A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

ⲔⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀⲔⲞⲤⲦⲎ! ⲔⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!

ⲔⲀⲖⲎ ⲤⲀⲢⲀⲔⲞⲤⲦⲎ! ⲔⲀⲖⲞⲚ ⲀⲄⲰⲚⲀ!
«Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ, ἀληθὴς νηστεία, ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, καὶ ἐπιορκίας· ἡ τούτων ἔνδεια, νηστεία ἐστίν, ἀληθὴς καὶ εὐπρόσδεκτος»

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΤΟΙΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΑΙ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΩΝ; (Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων)

 

Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι οι διαφοροποιήσεις στην πίστη, που χωρίζουν τους ανθρώπους και τους λαούς, δεν είναι εύκολο να εξομαλυνθούν. Ωστόσο, η ορθόδοξη Εκκλησία προσεύχεται διαρκώς «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου», την ειρήνη και την ενότητα της πίστεως, για την οποία προσευχήθηκε ο ίδιος ο Χριστός κατά την Αρχιερατική Του προσευχή, ζητώντας από τον Πατέρα Του και Πατέρα όλων των ανθρώπων και ιδιαίτερα των Χριστιανών, να είναι ενωμένοι σε ένα σώμα, σε μία ποίμνη και μία πίστη: «ίνα πάντες εν ώσιν, καθώς σύ, πάτερ, εν εμοί, καγώ εν σοι» (Ιω. 17, 21). Για «την ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος» εύχεται και η Εκκλησία στη θεία Λατρεία της.

Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι από το 1054 έχουμε το Σχίσμα ανάμεσα στους Χριστιανούς της Ανατολής και της Δύσεως και ότι ένα από τα κύρια εμπόδια για την ενωτική πορεία τους είναι ότι κάποιοι από αυτούς αναζητούσαν και αναζητούν την Ένωση, περισσότερο ανθρωποκεντρικά και λιγότερο θεοκεντρικά, καθώς δεν θέτουν, ως βάση, την υπακοή στο θέλημα του Θεού και την αναφορά στην πίστη προς Αυτόν, αλλά φαίνεται να κάνουν ενωτικές προσπάθειες ή κινήσεις, με ανθρωποκεντρικό και διπλωματικό χαρακτήρα και με περίβλημα μια κοσμικού τύπου αγάπη.
Μάλιστα, από ό, τι αποκαλύπτουν κάποιες πληροφορίες, στο θέμα μιας μελλοντικής Ενώσεως των Χριστιανών φαίνεται να επενδύουν κάποιοι ισχυροί, συνδέοντάς το με γεωπολιτικά τους σχέδια, καθώς τους ενδιαφέρει και τους διευκολύνει κάθε στοιχείο οργανωτικό ή ενωτικό που θα μπορούσε να συμβάλει στην οργάνωση ενός παγκόσμιου κράτους.
Έτσι, στις διαδικασίες για την Ένωση των Χριστιανών φαίνεται να εμπλέκονται, φανερά ή κρυφά, κάποιες κοσμικές σκοπιμότητες, που, ως συνήθως, συνοδεύονται με πιέσεις ή προτροπές κοσμικών αξιωματούχων, που τεχνηέντως θέλουν να αποϊεροποιήσουν και να εκκοσμικεύσουν το θέμα της ενότητας της πίστεως και να το αποσυνδέσουν, όσο γίνεται, από τη χριστιανική του σκοποθεσία.
Στο πλαίσιο αυτό, φαίνεται ότι κάποιοι παράγοντες, που επηρέαζαν στο παρελθόν ή επηρεάζουν και στην εποχή μας την κατεύθυνση και το περιεχόμενο του σύγχρονου θεολογικού διαλόγου, επενδύουν περισσότερο στα συναισθήματα που προκαλεί η επιθυμία μιας διανθρώπινης ειρήνευσης και αγάπης και λιγότερο στην άνωθεν ειρήνη, που πηγάζει από την αγάπη του Θεού και την πίστη στο πρόσωπο και στην αλήθεια του Χριστού, όπως αυτή βιώνεται στην Εκκλησία και όπως έχει εκφραστεί στο συνοδικό και οικουμενικό ήθος των Αγίων Πατέρων της Ορθόδοξης Παραδόσεως.
Έτσι, στη συζήτηση για την Ένωση, δεν βλέπουμε να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις της εν Χριστώ ενότητας, όπως θα ανέμενε κανείς, δηλαδή η ειλικρινής μετάνοια και επιθυμία για επανόρθωσή τους στην ορθή και ευάρεστη στον Θεό πίστη.
Από την πλευρά των ορθοδόξων Εκκλησιών, είναι σαφές ότι η ενότητα των Χριστιανών και ο διάλογος προς αυτήν την κατεύθυνση είναι θέμα θεολογικού -και μόνον- διαλόγου, εν πίστει και αληθεία, όπως ορίζει η θεολογική αγιοπνευματική Παράδοση της Μίας Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού.
Ωστόσο, οι διάλογοι της ορθόδοξης Εκκλησίας με τις χριστιανικές ομολογίες δεν σταμάτησαν ποτέ να γίνονται, ούτε πρόκειται να σταματήσουν, διότι αποτελεί χρέος και αποστολή των Ορθοδόξων Χριστιανών να ευαγγελίζονται την αλήθεια του Χριστού σε όλους τους ανθρώπους, καθώς μόνον «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται».
Από την άλλη πλευρά, ο επανευαγγελισμός, θεωρείται αναγκαίος και απαραίτητος, για τους Χριστιανούς, όταν μάλιστα συνειδητοποιείται ότι έχει αλλοιωθεί η αλήθεια και η ζωή της πίστεώς τους, αφού χωρίς αυτήν, σύμφωνα με την οδηγία της Γραφής, διακινδυνεύεται η σωτηρία τους: «γνώσεσθε την αλήθεια και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς».
Η ορθόδοξη Εκκλησία, επομένως, σε κάθε περίπτωση, οφείλει να κινείται στο παρόν και το μέλλον, με βάση την Αλήθεια της. Η ιερή παράδοση, προς τούτο, δεν είναι ορθό να θεωρείται μια τυπική σταθερότητα στη δογματική κληρονομιά της Ορθοδοξίας, αλλά η ακέραιη και βαθιά πίστη στη διαρκή παρουσία του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο είναι διαρκώς παρόν στη ζωή των μελών της Εκκλησίας, έτσι ώστε να μπορούν, με τις δικές Του δωρεές, να ακολουθούν τα τρία στάδια της εν Χριστώ Τελειώσεως και Σωτηρίας: Την Κάθαρση, τον Φωτισμό και τη Θέωση.
Γι αυτό, όταν μιλά κανείς για την Ένωση των χριστιανών είναι απαραίτητο να συνειδητοποιεί ότι το Σχίσμα, ως Χωρισμός και απόσταση από την αλήθεια που σώζει, δεν θεραπεύεται με κοσμικού και όχι εκκλησιαστικού ήθους συνδιασκέψεις, συνομιλίες και αγαπολογίες, αλλά με έναν γνήσιο διάλογο αληθείας και αγάπης και με μια έμπρακτη και αληθινή μετάνοια και επανόρθωση εκ μέρους εκείνων, που παρεκτράπηκαν και παρέκλιναν από την οδό και την αλήθεια του Χριστού, ραγίζοντας την ενότητα της πίστεως.
Έτσι, είναι εμφανές πως, εάν δεν εκλείψουν οι θεολογικές αιτίες, που οδήγησαν στον χωρισμό από την Αλήθεια του Χριστού και των Αγίων Πατέρων, είναι μάταιο να προχωρούν οι δύο πλευρές στην Ένωση, διότι αυτή, εάν επιτευχθεί, μέσω άλλων κοσμικών κριτηρίων, θα είναι αίολη και ευάλωτη, με αποτέλεσμα, όπως συνέβη και παλαιότερα, να είναι ψεύτικη, συμβατική και φαινομενική.
Ενωτικοί διάλογοι, μετά από το 1054, έγιναν πολλοί, χωρίς αποτέλεσμα, ενώ συνεχίζονται και στην εποχή μας. Αυτή η συνέχεια των διαλόγων, όταν φυσικά πραγματοποιούνται εν αληθεία και εν αγάπη, αποτελεί πράξη οικοδομής, καθώς δίνεται η ευκαιρία στις δύο πλευρές να συζητούν, με βάση τα Συνοδικά και Πατερικά κείμενα και να γίνονται δέκτες των αγιοπνευματικών εμπειριών, που, ίσως, λειτουργήσουν, θετικά, στην επάνοδο των αποσχισθέντων στην Αλήθεια του Χριστού.
Τραυματικό σφάλμα, όμως, είναι να χρησιμοποιείται ή να συνδέεται ο θεολογικός διάλογος για την Ένωση, με κοσμικά σχέδια και γεωπολιτικές επιδιώξεις, καθώς η οποιαδήποτε μη θεολογική προσέγγιση της Ένωσης, θα οδηγήσει, όχι στην επίτευξη της αληθινής και θεολογικής Ενότητας, αλλά στην σύναψη μιας συμβατικής συμμαχίας, με όρους, προϋποθέσεις και αποτελέσματα, άσχετα με τη χριστιανική αλήθεια και ζωή.
Από την πλευρά των Χριστιανών, η ιστορική εμπειρία διδάσκει ότι οι Χριστιανοί δεν επιτρέπεται να επαναλάβουν το λάθος παλαιότερων διαλόγων, όπου αναγκάζονταν να υποχωρούν στις πολιτικές κινήσεις ή πιέσεις, που δεν θεράπευαν, αλλά διαιώνιζαν το σχίσμα, με αποφάσεις ψευδοενώσεων που εξυπηρετούσαν, αποκλειστικά, ανίερες προσδοκίες και όχι την αλήθεια του Ευαγγελίου.
Άλλωστε, είναι γνωστό, ιστορικά, το αποτέλεσμα τέτοιων ενεργειών, καθώς, όταν έγιναν απόπειρες ψευδοενώσεων, με την αποδοχή από τους ορθόδοξους εκπροσώπους, των ρωμαιοκαθολικών δογματικών παρεκκλίσεων, ακυρώθηκαν, στη συνέχεια, από τον ορθόδοξο λαό.
Τις δογματικές παρεκκλίσεις και διαφορές τις διέκριναν οι Άγιοι, όπως ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός: «Προ χρόνων πολλών απεσχίσθη (η Εκκλησία της Ρώμης) της των ετέρων τεσσάρων Αγιωτάτων Πατριαρχών κοινωνίας, αποσχοινισθέν εις έθη και δόγματα της Καθολικής Εκκλησίας και των Ορθοδόξων αλλότρια».
Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, επίσης, καταγράφει τη θέση του για τις παπικές κακοδοξίες: «Το ορθόδοξον δόγμα, απερρίφθη και αντικατεστάθη διά του λατινικού αιρετικού παν-δόγματος περί του πρωτείου και του αλαθήτου του πάπα. Εξ αυτής δε της παναιρέσεως εγεννήθηκαν και γεννώνται συνεχώς άλλαι αιρέσεις: Το Filioque, η αποβολή της Επικλήσεως, τα άζυμα, η εισαγωγή της κτιστής χάριτος, το καθαρτήριον πυρ, το θησαυροφυλάκιον των περισσών έργων κ.ά.».
Από τα ανωτέρω, φαίνεται ότι κινήσεις που να δείχνουν ότι οι αποσχισθέντες έχουν προθέσεις επιστροφής στην αλήθεια, μέσω μετανοίας, δεν διακρίνει κανείς, έως τώρα, να έχουν γίνει. Καλό θα είναι, συνεπώς, να υπάρχει μεγάλη προσοχή στο θέμα της θεολογικής προσεγγίσεως Ανατολής – Δύσεως, έτσι ώστε να μην γεννιούνται μεγάλες προσδοκίες, ως προς την πρόοδο στην αληθινή Ένωση και, κατά συνέπεια, στην αληθινή Ενότητα της πίστεως των Χριστιανών.