A

A

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)
† Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου (Ψαλ. 50,17)

Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

"ΥΠΟΜΟΝΗ" Άρθρο του Σεβ. Μητροπολίτη Αττικής και Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου

DSC 0717


   «Τοιγάρουν καὶ ἡμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι' ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν, ὃς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας, ἐν δεξιᾷ τε τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ κεκάθικεν.»

   Υπομονή∙ μία λέξη βαρύνουσας σημασίας η οποία εισήχθη στο λεξιλόγιο της ανθρωπότητας μετά την εξορία του πρωτοπλάστου Αδάμ. Όταν για πρώτη φορά ο άνθρωπος βίωσε τον πόνο, την λύπη, τον στεναγμό, η υπομονή ήταν το δραστικό βάλσαμο που επέφερε την ψυχική ηρεμία. Σύμφωνα με την ως άνω συγκλονιστική προτροπή του Εθναποστόλου Παύλου, η υπομονή αποτελεί για όλους μας το αναγκαίο εφόδιο στον στίβο της στενής και τεθλιμμένης οδού, διότι δίχως αυτή οδηγούμαστε αναμφίβολα στο αδιέξοδο.

   Είναι κοινά αποδεκτό ότι οι θλίψεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε, συμβαίνουν -όπως και τα αγαθά άλλωστε- κατά παραχώρησιν Θεού, καθώς ομολόγησε ο Πολύαθλος Ιώβ, όταν σε μικρό χρονικό διάστημα έχασε την περιουσία και τα παιδιά του, λέγοντας: «ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλετο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο». Ο Κύριος, λοιπόν, ο Οποίος επιθυμεί μέσω της υπομονής στις θλίψεις να μας αναδείξει «ως χρυσόν εν χωνευτηρίω», λόγω του μεγέθους της Φιλανθρωπίας Του, δεν μας άφησε έρημους παραδειγμάτων, αλλά αποτέλεσε ο Ίδιος υπόδειγμα υπομονής∙ ενώ είχε την εξουσία «πλείους, ἢ δώδεκα λεγεῶνας, παραστῆσαι Ἀγγέλων», μακροθύμησε, υπέμεινε, για να μας δείξει τον θυσιαστικό δρόμο της Σωτηρίας. Πέραν αυτού, για να νικήσει τις ράθυμες δικαιολογίες μας, ο Εύσπλαχνος Θεός ανέδειξε πλήθος Μαρτύρων, ανθρώπων ομοιοπαθών ημίν, οι οποίοι υπέμειναν τον θάνατο για την Βασιλεία των Ουρανών. Αν, λοιπόν, με την βοήθεια του Θεού, κατάφεραν εκείνοι να υπομείνουν τον θάνατο, πολύ περισσότερο κι εμείς μπορούμε να υπομείνουμε τις δυσχέρειες της καθημερινότητας.

    Εμείς, αδελφοί, δεν κληθήκαμε να θανατωθούμε για το όνομα του Κυρίου, δεν μας έσκισαν την σάρκα, δεν μας αφαίρεσαν την γλώσσα, δεν μας έριξαν στη φωτιά, ούτε σε παγωμένη λίμνη, όπως τους σήμερα τιμωμένους Αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Ο Αγωνοθέτης Θεός έχει επιτρέψει για εμάς άλλου είδους δοκιμασίες. Καλούμαστε να υπομείνουμε την απότομη συμπεριφορά των συνανθρώπων μας, τον έλεγχο προς βελτίωση μας, τα παράπονα και τις αδυναμίες των συνεργατών ή των οικείων μας. Να υπομείνουμε εκείνους που μας φθονούν, μας ζηλεύουν,μας αδικούν μας συκοφαντούν. Καλούμαστε, επίσης, να υπομείνουμε τα ενδοοικογενειακά προβλήματα, την οικονομική στενότητα, την ασθένεια, ακόμη και την απώλεια που προξενεί ο θάνατος. Ατενίζοντας ταπεινά στη θυσία του Σωτήρος και των Μαρτύρων Του, λαμβάνουμε την αναγκαία δύναμη για να υπομείνουμε τον Σταυρό που έχει οικονομήσει για εμάς ο Θεός. Και τότε αισθανόμαστε να μας πλημμυρίζει η Χάρις Του.

   Οι Άγιοι Μάρτυρες -εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις- δεν οδηγήθηκαν στο Μαρτύριο από τη μιά στιγμή στην άλλη, ούτε είχαν ως εφόδιο έναν ου κατ' επίγνωσιν και ενθουσιώδη ζήλο. Αντιθέτως, ήταν δοκιμασμένοι στην αρετή την οποία καλλιέργησαν με το άροτρο της υπομονής στις μικρές και μεγάλες θλίψεις της καθημερινότητας. Την δε υπομονή την καλλιέργησαν μέσω της ελπίδος προς τον Θεό, και έχοντας χαραγμένο στο ενδόμυχο της ψυχής τους ότι ο παρών βίος είναι βραχύς και πρόσκαιρος, ασήμαντος, ουσιαστικά, απέναντι στην αιωνιότητα και το μεγαλείο του Παραδείσου. Για τον λόγο αυτό, όταν οδηγούνταν στο τυραννικό βήμα, με πολύ θάρρος διεκήρυτταν ότι «δριμὺς ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ Παράδεισος».

   Αυτή είναι η δύναμη της μακαρίας υπομονής∙ τους μικρούς τους καθιστά μεγάλους, τους φοβισμένους, ανδρείους, τους αμαρτωλούς, Αγίους, τους ασήμαντους, Μάρτυρες!

   Βλέποντας τα οφέλη της ειρηνοποιού υπομονής, βλέπουμε να επιβεβαιώνεται ότι «τά καλά ἔργα κόπῳ κτῶνται καί πόνῳ κατορθοῦνται». Μπορεί το φάρμακο να είναι πικρό, αλλά η θεραπεία είναι οπωσδήποτε ευχάριστη. Γιατί λοιπόν να επιμένουμε στην ανυπομονησία; Μήπως είναι τάχα η εύκολη λύση;

   Ο ανυπόμονος άνθρωπος σαλπίζει το μέγεθος της απιστίας του, διότι δεν αποδέχεται ότι οι θλίψεις προέρχονται από την πρόνοια του Θεού. Ακόμα κι αν το αποδέχεται, ματαιοπονώντας στρέφεται επιθετικά έναντι του Θεού με ύβρεις και βλασφημίες, με οδυνηρό αποτέλεσμα, όχι μόνο να μην βρίσκει λύση στο πρόβλημα που τον στενοχωρεί, αλλά να αφαιρεί από το σκοτάδι του οποιαδήποτε αχτίδα ψυχικής ηρεμίας.

   Ας μην ομοιάσουμε με εκείνον, αδελφοί, αλλά ας τείνουμε τα ώτα της ψυχής μας στα λόγια του Κυρίου: «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τάς ψυχάς ὑμῶν […] ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται».