Στο παρατιθέμενο κείμενο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αβερκίου της Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς (+1976) εκφράζεται η χριστιανική διδασκαλία περί Ειρήνης και περί Χωρισμού, εξ αφορμής της Αθεϊστικής εξουσίας η οποία επικράτησε επί 70 έτη στην Ρωσία. Και ναι μεν η λαίλαπα εκείνη απήλθε, όμως το σκεπτικό του συγγραφέως ως προς κάθε παρόμοια πρόκληση από τους εξουσιαστές και κυβερνήτες είναι επίκαιρο και παραμένει πάντοτε στο προσκήνιο. Γι’ αυτό και έχει μεγάλη σημασία να κατανοήσουμε την αληθινή Χριστιανική διδασκαλία και θέση στο θέμα αυτό, εφ’ όσον συνεχίζουν και θα συνεχίζουν να ακούγονται, διαδίδονται και επικρατούν συνθήματα χλιαρότητος, συμβιβασμού και υποχωρήσεως έναντι κάθε είδους παρανομίας, στο όνομα δήθεν του χριστιανικού πνεύματος. Όμως, ο αληθινός Χριστιανισμός ενώ είναι ειρηνικός στην ουσία του, δεν παύει να αποτελεί το ανάχωμα όπως και τον ασυμβίβαστο εχθρό έναντι κάθε είδους νοθεύσεως της αλήθειας με το ψεύδος και του πνεύματος του Χριστού με το πνεύμα του Αντιχρίστου. Και ουσιαστικά, έναντι κάθε αναμείξεως πραγμάτων ασυμβιβάστων, που αποσκοπούν να εμποδίσουν και να καταργήσουν την μία και μοναδική οδό της εν Χριστώ σωτηρίας.
Η επέτειος της τρομερής αιματηρής μπολσεβικικής επανάστασης του Οκτωβρίου του 1917 χαρακτηρίστηκε από τη ρωσική μετανάστευση και στα πέντε μέρη του κόσμου, με την οργάνωση των λεγόμενων «ημερών του ασυμβίβαστου». Το έθιμο της διευθέτησης τέτοιων «ημερών του ασυμβίβαστου» έχει εισέλθει εδώ και πολύ καιρό στη ζωή του ρωσικού λαού, ο οποίος έχει εγκαταλείψει την πατρίδα του, η οποία μετατράπηκε από τους άθεους μπολσεβίκους σε ένα είδος κατωφλίου της κόλασης. Αυτές οι «μέρες» γίνονταν παντού, και ιδιαίτερα σε μεγάλα κέντρα συγκέντρωσης ρωσικού λαού ασυμβίβαστου με τον μπολσεβικισμό, κάθε χρόνο. Το κακό που προκάλεσε η μπολσεβίκικη επανάσταση του 1917 στο ρωσικό λαό είναι τόσο μεγάλο που η διευθέτηση τέτοιων «ημερών», από καθαρά ανθρώπινη άποψη, είναι αρκετά κατανοητή και δικαιολογημένη.
Αλλά από καιρό σε καιρό συμβαίνει να ακούμε κάποιες αντιρρήσεις. Για παράδειγμα, λένε: «Είναι αυτό το χριστιανικό συναίσθημα – ασυμβίβαστο; Μπορεί ένας Χριστιανός να είναι ασυμβίβαστος με οποιονδήποτε; Δεν έχουμε την εντολή να συγχωρούμε πάντοτε ο ένας τον άλλον; Δεν μας δίδαξε ο Χριστός να αγαπάμε ακόμη και τους εχθρούς μας;».
Προχωρώντας από αυτές τις σκέψεις, τα άτομα μιας τέτοιας στάσης θεωρούν την οργάνωση «ημερών ασυμβίβαστων» ως ασυμβίβαστες με τη χριστιανική αξιοπρέπεια και τη συμμετοχή σε αυτές, ειδικά για τους ποιμένες της Εκκλησίας, κατακριτέα και απαράδεκτη. Πολλά από αυτά τα πρόσωπα (μεταξύ των οποίων υπάρχουν άτομα πνευματικής τάξης), για τους ίδιους λόγους, έχουν μια πολύ συμφιλιωτική στάση απέναντι στο αθεϊστικό σοβιετικό καθεστώς και δικαιολογούν τη στάση και τη συμπεριφορά των ιεραρχών της Σοβιετικής Εκκλησίας. Μερικοί από αυτούς είναι έτοιμοι να θεωρήσουν τη σοβιετική κυβέρνηση ως «δύναμη από τον Θεό», σαν να κλείνουν τα μάτια τους στο γεγονός ότι αυτή η εξουσία θέτει ως κύριο στόχο της ύπαρξής της τον «αγώνα κατά του Θεού» και την εξάλειψη της θρησκείας. Άλλοι, λιγότερο αποφασιστικοί, λένε μόνο ότι «ο μπολσεβικισμός είναι το τιμωρητικό σπαθί του Κυρίου» και επομένως είναι αδύνατο να είμαστε ασυμβίβαστοι μαζί του και να καλέσουμε σε αγώνα εναντίον του, αφού αυτό σημαίνει να πάμε ενάντια στο θέλημα του Θεού.
Είναι αλήθεια όλα αυτά;
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να θυμόμαστε ότι για μια σωστή κατανόηση της αυθεντικής διδασκαλίας του Ευαγγελίου, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μιμούμαστε αιρετικούς που αρπάζουν από την Αγία Γραφή ορισμένα χωρία που είναι επωφελή γι’ αυτούς, για να βασίσουν την προκατειλημμένη ψευδή διδασκαλία τους σε αυτά. Τα μεμονωμένα χωρία του Λόγου του Θεού πρέπει αναγκαστικά να συγκριθούν με τα συμφραζόμενα και με παράλληλα αποσπάσματα, τα οποία από μόνα τους δίνουν το κλειδί για τη σωστή κατανόησή τους. Επιπλέον, η ύψιστη αρχή για μας πρέπει να είναι εκείνοι οι άνθρωποι που αναμφίβολα κατανόησαν και ερμήνευσαν σωστά τον λόγο του Θεού, αφού η αγιότητα της ζωής τους πιστοποιείται από την Εκκλησία, η οποία τους κατέταξε μεταξύ των αγίων του Θεού, ως αληθινοί χριστιανοί που έχουν συνειδητοποιήσει τη διδασκαλία του Ευαγγελίου στη ζωή τους και μπορούν να αποτελέσουν παράδειγμα για άλλους.
Ποια είναι η αληθινή διδασκαλία του Λόγου του Θεού σχετικά με το ερώτημα που μας ενδιαφέρει;
Ο Χριστιανισμός είναι αναμφίβολα μια θρησκεία ειρήνης, και όχι εχθρότητας και μίσους ασυμβίβαστου.
Ο ίδιος ο Χριστός, σύμφωνα με τον ορισμό του Λόγου του Θεού, είναι ο «Άρχοντας της ειρήνης» (Ης. 9:6). Αυτός, όπως διδάσκει ο Απόστολος Παύλος, είναι «η ειρήνη μας», η οποία έσπασε το φράγμα της έχθρας μεταξύ Θεού και ανθρώπου, που υψώθηκε με την πτώση των πρώτων ανθρώπων. Ήρθε στη γη για να «κηρύξει το ευαγγέλιο της ειρήνης» – να συμφιλιώσει τους πεπτωκότες ανθρώπους με τον Θεό και να τους καλέσει σε ειρήνη μεταξύ τους (Εφ. 2:14-17, Α΄ Κορ. 7:15). Γι’ αυτό και οι Άγγελοι τη στιγμή της Γεννήσεως του Χριστού έψαλλαν: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. 2:14).
«Την ειρήνη μου αφήνω μαζί σας, την ειρήνη Μου σας δίνω» – μια τέτοια επίσημη μαρτυρία έγινε από τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό στο Μυστικό Δείπνο στους μαθητές Του και στο πρόσωπό τους σε όλους τους αληθινούς οπαδούς Του. Στην αρχή της δημόσιας διακονίας Του προς το ανθρώπινο γένος, όταν έστειλε τους Αποστόλους να κηρύξουν, τους πρόσταξε, εισερχόμενοι σε οικία να την χαιρετήσουν με τα λόγια: «Ειρήνη σε αυτόν τον οίκο!» (Ματθ. 10:12). «Να έχετε ειρήνη μεταξύ σας», δίδαξε τους ακολούθους Του, οι οποίοι ήταν συνεχώς γύρω Του (Μάρκ. 9:50).
Ακολουθώντας τη μαρτυρία του Θείου Διδασκάλου Τους, οι Άγιοι Απόστολοι «κήρυξαν ειρήνη στους ανθρώπους μέσω του Ιησού Χριστού» (Πράξ. 10:36) και δίδαξαν «να επιζητούμε ειρήνη και να αγωνιζόμαστε γι’ αυτήν» (Α ́ Πέτρ. 3:11). Οι Άγιοι Απόστολοι αρχίζουν και τελειώνουν σχεδόν κάθε Επιστολή προς τους Χριστιανούς με μια ευχή για ειρήνη: «Χάρη σε σας και ειρήνη από τον Θεό Πατέρα μας και τον Κύριο Ιησού Χριστό» (Α΄ Κορ. 1:3 κ.α.). Και ο Άγιος Απ. Παύλος στην επιστολή του προς τους Ρωμαίους προτρέπει ιδιαίτερα εμφατικά: «Αν είναι δυνατόν σε εσάς, να έχετε ειρήνη με όλους τους ανθρώπους» (Ρωμ. 12:18), και συμβουλεύει «να αναζητήσετε αυτό που είναι ευνοϊκό για την ειρήνη» (Ρωμ. 14:19), προσπαθώντας να «διατηρήσετε την ενότητα του Πνεύματος με τον σύνδεσμο της ειρήνης» (Εφ. 4:3). «Να έχετε ειρήνη μεταξύ σας», προτρέπει επίσης τους Θεσσαλονικείς (5:13) και νουθετεί τον αγαπημένο του μαθητή Τιμόθεο, τον οποίο έκανε επίσκοπο στην Έφεσο: «Μείνετε σταθεροί στη δικαιοσύνη, την πίστη, την αγάπη, την ειρήνη, με όλους εκείνους που επικαλούνται τον Κύριο από καθαρή καρδιά» (Β΄ Τιμ. 2:22). Και στους συμπατριώτες του Ιουδαίους, ο Απόστολος Παύλος γράφει: «Αγωνιστείτε να έχετε ειρήνη με όλους» (12:14).
Οι Άγιοι Απόστολοι επανειλημμένα αποκαλούν τον ίδιο τον Θεό «Θεό της ειρήνης» στις επιστολές τους (Ρωμ. 15:33, 16:20, Α΄ Κορ. 14:33 και πολλές άλλες περικοπές).
Και οι άγιοι του Θεού, οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, οι μεγάλοι ασκητές και διδάσκαλοι της γνήσιας χριστιανικής, πνευματικής ζωής, τόσο με τον λόγο όσο και με το παράδειγμά τους, μας δίδαξαν και συνεχίζουν να μας διδάσκουν μέσα από τα θεόπνευστα συγγράμματά τους την ίδια μεγάλη αλήθεια, ότι δηλαδή η ειρήνη είναι η κύρια αναφαίρετη ιδιότητα και ποιότητα της ψυχής του αληθινού χριστιανού. Ιδιαίτερα μεταφορικά, σαν να συνοψίζει όλα όσα ειπώθηκαν προηγουμένως, ο μεγαλύτερος χριστιανός ασκητής μας των τελευταίων χρόνων, ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, μιλάει για τη σημασία της ειρήνης για τον χριστιανό: «Απόκτησε πνεύμα ειρήνης και χιλιάδες θα σωθούν γύρω σου»· «δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο εν Χριστώ από την ειρήνη, με την οποία καταστρέφεται κάθε διαμάχη των πνευμάτων του αέρα και της γης»…
Αυτή είναι η διδασκαλία της χριστιανικής μας Εκκλησίας για την ειρήνη και τη σημασία της για τον χριστιανό.
Αλλά μπορεί ένας αληθινός Χριστιανός να κρύβει στην καρδιά του κάποια ασυμβίβαστη στάση απέναντι σε οποιονδήποτε; Είναι το ίδιο το αίσθημα του ασυμβίβαστου συμβατό με τον τίτλο ενός οπαδού του Σωτήρος Χριστού, ο οποίος έφερε ειρήνη στη γη και κήρυξε ειρήνη;
Μπορούμε να πάρουμε μια απάντηση σε αυτή την ερώτηση μόνον εξετάζοντας προσεκτικά αν τα πάντα σε αυτό το ερώτημα εξαντλούνται από τα δεδομένα που αναφέρονται παραπάνω.
Αποδεικνύεται ὀμως ότι δεν συμβαίνει αυτό.
Εκτός από τη διδασκαλία για την ειρήνη, βρίσκουμε στο Λόγο του Θεού και στους Αγίους Πατέρες, μια σαφώς εκφρασμένη διδασκαλία για το ασυμβίβαστο.
«Μη νομίζετε ότι ήρθα για να φέρω ειρήνη στη γη» – έτσι δίδαξε ο ίδιος ο Σωτήρας Χριστός: «Δεν ήρθα για να φέρω ειρήνη, αλλά μάχαιρα. Διότι ήρθα να χωρίσω έναν άνδρα από τον πατέρα του, και μια κόρη από τη μητέρα της, και μια νύφη από την πεθερά της. Και οι εχθροί ενός ανθρώπου είναι το ίδιο του το σπιτικό». Και μάλιστα εξηγείται με ποια έννοια λέγεται αυτό: «Όποιος αγαπά τον πατέρα ή τη μητέρα περισσότερο από Μένα δεν είναι άξιος για Μένα. Και όποιος αγαπά τον γιο ή την κόρη περισσότερο από μένα, δεν είναι άξιος για Μένα. Και όποιος δεν σηκώσει το σταυρό του και δεν με ακολουθήσει, δεν είναι άξιος για μένα» (Ματθ. 10:34-38). Η ίδια αυτή διδασκαλία του Κυρίου Ιησού Χριστού εκφράζεται με ακόμη πιο αποφασιστικό τόνο στον Ευαγγελιστή Λουκά: «Αν κάποιος έρθει σε μένα, και δεν μισεί τον πατέρα του, και τη μητέρα του, και τη γυναίκα του, και τα παιδιά του, και τους αδελφούς και τις αδελφές του, και επιπλέον την ίδια του τη ζωή, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου» (Λουκ. 14:26).
Η υπέρτατη εντολή, την οποία πρέπει να εκπληρώσει πρώτα ο χριστιανός, είναι η εντολή της αγάπης προς τον Θεό. Επομένως, είναι απολύτως φυσικό και κατανοητό πως οτιδήποτε έρχεται σε αντίθεση με αυτή την πρώτη και μεγαλύτερη εντολή (Ματθ. 22:36-38), που εμποδίζει έναν Χριστιανό να την εκπληρώσει, πρέπει να είναι μισητό γι’ αυτόν: ο Χριστιανός πρέπει να είναι απολύτως ασυμβίβαστος με όλα αυτά.
Έτσι, ο χριστιανός πρέπει να είναι ασυμβίβαστος με τον εχθρό του Θεού και τον εχθρό της ανθρώπινης σωτηρίας, τον διάβολο, και με όλους τους συνεργούς και υπηρέτες του.
Ο χριστιανός πρέπει να είναι ασυμβίβαστος με «αυτόν τον κόσμο, ο οποίος βρίσκεται στο κακό», δηλαδή με κάθε κακό που προέρχεται από τον διάβολο και εκδηλώνεται με κάθε είδους αμαρτωλά πάθη και κακίες που βρίσκονται σε πόλεμο στον κόσμο, για τα οποία ο άγιος Απόστολος Ιάκωβος ο αδελφόθεος μιλάει τόσο καθαρά και απλά: «Μοιχοί και μοιχαλίδες! Δεν γνωρίζετε ότι η φιλία με τον κόσμο είναι εχθρότητα εναντίον του Θεού; Γι’ αυτό, όποιος θέλει να είναι φίλος του κόσμου γίνεται εχθρός του Θεού» (Ιακ. 4:4).
Ο χριστιανός πρέπει να είναι ασυμβίβαστος με το δικό του αμαρτωλό θέλημα, αφού αυτό τον εμποδίζει να εκπληρώσει το θέλημα του Θεού, γι’ αυτό και καθένας που θέλει να είναι ακόλουθος του Χριστού προστάζεται να «απαρνηθεί τον εαυτό του και να σηκώσει τον σταυρό του», δηλαδή να είναι έτοιμος για οποιεσδήποτε στερήσεις, θλίψεις και παθήματα για τον Χριστό, μέχρι μαρτυρικού θανάτου γι’ Αυτόν (Μάρκ. 8:34-37).
Ο χριστιανός πρέπει επίσης να είναι ασυμβίβαστος με το κακό, αμαρτωλό θέλημα των άλλων ανθρώπων, οι οποίοι επιδιώκουν να τον εκτρέψουν από το να υπηρετεί τον Θεό και να ακολουθεί τον Χριστό.
Πρέπει να είναι ασυμβίβαστος, όπως φαίνεται από τα λόγια του Χριστού που αναφέρθηκαν παραπάνω, ακόμη και προς τους στενότερους κατά σάρκα συγγενείς του – πατέρα και μητέρα, γιο και κόρη και άλλους – μέχρι του σημείου του «σωτήριου», όπως το θέτουν οι άγιοι Πατέρες, «μίσους γι’ αυτούς», αν τον αποσπούν από την αγάπη για τον Χριστό.
Ακόμη περισσότερο, ο αληθινός χριστιανός πρέπει να είναι ασυμβίβαστος με όλους τους φανερούς άθεους, βλάσφημους, διώκτες της πίστεως και της Εκκλησίας, αποστάτες, αιρετικούς και σχισματικούς.
Ότι έτσι έχουν τα πράγματα, ο Λόγος του Θεού καταθέτει ξεκάθαρα μαρτυρία.
«Αν κάποιος παρακούει την Εκκλησία, θα είναι προς εσάς ως ειδωλολάτρης και τελώνης», είπε ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός (Ματθ. 18:17).
«Ποια συμφωνία υπάρχει μεταξύ του Χριστού και του Βελίαλ; ή ποια κοινωνία των πιστών με τους απίστους;», λέει ο άγιος Απόστολος στην προς Κορινθίους επιστολή του. «… Γι’ αυτό βγείτε από ανάμεσά τους και να ξεχωρίσετε, λέει ο Κύριος, και μην αγγίζετε την ακαθαρσία»… (Β΄ Κορ. 6:15,17).
»Όποιος έρχεται προς εσάς, και δεν φέρνει αυτή τη διδαχή (την αληθινή διδαχή του Χριστού), δεν θα τον δεχτείτε στον οίκο σας και δεν θα τον χαιρετήσετε. Διότι αυτός που τον χαιρετά συμμετέχει στα πονηρά του έργα» (Β΄ Ιωάν. 1:10-11), διδάσκει ο αγαπητός μαθητής του Χριστού, ο άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, ο οποίος αποκαλείται «Απόστολος της Αγάπης».
«Όποιος δεν αγαπά τον Κύριο Ιησού Χριστό, ας αφοριστεί μέχρι τον ερχομό του Κυρίου» («Ανάθεμα Μαραναθά»), δηλαδή οι χριστιανοί δεν πρέπει να έχουν καμία κοινωνία μαζί του, διδάσκει ο Απόστολος Παύλος.
«Απομακρυνθείτε από τον αιρετικό, μετά πρώτη και δεύτερη νουθεσία», καθοδηγεί επίσης τον μαθητή του Τίτο, τον οποίο έκανε επίσκοπο στην Κρήτη (3.10).
Έτσι, ο Χριστιανισμός δεν κηρύττει καθόλου μια αδιάκριτη ειρήνη σε σχέση με όλους, αλλά αντίθετα – εμπνέει το ασυμβίβαστο με το κακό και την ασέβεια και προειδοποιεί ενάντια στη φιλική κοινωνία με τους φορείς αυτού του κακού και της ασέβειας.
Το ότι είναι έτσι, διατυπώνεται ιδιαίτερα γλαφυρά και κατανοητά στον 6ο «Λόγο περί Ειρήνης» του μεγάλου Πατέρα της Εκκλησίας και παγκοσμίου διδασκάλου αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο οποίος έδωσε ο ίδιος υψηλό παράδειγμα ειρήνευσης με την άρνησή του για την καθέδρα του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως:
«Ας μην νομίζουν, ωστόσο, ότι ισχυρίζομαι ότι κάθε ειρήνη πρέπει να τιμάται. Διότι γνωρίζω ότι υπάρχει μια επαινετή διαίρεση και ολέθρια ομοφωνία· αλλά πρέπει κανείς να αγαπά την καλή ειρήνη, η οποία έχει καλό σκοπό και ενώνει με τον Θεό… Αλλά όταν πρόκειται για έκδηλη ασέβεια, τότε θα πρέπει κανείς να πάει στη φωτιά και το σπαθί… Το πιο τρομερό πράγμα είναι να φοβάσαι οτιδήποτε περισσότερο από τον Θεό και, εξαιτίας αυτού του φόβου, από υπηρέτης της αλήθειας να γίνεσαι προδότης της διδασκαλίας της πίστης και της αλήθειας» (Μέρος Ι, σ. 192).
Και ιδού μια άλλη, αξιόλογη μαρτυρία του μεγάλου Πατέρα της Εκκλησίας, του Αγ. Ισιδώρου Πηλουσιώτη, ο οποίος απορρίπτει αποφασιστικά κάθε ιδέα ότι η σοβιετική εξουσία μπορεί να αναγνωριστεί ως «δύναμη από τον Θεό». Έχοντας υποδείξει εκ των προτέρων τη σειρά υποταγής του ενός στον άλλο, που καθιερώθηκε από τον Θεό παντού, στη ζωή των λογικών όντων, καταλήγει:
«Επομένως, έχουμε το δικαίωμα να πούμε ότι η ίδια η σύσταση, εννοώ, η εξουσία, δηλαδή η βασιλική εξουσία, έχει καθιερωθεί από τον Θεό. Αλλά αν κάποιος κακός άνομος άνθρωπος αρπάξει αυτή τη δύναμη, δεν ισχυριζόμαστε ότι χειροτονήθηκε από τον Θεό, αλλά λέμε ότι του επιτράπηκε να μολύνει αυτήν με κακία, όπως έκανε ο Φαραώ, και σε αυτή την περίπτωση να υποστεί ακραία τιμωρία ή να τιμωρήσει εκείνους για τους οποίους χρειάζεται σκληρότητα, όπως ο βασιλιάς της Βαβυλώνας έκανε τους Ιουδαίους αγνούς» (Επιστολή 6).
Η σοβιετική εξουσία, από την ίδια της τη φύση, είναι μια άθεη και αντιχριστιανική δύναμη, και επομένως δεν μπορεί να τεθεί θέμα αναγνώρισής της ως προερχόμενης από το Θεό.
«Να ζείτε ειρηνικά με τους εχθρούς σας, αλλά με τους εχθρούς σας και όχι με τους εχθρούς του Θεού», μας διδάσκει ένας άλλος μεγάλος στύλος της Παγκόσμιας Εκκλησίας, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Ο τρίτος αυτής της αξιέπαινης τριάδας των μεγάλων οικουμενικών διδασκάλων (που κατέχει την πρώτη θέση στη σειρά τους), ο Μέγας Βασίλειος, μας διδάσκει με το παράδειγμά του ποια πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι σε αυτούς τους «εχθρούς του Θεού», τους εχθρούς της Εκκλησίας του Χριστού. Όταν ο σφοδρός εχθρός της Εκκλησίας, ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Αποστάτης, ξεκίνησε εκστρατεία εναντίον των Περσών, απειλώντας ότι, σε περίπτωση επιτυχούς εκστρατείας, θα κατέστρεφε οριστικά τον Χριστιανισμό κατά την επιστροφή του, ο Μέγας Βασίλειος προσευχήθηκε θερμά μπροστά στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου και του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Μερκούριου να μην επιστρέψει ζωντανός από το πεδίο της μάχης. Και εισακούστηκε η προσευχή του αγίου.
Από όλα τα παραπάνω προκύπτει σαφώς ότι πρέπει να είμαστε απολύτως ασυμβίβαστοι με την αθεϊστική διδασκαλία της εποχής μας, η οποία αποφάσισε να διακηρύξει δημόσια ότι «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού», και με τους παράφρονες φανατικούς οπαδούς της, οι οποίοι βλασφημούν τον Θεό, βεβηλώνουν και καταστρέφουν τις εκκλησίες του Θεού, συκοφαντούν και διώκουν τους πιστούς στο Χριστό και αγωνίζονται για την πλήρη εξάλειψη της πίστης και την καταστροφή της Εκκλησίας. Δεν μπορούμε να έχουμε καμία επικοινωνία μαζί τους, πόσο μάλλον κανενός είδους φιλικές σχέσεις, συνεργασία ή συμβιβασμό.
Αν αυτή είναι η ιδέα των «ημερών της αδιαλλαξίας» μας, τότε δεν υπάρχει τίποτα σε αυτές που να είναι αντίθετο με την αληθινή Χριστιανοσύνη. Αλλά όλοι εκείνοι που, για οποιονδήποτε άλλο λόγο, είναι πραγματικά ασυμβίβαστοι με τον μπολσεβικισμό, είναι σύμμαχοί μας. Είναι απαραίτητο, ωστόσο, για όλους να κατανοήσουν πλήρως και να συνειδητοποιήσουν ότι το αληθινό και λογικό ασυμβίβαστο με τον μπολσεβικισμό δεν είναι σε καμία περίπτωση απλώς πολιτικό ασυμβίβαστο, ακριβώς όπως ο αγώνας ενάντια στον μπολσεβικισμό δεν είναι απλώς ένας συνηθισμένος πολιτικός αγώνας. Γιατί η θεμελιώδης ουσία του μπολσεβικισμού βρίσκεται ακριβώς στον αθεϊσμό του, στην εχθρική στάση του απέναντι στην πίστη και την Εκκλησία. Επομένως, ας εμβαθύνουμε σε αυτό! Κάθε αντίπαλος της πίστης στον Θεό, κάθε βλάσφημος, εχθρός της πίστης και της Εκκλησίας, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, είναι συνοδοιπόρος των αθεϊστών μπολσεβίκων, ακόμα κι αν θεωρεί και αυτοανακηρύσσεται μαχητής κατά του μπολσεβικισμού.
Είθε όλοι οι οργανωτές και οι συμμετέχοντες στις «ημέρες της ασυμφιλίωσης» να το συνειδητοποιήσουν αυτό, και είθε να καταλάβουν ότι το πραγματικά ευλογημένο ασυμβίβαστο με τον μπολσεβικισμό δεν είναι παρά ασυμβίβαστο με τον διάβολο στο όνομα του Θεού, ασυμβίβαστο με τον αντίχριστο στο όνομα του Χριστού! Στους τρομερούς καιρούς μας, νιώθουμε με ιδιαίτερη ένταση ότι υπάρχουν μόνο δύο δρόμοι σε αυτή τη ζωή – ο τρόπος ζωής και ο τρόπος θανάτου, ο δρόμος της ευλογίας και ο δρόμος της καταδίκης (Δευτ. 30:19-20) – ο τρόπος να υπηρετούμε τον Θεό ή ο τρόπος να υπηρετούμε τον διάβολο. Δεν υπάρχει τρίτος δρόμος!
Ας θυμηθούμε, λοιπόν, σταθερά το αξιοθαύμαστο ρητό του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ότι μόνο «όταν έχουμε έχθρα με τον διάβολο έχουμε ειρήνη με τον Θεό». Μόνο μια τέτοια αληθινά Χριστιανική ασυμφιλιότητα μπορεί να μας οδηγήσει στην αληθινή ειρήνη.
+ Αρχιεπίσκοπος Αβέρκιος
(Νεωτερικότητα υπό το φως του λόγου του Θεού. Τόμος Ι, σ. 277-284)