκορο γιγάντειο σκουλήκι (μεγάλο φίδι), ἤ μὲ πλῆθος ἄλλων ζώων (βλ. θηριομορφία)[8], ποὺ ἐπώδυνα θὰ τρώει τὰ σώματα τῶν νεκρῶν, χωρὶς ὅμως αὐτὰ ποτὲ νὰ δαπανῶνται[9] (πρβλ. τιμωρία Προμηθέα). Πρόκειται γιὰ μιὰ παλαιὰ ἰουδαϊκὴ Ἀποκαλυπτικὴ ἀντίληψη[10], ποὺ διασωζόταν ἀκόμα καὶ στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ.

Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ μπο­ροῦμε νὰ φα­νταστοῦμε τή φο­βε­ρή ὀδύ­νη τῆς Κο­λά­σε­ως (ἡ ὁποία, ἐκτός τῶν ἄλλων, θά συ­νί­στα­ται στοὺς βασανισμούς τῶν κολασμένων ἀπὸ τοὺς δαίμονες ἀλλὰ καὶ στὴν ἀπο­μό­νω­ση με­τα­ξύ τους, δηλ. τήν ἔλλει­ψη ἐπι­κοι­νω­νί­ας) ἀπό ἕνα πε­ρι­στα­τι­κό, πού ἔχει σχέ­ση μέ τόν Ἀββᾶ Μα­κά­ριο τόν Αἰγύ­πτιο, ὅπως τό περιγράφει ἡ ἱερὴ Φι­λο­κα­λί­α τῶν ἁγί­ων Νη­πτικῶν Πα­τέ­ρων. Ὁ Μακά­ριος βα­δί­ζει ἐν προ­σευχῇ μέ­σα στή βα­θιά ἔρη­μο καὶ κά­ποια στιγ­μή ἡ βα­κτη­ρί­α του ἀκου­μπᾶ τό κρα­νί­ο ἑνός αἱρε­σιάρ­χου, κα­τά τὸ θέ­λη­μα, βε­βαί­ως, τοῦ Θε­οῦ. Ἡ ψυ­χή ἐκεί­νου τοῦ αἱρε­σιάρ­χου μέ­σα ἀπό τήν Κό­λα­ση αἰσθά­νε­ται μέ αὐτό το ἅγιο ἄγγιγ­μα τοῦ γυ­μνοῦ κρα­νί­ου κά­ποια ἀνα­κού­φι­ση. Ὁ Ἀββᾶς συν­δια­λέ­γεται μέ τό ἄψυ­χο κρα­νί­ο, τό ὁποῖο θαυ­μα­τουρ­γικῶς ὁμι­λεῖ.

Ἐρωτᾶ ὁ Ὁσιος ποιά εἶναι ἡ κα­τά­στα­ση τῶν κο­λα­ζομέ­νων στήν ἄλλη ζω­ή. Ἡ ἀπά­ντη­ση εἶναι πο­λύ ση­μα­ντι­κή. Στὴν ἄλλη ζω­ή, λέ­γει τὸ κρα­νί­ο, τό πρό­σω­πο τοῦ ἑνός εἶναι κολημ­μέ­νο στή ρά­χη τοῦ ἄλλου καί ἔτσι δὲν εἶναι δυ­νατὴ κα­μί­α δια­προ­σω­πικὴ ἐπι­κοι­νωνί­α, δηλ. δυ­να­τό­τη­τα νά ἀντι­κρύζει ὁ ἕνας τό πρό­σω­πο τοῦ ἄλλου: «Καὶ οὐκ ἔστι πρό­σω­πον πρὸς πρό­σω­πον θε­ά­σα­σθαι τι­νά, ἀλλά τό πρό­σω­πον ἑκά­στου, πρός τόν ἕτε­ρον νῶτον κε­κόλ­λη­ται»[11]. Συ­νεπῶς, οἱ κο­λα­σμέ­νοι στε­ροῦνται ἀκό­μα καί αὐτῆς τῆς δια­προ­σω­πι­κής ἐπικοινωνίας καὶ πα­ρη­γοριᾶς. Ὅμως, δί­δε­ται μί­α μι­κρή εὐκαι­ρί­α κά­ποιας στιγ­μιαί­ας, θά λέ­γα­με, ἀνα­κού­φι­σης καὶ ἐπικοι­νω­νί­ας μετα­ξύ τους, βλέπο­ντας γιὰ λί­γο ὁ ἕνας τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου, ὅταν οἱ ἐν τῷ κό­σμῳ ζῶντες πι­στοί προ­σευ­χη­θοῦν (ἰδί­ως μέ­σα στὸ Μυ­στή­ριο τῆς Θεί­ας Εὐχα­ρι­στί­ας) καὶ τε­λέ­σουν φιλανθρωπίες καὶ ἱερὰ Μνη­μό­συνα γι᾿ αὐτούς[12]. Αὐτὸ ἀπο­κά­λυ­ψε τό κρα­νί­ο ἐκεί­νου τοῦ αἱρε­σιάρ­χου στόν Ἀββᾶ Μα­κά­ριο, κα­τά τήν προ­α­να­φερ­θεῖσα δι­ή­γη­ση: «Ὥς οὖν εὔχῃ ὑπέρ ἡμῶν, ἐκ μέ­ρους τις θε­ω­ρεῖ τό πρό­σω­πον τοῦ ἑτέ­ρου. Αὕτη ἐστιν ἡ πα­ραμυθία…»[13].

--------------------------------------------------------------------------------

[1] Βλ. Α­ποκ. 21, 14 ἑξ.

[2] Βλ. Ἰω. Δαμα­σκη­νοῦ, Πε­ρί τῶν ἐν πί­στει κε­κοι­κη­μέ­νων, Ε­ΠΕ 4, 194.

[3] Σ. Σολ. 3, 1 – 9.

[4] Πρό­κει­ται γιὰ τὸν ὁμό­τι­μο Κα­θη­γητή Θε­ο­λο­γί­ας τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀθηνῶν, π. Γε­ώρ­γιο Με­ταλ­λη­νό.

[5] Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Πα­λαμᾶ, Λό­γος ἀντιρ­ρη­τι­κός Γ’ 4, 9, Ε­ΠΕ 5, 370-372.

[6] Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία, τ. Β’, σ. 544: «Ἡ κατάσταση αὐτὴ τῶν κολασμένων εἶναι ἀποκλειστικὰ δική τους στάση».

[7] Κατηχητικός λόγ. 40, PG 45, 104.

[8] Βλ. ἁγίου Ἀνδρέα τοῦ κατὰ Χριστὸν Σαλοῦ (Νικηφόρου πρεσβυτέρου), Διήγησις τοῦ βίου, MPG 111, 772A-773B. Στὴν Κοπτικὴ Εἰκονογραφία τῆς Κολάσεως οἱ δαίμονες («ἄγγελοι τοῦ θανάτου») παρουσιάζονται μὲ μορφὲς ζώων [βλ. O. F. A. Meinardus, “An Inquiry: The Coptic Iconography of Hell”, Ἐκκλησία καὶ Θεολογία 6 (1985) 714].

[9] Μ. Βασιλείου, Εἰς Ψαλμ. 33, MPG 30, 372A-B, Ἰω. Χρυσ., Εἰς Θεόδωρον ἐκπεσόντα 1, 10, ed. J. Dumortier, Εἰς Ἐφ. 24, 5, MPG 62, 168. Πρβλ. Μάρκ. 9, 46.

[10] Β’ Ἐνὼχ 10. 51, 1, Γ’ Βαροὺχ 4, 1-5.

[11] Μα­κα­ρί­ου τοῦ Αἰγυ­πτί­ου, Ἀπο­φθέγ­μα­τα, ΜPG 34, 257 CD-260 Α.

[12] Ἰω. Χρυσ., Εἰς Ἰω. 62, 5, MPG 59, 342, Εἰς Πράξ. 21, 4, MPG 60, 169: «Ἔστι γάρ, ἔστιν, ἐὰν θέλωμεν, κούφην αὐτῷ γενέσθαι τὴν κόλασιν. Ἄν οὖν εὐχὰς ὑπὲρ αὐτοῦ ποιῶμεν συνεχεῖς, ἄν ἐλεημοσύνην διδῶμεν· κἄν ἐκεῖνος ἀνάξιος ᾖ, ἡμᾶς ὁ Θεὸς δυσωπήσεται. Εἰ διὰ Παὺλον ἑτέρους διέσωσε, καὶ δι’ ἄλλους ἄλλων φείδεται, πῶς οὐχὶ καὶ δι’ ἡμᾶς τὂ αὐτὸ τοῦτο ἐργάσεται;…Οὕτω μετὰ παῤῥησίας αὐτὸν παραιτήσεται τότε ἡ γυνή, λύτρον ὑπὲρ αὐτοῦ καταθεμένη. Ὅσῳ πλειόνων γέγονεν ἁμαρτημάτων ὑπεύθυνος, τοσούτῳ μειζόνως αὐτῷ δεῖ τῆς ἐλεημοσύνης…δυσωπήσει τοῦτο τὸν Θεόν». Ὅτι τὰ Μνημόσυνα, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὠφελοῦν τὶς ψυχὲς τῶν μὴ θανάσιμα ἁμαρτωλῶν κεκοιμημένων ἀναφέρεται, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ στὴ Ραββινικὴ Γραμματεία (b Berakhot 15b). Γιὰ περισσότερα βλ. Σ. Κ. Τσιτσίγκου, «Ἡ Φαινομενολογία τῶν Νεκρωσίμων Ἀκολουθιῶν», Ἀ­νά­τυ­πο ἀπὸ περιοδ. Εκκλη­σια 1984, Β. Θ. Κοντοβᾶ, «Ἡ περὶ μνημοσύνων ἔρις καὶ ἡ διδασκαλία περὶ τοῦ μέλλοντος τῆς ψυχῆς μετὰ θάνατον», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 723 (1988) 603, 613-615, Π. Α. Ὑφαντῆ, «Βικεντίου Δαμοδοῦ, Περὶ κρίσεως καὶ περὶ συγγνωνῶν», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 749 (1993) 509-536.
[13] Ὅπ.π.