A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ΚⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀΚⲞⲤⲦⲎ! ΚⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018

Η Ψευδοσύνοδος της Κρήτης: Προς Νέα Εκκλησία (Μέρος ζ΄)



(Απάντηση στο κείμενο του Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου Κατερέλου «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης: Νέα Εκκλησιολογία ἢ Πιστότητα στὴν Παράδοση;»)

Νικολάου Μάννη
εκπαιδευτικού

ΙΕ. Συνεχίζοντας την ανάγνωση του κειμένου και διαβάζοντας προσεκτικά όσα ο Σ. αναφέρει περί των μικτών γάμων, πρέπει να ειπωθούν ολίγα τινά, λίαν σημαντικά. Η Ψευδοσύνοδος με την σχετική Απόφασή της[213] καινοτομεί και εισάγει νέο πνεύμα αντιμετωπίσεως του ζητήματος αυτού, εντελώς διαφορετικό ακόμη και σε σχέση με τις γνωστές περιπτώσεις οικονομίας των μικτών γάμων, των ΙΗ΄ και ΙΘ΄ αιώνων. Διότι ενώ τότε κάποιοι Αρχιερείς (ή και μια Τοπική Σύνοδος) αναγκαζόντουσαν να τοποθετηθούν για συγκεκριμένα περιστατικά μικτών γάμων (τους οποίους είτε απέρριπταν, είτε αποδέχονταν, εξηγώντας, στην τελευταία περίπτωση, τους λόγους), εδώ φαίνεται ότι θεσμοθετείται de facto, και μάλιστα δια «Μεγάλης Συνόδου», ένας γενικός τρόπος αντιμετωπίσεως των μικτών γάμων, δια του οποίου εισάγεται μια αντιεκκλησιαστική ελευθερία κινήσεων σε κάθε Τοπική Σύνοδο για την εφαρμογή μιας οικονομίας, η οποία όμως συνιστά κατ᾿ ουσίαν παρανομία! Διότι ενώ Οικονομία σημαίνει μια, χρονικώς και τοπικώς περιορισμένη, παρέκκλιση από την Κανονική Ακρίβεια, χάριν της σωτηρίας των ψυχών, εδώ έχουμε ξεκάθαρα την θεσμοθέτηση μιας μονίμου και γενικευμένης παρεκκλίσεως, η οποία συνιστά όχι Οικονομία, αλλά Παρανομία[214]!
Ας δούμε και ένα παράδειγμα για να γίνει κατανοητή η διαφορά μεταξύ Οικονομίας και Παρανομίας. Βρισκόμαστε στις αρχές του ΙΗ΄ αιώνος. Στη Σερβία εξαιτίας του πολέμου κάποιες Ορθόδοξες είχαν παντρευτεί (με καπίνι[215]) Αρμενίους. Ο μητροπολίτης Βελιγραδίου Μιχαήλ ζητά την γνώμη του σοφού Δοσιθέου Ιεροσολύμων για το αν πρέπει να τις επιτρέπεται η είσοδος στην εκκλησία και η συμμετοχή στη Θεία Μετάληψη. Ο ιερός Δοσίθεος γράφει, μεταξύ άλλων, στην απάντησή του τα εξής διαφωτιστικά, που μας αφορούν εδώ: «ἀνίσως καὶ δὲν ἦτον καιρὸς ἀνάγκης καὶ ἠμποροῦσαν νὰ ζήσουν μὲ τὴν ἰδικήν τους κυβέρνησιν, θὰ ἐλέγαμεν νὰ μὴ μεταλαμβάνουνˑ ἐπειδὴ καὶ οἱ θεῖοι νόμοι τὸν μετὰ τῶν αἱρετικῶν γάμον τὸν ἐμποδίζουσι μάλα γενναίως. Ἀμὴ καὶ ἐπειδὴ ἀπὸ τοῦ καιροῦ τὴν κακίαν ἠναγκάσθησαν νὰ κυβερνηθοῦν ἡ (sic) ταλαίπωραις, πρέπει νὰ τύχωσιν ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, νὰ ἔχουν τὴν εἴσοδον τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀκόμη νὰ μεταλαμβάνουνˑ μάλιστα ἐμάθομεν ὅτι οἱ Ἀρμένιοι τὰς ἔχουν μὲ τὸ καπίνι, καὶ ἂν εἶναι ἕτζι, τώρα νὰ ταῖς στεφανωθοῦν καὶ νὰ μὴ ταῖς στεφανῶσῃ ἱερεὺς Ἀρμένιος, ἀλλὰ ἱερεὺς Ὀρθόδοξος. Πλὴν μὲ ἐπιτίμιον ἀναθέματος, τὸ ὁποῖον νὰ γροικηθῇ εἰς ὅλην τὴν Πολιτείαν αὐτοῦ, ὅτι ὅποια γυνὴ ἀπὸ τοῦ νῦν πάρη ἄνδρα Ἀρμένην, νὰ μὴν ἔχει τὴν εἴσοδον τῆς Ἐκκλησίας μήτε νὰ μεταλαμβάνῃ τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, μήτε μετὰ θάνατον νὰ ἀξιοῦται ταφῆς… Ἡ (sic) γυναῖκες τώρα, καλῶς ἐχόντων τῶν πραγμάτων, ἃν πάρουν αἱρετικοὺς ἄνδρας δὲν ἔχουν συγχώρησιν μήτε ἡμποροῦν νὰ εἶναι χριστιαναῖς, ἀμὴ εἰς τὸν καιρὸν τῆς ἀνάγκης, διὰ νὰ μὴ χάσουν τὴν τιμήν τους καὶ διὰ νὰ φυλάξουν τὴν πίστην τους, ἔκαμαν τὰ μικρότερα κακὰ διὰ νὰ λείψουν ἀπὸ τὰ μεγαλείτεραˑ καὶ λοιπὸν εἶναι χρεία οίκονομίας»[216].
Είναι δε φανερό πως η απόφαση της Ψευδοσυνόδου της Κρήτης περί των  μικτών γάμων, έχει να κάνει με την γενικότερη εκκλησιολογική της θεώρηση, η οποία είναι ξεκάθαρα οικουμενιστική.
ΙΣΤ. Παρακάτω ο Σ. αναφέρεται στον π. Θεόδωρο Ζήση και την γνωστή αυστηρή κριτική που ο τελευταίος είχε ασκήσει, προ αμνημονεύτων ετών, σε θέσεις του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς. Προς τι όμως ο αξιότιμος Σ. αναφέρεται στην κριτική αυτήν όταν ο ίδιος ο π. Θεόδωρος την έχει απορρίψει[217]; Αυτή μάλιστα η δημόσια μετάνοια του π. Θεοδώρου, η οποία τον τιμά ιδιαιτέρως, είναι παράδειγμα προς μίμηση.
Ο Σ., για την μετάνοια αυτήν γράφει τα εξής: «Ἐὰν ἡ μεταστροφὴ ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἀνεκηρύχθη ἐκ τῶν ὑστέρων ἅγιος, ἂς ἀναπαύεται στὶς ἀντίθετες ἀπόψεις τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ τὸ διαχριστιανικὸ διάλογο». Αυτήν την δήθεν αντίθεση των θέσεων του Αγίου Νεκταρίου, με τις θέσεις του Αγίου Ιουστίνου, ο Σ. την βασίζει στην θεώρηση του μέντορά του Πρεβέζης Μελετίου. Ο τελευταίος, με το κείμενό του «Ὁ ἅγιος Νεκτάριος καὶ ἡ στάσις του ἔναντι τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων», προσπαθεί λίγο πολύ να παρουσιάσει τον Άγιο ως Οικουμενιστή, ερμηνεύοντας αυθαίρετα πως η αγάπη προς τους ετεροδόξους, την οποία πολύ σωστά συστήνει ο Άγιος, εκφράζεται δια των σημερινών Ψευδοδιαλόγων, συμπροσευχών και εν γένει της Οικουμενικής Κινήσεως. Ο Πρεβέζης Μελέτιος δεν παραλείπει μάλιστα να αναφερθεί και στην ορθή διάκριση που κάνει ο Άγιος μεταξύ ζηλωτών με επίγνωση και χωρίς επίγνωση, με σκοπό να εντάξει στους δευτέρους, όσους αντιδρούν στον Οικουμενισμό. Παραλείπει όμως να μας πει ποιους ακριβώς θεωρούσε ο Άγιος Νεκτάριος ότι έχουν τέτοιον ζήλο «οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν». Αυτή η παράλειψη θα διορθωθεί εδώ με την παράθεση της γνώμης του Αγίου: «Τοιοῦτοι ζηλωταὶ οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν ὑπήρξαν καὶ οἱ ὁπαδοὶ τῶν ἀρχῶν τῆς Δυτικῆς ἐκκλησίας, ὧν ὁ ζῆλος ἐκκαυθεὶς πολλὰς ἐξέκαυσε πυρὰς πρὸς καῦσιν τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν ἑναντιοφρονοῦντων ἢ ἀντιδοξούντων!»[218].
ΙΖ. Πολύ σωστά ο Σ. παρατηρεί πως «εἶναι ἀναμφίβολο, ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς ἀλήθεια ἰσχύει ὅ,τι στὸ διαχρονικό της καθολικὸ συνειδὸς κατασταλλάζει καὶ καθιερώνεται ὡς ἀλήθεια μὲ τὴν ἀποδοχή της ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα». Σφάλλει όμως όταν θεωρεί για τις αποφάσεις της Ψευδοσυνόδου πως  «εἶναι περισσότερο ἀπὸ βεβαία ἡ ἀποδοχή τους ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα». Διότι εμείς βλέπουμε το εκκλησιαστικό πλήρωμα να έχει εκφράσει την έντονη διαφωνία του για την «Αγία και Μεγάλη» Ψευδοσύνοδο. Εκτός βέβαια, αν ως «εκκλησιαστικό πλήρωμα», εννοεί την μεγάλη μάζα των τυπικώς μόνο Ορθοδόξων, οι οποίοι είναι ακατήχητοι, αδιάφοροι και κυρίως εκκοσμικευμένοι, όπως είναι η πλειονότητα των Οικουμενιστών, και αποδέχονται πρόθυμα ό,τι τους διδάσκουν οι ποιμένες τους, εννοείται με την προϋπόθεση να είναι στα πλαίσια εκείνα στα οποία θα μπορούν να συνεχίσουν απρόσκοπτα τον κοσμικό, αντιεκκλησιαστικό τους βίο! Μιλούμε δηλαδή για εκείνους, οι οποίοι δεν δέχονται ότι απαγορεύεται να γίνεται διπλό Μυστήριο (Γάμου - Βαπτίσεως), υπό το φόβο της οικονομικής κρίσεως, δεν δέχονται να βαπτισθούν τα παιδιά τους με τρεις πλήρεις καταδύσεις, υπό το φόβο του πνιγμού, δεν δέχονται γενικώς όλα αυτά τα «ακραία, που λένε οι παπάδες» (περί προσευχής, νηστείας κλπ.), αλλά σίγουρα δέχονται τις αποφάσεις της Ψευδοσυνόδου. Μα, μια τέτοια αποδοχή, από ένα τέτοιο «εκκλησιαστικό πλήρωμα», αποτελεί ένα ακόμη τεκμήριο όχι ορθοδοξίας και αληθείας των αποφάσεων της Συνόδου αυτής, αλλά αντιθέτως κακοδοξίας και ψεύδουςΑποτελεί, επίσης, τεκμήριο εκκοσμικεύσεως και αποστασίας των χριστιανών, του εκκλησιαστικού πληρώματος (γεγονός μάλιστα που υποδηλώνει τον σύντομο - ο Θεός γνωρίζει πότε! - ερχομό του Αντιχρίστου).
ΙΗ. Στο προτελευταίο κεφάλαιο του κειμένου του («Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καὶ τὸ Π.Σ.Ε.») ο Σ. αποτιμά ως θετική την συμμετοχή των επισήμων Ορθοδόξων Εκκλησιών στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.), μιας και θεωρεί πως όχι μόνο εξυπηρετείται τοιουτοτρόπως η προσπάθεια για την «ὁρατὴ ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν μὲ μία κοινὴ πίστη καὶ μία Θ. Εὐχαριστία», αλλά δεν διακυβεύεται στο ελάχιστο η εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Μάταιος όμως είναι ο κόπος του Σ. να υπερμαχήσει τόσο υπέρ της υπάρξεως του Π.Σ.Ε. όσο και της ακινδύνου δήθεν, για την εκκλησιολογική της αυτοσυνειδησία, συμμετοχής σε αυτό της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφού το πρόβλημα βρίσκεται αλλού! Δεν μας απασχολεί τους Ορθοδόξους το τί είναι και τί πιστεύει το Π.Σ.Ε. ή το αν αφήνει την Ορθόδοξη Εκκλησία να πιστεύει αυτό που θέλει. Το πρόβλημα είναι πως συμμετέχοντας η Ορθόδοξη Εκκλησία σε ένα συλλογικό όργανο που περιλαμβάνει ομάδες που βλασφημούν τον Πνεύμα το Άγιον (δια των αιρέσεών των), αναγνωρίζει, εν τη πράξη, ξεκάθαρα την εκκλησιαστικότητα των ομάδων αυτών (παρά την περί αντιθέτου ομολογία, εν τοις λόγοις) και αυτό γίνεται φανερό και από το γεγονός πως δεν αρκούνται στους μετ’ αυτών διαλόγους, αλλά συμμετέχουν και σε λειτουργικές τελετές!
Πρέπει επίσης να γίνει κατανοητό πως δεν βρισκόμαστε στο 1920 ή στο 1937. Έχει προηγηθεί πλέον ένας αιώνας Οικουμενισμού και γνωρίζουμε καλώς, αυτό που ελάχιστοι εκ των ημετέρων συνειδητοποιούσαν τότε. Ένας από αυτούς, ο σοφός Μητροπολίτης Κορυτσάς Ευλόγιος Κουρίλας[219], γράφει σοκαρισμένος μετά το Συνέδριο του Π.Σ.Ε. στο Έβανστον (1954) μεταξύ άλλων και τα εξής: «Δυστυχῶς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον διὰ λόγους πολιτικοὺς μᾶλλον ἀκολουθεῖ τὴν τετριμένην εἰς τὰ συνέδρια ὁδὸν ἀπὸ τοῦ Μελετίου Μεταξάκη καὶ ἑξῆς, οὕτινος τὸ κῦρος πάντοτε ἐπικαλεῖται… Ἡ Ἐγκύκλιος ὅμως τῆς 31-1-1952[220], ἣν ἔδει νὰ ἔχωσιν ὑπόψιν αἱ ἀντιπροσωπεῖαι, ὡς θὰ ἵδωμεν, ἔμεινεν νεκρὸν γράμμα καὶ δὲν εἶναι μόνον ἀπλῶς παρατηρηταὶ οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ λαμβάνουσι τὸν λόγον εἰς τὰς συζητήσεις, καταθέτουσι γνώμας, καὶ δὴ ἠγοῦνται εἰς τὰς πομπάς – πρὸς διαπόμπευσιν, ἐπιτραπήτω νὰ εἴπω, τῆς Ὀρθοδοξίας - ἐν ἐπισήμῳ στολῇ. Παίζεται δυστυχῶς μία συμπαιγνία εἰς βάρος τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, οὐ μόνον τὸ συμπροσεύχεσθαι μετὰ αἱρετικῶν ἀπαγορεύεται αὐστηρῶς ὑπὸ τῶν ἱερῶν κανόνων: «Ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἢ διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον ἀφοριζέσθω…» (Ἀποστ. καν. με΄), αλλὰ καὶ τὸ συντρώγειν κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῶν ἁγίων πατέρων. Καὶ ὅμως οὐδεὶς δὲν ἐνδιαφέρεται διὰ τοὺς κανόνας. Ἰδοῦ πῶςˑ «Ἥρχισε τὰς ἐργασίες… ἐν Ἔβανστον (ἡ γεν. Συνέλεσις) διὰ κοινῆς θρησκευτικῆς τελετῆς εἰς τὴν Α΄ Μεθοδιστικὴν Ἐκκλησίαν. Θρησκευτικοὶ ἀρχηγοὶ καὶ μέλη τοῦ συνεδρίου συνεκεντρώθησαν μὲ τὰς λαμπρὰς στολὰς καὶ τὰ διάσημά των ἀντιπροσωπεύοντες 170 ἑκατ. Προτεσταντῶν καὶ ὀρθοδόξων πιστῶν ἐξ ὅλων τῶν μερῶν τοῦ κόσμου καὶ ψάλλοντες ὁμοῦ: «έν Χριστῷ οὐκ ἔνι Ἀνατολὴ ἢ Δύσις»» (Ἀπόστ. Ἀνδρ. 26-8-1954). Ἱερὰ ἀγανάκτησις συνέχει με διὰ τὸ κατάφορον ψεῦδος καὶ τὴν παρωδίαν τοῦ ἀποστολικοῦ ῥητοῦ. … Νὰ ὀνομάσω προδοσίαν τὸ πρᾶγμα! «καὶ φημὶ κ᾿ ἀπόφημι κοὔκ ἔχω τὶ φῶ!». Καλῶς ἐποίησαν οἱ Ῥῶσοι μὴ συμμετασχόντες, διότι ὡς μοὶ γράφει τις ἐκ τῶν δοκίμων κληρικῶν τῆς ἐν διασπορᾷ Ῥωσ. Ἐκκλησίας «ἐπίσημος συμμετοχὴ σημαίνει ἀναγνώρισιν ὑπάρξεων Ἐκκλησιῶν καὶ ἄρνησιν τοῦ ἐνιαίου τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ παγκόσμιον συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν (ἅπερ συγκαλεῖ τὰ συνέδρια) ἀποτελεῖ ὑπερεκκλησίαν καὶ ἡ Ὀρθόδοξος ἡμῶν Καθολικὴ Ἐκκλησία συμμετέχουσα καταβιβάζεται εἰς τὸ ἐπίπεδον τελευταίας προτεσταντικῆς κακοδόξου αἱρέσεως (ὅπως οἱ Βαπτισταὶ κλπ.)» καὶ ἐπάγεται ὁ εὐσεβὴς ἐπιστήμων: «Δημιουργεῖται τοιουτοτρόπως κολοσσιαία σύγχυσις πρὸς βλάβην τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς πραγματικῆς ἐνώσεως τῶν χριστιανῶν «εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν». Διὰ τοιούτους σοβαροὺς λόγους καὶ οἱ τοῦ ἐξωτερικοῦ Ρώσοι ἀπέφυγον νὰ λάβουν μέρος… «Ἐν Χριστῷ οὐκ ἔνι Ἀνατολὴ καὶ Δύσις», ἡ τοῦ ρητοῦ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος, οὐδὲ Ἕλλην… πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. γ΄, 28) αὕτη παρωδία ἐλέγχθη, πρὸς Θεοῦ! διὰ τοιαύτην ἕνωσιν; Διατὶ θέλουν νὰ παρασύρουν καὶ νὰ ἐξαπατήσουν τὸν κόσμον, ὅτι συνετελέσθη ἡ ἕνωσις καὶ οὐδεμία πλεόν ὑπάρχει διαφορά; Εἴτα, ὅπως κατὰ τὴν ἐπακολουθήσασαν πομπήν -ἱερὰν δὲ ἀπεκάλεσαν-1800 σύνεδροι ἐν χορῷ ἔψαλλον «Ὁ Χριστός, ἡ ἐλπὶς τοῦ κόσμου»ˑ εἶναι πράγματι ἐν τῷ μέσῳ αὐτῶν, τῶν διαφωνούντων in capite et in membris, ὁ Χριστός; Καὶ εἰς τὴν πομπὴν ταύτην «προηγοῦντο οἱ πέντε πρόεδροι τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου», ὧν πρῶτος ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων κ. Ἀθηναγόρας, ὁ ἐν μέρει καὶ ἐν τῷ συνόλῳ «μεταμορφωμένος» αὐτὸς Κερκυραῖος! Πῶς δὲν εὐρέθῃ χριστιανός τις νὰ ἐπιτάξῃ αὐτῷ τὸν φοβερὸν ἐξορικισμόν: «ἀποτάσσῃ τῷ Σατανᾷ… καὶ πάσῃ τῇ λατρείᾳ αὐτοῦ καὶ πάσῃ τῇ πομπῇ αὐτοῦ;»»[221].
Ο Σ. γράφει βέβαια (σελ. 82) πως «μὲ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου συνῆλθε τὸ 1988 Διορθόδοξος Ἐπιτροπή, ἡ ὁποία ἀπεφάσισε τὴ μὴ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων σὲ λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις», αλλά αυτή η απόφαση, για όποιον παρακολουθεί την «Οικουμενική Κίνηση», έμεινε όχι μόνο κενό γράμμα, αλλά μάλλον ερμηνεύτηκε αντιθέτως, ήτοι ως εντολή να εντείνουν τις λατρευτικές εκδηλώσεις! Ειδάλλως πως μπορεί να εξηγηθεί το αίσχος της Κανμπέρας, τρία χρόνια μετά (Ζ΄ Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε., 1991), στην οποία, τη μία στιγμή, οι Αυστραλίας Στυλιανός Χαρκιανάκης και Μύρων Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης πρωτοστατούσαν στην απαγγελία του Συμβόλου της Πίστεως και της Κυριακής Προσευχής αντίστοιχα, μαζί με όλα τα μέλη του Συνεδρίου, ενώ την άλλη, η Νοτιοκορεάτισα «θεολόγος» Chung Hyun Kyung, με δική της προσευχή, καλούσε δήθεν μεταξύ των πνευμάτων του Ουρία, της Ζαν Ντ᾿ Αρκ, του Μαχάτμα Γκάντι, του νερού, της γης και του αέρος, και άλλων πνευμάτων και αυτό το πνεύμα του «απελευθερωτή, του αδελφού μας Ιησού»[222]. Και το αποκορύφωμα; Η κοινή λιτανεία των συνέδρων, με προεξάρχουσα μια λαμπαδηφόρο «ιέρεια», όπισθεν της οποίας ακολουθούσαν και οι ορθόδοξοι (;) επίσκοποι.
ΙΘ. Συνεχίζοντας ο Σ. αναφέρεται στην κεντρική εκκλησιολογική ιδέα της λεγόμενης «Δήλωσης του Τορόντο», η οποία «Δήλωση» μάλιστα έτυχε αναγνωρίσεως από την Ψευδοσύνοδο της Κρήτης[223]. Η εκκλησιολογική αυτή ιδέα συνοψίζεται στην εξής φράση: «Αἱ Ἐκκλησίαι – μέλη (σ. ημ. του Π.Σ.Ε.) ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ ἀποτελεῖν μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι περιεκτικώτερον (more inclusive) ἢ τὸ ἀποτελεῖν μέλος τῆς ἰδίας αὐτῶν Ἐκκλησίας». Ο Σ. ισχυρίζεται πως η φράση αυτή παρερμηνεύεται από επικριτές του κειμένου και πως η ίδια η «Δήλωση» σε άλλο σημείο γράφει ξεκάθαρα πως «τὸ Π.Σ.Ε. δὲν εἶναι ὁμοσπονδία Ἐκκλησιῶν» και πως «τὸ εἶναι μέλος τοῦ Π.Σ.Ε. δὲν συνεπάγεται ὅτι ἑκάστη Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ θεωρῇ τὰς ἄλλας Ἐκκλησίας – μέλη ὡς Ἐκκλησίαν ἐν τῇ πλήρει καὶ ἀληθεῖ ἐννοίᾳ τῆς λέξεως». Για να καταλήξει ο σεβαστός Σ.: «Ἀφοῦ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲ θεωρεῖ τὰ ἄλλα μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. ὡς Ἐκκλησίες «ἐν τῇ πλήρει καὶ ἀληθεῖ ἐννοίᾳ τῆς λέξεως», πῶς μπορεῖ νὰ δημιουργηθεῖ ἡ Ὑπέρ-Ἐκκλησία ἢ ἡ Ὁμοσπονδία τῶν Ἐκκλησιῶν, τῆς ὁποίας ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θὰ ἦταν μέλος;».
Δεν γνωρίζω ποιους επικριτές του κειμένου έχει υπόψιν του ο Σ. και τί είδους κριτική έχουν κάνει, γιατί καλώς ή κακώς, δεν μπορούμε να πούμε ότι όλες οι κριτικές είναι επιτυχημένες (πολλές μάλιστα με τα έωλα επιχειρήματά τους δίνουν στήριγμα στην αίρεση). Εδώ όμως τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Το Π.Σ.Ε. (διά της παραπάνω «Δηλώσεως»), η Ψευδοσύνοδος της Κρήτης (διά της επίσημης αποδοχής της «Δηλώσεως» αυτής), αλλά και ο ίδιος ο Σ. (όπως φαίνεται από την ερμηνεία που δίνει αμέσως μετά προσπαθώντας να στηριχθεί στους Πατέρες) αποδέχονται πως υπάρχει μία Εκκλησία (την ονομάζουν «Εκκλησία του Χριστού») που περιλαμβάνει τις διάφορες Εκκλησίες (ορθόδοξη και ετερόδοξες), η οποία όμως «Εκκλησία» αυτή (ή «Νέα Εκκλησία», όπως την ονομάζουμε εμείς) ακόμη δεν υφίσταται ορατώς!
Ο Δρ. Θ. κ. Ιωάννης Λότσιος (υπέρμαχος της «Αγίας και Μεγάλης» Συνόδου) αναλύοντας την «Δήλωση» γράφει μεταξύ άλλων και τα εξής (υπογρ. ημ.): «Η αποτίμηση της «Δήλωσης του Τορόντο» θα γίνει στα εξής βασικά σημεία, που αναφέρονται στην εκκλησιολογική προοπτική του ΠΣΕ: Α) Στον τονισμό ανάμεσα στην διαίρεση των χριστιανών, δηλαδή στην οικουμενική προοπτική, αναγνωρίζεται η εν Χριστώ αόρατη ενότητα και η ορατή διαίρεση. …Μια άλλη εξίσου σημαντική αλλά θεμελιώδης λεπτομέρεια της δήλωσης του Τορόντο είναι η αναγνώριση των εκκλησιαστικών στοιχείων και των παραδόσεων. Αυτά τα στοιχεία προσφέρουν μέσα στο οικουμενικό πλαίσιο τον δεσμό κάποιας μορφής ενότητας και μιας απλής κοινωνίας. Έτσι οι επιμέρους εκκλησίες και ομολογίες, αναγνωρίζουν στοιχεία αληθείας στις άλλες εκκλησίες. Πρόκειται για μια αμοιβαία αναγνώριση που έχει σαν στόχο την πλήρη αλήθεια και ενότητα…με την αμοιβαία αυτή αποδοχή επιβεβαιώνεται ότι υπάρχει μια ατελής κοινωνία και ενότητα μεταξύ των εκκλησιών, οι οποίες καλούνται να την βελτιώσουν σε ορατό επίπεδο»[224]. Αυτός ο σκοπός για την επίτευξη της «ορατής ενότητος» είναι φανερός σε όλα κείμενα του Π.Σ.Ε.[225].
Επομένως ματαίως ο Σ., επικαλείται τα γραφόμενα στο σχετικό κείμενο της Ψευδοσυνόδου (βασισμένα στην παραπάνω «Δήλωση»), πως  «τό Π.Σ.Ε. δέν εἶναι καί ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει ἐπιτρέπεται νά καταστῇ ὑπέρ-Ἐκκλησία». Το Π.Σ.Ε. με την διακήρυξή του ότι αγωνίζεται για την «ορατή ενότητα» σαφώς και θα καταστεί ένα είδος «Υπερεκκλησίας» («Πανεκκλησίας» πιο σωστά και όχι «Υπερεκκλησίας» με την έννοια ότι είναι έξω και πάνω από τις εκκλησίες-μέλη του) όταν αυτή επιτευχθεί. Γι’ αυτό και εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε πως το Π.Σ.Ε. αν και δεν αποτελεί αυτή την στιγμή μια «Πανεκκλησία» - διότι δεν έχει διακηρυχθεί επισήμως η περίφημη «ορατή ενότητα» και το «Κοινό Ποτήριο» -, ξεκάθαρα οδεύει προς τα εκεί. Άλλωστε ήδη, κατά το κείμενο του CUV, «στο βαθμό που οι εκκλησίες-μέλη μοιράζονται το ένα βάπτισμα και την ομολογία στον Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα, μπορούμε ακόμη να πούμε (χρησιμοποιώντας τα λόγια του Διατάγματος για τον Οικουμενισμό της Β΄ Βατικάνειας Συνόδου) ότι μία «πραγματική, αν και ατελής κοινωνία» υπάρχει ήδη μεταξύ τους»[226]. Γι’ αυτό και το Π.Σ.Ε. ο αείμνηστος Καθηγητής Θεολογίας Ανδρέας Θεοδώρου το ονόμαζε «ἕν εἶδος οἰκουμενικῆς ᾿Εκκλησίας συνερχομένης ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ λατρευούσης ἀπὸ κοινοῦ τὸν Κύριον καὶ Δεσπότην τῶν ἁπάντων»[227]. Η «Νέα Εκκλησία» λοιπόν υφίσταται ήδη, έστω και ατύπως, και αναμένεται στο μέλλον η επισημοποίησή της διά της διακηρύξεως και της «ορατής ενότητός» της,
Κ. Προχωρώντας ο Σ. προβαίνει σε έναν ατυχέστατο παραλληλισμό. Για να δικαιώσει την οικουμενιστική θέση (και οικουμενιστικώς ερμηνευομένη) περί Χριστιανών εκτός των ορίων (extra muros) της Εκκλησίας του Χριστού, χρησιμοποιεί κάποια αποσπάσματα Αγίων Πατέρων, τα οποία όμως έχουν άλλη ανάγνωση από αυτήν που προτείνει ο Σ.. Αρχικώς τα υπό του Αγίου Ιουστίνου γραφόμενα, για τους προ Χριστού Χριστιανούς[228], όπως τον Αβραάμ και τους άλλους Εβραίους Προπάτορες ή τον Σωκράτη, από τους Έλληνες, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως στήριγμα στον καθησυχαστικό λόγο που κακώς αρθρώνουν οι Οικουμενιστές προς τους εκτός Εκκλησίας αιρετικούςΧριστιανούς, οι οποίοι, διά του λόγου αυτού, προτρέπονται από τους πρώτους να παραμείνουν στην αίρεση και την πλάνη.
Αλλά και τα υπό του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου γραφόμενα, δεν ευνοούν στην πραγματικότητα την οικουμενιστική θεώρηση. Ο Άγιος στον Επιτάφιο Λόγο του προς τον πατέρα του και αναφερόμενος σε αυτόν γράφει[229] πως ήταν «ἡμέτερος» (κατά τον τρόπο ζωής) και πριν γίνει «δικός μας», γι᾿ αυτό και ο Θεός τον αντάμειψε δίνοντάς του ως ανταμοιβή την Ορθή Πίστη! Έτσι λοιπόν, «ὅσοι τῷ τρόπῳ τὴν πίστιν φθάνουσι, καὶ δέονται τοῦ ὀνόματος, τὸ ἔργον ἔχοντες», αυτήν την ανταμοιβή λαμβάνουν από τον Θεό, σε αντίθεση με την ψυχοκτόνο επανάπαυση, δηλαδή την «ανταμοιβή» που θέλουν να τους προσφέρουν οι Οικουμενιστές εμποδίζοντάς τους να προσέλθουν στην Εκκλησία και να αποκτήσουν την Ορθή Πίστη.
Περί της υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος εκτός Εκκλησίας, κατά την διδασκαλία των Αγίων (όπως του Αγίου Μαξίμου και του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού), καθώς και με ποιο τρόπο δρα η Θεία Χάρις, έγινε λόγος παραπάνω[230]. Γράφει όμως ο Σ.: «Τὸ νὰ θεωρεῖ ὅμως κάποιος, ὅτι ἐκτὸς Ἐκκλησίας ὑπάρχουν Χριστιανοί, αὐτὸ σημαίνει, ὅτι τοὺς θεωρεῖ ἤδη σεσωσμένους; Ὄχι βέβαια! Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ οὔτε καὶ γιὰ τοὺς ἐντὸς Ἐκκλησίας εὑρισκομένους». Επομένως κατά τον Σ. δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα σε intra και extra muros της Εκκλησίας Χριστιανούς, αφού είτε είναι κανείς εντός Εκκλησίας, είτε είναι εκτός, έχει τις ίδιες πιθανότητες σωτηρίας! Ιδού πως πέφτει η μάσκα της Ορθοδοξίας και αποκαλύπτεται η πεμπτουσία του Οικουμενισμού, ο οποίος ουσιαστικά μάχεται την Εκκλησία του Χριστού, ως αποκλειστικής Κιβωτού της σωτηρίας!


(ΕΠΕΤΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ)


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ


[213] «Περί τῶν μικτῶν γάμων Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων καί μή Χριστιανῶν ἤχθηεἰς τήν ἀπόφασινὅπως i.  γάμος Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων κωλύεται κατάκανονικήν ἀκρίβειαν (κανών 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου). ii.  δυνατότηςἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ὡς πρός τά κωλύματα γάμου δέον ὅπωςνά ἀντιμετωπίζεται ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἑκάστης αὐτοκεφάλου ὈρθοδόξουἘκκλησίαςσυμφώνως πρός τάς ἀρχάς τῶν ἱερῶν κανόνωνἐν πνεύματι ποιμαντικῆςδιακρίσεωςἐπί τῷ σκοπῷ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. iii. ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μετά μή χριστιανῶν κωλύεται ἀπολύτως κατά κανονικήν ἀκρίβειαν» (ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΑΥΤΟΥ, https://www.holycouncil.org/-/marriage).
[214] Ο Άγιος Νικόδημος, στην Υποσημείωσή του στον ΜΣΤ΄ Αποστολικό Κανόνα, παρατηρεί: «Ἡ οἰκονομία γὰρ ἔχει μέτρα καὶ ὅρια, καὶ δὲν εἶναι παντοτινὴ καὶ ἀόριστος. Δι᾿ ὃ καὶ ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας λέγει: «Ὁ κατ᾿ οἰκονομίαν ποιῶν τι, οὐχ ὡς ἁπλῶς καλὸν τοῦτο ποιεῖ, ἀλλ᾿ ὡς πρὸς καιρὸν χρειῶδες» (ἐρμηνεία εἰς τὸ ε΄. 11 τῆς πρὸς Γαλάτ.)ˑ ἱκανῶς ᾠκονομήσαμεν, λέγει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος, ἐν τῷ πρὸς Ἀθαν. ἐγκωμίῳ, μήτε τὸ ἀλλότριον προσλαμβάνοντες, καὶ τὸ ἡμέτερον φθείροντες, ὃ κακῶν ὄντως ἐστὶν οἰκονόμων… «Οἰκονομητέον γὰρ ἔνθα μὴ παρανομητέον», λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος… Ὥστε τῆς οἰκονομίας παρελθούσης, ἡ ἀκρίβεια, καὶ οἱ Ἀποστολικοὶ Κανόνες πρέπει νὰ ἔχουν τὸν τόπον τους» (Πηδάλιον, ό.π., σελ. 57-58).
[215]  Γάμος (χριστιανών) με πράξη μουσουλμάνου ιεροδικαστή (Εμμανουήλ Κριαρά, Επιτομή Λεξικούης Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), http://www.greek-language.gr/greekLang/medieval_greek/kriaras/index.html).
[216] Καλλινίκου Δελικάνη, Πατριαρχικών εγγράφων, τόμος γ΄, Κωνσταντινούπολη, 1905, σελ. 683-684.
[217] «Φαίνεται ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ἔβλεπε εὐκρινέστερα τὰ πράγματα ἀπὸ ὅλους, ὅσοι ἀπὸ σεβασμὸ καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν θεσμὸ δὲν ἐντοπίζαμε τὰ διαπραττόμενα λάθη. Τώρα ἀκολουθοῦμε τὴν γραμμὴ τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου, καὶ λυπούμαστε γιὰ τοὺς καλοὺς κάποτε μαθητάς του καὶ τὴν Σερβικὴ Ἐκκλησία ποὺ ἀκολουθοῦν ἀντίθετη πρὸς τὸν Ἅγιο Ἰουστῖνο καὶ τοὺς λοιποὺς Ἁγίους πορεία, συμπορευόμενοι στὸν οἰκουμενιστικὸ κατήφορο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας» (π. Θεόδωρος Ζήσης, Η παλαιά συνεργασία μου με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, http://www.katanixis.gr/2017/09/blog-post_48.html).
[218] Μάθημα Ποιμαντικής, ό.π., σελ. 110.
[219] Ο μακαριστός Ευλόγιος Κουρίλας είχε συμμετάσχει στο Συνέδριο του Εδιμβούργου, που είχε οργανώσει η, προδρομική του Π.Σ.Ε., οργάνωση «Πίστις και Τάξις» (Faith and Order) το 1937 και είχε αντιδράσει στις, από τότε κιόλας, τελούμενες συμπροσευχές.
[220] Αναφέρεται στην Εγκύκλιο του 1952 που εξαπέλυσε ο Πατριάρχης Αθηναγόρας και στην οποία συνιστούσε στους ορθοδόξους αντιπροσώπους στα Συνέδρια του Π.Σ.Ε. να είναι «ὅσῳ τὸ δυνατὸν ἐφεκτικοὶ ἐν ταῖς λατρευτικαῖς μετὰ τῶν ἑτεροδόξων συνάξεσιν, ὡς ἀντικειμέναις πρὸς τοὺς ἱεροὺς κανόνας (σ. ημ. ίσως για αυτό μετά να επιδίωξαν αναθεώρηση των Ιερών Κανόνων!) καὶ ἀμβλυνούσαις τὴν ὁμολογιακὴν εὐθιξίαν τῶν Ὀρθοδόξων» (Ιωάννου Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία, τόμ. ΙΙ, ό.π., σελ. 962-963). Βεβαίως ο πρώτος που κατεπάτησε αυτήν την Εγκύκλιο ήταν αυτός ο ίδιος ο Αθηναγόρας. Από τότε χρονολογείται η διγλωσσία των Οικουμενιστών, οι οποίοι στα λόγια μόνον είναι Ορθόδοξοι…
[221] Κορυτσάς Ευλογίου Κουρίλα, Η Χίμαιρα του Έβανστον: Η παγιδευθείσα Ορθοδοξία και η χαλκευθείσα ψευδοένωσις των Εκκλησιών στο Αγιορετική Βιβλιοθήκη, έτος ΙΘ΄[1954], σελ. 265-271.
[222] Διαβάστε το κείμενό της, με τίτλο «Welcome the Spirithear her cries» για να φρίξετε: (http://web.archive.org/web/20060104021822/http://cta-usa.org/foundationdocs/foundhyunkyung.html).
[223] ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ…, ό.π., §19.
[224] ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΤΟΡΟΝΤΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ-ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣ ΕΓΚΡΙΣΗΝ ΤΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ (https://panorthodoxcemes.blogspot.gr/2016/05/blog-post_24.html).
[225] Αρκεί να αναγνώσει κανείς το περίφημο κείμενο CUV [1998] («Προς μία κοινή κατανόηση και ένα κοινό οραματισμό του ΠΣΕ» - Towards a Common Understanding and Vision of the World Council of Churches=CUV: http://www.oikoumene.org/en/resources/documents/assembly/2006-porto-alegre/3-preparatory-and-background-documents/common-understanding-and-vision-of-the-wcc-cuv).
[226] Αυτόθι §3.3 (μετάφραση ημέτερη). Το πρωτότυπο απόσπασμα: «To the extent that the member churches share the one baptism and the confession of Jesus Christ as God and Saviour, it can even be said (using the words of the Decree on Ecumenism of the Second Vatican Council) that a "real, even though imperfect communion" exists between them already now».
[227] Άρθρο με τίτλο «Ορθοδοξία και Οικουμενική Κίνησις» στην εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος, αρ. 155, 1 Φεβρουαρίου 1972.
[228] Ο Άγιος Ιουστίνος, όπως φαίνεται και από την φράση την οποία παρέλειψε ο Σ. (στο σημείο με τις τελίτσες…), χρησιμοποιεί τον όρο «Χριστιανοί» (για όσους έζησαν σύμφωνα με τον Λόγο, όπως γράφει), σε αντίθεση με τον όρο «άχρηστοι» (όπως αποκαλεί τους άνευ του Λόγου βιώσαντες). Ολοκληρωμένο το απόσπασμα έχει ως εξής: «ὥστε καὶ οἱ προγενόμενοι ἄνευ λόγου βιώσαντες, ἄχρηστοι καὶ ἐχθροὶ τῷ Χριστῷ ἦσαν καὶ φονεῖς τῶν μετὰ λόγου βιούντων· οἱ δὲ μετὰ λόγου βιώσαντες καὶ βιοῦντες Χριστιανοὶ καὶ ἄφοβοι καὶ ἀτάραχοι ὑπάρχουσι».
[229] Ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα (προσοχή στην υπογραμμισμένη φράση!): «Ἐκεῖνος καὶ πρὸ τῆς ἡμετέρας αὐλῆς ἦν ἡμέτερος∙ εἰσεποίει γὰρ αὐτὸν ἡμῖν ὁ τρόπος. Ὥσπερ γὰρ πολλοὶ τῶν ἡμετέρων οὐ μεθ᾿ ἡμῶν εἰσιν, οὓς ὁ βίος ἀλλοτριοῖ τοῦ κοινοῦ σώματος∙ οὕτω πολλοὶ τῶν ἔξωθεν πρὸς ἡμῶν, ὅσοι τῷ τρόπῳ τὴν πίστιν φθάνουσι, καὶ δέονται τοῦ ὀνόματος, τὸ ἔργον ἔχοντες. Τούτων καὶ ὁ ἐμὸς ἦν πατὴρ, πτόρθος ἀλλότριος, τῷ βίῳ πρὸς ἡμᾶς ἐπικλίνων. Σωφροσύνῃ μέν γε τοσοῦτον διήνεγκεν, ὥστε ὁ αὐτὸς ἐρασμιώτατός τε ἅμα γενέσθαι καὶ κοσμιώτατος∙ ἃ χαλεπὸν ἀμφότερα συνδραμεῖν. Δικαιοσύνης δὲ τί μεῖζον γνώρισμα καὶ περιφανέστερον, ἢ ὅτι πολιτείας οὐ τὰ δεύτερα ἐσχηκώς, οὐδὲ μιᾷ δραχμῇ πλείω τὴν οὐσίαν πεποίηκε, καίτοιγε τοὺς ἄλλους ὁρῶν τὰς Βριάρεω χεῖρας ἐπιβάλλοντας τοῖς δημοσίοις, καὶ τοῖς κακοῖς πόροις φλεγμαίνοντας; οὕτω γὰρ ἐγὼ καλῶ τὴν ἄδικον εὐπορίαν. Φρονήσεως δὲ, μικρὰ μὲν οὐδὲ ταῦτα γνωρίσματα, δηλώσει δὲ τὰ πλείω προϊὼν ὁ λόγος. Τούτων καὶ μισθὸν, οἶμαι, τὴν πίστιν ἠνέγκατο. Τὸ δὲ ὅπως (οὐδὲ γὰρ ἄξιον σιωπᾶσθαι πρᾶγμα τοσοῦτον), αὐτοὶ παραστήσωμεν» (P.G. 35, 992).

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

"ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ" ΤΟ ΝΕΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ



Προ καιρού, κάποιος δυστυχής (από εκείνους που η μόνη τους ασχολία είναι να παρακολουθούν τα πάντα, με σκοπό να πολεμούν τους πάντες) επιτέθηκε με σφοδρότητα στον Αγιορείτη Ιερομόναχο π. Χαρίτωνα, επειδή στο βιβλίο του ο πανοσιολογιώτατος συγγραφέας χαρακτηρίζει το νέο ημερολόγιο ως "Καινοτομία", χαρακτηρισμό που χρησιμοποιούν δήθεν μόνο οι Παλαιοημερολογίτες, κατά τον κατήγορο. Εδώ, και μέσα από την παράθεση διαφωτιστικών αποσπασμάτων, τα οποία έγραψαν πρόσωπα που δεν ανήκαν στους Παλαιοημερολογίτες ή στους Ζηλωτές, θα φανερώσουμε στους καλοπροαίρετους αναγνώστες όχι μόνο τα αποτελέσματα της αμάθειας και της εμπάθειας, αλλά και την αλήθεια, την οποία είτε θέλει κανείς να αποδεχτεί, είτε όχι, παραμένει αλήθεια!

ΜΟΝΑΧΟΣ ΘΩΜΑΣ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ (1895-1978)
Γέρων της Αδελφότητος των Θωμάδων

"Ἡμεῖς ἀκολουθοῦντες καθὼς εὕρομεν τὸ ἡμερολόγιον, ἐπὶ 1600 ἔτη εὑρισκόμεθα ἐν πλήρει ἁρμονίᾳ μὲ τοὺς ἁγ. Πατέρας… Ὑμεῖς δὲ ὡς ἀκολουθήσαντες τοὺς ἀρχηγοὺς τῆς πλάνης, τοὺς ὁποίους Μιχαὴλ ὁ Κηρουλάριος τελείως ὡς μέλη σεσηπότα μακρὰν τοῦ ὑπολοίπου ὑγιοῦς σώματος ἀποκόψας, ἐχρηματίσατε σκεύη πονηρά, δοχεῖα τῆς πλάνης τοῦ σατανᾶ… Ὑμεῖς δὲν ἐδηλώσατε ὅτι διὰ τῆς μελλούσης οἰκουμενικῆς συνόδου σας, μέλλετε ἀπὸ αὐτὰ τὰ θεμέλια νὰ χαλάσητε τὴν Ἐκκλησίαν; Καὶ σᾶς ἐπείραξεν ὁ λογισμὸς ὅτι μόνον διὰ τὸ Ἡμερολόγιον πῶς σᾶς κατηγοροῦν; Ὑμεῖς θέλετε νὰ εἰσάξητε πᾶσανΚαινοτομίαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ περιμένετε ὅπως παύσῃ ἡ κακὴ ἐντύπωσις, καὶ ὁ θόρυβος τὸν ὁποῖον ἐπροξένησεν ἡ Καινοτομία τοῦ Ἡμερολογίου. Ὑμεῖς ἐνομίσατε ὅτι οὐδόλως θὰ εὑρεθοῦν ἄνθρωποι νὰ σᾶς ἀντικρούσουν, ἀλλὰ ζῶα τὰ ὁποῖα διαρκῶς θὰ κύπτουν τὸν αὐχένα ἔμπροσθέν σας. Ἀλλ᾿ ἡμεῖς καὶ διὰ τῆς σεσαρκωμένης φωνῆς ἐπὶ τοῦ χάρτου, καὶ διὰ προφορικῆς θὰ σᾶς ἀντικρούσωμεν, καὶ διαμαρτυρόμεθα ἐνώπιον τοῦ λαοῦ ὅπως διαρρήξῃ τὰ δεσμὰ ὅπου τοῦ ἐπιβάλλετε, καὶ μὴ δεχθῇ τὸνκαινοτομικὸν ζυγόν σας, ἀλλὰ μέχρι θανάτου νὰ κρατῶσι τὰς Παραδόσεις τῶν Πατέρων ἀπαρασαλεύτως" (Βολίς εξακοντισθείσα εκ των ερημητηρίων του Αγίου Όρους Άθω, Αθήνα, 1926, σ. 28-29).


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΑΣΣΑΝΔΡΕΙΑΣ ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ (1864-1945)

"Κόπτεται ὁ κὺρ Μεταξάκις ἔν τινι τῶν εἰσηγήσεων αὐτοῦ ἐν τῷ Πανορθοδόξῳ Συνεδρίῳ, διότι ὁ Πάπας Γρηγόριος ὁ ΙΓ΄ διὰ τῆς παρατόλμου καινοτομίας τῆς ὑπ᾿ αὐτοῦ εἰσαγωγῆς εἰς τὴν Δυτικὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου διέσπασε τὴν ἑνότητα ἐν τῷ ἑορτολογίῳ καὶ .ηνοιξε τὸ χάσμα τὸ διαχωρίζον ἀμφοτέρας τὰς ἐκκλησίας· ζητεῖ δὲ παραδόξως διὰ τῆς ἀποδοχῆς τῆς Παπικῆς καινοτομίας, ὅπως γεφυρώσῃ τὸ διανοιχθὲν ὑπὸ τοῦ Παπικοῦ ἡμερολογίου χάσμα!... Ἐνταῦθα τοῦ λόγου γενόμενος ἱερὸν θεωρῶ καθῆκον ἀπέναντι τῆς Πρεσβυγενοῦς Ὀρθοδόξου Μητρὸς ἡμῶν Ἐκκλησίας καὶ ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς ταύτης καὶ Σεβασμίας Ὁμηγύρεως νὰ χαρακτηρίσω ὡς παράτολμον καὶ ἀντικανονικὴν πρᾶξιν καὶ παιγνίδιον ἐν οὐ παικτοῖς τὴν ἀλλαγήν, ἢ συμπλήρωσιν, ἢ διόρθωσιν, ἢ ὁπωσδήποτε καὶ ἂν ἀποκαλῶσι ταύτην τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, ὅπερ συνυφασμένον μεθ᾿ ὅλου τοῦ βίου τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, συνδεόμενον πρὸς ὅλας τὰς ἐπὶ τὰ κρείττω ἢ τὰ χείρω μετατροπὰς τῶν τυχῶν αὐτῆς, συνδεδεμένον μετὰ τῶν γενεθλίων τῶν Μεγάλων τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν Μαρτύρων καὶ ἐν γένει μεθ᾿ ὅλου τοῦ Ἑορτολογίου τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ τὸ ἰδιαίτερον χαρακτηριστικὸν αὐτῆς γνώρισμα, περιφρουρεῖ ὡς ἄλλος Ἄγγελος φύλαξ τὴν πίστιν, τὰς παραδόσεις, τὰ ἤθη καὶ ἔθιμα τῶν ἀνὰ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς διεσπαρμένων αὐτῆς τέκνων καὶ ὑπομιμνήσκει αὐτά, ὅτι ἑορτάζοντα κατ᾿ αὐτὸ ἀνήκουσι εἰς τὴν μίαν καὶ Μόνην Πρεσβυγενῆ καὶ ἀκαινοτόμητον τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, τὴν φέρουσαν καταφανῆ τὰ γνωρίσματα τῆς Ἀποστολικότητος, Καθολικότητος καὶ κατὰ Χριστὸν Ἁγιότητος∙ καὶ ὡς ἐκ τούτου πολὺ διαφέρουσαν τῶν εἰς καινοτομίας περιπεσουσῶν ἢ εἰς τῶν εἰς χρόνον πολὺ μεταγενέστερον τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Θεοφόρων Πατέρων, ἀναγουσῶν τὴν ἀρχὴν αὐτῶν νεωτέρων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν" (Υπόμνημα εις την Ιεράν Σύνοδον της Ιεραρχίας της Ελλάφος, Αθήνα, 1929, σ. 20, 27).


ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΔΑΝΙΗΛ ΔΑΝΙΗΛΙΔΗΣ (1880-1951)
Γέρων της Αδελφότητος των Δανιηλαίων
"Ἐν πρώτοις ἐξαιτούμενος τὰς θεοπειθεῖς εὐχάς, τῆς ὑμετέρας Σεβασμιότητος, προάγομαι νὰ διαδηλώσω ὑμῖν, τὴν κατέχουσαν τὴν καρδίαν, οὐχὶ μόνον τὴν ἐμήν, ἀλλὰ καὶ παντὸς σχεδὸν τοῦ Χριστεπωνύμου πληρώματος, τὴν σφοδρὰν καὶ πικράν, λύπην τε καὶ θλῖψιν, ἣν αἰσθάνεται πᾶς πιστὸς ὀρθόδοξος χριστιανός, διὰ τὴν (ἐκ συνεργείας βεβαίως, τοῦ ἀρχεκάκου παλαιοῦ τῆς κακίαςκαὶ πονηρίας γεννήτορος καὶ ἐφευρετοῦ) εἰσαχθεῖσαν μονομερῶς καὶ ἰδιοβούλως, καινοτομίαν, τῆς δῆθεν ἀστρονομικῆς διορθώσεως τῆς ἡμερολογιακῆς ἰσημερίας, ἄνευ τῆς δεούσης σκέψεως καὶ κοινῆς προμελέτης έφαρμοσθείσαν" (Επιστολιμαία Διατριβή προς την Ιεραρχία της Ελλάδος στο Αγιορειτική Βιβλιοθήκη, έτος ΙΔ΄ [1949], σ. 46).


ΓΕΡΩΝ ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ (1916-2006)

"Καὶ ἐδῶ οἱ ἁγιορεῖται διατελοῦν ἐν πολλῇ δυσφορίᾳ. Ἤδη ἀπὸ τεσσαράκοντα ἐτῶν, σημαντικὸς ἀριθμὸς εὐλαβῶν πατέρων, δὲν μνημονεύει τὸν Πατριάρχην, ἐκ τοῦ σκανδαλισμοῦ τῆς ἡμερολογιακῆςκαινοτομίας" (Η Ορθοδοξία και το Βατικανό στο Αγιορειτική Βιβλιοθήκη, έτος ΚΖ΄ [1962], σ. 225).


ΜΟΝΑΧΟΣ ΛΑΖΑΡΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ (1892-1974)

"Μακαριώτατε, Πρὶν ἢ προβῆτε (ὡς ἐξ ἀβροφροσύνης ἐκ τῆς περιστάσεως καὶ τῶν ἔξω πιεζόμενοι) εἰς ἀνωφελεῖς καὶ ἄκαρπους διαλόγους μετὰ τῶν παπικῶν, πρτίστως σπουδάσατε νὰ ἑνώσητε τὴν διηρημένην ὀρθοδοξίαν μας (δι᾿ ἣν διαίρεσιν χαίρουσιν οἱ ἐχθροί οἱ ἀντικείμενοι καὶ ἀντιφρονοῦντες). Ἐπαναλέγω· ποιήσατε τὰ ἀδύνατα δυνατά, συρράψατε τὸν διερρηγμένον ἀπὸ τεσσαρακονταετίας ὑφαντὸν χιτῶνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, τὴν ἐπαναστατικῷ τῷ τρόπῳ ἐπιβληθεῖσαν καινοτομίαν τοῦ ἡμερολογίου" (Επιστολή προς τον Μακαριώτατο Αθηνών Χρυσόστομο στο Αγιορειτική Βιβλιοθήκη, έτος ΚΘ΄ [1964], σ. 245).



ΓΕΡΩΝ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ (1884-1980)

"Ταύτην τὴν περὶ νηστείας (σ. τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων) ἀρχαιοτάτην παράδοσιν ἐφύλαξεν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπὶ 19 αἰῶνας, ἀλλά, τὸ 1924 ὁ Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης με 6-7 νεωτεριστὰς Ἀρχιερεῖς, διὰ τῆς εἰσαγωγῆς καὶ καινοτομίας τοῦ νέου ἡμερολογίου, κατήργησε αὐτήν... Κατόρθωσε τὴν ὅλως ἀπερίσκεπτον, ἀντικανονικήν, καὶ παράνομον καινοτομίαν καὶ εἰσαγωγὴν τοῦ Νέου ἑορτολογίου... Ἡκαινοτομία τοῦ ἡμερολογίου ἐφυγαδεύσεν τὴν ἀγάπην καὶ ἐνέβαλεν μῖσος εἰς τὰς καρδίας τῶν πλείστων παλαιοημερολογιτῶν καὶ νεοημερολογιτῶν καὶ ἐπέφερεν ἔριδας, φιλονικείας, ἀκαταστασίας, ἀλλὰ καὶ κατέστησε τοὺς νεοημερολογίτας καταφρονητὰς ἐκκλησιαστικῶν παραδόσεων, ἐνόχους, ὑπευθύνους καὶ ὑποκειμένους εἰς ἐπιτίμια καὶ ἀναθέματα... Παυσάτω ἡ καινοτομία, ὅτι μιαίνει τὴν ἀρχαιότητα" (Ανοικτή Επιστολή προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Θεόκλητο στο Αγιορειτική Βιβλιοθήκη, έτος ΚΔ΄ [1959], σ. 222, 224-225).

"Καὶ μόνον ὅτι οἱ νεοημερολογίται ἀναγκάζωνται νὰ ἔχωσιν ἐν χρήσει δύο ἡμερολόγια, τὸ νέον διὰ τὰς ἀκινήτους ἑορτάς, καὶ τὸ παλαιὸν διὰ τὸ Πάσχα καὶ τὰς κινητὰς ἑορτάς, εἶναι ἀρκετὸν νὰ καταδείξῃ τὸ ἀντικανονικὸν καὶ ἀντορθόδοξον τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας" (Επιστολή προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο [Απρίλιος 1966] στο"Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία", αρ. 45-47, Ιαν.-Αυγ. 1992).

"Ἐπειδή τό παλαιόν ἑορτολόγιον εἶναι παράδοσις ἔγγραφος, ἐπειδή τό νέον εἶναι καινοτομία παπικῆς καί μασωνικῆς προελεύσεως, ὅσοι καταφρονοῦν τό παλαιόν ἑορτολόγιον καί ἀκολουθούν τό νέον εἶναι ὑποκείμενοι τῷ ἀναθέματι" (Επιστολή προς τον Μητρ. Αυγουστίνο Καντιώτη, 6/19-6-1968).

"Ἂς μισήσωμεν τὸν διάβολον καὶ τὴν ἀμαρτίαν καὶ πᾶσαν καινοτομίανκαὶ αὐτὸ τὸ παπικὸν νέον ἡμερολόγιον, τὸ παρανόμως εἰσαχθὲν καὶ πρόξενον πολλῶν κακῶν γενόμενον εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν"(Τό νέον παπικόν ημερολόγιον και οι καρποί αυτού, σελ. 40).


ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ
Ομότιμος Καθηγητής του Α.Π.Θ.

"Γράφει ὡς ἀνταπάντηση πρὸς τὶς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες τὸ 1904 διὰ τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ Γ´ καὶ τῶν συνοδικῶν ἀρχιερέων ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως: «Περὶ δὲ τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς ἡμερολογίου τοιαύτην ἔχομεν γνώμην· αἰδέσιμον εἶναι καὶ ἔμπεδον τὸ ἀπὸ αἰώνων μὲν ἤδη καθωρισμένον, κεκυρωμένον δὲ τῇ διηνεκεῖ τῆς Ἐκκλησίας πράξει Πασχάλιον... ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι». Εἶναι λοιπόν, σεβαστὸ καὶ ἑδραῖο, δηλαδὴ ἀμετακίνητο, (αἰδέσιμον καὶ ἔμπεδον) τὸ Πάτριο παραδεδομένο Ἡμερολόγιο καὶ εἶναι ἀδύνατη ὁποιαδήποτε ἡμερολογιακὴ ἀλλαγὴ καὶ καινοτομία: «Ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτοκαινοτομῆσαι». Οὐσιαστικῶς πρόκειται γιὰ πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἀφοῦ συμφωνοῦν ὅλες οἱ ἐκκλησίες, εἶναι σύμψηφες, ὡς πρὸς τὸ ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση. Δὲν ἐχρειάζετο τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ τηρηθεῖ αὐτὴ ἡ πανορθόδοξη ἀπόφαση, καὶ νὰ κλείσει τὸ θέμα, ὁπότε θὰ ἀποφεύγονταν ὅλες οἱ διαιρέσεις καὶ τὰ τραύματα στὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος"
(Παλαιό και νέο ημερολόγιο και ο κοινός εορτασμός του Πάσχα).

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Ἡ μεταβολὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου διέσπασε τὴν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας

ΣΤΟ πολὺ ἐνδιαφέρον βιβλίο «Ἡ πραγματικὴ ἀλήθεια περὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου», τὸ ὁποῖο συνεγράφη ἀπὸ τὸν Ἀγωνιστὴ τῶν Πατρίων Γρηγόριο Εὐστρατιάδη (+1950), δικηγόρο-ἐκδότη-πολιτικό, καὶ ἐκδόθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1929, προκειμένου σὺν τοῖς ἄλλοις νὰ ἀντιμετωπισθοῦν τὰ σαθρὰ ἐπιχειρήματα τῶν Νεοημερολογιτῶν, ὅτι ἡ Καινοτομία τους δὲν προσκρούει στὸ Δόγμα καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε βλάπτει τὴν Ἑνότητά της, τονίζεται καὶ ἡ μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι οἱ Ἱερὲς Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας ἀπέβλεπαν στὴν Ἑνότητα ἐν Ἀληθείᾳ τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, καὶ τοῦτο εἶναι τὸ μεγαλύτερο Δόγμα καὶ ὁ ἐπιτακτικώτερος Ὅρος καὶ Κανόνας τους, ὅπως καὶ ὁ κυριώτερος λόγος τῆς συγκροτήσεώς τους.  Καὶ μάλιστα, ὄχι μόνον ὡς πρὸς τὴν Ἑορτὴ τῶν Ἑορτῶν, τὸ Ἅγιον Πάσχα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς ὑπόλοιπες Ἑορτές, τὶς Νηστεῖες καὶ ἐν γένει τὰ παραδεδομένα ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, ὅλες οἱ Σύνοδοι ἀπέβλεπαν στὸ νὰ τελοῦνται αὐτὰἀπὸ κοινοῦ ἀπὸ ὅλες τὶς Τοπικὲς Ἐκκλησίες. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ μονομερὴς μεταβολὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924 ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως προσέκρουσε στὸν σκοπὸ αὐτὸ τῆς ἑνότητος τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν καὶ παραβίασε τοὺς Κανόνες καὶ τοὺς Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖοι θεσπίσθηκαν ἀκριβῶς γιὰ τὴν Ἑνότητα τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας (βλ. σελ. 89 τοῦ ἐν λόγῳ ἔργου).
 
eustratiadhs Τὸ ἐνδιαφέρον καὶ ὁ σκοπὸς τῶν Συνόδων, τονίζει ὁ Εὐστρατιάδης, δὲν ἦταν μόνον γιὰ τὴν ἀπὸ κοινοῦ ἐπιτέλεση τῆς Ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλες τὶς Ἑορτές, οἱ ὁποῖες συνδέονται μὲ αὐτήν, ὅπως καὶ γιὰ τὶς ἀκίνητες λεγόμενες Ἑορτὲς –καὶ μάλιστα γιὰ τὰ Χριστούγεννα-, καθὼς καὶ γιὰ τὶς Νηστεῖες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ὁ λόγος γιὰ τὸ Πάσχα ἀναφέρεται ὄχι μόνον στενὰ σὲ ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ αὐτό, ἀλλὰ σὲ ὅλη τὴν Τυπικὴ διάταξη, ἡ ὁποία ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτὸ καὶ ἔχει ὡς βάση τὸ Ἡμερολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, διότι σὲ αὐτὸ εἶναι προσαρμοσμένο τὸ Πασχάλιο τῆς Ἐκκλησίας, τὸ Ἑορτολόγιο, οἱ Νηστεῖες καὶ τὸ Κυριακοδρόμιο τῶν Εὐαγγελίων. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅποιος διαταράσσει τὴν Τυπικὴ αὐτὴ διάταξη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία καὶ διαταράσσεται καίρια μὲ τὴν μεταβολὴ τοῦ Ἡμερολογίου, παραβιάζει ἀναπόφευκτα τοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ σκοπὸς τῶν ὁποίων εἶναι ἡ διασφάλιση τῆς Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας (βλ. σελ. 89-90).
 
Τὰ ὅσα δὲ θεσπίσθηκαν γιὰ τὸ Πάσχα ἰδίως ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶχαν σκοπὸ τὸν καθορισμὸ τῆς ἀκριβοῦς ἀστρονομικῆς ἰσημερίας σὲ ὁρισμένη ἐποχή, παρὰ ἀπέβλεπαν στὸ νὰ τελεῖται αὐτὸ ἀπὸ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ὅπου γῆς σὲ μία καὶ τὴν αὐτὴ Κυριακή, γιὰ νὰ τηρεῖται ἡ μία πίστη καὶ ὁμογνώμων εὐσέβεια, [νὰ ἀποφεύγεται ὁ συνεορτασμὸς μὲ τοὺς Ἰουδαίους ἤ μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, θὰ προσθέταμε ἐπίσης], καὶ νὰ μὴν ὑπάρχει διαφωνία ὡς πρὸς τὴν Ἑορτὴ αὐτή, ἐφ’ ὅσον μία εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ ἄρα εἶναι ἐντελῶς ἀπρεπὲς στὶς ἴδιες καὶ τὶς αὐτὲς ἡμέρες ἄλλοι νὰ νηστεύουν καὶ ἄλλοι νὰ πανηγυρίζουν εὐφραινόμενοι (βλ. σελ. 95).
πὶ τοῦ ἀξιοπρόσεκτου αὐτοῦ σκεπτικοῦ, συνεχίζει ὁ ἀοίδημος Γρηγόριος Εὐστρατιάδης τὸ ἔργο του, μὲ τὴν δεινότητα καὶ ἐμβρίθεια ποὺ διέκρινε αὐτὸ τὸν ἔξοχο ἀπολογητὴ τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας, διαφωτίζοντας καὶ ἐμᾶς σήμερα ἐπικαίρως στὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἀπαραδέκτων σοφιστειῶν τῶν Καινοτόμων Νεοημερολογιτῶν-Οἰκουμενιστῶν, γράφοντας καὶ τὰ ἑξῆς σημαντικά:

«λλὰ πρόκειται περὶ τῆς Ἑορτῆς τοῦ Πάσχα [ἡ ἀπόφασις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου], θὰ μᾶς ἀπαντήσουν οἱ Καινοτόμοι μετὰ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν [Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου], καὶ ἡμεῖς δὲν ἐκαινοτομήσαμεν διὰ τὸ Πάσχα. Ὄχι, ἀπαντῶμεν. Τοῦτο εἶνε Φαρισαϊσμὸς καὶ σοφιστεία.Ὅταν μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὁρίζῃ ὅτι ὁ σκοπὸς τοῦ καθορισμοῦ τοῦ Πάσχα εἶναι ἵνα μὴ διαφωνῶσιν αἱ διάφοροι Ἐκκλησίαι καὶ ἵνα μή, ὅταν ἑορτάζωμεν οἱ μέν, οἱ ἄλλοι νηστεύωσιν. Ὅταν δηλονότι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος θεσπίζῃ τὴν Ἑνότητα τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπιτάσσῃ ἐν αὐτῇ ὁμογνωμίαν. Ὅταν τοιοῦτον λέγει ὅτι εἶχον σκοπὸν οἱ Κανόνες τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ σκοπὸς οὗτος ὑπάρχει διὰ πᾶσαν κοινὴν ἑορτήν, διὰ πᾶσαν κοινὴν νηστείαν.

Οὐδὲ ἦτο δυνατὸν νὰ νοηθῇ ὅτι ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος περιώριζε τὴν ἀνάγκην τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας μόνον εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα καὶ ὅτι ἠδιαφόρει διὰ τὴν διχογνωμίαν εἰς ἄλλας ἑορτὰς καὶ εἰς ἄλλας νηστείας. Διὰ τοῦτο ἐὰν ὑπῆρχε προσβολὴ τῶν ἀποφάσεων καὶ Κανόνων τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐφ’ ὅσον μετεβάλλετο ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, καὶ ἐπήρχετο διαίρεσις καὶ διαφωνία εἰς τὰς Ἐκκλησίας ὡς πρὸς τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, ἡ αὐτὴ προσβολὴ τῶν διατάξεων τῆς αὐτῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπάρχει καὶ ὅταν διὰ τῆς μεταβολῆς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου ἐπέρχεται διαφωνία καὶ διχασμὸς τῶν Ἐκκλησιῶν διὰ τὴν τέλεσιν καὶ πάσης ἄλλης ἑορτῆς καὶ δὴ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων κλπ. Καὶ τότε προσβάλλεται ἐπίσης ἡ ἑνότης τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ μόνον διὰ τὴν ἑνότητα ταύτην ἐμερίμνησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἑνότητα τὴν ὁποίαν διασπᾶ καὶ συντρίβει ἡ μετὰ τόσης ἐπιπολαιότητος καὶ τόσης ἐλλείψεως Ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως ἀποφασισθεῖσα μονομερῶς μεταβολὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου.

ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣΚαὶ ὅτι δὲν ἀπέβλεψαν ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, ἀλλ’ εἶχον ὑπ’ ὄψιν ἁπάσας τὰς ἑορτὰς καὶ τὰς νηστείας καὶ δι’ ἁπάσας ἀπήτησαν ἑνότητα καὶ ὁμοφωνίαν, ἀποδεικνύεται ἐκτὸς τῆς ἀνωτέρω Συνοδικῆς ἀποφάσεως, ἐκτὸς τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου [πρόκειται γιὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα εἶχαν παρατεθῆ ὑπὸ τοῦ συγγραφέως νωρίτερα], καὶ ἐκ τῶν κατωτέρω:

κ τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἁγίου καὶ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὅστις – Διάκονος τότε – συμμετέσχεν εἰς τὴν ἐν Νικαίᾳ Σύνοδον, ἥν ἐπιστολὴν ἀπηύθυνε πρὸς τοὺς Ἀφρικανοὺς Ἐπισκόπους καὶ διὰ τῆς ὁποίας λέγει:

    “...Ἡ μὲν γὰρ (Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐν Νικαίᾳ) διὰ τὴν Ἀρειανὴν αἵρεσιν καὶ διὰ τὸ Πάσχα συνήχθη. Ἐπειδὴ αἱ κατὰ Συρίαν καὶ Κιλικίαν καὶ Μεσοποταμίαν διεφώνουν πρὸς ἡμᾶς καὶ τῷ καιρῷ, ἐν ᾧ ποιοῦσιν οἱ Ἰουδαῖοι, ἐποίουν καὶ οὗτοι. Ἀλλὰ χάρις τῷ Κυρίῳ, ὥσπερ περὶ τῆς πίστεως οὕτω καὶ περὶ τῆς ἁγίας ἑορτῆς γέγονε συμφωνία. Καὶ τοῦτο ἦν τὸ αἴτιον τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου”.

 συμφωνία λοιπὸν τῆς Ἐκκλησίας ἦτο ὁ λόγος τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου καὶ κατὰ τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον. Ἐὰν δὲ καὶ περὶ οἱασδήποτε ἄλλης ἑορτῆς ἐπήρχετο διαφωνία, ὡς περὶ τοῦ Πάσχα, θὰ συνεκροτεῖτο καὶ περὶ ταύτης Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Διὰ τοῦτο κυρίως ἀπέβλεπον αἱ Σύνοδοι καὶ αἱ διατάξεις αὐτῶν νὰ ἀσφαλίσουν τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἑνότητα διὰ κοινῆς συμφωνίας.

τι δὲ καὶ τὰς λοιπὰς Δεσποτικὰς ἑορτὰς ἐθεώρουν οἱ Πατέρες ὅπως καὶ τὴν τοῦ Πάσχα, τὸ εἶπεν ὁ [Ἅγιος] Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

κ τοῦ Λόγου τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου πρὸς Μακάριον τὸν Φιλογόνιον (Λόγος Γ΄) ὁμιλοῦντος περὶ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, ἥν ὀνομάζει «Μητρόπολιν πασῶν τῶν ἑορτῶν» καὶ λέγει περὶ ταύτης:

πὸ γὰρ ταύτης τὰ Θεοφάνεια καὶ τὸ Πάσχα τὸ ἱερὸν καὶ ἡ Ἀνάληψις καὶ ἡ Πεντηκοστὴ τὴν ἀρχὴν καὶ τὴν ὑπόθεσιν ἔλαβον. Εἰ γὰρ μὴ ἐτέχθη κατὰ σάρκα ὁ Χριστός, οὐκ ἄν ἐβαπτίσθη, ὅπερ ἐστὶ τὰ Θεοφάνεια, οὐκ ἄν ἐσταυρώθη, ὅπερ ἐστὶ τὸ Πάσχα, οὐκ ἄν τὸ Πνεῦμα κατέπεμψεν, ὅπερ ἐστὶν ἡ Πεντηκοστή. Ὥστε ἐντεῦθεν ὥσπερ ἀπό τινος πηγῆς ποταμοὶ διάφοροι ρυέντες, αὗται ἐτάχθησαν ἡμῖν αἱ ἑορταί”.
 
ὰν τοιαύτη εἶναι καὶ θεωρῆται ὑπὸ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, πῶς ἐπετρέπετο δι’ αὐτὴν διαφωνία τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ πῶς διὰ τὸ Πάσχα μόνον θὰ συνεκαλοῦντο αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι; Καὶ ἀφοῦ αἱ διατάξεις αὐτῶν ἐγένοντο ὅπως ἀσφαλισθῇ ἡ περὶ τὰς ἑορτὰς ἑνότης, πῶς διὰ μὲν τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα θεωροῦμεν τὴν μεταβολὴν ἀπηγορευμένην ὑπὸ τῶν Κανόνων, διὰ δὲ τὴν ἑορτὴν τῶν Χριστουγέννων καὶ τὰς ἄλλας, ἅς μετεκίνησε κατὰ 13 ἡμέρας ἡ μεταβολὴ τοῦ Ἡμερολογίου θεωροῦμεν αὐτὴν μὴ προσκρούουσαν εἰς τοὺς Κανόνας τῶν Συνόδων; Ἀφοῦ τὸ πνεῦμα τῶν Κανόνων περὶ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα εἶναι νὰ ὑπάρχῃ ὁμογνωμία τῶν Ἐκκλησιῶν διὰ τὴν ἡμέραν πασῶν τῶν ἑορτῶν, πῶς δὲν εἶναι ἀντικανονικὴ ἡ Ἡμερολογιακὴ μεταβολή, διὰ τῆς ὁποίας ἄλλαι Ἐκκλησίαι ἄγουν τὰς ἑορτὰς Χριστουγέννων, Φώτων κλπ. μίαν ἡμέραν, καὶ ἄλλαι ἄγουν αὐτὰς ἄλλην ἡμέραν;

ψίστην ἄρα σημασίαν ἀπέδιδον οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν Ἑνότητα αὐτῆς καὶ ὡς πρώτιστον Δόγμα ἐκήρυσσον τὴν συμφωνίανἁπασῶν εἰς τὰ τῆς τελέσεως τῆς ἐξωτερικῆς Λατρείας» (σελ. 95-98).
 
• Ὅπως γίνεται ἄμεσα ἀντιληπτὸ καὶ κατανοητό, ἡ Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία προσκρούει στὸ γράμμα καὶ μάλιστα στὸ πνεῦμα τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας περὶ ὁμογνωμίας καὶ συμφωνίας στὸν ἑορτασμὸ ὅλου τοῦ ἑορτολογικοῦ κύκλου τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀποδεικνύει μὲ τόση σαφήνεια ὁ Ὁμολογητὴς τῆς Πίστεως Γρηγόριος Εὐστρατιάδης, καταδεικνύοντας τὴν τεράστια ἀστοχία καὶ εὐθύνη τῶν Καινοτόμων, οἱ ὁποῖοι ἔβλαψαν καίρια τὴν ἐξωτερικὴ ἔκφραση τοῦ Δόγματος τῆς Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ὅτι αὐτοὶ τολμοῦν νὰ ἑορτάζουν Χριστούγεννα μαζὶ μὲ τοὺς Ἑτεροδόξους, ἀποχωριζόμενοι ἀπὸ τὴν Ἑορτολογικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία προβλέπει τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος τὴν ἡμέρα αὐτὴ καὶ τὴν ἐξακολούθηση τῆς εὐλογημένης περιόδου Νηστείας ἐν ὄψει τῆς μεγάλης Ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων τῶν Ὀρθοδόξων, διαδηλώνουν τὸ χάσμα ποὺ τοὺς χωρίζει ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν ἐξακολουθητικὴ προτίμηση καὶ ἁμαρτία τους νὰ ἀποστατοῦν συνευφραινόμενοι Οἰκουμενιστικῶς μὲ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ ἐν χώρᾳ μακρᾷ! Ὁ Θεὸς νὰ τοὺς δώσει μετάνοια καὶ ἐπιστροφή!
+Ἐ.Γ.Κ.
12/25.12.2017
 Ἁγίου Σπυρίδωνος Τριμυθοῦντος


Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

Η Ψευδοσύνοδος της Κρήτης: Προς Νέα Εκκλησία (Μέρος στ΄)



(Απάντηση στο κείμενο του Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου Κατερέλου «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης: Νέα Εκκλησιολογία ἢ Πιστότητα στὴν Παράδοση;»)

Νικολάου Μάννη
εκπαιδευτικού

ΙΑ. Ξεκινώντας το επόμενο κεφάλαιο («Διαχριστιανικοὶ Διάλογοι») ο Σ. προβαίνει σε μια διάκριση που αφορά τον Οικουμενισμό. Συγκεκριμένα τον διαχωρίζει σε «οἰκουμενισμὸ τῆς ἐπιστροφῆς» και «οἰκουμενισμὸ τῆς ἐνσωμάτωσης». Ουσιαστικά πρόκειται για μια προσπάθεια διαχωρισμού του Οικουμενισμού σε «καλό» και «κακό», όπου σύμφωνα με τον πρώτο όλοι θα επιστρέψουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ σύμφωνα με τον δεύτερο όλοι θα ενσωματωθούν σε μια «Νέα Εκκλησία». Κατά τον Σ. στην «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» εκφράστηκε ο «καλός» «οἰκουμενισμὸς τῆς ἐνσωμάτωσης», και έχουν άδικο οι επικριτές της να την κατηγορούν για το αντίθετο. Ο Σ. για να καταφέρει να πείσει για την άποψή του, αναπτύσσει μια επιχειρηματολογία που αποσκοπεί να αποσυνδέσει τα κείμενα της Ψευδοσυνόδου από ολόκληρο το Οικουμενικό Κίνημα, αλλά και από τα προσωπικά φρονήματα των συμμετεχόντων σε αυτήν, βασιζόμενος στο ότι τα κείμενα αυτά δεν χαρακτηρίζονται από ευθύτητα και ειλικρίνεια, αλλά μάλλον από διγλωσσία και ορθοδοξοφάνεια! Πλανάται δε πλάνην οικτράν ο αξιότιμος Σ. όταν θεωρεί πως η «παράθεση κειμένων Ρωμαιοκαθολικῶν Θεολόγων …δημιουργεῖ πεπλανημένο αἴσθημα αὐτοδικαίωσης σὲ Παλαιοημερολογίτες», διότι δεν χρειάζονται κείμενα «Ρωμαιοκαθολικών» οι Ορθόδοξοι για να κατανοήσουν τις αιρετικές απόψεις που οι ίδιοι οι εξ Ορθοδόξων Οικουμενιστές ομολογούν με τα δικά τους κείμενα…
Ο Σ. προκαλεί τους επικριτές της Ψευδοσυνόδου: «Νὰ καταδείξουν ποῦ ἀναγνωρίζεται ἔστω καὶ μιὰ ἀτελὴς κοινωνία μεταξὺ Ὀρθοδόξου καὶ Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Νὰ καταδείξουν, ποῦ υἱοθετεῖται ἡ θεωρία τῶν ὁμόκεντρων κύκλων τῆς Β´ Βατικανῆς. Νὰ καταδείξουν, ἀπὸ πότε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεωρεῖ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς μέλη της! Ποῦ τὸ κείμενο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου ἀναγνωρίζει τὴ σωστικὴ ἱκανότητα τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν ἑτεροδόξων, ὅπως τὸ πράττει ἡ Β´ Βατικανή». Αφού ειπωθεί πως ο συλλογισμός «η Σύνοδος της Κρήτης δεν αποφάσισε ακριβώς τα ίδια με την Β΄ Βατικανή» δεν είναι αποδεκτός, διότι μπορεί να μην είχαμε ακριβώς ίδιες αποφάσεις (και διά τον φόβο των Ορθοδόξων), αλλά και στην Κρήτη υπήρχε το ίδιο «πνεύμα» με το της Β΄ Βατικανής, αφού αμφότερες νομιμοποίησαν την συμμετοχή στην Οικουμενική Κίνηση, ας απαντήσει ο Σ. και οι ομόφρονές του στα αντίστροφα ερωτήματα σχετικά με τις αποφάσεις της «Αγίας και Μεγάλης» Ψευδοσυνόδου: Πού αναγνωρίζεται σε αυτές η διατήρηση της ακοινωνησίας[189] μεταξύ Ορθοδόξου και «Ρωμαιοκαθολικής» Εκκλησίας, εξ αιτίας της προ χιλιετίας πτώσεως της δευτέρας στο σχίσμα και τις αιρέσεις, όπως όλες οι τωόντι Αγίες και Μεγάλες Σύνοδοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας της τελευταίας χιλιετίας παρατηρούσαν, προσκαλώντας σε μετάνοια και επιστροφή; Πού απορρίπτεται η θεωρία των ομόκεντρων κύκλων της Β´ Βατικανής και οι ποικίλες οικουμενιστικές θεωρίες, έστω και του «κακού» «οικουμενισμού της ενσωματώσεως»; Γιατί πλέον η επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θεωρεί τους «Ρωμαιοκαθολικούς» αιρετικούς και σχισματικούς, όπως επί σχεδόν χίλια χρόνια τους θεωρούσε; Που το κείμενο της «Αγίας και Μεγάλης» Συνόδου αρνείται την ύπαρξη σωστικής Θείας Χάριτος και επομένως την δυνατότητα σωτηρίας των «Εκκλησιών» των ετεροδόξων, όπως το πράττουν όλες οι Άγιες και Μεγάλες Σύνοδοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας και όπως φρονούν οι Άγιοι Πατέρες των τελευταίων δέκα αιώνων;
ΙΒ. Παραβλέποντας προς το παρόν την κριτική που ο Σ. ασκεί σε μια παλιά θέση του π. Θεοδώρου Ζήση, για τον οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω, παρατηρούμε εν συνεχεία ότι ο Σ. παραπέμπει σε ένα κείμενο του ουνίτου «Γρατιανουπόλεως» Δημητρίου Σαλάχα[190], το οποίο επειδή δεν αντιμετωπίζει με υπέρμετρο ενθουσιασμό την επίμαχη απόφαση της Ψευδοσυνόδου για τις σχέσεις με τους ετεροδόξους, χρησιμοποιείται από τον Σ. ως τεκμήριο Ορθοδοξίας της Ψευδοσυνόδου! Όπως όμως θα δει όποιος διαβάσει το κείμενο του κ. Σαλάχα, σε αυτό δεν ασκείται κάποια κριτική εναντίον της συγκεκριμένης αποφάσεως (ούτε καν δυσαρέσκεια δεν διαφαίνεται όπως ισχυρίζεται ο Σ.), πέρα από δυο απλές παρατηρήσεις επ᾿ αυτής πως «διαφοροποιείται κάπως ως προς την εκκλησιολογική και μυστηριακή δομή του «λοιπού Χριστιανικού Κόσμου»»[191] και πως σε αυτήν «δεν αναγνωρίζεται η ουσιαστική έννοια και φύση της Καθολικής Εκκλησίας ως «Εκκλησία»»[192] προτρέποντας για το μέλλον την Ορθόδοξη Εκκλησία να διασαφήσει «με ποια εκκλησιολογική βάση διεξάγει τον Θεολογικό Διάλογο με την Καθολική Εκκλησία»[193] αφού και «η Καθολική Εκκλησία - από και μετά την Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο - στις σχέσεις της προς τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον, και ειδικότερα με την Ορθόδοξη Εκκλησία,επανεξέτασε τον βαθμό κοινωνίας στα της πίστεως και λατρείας που υπάρχει ήδη με αυτήν, και κατέληξε στη ρητή αναγνώριση της εκκλησιολογικής και μυστηριακής δομής της Ορθόδοξης Εκκλησίας»[194]. Παράλληλα όμως διακρίνεται ένας ενθουσιασμός για το γεγονός πως η εν λόγω Απόφαση «εδραιώνει τον Οικουμενικό Διάλογο»[195], και πως «επισημαίνει ότι σκοπός του Οικουμενικού Διαλόγου είναι η ποθητή επίτευξη της ορατής ενότητας των χριστιανών»[196], παρατηρώντας επίσης πως «με το ίδιο σκεπτικό και προοπτική και η Καθολική Εκκλησία συμμετέχει στον Οικουμενικό Διάλογο αγάπης και αλήθειας δια της «μαρτυρίας» εντός και εκτός αυτής»[197]. Καταλήγει δε στα εξής: «Συνοψίζοντας, θεωρώ ότι η Απόφαση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου στην Κρήτη για τις «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον» είναι ιστορική και σημαντικήΓια πρώτη φορά πράγματι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, στην πλειοψηφία τους, με συνοδική πανορθόδοξη απόφαση επικυρώνουν και εμπεδώνουν τη βούληση ενεργούς συμμετοχής τους, παρά τις αρνητικές φωνές που ακούονται, «εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν τῶν νεωτέρων χρόνων…»»[198]. Αν έτσι εκφράζεται η δυσαρέσκεια τότε μάλλον πρέπει να δώσουμε μία νέα ερμηνεία στην λέξη αυτήν!
ΙΓ. Ο Σ. συνεχίζει το κείμενο αναλύοντας την αναγκαιότητα του «Διαλόγου» με τους ετεροδόξους, τον οποίο θεωρεί ως μόνο ενδεδειγμένο, αποτελεσματικό και πρόσφορο τρόπο για να επιστρέψουν οι ετερόδοξοι στην Ορθοδοξία. Θεωρεί δε ότι οι επικριτές της Ψευδοσυνόδου είναι εχθροί του Διαλόγου, οι οποίοι τάχα γνωρίζουν μόνο μία μέθοδο προσεγγίσεως των εκτός Εκκλησίας: την πρόσκληση για επιστροφήˑ μέθοδο την οποία ο Σ. χαρακτηρίζει «τελείως ἀναποτελεσματικὴ καὶ ἀνίκανη στὴ πολὺ δύσκολη σύγχρονη συγκυρία νὰ παραγάγει θετικοὺς καρπούς». Δυστυχώς ο Σ. αδικεί τους επικριτές των Ψευδοδιαλόγων. Όχι μόνο γιατί εμείς οι Ορθόδοξοι, σε αντίθεση με τους Οικουμενιστές, είμαστε υπέρ του αληθινού Διαλόγου, αλλά και διότι μόνο οι δικές μας μέθοδοι είναι αποτελεσματικές. Αξίζει να γίνει μια καταγραφή των περιπτώσεων ετεροδόξων που προσήλθαν στην Ορθοδοξία μέσω των οικουμενιστικών Ψευδοδιαλόγων και εκείνων που προσήλθαν από τον αληθινό Διάλογο της Μαρτυρίας των Ορθοδόξων, ώστε να αποδειχθεί ότι είναι αληθέστατος ο ισχυρισμός αυτός. Προσωπικά γνωρίζω δεκάδες[199] περιπτώσεις ετεροδόξων που μεταστράφηκαν στην Ορθοδοξία με τον τρόπο μας, αλλά ούτε μία που να προήλθε ως αποτέλεσμα των οικουμενιστικών «Διαλόγων» (άλλωστε οι Οικουμενιστές αποθαρρύνουν τους ετεροδόξους να εντάσσονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού αναγνωρίζουν Θεία Χάρη και Μυστήρια και στην ετεροδοξία).
Ένα θετικό όμως είναι πως και ο ίδιος ο Σ. έχει επίγνωση της κρίσης της «Οικουμενικής Κινήσεως», παρά την επιμονή στον ίδιο τρόπο προσεγγίσεως διά των Ψευδοδιαλόγων. Αξίζει να δούμε το σχετικό απόσπασμα (σελ. 65-66) και να τοποθετηθούμε επ᾿ αυτού: «Ἐνῶ τὸ κείμενο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου μετ᾽ ἐμφράσεως ἐπισημαίνει, ὅτι θεωρεῖ χρέος τὸ διάλογο, ταυτόχρονα δὲν καταλαμβάνεται ἀπὸ ἐνθουσιαστικὰ συναισθήματα. Κάνει λόγο γιὰ βαθειὰ κρίση στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση καὶ δὲν παραγνωρίζει τὶς δυσκολίες τοῦ ἐγχειρήματος αὐτοῦ. Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὀφείλουν νὰ ἐξετάσουν μετὰ πολλῆς προσοχῆς τὴν πανθομολογούμενη κόπωση στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, νὰ ἀνεύρουν τὰ αἴτιά της καὶ νὰ ἐπαναπροσδιορίσουν τὴν τακτική τους. Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ἔχει ἀπόλυτη συνείδηση τῶν νέων προβλημάτων καὶ διαφορῶν ποὺ δημιουργεῖ ἡ παρατεινόμενη ἀποξένωση τῶν ἑτεροδόξων ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἐάν, π.χ. λάβει κανεὶς ὑπ᾽ ὄψιν του τὸ γεγονὸς τῆς χειροτονίας γυναικῶν ἢ ὁμοφυλοφίλων στὴν Ἀγγλικανική, Λουθηρανικὴ καὶ Παλαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, τότε κατανοεῖται περισσότερο, γιατὶ ἡ προσδοκία τῆς ἕνωσης μὲ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ κριτήρια ἐλαχιστοποιεῖται. Αὐτὸ κατ᾽ οὐδένα τρόπο σημαίνει, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ ἀποστεῖ ἀπὸ τὸ χρέος τοῦ διαλόγου. Ὁ διάλογος ἀποτελεῖ γιὰ τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐξαιρετικὴ εὐθύνη. Ἡ οὐσιαστικὴ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας στὸ ἐσωτερικὸ τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν μόνο θετικὰ ἀποτελέσματα μπορεῖ νὰ ἔχει γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὀφείλει ἀνθρωπίνως νὰ καταβάλει κάθε προσπάθεια, ὥστε νὰ προβληματίζει καὶ νὰ γίνεται πειστική. Στὸ ἐγχείρημα αὐτὸ ἄλλωστε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκζητᾶ καὶ ἀπεκδέχεται πρωτίστως τὴν ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε αὐτὰ ποὺ εἶναι καὶ φαίνονται σήμερα ἀνέφικτα, νὰ καταστοῦν στὸ μέλλον ἐφικτά. Ὁ διάλογος, ἡ μαρτυρία τῆς ἀλήθειας, ἡ κοινοποίηση τοῦ καταπιστεύματος τῆς πνευματικῆς μας ἐμπειρίας ἀποτελοῦν εὐθύνη μας, τὴν ὁποία δὲν μποροῦμε νὰ ἀποσείσουμε. Τὸ ἐρώτημα, βεβαίως, πάντα εἶναι, ἐὰν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὸ χρέος αὐτό, ὥστε νὰ ἐπέλθει «ἡ τελικὴ ἀποκατάστασις τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καὶ τῇ ἀγάπη ἑνότητος»». Είναι πολύ σημαντική η παραπάνω κριτική και ας μας επιτρέψουν οι Οικουμενιστές που είναι ιδεολόγοι[200] να παραθέσουμε μερικές συμβουλές:
α) Πιστέψτε ότι η Ορθοδοξία είναι η Αλήθειαˑ η θεραπεία στην ασθένεια. Όσο υπάρχει έστω και ένας ίχνος αμφιβολίας μέσα σας για αυτό, δεν πρόκειται να μεταδώσετε ποτέ την Πίστη.
β) Αγαπήστε τους ετεροδόξους σαν παιδιά σας, όχι υποκριτικά. Η αληθινή Αγάπη είναι ελεγκτική μπρος στον κίνδυνο. Όπως αν τα παιδιά σας όδευαν ολοταχώς προς τον γκρεμό δεν θα ενεργούσατε μόνο με νουθεσίες, αλλά και με παρακλήσεις, με απειλές ή και με βία αν χρειαζόταν, χωρίς να σας νοιάξει αν σας παρεξηγήσουν ή αν τους… πληγώσετε συναισθηματικά, με παρόμοιο τρόπο πρέπει να εκφράζεται η Αγάπη και προς τους εκτός Εκκλησίας. Δεν εννοούμε φυσικά ύβρεις και σωματική βία, αλλά τουλάχιστον να τους επισημαίνετε πως βρίσκονται στην αίρεση και οδεύουν προς την απώλεια. Αν νιώσουν ότι τους αγαπάτε αληθινά θα το αποδεχθούν. Σταματήστε λοιπόν να τους λέτε πως το μονοπάτι είναι μεν «η βεβαία και ασφαλής οδός σωτηρίας», αλλά και στον γκρεμό υπάρχει δυνατότητα σωτηρίας επειδή ο Κύριος είναι παντοδύναμος!    
γ) Αλλάξτε τον τρόπο των Διαλόγων. Με την τεχνολογική πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην εποχή μας μπορεί εύκολα και πρακτικά να γίνουν συνεχείς και αυθεντικότεροι Διάλογοι, δημόσιοι ή κλειστοί, μέσω του Διαδικτύου, χωρίς να χρειάζεται να παραβαίνονται κάθε φορά οι Ιεροί Κανόνες με συμπροσευχές και άλλα οικουμενιστικά δρώμενα που κατασκανδαλίζουν τους Ορθοδόξους,
δ) Σεβαστείτε το αυτεξούσιο. Όταν βλέπετε ότι κάποιοι ετεροδόξοι όχι απλά επιμένουν στις πλάνες τους, αλλά υιοθετούν και νέες (όπως π.χ. η χειροτονία γυναικών ή ομοφυλοφίλων), σταματήστε τον Διάλογο. Σεβαστείτε το δικαίωμά τους να επιλέξουν το ψέμα αντί για την αλήθεια, το σκοτάδι της κακοδοξίας, αντί για το φως της Ορθοδοξίας. Ένωση που επιδιώκεται να γίνει με κάθε κόστος είναι διαβολική. Ο Χριστός μας μας δίνει επιλογή να τον ακολουθήσουμε, δεν μας αναγκάζει[201].
ΙΔ. Προχωρώντας ο Σ. αναφέρεται στην κατά της Ψευδοσυνόδου κριτική του Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου και προβαίνει σε συγκεκριμένες παρατηρήσεις. Με αφορμή τις παρατηρήσεις αυτές - και χωρίς να υπάρχει διάθεση να παραστήσω τον δικηγόρο του κ. Ιεροθέου[202] - πρέπει να κατατεθούν και από την πλευρά μου κάποιες παρατηρήσεις:
i. Διαστρέφει (ίσως όχι εσκεμμένα) την αλήθεια ο σεβαστός Σ. όταν την αποδοχή της αποκλειστικότητας της σωτηρίας διά της Εκκλησίας την ερμηνεύει ως πίστη κάποιου «ὅτι θὰ εἶναι μόνος του στὸν Παράδεισο μαζὶ μὲ κάποιους Ὀρθοδόξους»! Εμείς οι Ορθόδοξοι έχουμε ακράδαντη πίστη όχι μόνο στο ότι διά της Εκκλησίας αποκλειστικά επιτυγχάνεται η σωτηρία, αλλά και για το ότι δεν θα είμαστε μόνοι μας στον Παράδεισο, διότι πιστεύουμε στην επιτυχία του σωτηριώδους έργου του Κυρίου, ο οποίος επισυνάπτει, με διάφορους τρόπους και σε ανύποπτο χρόνο όλους όσους θέλουν να σωθούν, στην Κιβωτό, ήτοι την Εκκλησία[203]. Όπως δε η ζωή των ανθρώπων στην γη, μετά την Πτώση, προήλθε από τον Αδάμ διά της Εύας έτσι και η αιώνια ζωή προέρχεται μόνο από τον - νέο Αδάμ - Χριστό διά της - νέας Εύας - Εκκλησίας, σύμφωνα με την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων:
α) Ο Άγιος Μεθόδιος Πατάρων[204]: «Ὅθεν ὁ Ἀπόστολος εὐθυβόλως εἰς Χριστὸν ἀνηκόντισε τὰ κατὰ τὸν Ἀδάμ. Οὓτως γὰρ ἂν μάλιστα ἐκ τῶν ὀστῶν αὐτοῦ καὶ τῆς σαρκὸς τὴν Ἐκκλησίαν συμφωνήσει γεγονέναιˑ ἧς δὴ χάριν, καταλείψας τὸν Πατέρα τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς, κατῆλθεν ὁ Λόγος προσκολληθησόμμενος τῇ γυναικὶˑ καὶ ὕπνωσε τὴν ἔκστασιν τοῦ πάθους, ἑκουσίως ὑπὲρ αὐτῆς ἀποθανώνˑ «Ὅπως αὐτὸς ἑαυτῷ παραστήσῃ τὴν Ἐκκλησίαν ἔνδοξον καὶ ἂμωμον, καθαρίσας τῷ λουτρῷ», πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ νοητοῦ καὶ μακαρίου σπέρματος, ὃ σπείρει μὲν αὐτὸς ὑπηχῶν καὶ καταφυτεύων ἐν τῷ βάθει τοῦ νοόςˑ ὑποδέχεται δὲ καὶ μορφοῖ δίκην γυναικὸς ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸ γεννᾶν τὴν ἀρετὴν καὶ ἐκτρέφειν. Ταύτῃ γὰρ καὶ τό, «Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε», πληροῦται προσηκόντως, εἰς μέγεθος καὶ κάλλος καὶ πλῆθος καθ᾿ ἡμέραν αὐξανομένης αὐτῆς διὰ τὴν σύνερξιν καὶ κοινωνίαν τοῦ Λόγου συγκαταβαίνοντος ἡμῖν ἒτι καὶ νῦν, καὶ ἐξισταμένου κατὰ τὴν ἀνάμνησιν τοῦ πάθους. Οὐ γὰρ ἂν ἄλλως ἡ Ἐκκλησία συλλαβεῖν τοὺς πιστεύοντας καὶ ἀναγεννῆσαι διὰ τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας δύναιτο, ἐὰν μὴ καὶ διὰ τούτους ὁ Χριστὸς κενώσας ἑαυτόν, ἳνα χωρηθῇ κατὰ τὴν ἀνακεφαλαίωσιν, ὡς ἒφην, τοῦ πάθους, πάλιν ἀποθάνῃ καταβὰς ἐξ οὐρανῶν καὶ προσκολληθεὶς τῇ ἑαυτοῦ γυναικί τῇ Ἐκκλησίᾳ, παράσχοι τῆς πλευρᾶς ἀφαιρεῖσθαι τῆς ἑαυτοῦ δύναμίν τινα, ὂπως αὐξηθῶσιν οἱ ἐν αὐτῷ οἰκοδομηθέντες ἄπαντες, οἱ γεγεννημένοι διὰ τοῦ λουτροῦ, ἐκ τῶν ὀστῶν καὶ ἐκ τῆς σαρκός, τουτέστιν ἐκ τῆς ἁγιωσύνης αὐτοῦ καὶ ἐκ τῆς δόξης προσειληφότες. Ὀστᾶ γὰρ καὶ σάρκα σοφίας ὁ λέγων εἶναι σύνεσιν καὶ ἀρετὴν ὀρθότατα λέγειˑ πλευρὰν δὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας τὸ Παράκλητον, ἀφ᾿ οὗ λαμβάνοντες εἰς ἀφθαρσίαν ἀναγεννῶνται προσηκόντως οἱ πεφωτισμένοι. Ἀδύνατον δὲ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου μετασχεῖν τινα καὶ μέλος καταλεχθῆναι Χριστοῦ, ἐὰν μὴ πρότερον καὶ ἐπὶ τούτου συγκατελθὼν ὁ Λόγος, ἐκστῇ κοιμηθείς, ἳνα τὴν ἀνανέωσιν καὶ τὸν ἀνακαινισμὸν, συνεξαναστὰς τοῦ ὕπνου τῷ ὑπὲρ αὐτοῦ κεκοιμημένῳ, καὶ αὐτὸς μεταλαβεῖν δυνηθῇ Πνεύματος, ἀναπλησθείς»[205].
β) Ο Άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων: «Ο Χριστός είναι ο νεώτατος Αδάμ, από την πλευρά Του Οποίου έλαβε ζωή η Εκκλησία… Αυτή είναι η Εύα, η μητέρα όλων των ζωντανών»[206].
γ) Ο Άγιος Ιερώνυμος: «Και όπως από τον Αδάμ και τη γυναίκα του γεννιέται όλο το γένος των ανθρώπων, έτσι και από τον Χριστό και την Εκκλησία γεννιέται όλο το πλήθος των πιστών»[207].
δ) Ο Ιερός Χρυσόστομος: «Καθάπερ γὰρ ἡ Εὔα, φησίν, ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τοῦ Ἀδὰμ γέγονεν, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο γάρ ἐστιν, «Ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ, καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ». Ἀλλ᾿ ὅτι μὲν ἡ Εὔα ἐκ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ τοῦ Ἀδὰμ γέγονεν, ἅπαντες ἴσμεν, καὶ σαφῶς ἡ Γραφὴ τοῦτο εἴρηκεν, ὅτι ἐπέβαλεν ἔκστασιν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ ἔλαβε μίαν τῶν πλευρῶν αὐτοῦ, καὶ ᾠκοδόμησε τὴν γυναῖκα· ὅτι δὲ καὶ ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τοῦ Χριστοῦ συνέστη, πόθεν ἔχοι τις ἂν ἀποδεῖξαι; Καὶ τοῦτο ἡ Γραφὴ δείκνυσιν. Ἐπειδὴ γὰρ ὁ Χριστὸς εἰς τὸν σταυρὸν ἀνηνέχθη, καὶ προσηλώθη, καὶ ἀπέθανε, Προσελθὼν εἷς τῶν στρατιωτῶν ἔνυξεν αὐτοῦ τὴν πλευρὰν, καὶ ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ· καὶ ἐξ ἐκείνου τοῦ αἵματος καὶ τοῦ ὕδατος ἡ Ἐκκλησία ἅπασα συνέστηκε. Καὶ μαρτυρεῖ αὐτὸς λέγων, ὅτι «Ἐὰν μή τις ἀναγεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»»[208].
ε) Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Διὰ γὰρ τοῦ Σταυροῦ ἡ Ἐκκλησία ἐνυμφεύθη τῷ Σταυρωθέντι Χριστῷ, καὶ διὰ τοῦ ἐκ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ ρεύσαντος αἵματος καὶ ὕδατος, ἡ πρῴην στεῖρα ἐγέννησε τέκνα πολλά, καὶ μήτηρ πολύτεκνος ὁμοῦ έγένετο, καὶ καλλίτεκνος, γεννῶσα μὲν διὰ τοῦ ὕδατος τοῦ Βαπτίσματος, τρέφουσα δὲ τὰ γεννηθέντα διὰ τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου»[209].
Η πατερική διδασκαλία λοιπόν συνοψίζεται στο του Αγίου Κυπριανού Καρχηδόνος: «Δεν μπορεί κάποιος να έχει τον Θεό για πατέρα, αν δεν έχει την Εκκλησία για μητέρα»[210]. Και για να μη προλάβει ο αγαπητός Σ. να σπεύσει να δηλώσει ότι αυτό αποτελεί προσωπική γνώμη του Αγίου Κυπριανού, ας το διαβάσουμε και στον Ιερό Αυγουστίνο (σε έργο του για τους κατηχούμενους): «Λοιπόν, θα αρχίσετε να Toν έχετε ως πατέρα [τον Θεό], όταν γεννηθείτε από τη μητέρα που είναι η Εκκλησία»[211].
Αυτή είναι η διδασκαλία της Εκκλησίας και η θέση του Σ. δεν έχει αγιοπατερικό έρεισμα, γι᾿ αυτό απέναντι στους Πατέρες αδυνατεί να αντιπαραθέσει Αγίους Πατέρες (πλην μόνο του αμφιλεγόμενου Φιλαρέτου Μόσχας) και βάζει νεότερους θεολόγους, όπως τον Μπουλγκάκοφ, τον Ευδοκίμοφ, τον Σμέμαν, τον Μέγιεντορφ κ.α. Να μας επιτρέψει όμως εμάς τους Ορθοδόξους να θέτουμε την πατερική θεολογία, πάνω από την ακαδημαϊκή. Παραλογισμό επίσης αποτελεί το να αποδεχόμαστε ότι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ βεβαία καὶ ἀσφαλὴς ὁδὸς Σωτηρίας», αλλά παράλληλα να διαβεβαιώνουμε ότι υπάρχουν και άλλοι οδοί σωτηρίας «αβέβαιοι και μη ασφαλείς», με τέτοιο τρόπο ώστε να παρουσιάζονται και αυτοί ως «βέβαιοι και ασφαλείς», θέλοντας μάλιστα να επιστρατεύσουμε ως συμμαχικό επιχείρημα για αυτό και την Παντοδυναμία του Θεού!
ii. Αναρωτιέται ο Σ. (σελ. 68) πως και αξιώθηκαν της θέας του ακτίστου φωτός, οι προ Χριστού Δίκαιοι, όπως ο Μωϋσής, ο Αβραάμ, ο Ηλίας κ.α. Γιατί δεν αναρωτιέται όμως για ποιον λόγο όλοι οι παραπάνω, παρά την θεοπτία που αξιώθηκαν, δεν σώζονταν μέχρι να έλθει ο Χριστός; Είναι δε εντελώς παραπλανητική η χρήση των χωρίων των Αγίων Μαξίμου και Ιωάννου του Δαμασκηνού, ως αναιρετικών δήθεν της θέσεως του Αγίου Κυπριανού και των άλλων Πατέρων. Ουδείς Ορθόδοξος δεν αμφισβητεί την παρουσία του Αγίου Πνεύματος παντού στην κτίση. Η σωτηρία όμως δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, αλλά απαιτείται και η συγκατάθεση του ανθρώπου, λόγω του αυτεξουσίου. Άνευ συνεργίας Θείας Χάριτος και ανθρωπίνης βουλήσεως δεν υπάρχει σωτηρία. Και πως φανερώνεται η βούληση του ανθρώπου αν όχι με την εθελούσια είσοδο του στην Εκκλησία; Δεν μπορούμε λοιπόν να μιλάμε για δυνατότητα σωτηρίας χωρίς την έμπρακτη εφαρμογή της βουλήσεως αυτής, βασιζόμενοι μόνο και μόνο στο γεγονός της υπάρξεως Θείας Χάριτος εκτός Εκκλησίας. Πως η τελευταία θα καταστεί σώζουσα αφού την εμποδίζει η άρνηση του ανθρώπου να ενταχθεί στην Εκκλησία; Μήπως κατά τον Κατακλυσμό έπαυσε να υπάρχει παντού στην κτίση η Θεία Χάρις; Ουδαμώς, αλλά αυτό δεν έσωσε όσους δεν μπήκαν στην Κιβωτό…
iii. Κλείνοντας τις παρατηρήσεις οφείλω με λύπη μου να καταγγείλω μια διαστρέβλωση της διδασκαλίας του Αποστόλου Παύλου, στην οποία προβαίνει ο Σ. (ελπίζω και εύχομαι όχι από κακή πρόθεση) στο τέλος του εξεταζομένου κεφαλαίου. Όταν ο Απόστολος Παύλος μιλά για «ανεξιχνίαστες οδούς», δεν εννοεί ως οδούς σωτηρίες τις άλλες θρησκείες και αιρέσεις! Σύμφωνα με την ομόφωνη πατερική γνώμη των ερμηνευτών του Αποστόλου, ο τελευταίος μιλώντας για οδούς εννοεί τους μυριάδες και ανεξιχνίαστους τρόπους με τους οποίους ο Θεός οδηγεί στην σωτηρία τον άνθρωπο. Παρομοίως, ούτε όταν μιλά (για να συνετίσει τους Ιουδαίους) για τους εθνικούς εκείνους που δεν έχουν μεν Νόμο, αλλά ποιούν τα έργα του Νόμου, υπονοεί την πιθανότητα σωτηρία τους γι᾿ αυτόν τον λόγο (όσο βεβαίως παραμένουν εκτός Εκκλησίας), αφού ξεκάθαρα αλλού μας διδάσκει πως «οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ»[212].
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ


[189] Όταν μάλιστα όχι μόνο οι Οικουμενιστές του Φαναρίου έχουν προβεί σε «Άρση των Αναθεμάτων» (1965), αλλά υπάρχει εδώ και δεκαετίες ανεπίσημη κοινωνία με τους Δυτικούς, η οποία ενθαρρύνεται από Οικουμενιστές επισκόπους.
[190] Η πρόσφατη Πανορθόδοξη Σύνοδος και οι διαχριστιανικές σχέσεις (σελ. 6 - 11): http://www.jesuits.gr/assets/%CE%A4%CE%B5%CF%8D%CF%87%CE%BF%CF%82%201101.pdf
[191] Αυτόθι, σελ. 8.
[192] Αυτ.
[193] Αυτ. σελ. 11.
[194] Αυτ.
[195] Αυτ. σελ. 10.
[196] Αυτ. σελ. 11.
[197] Αυτ.
[198] Αυτ.
[199] Αν μου ζητηθεί θα τις παραθέσω μία προς μία.
[200] Ανάμεσα στους λεγόμενους Οικουμενιστές παρατηρεί κανείς δύο ειδών ανθρώπους: τους λίγους (αφελείς δυστυχώς) ιδεολόγους που από πεποίθηση ακολουθούν τον Οικουμενισμό νομίζοντας ότι διά αυτού δίνεται η Ορθόδοξη Μαρτυρία στους εκτός Εκκλησίας και υπηρετείται η Αλήθεια, και στους πολλούς αδιάφορους και χλιαρούς, συγκρητιστές ή μασόνους αρχομανείς καταληψίες των επισκοπικών θρόνων και των πανεπιστημιακών εδρών.  Πιστεύω ότι ο Σ. συγκαταλέγεται στους πρώτους, ειδάλλως δεν θα έκανα τον κόπο να προβώ στην παρούσα απάντηση.
[201] Μαρκ. η΄, 34.
[202] Με τον οποίο άλλωστε δεν έχω εκκλησιαστική κοινωνία, λόγω της κοινωνίας του, δυστυχώς, με τους Οικουμενιστές.
[203] Επειδή υπάρχει διαστρεβλωμένη άποψη για το τι είναι Εκκλησία, πολλοί θεωρούν ότι μέλος της Εκκλησίας είναι αυτός που ανήκει σε κάποια αναγνωρισμένη Ορθόδοξη Εκκλησία και έχει λάβει ληξιαρχική πράξη Βαπτίσεως. Δεν κατανοούν πως όχι μόνο πολλοί από αυτούς υπάρχει η περίπτωση να μην ανήκουν πραγματικά στην Εκκλησία, αν δεν έχουν την ορθή και σωτήρια ομολογία (κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, P.G. 90, 132), αλλά και πως ο Χριστός μπορεί να εντάξει στην Εκκλησία Του, παραδείγματος χάριν, πρώην αλλοδόξους που βαπτίσθηκαν την τελευταία στιγμή από κάποιον ιεραπόστολο, πρώην αλλοθρήσκους που όταν Τον ομολόγησαν μαρτύρησαν στο όνομά Του (εισήχθησαν στην Εκκλησία δηλαδή διά του Βαπτίσματος του Αίματος) κ.α..
[204] Κατ᾿ ακρίβειαν Ολύμπου της Λυκίας.
[205] P.G. 18, 73.
[206] «Adam novissimus Christus est, costa Christi vita Ecclesiae... Haec est Eva mater omnium viventium» (μετάφραση ημέτερη, P.L. 15, 1584-1585).
[207] «Et quomodo de Adam et uxore ejus omne hominum nascitur genus, sic de Christo et Ecclesia omnis credentium multitudo generata est» (μετάφραση ημέτερη, P.L. 26, 535).
[208] P.G. 51, 229.
[209] Εορτοδρόμιον, Βενετία, 1836, σελ. 13.
[210] «Habere jam non potest Deum patrem, qui Ecclesiam non habet matrem» (μετάφραση ημέτερη, P.L. 4, 503).
[211] «Sed incipitis eum habere patrem, quando nati fueritis per Ecclesiam matrem» (μετάφραση ημέτερη, P.L. 40, 627).