A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΝΑΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΝΑΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΠΛΑΤΥΤΕΡΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ





Μέ τόν ὄρο Πλατυτέρα ἤ καί Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν ὀνομάζεται ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας πού ἁγιογραφεῖται στό ἐσωτερικό ἄνω μέρος τῆς κεντρικῆς κόγχης τοῦ Ἁγίου Βήματος (κοινῶς Ἱεροῦ) τῶν ναῶν. Ἡ Πλατυτέρα ἀποδίδεται συνήθως καθισμένη σέ θρόνο φέροντας στήν ἀγκάλη της τόν Ἰησοῦ Χριστόν παιδίον, ἔχοντας ὡς ὑποπόδιο νέφος. Πολλές ὅμως φορές ἀποδίδεται καί σέ ὄρθια στάση μέ τά χέρια ἁπλωμένα καί ἐλαφρά ἀνυψωμένα. Ἡ ὀνομασία προέρχεται ἀπό τόν στίχο τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου: 
«Χαῖρε σκέπη τοῦ κόσμου, πλατυτέρα νεφέλης». 

Τί ἐννοοῦμε λοιπόν μ' αὐτή τήν προσωνυμία τῆς Θεοτόκου; Δέν χωρεῖ καμμιά ἀμφιβολία ὅτι ἡ Παναγία ὀνομάστηκε «Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν» γιατί ἐχώρεσε στή γαστέρα της «τόν ἀχώρητον Θεόν». Οἱ οὐρανοί δέν τόν χωροῦσαν καί τόν ἐχώρεσε ἡ μήτρα τῆς Παρθένου! Γι' αὐτό ὁ ὑμνωδός διερωτᾶται θαυμαστικῶς: «Ὁ ἀχώρητος παντί πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί»;

Αὐτή ὅμως εἶναι μόνο ἡ μία πλευρά τοῦ νομίσματος. Ὑπάρχει καί ἡ ἄλλη, πού ἔχει κι αὐτή τή σπουδαιότητά της. «Πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν» λέγεται ἡ Παναγία, ὄχι μονάχα γιατί ἐχώρεσε τόν «ἀχώρητον Θεόν», ἀλλά γιατί χωρεῖ καί ἄλλους, πού γιά πολλούς λόγους δέν χωρεῖ ὁ οὐρανός! Στόν οὐρανό, δηλαδή στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, δέν χωροῦν ὅλοι. Θέση καί δικαίωμα ἐκεῖ ἔχουν μόνο οἱ ἅγιοι, οἱ ἐκλεκτοί. Οἱ ἁμαρτωλοί καί βέβηλοι δέν ἔχουν ἐκεῖ θέση. Ὅμως στῆς Παναγίας τήν καταφυγή καί προστασία τολμοῦν νά πλησιάσουν κι αὐτοί ζητώντας ἔλεος καί πρεσβεῖες καί μεσιτεία. Γνωρίζοντας οἱ ἁμαρτωλοί πώς εἶναι ἀπό τή γῆ ἡ Παναγία, τήν ἀναγνωρίζουν μάνα ὅλου του κόσμου:
«Καί Σέ μεσίτριαν ἔχω πρός τόν φιλάνθρωπον Θεόν...», ψάλλουμε στήν Παράκληση. Ἡ Παναγία λοιπόν χωρεῖ περισσότερα ἀπό τόν οὐρανό καί ἐν σχέσει μέ μᾶς τούς ἀνθρώπους. Γι' αὐτό εἶναι καί ἀπό αὐτή τήν ἄποψη τῶν οὐρανῶν Πλατυτέρα!

Ἄς εὐχηθοῦμε νά μή στερηθεῖ κανείς πιστός καί κανείς ἄνθρωπος τή σωτήρια πρεσβεία Της πρός τόν Υἱό Της καί Λόγο καί Σωτήρα τοῦ κόσμου!

Πηγή: www.in-ad.gr




Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΑ Τ' ΟΥΡΑΝΟΥ (Βίντεο)






Βασίλισσα του κόσμου
Δέσποινα τ’ ουρανού
Μυριοχαριτωμένη
Παρθένε ευλογημένη
Μητέρα του Θεού

***

Μη μας εγκαταλείπεις
στα μακρινά της γης
ιδέ τους στεναγμούς μας
τους πόνους κι οδυρμούς μας
για να μας λυπηθείς

***

Ω! Μάνα, γλυκιά Μάνα
Μάνα ευσπλαχνική
ημών των πικραμένων
και μετανοημένων
σπλαχνίσου την ψυχή

***

Τα σπλαχνικά σου μάτια
στρέψε προς εμάς
τρέξε και σκέπασε μας
τα ξένα κι ορφανά

***

Και όταν η ψυχή μας
από το σώμα βγει
δείξε μας στον Υιόν Σου
τον Λυτρωτή του κόσμου
Μητέρα ευσπλαχνική


Ψαλτοτράγουδο





Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΡΟΣΤΑΤΙΔΑ ΤΩΝ ΜΑΧΗΤΩΝ ΤΟΥ '40 (Ποίημα)


Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.


Ό
ταν τα παλικάρια μας εκεί ψηλά στα χιόνια 

μάχονταν για τη λευτεριά, τα ένδοξα εκείνα χρόνια,

αόρατο το χέρι Σου, Μητέρα του Θεού μας,

δυνάμωνε, κι εμψύχωνε τη σκέψη του λαού μας!

Το όραμα, Παρθένα μου, της άγιας μορφής Σου

κι η χάρη Παναγία μου, της μητρικής στοργής Σου,

συνόδευε, προστάτευε, κάθε πολεμιστή μας,

που έγινε ο κεραυνός του άθλιου υβριστή μας!

Στις εκκλησιές ολόθερμα άναβε το κεράκι,

με δέος και με σεβασμό το κάθε γεροντάκι,

που είχε το γιο, τον εγγονό, πάνω στο μετερίζι,

εκεί που η πατρίδα μας πάντοτε τον ορίζει.

Αγνή! Ηλιοστάλακτη! Πάναγνη! Ευλογημένη!

Σε Σε θερμή την προσευχή λέμε συγκινημένοι!

Ευγνώμονα τα χείλη μας εμπρός σου μουρμουρίζουν,

ενώ οι καρδιές τα άνθη τους, Μαρία, Σου χαρίζουν.





Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Εὐχὴ ἐξομολογητικὴ εἰς τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον (Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ)







Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε ἐσὺ ποὺ γέννησες κατὰ σάρκα τὸ Θεὸ Λόγο, γνωρίζω ὅτι δὲν εἶναι εὐπρεπές, οὔτε ἄξιο, γιὰ μένα τὸν πανάσωτο, ἔχοντας ἀκόμη μολυσμένα μάτια και ἀκάθαρτα χείλη, νὰ ἴδω τὴν εἰκόνα, σοῦ τῆς Ἁγνῆς, τῆς Ἀειπαρθένου, τῆς ἐχούσης τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν καθαρὰ καὶ ἀμόλυντα, νὰ τὴν προσκυνῶ καὶ νὰ τὴν παρακαλῶ. Πιὸ σωστὸ εἶναι γιὰ μένα τὸν ἄσωτο νὰ μισηθῶ καὶ νὰ ἐπιτιμηθῶ ἀπὸ τὴ δική σου καθαρότητα· ἐπειδὴ ὅμως ὁ Θεὸς τὸν Ὁποῖον γέννησες, ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς καλέσῃ τοὺς ἁμαρτωλοὺς σὲ μετάνοια, παίρνω καὶ ἐγὼ τὸ θάῤῥος καὶ προσέρχομαι κοντά σου καὶ σὲ παρακαλῶ μὲ δάκρυα.

Κάμε δεκτὴ τὴν ἐξαγόρευση τῶν πολλῶν καὶ χαλεπῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ φέρε τὴ μετάνοιά μου στὸ μονογενή σου Υἱὸ καὶ Θεό, παρακαλώντάς τον νὰ λυπηθῇ τὴν ἄθλια καὶ ταλαίπωρη ψυχή μου. Γιατὶ ἕνεκα τοῦ πλήθους τῶν ἁμαρτιῶν μου ἐμποδίζομαι νὰ ἀτενίσω πρὸς Αὐτὸν καὶ νὰ ζητήσω συγχώρηση. Γι᾿ αὐτὸ σὲ προβάλλω ὡς πρέσβη καὶ μεσίτρια, γιατί ἐνῶ ἀπόλαυσα πολλῶν καὶ μεγάλων δωρεῶν παρὰ τοῦ δημιουργήσαντός με Θεοῦ, τὶς ξέχασα ὅλες, ὁ ἄθλιος καὶ ἀχάριστος, ὁμοιωθεὶς ἔτσι μὲ τὰ ἀνόητα κτήνη· πτωχεύοντας στὶς ἀρετές, καὶ πλουτώντας στὰ πάθη, γεμάτος ντροπὴ καὶ στερημένος ἀπὸ τὴ θεία παῤῥησία, ἔχω κατακριθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ γι᾿ αὐτὸ θρηνοῦν γιὰ μένα οἱ Ἄγγέλοι, καὶ χαίρονται οἱ δαίμονες. Μισοῦμαι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἐλεγχόμενος ὑπὸ τῆς συνειδήσεως, γεμᾶτος ντροπὴ γιὰ τὰ πονηρά μου ἔργα, νεκρὸς πρὶν τὸ θάνατό μου, καὶ πρὶν τὴν κρίση αὐτοκατάκριτος, καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀτελεύτητη κόλαση αὐτοτιμωρούμενος ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση. Γι᾿ αὐτὸ καταφεύγω μόνο στὴ δική σου καὶ μόνη βοήθεια, Δέσποινα Θεοτόκε, ὁ ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων, ἐγὼ ποὺ σπατάλησα τὴν πατρικὴ περιουσία μὲ πόρνες, ποὺ φέρθηκα χειρότερα καὶ ἀπὸ τὴν πόρνη, ποὺ παρανόμησα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν Μανασσῆ, ποὺ ἔγινα ἄσπλαγχνος περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸν πλούσιο, ὁ λαίμαργος δοῦλος, τὸ δοχεῖο τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ὁ φύλακας τῶν αἰσχρῶν καὶ ῥυπαρῶν λόγων, ὁ γεμάτος μὲ κάθε ἀκαθαρσία, ὁ ξένος κάθε ἀγαθοῦ ἔργου.

Ἐλεήσέ μου τὴν ταπείνωση καὶ λυπήσου τὴν ἀσθένειά μου. Σὺ μόνο ἔχεις τόσο μεγάλη παῤῥησία πρὸς τὸν ἐκ σοῦ τεχθέντα καὶ κανεὶς ἄλλος. Τὰ πάντα μπορεῖς ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ ὅλα ἔχεις τὴν ἰσχὺ ὡς ὑπερέχουσα ὅλων τῶν κτισμάτων. Τίποτα δὲν σοῦ εἶναι ἀδύνατο, ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσεις. Μὴν παραβλέψῃς τὰ δάκρυά μου, μὴν ἀηδιάσῃς τὸ στεναγμό μου, μὴν ἀποστραφῇς τὸν πόνον τῆς καρδιᾶς μου, μὴν ντροπιάσῃς τὴν προσδοκίαν μου σὲ σένα, ἀλλὰ μὲ τὶς μητρικές σου παρακλήσεις ἀπόσπασε γιὰ μένα τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ ἀγαθοῦ Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ καὶ ἀξίωσέ με τὸν ταλαίπωρο καὶ ἀνάξιο δοῦλό σου νὰ ξαναβρῶ τὸ ἀρχαῖο προπτωτικὸ κάλλος τῆς ψυχῆς, νὰ ἀποβάλω τὴν ἀσχήμια τῶν παθῶν, νὰ ἀπελευθερωθῶ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ γίνω ὑπηρέτης τῆς δικαιοσύνης, νὰ ἐκδυθῶ τὸ μόλυσμα τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς καὶ νὰ ἐνδυθῶ τὸν ἁγιασμὸ τῆς ψυχικῆς καθαρότητας, νὰ νεκρωθῶ γιὰ τὸν κόσμο καὶ νὰ ζήσω μέσα στὴν ἀρετή. Συνοδοιπόρησε καὶ σύμπλευσε μαζί μου, στὶς ἀγρυπνίες ἐνίσχυσέ με, παρηγόρησέ με στὶς θλίψεις, γιὰ τὶς ὀλιγοψυχίες μου παρακάλεσε, δώρισέ μου τὴν θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν, λύτρωσέ με ἀπὸ τὶς ἀδικίες, ἀπὸ τὶς συκοφαντίες ἀθώωσέ με, στὸ θανάσιμο κίνδυνο σπεῦσε σὲ βοήθειά μου. Ἀνάδειξέ με καθημερινὰ ἰσχυρὸ στοὺς ἀόρατους ἐχθρούς μου, γιὰ νὰ μάθουν ὅλοι οι δαίμονες ποὺ ἄδικα μὲ τυραννοῦν ποιανοῦ εἶμαι δοῦλος.

Ναί, ὑπεραγία μου Δέσποινα Θεοτόκε, ἐπάκουσε τὴν οἰκτρὴ δεήσή μου, καὶ μὴ ντροπιάσῃς τὴν προσδοκία μου, σὺ ποὺ (μετά το Θεὸ) εἶσαι ἡ ἐλπίδα πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς. Τὸ βρασμὸ τῆς σάρκας μου κατάσβεσε, τὴν ἀγριώτατη ταραχὴ τῇς ψυχῇς μου κατεύνασε, τὸν πικρὸ θυμό μου καταπράϋνε, τὸν τῦφο καὶ τὴν ἀλαζονία τῆς μάταιας οἰήσεως ἀφάνισε ἀπὸ τὸ νοῦ μου. Μείωσε τὶς νυκτερινὲς φαντασιώσεις τῶν πονηρῶν πνευμάτων, καθὼς καὶ τὶς καθημερινὲς τῶν ἀκάθαρτων ἐννοιῶν προσβολὲς ἀπὸ τὴν καρδιά μου. Διαπαιδαγώγησε τὴ γλῶσσα μου γιὰ νὰ λέει τὰ συμφέροντα. Δίδαξε τὰ μάτια μου νὰ βλέπουν σωστὰ τὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς. Ἐνίσχυσε τὰ πόδια μου γιὰ νὰ βαδίζουν τὴν μακαρία ὁδὸ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Τὰ χέρια μου ἁγίασε γιὰ νὰ τὰ σηκώνω ἐπάξια στὸν Ὕψιστο. Καθάρισε τὸ στόμα μου, γιὰ νὰ ἐπικαλοῦμαι μὲ παῤῥησία ὡς Πατέρα τὸν πανάγιο καὶ φοβερὸ Θεό. Ἄνοιξε τὰ αὐτιά μου, γιὰ νὰ ἀκούω, καταλαβαίνω καὶ ἐφαρμόζω τὰ λόγια τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ποὺ εἶναι πιὸ γλυκὰ ἀπὸ τὸ κερὶ καὶ τὸ μέλι, ἐνισχυόμενος ἀπὸ ἐσέ.

Δῶσε μου καιρὸ μετανοίας, καὶ λογισμὸ ἐπιστροφῆς. Φύλαξέ με ἀπὸ τὸν αἰφνίδιο θάνατο. Ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὴν κατάκριση τῆς συνειδήσεως. Τέλος παραστάσου κοντά μου κατὰ τὸ χωρισμὸ τῆς ψυχῆς μου ἀπὸ τὸ ἄθλιο μου σῶμα, γιὰ νὰ ἐλαφρύνῃς ἔτσι τὴν ἀφόρητη αὐτὴ βία, νὰ ἀνακουφίσῃς τὸν ἀνέκφραστον πόνον, καὶ νὰ παρηγορήσεις τὴν ἀπαραμύθητη στενοχώρια μου. Λύτρωσέ με ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ μορφὴ τῶν δαιμόνων, παραμερίζουσα τὸν ἄρχοντα τοῦ σκότους καὶ σχίζουσα τὰ χειρόγραφα τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν. Φέρε με σὲ οἰκειότητα μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἀξίώσέ με νὰ βρεθῶ στὰ δεξιά Του, κατὰ τὴν ὥρα τῆς φοβερῆς κρίσεως, καὶ νὰ μὲ κάμῃς κληρονόμο τῶν αἰωνίων καὶ ἄφθορων ἀγαθῶν.

Αὐτὴ τὴν ἐξομολόγησή μου ἀπευθύνω σὲ σένα Δέσποινα Θεοτόκε, τὸ φῶς τῶν ἐσκοτισμένων μου ὀφθαλμῶν, ἡ παραμυθία τῆς ψυχῆς μου, ἡ μετὰ τὸν Θεὸν ἐλπὶς καὶ προστασία μου, τὴν ὁποία ἐξομολόγησή μου δέξου εὐμενῶς καὶ καθάρισὲ με ἀπὸ κάθε μολυσμὸ σαρκὸς καὶ πνεύματος. Ἀξίωσέ με ἐν ὅσῳ ζῶ νὰ κοινωνῶ χωρὶς κατάκριση, τὸ πανάγιο καὶ πανάχραντο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Υἱοῦ σου καὶ Θεοῦ, καὶ στὸ μέλλον νὰ συμμετάσχω στὴ γλυκυτάτη οὐράνια τροφὴ τοῦ Παραδείσου, ὅπου βρίσκεται ὅλων τῶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία. Αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν ἐλπίζοντας νὰ τύχω κι ἐγὼ ὁ ἀνάξιος, δοξάζω στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων τὸ πάντιμο καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομα τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ σου, ποὺ δέχεται ὅλους ὅσους μετανοοῦν εἰλικρινά, χάρις σὲ σένα ποὺ εἶσαι μεσίτρια καὶ ἐγγυήτρια ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν, γιατὶ χάρις σὲ σένα πανύμνητε καὶ ὑπεράγαθε Δέσποινα, σώζεται ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπίνη φύση, ποὺ αἰνεῖ καὶ εὐλογεῖ τὸν Πατέρα τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴν Παναγία καὶ ὁμοούσια Τριάδα, τώρα καὶ πάντοτε στοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Νεοελληνικὴ ἀπόδοσις: Βασίλειος Σκιαδᾶς, θεολόγος


Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ (24 Σεπτεμβρίου)


ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΕΥΡΕΣΕΩΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΩΝ 
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ ΕΙΚΟΝΟΣ 
ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΗΣ

Εὐλόγησον Πάτερ.
Εὑρισκόμενος εἰς ταύτην, τὴν νῆσον τῶν Κυθήρων ἕνας ἐρημότοπος, λεγόμενος Μυρτίδια, (διατὶ ὅλος δασωμένος ἀπὸ μυρτίαις, καὶ ἀκατοίκητος, μόνον τὰ ζῶα τῶν ἀγροίκων ἐκεῖ ἔβοσκαν), ἔπραττεν ἐκεῖ κάποιος εὐλαβὴς Χριστιανός, καὶ αὐτὸς ὁδηγηθεὶς ἀπὸ κάποιαν θεωρίαν ὁποῦ εἶδεν εἰς τὸν ὕπνον του, ἔχωντας περισσὴν εὐλάβειαν εἰς τὴν κυρίαν Θεοτόκον, ἐπήγαινε συχνότερα εἰς αὐτὸν τὸν τόπον· καὶ στέκωντας ἐκεῖ, στοχαζόμενος τοῦ τόπου τὴν ἀγριότητα, ἤκουσε φωνὴν ἀοράτως ὁποῦ τοῦ ἔλεγεν· ἂν μὲ γυρεύσῃς ἐδῶ σιμὰ εὑρίσκεις τὴν εἰκόνα μου, καὶ εἶναι καιρὸς ὁποῦ ἦλθα, καὶ εὑρίσκομαι ἐδῶ, διὰ νὰ δώσω βοήθειαν ἐτούτου τοῦ τόπου. Ἀκούωντας δὲ τὴν φωνὴν ὁ εὐλαβὴς ἐκεῖνος Χριστιανός, καὶ στρεφόμενος ἔνθεν κᾀκεῖθεν, τάχα νὰ ἰδῇ ποῖος εἶναι ὁποῦ ὡμίλησε, καὶ μὴ θεωρῶντας τινά, ἔμεινε περίφοβος. Καὶ κάνωντας τὸ Σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ εἶπε· Κύριε Κύριε Χριστὲ βοήθει μοι· καὶ σὺ Κυρία μου καὶ Δέσποινα ὁποῦ ἔχεις πολλὴν τὴν παρρησίαν πρὸς τὸν μονογενῆ σου Υἱόν, μὴν ἀργήσῃς νὰ μοῦ φανερώσῃς, ἂν εἶναι τὸ θέλημά σου, τὴν φωνὴν ταύτην ὁποῦ ἤκουσα, τί εἶναι. Καὶ θαρρῶντας πῶς ἡ φωνὴ αὕτη ἦτον διὰ καλόν, παραμερίζοντας ὀλίγον ὡσὰν νὰ ἐγύρευε τὸ ποθούμενον, θεωρεῖ μέσα εἰς μίαν μυρτίαν μίαν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας. Εὐθὺς ὁποῦ τὴν εἶδεν, ἔλαβε μεγάλην χαράν, καὶ ἐγνώρισε, πῶς ἡ φωνὴ ὁποὺ ἤκουσε ἦτον ἀπὸ τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον, καὶ τὸν ὡδήγησεν ἐκεῖ διὰ νὰ εὕρῃ αὐτὴν τὴν ἁγίαν Εἰκόνα. Ἔπεσε λοιπὸν καὶ τὴν ἐπροσκύνησε, καὶ μετὰ δακρύων καὶ εὐχαριστιῶν τὴν ἠσπάσθη. Ἠσθάνετο δὲ πολλὴν εὐωδίαν θυμιαμάτων εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον. Εὐθὺς λοιπὸν βοηθούμενος ἀπὸ τὴν Θεομητορικὴν δύναμιν, ἄρχησε καὶ ἔκοπτε τὸ δάσος· καὶ καθαρίσας τὸν τόπον ἐκεῖνον κατὰ τὸ δυνατόν του, ἔκτισεν ἐκεῖ μικρὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου, καὶ ἔθεσεν εἰς αὐτὸν τὴν ρηθεῖσαν ἁγίαν Εἰκόνα, καὶ τὴν ἐπωνόμασε Μυρτιδιώτισσαν, ὡσὰν ὁποῦ τὴν εὗρεν εἰς ταῖς μυρτίαις. Καὶ ἔτζη ὁ τόπος ἐκεῖνος μέχρι τῆς σήμερον λέγεται μυρίδια, διὰ τὴν ἀφορμὴν τοῦ παλαιοῦ ἐκείνου δάσους. Ἔκαμε δὲ καὶ αὐτὸς μικρὸν κελλίον, καὶ γενόμενος μοναχὸς ἐκατοίκησεν ἐκεῖ, λατρεύωντας μετὰ πάσης εὐλαβείας πάντοτε αὐτὴν τὴν ἁγίαν καὶ θαυμαστὴν εἰκόνα. Ἀπὸ ὀλίγον εἰς ὀλίγον ἐκαθάρισε τὸ μυρτερὸν ἐκεῖνο δάσος, ἐπλάτυνεν ἡ φήμη, καὶ ἡ εὐλάβεια τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἐπροστρέχασι συνεχῶς μὲ πολλαῖς ἐλεημοσύναις εἰς προσκύνησιν τῆς ἱερᾶς αὐτῆς εἰκόνος, καὶ πολλὰ θαύματα ἔκαμεν εἰς ὅσους ἐπρόστρεξαν μὲ εὐλάβειαν καὶ πίστιν, εἰς τόσον ὁποῦ ἐξαπλώθη ἡ δόξα της εἰς ὅλον τὸν Κόσμον. Ἀποθανόντος δὲ αὐτοῦ, ἔμεινεν ὕστερα κάποιος μοναχὸς εὐλαβὴς Λεόντιος ὀνομαζόμενος, ὁ ὁποῖος ηὔξησε τὸν αὐτὸν ναόν, καὶ τὰ κελλία, καὶ ἐκατάστησε Μοναστήριον.

Κάποιος εὐλαβὴς ἀπὸ τοὺς χωρικοὺς ὀνομαζόμενος Θεόδωρος Κουμπανιός, ἔχωντας ξεχωριστὴν εὐλάβειαν εἰς αὐτὴν τὴν ἁγιωτάτην καὶ θαυμασιωτάτην εἰκόνα, ἔξω ἀπὸ ταῖς ἄλλαις Λειτουργίαις, καὶ πανηγύρεις ὁποῦ ἔκανεν εἰς αὐτὸ τὸ Μοναστήριον, εἶχε συνήθειαν, καὶ ἔπαιρνεν ὅλους του τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους, καὶ ἐπήγαινεν ὕστερα ἀπὸ τὴν κοίμησιν τῆς Θεοτόκου σαράντα ἡμέραις, ὁποῦ εἶναι ἡ κδ´ τοῦ Σεπτεμβρίου, καὶ ἔκαναν μὲ εὐλάβειαν λειτουργίαν, καὶ μεγάλην πανήγυριν ἐκεῖ. Καὶ ἀπὸ τότε ἐσυνηθίσθη ἡ αὐτὴ ἑορτή, νὰ γίνεται καὶ εἰς ὅλην τὴν Νῆσον.

Ἔτυχε μετὰ καιρόν, καὶ σφοδρῶς ἀσθενήσας ὁ αὐτὸς Θεόδωρος ἐκατεστάθη παράλυτος, καὶ ἐκατέκειτο εἰς τὸν κράββατον χρόνους πολλούς. Ἀγκαλὰ καὶ αὐτὸς κατὰ τὸν καιρὸν διὰ τὴν δεινὴν αὐτοῦ ἀσθένειαν δὲν ἐδύνετο νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν συνηθισμένην του ἑορτήν, ἔπεμπον ὅμως πάντοτε τὰ παιδία του, καὶ τοὺς συγγενεῖς του, καὶ ἔκαναν εὐλαβῶς τὴν πανήγυριν μὲ ἐλεημοσύνην πλουσιοπάροχον εἰς τὸ Μοναστήριον. Ἡ πίστις αὐτοῦ καὶ ἡ εὐλάβεια δὲν ὠλιγόστευσε ποτέ, μόνον καὶ μακρόθεν ἀπὸ τὴν κλίνην του μετὰ δακρύων προσευχόμενος ἔλεγε· Κυρία μου Μυρτιδιώτισσα ἐλεήσου καὶ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸν ἐσὺ ὁποῦ εἶσαι ἡ βοήθεια τῶν ἀβοηθήτων, ἡ καταφυγὴ καὶ ἐπίσκεψις ἐκείνων ὁποῦ σὲ ἐπικαλοῦνται, ἡ σκέπη καὶ προστασία, ἐκείνων ὁποῦ σὲ παρακαλοῦσι, βοήθησον κᾀμοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ καὶ ἀναξίῳ δούλῳ σου, καὶ ἀξίωσόν με τῆς ποθουμένης ὑγείας, νὰ ἔλθω σωματικῶς κᾂν τὸν ἐρχόμενον χρόνον πρὶν τελειώσῃ ἡ ζωή μου, νὰ προσκυνήσω τὴν ἁγίαν σου εἰκόνα. Ταῦτα καὶ ἄλλα περισσότερα λόγια εὐλαβείας ἔλεγε μετὰ δακρύων ὁ αὐτὸς Θεόδωρος κάθε χρόνον, καὶ πάντοτε ἐδόξαζε, καὶ ἔκανε τὴν ἑορτὴν κατὰ τὴν συνήθειαν. Μετὰ δὲ χρόνους ὁποῦ ἦτον ἔτζη παράλυτος, φθάνωντας ὁ καιρὸς τῆς συνηθισμένης ἑορτῆς, ἀφ᾿ οὗ ἔγινεν ἡ χρειαζόμενη ἑτοιμασία νὰ κινήσουν ὅλοι, κράζει ὁ αὐτὸς Θεόδωρος τὰ παιδία του, καὶ λέγει των κλαίωντας· Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, φίλοι καὶ συγγενεῖς, ἐγὼ βλέπω τὸν ἑαυτόν μου εἰς τούτην τὴν πολυχρόνιον, καὶ πολύπονον παραλυσίαν, καὶ τρόπος ἰατρείας δὲν εὑρίσκεται εἰς ἐμένα. Λοιπὸν παρακαλῶ σας νὰ ἑτοιμάσετε κράββατον διὰ νὰ μὲ ἀσυκώσετε νὰ μὲ πάρετε, κᾂν μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου νὰ ἰδῶ, καὶ νὰ προσκυνήσω τὴν ἁγίαν εἰκόνα τῆς κυρίας μου τῆς Μυρτιδιώτισσας, ἴσως κάμῃ εὐσπλαγχνίαν καὶ εἰς ἐμένα τὸν ἄθλιον, καθὼς κάνει εἰς ὅλους ὁποῦ τὴν ἐπικαλοῦνται. Αὐτοὶ δὲ ἀκούοντες τέτοια λυπηρὰ λόγια, πίστεως εὐλαβείας καὶ κατανύξεως γέμοντα, ἡτοίμασαν τὸν κράββατον, καὶ τὸν ἐπῆραν ὑπὸ τεσσάρων αἱρόμενον. Καὶ φέρνοντές τον εἰς τὸν ναὸν τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν τῶν Μυρτιδίων, τὸν ἔθεσαν καθὼς ἐζήτησεν ἔμπροσθεν τῆς σεβασμίας εἰκόνος. Φθάσας ἐκεῖ, εὐθὺς ἀσυκώνωντας τὰ ὀμμάτιά του πρὸς τὴν Θεοτόκον, εὐλαβῶς κλαίωντας ἔλεγε· Κυρία μου καὶ Δέσποινα, Βασίλισσα τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ἐσὺ εἶσαι ἡ προφητευομένη Κόρη, ὁποῦ ἐγέννησες τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν μονογενῆ Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, καὶ Ἀειπάρθενος ἔμεινας, καὶ ἔλαβες τόσην χάριν, ὁποῦ ἔγινες Μητέρα τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου, τὸν ὁποῖον κρατῶντας ὡς βρέφος εἰς τὰς ἀγκάλας σου ἔχεις τόσην ἐξουσίαν καὶ τὸ θέλειν, καὶ τὸ δύνασθαι, νὰ δίδῃς κάθε χάριν ὁποῦ σοῦ ζητήσουν, ὡσὰν ὁποῦ ἔχεις εἰς τὰς χεῖράς σου τὴν αἰτίαν πασῶν τῶν χαρίτων. Ἐσὺ λοιπὸν ὁποῦ εἶσαι ἡ βοήθεια τῶν ἀβοηθήτων, τῶν ὀρφανῶν ἡ προστασία, τῶν ἀσθενῶν ἡ ἰατρεία, τῶν θλιβομένων ἡ παρηγορία, τῶν κινδυνευόντων ἡ σωτηρία, κάμε ἔλεος καὶ εἰς ἐμένα, μεσίτευσαι εἰς τὸν πολυεύσπλαγχνον μονογεῆ σου Υἱόν, νὰ ἐλεήσῃ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλόν. Καὶ καθὼς πολλοὺς ἀσθενεῖς ἰάτρευσε, πολλοὺς νεκροὺς ἀνέστησε, καὶ παραλύτους ἀνώρθωσε μόνον μὲ τὸν θεϊκόν του λόγον, ὅταν ἦτον εἰς τὸν Κόσμον, οὕτως νὰ κάμῃ καὶ εἰς ἐμένα τὸν ταπεινόν. Σήμερον ὁποῦ πανηγυρίζομεν οἱ ἁμαρτωλοὶ τὴν τεσσαρακονθήμερον ἐνθύμησιν τῆς ἁγίας σου κοιμήσεως, δεῖξαι τὰ ἐλέη σου, δεῖξαι τὴν δυναστείαν σου εἰς ἐμένα, καθὼς καὶ εἰς ἄλλους πολλοὺς ἔδειξες εἰς τούτην τὴν ἁγίαν ἡμέραν. Πολλὰ γὰρ ἰσχύει δέησις μητρὸς πρὸς εὐμένειαν δεσπότου. Μὴ μοῦ παρίδῃς τὰ δάκρυα, μὴ μοῦ παραβλέψῃς τοὺς στεναγμούς, σπλαγχνίσθητι τὸ βάρος τῆς μακρᾶς μου ἀσθενείας, τοὺς μεγάλους καὶ ἀνυπομονήτους πόνους. Μὴ κωλύσωσι τὰ ἀπὸ νεότητός μου ἁμαρτήματα τὴν ἄπειρόν σου ἀγαθότητα, ἀλλὰ χάρισαί μοι τὴν ζητουμένην καὶ ποθουμένην ὑγείαν. Οἱ συναθροισθέντες ἀκούοντες τέτοια παρακαλεστικὰ λόγια ὁποῦ μετὰ δακρύων ἔλεγεν ὁ παράλυτος Θεόδωρος, ὅλοι ἔκλαυσαν, καὶ ἐπαρακαλοῦσαν διὰ τὴν βοήθειάν του. Κατὰ τὴν τάξιν, καὶ Ἱερεῖς καὶ Λαϊκοὶ ἔψαλλαν τὴν Ἀκολουθίαν τοῦ Ἑσπερινοῦ, καὶ τοῦ Ὄρθρου τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, καὶ ψάλλοντες τὸν Κανόνα εἰς τὸν Ὄρθρον, εὐγῆκεν ἕνας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν διὰ κάποιαν ἀνάγκην, καὶ γυρίζωντας μετὰ βίας εἶπεν εἰς ἐκείνους ὁποῦ ἦτον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν· νὰ ἠξεύρετε ἀδελφοί, πῶς μοῦ ἐφάνηκε νὰ ἤκουσα πολλοῦ λαοῦ ταραχήν, καὶ θόρυβον πρὸς τὸ μέρος τῆς θαλάσσης, ὡσὰν νὰ ἔρχωνται πρὸς ἐδῶθεν. Οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐφοβήθησαν, ἐπειδὴ τὸ Μοναστήριον εὑρίσκεται σιμὰ εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ συχνὰ ἐπειράζετο ἀπὸ τοὺς κουρσάρους, μάλιστα ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν στράταν εὐγένασι καὶ ἔκαναν πολλοὺς σκλάβους ἀπὸ τὰ περίγυρα χωρία. Εὐγήκασι καὶ ἄλλοι νὰ βεβαιωθοῦν τὰ λεγόμενα, καὶ γυρίζοντες εἶπαν καὶ αὐτοὶ τὰ ὅμοια, καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ ταραχὴ δὲν εἶναι ἄλλο, παρὰ βαρβάρων ἐπιδρομὴ ὁποῦ ἔρχονται νὰ μᾶς σκλαβώσουν. Ἀκούσαντες οἱ ἐπίλοιποι, ἔφυγαν ὅλοι, καὶ ἄφησαν τὴν Ἀκολουθίαν, καὶ ἀπὸ τὸν φόβον ἄλλοι ἐπίασαν τὰ βουνά, ἄλλοι τὴν στράταν, ἄλλοι ἐκρύφθησαν εἰς τὰ κλαδία, καὶ ἐπάσχησαν ὅλοι νὰ φυλαχθοῦν ἀπὸ τέτοιον κίνδυνον. Ἦτον νύκτα ἀκόμη καὶ δὲν ἔβλεπαν τίποτες. Ὁ παράλυτος Θεόδωρος ὡσὰν ὁποῦ δὲν ἐδύνετο νὰ φύγῃ, ἀπαρατήθη ἀπὸ ὅλους ὡς νεκρὸς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ἔστεκεν ἐκεῖ περίλυπος, καὶ καταφρονεμένος ὡσὰν νὰ μὴν εἶχε οὔτε τέκνα, οὔτε ἄλλους συγγενεῖς καὶ κᾂν τινὰς δὲν τοῦ ὡμίλησεν, ἀλλὰ ἐβιάζουνταν ποῖος θὰ φύγῃ προτήτερα ἀπὸ τὸν ἄλλον, καὶ δὲν τοῦ ἀνήγγειλαν τὴν αἰτίαν, μόνον ὁποῦ ἤκουσε τὴν σύγχυσιν τῆς φυγῆς αὐτῶν. Φοβούμενος καὶ δειλιῶντας ὡσὰν ἀπελπισμένος ἀπὸ κάθε ἀνθρωπίνην βοήθειαν, προσευχόμενος εἶπε μετὰ δακρύων μεγαλοφώνως· Ὦ παρθενομῆτορ Μαρία Θεοτόκε, Δέσποινα τοῦ κόσμου καὶ ἐλπίδα ἐμοῦ τοῦ δυστυχισμένου, ἰδοὺ πάντες ἔφυγον, καὶ ἐμὲ μόνον ἀφῆκαν, καὶ ἀπέρριψάν με ἀβοήθητον. Διὰ τοῦτο παρακαλῶ τὴν ἁγίαν σου χάριν νὰ μοῦ βοηθήσῃς, καὶ νὰ μὲ σκεπάσῃς ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν πτερύγων σου, νὰ φύγω ἀπὸ τὰ ἄσπλαγχνα χέρια τῶν ἀθέων βαρβάρων. Ταῦτα λέγωντας μετὰ δακρύων θερμῶν, τοῦ ἐφάνη ὡσὰν νὰ τοῦ εἶπε τινάς, ἀσυκώσου καὶ σύ, φεῦγε. Καὶ οὕτως, ὢ τοῦ θαύματος, ἐπέρασεν ἀπὸ τὴν ἀθύμησίν του, πῶς ἦτον ἀσθενής, καὶ παράλυτος, καὶ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον σαλεύωντας ἀπὸ τὸν κράββατον, ὅπου ἐκείτετο, ἄρχισε καὶ ἔτρεχε φεύγωντας καὶ σπουδάζωντας νὰ φθάσῃ τοὺς ἄλλους ὁποῦ ἔφυγαν, καὶ μένωντας ἐξεστηκός, τοῦ ἐφαίνετο τὸ πρᾶγμα ὡσὰν ὄνειρον. Εἰς τὸ διάστημα δὲ τῶν γενομένων ἔφθασεν ἡ ἡμέρα καὶ ὁ αὐτὸς Θεόδωρος μὴ βλέπωντας τινὰ οὔτε ἀπὸ τοὺς βαρβάρους ὁποῦ ἔλεγαν, οὔτε ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς, ὁποῦ ἦλθον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἔστεκε μὲ λογισμόν, καὶ γνωρίζωντας τὸν ἑαυτόν του ὑγιῆ, ὡσὰν νὰ μὴν εἶχε ποτὲ καμμίαν ἀσθένειαν ἀπερασμένην, κατενόησε τέλος πάντων, καὶ ἐγνώρισε τὴν θαυμαστὴν καὶ ἀπροσδόκητον βοήθειαν καὶ ἰατρείαν, ὁποῦ ἡ Δέσποινα καὶ Κυρία τοῦ κόσμου ἔκαμεν εἰς αὐτόν· καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴν χαρὰν ὁποῦ ἔλαβεν, ἄρχισε καὶ ἔλεγε πολλὴν ὥραν τό, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον. Δοξάζω σε Θεέ μου, δοξάζω σε Παναγία μου, δοξάζω Δέσποινά μου τὴν εὐσπλαγχνίαν σου, δοξάζω Κυρία μου τὴν ἐλεημοσύνην σου, εὐχαριστῶ ἀμέτρως Μυρτιδιώτισσά μου χαριτωμένη τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον, εἰς τὴν μεγάλην καὶ ὑπερθαύμαστον βοήθειαν, ὁποῦ εἰς ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἀνάξιον δοῦλόν σου ἔδωκες. Ἐπειδὴ καὶ γνωρίζω τὸν ἑαυτόν μου ὅλον ὑγιῆ ὁ πρὸ ὀλίγου ἀσθενὴς καὶ παράλυτος. Ἔπειτα ἐφώναξε τοὺς συγγενεῖς του, καὶ ἔλεγε· παιδιά μου, συγγενεῖς μου καὶ φίλοι Χριστιανοί, ἐλᾶτε νὰ εὐχαριστήσωμεν τὴν Μυρτιδιώτισσαν, νὰ δοξολογήσωμεν τὸ ἅγιόν της ὄνομα, καὶ μὴν φοβᾶσθε. Διατὶ ἐδῶ δὲν εἶναι ἐχθροὶ βάρβαροι ὁποῦ ἐλογιάζετε, μόνον νὰ ἐλθῆτε νὰ φρίξετε τὸ ἐξαίσιον θαῦμα, ὁποῦ ἔκαμεν εἰς ἐμένα, νὰ δοξάσωμεν τὴν χάριν της. Αὐτοὶ δὲ ἀκούοντες ταῖς φωναῖς, ἀπὸ τὸν φόβον τους λογιάζοντες νὰ εἶναι ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, καὶ φωνάζουσι διὰ νὰ τοὺς ἐξαπατήσουν, ἄλλοι μὲ περισσότερον φόβον ἐκρύπτουνταν εἰς τὰ βαθύτερα μέρη τοῦ δάσους, καὶ ἄλλοι ἔφευγαν τρέχοντες περισσότερον· ὁ δὲ Θεόδωρος μὲ μεγαλήτερην φωνὴν ἔλεγεν· ἐλᾶτε παιδιά μου, κράζωντας καθ᾿ ἕνα κατὰ τὸ ὄνομά του, καὶ λέγωντας· ἐγὼ εἶμαι ὁ πατέρας σας, ὁποῦ εἴμουν παράλυτος, καὶ ἡ Κυρία μας μὲ ἰάτρευσε, καὶ σιμώσετε χωρὶς φόβον νὰ εὐχαριστήσωμεν τὴν χάριν της. Ἀκούοντες οὖν τινὲς τὴν Φωνήν του, καὶ γνωρίζοντές την, καὶ μὴ βλέποντες ἄλλον τινά, εἰμὴ αὐτὸν μόνον, σιμώνοντές του, ἐγνώρισαν πῶς εἶναι αὐτός, ὁ πρώην παράλυτος. Ἐφώναξαν λοιπὸν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ ἐσυναθροίσθησαν ἅπαντες, καὶ θεωρῶντες αὐτὸν ὅλον γερόν, καὶ παντελῶς ὑγιῆ, χωρίς κανένα σημάδι ἀσθενείας, ἔμειναν ὅλοι ἐξεστηκοί, καὶ ἔκραξαν τό, Κύριε ἐλέησον· καὶ ἐρωτῶντές τον πῶς ἰατρεύθη, ἐδιηγήθη καταλεπτῶς τὰ πάντα ὡς ἄνωθεν. Καὶ λοιπὸν γνωρίσαντες ὅλοι τὴν φανερὴν θαυματουργίαν τῆς Θεομήτορος, ἐγύρισαν εἰς τὸ Μοναστήριον μετ᾿ αυτὸν τὸν πρώην παράλυτον σκιρτῶντα, καὶ ἀγαλλόμενον, καὶ ἔδωσαν δόξαν καὶ εὐχαριστίαν μετὰ χαρᾶς μεγάλης τῆς Ὑπεραγίας, ὁποῦ ἀγκαλὰ νὰ ἀργῇ τὴν βοήθειάν της διὰ νὰ ἰδῇ τὴν ὑπομονὴν τοῦ παρακαλοῦντος, ὅμως δὲν ἀλησμονεῖ, ἀλλ᾿ εἰς ὥραν ὁποῦ δὲν ἐλπίζει τινὰς λαμβάνει τὴν ποθουμένην ὑγείαν. Ἀδύνατον εἶναι δὲ νὰ φανερώσωμεν τὰ ὅσα ἔλεγεν ὁ ἰατρευθεὶς παράλυτος εἰς δόξαν τῆς Θεοτόκου. Καὶ οὔτως ἐτελείωσαν τὴν ἀκολουθίαν, καὶ τὴν θείαν Λειτουργίαν μετ᾿ εὐχαριστίας, καὶ δοξολογίας. Ἑόρταζεν ὁ αὐτὸς Θεόδωρος τὴν αὐτὴν ἡμέραν, τὰ τεσσαράκοντα τῆς Θεοτόκου ὁποῦ τὸν ἰάτρευσε θαυμασίως, ἕως ὅλην του τὴν ζωήν, καὶ ἔκανε μεγάλας πανηγύρεις, καὶ μετὰ τὸν θάνατόν του ἄφηκε παραγγελίαν τῶν συγγονῶν του νὰ κάνουσι τὴν αὐτὴν ἑορτήν· καὶ ἕως τὴν σήμερον οἱ ἀπόγονοί του κατὰ τὸ δυνατόν τους ἐπιτελοῦσι τὴν αὐτὴν πανήγυριν.

Ἀπὸ τότε λοιπὸν ἐπλάτυνε περισσότερον ἡ εὐλάβεια τῶν Χριστιανῶν εἰς ὅλον τὸν Κόσμον. Καὶ εἰς ἐνθύμησιν τοῦ αὐτοῦ θαύματος, συναθροίζεται ὅλος ὁ λαὸς τῆς Νήσου ἀπὸ τὴν χώραν καὶ ἀπὸ τὰ χωρία, καὶ κάνουν εἰς τὸ μοναστήριον μεγάλην ἑορτὴν εἰς αὐτὴν τὴν ἡμέραν.

Νὰ διηγηθῇ τινὰς τὰ ἀμέτρητα θαύματα ὁποῦ καθ᾿ ἑκάστην κάνει ἡ αὐτὴ ἁγία εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τῶν Μυρτιδίων εἶναι ἀδύνατον. Ἀλλ᾿ ὅμως ὀλίγα τινὰ νὰ εἰποῦμεν εἰς δόξαν αὐτῆς, καὶ οὔτως νὰ τελειώσωμεν τὸν λόγον.

Ποτὲ καιρὸν ἤλθασιν οἱ βάρβαροι νὰ κουρσεύσουν τὸ Μοναστήριον, καὶ σιμώνωντες ταχύτερον ἀντίκρυτα αὐτοῦ, εἴδασι πλῆθος ἀπὸ φωτίαις ἁρμάτων, ἤγουν φυτιλίων σιμὰ εἰς τὸ Μοναστήριον. Καὶ λογιάζοντες ὅτι νὰ τοὺς ἐκατάλαβαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ νησίου, καὶ ἐκατέβη λαὸς διὰ νὰ τοὺς πολεμήσουν, φοβηθέντες μεγάλως ἔφυγαν. Καὶ ἔτζη ἐφυλάχθη καὶ τὸ Μοναστήριον ἀβλαβές, καὶ ὅλη ἡ νῆσος διὰ προστασίας τῆς Κυρίας ἡμῶν.

Ἄλλοτε πάλιν περνῶντας ἕνα καράβι ἀπ᾿ ἔξωθεν τοῦ Μοναστηρίου, ὑπήντησεν εἰς τὸ πέλαγος μεγάλον κλύδονα τῆς θαλάσσης, καὶ κινδυνεύοντας νὰ καταποντισθῇ, ἐπεκαλέσθησαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ καραβιου τὴν Κυρίαν τὴν Μυρτιδιώτισσαν, καὶ τὸν μέγαν Νικόλαον νὰ τοὺς βοηθήσωσι νὰ πιάσουν λιμένα, καὶ νὰ ὑπάγουν εἰς τὸν οἶκόν της ἐλεημοσύνην ἕκαστος κατὰ τὸ δυνατόν εἰς βοήθειαν τοῦ Μοναστηρίου, καὶ νὰ κτισθῇ καὶ Ναὸς τοῦ ἁγίου Νικολάου. Καὶ οὕτως εἰς ὀλίγην ὥραν ἔφθασαν εἰς λιμένα ἐκεῖ σιμὰ τοῦ Μοναστηρίου, καὶ εὐθὺς ἐπῆγαν ὅλοι, καὶ ἔδωκαν εὐχαριστίαν, καὶ ἐλεημοσύνην πλουσίαν, καὶ ἔκαμαν εἰς τὸ Μοναστήριον οἰκοδομήν, καὶ ἐκτίσθη καὶ ὁ Ναὸς τοῦ ἁγίου Νικολάου εἰς τὸ μαυροβράχο, εἰς ἐνθύμησιν τοῦ θαύματος.

Πολλαῖς φοραῖς ἔτυχεν εἰς αὐτὸ τὸ νησὶ τῶν Κυθήρων πεῖνα μεγάλη ἀπὸ ἀστοχίαν καρπῶν, καὶ μὲ τὴν προμήθειαν τῆς κυρίας Θεοτόκου, ὁποῦ τὴν ἐπικαλοῦνταν εἰς βοήθειαν πάντες, οἰκονόμησε καὶ ἔφερναν καρποὺς ἀπὸ ξένους τόπους, καὶ ἐκυβερνᾶτον ὁ λαός.

Ἀπὸ ταῖς εὐεργεσίαις καὶ χάριτες ὁποῦ ἐλάμβανον, καὶ λαμβάνουσιν οἱ Χριστιανοί, ὁποῦ προστρέχουσιν εἰς τὴν χάριν της μὲ ταξήματα, ἄλλοι ἔκτισαν κελλία, ἄλλοι ἀφιέρωσαν χωράφια, καὶ ἄλλα πράγματα εἰς μνημόσυνον αὐτῶν, καὶ ἐκαταστάθη τὸ Μοναστήριον οὕτως εὐπρεπὲς καθὼς φαίνεται.

Ὁ Λαὸς τοῦ αὐτοῦ θεωρῶντας τὰ ἄπειρα θαύματα, ὁποῦ ἐγίνουνταν ἀπὸ τὴν αὐτὴν ἁγίαν Εἰκόνα, εἰς εὐχαριστίαν τῆς Θεοτόκου, ἐσυμφώνησαν καὶ ἔκαμαν ἐξοδίαν νὰ ἐνδύσουν τὴν αὐτὴν ἁγίαν Εἰκόνα ὅλην μὲ ἀσῆμι. Καὶ πέμπωντας εἰς τὴν Κρήτην τὸν καιρὸν ἐκεῖνον νὰ κάμουν τὸ ἀργυρὸν ἔνδυμα, ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὸν λιμένα τῆς Νήσου λεγόμενον Καψάλη, ὑπήντησε τὸ πλοῖον ὁποῦ τὸ ἔφερνε, φούσταις ἀγαρηνῶν, καὶ ἦτον σιμὰ νὰ τὸ πιάσουν. Ἔπλεαν τὰ αὐτὰ πλοῖα ἔξω ἀπὸ τὴν βρουλέα, μακρὰν ἀπὸ τὸ κάστρο, ὡς φαίνεται, ὁποῦ δὲν φθάνει δύο φοραῖς τὸ βόλι τοῦ πλέον μεγάλου κουφωτοῦ σιδήρου, ἤτοι κανονιοῦ· φωτισθεὶς δὲ ἀπὸ τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον ὁ αὐθέντης τοῦ τόπου μὲ παρακίνησιν τῶν Χριστιανῶν ὁποῦ ἔστεκαν βλέποντες, ἐπρόσταξε καὶ ἔσυραν μίαν μικρὴν λουμπάρδαν ἀπὸ τὸ κάστρο, διὰ νὰ δώσουν παρὰ μικρὸν θάρρος τοῦ πλοίου ὁποῦ ἐσήμωνε νὰ ἐμπῇ εἰς τὸν Λιμένα, μὴ ἠξεύρωντας τινὰς πῶς εἰς αὐτὸ νὰ ἦτον τὸ ἔνδυμα τῆς Θεοτόκου, καὶ διὰ νὰ δώσουν τάχα καὶ φόβον τῶν φούστων ὁποῦ τὸ ἐζύγωναν, καὶ ἦτον σιμὰ νὰ τὸ πιάσουν. Αὐτὸ τὸ βόλι τῆς μικρᾶς λουμπάρδας ἔφθασεν ἕως ἔξω εἰς τόπον λεγόμενον Κοφινίδια, μακρὰν ἀπὸ τὸν λιμένα εἰς τὸ πλάγι τῶν φούστων, καὶ φοβηθεῖσαι νὰ σιμώσουν περισσότερον, ἄφησαν τὸ πλοῖον καὶ ἔφυγον. Θεωρῶντες ὁ αὐθέντης, καὶ οἱ ἐπίλοιποι τὸ διάστημα ὁποῦ ὑπῆγε τὸ βόλι, ἐλογίασαν πῶς ἐσημείωνε πρᾶγμα παράδοξον. Φθάσας μετ᾿ ὀλίγον τὸ πλοῖον εἰς τὸν λιμένα, καὶ ἀκούσας ὁ λαὸς πῶς εἶχε μέσα τὸ ἔνδυμα τῆς ἁγίας εἰκόνος, ὅλοι ἐδόξασαν τὴν χάριν της εἰς τὸ θαῦμα ὁποῦ ἔκαμε, καὶ ἐφύλαξε τὸ προσφερόμενον δῶρον τῶν πιστῶν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἀγαρηνῶν· καὶ οὕτως μετὰ μεγάλης εὐχαριστίας τὸ ἔβαλαν εἰς τὴν ἁγίαν Εἰκόνα.

Τίς δὲ νὰ διηγηθῇ ταῖς καθημεριναῖς θαυματοποιΐαις ὁποῦ κάνει εἰς τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτὴν μετὰ πίστεως! Πολλαῖς φοραῖς ὅταν τύχῃ ἀνομβρία, καὶ εὐγάλουν τὴν αὐτὴν ἁγίαν Εἰκόνα κάνωντας λιτανίαν, εὐθὺς πέμπει ὑετὸν εἰς τὴν γῆν, καὶ τὴν δροσίζει εἰς βοήθειαν, καὶ κυβέρνησιν τῆς Νήσου.

Μερικαῖς φοραῖς ἐπίασε καὶ θανατικὴ νόσος, καὶ μὲ λιτανείαις, καὶ δεήσεις, εὐγάνωντας τὴν ἁγίαν αὐτὴν Εἰκόνα, καὶ παρακαλῶντας την ὁ λαὸς ἐκατέπαυσε, καὶ δὲν ἐπλάτυνε νὰ ἀφανίσῃ τὸν τόπον, καθὼς συμβαίνει εἰς ἄλλαις χώραις.

Εἰς τὸν καιρὸν ὁποῦ ἐπολεμᾶτον ἡ περίφημος Κρήτη ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς, ἔφθασεν ἡ τῶν ἀγαρηνῶν ἁρμάδα εἰς τούτην τὴν Νῆσον, καὶ εὐγῆκε πολὺ πλῆθος ἀπ᾿ αὐτοὺς εἰς ἕνα χωρίον λεγόμενον τῆς κερᾶς, εἰς τὸν ποταμὸν τὴν νύκτα· κατ᾿ οἰκονομίαν Θεοῦ, καὶ τῆς Κυρίας Μυρτιδιώτισσας τοὺς ἐγνώρισαν τινές, καὶ κηρύσσοντας μὲ φωναῖς πῶς ἔφθασαν οἱ τοῦρκοι εἰς τὰ χωρία, ἔφυγαν ὅλοι γυναῖκες, καὶ παιδία, καὶ ὅσοι ἦτον ἄνδρες τῶν ἀρμάτων ἐστάθησαν, καὶ ἐπολέμησαν. Εἶχαν πρόσταγμα ἀπὸ τὸν πασιά τους, ὅτι ὡσὰν ἀκούτουν κτύπον ἀπὸ τὰ κάτεργα νὰ γυρίσουν εὐθύς. Μετ᾿ ὀλίγον λοιπὸν ἤκουσαν οἱ ἀγαρηνοὶ δύο βρονταῖς καὶ λογαριάζοντας ὅτι εἶναι λουμπαρδιαῖς, ἐγύρισαν κατὰ τὴν προσταγὴν εἰς τὰ κάτεργα, καὶ μόνον ὅτι ἐδυνήθησαν ἔκαψαν, καὶ ἔκλεψαν, μὰ τινὰς τῶν Χριστιανῶν οὔτε ἐβλάβη, οὔτε ἐθανατώθη, μάλιστα πολλοὶ τῶν ἀγαρηνῶν ἔχασαν τὴν στράταν, καὶ ἔμειναν εἰς τὸ νησί, καὶ ὕστερον τοὺς εὕρηκαν. Θεωρῶντας δὲ ὁ πασιᾶς τὸ φουσάτον του ὁποῦ ἐγύρισεν ἔτζη ἔξαφνα, χωρὶς νὰ τοὺς κάμῃ τὸ σημάδι ὁποῦ τοὺς εἶχε παραγγείλῃ, ἠρώτα τὴν αἰτίαν. Καὶ αὐτοὶ ἔλεγαν πῶς ἤκουσαν δύο λουμπαρδιαῖς, καὶ ἐγύρισαν. Αὐτὸς δὲ θαυμάζωντας διὰ τὴν ἐπιστροφήν των, ἔλεγε, πῶς βέβαια δὲν τοὺς ἔκραξε καθὼς τοὺς εἶχε σημειώσῃ, ὅμως οἱ Χριστιανοὶ ὅλοι ἐγνωρίσασι πῶς ἦτον ἡ βρονταῖς ἀπὸ προστασίαν τῆς Θεοτόκου, ὁποῦ τὴν ἐπικαλέσθησαν εἰς βοήθειαν, καὶ ταῖς ὥραις ἐκείναις ἔκαναν παρακλήσεις καὶ λιτανείαις ἔμπροσθεν εἰς τὴν ἁγίαν Εἰκόνα τῆς Μυρτιδιώτισσας.

Εἰς τὸν Χρόνον ᾳψκβ´, τῇ πρώτῃ τοῦ Φευρουαρίου μηνὸς εὑρισκόμενος ἕνας ἄρχοντας τὸ ὄνομά του Ἰωάννης, τὸ γένος του Καλούτζης εἰς τὸ ὀφφίκιον τῆς Καγγελλαρίας (ἦτον δὲ ἡμέρα Κυριακὴ ἡ πρώτη τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης τεσσαρακοστῆς, ἤτοι τῆς Ὀρθοδοξίας, εἰς ταῖς πέντε ὥραις τῆς αὐτῆς ἡμέρας), καὶ ἀναγινώσκωντας κάποια χαρτία ὁποῦ ἐδιελάμβανον ὑποθέσεις ἐδικάς του, ἄρχησεν ἡ γλῶσσά του νὰ τραυλίζῃ, καὶ μετ᾿ ὀλίγον σφαλίζωντας τὰ ὀμμάτιά του, καὶ μένοντας ἀκίνηταις αἱ αἰσθήσεις αὐτοῦ ἔμεινεν ἄφθογγος, καὶ ἄλαλος μὲ βρυγμὸν μεγάλο ντῶν ὀδόντων αὐτοῦ καὶ ταραγμὸν ὅλου τοῦ σώματος αὐτοῦ· ὅθεν ἐξέστησαν οἱ παρόντες διὰ τὸ συμβεβηκός, καὶ ἀσυκώνοντες τὸν ἀσθενῆ τὸν ἔθεσαν εἰς τὴν κλίνην, ὁποῦ ἦτον εἰς τὸ αὐτὸ ὀφφίκιον. Καὶ κηρυχθέντος αὐτοῦ τοῦ ἐλεεινοῦ συμβάματος, ἔφθασαν εἰς τὴν θεωρίαν αὐτοῦ ὅλοι οἱ συγγενεῖς, καὶ φίλοι τοῦ ἀσθενοῦς, καὶ μετ᾿ αὐτοὺς ἡ γυνή του, ἡ ὁποία κλαίουσα δεινῶς, καὶ τύπτωντας τὸ στῆθος ἐπικαλεῖτο μὲ εὐλάβειαν καὶ πίστιν ἔνθερμον τὸ θεόσεπτον ὄνομα τῆς Ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας τῆς Μυρτιδιώτισσας. Ἔκραξαν δὲ καὶ τὸν Ἀκέστορα, ὅστις ἦτον ἔμπειρος, καὶ τέλειος εἰς τὴν ἰατρικήν· καὶ ἐπιμελῶς ἐπιχειρισθεὶς πολλὰ φάρμακα ποσῶς δὲν ὠφέλησαν· καὶ βλέποντες τὴν σφοδρότητα τοῦ κακοῦ, ἐπῆραν τὸν ἀσθενῆ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ὑπὸ τεσσάρων βασταζόμενον διὰ νὰ δώσῃ τέλος, νομίζοντές τον ὅλοι ὡς νεκρόν. Ἔμεινεν οὖν εἰς τέτοιαν κατάστασιν ἕως τὸ πρωῒ τῆς τρίτης, καὶ εἰς ὅλον ἐτοῦτο τὸ διάστημα δὲν ἔπαυεν ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων αὐτοῦ, ἡ στρέβλωσις τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἡ ἐπίδεσις τῆς γλῶσσης αὐτοῦ, ἡ κωφότης τῶν ὠτίων αὐτοῦ, καὶ τὸ κλεῖθρον τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ, εἰς τόσον ὁποῦ ἔδωσεν ἀφορμὴν νὰ τοῦ ἑτοιμάσουσι τὰ ἀναγκαῖα πάντα τοῦ ἐνταφιασμοῦ του. Εἰς τὸν αὐτὸν καιρὸν ἐσυνέβη ὁποῦ ἡ πανθαύμαστος ἁγία Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τῶν Μυρτιδίων ἦτον εἰς τὴν ἐπισκοπήν· ἐπειδὴ κατὰ τὴν συνήθειαν κάθε χρόνον κάνουσι λιτανείαν εἰς ὅλην τὴν νῆσον, ἤγουν εἰς τὴν χώραν, καὶ εἰς ὅλα τὰ χωρία, διὰ νὰ εὐλογήσῃ μὲ τὴν προσκυνητὴν παρρησίαν της ὅλον τὸν Κόσμον· καὶ τότε ὁ Ἀρχιερεύς, καὶ ἱερεῖς μετὰ τὴν θείαν ἱερουργίαν, προσελθοῦσα καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ τὰ τέκνα ἔμπροσθεν τῆς ἁγίας Εἰκόνος, ὅλοι κλαίοντες μετ᾿ εὐλαβείας, καὶ συντετριμμένης καρδίας ἔκαμαν παράκλησιν καὶ λιτανείαν διὰ τὴν ὑγείαν καὶ βοήθειαν τοῦ ἡμιθανοῦς Ἰωάννου. Καὶ τελειωθείσης τῆς Ἀκολουθίας, ἐπιστρέψαντες ὅλοι εἰς τὸν οἶκον νὰ ἰδοῦσι τὸν ἄρρωστον, ὢ τοῦ θαύματος, τὸν ηὕρηκαν ἐλεύθερον παντὸς κακοῦ, καὶ λαλοῦντα ὡς τὸ πρότερον, δίχως τινὸς σημείου ἀνάγκης. Τοῦτο τὸ θαῦμα ἔφερε τόσην ἔκπληξιν εἰς ὅλους ὁποῦ τὸ εἶδαν καὶ ἤκουσαν, ὁποῦ μεγαλοφώνως ἔκραξαν τό, Κύριε ἐλέησον. Λαβὼν λοιπὸν τὴν προτέραν αὐτοῦ ὑγείαν, ὑπῆγε σωματικῶς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν πανοικεὶ εὐφραινόμενος, καὶ ἀγαλλόμενος, ὑμνῶντας καὶ εὐχαριστῶντας μὲ μεγάλην εὐλάβειαν καὶ κατάνυξιν τὴν κυρίαν τὴν Μυρτιδιώτισσαν, εἰς τὸ ἐξαίσιον καὶ φρικτὸν τερατούργημα, ὁποῦ ἔκαμε πρὸς αὐτόν, καὶ ἀφιέρωσεν εἰς σημεῖον εὐχαριστίας εἰς τὴν ἁγίαν Εἰκόνα ἕνα ζευγάρι βραχιόλια χρυσᾶ, εἰς ἀΐδιον μνήμην τοῦ θαυμαστοῦ ἔργου τῆς Θεομήτορος.

Ὄχι μ όνον αὐτὰ τὰ θαύματα, ἀμὴ καὶ ἄλλα ἄπειρα ἔκαμε καὶ κάμει καθεκάστην ἡμέραν, ὁποῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ τὰ φανερώσωμεν ἐγγράφως. Καὶ τί λέγω; μόνον ἡ θεωρία τῆς αὐτῆς Εἰκόνος φανερώνει τὴν μεγάλην χάριν ὁποῦ ἔχει. Καὶ τόσον αὔξησεν ἡ κοινὴ εὐλάβεια εἰς τοὺς Χριστιανούς, ὁποῦ ἀπὸ τὰ ταξήματα, ἀγκαλὰ καὶ εἰς πτωχὴν νῆσον, εἶναι ὁλόχρυση, μὲ ἔμπροσθέν της ἕνα χλιδῶνα ἤτοι κολόναν μεγάλην, καὶ ἐγκόλπιον μὲ πολύτιμαις πέτραις καὶ μαργαριτάρια. Ἔξω ἀπὸ ἄλλα χρυσάφια, ἀσήμια, καὶ ἄλλα σκεύη, καὶ ὑποστατικὰ ὁποῦ ἔχει τὸ Μοναστήριόν της, ὁποῦ εἶναι τόπος ἅγιος, καὶ μόνον νὰ ὑπάγῃ τινὰς γέμει ψυχικῆς χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως.

Λοιπὸν πατέρες καὶ ἀδελφοί μου Χριστιανοί, ἐπειδὴ καὶ ἔχομεν τέτοιον θησαυρὸν πλήρη θείας χάριτος, καὶ δωρεᾶς, ὅλοι ἀσηκωθεῖτε μὲ εὐλάβειαν, καὶ μὲ μίαν συμφωνίαν στερεᾶς πίστεως, ἂς παρακαλέσωμεν, ἂς εὐχαριστήσωμεν, ἂς δοξολογήσωμεν τὴν χάριν της λέγοντες·

Μαρία, Κυρία καὶ Δέσποινα πάντων ἡμῶν, Βασίλισσα τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, Μητέρα τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, Παρθένε τῶν παρθένων, Μητέρα τῶν Μητέρων, ἡ σκέπη καὶ καταφυγὴ τῶν πιστῶν, ἡ προστασία τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων, ἡ σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν, τῶν πλανωμένων ἡ ὁδηγία, τῶν ἀβοηθήτων ἡ βοήθεια, τῶν θλιβομένων ἡ παρηγορία, τῶν κινδυνευόντων ἡ λύτρωσις, τῶν ἀσθενούντων ἡ ἰατρεία, τῶν πεινώντων ἡ τροφή, τῶν ὀρφανῶν ἡ ἐπικουρία, τῶν χηράδων ἡ ἐπίσκεψις, τῶν ὀρθοδόξων βασιλέων τὸ κραταίωμα, τῶν εὐλαβῶν ἱερέων τὸ καύχημα, τῶν μοναχῶν τὸ ἀγλάϊσμα, τῶν πιστῶν τὸ στήριγμα, ἁπάντων τῶν Χριστιανῶν τὸ καταφύγιον, ὁμολογοῦμεν τὰς χάριτας, κηρύττομεν τὰ ἄπειρά σου θαύματα, εὐχαριστοῦμέν σου τὴν εὐσπλαγχνίαν, δοξάζομέν σου τὴν εὐεργεσίαν, προσκυνοῦμεν τὴν ἄκραν σου ἐλεημοσύνην καὶ βοήθειαν, ὁποῦ ἔκαμες καὶ καθεκάστην κάνεις εἰς ἡμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς.

Ἔτι δὲ παρακαλοῦμεν τὴν μεγάλην σου παρρησίαν μητρόθεε Δέσποινα, καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἐρχόμενον, μὴ ἀπορρίψῃς ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ προσώπου σου, ἀλλὰ δίδε εἰς ὅλους τὴν συνηθισμένην σου βοήθειαν· διατὶ ἄλλην καταφυγὴν δὲν ἔχομεν ὅλοι οἱ κατοικοῦντες εἰς ταύτην τὴν Νῆσον, παρὰ τὴν χάριν σου. Ἐσὲνα ἔχομεν καύχημα· ἐσὲνα ἔχομεν βοηθόν· εἰς τὰ χείλη μας πάντα ἐσὺ ἡ Μυρτιδιώτισσά μας μελετᾶται· εἰς τὸ στόμα μας πάντοτε τὸ ἅγιόν σου ὄνομα εὑρίσκεται δεδοξασμένον, καὶ εἰς τὴν καρδίαν μας πάντα ἐσένα παρακαλοῦμεν νὰ μᾶς βοηθᾷς· καὶ ἀγκαλὰ νὰ σοῦ πταίωμεν μὲ χίλιαις κακαῖς πράξεις κάθε ἡμέραν, ἀλλ᾿ εἰς ἄλλον πάλιν δὲν προστρέχομεν παρὰ εἰς τὴν εὐσπλαγχνίαν σου, ὦ Μήτηρ τοῦ Ὑπερευσπλάγχνου Θεοῦ ἡμῶν νὰ μᾶς ἀξιώσῃ τῆς συγχωρήσεως. Εἰς τὰς χεῖράς σου ὅλην μας τὴν ἐλπίδα ἀποθέττομεν, καὶ ἐσένα παρακαλοῦμεν νὰ μᾶς λυτρώνῃς ἀπὸ κάθε πειρασμὸν ὁρατῶν, καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν, καὶ νὰ μᾶς φωτίζῃς νὰ κάμωμεν πάντοτε τὸ συμφέρον τῆς σωτηρίας μας, διὰ νὰ ἀξιωθῶμεν τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἧς γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν τῇ θείᾳ χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: Συναξάριον τῆς Ἀκολουθίας τῆς Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης, Ποίημα Σωφρονίου Παγκάλου, Ἐπισκόπου Κυθήρων, 1640.



Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε. 
Λαοί νῦν κροτήσωμεν, δεῦτε τὰς χεῖρας πιστῶς, καὶ ἄσωμεν ἄσμασι, τῇ Θεομήτορι, ἐν πόθῳ, κραυγάζοντες˙ Χαῖρε ἡ προστασία πάντων τῶν δεομένων, Χαῖρε ἡ σωτηρία, τῶν τιμώντων Σε πόθῳ, Χαῖρε ἡ τῷ παραλύτῳ, τὴν ἴασιν βραβεύσασα.



Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Ἑορτή τῆς Γεννήσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στίς Σέρρες



Στίς 8-21/09/2014 ἑόρτασε ὁ Καθεδρικός Ναός Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερρῶν Ἀνατολικῆς Μακεδονίας καί Θράκης. Στόν ἑσπερινό χοροστάτησε ὁ Τοποτηρητής ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Χριστιανουπόλεως κ. Γρηγόριος. Στόν ἑσπερινό συμμετεῖχαν οἱ ἱερεῖς, πατέρας Παναγιώτης, πατέρας Λάζαρος καί ὁ ἐφημέριος τοῦ Ναοῦ πατέρας Νικόλαος.
Στήν ἑσπερινή ὁμιλία του ὁ Θεοφιλέστατος ἀναφέρθη ὅτι τό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἔχει ἰδιαίτερη θέση καί τιμή στήν ὑμνολογία ἀλλά καί στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τό ἔργο της πού πραγματοποίησε. Συμμετεῖχε στήν ἐνανθρώπηση τοῦ  Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί σήμερα συμμετέχει στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου μέ τή μητρική της ἀγάπη καί πρεσβεία.
Ὡστόσο ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἐτόνισε ἦταν ὅτι ὅσο ἐμεῖς σήμερα προσπαθοῦμε νά μιμηθοῦμε τή ζωή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἄλλο τόσο συμμετέχουμε μέ τό παράδειγμά μας στή ζωντανή μαρτυρία τῆς ἐν Χριστῶ ζωῆς. Τό παράδειγμα μιλᾶ στήν καρδιά ἐνῶ τό κήρυγμα καί τό δῆθεν μόνο ἐντύπωσεις προκαλεῖ, ἄλλοτε θετικές καί ἄλλοτε ἀρνητικές.
Τήν κυριώνυμο ἡμέρα προέστη τῆς Θείας Λειτoυργίας ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Χριστιανουπόλεως κ. Γρηγόριος ἐνῶ συλλειτούργησε ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Φιλίππων κ. Ἀμβρόσιος καθώς καί ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεως. Ἡ προσέλευση τοῦ κόσμου ἦταν συγκινητική ὅπου ἀπό ἐνωρίς προσῆλθον  στόν πανηγυρίζοντα Ἱερό Ναό. Οἱ ἱεροψάλτες πού πλαισίωσαν τό ψαλτήρι ἦταν ὁ κ. Γαβριήλ Τσικοσίδης, ὁ κ. Παναγιώτης Ρόκας, ὁ κ.Θεμιστοκλής Ἰωάννου, ὁ κ. Χρήστος Παπαδόπουλος κ. ἄ.
Στό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας κήρυξε τό λόγο ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Φιλίππων κ. Ἀμβρόσιος ὁ ὁποῖος ἀναφέρθη στή ζωή τῆς Παναγίας πού ἀπό παιδιόθεν ἕως τῆς Κοιμήσεώς της ἦταν πρόσωπο ἱερό στό ὁποῖο ἐκπληρώθησαν οἱ προφητείες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά καί πρόσωπο στό ὁποῖο καταφεύγουν οἱ πιστοί δια παρηγορία καί ἐνίσχυση.
Μετά τό πέρας τῆς Θείας Λειτουργίας πραγματοποιήθηκε περιφορά τῆς ἱερᾶς Εἰκόνος πρός ἁγιασμό τῆς πόλεως. Κατόπιν παρετέθη πλούσια τράπεζα προς τούς κληρικούς καί πρός ὅλους τούς πιστούς πού προσήλθαν καί ἐτίμησαν τό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
































Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

Ἡ κατάθεσις τῆς Τιμίας ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας (31 Αὐγούστου)




 Ἀποτελεῖ τὸ μοναδικὸ ἱερὸ κειμήλιο ποὺ σχετίζεται μὲ τὸν ἐπίγειο βίο τῆς Θεοτόκου καὶ διασῴζεται μέχρι σήμερα στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Βατοπαιδίου στὸ Ἅγιο Ὅρος, στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας. Ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος τὴν ὕφανε ἀπὸ τρίχες καμήλας.

Οἱ πληροφορίες γιὰ τὸν ἐπίγειο βίο τῆς Θεοτόκου εἶναι λιγοστὲς καὶ προέρχονται ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ ἀπὸ τὴν παράδοση ποὺ διασώθηκε ἀπὸ τοὺς ἀποστολικοὺς ἀκόμη χρόνους. Ἡ Θεοτόκος μέχρι τὴν Κοίμησή της παρέμεινε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἦταν μέλος τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Τὴ φροντίδα τῆς εἶχε ἀναλάβει ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Κυρίου, ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης.

Οἱ τελευταῖες στιγμὲς τῆς ἐπίγειας ζωῆς τῆς εἶναι θαυμαστὲς καὶ συγκινητικές. Κοντὰ τῆς βρέθηκαν οἱ Ἀπόστολοι οἱ ὁποῖοι ἔφτασαν ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ τρόπο θαυμαστό, «ἐπὶ νεφελῶν» . Καὶ τότε, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε θριαμβευτικὰ «ἐπὶ νεφελῶν», μὲ τὴ συνοδεία πλήθους ἀγγέλων. Ἡ Θεοτόκος προσευχήθηκε στὸν Υἱό της, παρηγόρησε τοὺς Ἀποστόλους καὶ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ εἶναι πάντα κοντὰ στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ μεσιτεύει στὸν Υἱό της καὶ παρέδωσε τὴν πανάμωμη ψυχή της στὸν Κύριο.

Οἱ Ἀπόστολοι ἐναπόθεσαν τὴν Ἁγία Σορὸ τῆς Θεοτόκου σὲ «καινὸν μνημεῖον» στὴ Γεθσημανή. Ἐκεῖ ἡ Ἁγία Ἑλένη ἀργότερα ἔκτισε τὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως. Τρεῖς μέρες μετὰ τὴν κοίμηση κατέβηκε ὁ Κύριος μὲ τὴ συνοδεία τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ καὶ πλήθους ἀγγέλων. Ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαὴλ μὲ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου παρέλαβε τὴν Ἁγία Σορὸ τῆς Θεοτόκου καὶ ὅλοι μαζὶ ἀνῆλθαν στοὺς οὐρανούς. Ἡ θαυμαστὴ Μετάσταση τῆς Θεομήτορος εἶχε συντελεστεῖ. Τὸ ἱερὸ Σῶμα τῆς ἐνώθηκε πάλι μὲ τὴν ἁγνὴ ψυχή της.

Ὁ Ἀπόστολος Θωμὰς ἦταν ὁ μόνος ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ποὺ εἶδε τὴ θαυμαστὴ 
Μετάσταση τῆς Θεοτόκου. Δὲν εἶχε μπορέσει νὰ παρευρεθεῖ στὴν κηδεία τῆς εὐρισκόμενος στὶς Ἰνδίες. Ἐκεῖ, μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, καὶ ἐνῷ τελοῦσε τὴ Θεία Λειτουργία, βρέθηκε στὴ Γεθσημανὴ μὲ θαυμαστὸ τρόπο καὶ εἶδε ὅλα ὅσα συνέβησαν. Τότε παρακάλεσε τὴν Παναγία νὰ τοῦ δώσει γιὰ εὐλογία τὴ Ζώνη της. Καὶ ἐκείνη, καθὼς ἀνέβαινε στοὺς οὐρανούς, τοῦ ἔριξε τὸ Ἱερὸ κειμήλιο «πρὸς δόξαν ἀκήρατον, ἀνερχομένη Ἁγνή, χειρί σου δεδώρησαι τῷ ἀποστόλῳ Θωμὰ τὴν πάνσεπτον Ζώνην σου» ψάλλουμε στὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς τῆς Καταθέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης.

Ὁ Ἀπόστολος Θωμὰς στὴ συνέχεια πληροφόρησε καὶ τοὺς ὑπόλοιπους Ἀποστόλους γιὰ τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ γεγονότα καὶ τοὺς ἔδειξε τὴν Ἁγία Ζώνη τῆς Παναγίας. Ἐκεῖνοι δοξολόγησαν τὸν Θεὸ καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ τοὺς εὐλογήσει, καθὼς ἦταν ὁ μόνος ποὺ ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὴν ἔνδοξη Μετάσταση τῆς Θεοτόκου.

Τὴ διαφύλαξη τῆς Ἁγίας Ζώνης ἀνέλαβαν δύο φτωχὲς καὶ εὐσεβεῖς γυναῖκες στὰ Ἱεροσόλυμα, οἱ ὁποῖες φρόντιζαν τὴ Θεοτόκο. Παρέλαβαν μὲ εὐλάβεια τὸ ἱερὸ κειμήλιο καὶ ἀπὸ τότε τὸ ἔργο τῆς διαφύλαξής του συνέχιζε ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ μία εὐλαβὴς παρθένος καταγόμενη ἀπὸ τὴν οἰκογένεια αὐτή.

Ἡ ἀνακομιδὴ τῆς Τιμίας Ζώνης καὶ ἡ μεταφορά της στὴν Κωνσταντινούπολη ἔγινε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἀρκάδιο (395-408). Ἡ ὑποδοχὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου στὴ Βασιλεύουσα ἦταν λαμπρότατη. Ὁ αὐτοκράτορας κατέθεσε τὴν Τιμία Ζώνη τῆς Θεοτόκου σὲ λειψανοθήκη ποὺ ὀνόμασε «ἁγίαν σορόν» . Ἡ κατάθεση ἔγινε στὶς 31 Αὐγούστου, τελευταία μέρα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Στὴν πόλη τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, τῆς ὁποίας Ὑπέρμαχος Στρατηγὸς καὶ Προστάτις ἦταν ἡ Θεοτόκος, θὰ φυλασσόταν πλέον ἡ Ἁγία Ζώνη τῆς Θεομήτορος.

Ἡ κόρη τοῦ Ἀρκάδιου, ἡ αὐτοκράτειρα Πουλχερία, ἀνήγειρε λαμπρὸ ναὸ πρὸς τιμὴ τῆς Παναγίας, τὸν περίφημο ναὸ τῆς Θεοτόκου τῶν Χαλκοπρατείων. (Χαλκοπράτεια ὀνομαζόταν ἡ συνοικία ὅπου κτίστηκε ὁ ναός• τὸ ὄνομά της ἡ συνοικία τὸ ἔλαβε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκεῖ πρὶν κατασκευάζονταν καὶ πωλοῦνταν χάλκινα ἀντικείμενα). Στὸ ναὸ αὐτὸ ἡ αὐτοκράτειρα κατέθεσε τὴν Ἁγία Ζώνη τῆς Παναγίας. Ἡ ἴδια μάλιστα ἡ Πουλχερία κέντησε μὲ χρυσὴ κλωστὴ τὴν Τιμία Ζώνη διακοσμώντας τὴν. Ἡ χρυσὴ αὐτὴ κλωστὴ εἶναι εὐδιάκριτη καὶ σήμερα στὸ τμῆμα ποὺ φυλάσσεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου.

Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστίνος Β καὶ ἡ σύζυγός του Σοφία ἀνακαίνισαν τὸν ἱερὸ ναὸ τῶν Χαλκοπρατείων καὶ ἀνήγειραν ἐκεῖ καὶ τὸ παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Σοροῦ• ἐκεῖ, μέσα σὲ λειψανοθήκη καὶ πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα, φυλασσόταν ἡ Τιμία Ζώνη τῆς Θεοτόκου.

Πλῆθος πιστῶν συνέρρεαν γιὰ νὰ τὴν προσκυνήσουν μὲ εὐλάβεια ζητώντας ἀπὸ τὴν Παναγία νὰ μεσιτεύσει μὲ τὶς πρεσβεῖες της στὸν Κύριο. Πλῆθος θαυμάτων ἐπιτέλεσε ἡ Τιμία Ζώνη. Ἄνθρωποι δυστυχισμένοι καὶ πονεμένοι βρῆκαν λύτρωση μὲ τὴ θαυματουργὴ δύναμη τοῦ ἁγίου λειψάνου. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὑμνήθηκε ἀπὸ φημισμένους ἀνθρώπους τῆς ἐποχής• μὲ τὴ χάρη τῆς Παναγίας καθαγιάζει τοὺς πιστοὺς ποὺ προσέρχονται εὐλαβικὰ γιὰ νὰ τὸ προσκυνήσουν• τοὺς ἀνυψώνει ἀπὸ τὴ φθορά, τοὺς ἀπαλλάσσει ἀπὸ ἀσθένειες καὶ θλίψεις.

Στὴ συνέχεια ἡ Ἁγία Ζώνη τεμαχίστηκε καὶ τεμάχιά της μεταφέρθηκαν σὲ διάφορους ναοὺς τῆς Κωνσταντινούπολης. Μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους τὸ 1204, κάποια τεμάχια ἁρπάχτηκαν ἀπὸ τοὺς βάρβαρους καὶ ἀπολίτιστους κατακτητὲς καὶ μεταφέρθηκαν στὴ Δύση. Ἕνα μέρος ὅμως διασώθηκε καὶ παρέμεινε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Πόλης ἀπὸ τὸν Μιχαὴλ Ἡ Παλαιολόγο. Φυλασσόταν στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου τῶν Βλαχερνῶν. Ἡ τελευταία ἀναφορὰ γιὰ τὸ ἅγιο λείψανο εἶναι ἑνὸς ἀνώνυμου Ρώσου προσκυνητῆ στὴν Κωνσταντινούπολη μεταξύ του 1424 καὶ 1453.
Μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1453, εἶναι ἄγνωστο τί ἀπέγινε τὸ ὑπόλοιπο μέρος τῆς Ἁγίας Ζώνης στὴ συνέχεια. Ἔτσι τὸ μοναδικὸ σωζόμενο τμῆμα εἶναι αὐτὸ ποὺ φυλάσσεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου• μὲ ἐξαιρετικὰ περιπετειώδη τρόπο ἔφτασε ἐκεῖ.

Ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος εἶχε κατασκευάσει ἕναν χρυσὸ σταυρὸ γιὰ νὰ τὸν προστατεύει στὶς ἐκστρατεῖες. Στὴ μέση του σταυροῦ εἶχε τοποθετηθεῖ τεμάχιο Τιμίου Ξύλου• ὁ σταυρὸς ἔφερε ἐπίσης θῆκες μὲ ἅγια λείψανα Μαρτύρων, καὶ ἕνα τεμάχιο τῆς Τιμίας Ζώνης. Ὅλοι οἱ βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες ἔπαιρναν αὐτὸν τὸν σταυρὸ στὶς ἐκστρατεῖες. Τὸ ἴδιο ἔπραξε καὶ ὁ αὐτοκράτορας Ἰσαάκιος Β Ἄγγελος (1185-1195) σὲ μία ἐκστρατεία ἐναντίον τοῦ ἡγεμόνα τῶν Βουλγάρων Ἀσᾶν. Νικήθηκε ὅμως καὶ μέσα στὸν πανικὸ ἕνας ἱερέας τὸν πέταξε στὸ ποτάμι γιὰ νὰ μὴν τὸν βεβηλώσουν οἱ ἐχθροί. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς μέρες ὅμως οἱ Βούλγαροι τὸν βρήκαν• ἔτσι πέρασε στὰ χέρια τοῦ Ἀσᾶν.

Οἱ Βούλγαροι ἡγεμόνες μιμούμενοι τοὺς Βυζαντινοὺς αὐτοκράτορες ἔπαιρναν μαζί τους στὶς ἐκστρατεῖες τὸ σταυρό. Σὲ μία μάχη ὅμως ἐναντίον τῶν Σέρβων ὁ βουλγαρικὸς στρατὸς νικήθηκε ἀπὸ τὸν Σέρβο ἡγεμόνα Λάζαρο (1371-1389). Ὁ Λάζαρος ἀργότερα δώρισε τὸ σταυρὸ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου μαζὶ μὲ τὸ τεμάχιο τῆς Τιμίας Ζώνης.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς διασῴζουν καὶ μία παράδοση σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Τιμία Ζώνη τῆς Θεοτόκου ἀφιερώθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰωάννη ΣΤ Καντακουζηνὸ (1341-1354), ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ ἀξίωμα, ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἰωάσαφ καὶ μόνασε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου.


Τὰ θαύματα ποὺ πραγματοποίησε καὶ πραγματοποιεῖ ἡ Τιμία Ζώνη εἶναι πολλά. Βοηθᾷ εἰδικὰ τὶς στεῖρες γυναῖκες νὰ ἀποκτήσουν παιδί. Ἂν ζητήσουν μὲ εὐλάβεια τὴ βοήθειά της Παναγίας, τοὺς δίδεται τεμάχιο κορδέλας ποὺ ἔχει εὐλογηθεῖ στὴν λειψανοθήκη τῆς Ἁγίας Ζώνης• ἂν ἔχουν πίστη, καθίστανται ἔγκυες. 

Πηγή: ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ”

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. Δ’.

Θεοτόκε ἀειπάρθενε, τῶν ἀνθρώπων ἡ σκέπη, Ἐσθῆτα καὶ Zώνην τοῦ ἀχράντου σου σώματος, κραταιὰν τῇ πόλει σου περιβολὴν ἐδωρήσω, τῷ ἀσπόρῳ τόκῳ σου ἄφθαρτα διαμείναντα, ἐπὶ σοὶ γὰρ καὶ φύσις καινοτομεῖται καὶ χρόνος, διὸ δυσωποῦμέν σε, εἰρήνην τῇ πολιτείᾳ σου δώρησαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.




Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.


Τὴν θεοδόχον γαστέρα σου Θεοτόκε, περιλαβοῦσα ἡ Zώνη σου ἡ τιμία, κράτος τῇ πόλει σου ἀπροσμάχητον, καὶ θησαυρὸς ὑπάρχει, τῶν ἀγαθῶν ἀνέκλειπτος, ἡ μόνη τεκοῦσα ἀειπάρθενος.


Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.


Τὴν Ζώνην τὴν σεπτήν, τοῦ ἀχράντου σου σκήνους, ὑμνοῦμεν οἱ πιστοί, Παναγία Παρθένε, ἐξ ἧς ἀρυόμεθα νοσημάτων τὴν ἴασιν, καὶ κραυγάζομεν· Μῆτερ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, σὺ ἡ λύτρωσις, τῶν σὲ τιμώντων ὑπάρχεις, Μαρία Θεόκλητε.


Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.


Τῆς τιμίας Ζώνης σου τῇ καταθέσει, ἑορτάζει σήμερον, ὁ σὸς πανύμνητε λαός, καὶ ἐκτενῶς ἀνακράζει σοι· Χαῖρε Παρθένε, Χριστιανῶν τὸ καύχημα.


Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.


Τὰ καταθέσια τῆς σῆς θείας Ζώνης, ἡ Ἐκκλησία σου φαιδρῶς ἑορτάζει, καὶ ἐκτενῶς κραυγάζει σοι Παρθένε Ἁγνή· Ἅπαντας περίσῳζε, τῆς ἐχθρῶν δυναστείας· θραῦσον τὰ φρυάγματα, τῶν ἀθέων βαρβάρων, καὶ τὴν ἡμῶν κυβέρνησον ζωήν, πράττειν Κυρίου τὰ θεῖα θελήματα.


Ὁ Οἶκος


Τὶς γηγενῶν τὰ σὰ μεγαλεῖα διηγήσεται λόγος; ποία γλῶσσα βροτῶν; νοῦς γὰρ οὐδὲ οὐράνιος, ἀλλ' ἡ τεκοῦσα τῆς συμπαθείας τὸ ἀμέτρητον πέλαγος, δέξαι καὶ νῦν ἐξ ἀκάρπων χειλέων τὰ ᾄσματα, καὶ δίδου μοι θείαν χάριν, εὐφημῆσαι τὴν σὴν Ζώνην Δέσποινα, δι' ἧς κόσμος ἀγάλλεται, σὺν Ἀγγέλοις ὑμνῶν σου τὰ θαύματα, ἡ μόνη τεκοῦσα ἀειπάρθενος. 

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

ΟΤΑΝ "ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΣΑΝ" ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ

Ήταν 21 Αυγούστου του 1903 με το παλαιό εορτολόγιο που ακολουθεί το Άγιον Όρος, δηλαδή 3 Αυγούστου με το νέο. Οι καμπάνες στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος (το επωνομαζόμενο και ρωσικό) κτυπούσαν χαρμόσυνα για να καλέσουν μοναχούς και πιστούς. Ήταν τότε παραμονές των "εννιάμερων" της Παναγίας και σύμφωνα με τη συνήθεια που επικρατούσε στο μοναστήρι, έδιναν στους φτωχούς μοναχούς που έμεναν στα εξαρτηματικά κελιά, τους ονομαζόμενους "κελιώτες", λίγη βοήθεια. Μιά ελεημοσύνη. Στριμώχνονταν οι ...
κακόμοιροι, ταλαιπωρημένοι μα ευτυχισμένοι απ΄τη χαρά του Θεού, στη σειρά. Για να πάρουν την ελεημοσύνη απ΄τους άλλους μοναχούς του μοναστηριού. Θα ήταν όμως η τελευταία φορά αυτής της θεάρεστης πράξης. Τα οικονομικά της Μονής δεν επέτρεπαν να συνεχισθεί για άλλη χρονιά αυτό το έργο της ελεημοσύνης.

Ένας απ΄τους μοναχούς κρατούσε μιά φωτογραφική μηχανή της εποχής. Από εκείνες με την πλάκα, αντί για φίλμ. Σκέφτηκε να απαθανατίσει για τελευταία, έστω φορά, το γεγονός της σύναξης των μοναχών και την πράξη της ελεημοσύνης.

Τότε, αυτός ο μοναχός, ο Γαβριήλ, είδε κάτι θαυμαστό! Ανάμεσα στους μοναχούς εκινείτο μιά μαυροφορεμένη γυναίκα. Δεν δίστασε. Άρχισε να φωτογραφίζει τα στιγμιότυπα. Και τότε, αυτό που μόνο ο ίδιος έβλεπε, αποτυπώθηκε στο χαρτί της εποχής. Ήταν η Παναγία, η Κυρία και Αρχόντισσα του Όρους, που λυπημένη γι αυτά που συνέβαιναν εμφανίσθηκε για να τους δείξει ότι δεν πρέπει να σταματήσουν το καλό έργο της ελεημοσύνης στους πτωχούς μοναχούς. Γι αυτό και επέτρεψε να Την φωτογραφίσουν!!!

Κι όταν ο φωτογράφος Γαβριήλ τους έδειξε τη φωτογραφία, δεν χρειάσθηκε πολύ σκέψη για να καταλάβουν. Και συνέχισαν το έργο της ελεημοσύνης προς δόξαν  Θεού και της Υπεραγίας Θεοτόκου.



Η φωτογραφία ήταν κρυμμένη για πολλά χρόνια στο αρχείο της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος και μόλις το 1997 είδε το φώς της δημοσιότητας. Την βλέπουν οι προσκυνητές, ως επιβεβαίωση του μεγάλου θαύματος, στο χώρο του μοναστηριού. Την είδε και θαύμασε και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος μαζί με την συνοδεία του σε μιά από τις επισκέψεις στο Άγιον Όρος!




ΠΗΓΗ ''ΙΕΡΟΣ ΑΜΒΩΝΑΣ'' - “ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”

Απόδοση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου


Ευαγγέλιο της εορτής: Λουκ. ι’ 38-42, ια’ 27-28
38  Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς κώμην τινά. γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς. 39 καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ  Ἰησοῦ ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ. 40 ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται. 41 ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ  Ἰησοῦς· Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· 42 ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς.
27  Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας. 28 αὐτὸς δὲ εἶπε· μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν.

Την μακαρίζουν όλες οι γενεές

Η Μαρία και η Μάρθα

Στη Βηθανία η αδελφή του Λαζάρου Μάρθα υποδέχεται στο σπίτι της τον Κύριο, ο οποίος, αφού κάθισε, άρχισε να διδάσκει στους ανθρώπους που παρευρίσκονταν εκεί. Η αδελφή της Μάρθας, η Μαρία, αφοσιώθηκε τόσο πολύ στη διδασκαλία του Κυρίου, ώστε συνεπαρμένη κάθισε κοντά του και ως ταπεινή μαθήτρια άκουγε με προσήλωση τα θεσπέσια λόγια του. Τόσο πολύ απορροφήθηκε, ώστε δεν θέλησε να χάσει ούτε λέξη. Την ώρα όμως που η Μαρία αποταμίευε στην ψυχή της ουράνιους θησαυρούς, η Μάρθα προετοίμαζε για το τραπέζι ό,τι καλύτερο μπορούσε. Ήταν πνιγμένη στις πολλές δουλειές της, διότι φρόντιζε να ετοιμάσει πολλά και ωραία φαγητά για να περιποιηθεί τον Διδάσκαλο. Ήταν βέβαια ικανή και επιμελής στη μαγειρική και στο νοικοκυριό, με κάποια όμως υπερβολή. Γι’ αυτό και κάποια στιγμή πλησίασε τον Κύριο και με τολμηρό τρόπο του είπε το παράπονό της:
Κύριε, δεν σε νοιάζει που η αδελφή μου με άφησε μονάχη να ετοιμάσω το τραπέζι; Πες της λοιπόν να με βοηθήσει.
Τότε ο Κύριος της αποκρίθηκε:
Μάρθα, Μάρθα, αγωνιάς, αναστατώνεσαι, κουράζεσαι να ετοιμάσεις πολλά και ποικίλα φαγητά. Ένα όμως είναι το χρήσιμο, η ακρόαση της διδασκαλίας μου. Αυτό διάλεξε η Μαρία, την πνευματική τροφή, η οποία δεν θα της αφαιρεθεί ποτέ.
Ο Κύριος δηλαδή αντί να επιπλήξει τη Μαρία, όπως θα το επιθυμούσε η Μάρθα, παίρνει την αφορμή και επιπλήξει την ίδια. Εδώ όμως κάποιος θα απορήσει: Δηλαδή ο Κύριος καταδικάζει τη διακονία της Μάρθας; Όχι, ασφαλώς! Κάτι άλλο θέλει να δείξει. Είναι σαν να λέει στη Μάρθα: Δεν ήλθα στο σπίτι σας για να απολαύσω πολλά και ωραία φαγητά, άλλα για να σας προσφέρω μεγάλες και ουράνιες αλήθειες. Είναι καλή η προσφορά και η διακονία, θ πρέπει όμως και να συνοδεύεται από ενδιαφέρον για τα ανώτερα, για την πνευματική τροφή. Δεν απορρίπτει λοιπόν ο Κύριος τη διακονία της Μάρθας, άλλα επαινεί περισσότερο την επιλογή της Μαρίας.
Διότι η Μαρία αξιοποίησε μία μοναδική ευκαιρία. Ήλθε στο σπίτι της ο Χριστός. Δεν ήξερε αν θα είχε άλλοτε μια τέτοια ευκαιρία. Και αφοσιώθηκε στο να ξεδιψά στα νάματα των θείων αληθειών. Το έργο της Μάρθας ήταν χρησιμότατο, της Μαρίας όμως υψηλότερο. Γι’ αυτό ο Κύριος επιπλήττει τη Μάρθα, διότι έχανε το χρόνο της σε υπερβολικές προετοιμασίες, ενώ το καλύτερο που είχε να κάνει την ώρα εκείνη ήταν να αφιερώσει λιγότερο χρόνο στα της μαγειρικής για να επικοινωνήσει με τον Κύριο και να εντρυφήσει στις θείες αλήθειες.
Τούτο σημαίνει ότι πρέπει να ιεραρχούμε σωστά τα πράγματα. Μεγαλύτερη προσφορά μας προς τον Θεό είναι να λαχταρούμε και να ποθούμε τον θείο λόγο του, και μετά το να διακονούμε στα έργα της αγάπης. Βέβαια όλοι μας είμαστε υποχρεωμένοι καθημερινά να επιτελούμε και τα βιοτικά μας έργα, διαφορετικά δεν μπορούμε να ζήσουμε. Όλα αυτά θα τα κάνουμε, και μάλιστα σωστά, με επιμέλεια και προθυμία, όλα προς δόξαν Θεού. Όχι όμως με υπερβολή. Να μη δίνουμε την καρδιά μας σ’ αυτά παραμελώντας όμως έτσι την ψυχή μας.

Μακαρία η Θεοτόκος

Στη συνέχεια καθώς μιλούσε ο Κύριος στα πλήθη, κάποια γυναίκα ενθουσιασμένη από τη διδασκαλία του φώναξε με χαρά στον θείο Διδάσκαλο:
Μακαρία είναι η κοιλία που σε βάστασε, η μητέρα που σε γέννησε και σε έθρεψε.
Και ο Κύριος της απάντησε:
Πράγματι μακαρία είναι η μητέρα μου! Μακάριοι είναι εκείνοι που ακούν τον λόγο του Θεού και τον εφαρμόζουν στη ζωή τους. Γι’ αυτό ακριβώς και αυτή που με γέννησε και με θήλασε, αξιώθηκε την τιμή αυτή, διότι φύλαξε πάντοτε το λόγο του Θεού.
Με τους λόγους του αυτούς ο Κύριος μακαρίζει διπλά τη μητέρα του. Διότι, επιβεβαιώνοντας τον μακαρισμό της γυναίκας εκείνης, μακαρίζει την Θεοτόκο όχι μόνο διότι αξιώθηκε να γίνει μητέρα του, άλλα και διότι περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο φύλαξε μέσα της το λόγο του Θεού και τον τήρησε στη ζωή της. Γι’ αυτό γενεές γενεών μακαρίζουμε την Θεοτόκο, όπως η ίδια η Παναγία μας προφήτευσε: «ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί.» (Λουκ. α’ 48). Τη μακαρίζουμε όχι μόνο διότι αξιώθηκε να γίνει Θεοτόκος, Μητέρα δηλαδή του Θεού μας, άλλα και διότι, φυλάσσοντας σ’ όλη τη ζωή της τον λόγο του Θεού, ακτινοβόλησε με την υπέρλαμπρη αρετή της κι έγινε τιμιωτέρα και ενδοξοτέρα των αγγέλων. Η αγιότητά της αποδείχθηκε κρυστάλλινη σ’ όλη της τη ζωή. Διότι ήταν η ταπεινή δούλη του Κυρίου, το υπόδειγμα της υπακοής στο θέλημα του Θεού. Ήταν η Κεχαριτωμένη. Είχε όλες τις αρετές επάνω της, όλα τα υπερφυσικά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος σε ύψιστο βαθμό. Άφθαστο και ασύγκριτο ήταν το πνευματικό της κάλλος και η ψυχική της ωραιότητα.
Και έγινε το παράδειγμα για όλους μας. Παράδειγμα ταπεινώσεως και υπακοής και αγνότητας. Και μας καλεί με την αγία ζωή της να τη μιμηθούμε μελετώντας και εφαρμόζοντας τον λόγο του Θεού και να την ακολουθήσουμε στον βίο της αρετής και της χάριτος.


Ο Σωτήρ

Πηγή: www.xfd.gr


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α'.
Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.  


Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος 
Ἦχος α΄

Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος! ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ἐν μνημείῳ τίθεται, καὶ κλῖμαξ πρὸς οὐρανόν, ὁ τάφος γίνεται, Εὐφραίνου Γεθσημανῆ, τῆς Θεοτόκου τὸ ἅγιον τέμενος, βοήσωμεν οἱ πιστοί, τὸν Γαβριὴλ κεκτημένοι ταξίαρχον, Κεχαριτωμένη χαῖρε, μετὰ σοῦ ὁ Κύριος, ὁ παρέχων τῷ κόσμῳ διὰ σοῦ τὸ μέγα ἔλεος. 


 

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας (22 Αὐγούστου)

Δεν διατίθεται αυτόματο εναλλακτικό κείμενο.


Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου «ἐν τῷ Πυρσῷ τῆς Εὐρυτανίας»



Ψηλά, στις ελατόφυτες βουνοκορφές της νοτιοδυτικής Ευρυτανίας, και σφηνωμένη ανάμεσα σε κάθετους γκριζωπούς βράχους με άγρια μεγαλοπρέπεια, προβάλλει η ιερά μονή του Προύσου. Είναι σταυροπηγιακό και ιστορικό μοναστήρι, με μεγαλόπρεπα τριώροφα κτίρια. Ανάμεσα τους υπάρχει σπήλαιο λαξευμένο, που φιλοξενεί στο εσωτερικό του τον πρώτο και παλαιό ναό της μονής. Μέσα σ' αυτόν φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που επονομάζεται Προυσιώτισσα και εορτάζει με κάθε εκκλησιαστική και βυζαντινή μεγαλοπρέπεια στις 22-23 Αυγούστου.

Τη θαυματουργή αυτή εικόνα της Θεοτόκου λέγεται ότι την ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς και ήλθε από την Προύσα της Μικράς Ασίας (σύμφωνα με το χειρόγραφο 3 του κώδικα της Ιεράς Μονής Προυσιωτίσσης). Την έφερε από την Προύσα κάποιος ευγενής νέος στα χρόνια της εικονομαχίας (829 μ.Χ.) επί εικονομάχου βασιλέως Θεοφίλου. Στο δρόμο όμως για την Ελλάδα, στην Καλλίπολη της Θράκης, την έχασε και η εικόνα αποκαλύφθηκε θαυματουργικά σ' ένα τσοπανόπουλο, με μια στήλη φωτός σαν πυρσός - γι' αυτό πήρε και την επωνυμία Πυρσός - στο μέρος όπου ήταν κρυμμένη. Ο νέος, που είχε εγκατασταθεί στην Πάτρα, όταν το έμαθε θέλησε να την πάρει. Αλλά η εικόνα θαυματουργικά γύρισε και πάλι στο άγριο μέρος της Ευρυτανίας, όπου αποκαλύφθηκε στους ντόπιους βοσκούς τη νύχτα από 22 προς 23 Αυγούστου. Τότε ο νέος, μαζί μ' έναν υπηρέτη του, πήγαν και αυτοί εκεί, όπου έγιναν μοναχοί μετανομασθέντες Διονύσιος και Τιμόθεος αντίστοιχα.

Η εικόνα της Παναγίας είναι τύπου Οδηγήτριας και είναι επιχρυσωμένη με αργυροεπίχρυση ένδυση, δώρο του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη που φιλοξενούνταν στη Μονή την περίοδο της επανάστασης του 1821 μ.Χ. Την ένδυση, την κατασκέυασε ο χρυσοχόος Γεωργίος Καρανίκας το 1824 μ.Χ., όπως μας αποκαλύπτει η ανάγλυφη επιγραφή πάνω από τον δεξιό ώμο της Παναγίας: «Η Παντάνασσα. Δι εξόδων του γενναιοτάτου στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη, χειρί Γεωργίου Καρανίκα, 1824».

Στο ιστορικό της μονής αναφέρεται ότι επί τουρκοκρατίας καταστράφηκε πολλές φορές. Η τελευταία όμως καταστροφή, που μετέβαλε τα κτίρια σε σωρούς ερειπίων, έγινε το 1944 μ.Χ. από τους γερμανούς. Μετά την καταστροφή των κτισμάτων, ένας αξιωματικός θέλησε να κάψει και την εκκλησία. Προσπάθησε πολλές φορές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ενώ λοιπόν στεκόταν άπ' έξω κι έδινε διαταγές, τιμωρήθηκε παραδειγματικά από το χέρι της Παναγίας. Μια αόρατη δύναμη τον έριξε με ορμή πάνω στο πλακόστρωτο. Το χτύπημα ήταν δυνατό, και ο γερμανός ανίκανος να σηκωθεί. Τον σήκωσαν οι στρατιώτες και τον έβαλαν πάνω σε ζώο για να τον μεταφέρουν στο Αγρίνιο. Έτσι ο ναός παρέμεινε αβλαβής, όπως διαφυλάχθηκε ακέραιος δια μέσου των αιώνων.

Πέρασαν τέσσερα χρόνια. Ο εμφίλιος πόλεμος τώρα μαίνεται στην ελληνική ύπαιθρο. Οι κάτοικοι της Ευρυτανίας και ορεινής Ναυπακτίας εγκαταλείπουν τα χωριά τους και προσφευγουν για ασφάλεια σε άλλα μέρη της Ελλάδος. Μαζί τους προσφεύγει και η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Ακολουθεί κι αυτή την τύχη των παιδιών της και μεταφέρεται από τους μοναχούς του Προύσου στη ακρόπολη της Ναυπάκτου. Το μοναστήρι παραμένει τελείως έρημο.

Ύστερα από καιρό αρχίζουν οι επιχειρήσεις του στρατού. Η ενάτη μεραρχία αναλαμβάνει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Ευρυτανία. Μερικά τμήματα περνούν από τον Προυσό. Ορισμένοι αξιωματικοί και στρατιώτες πλησιάζουν στη σκοτεινή εκκλησούλα της σπηλιάς και μπαίνουν για να προσκυνήσουν. Εκεί μέσα αντικρίζουν ένα παράδοξο θέαμα: Μπροστά το τέμπλο, στ' αριστερά της ωραίας πύλης, να αναμμένο καντήλι και μια καλόγρια γονατιστή. Οι στρατιώτες απορούν. Πως ζει αυτή η μοναχή εδώ,τι στιγμή που η Ευρυτανία είναι τελείως έρημη από κατοίκους; Πως συντηρείται, τι τρώει, που βρίσκει λάδι για το καντήλι; Την ερωτούν λοιπόν, κι εκείνη σεμνά και πονεμένα τους απαντά: «Παιδιά μου, ζω εδώ μοναχή μου δυόμισι τώρα χρόνια. Για τη δική μου ζωή δεν χρειάζονται φαγητό και ψωμί. Μου αρκεί ότι έχω το καντήλι μου αναμμένο». Οι στρατιώτες, κουρασμένοι από τις επιχειρήσεις και βιαστικοί να φύγουν, δεν έδωσαν προσοχή στα λόγια της.

Την επομένη όμως, όταν τα έφεραν πάλι στη μνήμη τους, κατάλαβαν πως επρόκειτο νια κάτι θαυμαστό. Κι όταν αργότερα περνούσαν από τη Ναύπακτο, ζήτησαν με επιμονή άδεια από τον διοικητή τους νια να επισκεφθούν τον μητροπολίτη. Ο επίσκοπος Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Χριστόφορος τους υποδέχθηκε με αγάπη, κι αφού τους άκουσε συγκινημένος, έριξε φως στο μυστήριο. «Ο ναός, τους είπε, που επισκεφθήκατε, ανήκει στην έρημη τώρα ιερά μονή Προυσιώτισσας, της οποίας η θαυματουργή εικόνα βρίσκεται πάνω από δύο χρόνια εδώ, στο παρεκκλήσι της μητροπόλεως μας, στον άγιο Διονύσιο. Πηγαίνετε να την προσκυνήσετε, και θα καταλάβετε».

Πήγαν πράγματι και προσκύνησαν. Τότε αυθόρμητα στον καθένα δόθηκε η εξήγηση στην απορία του: Στην εικόνα της Θεομήτορος αναγνώρισαν τη μοναχή εκείνη που συνάντησαν στο εκκλησάκι της σπηλιάς, ψηλά στον Προυσό!


Ἀπολυτίκιον

Ήχος α'.



Της Ελλάδος απάσης συ προΐστασαι πρόμαχος και τερατουργός εξαισίων τη εκ Προύσσης εικόνι Σου, Πανάχραντε Παρθένε Μαριάμ, και γαρ φωτίζεις εν τάχει τους τυφλούς δεινούς τε απελαύνεις δαίμονας και παραλύτους δε συσφίγγεις αγαθή. Κρημνών τε σώζεις και πάσης βλάβης τους σοι προστρέχοντας. Δόξα τω σω ασπόρω τοκετώ, δοξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα το ενεργούντι δια σου τοιαύτα θαύματα.




Μεγαλυνάριον


Δεύτε την εικόνα την ιερά, της Προυσιωτίσσης, ασπαζόμεθα ευλαβώς, βρύουσαν παντοίων νόσων και πάσης βλάβης, ρώσιν δαψιλεστάτην και χάρην άφθονον.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον



Σφαίρας ουρανίους φωταγωγείς, αχράντω οικήσει την υδρόγειον δε βολαις, αρρήτων θαυμάτων, αυγάζεις όθεν πίστει, πάντες σε προσκυνούμεν ω Προυσιώτισσα.


Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

ΚΑΤΑΒΑΣΙΕΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ - Πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ,...(ΒΙΝΤΕΟ)



Ὠδὴ α'. Ἦχος α'. 


Πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ, ἡ ἱερὰ καὶ εὐκλεής, Παρθένε μνήμη Σου, πάντας συνηγάγετο, πρὸς εὐφροσύνην τοὺς πιστούς, ἐξαρχούσης Μαριάμ, μετὰ χορῶν καὶ τυμπάνων, τῷ Σῷ ᾄδοντας Μονογενεῖ· Ἐνδόξως ὅτι δεδόξασται.

Ὠδὴ γ'. 

Ἡ δημιουργική, καὶ συνεκτικὴ τῶν ἁπάντων, Θεοῦ σοφία καὶ δύναμις, ἀκλινῆ ἀκράδαντον, τὴν Ἐκκλησίαν στήριξον Χριστέ· μόνος γὰρ εἶ Ἅγιος, ὁ ἐν Ἁγίοις ἀναπαυόμενος.

Ὠδὴ δ'. 

Ῥήσεις προφητῶν καὶ αἰνίγματα, τὴν σάρκωσιν ὑπέφηναν, τὴν ἐκ Παρθένου Σου, Χριστέ, φέγγος ἀστραπῆς Σου, εἰς φῶς ἐθνῶν ἐξελεύσεσθαι· καὶ φωνεῖ Σοι ἄβυσσος, ἐν ἀγαλλιάσει· Τῇ δυνάμει Σου δόξα Φιλάνθρωπε.

Ὠδὴ ε'. 

Τὸ θεῖον καὶ ἄρρητον κάλλος, τῶν ἀρετῶν Σου, Χριστέ, διηγήσομαι· ἐξ ἀιδίου γὰρ δόξης συναΐδιον, καὶ ἐνυπόστατον λάμψας ἀπαύγασμα, παρθενικῆς ἀπὸ γαστρός, τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ, σωματωθεὶς ἀνέτειλας ἥλιος.

Ὠδὴ ς'. 

Ἅλιον ποντογενές, κητῷον ἐντόσθιον πῦρ, τῆς τριημέρου ταφῆς Σου τὶ[1] προεικόνισμα, οὗ Ἰωνᾶς, ὑποφήτης ἀναδέδεικται· σεσωσμένος γὰρ ὡς καὶ προὐπέπωτο, ἀσινὴς ἐβόα· Θύσω Σοι μετὰ φωνῆς, αἰνέσεως Κύριε.

Ὠδὴ ζ'. 

Ἰταμῷ θυμῷ τε καὶ πυρί, θεῖος ἔρως ἀντιταττόμενος, τὸ μὲν πῦρ ἐδρόσιζε, τῷ θυμῷ δὲ ἐγέλα, θεοπνεύστῳ λογικῇ, τῇ τῶν ὁσίων τριφθόγγῳ λύρᾳ ἀντιφθεγγόμενος, μουσικοῖς ὀργάνοις, ἐν μέσῳ φλογός· Ὁ δεδοξασμένος, τῶν πατέρων καὶ ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

Ὠδὴ η'. 

Αἰνοῦμεν, εὐλογοῦμεν καὶ προσκυνοῦμεν τὸν Κύριον.

Φλόγα δροσίζουσαν ὁσίους, δυσσεβεῖς δὲ καταφλέγουσαν, ἄγγελος Θεοῦ ὁ πανσθενής, ἔδειξε Παισί· ζωαρχικὴν δὲ πηγήν, εἰργάσατο τὴν Θεοτόκον, φθορὰν θανάτου καὶ ζωήν, βλυστάνουσαν τοῖς μέλπουσι· Τὸν Δημιουργὸν μόνον ὑμνοῦμεν, οἱ λελυτρωμένοι, καὶ ὑπερυψοῦμεν, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Ὠδὴ θ'. 

Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, μακαρίζομέν Σε, τὴν μόνην Θεοτόκον.

Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι, ἐν Σοὶ Παρθένε ἄχραντε· παρθενεύει γὰρ τόκος, καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος. Ἡ μετὰ τόκον παρθένος, καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα, σῴζοις ἀεί, Θεοτόκε τὴν κληρονομίαν Σου.





Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Γεροντίσσης (2 Δεκεμβρίου)




H Εικόνα της Παναγίας της Γερόντισσας (που βρίσκεται στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος του Αγίου Όρους), είναι θαυματουργή. Tο πρώτο θαύμα που αποδίδεται σε αυτήν αναφέρεται στα χρόνια της βασιλείας του Aλεξίου A' του Kομνηνού.

Όταν κτιζόταν το αρχικό Μονύδριο, 500 περίπου μέτρα μακριά από τα σημερινά κτίρια της Mονής, και ενώ οι εργάτες έκτιζαν, η Εικόνα μαζί με τα εργαλεία των οικοδόμων εξαφανίζονταν μυστηριωδώς και όταν τα αναζητούσαν το πρωί τα ανακάλυπταν στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η Mονή. Έτσι κατάλαβαν ότι θέλημα της Παναγίας ήταν να κτιστεί το Μοναστήρι σε αυτό το σημείο, που η ίδια είχε επιλέξει, και όπου τελικά οικοδομήθηκε ο αρχικός πυρήνας τής Mονής.

Tην εποχή που έγινε το θαύμα, ένας πολύ ενάρετος και μεγάλος σε ηλικία Ηγούμενος μετρούσε τις τελευταίες ώρες της επίγειας ζωής του. Kατά Θεία Αποκάλυψη γνώρισε το τέλος του και θέλησε να κοινωνήσει των Aχράντων Mυστηρίων. Γι' αυτό το λόγο παρακάλεσε τον Ιερομόναχο εφημέριο που Ιερουργούσε τη συγκεκριμένη ημέρα να συντομεύσει τη Θεία Λειτουργία, ώστε να προλάβει να κοινωνήσει.

O Ιερομόναχος όμως δεν υπάκουσε και συνέχισε να λειτουργεί με αργό ρυθμό. Ξαφνικά ακούστηκε από την Εικόνα η φωνή της Παναγίας, η οποία πρόσταζε τον Ιερομόναχο να τελειώσει γρήγορα την Θεία Λειτουργία, ώστε να προλάβει να κοινωνήσει ο Ηγούμενος. Έτσι και έγινε. Mόλις ο Γέροντας κοινώνησε, εκοιμήθη, και εξαιτίας αυτού του περιστατικού η Εικόνα απέκτησε την προσωνυμία Γερόντισσα. Kατόπιν η Εικόνα μεταφέρθηκε έξω από το Iερό Bήμα και τοποθετήθηκε στην αριστερή κολόνα του κυρίως Nαού, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται, ώστε να μπορούν να προσκυνούν οι επισκέπτες της Mονής.


Τον 17ο αιώνα μ.Χ. υπήρξε εποχή κατά την οποία στο Μοναστήρι δεν υπήρχε καθόλου λάδι. Η έλλειψη όμως των αναγκαίων ήταν τόσο μεγάλη ώστε οι Πατέρες εγκατέλειπαν την Μονή αναζητώντας αλλού τα απαραίτητα για τη ζωή. Ο Ηγούμενος τους προέτρεπε να πιστεύουν και να ελπίζουν στην «Γερόντισσα», όπως προσευχόταν και εκείνος και είχε την ελπίδα σε Αυτή. Επόμενο ήταν η Παναγία μας να μην διαψεύσει τις προσδοκίες του, και ένα πρωί οι πατέρες είδαν να ξεχειλίζει λάδι από την είσοδο της αποθήκης, όπου φυλάσσονται τα άδεια πιθάρια. Μπήκαν στην αποθήκη και είδαν ότι ένα από τα πιθάρια, που σώζεται μέχρι σήμερα, ξεχείλιζε από λάδι. Αντιλήφθηκαν την επέμβαση της Παναγίας και με αυτό το λάδι γέμισαν όλα τα άδεια δοχεία που βρίσκονταν στο Μοναστήρι. Τότε αυτό σταμάτησε να ξεχειλίζει. Από τότε μέχρι σήμερα το λάδι δεν έχει λείψει ποτέ ξανά από το Μοναστήρι Της.

Σε μία επιδρομή Σαρακηνών στη μονή ένας απ' αυτούς προσπάθησε να σχίσει την εικόνα σε κομμάτια, για να ανάψει μ' αυτά το τσιμπούκι του, αλλά έχασε αμέσως τον όρασή του και οι σύντροφοί του πέταξαν την εικόνα σε ένα κοντινό πηγάδι. Ο τυφλός ιερόσυλος παιδεύτηκε τόσο κατά την ώρα του θανάτου του, ώστε παράγγειλε στους δικούς του ακόμα και μετά το θάνατο του να πάνε στο Άγιον Όρος και να βγάλουν την εικόνα από το πηγάδι, πράγμα το οποίο και έγινε, αφού η εικόνα είχε παραμείνει εκεί ογδόντα χρόνια.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς Μήτηρ φιλεύσπλαγχνος, Χριστοῦ τοῦ πάντων Θεοῦ, Γερόντισσα πέφηνας, ἐν συμπαθείᾳ πολλῇ, ἡμῶν Ἀειπάρθενε. Ὅθεν ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς θερμῆς σου πρεσβείας, σπεύδοντες καθ’ ἑκάστην, εὐλαβῶς σοι βοῶμεν· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ὡς Γεροντίσσῃ ἡμῶν σοι προσπίπτομεν, καὶ ἰσχυρᾷ προστασίᾳ Πανάμωμε. Ἀλλ’ ὦ τοῦ Θεοῦ Μῆτερ Ἄχραντε, μὴ διαλίπῃς ἀεὶ προστατεύουσα, ἡμῶν ἐν κινδύνοις καὶ θλίψεσι.

Μεγαλυνάριον
Χάριν ἀναβλύζει ἡ σὴ Εικών, καὶ παραμυθίας, Θεοτόκε τὸν γλυκασμόν, τοῖς ἐν τῇ πικρίᾳ, παθῶν συνεχομένοις, Γερόντισσα καὶ πόθῳ σὲ μεγαλύνουσι.